© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ. Από το Διεθνές μουσικό σωματείο GINA BACHAUER και τον ελληνοελβετικό σύλλογο Ι. Γ. ΕΫΝΑΡΔΟΣ στο Μέγαρο Μελά

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

«Μέσα στο φως ο κόσμος μένει η πρώτη και η τελευταία μας αγάπη»
Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος του Albert Camus

Η Επιστήμη όταν ανταμώνει με την Τέχνη κάνει θαύματα! Ένα τέτοιο θαύμα ζήσαμε στις 27 Μαΐου 2011 στο Μέγαρο Μελά, από τον ΕΛΛΗΝΟΕΛΒΕΤΙΚΟ Σύλλογο Ι. Γ. ΕΫΝΑΡΔΟΣ και το Διεθνές Σωματείο GINA BACHAUER, που πραγματοποίησαν μια «Μουσικό-Επιστημονική» εκδήλωση με θέμα, «Η επιρροή των κλιματολογικών αλλαγών στη μουσική». Την καλλιτεχνική επιμέλεια της εκδήλωσης είχε ο Κωνσταντίνος Π. Καράμπελας-Σγούρδας, ο οποίος, μετά από σύντομο χαιρετισμό, ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του «GINA BACHAUER», παρουσίασε τον διακεκριμένο επιστήμονα και ακαδημαϊκό κ. Χρήστο Ζερεφό.

Ο Χρήστος Ζερεφός, προσωπικότητα διεθνούς φήμης, Φυσικός, Περιβαλλοντολόγος, Ακαδημαϊκός, με άπειρες τιμητικές διακρίσεις, τις οποίες επιστέφει το βραβείο Νόμπελ, συγκινήθηκε ιδιαίτερα όταν τον ανακήρυξαν επίτιμο μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Σωματείου GINA BACHAUER , γιατί όπως ο ίδιος είπε: οι διακρίσεις που έχουν σχέση με την καρδιά είναι πολύ σημαντικές, όταν μάλιστα προέρχονται από ένα Μουσικό Σωματείο. Στη συνέχεια, ο καθηγητής μίλησε για την Ελλάδα, την κοιτίδα της Τέχνης και για τους ανθρώπους που εμπνεύστηκαν από αυτήν, όπως ο Richard Wagner [1813-1883] και οι Γερμανοί Φιλόσοφοι. Και δεν παρέλειψε να αναφερθεί επίσης στο Δανό συνθέτη και βιολονίστα Carl Nielsen [1865-1931] και τα ερεθίσματα που δέχτηκε από ήλιο της Σαντορίνης, ώστε να συνθέσει έναν ύμνο για τον άρχοντα του Ουρανού, που συνεχίζει να τρέχει με το άρμα του πάνω από τα μάγματα και τα βαθυκύανα κύματα της πανέμορφης «Καλδέρας». Αλλά και στον Λόρδο Byron [1788-1824] και το ποίημά του «Darkness», το οποίο ξεκινάει με το στίχο «I have a dream» γνώριμο στον κόσμο από τους πολιτικούς λόγους του Martin Luther King.

Από το σύμπαν του Σαίξπηρ, ο καθηγητής, άγγιξε τον Άμλετ και την Καταιγίδα του, έργα αναφοράς και έμπνευσης συνθετών, όπως ο Jean Sibelius [1865-1957] και ο Pyotr Ilyich Tchaikovsky [1840-1893], που με τις ανεπανάληπτες νότες τους αναπλάθουν τη σαιξπήρεια Καταιγίδα. Εκρήξεις ακραίες της φύσης, που εμφανίζονται έντονα και παραστατικά τόσο στη ποίηση όσο και στη μουσική, περιέγραψε ο καθηγητής με την λεπτή ύφανση των ωραίων Ελληνικών του και μας πρόσφερε, εκτός από τη γνώση του και τη μελωδία της γλώσσας μας. Κι ύστερα τα «Μεταφυσικά» του Αριστοτέλη και η κοιλάδα του Νείλου, για να μας βυθίσει ευθύς αμέσως στην αρμονία των Βυζαντινών, του Johann Sebastian Bach [1685-1750] και στο Χάος, όπως το μελοποίησε ο Joseph Haydn [1732-1809] στην περίφημη «Δημιουργία» του, που είχε προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση στο φιλόμουσο κοινό της Βιέννης. Και πώς να έλειπε ο Όμηρος και ο Ασκός του Αιόλου; Ή η «Έννοια του στροβίλου», που ενέπνευσε στον Αρχιμήδη τη μελέτη της σπείρας;

Και η έκπληξη μας περιμένει με την αναφορά του ομιλητή στις «Τέσσερις Εποχές», που εξυμνούνται από τον Haydn και τον Antonio Vivaldi [1678-1741]. Με τις διάφανες διαφορές τους, τόσο στη συνθετική τους υφή, όσο και στις αποχρώσεις του ουρανού της Γαληνοτάτης, από εκείνον της σκοτεινής Αγγλίας. Για να έλθει «το Πυρ, ο Αήρ, το Ύδωρ, η Γη», στην «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» του Igor Stravinsky [1882-1971], να περάσει μπροστά μας, με όλη της τη χάρη η «Άνοιξη» του Sandro Botticelli [1445-1510] και να νιώσουμε την κοσμογονία της «Σονάτας για βιολί και πιάνο» του Μεγάλου Οργισμένου και, ακόμα, να μάθουμε ότι «Η λέξη Κλίμα προέρχεται από την κλίση των ακτίνων του ήλιου».

Μακάρι η μελωδία των λέξεων, που πέφτουν στο χαρτί, να είχαν τη δύναμη των μουσικών φθόγγων, που έριχνε στα πλήκτρα ο πολυβραβευμένος, Ελληνοκύπριος πιανίστας Γιώργος Μανούρης- Σερδάρης. Πήρε, θαρρείς, την ηχώ των λέξεων και την ανέδειξε σε μουσική του Mozart, του Beethoven, του Liszt, του Chopin, του Debussy. Ξεκίνησε το πρόγραμμά του με τη «Σονάτα αρ. 12, σε φα μείζονα, KV 332» του Mozart σε μια συγκλονιστική ερμηνεία, πλούσια σε εσωτερικότητα, νεανική ορμή και δεξιοτεχνική ικανότητα.

Ο Mozart επιστρέφει στο Παρίσι των θριάμβων των παιδικών του χρόνων, για να βρεθεί αντιμέτωπος με την αδιαφορία και την απόρριψη. Την ίδια αυτή χρονιά θα χάσει την αγαπημένη του μητέρα, που τον συνόδευε στην πόλη του φωτός και θα υποχρεωθεί να επιστρέψει στο Salzburg και στην υπηρεσία του αρχιεπισκόπου. Ο πλούσιος ψυχισμός τού νεαρού συνθέτη, αντιμέτωπος με τον πόνο και την απογοήτευση, δε θα καμφθεί. Θα αντλήσει στοιχεία δημιουργικά, που θα τον οδηγήσουν στην ανάταση και στη σύνθεση ενός έργου θεϊκού, έργο που ερμήνευσε επάξια ο Γιώργος Μανούρης.

Στη συνέχεια αναμετρήθηκε με τον γίγαντα της Μουσικής, τον Ludwig Van Beethoven [1770-1827] στη «Σονάτα αρ. 21, σε ντο μείζονα. Op. 53», την αφιερωμένη στον κόμη Waldstein το 1804. Είναι η χρονιά, που ο Μπετόβεν συνθέτει δύο μεγάλα έργα, την 3η συμφωνία του, την «Eroica» και τη Σονάτα «Appassionata», την οποία ολοκλήρωσε την επόμενη χρονιά.

Στο δεύτερο μέρος παρακολουθήσαμε την Πολωνέζα αρ. 6 σε λα ύφεση μείζονα, έργο 53 του Frederic Chopin [1810-1849] την γνωστή ως “Heroique” , τις Estampes του Claude Debussy [1862-1918], τις οποίες απέδωσε με ιδιαίτερη ευαισθησία ο νεαρός σολίστ, καθώς και την Ουγγρική Ραψωδία αρ.6, σε ρε ύφεση μείζονα, του Franz Liszt [1811-1886].

Σπάνια είχαμε τη χαρά να παραβρεθούμε σε μια τόσο συναρπαστική ομιλία, όπως αυτή του καθηγητή κ. Ζερεφού, συνδυασμένη με την ευαισθησία της μουσικής ερμηνείας του νεαρού πιανίστα Γιώργου Μανούρη. Και πώς να μην ομολογήσουμε τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα που χείμαρρος σωστός μας κατέκλυζαν στο δρόμο της επιστροφής;


[Εικονογράφηση: Γλυπτό του Αριστείδη Πατσόγλου]

 


Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Παύλου Φουρνογεράκη: ΔΙΚΑΙΩΣΗ (ποίημα)


Οριζοντίως εις το μέσον, προς Δυσμάς
σε αναστάσιμο φόντο
η ταπεινοσύνη κηδεύεται απέριττος

Παραστάδες εκ-γόνων η πύλη των κοιμωμένων
ανθοστήλες κιτρινό-λευκων
κι οι φίλοι ραντιστές λεπτορροής δακρύων

Νη-πενθής «Η Ζάκυνθος της μνήμης»
κιβωτός πολυτίμων
κι οι Τζαντιώτες ευλαβείς κι αιώνιοι προσκυνητές του.

Ζάκυνθος, 28-5-2011

Υ.Γ. Φόρος τιμής προς τον Νίκο Πομόνη, που αναπαύεται από το Σάββατο 28-5-2011 στον Αρίγκο της Μπόχαλης.

[Εικονογράφηση: Δάσος ΙΙ, Γιώργος Αυγέρος, 2006]

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Christos Yannaras: [THE RELATIONSHIP BETWEEN ORTHODOXY AND THE WEST, BETWEEN THE ORTHODOX ECCLESIAL TRADITION AND MODERN WESTERN LIFE]

COMMENCEMENT ADDRESS OF DR. CHRISTOS YANNARAS
[Διάλεξη του Δρ Χρήστου Γιανναρά κατά την ανακήρυξή του σε Επίτιμο Διδάκτορα της Ορθόδοξης Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, Βοστόνη 21 Μαΐου 2011] 


Your Eminences Archbishop Demetrios of America and Metropolitan Methodios of  Boston,
Reverend President of Hellenic College and Holy Cross Greek Orthodox School of Theology,
Dear Professors of the School,
Dear Students,
Ladies and Gentlemen.

Please accept my warmest thanks for the honor you are doing me today: the bestowal of an honorary doctorate by the Theological School of Holy Cross. And the honor of your presence at this ceremony.

Today's event has been preceded by a special favor shown to me by the School, for which I am also grateful: the publication by Holy Cross Orthodox Press of four of my books, with two more under production. The launch of a book on the American market is a precious gift to an author: it opens up greater possibilities for his participation in current debates to be judged and evaluated. I am happy to be writing in Greek, a language with striking powers of expression. But it is only by access to an English-speaking readership that I can entertain the hope that my work will be  judged by the most demanding standards.

Academic custom demands that someone honored with a doctorate from an academic institution should set down, as a symbolic response, a brief account of his scholarly contribution, a kind of echo of Cavafy's poem "I Brought to Art." I shall attempt to do this, and try to show how fresh and relevant today is an old and much debated topic: the relationship between Orthodoxy and the West, between the Orthodox ecclesial tradition and modern Western life.

I was set this topic "Orthodoxy and the West" here at the Theological School of Holy Cross forty years ago (the first time I came to America) in 1970. I was then a postgraduate student in Paris, and I was invited to participate in a conference of the Orthodox Theological Society in America. Four decades later, what relevance does that same topic have and what is new about taking it up again?

A timely element is, I believe, the problem of neoconservatism and fundamentalism which currently afflicts the way life is led in most Orthodox churches.

The "Zealots" of Orthodoxy, as our own fundamentalists are called, are as a rule; fanatically anti-Western: they regard the Christian churches and confessions of the West as opponents of the Orthodox camp, as a real threat. They proclaim that the West is steeped in error and at the same time has evil designs on Orthodoxy. Thus for the Zealots any attempt at Orthodox "dialogue" with Western Christians, any participation in the "ecumenical movement" signifies a betrayal of Orthodoxy, a surrender to error, an abandoning of the conviction that the Church is One, Holy, Catholic and Apostolic.

But this Zealotry certainty does not constitute a defence of the decisions of the Councils; it does not derive from a conciliar expression of catholic ecclesial experience. It is an individual choice and conviction, based usually on the opinion of some geron, or elder, also chosen individually, who is lent "objective" authority by his hagiorite, or other, monastic affiliation. The defense of Orthodoxy by the "conservatives" is conducted on the basis of their individual choices and judgements, not on the basis of the Church's conciliar expression. It is therefore a defense that manifestly undermines the coherence of the ecclesial body. It invalidates the conciliar system; it denies the episcopal ministry.

Thus the individualistic character of Zealotry-Fundamentalism and the accompanying idolization of formalism - of "dogmas" and "canons" rendered independent of ecclesial experience - assimilate the "Orthodoxy" of conservative Christians to every other ideological "orthodoxy": to that of conservative Marxists, conservative Freudians, etc. All these "orthodoxies" have the same characteristics in common: They attribute a quality of infallible authority to "sources": to the original formulations of an empirical testimony, or of a hermeneutic theory, or of a proposition concerning regulative principles (of a practical deontology). And they bitterly oppose any deviation from the original formulation because its objectified "truth" can be possessed and offer assurance to the individual, cladding the ego in certainties. The texts of Marx or Freud or the Fathers of the Church become the infallible measure that gauges the correctness of every opinion, view, or proposition - that judges which person individually possesses the truth and which is in error, which person will be saved and which will go to perdition. And the measure of this judqernent is applied authoritatively by the "zealot," the defender of original authenticity.

It is thus perfectly obvious that this understanding of "Orthodoxy" is to be identified with the specific product of the post-Roman West that we call "ideology." In defining ideology, I would say that it is the transformation of experiential knowledge into a certainty that is purely intellectual - or, more generally, the substitution of experiential assurance (which is always verified through the relations of sharing in the experience) by individual (intellectual-psychological) convictions. Ideology replaces the attaining of participation in a shared experience of truth simply with the individual understanding of the formulations of truth or with something inferior to that: blind insistence alone on the letter of the formulations.

The cultural paradigm generated by the post-Roman West, which has now attained global dimensions, is proudly acknowledged to be individualist - to be founded on the absolute priority of the potentialities and needs of the natural individual, on the protection of individual rights. On the basis of this fact one could say that one of the most western manifestations of the West today is the ideological anti-Westernism of the "Orthodox" opponents of the West, the individualism of the "Zealots" of Orthodoxy.

This paradox proves that the issue of relations between Orthodoxy and the West remains extremely topical, since in the extreme case of the fundamentalist "Zealots" the historical challenge that arose for the Church with the arrival of Modernity becomes abundantly clear. The West in Modernity is no longer the portion or party that at the time of the Schism cut itself off from the body of the One Catholic Church.

Now the whole of Christendom is the West, since all of us who bear the name of Christian live integrally and self-evidently within a Western cultural context; we embody the Western mode of life. Our routines, our mental outlook, our reflexes, our prioritization of needs, the way our social institutions are formed and function are all absolutely obedient tothe Western-individualistic not the social-ecclesial model. We live, we think, and we act in the mode fashioned by Augustine, Anselm, Aquinas, and Descartes.

That is why on the level of Modernity, too, our opposition to the West, whatever our defence of ecclesial Orthodoxy, is inescapably fleshness, unrelated to the reality of our common life: an abstract piece of ideology. We recognize differences between Christians but we regard them as "confessional": as by definition ideological. They are discussed by scholarly committees of "specialists" - university professors and bishops (that is, the "professional cadres" of ideology). It has never occurred to us to bring people of experience into ecumenical dialogue, people such as authentic monks and gifted artists.

The incontrovertible fact of the Westernization of Christians in the Modern age leads us to understand that the ecclesial critique of the errors that led the West to break away from the body of the One Catholic Church cannot today (in the nature of things) be anything but self-criticism (that is, repentance - metanoia). There is no entity called the West "confronting" Orthodoxy; the West is "within us" and Orthodoxy is the common nostalgia of all who perceive the falling away of both East and West.

The pioneers of self-criticism, the guides to metanoia, are not those who engage in "dialogue" about "primacy" and "infallibility," or about the puerile doctrine of the Filioque, but those who have boldly attempted to make a painful break with moral error: Nietzsche, Heidegger, and Sartre, and closely related to them in the language of art, Baudelaire, Kafka, Bergman, and Fellini: All those who have proclaimed painfully that the alienating transformation of a relationship with God into ideology and legalism has led to the death of God - the God of individual "convictions" and crutch of egocentric Morality has died: "we are all his murderers" - Wir haben ihn ge late t, wir aile sind seine Marder!

An attempt to express a criticism of the West in the form of Christian self-criticism began with sincerity and with no little risk in the 1960s on two fundamental levels of interconnected topics: On the level of ontology, with a proposition for the formation of a new (and methodologically coherent) hermeneutic of the existential event on the basis of the reality of person and eros. And on the corresponding level of the reconnection of the ecclesial event with the chiefly existential problem, on the basis of the so-called eucharistic ecclesiology.

These two bold undertakings, which even today are still denigrated and ridiculed, are both based on the admission of a pair of propositions: that of the empiricism preserved by the apophaticism of the formulations of knowledge, and also that of the empirical realism of the distinctions between nature (or substance) and person, and between nature and nature's energies. Only by the admission of these propositions can the existential otherness of personal hypostasis be grasped as the empirical reality of freedom.

The ontology of the person and eucharistic ecclesiology implement criticism of the West as Christian self-criticism, because they were both born from a consistent grappling with the impasse to which the West (and now also the East) has been led by intellectualism and legalism - the rendering of Christian "religiosity" independent of the ecclesial event. The ontology of the person could not have emerged if it had not been for the need to confront Heidegger's nihilism - as an attempt to articulate as an experiential counter-proposition a (Christian) metanoia for the (Christian) errors which lead with the utmost consistency to Heidegger - to the plumbing of the depths of existence's absence of "meaning." And eucharistic ecclesiology could not have emerged except as an attempt to shed light on ecclesial catholicity, as the existential wholeness of the kath'ekasto17, the uniqueness of each of us, in the face of the nightmarish manifestations of the totalitarianism of ideologies.

I am grateful to you for honoring this evening an attempt to give a self-critical account of the relationship between Orthodoxy and the West.

Πηγή: Holy Cross

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Σταμάτη Σταματόπουλου: ΤΟ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΣΤΗΝ "ΟΚΤΑΝΑ" ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ

[Περιοδικό Σύναξη 107 (Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2008) 57-71]

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να γίνει μια πρώτη και βασική προσέγγιση του εσχατολογικού οράματος για τον άνθρωπο και την οικουμένη, όπως αυτό προβάλλει μέσα από τις σελίδες της ποιητικής συλλογής Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου και ιδιαίτερα στο κείμενο "όχι Μπραζίλια, μα Οκτάνα". Θα δοθεί έμφαση στην ονομασία της εσχατολογικής πολιτείας και τη δυναμική του, καθώς και στους συσχετισμούς του οράματος του Εμπειρίκου με την παράμετρο της ορθόδοξης εσχατολογικής προσέγγισης.

1. Η εσχατολογία στην ορθόδοξη πίστη και ο υπερρεαλισμός
Η εσχατολογία ως όρος με ιδιαίτερη δυναμική προβάλλει μέσα από τις σελίδες της χριστιανικής γραμματείας, καθώς και από το βίωμα της Εκκλησίας που προσδοκά την τελείωσή της μέσα από την συνάντηση Θεού και ανθρωπότητας στα έσχατα. Ωστόσο, δεν είναι η μόνη που στο διάβα της ιστορίας κάνει λόγο για τελευταίο στάδιο της ανθρωπότητας, ανακαίνιση και τελειωτική αλλαγή. Η θέση αυτή γοήτευσε πολλούς φιλοσόφους και στοχαστές και ενέπνευσε πολλά κοινωνικά ρεύματα που με διαφόρους τρόπους πάλι και εκείνα επιχείρησαν να υπηρετήσουν τον ερχομό και την εγκαθίδρυση της εσχάτης πραγματικότητας για την οικουμένη.

Σε ό,τι αφορά την εκκλησιαστική πραγματικότητα είναι χαρακτηριστικό, ότι μιλώντας θεολογικά για εσχατολογία δεν μιλούμε για κάτι γενικά αποδεκτό όχι μόνο σε Ανατολή και Δύση, αλλά ούτε ακόμα και στους διανοητές της ορθόδοξης πίστης ή τα απλά μέλη της Εκκλησίας. Μία κύρια και βασική διάκριση που μπορεί να επιχειρηθεί είναι εκείνη που διακρίνει τα κατά καιρούς εκπεφρασμένα εσχατολογικά οράματα σε ενδοϊστορικά και εξωιστορικά, δηλαδή χοντρικά σε απόπειρες να προσαρμοστεί η ερχομένη βασιλεία των ουρανών σε ιστορικά καθορισμένα πολιτικά και κοινωνικά μεγέθη και σε άλλες, που έβλεπαν την βασιλεία του Θεού να έχει εγκαινιασθεί μεν με την Εκκλησία, αλλά ότι θα ολοκληρωθεί στο τέλος του χρόνου. Η διάκριση αυτή είναι βασική, γιατί διατρέχει όχι μόνο τις θεολογικές τοποθετήσεις για τα έσχατα, αλλά όπως θα δούμε και άλλες ριζοσπαστικές θεωρήσεις για τον άνθρωπο και την Ιστορία.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος συνδέεται με ένα τέτοιο ριζοσπαστικό πνευματικό κίνημα της ευρωπαϊκής τέχνης και διανόησης που έρχεται σε ρήξη με το κατεστημένο της εποχής, άρα και με το εκκλησιαστικό. Ο υπερρεαλισμός μολονότι κατέληξε να χαρακτηρίζει την Τέχνη και δη την ποίηση και τη ζωγραφική, δεν ξεκίνησε ως τέτοιος. Ακόμη περισσότερο, οι ιδρυτές του υπερρεαλισμού τοποθετούνται σαφέστατα υπέρ της μαρξιστικής ιδεολογίας, ο δε Μπρετόν για ένα ικανό χρονικό διάστημα πλαισιώνει δυναμικά το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, στη συνέχεια όμως αποχωρεί (1935), καθώς αισθάνεται ότι εκείνο δεν μπορεί να εκφράσει όλη την επαναστατική δυναμική σουρρεαλισμού.

Τα φαινόμενα θα δικαιολογούσαν την απομάκρυνση του υπερρεαλισμού από τη σφαίρα του παραδοσιακού θεολογικού προβληματισμού. Πλην όμως οι μεταφυσικές θέσεις δεν απουσιάζουν. Σε γενικές γραμμές οι υπερρεαλιστές δεν απαξιώνουν τη μεταφυσική σκέψη, μάλλον δε την υιοθετούν ως προς την ποιότητα του λόγου, αφού φαίνεται πως αρέσκονται στο να μιλάνε «προφητικά» για να διατυπώσουν το όραμά τους, το δε όραμά τους στην καρδιά του περιέχει αξιοπρόσεκτες ομοιότητες με την χριστιανική βασιλεία των ουρανών. Αυτή μπορεί να είναι κιόλας η βαθύτερη αιτία της μη αφομοίωσης του υπερρεαλιστικού οράματος από τις διάφορες κοινωνικο-πολιτικές θεωρήσεις: τα πολλά επίπεδα στα οποία κινήθηκε το εσχατολογικό όραμα του υπερρεαλισμού, το γεγονός ότι το υπερρεαλιστικό ιδεώδες κινείται και σε μια περισσότερο εσωτερική διάσταση, χωρίς να χάνει το έντονο ενδιαφέρον του για το σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας.

Ο Εμπειρίκος μπορεί να μην είναι θεολόγος, παπαδοπαίδι, ψάλτης ή ευνοούμενος εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, όπως άλλοι λογοτέχνες μας, φαίνεται όμως να γνωρίζει αρκετά καλά τα εκκλησιαστικά κείμενα. Το έργο του βρίθει αναφορών και υπαινιγμών προς αυτά, σε τέτοιο βαθμό που κανείς δεν μπορεί να εκλάβει τις αναφορές αυτές ως απλές συνειρμικές παραστάσεις, προϊόντα της αυτόματης γραφής. Δεν γίνεται νύξη μόνο για την ορθόδοξη υμνολογία (κείμενα του Ιωάννη του Δαμασκηνού και του Ρωμανού του Μελωδού), κάτι που δεν μπορεί να δικαιολογήσει κανείς σε αδαή, όσο τακτικά εκκλησιαζόμενος και να είναι, αλλά και στους ορθόδοξους πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ή ο απόστολος Παύλος, κείμενα των οποίων δεν απαντά κανείς εύκολα, παρά μόνο κατόπιν προσωπικής απασχόλησης και έρευνας. Πρέπει να δούμε σε αυτή την πληθώρα αναφορών σίγουρα κάτι πιο βαθύ. Η γνώση του Εμπειρίκου λοιπόν διατρέχει τόσο την Αγία Γραφή, όσο και τους Έλληνες πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και την εκκλησιαστική πρακτική των ημερών του μέσα στην ορθόδοξη λατρεία. Είναι δε οι αναφορές του Εμπειρίκου στην ορθόδοξη πίστη αριθμητικά περισσότερες από τις αντίστοιχες σε άλλες μεταφυσικές πεποιθήσεις και δόγματα (Ισλάμ και ανατολικά θρησκεύματα κυρίως που απαντούν στην Οκτάνα). O Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, οπότε η επαφή του με μέρος της χριστιανικής γραμματείας πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Από την άλλη, είναι γνωστή η ευρυμάθειά του, καθόσον μαρτυρείται και από τον ίδιο τον Ο. Ελύτη, ότι στα χρόνια της γερμανικής κατοχής ο Ανδρέας Εμπειρίκος διέθετε μία πλουσιότατη βιβλιοθήκη, στο σπίτι του λάμβαναν κατεπανάληψη χώρα πνευματικές συγκεντρώσεις και έχαιρε ιδίαιτερης εκτίμησης εξαιτίας του επιπέδου των γνώσεων και του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα του.

Σε ποιο βαθμό λοιπόν απηχεί την εκκλησιαστική εσχατολογία ο Εμπειρίκος; Και ακόμα περισσότερο, για ποιο λόγο επιθυμεί να είναι εμφανής ένας τέτοιος συσχετισμός; Ο Εμπειρίκος αποδεικνύεται τελικά εμβριθέστατος γνώστης της ορθόδοξης παράδοσης με ένα βαθύτερο περιεχόμενο και οραματισμό που αξίζει να εξεταστεί.

2. Η Οκτάνα: ένα κωδικοποιημένο μήνυμα, ένας εσχατολογικός τόπος

Θα ασχοληθούμε στο σημείο αυτό ειδικότερα με το ποιήμα "όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα" και το εσχατολογικό όραμα όπως με μεγάλη ενάργεια εκτυλίσσεται εκεί. Θα επιδιώξουμε να εστιάσουμε στο συγκεκριμένο κείμενο και κυρίως στις παραμέτρους που συνθέτουν την έννοια του εσχατολογικού οράματος και εν μέρει έλκουν την καταγωγή τους από την ορθόδοξη γραμματεία.

Σε ό,τι αφορά γενικά το ποίημα ας τονιστεί ότι, όπως τα περισσότερα της συλλογής, το "όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα" έχει πεζολογική διάρθρωση και καταλαμβάνει πλέον της μίας σελίδας. Εκείνο που το κάνει να ξεχωρίζει είναι αφενός ότι είναι το τελευταίο χρονολογικά βάσει των ημερομηνιών που παραθέτει στο τέλος ο συγγραφέας και κυρίως, ότι σε αυτό επιχειρείται κατά κόρον να οριστεί το περιεχόμενο του νέου όρου που εισάγει ο Εμπειρίκος και με αυτόν τιτλοφορεί όλη του τη συλλογή.

α. "όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα"

Ο τίτλος από μόνος του εγείρει ερωτηματικά. Οκτάνα είναι η ονομασία για την ονειρική του πολιτεία, ένα προσωπικό όραμα και ταυτόχρονα μια λέξη γρίφος. Τι το εξαιρετικό όμως έχει η Μπραζίλια και την αντιπαραθέτει με εκείνην; Πουθενά αλλού στο έργο δε γίνεται λόγος για τη Βραζιλία. Πάμπολλες είναι οι αναφορές για τη Γαλλία και την Ισπανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Μεξικό. Παρελαύνουν μπροστά μας οι Δελφοί, ο Σαρωνικός, τα Παρίσια και τα Σάλωνα, η Γιάλτα, οι Άνδεις ακόμη, η Βενετία, η Πρέβεζα, η Πάτρα, ο ποταμός Γουαλδακιβίρ, οι καταρράκτες του Νιαγάρα, το κοσμοπολίτικο Λονδίνο, η Μόσχα και το Λένιγκραντ, η Σιών και ο Αρμαγεδδών, η Κένυα, το Σαν Σαλβαδόρ, η Κόρδοβα, το Γκραν Κάνυον, οι λίμνες οι Φινλανδικές, όμως πουθενά δε γίνεται λόγος για τη Βραζιλία. Πουθενά δεν απαντάμε ούτε ένα πιράνχα, ούτε έναν κουβά νερό από τον Αμαζόνιο, ούτε λίγους κόκκους καφέ, το ξέφρενο καρναβάλι ή τον Ιησού του Ρίο, ο,τιδήποτε σχετικό με αυτή τη χώρα! Οι υπερρεαλιστές αγαπούν το εξωτικό στοιχείο, την ξεγνοιασιά, την αίσθηση ελευθερίας ή μαγείας που εμπνέουν πολιτείες μακρινές, απρόσιτες και ονειρικές, όμως σε αυτό το κείμενο, όπως και σε όλη τη συλλογή δε γίνεται καμία αναφορά στη Βραζιλία, παρά μόνο όταν πρόκειται να οριστεί η Οκτάνα και μάλιστα, η αναφορά αυτή έχει χαρακτήρα αποτρεπτικό και μόνο• μία φορά στον τίτλο (‘όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα’) και άλλη μία όταν η Οκτάνα αντιπαρατίθεται προς τη Μπραζίλια, τη Σιών, τη Μόσχα και τη Νέα Υόρκη. Αντίστοιχα ο όρος ‘Οκτάνα’ απαντά και αυτός αποκλειστικά και μόνο σε αυτό το ποίημα.

Η Οκτάνα παρουσιάζεται να είναι ένας απόλυτος νεολογισμός, μια λεξιπλασία του Εμπειρίκου. Παρακάτω θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι ίσως να μη συμβαίνει ακριβώς αυτό. Σε όλη τη συλλογή ο συγγραφέας μας δεν ασχολείται με το να μας ετυμολογήσει αυτό το παράδοξο, παρά μονάχα σε αυτό το ποίημα ("όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα") επιχειρείται να μας δοθεί ορισμός του τι είναι Οκτάνα, άρα και η υπόσχεση ότι εμείς, από την κατανόησή μας αυτή ενδεχομένως να οδηγηθούμε και στην αποκάλυψη του ονόματος αυτού. Είναι μια πρακτική όχι σπάνια στον υπερρεαλισμό που μάλλον εμπνέεται από το μυστικισμό, κοινή συνισταμένη των περισσοτέρων θρησκειών. Στη βιβλική παράδοση θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε το φαινόμενο με το θείο γνόφο που καλύπτει το όρος Σινά κατά την παράδοση του Νόμου στο Μωυσή ή την απαγόρευση της προφοράς του τετραγράμματου ονόματος του Θεού από τους Εβραίους. Γενικά, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το Οκτάνα έχει να κάνει με τον αριθμό οκτώ (8), που σε κλίση 90ο μεταμορφώνεται σε σύμβολο του απείρου (∞), ως εκ τούτου και της τελειότητας. Σε άλλη υπόθεση προσομοιάζει με την ένωση του συμβόλου του αρσενικού (♂) και του θηλυκού (♀) -που αποτελεί ζητούμενο της σκέψης του Εμπειρίκου-, ή πάλι απηχεί τη βιβλική έννοια της Ογδόης Ημέρας, της τελικής κατάστασης της ανθρωπότητας στα Έσχατα.

Εκείνο όμως που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και να ρίξει πραγματικά φως σε αυτόν τον ακατάληπτο τίτλο που επιλέγει για τη συλλογή του ο Εμπειρίκος, τελικά μπορεί να προέρχεται από την αχανή χώρα της Νοτίου Αμερικής που μας αναφέρει με στόμφο εδώ:

Στις 19 Νοεμβρίου 1889 κατόπιν κοσμογονικών αλλαγών στη χώρα ο R.T.Mendes προτείνει ως σημαία του κράτους της Βραζιλίας την καθιερωμένη στη σύγχρονη εποχή χρυσοπράσινη ("auriverde"), σχέδιο του D. Vilares. Αυτή η σημαία έχει όντως πράσινο φόντο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ένας κίτρινος ρόμβος και μέσα σε αυτόν μια σκούρα γαλάζια σφαίρα με είκοσι επτά άστρα σε πέντε διαφορετικά μεγέθη. Γύρω από τη σφαίρα, ελαφρώς κυρτά ακουμπά πάνω της μια λωρίδα με την επιγραφή: "Ordem e Progresso", δηλαδή, "τάξη και πρόοδος". Η φράση αποτελεί φόρο τιμής στον ιδρυτή της κοινωνιολογίας Αu. Comte. Εκφράζει παράλληλα τον θετικισμό των θεμελιωτών της σύγχρονης Βραζιλίας. Άραγε αυτό το σύνθημα ελκύει ή απωθεί τον Ανδρέα Εμπειρίκο; Ο συσχετισμός δεν είναι τόσο αφηρημένος. Επειδή κάνουμε λόγο για τον υπερρεαλισμό, σαφέστατα δεν είναι ανάγκη να μιλούμε και εμείς υπερρεαλιστικά. Οπότε, ας μη βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα και ας στρέψουμε το βλέμμα μας λίγο πιο προσεκτικά στην υπό εξέταση ποιητική συλλογή.

Από το 1960 και μετά (μας παραδίδονται αρκετές, αλλά όχι όλες οι ημερομηνίες συγγραφής των κειμένων της συλλογής) τα ποιήματα της συλλογής γίνονται μεγαλύτερα σε έκταση, αποκτούν περισσότερο πεζολογικό χαρακτήρα και τέλος παρατηρούμε στα νεότερα ποιήματα την παρουσία ενός στοιχείου που απουσίαζε σε παλαιότερα: γίνεται λόγος για τον έναστρο ουρανό.

Στο "όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες" (1964) γίνεται λόγος για «όλους τους έρωτας των άστρων». Στο "ο βασιλιάς ο Κογκ" (1964) διαβάζουμε: «επάνωθέ μου ήσπαιραν στον ουρανό τ’ αστέρια και ήταν η νύκτα μαγική, γιομάτη διάττοντες, γιομάτη άστρα, γιομάτη από του Σύμπαντος την ηδονή». Στο "πολλές φορές τη νύκτα" (1963) αναφέρεται ότι «ο μέγας Σείριος και όλα τ’ αστρα σελαγίζουν» και γίνεται λόγος για τον Ταύρο, που κάνει την εμφάνιση και με το αραβικό του όνομα Αλντεμπαράν (και έτσι παίρνει χαρακτήρα επωδού του ποιήματος). Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι ο Εμπειρίκος ίσως έκτοτε να αποκτά κάποιες πιο εξειδικευμένες γνώσεις στην αστρονομία και έτσι στρέφει το ενδιαφέρον του προς τον ουρανό. Μας λέει ακόμη: «5-6 διάττοντες λαμπρότητος μεγάλης, διαγράφοντες τεράστια τόξα, εκσφενδονίζονται και πίπτουν» ενώ αλλού καταλήγει: «θαρρείς και πληθαίνουν τ’ άστρα και οι μακρινοί αστερισμοί μοιάζουν με τηλαυγή διαμάντια σε μαυροκύανο βελούδο καρφωμένα», περιγραφή που πλησιάζει τα εικονιζόμενα στη σημαία της Βραζιλίας.

Στο "beat, beat, beatitude and love and glory" (1963) άλλη μια περιγραφή μας φέρνει στο μυαλό το ειλητάριο αυτή τη φορά που ζώνει τον ουράνιο άτλαντα του βραζιλιάνικου εμβλήματος: «Ναι, ναι, ανοίχτε τα παράθυρα, ανοίχτε τις ψυχές –ο Κερουάκ διαβαίνει Μουσηγέτης, στην λέξη ‘hitchhiking’ δίνοντας την πιο ιερή της σημασία, πιστεύοντας εις τον θεόν με τις αισθήσεις, πίσω του σέρνοντας ένα χωρό που την υδρόγειο ζώνει». Αλλά ακόμα και στο¨"όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα" (1965) δίνεται μια κατά κάποιον τρόπο τοπική περιγραφή, πάλι η εικόνα του ουράνιου στερεώματος: «Οκτάνα, φίλοι μου, θα πει μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού». Οι νύξεις για τα ουράνια σώματα λοιπόν είναι συστηματικές και σταθερές, τουλάχιστον μετά το 1960. Για ποιο λόγο όμως;

Στην πραγματικότητα εκείνο που φαίνεται να έχει συμβεί στο διάστημα που συνδέει τις δύο –χοντρικά- περιόδους παραγωγής των ποιημάτων της Οκτάνα (δηλαδή τη δεκαετία του ’40 και την περίοδο περί το 1960) είναι η με κάποιον τρόπο επαφή του Ανδρέα Εμπειρίκου με τους συμβολισμούς που φέρει η σημαία της Βραζιλίας. Οι εικονιζόμενοι σε αυτήν αστέρες και αστερισμοί είναι: ο Προκύων (Μικρός Κύων), ο Μέγας Κύων (με μεγαλύτερο αστέρι τον Σείριο), ο Κάνωπος, ο Στάχυς, η Ύδρα, ο Νότιος Σταυρός, ο σ(ίγμα) του Οκτάντος, το Νότιον Τρίγωνον και ο Σκορπιός. Προφανώς το ενδιαφέρον μας πέφτει στον –άγνωστο για το ευρύ κοινό- αστερισμό του Οκτάντα. Ο αστερισμός αυτός είναι ένας από τους 88 προνομιούχους αστερισμούς του στερεώματος που φέρουν όνομα και όχι κωδικό βάσει της ταξινόμησης της Διεθνούς Αστρονομικής Ένωσης (ΙAU), είναι δε γνωστός από το 1763 (σημειώθηκε από τον Lacaille) και η λατινική του ονομασία είναι Οctans, λέξη που σημαίνει το «οκταμερές όργανον». Το σίγμα του Οκτάντα -χωρίς το οποίο ηχεί ακόμη περισσότερο ως Οκτάνα ο αστερισμός- ονομάζεται και αλλιώς αστέρας του νοτίου πόλου και στη σημαία της Βραζιλίας είναι το μικρότερο αστέρι και φυσικά, όπως δηλώνει και το όνομά του, κατέχει τη νοτιότερη θέση, ενώ ακόμη πιο θαυμαστός είναι ο συμβολισμός που έχει: Κάθε άστρο ή αστερισμός στη σημαία της Βραζιλίας εκπροσωπεί και έναν τομέα (distrito), μια πολιτεία αυτής της τεράστιας χώρας. Ο νότιος αστέρας εκπροσωπεί τον ομοσπονδιακό τομέα (Distrito Federal), δηλαδή την πολιτεία της πρωτεύουσας της Βραζιλίας, Μπραζίλ (Brazil) με αγγλική προφορά, Mπραζίλια (Brazília) στα πορτογαλικά.

Λύνεται έτσι το αίνιγμα του τίτλου του έργου που εξετάζουμε. Βάσει αυτής της ανακάλυψης βέβαια ανοίγονται νέοι προσεγγιστικοί ορίζοντες, π.χ. για τις οντότητες του ουρανίου στερεώματος και το ρόλο τους στα κείμενα και το όραμα της Οκτάνα. Πόσο επηρεάζουν αυτά τα δεδομένα την προθετικότητα του ποιητή και πόσο το εσχατολογικό όραμα της πολιτείας που μας προβάλλει; Εφόσον αποδεχόμαστε ότι η κατανόηση του ονόματος μπορεί να μας οδηγήσει και στην ουσιαστική γνώση του αντικειμένου, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα στοιχείο πολύ υψηλής σημασίας. Μετά το 1960 ο Εμπειρίκος αλλάζει στάση απέναντι στους «αστέρες». Συνειδητοποιεί τη δυναμική τους, τη σημειολογία τους, τους εντάσσει στο έργο του και το εσχατολογικό του όραμα –το οποίο καταλήγει τη δεκαετία του '60 ότι εκφράζουν τα συγκεκριμένα ποιήματα 20 και πλέον ετών που εντάσσει στη συλλογή- και βάσει του εσχάτου του ποιήματος και της ονομασίας ενός αστερισμού δίνει έναν ιδιαίτερο τίτλο σε αυτή τη συλλογή. Στις 14 Απριλίου 1960 τροποποιείται η σημαία της Βραζιλίας για άλλη μια φορά. (Ο σ του Οκτάντα βρίσκεται σε κάθε εκδοχή της σημαίας της οποίας ο αριθμός των αστέρων, ωστόσο, μεταβάλλεται.) Αλλά στο διάστημα 1956-1960 συμβαίνει κάτι που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία: λαμβάνει χώρα η ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας Brazília (εγκαίνια 21 Απριλίου 1960). Είναι ένα μεγαλεπίβολο σχέδιο που διαφημίζεται, γίνεται γνωστό παγκοσμίως και αποσκοπεί στο να καταστήσει τη σύγχρονη Βραζιλία ένα μοντέρνο και ισχυρό μέλος της διεθνούς κοινότητας. Στην ενδοχώρα της Βραζιλίας χτίζεται για πρώτη φορά μια υπερσύγχρονη πόλη-στοίχημα για το λαό της Βραζιλίας, γεγονός που βρίσκει το αντίστοιχο κλέος της στην οικοδόμηση της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη ή στα ταφικά μνημεία των Φαραώ. Το 1963 ο Εμπειρίκος μαζί με τον Ελύτη και τον Θεοτοκά ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση εντυπωσιάζεται από την εκεί κοινωνική πρόνοια. Το 1964 γίνεται στρατιωτικό πραξικόπημα στη Βραζιλία. Πόσο μεγάλη σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά μένει να μας το αποδείξει η έρευνα. Το ποίημα γράφεται στην εξοχική τότε Γλυφάδα, όπου έκανε τις διακοπές του Εμπειρίκος, τον Αύγουστο του 1965. Μέχρι εδώ όμως είδαμε ότι η επιλογή του ονόματος αυτού δεν είναι τυχαία, έχει ιστορική αφόρμηση και όχι μόνο αφηρημένο συμβολισμό και σίγουρα η ονομασία της Οκτάνα εμφορείται από μεγάλο μέρος της εσχατολογικής σκέψης του Ανδρέα Εμπειρίκου. Τι είναι αυτό που επικρίνει στην επίγεια Brazília και τι είναι αυτό που προσδοκά από την ουράνια απεικόνισή της; «...η Νέα Πόλις θα ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως από αρχιτέκτονας και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν, οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες και "ταυ", μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά, ή αστικά), πνίγοντες και πνιγόμενοι, να κανονίζουν». Η αντίθεση Μπραζίλια – Οκτάνα παράγει την ονειρική πολιτεία και το εσχατολογικό όραμα, την προσέγγιση του οποίου θα συνεχίσουμε.

β. οι μακαρισμοί

Στη συλλογή Οκτάνα ο Ανδρέας Εμπειρίκος «παίζει» με τη λέξη beat, που αναφέρεται σε μια ομάδα Αμερικανών ποιητών των τελών της δεκαετίας του ’50, απολίτικων, αντι-ορθολογιστών και ρομαντικών -εκ των οποίων κατονομάζεται ο Jack Kerouac-, με κάποιον τρόπο όμως θέλει να εντάξει σε αυτούς και πολλά άλλα ονόματα. Στο κείμενο με τον τίτλο "οι μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι άγιοι" παρατίθενται πολλά ονόματα μεταξύ των οποίων οι Έγελος, Κίρκεγκορ, Τολστόϊ, S. Freud και άλλοι, μέσα σε αυτούς δε και ο Ιησούς Χριστός. Ο Ν. Παπαδόπουλος εύστοχα σχολιάζει πως διευρύνοντας την έννοια του beat ο Εμπειρίκος μας παραπέμπει στο λατινικό beati (δηλαδή: μακάριοι), τους αγίους της Εκκλησίας. Η επεξήγηση για τη μη-συμμόρφωση αυτών των προσωπικοτήτων του πνεύματος μας οδηγεί στο να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε το κοινό στοιχείο που διατρέχει τόσες πολλές και ενδεχομένως, αντιφατικές μορφές της ιστορίας.

Όμως ας επωφεληθούμε λίγο στο σημείο αυτό, για να θυμηθούμε το απόσπασμα της λατινικής μετάφρασης των μακαρισμών (Matth., V 3-9 ):

«beati pauperes spiritu quoniam ipsorum est regnum caelorum.
beati mites quoniam ipsi possidebunt terram.
beati qui lugent quoniam ipsi consolabuntur.
beati qui esuriunt et sitiunt iustitiam quoniam ipsi saturabuntur.
beati misericordes quia ipsi misericordiam consequentur.
beati mundo corde quoniam ipsi Deum videbunt […]». 
(Η πλαγίαση δική μου)

Δύσκολα δεν μπορεί να μας έρθει στο νου η διάρθρωση του "όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα". Οι μακαρισμοί και η επί του όρους ομιλία του Ιησού Χριστού είναι γνωστό ότι λειτουργούν ως κάποιου είδους ‘μανιφέστο’ της διδασκαλίας του Κυρίου προς τους μαθητές Του. Εκεί διατυπώνεται για πρώτη φορά μέσα στο ευαγγέλιο, με σαφήνεια και εκρηκτικότητα ο πυρήνας της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο παραλληλισμός και πάλι δεν είναι τυχαίος. Η ομοιότητα δεν άπτεται μονάχα της μορφής (όπου στο ευαγγελικό κείμενο έχουμε τη λέξη "μακάριοι", εδώ απαντούμε "Οκτάνα θα πη" ), αλλά και του περιεχομένου.

γ. επαγγελία και Οκτάνα

Στην επί του όρους ομιλία ο Ιησούς Χριστός μιλάει για τον ερχομό της βασιλείας των ουρανών. Σε μεγάλο βαθμό λοιπόν, πρόκειται για ένα εσχατολογικού περιεχομένου κείμενο. Η εκκλησιαστική εσχατολογία όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό δεν εξαντλείται σε αυτά τα χωρία. Αντιστοίχως και η εσχατολογία της Οκτάνα καθορίζεται και από άλλα στοιχεία της σκέψης του Ανδρέα Εμπειρίκου, πλην όμως εμείς θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε κάποιους βασικούς και κοινούς άξονες αυτών των δύο εσχατολογικών οραμάτων. Ας συγκρίνουμε τα κείμενα αυτά.

I. ΑΥΘΕΝΤΙΑ:

Ο πυρήνας και των δύο κεμένων εκκινεί με μια προεξαγγελία που προσδίδει κύρος. "Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος· καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων" (Ματθ. 5:1-2). Είναι σημαντικό δηλαδή ο προφήτης της επαγγελίας να μπορεί να υποβάλλει το κοινό του και να εμπνέει κάποιον τρόπο σιγουριά. «Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν), σας λέγω την αλήθειαν», λέει ο Εμπειρίκος.

II. ΦΩΣ:

Η νέα πραγματικότητα καταυγάζει με φως τους μετόχους της και έτσι καθίσταται διαφορετική από ο,τιδήποτε άλλο: «μα θα κτισθή απ’ όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι, έχοντες εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το αστράπτον φως της αντισοφιστείας – τουτέστι το φως της άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας». Όπως και στην επί του όρους ομιλία: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. 5:14). Αλλού, βέβαια στην Καινή Διαθήκη συναντούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια το ίδιο όραμα: «καὶ ἡ πόλις οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἵνα φαίνωσιν αὐτῇ» (Αποκ. 21:23)• «πιστεύετε εἰς τὸ φῶς ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε» (Ιω. 12:36).

III. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ:

Η Οκτάνα είναι μία επαγγελία δικαιοσύνης και αποκατάστασης των σχέσεων των ανθρώπων: «Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη. Οκτάνα θα πη αγάπη. Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλοσύνη.» Αντίστοιχα, πασίγνωστα είναι τα: «μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.» (Ματθ. 5:10), «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ»(Ματθ. 6:33) και «ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, αγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. 5:43-44).

IV. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ:

Η Οκτάνα είναι ένα παγκόσμιο όραμα, μια «πιθανώς Ομοσπονδία» με ασαφή τα πολιτικά της γνωρίσματα, επεκτεινόμενη σε όλο τον κόσμο: «Όταν διά της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, […] τότε μόνον η Νέα Πόλις και θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς και αδιαιρέτου Οικουμένης.» Αντίστοιχα η βασιλεία των ουρανών είναι και αυτή ένα παγκόσμιο όραμα που προβάλλει έτσι στο σύνολο του ευαγγελικού κειμένου: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.» (Ματθ. 28:19-20)

V. ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ:

Η νέα εποχή, ως εκ τούτου σηματοδοτείται από το στοιχείο αυτό του κηρύγματος και της προφητείας: «Οκτάνα θα πη η ενόρασις και η διαίσθησις εκείνη, που επιτρέπουν σωστά να νοιώθης, να καταλαβαίνης», «Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα». Στην επί του όρους ομιλία βρίσκουμε: «ὃς δ' ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5:19).

VI. ΜΑΡΤΥΡΕΣ:

Και στα δύο κείμενα γίνεται φανερό ότι ο ερχομός της τελευταίας αυτής εποχής απαιτεί θυσίες: «μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν καθ' ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ· χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν»(Ματθ. 5:11-12) και: «Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα. Οκτάνα θα πη μη συμμετοχή και μη αντίταξιν βίας εις βίαν».

VII. ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ:

Πληροφορούμαστε τέλος ότι αυτή η εποχή θα προκύψει «ίσως μετά από μίαν άλωσιν οριστικήν, μετά την μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος» . Είναι πολύ περισσότερες οι αναφορές σε άλλα χωρία της Γραφής, πλην όμως και στην επί του όρους ομιλία γίνεται νύξη για την καταστροφή: «ὁ δὲ ἀκούσας καὶ μὴ ποιήσας ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομήσαντι οἰκίαν ἐπὶ τὴν γῆν χωρὶς θεμελίου· ᾗ προσέρρηξεν ὁ ποταμός, καὶ εὐθὺς ἔπεσε, καὶ ἐγένετο τὸ ῥῆγμα τῆς οἰκίας ἐκείνης μέγα.» (Λουκ. 6:49).

4. «καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου»: η αναμόρφωση του ανθρωπίνου προσώπου - ελευθερία και ολοκλήρωση

Ωστόσο, το κήρυγμα της ‘Οκτάνα’ δεν αναλώνεται στην περιγραφή ενός χιλιαστικού οράματος ή μιας κοινωνικής αναμόρφωσης. Η Οκτάνα είναι πρώτα και πάνω από όλα ένα βασίλειο εσωτερικότητας και ελευθερίας, κυρίως η συμφιλίωση του ανθρώπου με τον εαυτό του και κατεπέκταση με τους γύρω του. Είναι η «ολοκλήρωση και επαναβίωση τούτου του κόσμου». Όντας έντονα επηρεασμένος από τους Freud και Lacan, έχοντας δεχθεί την αποκάλυψη της ψυχανάλυσης ο Ανδρέας Εμπειρίκος ευαγγελίζεται τη στιγμή που σύσσωμη η ανθρωπότητα καταρρίπτει τα εμπόδια με τα οποία έχει επιβαρύνει τον εαυτό της και αποκλείουν κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, όσο συνεχίζει και θωρακίζεται από πίσω τους από το να (επι)κοινωνήσει με την με τον εαυτό της και με τον Άλλο. «Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπερτάτην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκστάσει συντελείται». Εδώ είναι ξεκάθαρη άλλη μια ομοιότητα προς το εσχατολογικό όραμα της Εκκλησίας σε ό,τι αφορά τη σύναξη της ανθρωπότητας σε ένα ευχαριστηριακό Σώμα –με όλες της προεκτάσεις αυτού του οράματος στο πεδίο της εσωτερικότητας.

Έτσι μόνο μπορούμε να προσεγγίσουμε και την προσδοκία για μια εποχή που δε θα υπάρχει αιμομιξία: «Οκτάνα θα πη επί γης Παράδεισος, επί της γης Εδέμ, χωρίς προπατορικόν αμάρτημα, πέραν πάσης εννοίας κακού, με ελευθέραν εις πάσαν περίπτωσιν παντού και την αιμομιξίαν» ως μία κατάσταση εκπεφρασμένη με πρωτογενές ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο, κατά την οποία ο άνθρωπος θα έχει υπερβεί την οντολογική του ασθένεια που –σύμφωνα με τον φροϋδικό μύθο- τον οδήγησε να θέσει κοινωνικούς φραγμούς, νόμους, απαγορεύσεις που επιτείνουν την «πολιτισμένη» δυστυχία του. Αντίστοιχης λογικής είναι και η εμμονή του Εμπειρίκου στη σαφήνεια των γνωρισμάτων του φύλου: «Οκτάνα θα πη οι άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ’ άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον.»

«Τι θα πη ρήγας ή βασιλιάς όταν δεν έχεις καν το δικαίωμα να πης: ‘Με λένε Αδάμ’».

Η απελευθέρωση των ανθρωπίνων δυνατοτήτων στην ‘Οκτάνα’, όπως και στο σύνολο της σκέψης του Ανδρέα Εμπειρίκου έγκειται στην επιτυχία του ανθρώπου να προσεγγίσει τις αρχέγονες και σύμφυτες της ανθρώπινης ύπαρξης δυνάμεις με ορμή και τη συναίσθηση ότι αυτές δύνανται να συνθέσουν με σαφήνεια ό,τι από ψυχαναλυτές -ήδη από τα χρόνια του Freud- όπως η Karen Horney, όριστηκε ως αίτημα για την εύρεση του γνήσιου εαυτού. Από αυτή την άποψη η εσχατολογική επαγγελία της ‘Οκτάνα’ όχι μόνο δεν αναφέρεται σε κάτι το οποίο μέλλει να έρθει και προσδοκάται ως ολότελα αλλιώτικο –όσο και λυτρωτικό-, σε κάποια νέα και ουτοπική πραγματικότητα, αλλά σε μια δυναμική που ενυπάρχει στον άνθρωπο και ενεργοποιείται μόνο όταν προκύψει ο ψυχικός επαναπατρισμός του. Η επιστροφή, ανασκόπηση και αποδοχή του ανθρωπίνου προσώπου στη μοναδικότητά του και την πληρότητα των ψυχικών του λειτουργιών αποτελούν για την επιστήμη της ψυχανάλυσης ευκταία κατάληξη επίπονου αγώνα με ευχάριστη και φωτεινή επενέργεια για τον άνθρωπο, για την ορθόδοξη πατρολογία ένδειξη ότι ο ευαγγελικός λόγος πως «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί» απηχεί γνήσια εκκλησιαστική και αγιοπνευματική εμπειρία, για τον Εμπειρικό αποκαλυπτικό όραμα μιας νέας πραγματικότητας που αξίζει στην ανθρωπότητα και ο ίδιος αισθάνεται να την προφητεύει. Συνιστά πραγματική ελευθερία.

«Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα»

Η Οκτάνα καλεί τους ανθρώπους να εγκαθιδρύσουν επί γης Παράδεισο «χωρίς προπατορικόν αμάρτημα, πέραν πάσης εννοίας κακού». Είναι όμως άξιο να ερευνήσουμε εάν και κατά πόσο αυτή η προτροπή μας ωθεί σε μια ουτοπική φυγή από την Ιστορία, σε κάποιου είδους φαντασία που αρνείται την πραγματικότητα και στην οποία κυριαρχεί το αφηρημένο και αεί απόν. Ακόμη θα πρέπει να σκύψουμε καλύτερα και να αφουγκραστούμε την ποιητική φωνή: είναι η Οκτάνα αληθινή, απτή και ξεκάθαρη, μη αλληγορική, όσο οι πολίτες της ανθρώπινοι και χοϊκοί; «Όταν διά της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών οροπεδίων και προ παντός μέσ’ στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς και αδιαιρέτου Οικουμένης.» Ο ποιητής δε μας αφήνει περιθώρια να μην τον πιστέψουμε. Εάν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε μήπως η οντολογία στην οποία αποφαίνεται αγγίζει την κατάργηση του θανάτου; Και εάν πάλι συμβαίνει αυτό, σε ποιο επίπεδο λαμβάνει χώρα η αθανασία; «Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής».

Ο ποιητής σε κάθε δεδομένη στιγμή προσδοκά και βιώνει την αναμονή και την έλευση, υποτασσόμενος στο θεϊκό του χάρισμα να διακρίνει το «νυν και αεί» της Όγδοης Ημέρας, του κατάσπαρτου από άστρα ουρανού επί της γης, του κατερχομένου αστερισμού της Οκτάνα στη γη και την ταύτισή του με την ανθρώπινη πολιτεία, του τέλους της ανθρωπότητας . Θα ήταν παρακινδυνευμένο να επιχειρήσουμε να ορίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια τον ακριβή χώρο και χρόνο, ενδεχομένως και τη διάρκεια της ονειρικής Οκτάνα. Είναι ακόμη ασαφής ο βαθμός της ιστορικότητας –αν μπορούμε να το διατυπώσουμε έτσι- αυτού του οράματος. Για να μη βγει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Εμπειρίκος προφητεύει ένα βασίλειο εσωτερικότητας και μόνο, καλό είναι να έχουμε υπόψη τόσο τη θητεία του ως ψυχοθεραπευτή, όσο και τα σοσιαλιστικά του πιστεύω και την παρουσία του στο χώρο της διανόησης και της τέχνης καθόλη τη διάρκεια της ζωής του.

Εκείνο που έχει περισσότερη σημασία ίσως είναι ότι ο Εμπειρίκος βλέπει την αλλαγή να έρχεται και αυτή να επηρεάζει από τώρα τις σχέσεις και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Οραματίζεται τη διαρκώς παρούσα (στο μέλλον), μα και ερχομένη αιώνια πολιτεία ως «ένα χρόνο όχι πια φθαρτικής διαδοχής, αλλά πληρωματικής ερωτικής σχέσης, που τελειούται αδιάκοπα σε μια δυναμική μεταμορφώσεων ‘από δόξης εις δόξαν’».

4. Συμπεράσματα

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος διακηρύσσει τον ερχομό της ονειρικής του πολιτείας. Δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε σε ποιο επίπεδο κινείται η εσχατολογία του. Εστιάζει σε τέτοιο βαθμό τόσο στην εσωτερικότητα, όσο και στη ριζοσπαστική αλλαγή των όρων της ζωής. Χρησιμοποιεί έντονα εκκλησιαστικά χρωματισμένο υπερρεαλιστικό λόγο και συλλαμβάνει ένα παράλληλο με το χριστιανικό εσχατολογικό όραμα, εγκαινιάζοντας μια δική του ποιητική οντολογία. Ταυτόχρονα, αποδείξαμε ότι η επιλογή του ονόματος της Οκτάνα κρύβει ιστορικούς και κοινωνικούς συμβολισμούς που συνδέονται με το αποκαλυπτικό του όραμα για την ολοκλήρωση της ανθρώπινης πολιτείας και του ανθρώπου.


Bιβλιογραφία

-Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη). Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, 2003. Αθήνα: Ελληνική Βιβλική Εταιρεία.
-Ασλανίδης, Ε. Γ. 2001. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η χαρμολύπη, Αθήνα: Κέδρος.
-Βαρβατσούλιας, Γ. 2004. Η νεύρωση κατά την Karen Horney και οι ανθρωπολογικές θεωρήσεις του Αγ. Μαξίμου του ομολογητού. Συγκριτική Μελέτη, Αθήνα: Ακρίτας.
-Bigsby, C. W. E. 1979. Νταντά – Σουρρεαλισμός, μτφρ. Ελ. Μοσχονά, Αθήνα: Ερμής
-Bouchard, J. 2001. Με τον Ανδρέα Εμπειρίκο παρά δήμου ονείρων. Δέκα κείμενα, Αθήνα: Άγρα.
-Βουτούρης, Π. 1997. Η συνοχή του τοπίου, εισαγωγή στην ποιητική του Ανδρέα Εμπειρίκου, Αθήνα: Καστανιώτης.
-Brauder, F. 2007. Η γραμματική των πολιτισμών, μτφρ. Άρης Αλεξάκης, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης.
-Γιανναράς, Χ. 199611. Αλφαβητάρι της πίστης, Αθήνα: Δόμος.
-Γιατρομανωλάκης, Γ. 1983. Ανδρέας Εμπειρίκος ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Αθήνα: Κέδρος.
-Ελύτης, Ο. 20046. Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα: Ίκαρος.
-Εμπειρίκος, Α. 1974. Γραπτά ή προσωπική μυθολογία, Αθήνα: Πλειάς.
-Εμπειρίκος, Α. 20026. Οκτάνα, Αθήνα: Ίκαρος.
-Καινή Διαθήκη, μετά συντόμου ερμηνείας υπό Παν. Ν. Τρεμπέλα, 199539 . αδελφότης θεολόγων ‘Ο ΣΩΤΗΡ’.
-Καλαϊτζίδης, Π. 2003. «αντί εισαγωγής: Εσχατολογία, Θεολογία και Εκκλησία», στον τόμο Εκκλησία και Εσχατολογία, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Αθήνα: Καστανιώτης, σσ. 13-25.
-Κουμανούδης, Σ. 2006 Λεξικόν Λατινοελληνικόν, μετά συνωνύμων και αντιθέτων της Λατινικής, Αθήνα: Γρηγόρης.
-Λεβινάς, Εμμ. 20042. Τέσσερις Ταλμουδικές Μελέτες, προλ.-μτφρ.-σημ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Αθήνα: Πόλις.
-Moore, P. 20053. Atlas of the Universe, Firefly books
-Παπαδόπουλος, Ν. Κ. «Βιβλικές απηχήσεις στην Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου» περιοδ. Σύναξη, τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία, τ. 83, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002, Αθήνα, σσ. 81-92.
-Παπαθανασίου, Θ. Ν. 2003. «Ιεραποστολή και Εσχατολογία», στον τόμο Εκκλησία και Εσχατολογία, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Αθήνα: Καστανιώτης, σσ. 171-190.
-Pendle, G. 19732. A History of Latin America, London: Penguin Books.
-Williamson, E. 1992. The Penguin History of Latin America, Cambridge University Press.

Σταύρου Γιαγκάζογλου: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

[Εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 6 Απριλίου 2008]

Η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι κάτι δεδομένο, κάτι που μπορεί να επιβληθεί ως αντικειμενική πραγματικότητα. Είναι ο καρπός του διαρκούς αγώνα της εκκλησιαστικής κοινότητας να συναντήσει, να γνωρίσει και, τελικά, να παραδοθεί στην αλήθεια της Εκκλησίας, που είναι ένα πρόσωπο: ο Ιησούς Χριστός. Χρειάζεται, όμως, να τονισθεί ότι, όταν μιλάμε για ενότητα, δεν πρόκειται για ένα άθροισμα από ατομικές εμπειρίες ψυχολογικού επιπέδου, εκ των οποίων, συνήθως, προκύπτουν διαφοροποιήσεις, αντιθέσεις, υποκειμενικές ερμηνείες, ακόμη και παραχαράξεις. Αλλά δεν είναι ούτε ένας απρόσωπος, άοσμος, άγευστος, απεχθής, τελικά, χυλός. Οι πιστοί εκφράζουν τα προσωπικά, και γι' αυτό μοναδικά χαρίσματά τους και τα θέτουν στη διάθεση της εκκλησιαστικής κοινότητας.

* Ο συντονισμός των χαρισμάτων, που ανατέθηκε με τη χειροτονία του στον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, είναι έργο κατά πολύ δυσκολότερο και ουσιαστικότερο από την άσκηση διοικητικής εξουσίας κοσμικού τύπου.

Διά του επισκόπου της, η τοπική Εκκλησία συνδέεται οργανικά με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες και συγκροτεί την κοινωνία της μίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, υπερβαίνοντας, έτσι, κάθε τοπικιστικό και ενδοστρεφή προσανατολισμό.

Ο συνοδικός θεσμός, ιστορικά και θεολογικά, προέκυψε από την ευχαριστιακή θεμελίωση της Εκκλησίας. Η συνοδικότητα, λοιπόν, αποτελεί γεγονός ενότητας αλλά και κοινωνίας των τοπικών Εκκλησιών, γύρω από την Θεία Ευχαριστία, και η σύνοδος των επισκόπων δεν είναι τριτοβάθμιο όργανο εξουσίας ή κάτι σαν παγκόσμια υπεροργάνωση, η οποία αντλεί εξουσία από το αποτέλεσμα των απαραίτητων ψηφοφοριών.

* Η συνοδικότητα είναι μια διαδικασία που συνεχώς ανανεώνεται ως υπαρξιακό γεγονός για ολόκληρο το φάσμα της πίστης και εμπειρίας του εκκλησιαστικού πληρώματος.

Κάθε επίσκοπος ως επικεφαλής μιας τοπικής Εκκλησίας μεταφέρει στη σύνοδο την έκφραση της πίστης και της ζωής των μελών του ευχαριστιακού σώματος και όχι απλώς τις ατομικές του πεποιθήσεις. Αλλά και οι συνοδικές αποφάσεις καθαυτές τίθενται, ακολούθως, σε μια διαδικασία αποδοχής από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Δίχως τη δυνατότητα αποδοχής των συνοδικών αποφάσεων, η Εκκλησία γίνεται ένα νοσηρό ιεραρχικό και γραφειοκρατικό όργανο, η οποία θεσμοποιεί την εξουσιαστική της αυθεντία και την επιβάλλει αυταρχικά στο λαό του Θεού ή ακόμη και σε ανθρώπους που δεν αποτελούν μέλη της, αχρηστεύοντας την όλη δομή και διάρθρωση του Σώματος της Εκκλησίας.

* Οταν, όμως, ο λαός δεν συμμετέχει ενεργά στην Θεία Ευχαριστία, όταν το λαϊκό σώμα ιδιωτεύει ή είναι παραγκωνισμένο από τη ζωή, από την έκφραση και από τη διοίκηση της Εκκλησίας, τότε είναι αναμενόμενο να αναφύονται σοβαρά προβλήματα συνοδικότητας και εκκλησιαστικού ήθους. Η συνοδικότητα είναι τρόπος ζωής του σώματος της Εκκλησίας και όχι ολιγαρχική έκφραση των ηγετών της. Ο επίσκοπος, ως προεστώς κατ' εξοχήν της Θείας Ευχαριστίας, εκφράζει την πίστη και τη ζωή ενός ολόκληρου σώματος και δεν είναι μία ασώματος κεφαλή.

* Στις μέρες μας, η εξατομίκευση της εκκλησιαστικής ζωής δεν αφορά απλώς το ήθος των πιστών, έχει διαβρώσει επικίνδυνα και τον θεσμό του επισκόπου. Στη σύγχρονη γραφειοκρατική αντίληψη για την Εκκλησία, ο επίσκοπος είναι κάτι σαν εκκλησιαστικός νομάρχης, ο οποίος διευθύνει έναν αποκεντρωμένο οργανισμό κοινής ωφέλειας. Ετσι αντιλαμβάνονται την Εκκλησία και οι περισσότεροι άνθρωποι, που θέλουν «να εξυπηρετήσουν τις ατομικές θρησκευτικές τους ανάγκες».

* Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι η πυραμιδική και εξουσιαστική αντίληψη της Εκκλησίας, όπου ο επίσκοπος λειτουργεί ως μονάρχης και διοικεί αυταρχικά, αντλώντας δύναμη όχι από τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας, αλλά από την πίστη στον εαυτό του, τις γνώσεις και τις ικανότητες, που αναμφίβολα έχει. Η κατάσταση αυτή ακυρώνει στην πράξη τον σταυρικό, θυσιαστικό και εκ-στατικό, δηλαδή, τον χριστολογικό χαρακτήρα του επισκοπικού λειτουργήματος. Χρειάζεται, συνεπώς, ο επίσκοπος να επανεύρει εκείνο που πραγματικά τον συνδέει με την εκκλησιαστική κοινότητα.

* Η ενότητα της Εκκλησίας στην ευχαριστιακή συγκρότησή της υπό τον επίσκοπο αφορά ένα πλέγμα προσωπικών και υπαρξιακών σχέσεων. Ο επίσκοπος εικονίζει τον Χριστό, όταν παύει να ενεργεί ως άτομο, όταν ενεργεί εκ μέρους της κοινότητας, όταν στο πρόσωπό του υπερβαίνονται όλες οι διαιρέσεις, όταν φιλάνθρωπα προσλαμβάνει τα προβλήματα και τις πληγές του ανθρώπου, όταν ενώνει και αλληλοπεριχωρεί, όταν η αυθεντία του γίνεται αντιληπτή ως χαρισματικό γεγονός της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος.

Αλήθεια, ποια «έρευνα» ή ποιο «μηχανάκι» μπορεί να τα μετρήσει αυτά; Ο επίσκοπος και, συνακόλουθα, οι κληρικοί σχετίζονται με ζωντανές υπάρξεις, δεν έχουν θαυμαστές ούτε χειροκροτητές.

* Ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας είναι εμπνευσμένη σάρκωση της αλήθειας της Εκκλησίας στην ιστορία, και όχι μουσειακός νάρθηκας και σαρκοφάγος αυτής της αλήθειας. Ομως το δεδομένο της «επικρατούσας θρησκείας», το ισόβιο του αξιώματός τους και ο απ' άμβωνος μονόλογος, ενθαρρύνει αρκετούς επισκόπους της ελλαδικής Εκκλησίας να προπαγανδίζουν απροκάλυπτα ιδεολογικές θέσεις ή να προβάλλουν την ηθική σε συνδυασμό με τις «ελληνοχριστιανικές αξίες», προσπαθώντας, εμφανώς, να νεκραναστήσουν, και μάλιστα «επικοινωνιακά» και με ένα δήθεν εκσυγχρονιστικό λόγο, τα μαραμένα θέλγητρα μιας εξελληνισμένης προτεσταντικής ηθικής.

* Ομως ο ξύλινος λόγος μιας ανεπίκαιρης ηθικολογίας πόρρω απέχει από την εμπειρία της ευχαριστιακής κοινότητας. Η ταύτιση της πίστης με την ηθική απαξίωσε την κοινωνική λειτουργία της Εκκλησίας, αφού ένας τέτοιος λόγος δεν αφορά πλέον στο κοινωνικό σώμα, αλλά στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής του καθενός. Η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού ήθους και φρονήματος και η θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος, η οποία, σημειωτέον, επιτελέσθηκε χωρίς σοβαρές αντιστάσεις, είναι πλέον γεγονός.

Ευχόμαστε να γίνει, επιτέλους, κάτι!

[Εικονογράφηση: Ζωγραφική - κατασκευή, Σωκράτης Φατούρος, 2008]

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή: ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΕΙΣΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ (νέο διήγημα)

[Από την υπό έκδοσιν συλλογή διηγημάτων: Η μετάλλαξη της γυναίκας μου]

Η θεία μου η Ελπινίκη με αγαπάει πολύ. Πάντοτε με φροντίζει και φυσικά νοιάζεται υπέρ το δέον για την τύχη μου. Έτσι, τελειώνοντας τις σπουδές μου, το πήρε προσωπικά να με διορίσει. Δεν τα κατάφερε να με βάλει στην τράπεζα, όπως ονειρευόταν, αλλά οι γνωριμίες της με βόλεψαν σε μια εταιρία που συνεργάζεται στενά με το τραπεζιτικό ίδρυμα. Η διαφορά ίσως να είναι, όπως με πληροφόρησε, η ασφαλιστική κάλυψη.

Δεν έπεσε και πολύ έξω. Ασφάλεια ΙΚΑ, σύμβαση χρόνου, 750 ευρώ και δυνατότητα ανόδου. Οι φιλοδοξίες δεν φτάνουν στην μονιμότητα, μα είναι μια αρχή. Έτσι με διαβεβαίωσαν και οι γνωστοί μας. Παρουσιάστηκα αμέσως και, μετά από ένα ολιγοήμερο σεμινάριο, τοποθετήθηκα υπό τας διαταγάς του κυρίου Κούλη, ως υπεύθυνος υπάλληλος τής εν λόγω εισπρακτικής εταιρίας.

Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάφερα να κάνω καριέρα. Σε λίγους μήνες ο προϊστάμενος με απέτρεψε από τη συνέχεια και με διαβεβαίωσε πως ό,τι κι αν έκανα δεν είχα το νεύρο για τη δουλειά∙ ποτέ δεν θα μπορούσα να γίνω σαν κι αυτόν και φυσικά μια δουλειά με προδιαγεγραμμένο μέλλον είναι παράλογο να της επενδύεις χρόνο.

Ανακουφίστηκα. Μάλλον, έσωθεν, είχα καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα. Επιπλέον υπήρχε πρώτα και κύρια η πατρική οικία, που με φιλοξενούσε και επίσης η ενασχόλησή μου με την τέχνη, που με επηρέαζε συναισθηματικά και δεν μου άφηνε περιθώρια για να αποδώσω τα μέγιστα στο καθήκον. Η ανεργία δεν ήταν ακόμη απελπισία και φυσικά υπήρχε μια άνεση στις αποφάσεις. Το λέω αυτό, γιατί άφησα ψυχές στενάζουσες υπό την καθοδήγηση του κυρίου Κούλη.

Πράγματι, ήταν μεγάλο ταλέντο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς έπειθε τους καθυστερημένους οφειλέτες της Τράπεζας να ανταποκριθούν άμεσα στις υποχρεώσεις τους. Ο τρόπος που μίλαγε, θύμιζε εισαγγελέα σε ώρα απόδοσης της κατηγορίας. Άλλες φορές ισοβίτη αρχηγό συμμορίας. Άλλοτε απλά παλιάνθρωπο. Δεν δίσταζε να απειλήσει. Μπορούσε να εξευτελίσει με κάθε τρόπο τον οφειλέτη. Δεν τον ένοιαζε η απάντηση. Πού είναι ο άλλος, ποιος πράγματι είναι, τι είναι, αν ζει ή αν πέθανε. Στην τελευταία περίπτωση χαιρόταν να απειλεί τους πενθούντες.

Ο άνθρωπος είχε ταυτιστεί με το ρόλο του. Τοκογλύφος και παράλληλα τραπεζίτης. Το ζούσε. Υποστήριζε τα συμφέροντά του. Αστέρι στην άβυσσο. Σωστός δαίμονας. Τα μάτια του άστραφταν, όταν εκτελούσε τις εντολές της εταιρίας. Και αυτή τον επαινούσε. Έπαιρνε παχυλό μισθό. Είχε εξουσία. Άνεση και δόξα που φαινόταν ξεκάθαρα, τουλάχιστον σε καμιά εικοσαριά υφιστάμενούς του. Και όχι μόνο. Καινούργιο αμάξι ο κ. Κούλης. 4Χ4 για να μην δυσκολεύεται στις ανηφόρες της Αλίμου. Μεζονέτα 90 τετραγωνικά στο Φάληρο, σε νεόδμητη οικοδομή. Ανάμεσα στα συν της θέσης του υπήρχε και η άμεση ικανοποίηση των χρηματοπιστωτικών του επιλογών. Η κάρτα του ήταν ζηλευτή. Και η ζωή του πολυτελέστατη. Τα γούστα του έδειχναν χλιδή. Ρούχα, στολίδια, εξόδους στα ακριβότερα μαγαζιά. Μόνο η χαλάρωσή του στα δωμάτια αισθητικής γνωστού ξενοδοχείου κόστιζαν τόσο που για τους υπόλοιπους της ομάδας φάνταζαν έξοδα ονειρικά.

Ο διευθυντής μας αδιαφιλονίκητα ήταν το πρότυπο για τα νεότερα στελέχη ολόκληρης της εταιρίας. Είχε ακουστεί ότι ήταν και λαμπρός επενδυτής. Γενικά η κοινωνική του θέση και οι οικονομικές του σπουδές, τού επέτρεπαν να διακινεί στο χρηματιστήριο χρηματικά ποσά, με ευθύνη και ευρηματικότητα. Αρκετοί μικροκαταθέτες τού εμπιστεύτηκαν χρήματα. Όπως απεδείχθη και η θεία μου η Ελπινίκη. Ο κ. Κούλης τελικά ήταν Ο γνωστός μας. Γι’ αυτό και οι πατρικές συμβουλές για την αδυναμία μου. Ήταν πατέρας για όλους μας. Δεν θα ξεχάσω ότι με πατρική φροντίδα χαστούκισε την Ποπίτσα, που με υπομονή και δάκρυα ομολόγησε ότι κάλυπτε οφειλέτη, άνεργο με τρία παιδιά, για δύο μήνες. Η συνάδελφος συνέχισε απλά να κλαίει και το αφεντικό μας με χαμόγελο συγχώρησης την χτύπησε ελαφρά και τόσο στοργικά στην πλάτη. «Πίσω στις δουλειές μας, παιδιά». Ο γλυκύτατος, βλέποντάς μας να φεύγουμε με τα κεφάλια σκυμμένα μας φώναξε: «Φάτε τους!» Εμείς γελώντας τρέξαμε στα τηλέφωνα. Εκείνο το βράδυ το τμήμα μας έγραψε ιστορία. Ο κ. Κούλης πείστηκε ότι η δημοκρατία, όχι μόνο βλάπτει, αλλά και είναι ανασταλτική στην παραγωγικότητα.

Την επόμενη μέρα δεν πήγα για δουλειά. Η θεία ενημερώθηκε από τον ίδιο τον χρηματιστή της. «Δεν πειράζει, παιδί μου, θα ψάξουμε για κάτι καλύτερο», μου είπε.

Ευχαρίστησα δεόντως και αφέθηκα στην πολυτέλεια της ελευθερίας. Κάποιοι μήνες δουλοπάροικος με είχαν σαφώς εξαντλήσει.

Πέρασε καιρός και με την μόνη που επεδίωξα επαφή ήταν η Ποπίτσα. Ζηλευτό κορίτσι. Είχε ικανότητες γάτας. Δούλευε συστηματικά τον κ. Κούλη και έτσι δούλευε ήδη πάνω από ένα χρόνο. Θεωρείτο κατόρθωμα. Αυτή με ενημέρωσε σχετικά. Ο προϊστάμενος επλήγη από την διεθνή οικονομική κρίση. Έχασε τις μετοχές, πούλησε το αμάξι κοψοχρονιά, για να ξεπληρώσει κάποιους οφειλέτες του, προπαντός έχασε την υπόληψή του ως εμπειρογνώμονας, την κάρτα του, ακόμη και τη δουλειά του. Κινδυνεύει άμεσα και το σπίτι του. Χρωστάει 250.000 ευρώ στο ίδρυμα και έχει τρεις μήνες να δώσει δόση.

Λυπήθηκα πολύ και περισσότερο γιατί η Ποπίτσα έχει αναλάβει υπεύθυνα να τού υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα. Και είναι η πρώτη φορά που εννοεί με απόλυτη σοβαρότητα την δουλειά της.

* Ζωγραφικό σχόλιο: Δε σε ντρέπομαι πια. Ελαιογραφία Παύλου Σάμιου, 2004.

Related Posts with Thumbnails