«Τοὺς
διανύσαντας τὸν τοῦ βίου δρόμον πίστει
εὐσεβεῖ... ἤτοι, ... δεόμεθα ὑπὲρ μακαρίας
μνήμης καὶ αἰωνίου ἀναπαύσεως τῶν
ψυχῶν πάντων τῶν ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως
ζωῆς κεκοιμημένων Ὀρθοδόξων χριστιανῶν...
πατέρων, πάππων, προπάππων...
διδασκάλων, συγγενῶν...»
Οἱ
λέξεις, μέσα στὸ χειμωνιάτικο ἀπόβραδο,
ἀκούγονται σὰν φτερουγίσματα πουλιῶν
ποὺ σπεύδουν νὰ κουρνιάσουν σὲ πυκνὲς
φυλλωσιές, καθὼς σιμώνει ἡ νύχτα. Κι
ὄντως, φτερουγίζουν ἀπόψε αὐτὲς οἱ
ἱερὲς οἱ λέξεις, ποὺ κομίζουν στὸν
Οὐρανὸ τὴν ἱκέσιο
καὶ φορτωμένη κατάνυξη καὶ δέος ἱερὸ
προσευχή μας. Προσευχὴ γιὰ ἐκείνη τὴν
κατηγορία τῶν ἀνθρώπων μας ποὺ
μετοίκησαν γιὰ πάντα... Γιατὶ ἐλάχιστοι,
δυστυχῶς, μποροῦν νὰ καταλάβουν τὸ
εἰδικὸ βάρος ποὺ φέρει ἡ ἡμέρα αὐτή,
τοῦ Ψυχοσάββατου ἡ θεοτίμητη ἡμέρα.
Τοῦ Ψυχοσάββατου, ὅπου ἔχουν τὸ δικό
τους τὸ Πανηγύρι οἱ Κεκοιμημένοι. Ναί,
τὸ Πανηγύρι τους, τὸ ἰδιότυπο αὐτὸ
Πανηγύρι μὲ τὸν χαρμολυπικό του τὸ
χαρακτήρα. Τὸ Πανηγύρι μὲ τὴ σύναξη
τῶν ὅσων
πιστῶν, ποὺ τὴν φωτίζει τὸ νέφος τῶν
Κεκοιμημένων. Γιὰ τοὺς ὁποίους καὶ
Τὸν παρακαλοῦμε: «...Υἱοὺς
ἀναστάσεώς σου ποίησον, Κύριε τῆς
δόξης, τοὺς προκοιμηθέντας...». Ἐπειδὴ
αὐτὴν τὴν ἡμέρα πρέπει νὰ τὴ βλέπουμε
ὡς προέκταση
τοῦ δικοῦ μας βίου, γιατὶ κάποτε θὰ
ἐπιθυμοῦμε οἱ ἐπίγονοί μας, αὐτὴν
τὴν ἡμέρα νὰ δέονται μὲ τὴν Ἐκκλησία:
«...Τοὺς ἀφυπνώσαντας ἐκ τῆς τοῦ
βίου νυκτός, ἡμέρας υἱοὺς δεῖξον,
Κύριε...».
Ὄντως,
μεγάλη ἡ δωρεὰ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία
στὸ πλήρωμά Της μὲ τὸ νὰ θεσπίσει
αὐτὴν τὴν ἄχραντη Πανήγυρι πρὸς τιμὴν
«πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κεκοιμημένων
εὐσεβῶς πατέρων καὶ ἀδελφῶν...».
Γιατὶ μὲ τὴν κίνησή Της αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία
προτείνει στὸν κόσμο της νὰ θυμηθεῖ
αὐτὴ τὴ μέρα. Νὰ θυμηθεῖ τοὺς
κεκοιμημένους, ποὺ ἀσφαλῶς περιμένουν
τὶς εὐχὲς καὶ προσευχές ὅλων μας.
Ἐπειδὴ ὁ κόσμος λησμονεῖ εὔκολα,
ἀντίθετα μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ θυμᾶται
καὶ μνημονεύει. Δηλαδή, διασώζει καὶ
μεταθέτει στὴν αἰωνιότητα τὰ ὀνόματα
πάντων τῶν εὐσεβῶς κεκοιμημένων. Κι
αὐτὸ γιατὶ ἀγαπᾶ καὶ τυλίγει σὲ
νέφος στοργῆς τὰ παιδιά Της, γι᾿ αὐτὸ
και προτρέπει τοὺς ζῶντες, μέσω τῶν
σημαντικῶν αὐτῶν ἡμερῶν τοῦ ἱεροῦ
Ψυχοσάββατου, νὰ θυμηθοῦν κι ἐκεῖνοι
τοὺς δικούς τους ἀνθρώπους, νὰ τούς
μνημονέψουν, νὰ προσευχηθοῦν γι᾿
αὐτούς. Καθὼς, μάλιστα, ξημερώνει ἡ
Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, ὅπου ἡ
Ἐκκλησία ἔχει θεσπίσει νὰ θυμόμαστε
«τῆς Δευτέρας καὶ ἀδεκαστου δευτερας
παρουσίας τοῦ Χριστοῦ». Βλέπεις, ἡ
μιὰ ἡμέρα ἀκτινοβολεῖ τὸ νόημά της
στὴν ἄλλη. Καὶ κάτι ἄλλο: δίχως ν᾿
ἀγαπᾶμε, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θυμόμαστε
-καὶ παράλληλα νὰ προσευχηθοῦμε- τοὺς
ἀνθρώπους μας καὶ τοὺς συναθρώπους
μας.
Ἀλήθεια,
ἔχουμε συνειδητὰ κατανοήσει τὸ μέγα
νόημα αὐτῆς τῆς ἡμέρας; Ἡμέρας
προετοιμασίας μας γιὰ τὴν ἐπικείμενη
ἀναχώρησή μας ἀπὸ τὸ πρόσκαιρο τοῦ
παρόντος βίου μας; Ἔχουμε, μὲ λίγα
λόγια, καταλάβει ὅτι «ὄναρ ἡ ζωὴ
ἡμῶν ἐστί»; Ποὺ σημαίνει ὅτι «ὡς
ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ προέρχεται
καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος...». Καὶ
τονίζεται, μάλιστα, μετ’ ἐμφάσεως ἡ
λέξη «πᾶς», γιὰ νὰ δείξει καὶ
ἀποδείξει ὅτι μπορεῖ στὸν κοινωνικό
μας περιβάλλον νὰ διαφέρουμε ὁ ἕνας
ἀπὸ τὸν ἄλλον, ὅμως κι αὐτὴ ἡ διάκριση
προσωρινὴ εἶναι καὶ πρόσκαιρη. Τὸ
πλέον βέβαιο καὶ σταθερὸ εἶναι ἡ
ἐφημερία μας. Ποὺ ἔρχεται τὸ Ψυχοσάββατο
νὰ μᾶς τὴν ξαναθυμίσει, χαρίζοντάς
την παράλληλα ὡς διδαχὴ πολύτιμη στὸ
ταξίδι μας αὐτὸ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο
τοῦ Τριωδίου.
«Τὸ
φοβερόν σου κριτήριον ἐνθυμούμενος,
ὑπερένδοξε Κύριε, καὶ τὴν ἡμέραν τῆς
Κρίσεως, φρίττω καὶ πτοοῦμαι, ὑπὸ τῆς
συνειδήσεως τῆς ἐμῆς ἐλεγχόμενος...
διό με ἐλέησον πρὸ τέλους, καὶ
φεῖσαι μου, Κριτὰ δικαιότατε». Ἀμήν!
π.
κ. ν. κ.