Το πλοίο με το όνομα «Μέγας Ανατολικός»
καταπλέει εις
το λιμένα της Ιωλκού.
Με την πρύμνη του κατάφωτη,
στολισμένη με ηνίοχους και αντίγραφα της
τεχνοτροπίας του Μύρωνα,
καταπλέει
περήφανο το πλοίο με το όνομα
«Μέγας Ανατολικός».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου,
ο Μίλτος Σαχτούρης με ένα κοπάδι από μαύρες
πεταλούδες
του μοναστηριού του Πόρου,
ο Νίκος Καρούζος με επιδέσμους, ξεστομίζοντας
χριστιανικές προσευχές,
η Σωτηρία Μπέλλου και ορισμένοι άλλοι,
βαθύτατα ελληνικοί στέκουν στα καταστρώματα,
με την επιβλητική ακινησία μιας συγκινητικής
επιστροφής,
αφάνταστα ερωτικοί και απόμακροι.
Φέρουν τη σοφία από τις αναρίθμητες θύελλες
που δοκιμάζουν τις θάλασσες, τις ζωές και τις
πατρίδες.
Ο εξόριστος απόγονος του Πελλερέν
στέκει στην προβλήτα από χρόνια.
Εμφανώς συγκινημένος επιδεικνύει στον Ανδρέα
τη μικρή, την απέραντή μας πόλη.
Μιλούν τη λησμονημένη γλώσσα του Αιγαίου,
ο Ορέστης στην πλώρη, για πάντα αθωωμένος
να νοσταλγεί τον Πυλάδη, το ωραίο Άργος,
τους κεραμεικούς καιρούς και τα κορίτσια των
Πελασγών.