© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Το περιβόλι των Χαιρετισμών

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
 
Έχω και άλλες φορές ξαναγράψει -και συγχωρέστε μου την εμμονή και την επανάληψη- πως πάνω απ’ όλα νοιώθω Ζακυνθινός ή έστω Επτανήσιος. Αυτό σημαίνει -και όποιος μπορεί να καταλάβει, κατάλαβε- πως κάπου μέσα μου αρνούμαι την προσαρμογή στην νεοελληνική πραγματικότητα, κλείνω τ’ αυτιά μου σε όλα αυτά τα ισοπεδωτικά, που γύρω μου καθημερινά και με ταχύτητα φωτός εξελίσσονται και αναζητώντας τις δικές μου ξεχωριστές ρίζες και την ιδιάζουσα προσωπική μου ταυτότητα, μ’ ερωτική μανία και αμετάκλητη προσδοκία, ψάχνω τον τρόπο συνέχισης της ιόνιας νοοτροπίας μου, η οποία θα μου δώσει λόγο υπόστασης και γνωρίζοντας, όσο γίνεται πιο σωστά το δικό μου παρελθόν, επιδιώκω να οικοδομήσω το ανάλογο σήμερα.

Σ’ αυτά τα πλαίσια κινούμενος, προσπαθώντας με πολλούς τρόπους, παρά τις υπάρχουσες, επίφοβες σειρήνες, να μην χαθώ στο χάος της ισοπέδωσης και την απλοποίηση της μετάφρασης, επιδιώκω, σαν τους προγόνους μου, αυτούς που για πέντε περίπου αιώνες αντιστάθηκαν και δημιούργησαν, ν’ αποκτήσω, εκτός των άλλων, τα δικά μου αντέτια και μ’ αυτά να βιώσω την επανάληψη μέσα στην αυθάδεια του χρόνου και την έστω επιφανειακή και πλάνα αίσθηση της νίκης της φθοράς, ευρισκόμενος στο ίδιο σημείο, κάθε φορά που ο καιρός πιστεύουμε πως επαναλαμβάνεται και βιώνοντας τις ίδιες συγκινήσεις, όταν η ανακύκλωση των ημερών επαληθεύει την και φέτος ύπαρξή μου.

Μα επειδή είναι δύσκολο πια και για πολλούς λόγους να επικοινωνήσεις, ακόμα και με τους συμπατριώτες σου, στην δική μας, την τοπική διάλεκτο, επειδή πολλοί παράγοντες ανάγκασαν τους Τζαντιώτες των αρχών του 21ου αιώνα συχνά να μην κατανοούν όχι μόνο τον «Χάση» του πολύ Δημητρίου Γουζέλη, αλλά και αυτόν ακόμα τον πρόσφατο -σχετικά- Ξενόπουλο, δίχως γλωσσάριο, αλλά και επειδή ο τηλεφωνικός κατάλογος -για να μην προεκταθούμε και σε άλλες λίστες- έχει από καιρό πάψει να διατηρεί τα επώνυμα των σε τοπικούς ήχους τονισμένων συνθέσεων, θα προσπαθήσω -μια και το θεωρώ πια εντελώς απαραίτητο- να εξηγήσω το τι ακριβώς σημαίνει η λέξη «αντέτι» στην τοπική μας γλώσσα.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια συνήθεια επαναλαμβανόμενη -και μάλιστα με θρησκευτική ευλάβεια- μέσα στο χρόνο, που κυρίως είναι συνδεδεμένη με κάποιες μεγάλες γιορτές. Είναι ένα ακόμα δείγμα της ζακυνθινής ιδιοσυγκρασίας και ίσως και ένας τρόπος αντίστασης στην εξομοίωση της ανυπαρξίας. Η διαφορά της από το έθιμο ή την συνήθεια είναι ότι πρόκειται για κάτι κυρίως ατομικό και όχι για ομαδικό. Είναι μια δική σου, μια εντελώς προσωπική συνήθεια, η οποία ερμηνεύει άριστα αυτό το «και του χρόνου», που συχνά ευχόμαστε και δίνει χαρά στον πιστό της, πως μπόρεσε και πάλι να την τηρήσει και την ελπίδα πως ένα χρόνο μετά θα είναι εκεί να την ξαναβιώσει. Παράγωγό της η λέξη «αντεταδόρος», ο οποίος είναι αυτός που την εφαρμόζει και εκείνος ο οποίος ετήσια την επαναλαμβάνει.

Ένα από τα δικά μου αντέτια, που σχεδόν πρόσφατα έχω αποκτήσει, είναι και το να παρακολουθώ τους Τρίτους Χαιρετισμούς στην εκκλησία της ιστορικής Φανερωμένης της πόλης μας και εκεί να χαίρομαι τον ερχομό της Άνοιξης και την χαρά της μεστότητας της ποιητικής έκφρασης. Οι λόγοι αυτής μου της προτίμησης είναι πολλοί και ενδεικτικά αναφέρω τους βασικότερους. Ο πρώτος είναι ο μύθος, που έστω και ανακαινισμένος, κουβαλά αυτός ο ιερός χώρος. Το άκουσμα και μόνο το ονόματός του μου ξυπνά τις αναμνήσεις των παιδικών μου αναγνώσεων του ενορίτη της συγγραφέα του «Μυστικού της κοντέσας Βαλέραινας», αλλά και τις διασωστικές αναφορές των σελίδων των έργων του Λεωνίδα Ζώη και του Ντίνου Κονόμου. Σε μια πόλη ανοικοδομημένη, δυστυχώς, άναρχα και δίχως σεβασμό στην παράδοσή της, σε μια μπετόν βλασφημία, η εκκλησία αυτή με την ζεστασιά του πελεκητού αγκωναριού της, είναι μέσα μου μια αντίσταση και η είσοδός μου σ’ αυτήν, έστω και περιστασιακά, ελάχιστες φορές το χρόνο, μου δίνει την ψευδαίσθηση πως η θεομηνία δεν κατέστρεψε τα πάντα και πως όλα δεν έχουν γίνει μια τηλεοπτική προέκταση και συνέχεια.

Ο δεύτερος λόγος είναι η φιλοξενούμενη εκεί, με χρέη συχνά οικοδεσπότη, ομώνυμη χορωδία, η οποία πάντα από την παράδοση του γυναικωνίτη συνοδεύει τις τελετουργίες και δίνει χρώμα και πνοή στις ακολουθίες, επαναφέροντας τον Δοξαρά στην επικαιρότητα και σκεπάζοντας περίτεχνα τις καλλιτεχνικές έριδες για την ταυτότητα του δημιουργού των περίφημων και μοναδικών Προφητών.

Ο τρίτος και πλέον προσωπικός μου λόγος -γι’ αυτό και μιλάμε για αντέτι- είναι το ότι στο καλλικέλαδο αυτό σχήμα πρόεδρος είναι ο φίλος Σπύρος Ζούγρας, ο οποίος, όχι τυχαία, θέλω να πιστεύω, είναι και αντιπρόεδρος της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Ζante”, η οποία κάθε χρόνο, στα πλαίσια του Ζακυνθινού Καρναβαλιού, διοργανώνει το ιστορικά παραδομένο από τους καιρούς και λαοφιλές αγώνισμα των ιππικών αγώνων, την περίφημη ανά τους αιώνες Γκιόστρα. Σαν πρόεδρος, λοιπόν, του Δ. Σ. του παραπάνω Σωματείου, του αποδίδω την άοκνη εργατικότητά του και την απεριόριστη συμπαράστασή του στην προετοιμασία και την διενέργεια του δρώμενου και λίγες μέρες μετά, μια και οι συνθήκες όχι μόνο το επιτρέπουν, αλλά και το απαιτούν, τον χαίρομαι και σε μια επιπλέον πολιτιστική του δραστηριότητα.

Αυτή η προτίμησή μου, όμως, φαίνεται πως κάθε χρόνο αμείβεται και πάντα με κάποιο τρόπο επαινείται. Είναι που τίποτα δεν πάει χαμένο και όλα στον χρόνο και τον τόπο συνυπάρχουν και συνομιλούν. Πέρυσι, αν θυμάστε, με συγκίνησε κατά την επίσκεψή μου στην Φανερωμένη, η ύπαρξη εκεί της καλαίσθητης και παραδοσιακής «τόρτσας», η οποία, όπως διαπίστωσα με χαρά μου και φέτος, δεν έχει αντικατασταθεί από την εμπορική προχειρότητα και εξακολουθεί να υπάρχει και να παραδειγματίζει. Με το θέμα αυτό είχαμε ασχοληθεί και στο επίκαιρα σχετικό κείμενό μας, λίγες μέρες μετά.

Η φετινή αποκάλυψη ή μάλλον ο χαροποιός εντοπισμός, μια και πολλά πράγματα υπάρχουν και εμείς πρέπει να τα υπογραμμίσουμε για να ξεκινήσουν και πάλι την πορεία τους, είναι το μικρό, ελάχιστο στην πραγματικότητα, περιβολάκι, το οποίο αντιστέκεται στην οικοπεδοποίηση και την αυτοκρατορία - κυριαρχία του μπετόν, εκεί ανάμεσα από το πετρόχτιστο Ιερό Βήμα και το καμπαναριό της εκκλησίας. Έχω περάσει δεκάδες φορές από εκεί, το έχω δει σε άπειρες περιπτώσεις και γνώριζα την ύπαρξή του, αλλά φέτος, στην απαρχή του έαρος και στην μέση της προετοιμασίας της Ανάστασης, θλιμμένος αναμφίβολα από τις σπασμένες πλάκες της Πλατείας Ρούγας και την τσιμεντένια αυθάδεια της πόλης μου και πόλης μας, αληθινά και από ανάγκη το ανακάλυψα. Είναι μια παρηγορία στην απρόσωπή μας πραγματικότητα και μια ευλογία στην κατάρα της συνέχισης της από τις θεομηνίες και όχι μόνο προερχόμενης καταστροφής μας.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά με την θέασή του, ήρθε στο νου μου ο παρακάτω κατοικών Γρηγόρης Ξενόπουλος, ο με το κλειστό του Μουσείο ακόμα εξόριστος από τον γενέθλιο τόπο του και κάποια νεανική ανάγνωση των σελίδων του, στην οποία, αν η μνήμη μου δεν έχει εξομοιωθεί μ’ αυτήν του νησιού μας, κάποιος παπάς κοιτάζει την πράσινη ευλογία του περιβολιού της εκκλησίας του και ξεκουράζει τα μάτια του από τις αναγνώσεις και την ψυχή του από τις εξομολογήσεις των ενοριτών του.

Αυτήν την αίσθηση μου δημιούργησαν εκείνα τα ελάχιστα εναπομείναντα, δίχως να χτιστούν ή να τσιμεντωθούν, μέτρα της γης, στα οποία μπορούν ακόμα να βλαστήσουν χόρτα και να υμνήσουν την Άνοιξη και το «Ρόδο το Αμάραντο» με το άνθισμα των δένδρων τους. Θα ήταν ευχής έργο να ήταν περισσότερα, συχνότερα και πιο πυκνά. Μα και αυτά αρκούν. Φτάνει να μην τα εκμοντερνίσουμε, να μην τα προσαρμόσουμε στην αυθάδεια της σημερινής μας πραγματικότητας.

Μέσα από αυτό το κατ’ ευφημισμόν καλούμενο περιβολάκι μπορεί ακόμα η Κυρά η Φανερωμένη να αναπνέει και οι Προφήτες της, έστω και στα ύψη των τοίχων του Μουσείου κρεμασμένοι, να συνομιλούν με όσους θέλουν να αντιστέκονται και να επιμένουν. Περιφερόμενη επιτάφια κάθε δειλινό Δεκαπενταύγουστου, έστω και δίχως τον πορφυρό της «ουρανό» -πού τέτοιες πολυτέλειες σε τουριστική σεζόν;- θα προσδοκά τις ευλογίες των νεραντζανθών, όταν ο Μονογενής της θα έχει πάρει την θέση της και αυτή θα ονομάζεται Mater Dolorosa. Τότε θα μυρίζουν περισσότερο τα δικά της μπουγαρίνια και τα τζαντζαμίνια της, τα φρεσκανοιγμένα. Αρκεί να υπάρχει το μικρό της περιβολάκι της. Έστω και στα λίγα μέτρα του.

Γιατί «στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι».

Related Posts with Thumbnails