Αὐτὴν
τὴν ἐποχή, ἐποχὴ συγκομιδῆς τοῦ
ἐλαιόκαρπου καὶ τῆς παραγωγῆς τοῦ
λαδιοῦ, νοσταλγικὰ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ
εἶναι ὁλάκερο ἐπιστρέφει σὲ χρόνια
παλιά, ξεχασμένα σήμερα, ὅπου οἱ μικρὲς
χαρὲς ποὺ ζούσαμε, ὅσο περνάει ὁ καιρὸς
ὅλο καὶ θεωροῦνται πολὺ πιὸ σημαντικές
ἀπὸ πολλὰ ποὺ ζοῦμε σήμερα καὶ τὰ
χαρακτηρίζει μιὰ ἀνούσια ρηχότητα.
Ἐπιστρέφει,
λοιπόν, κι ὀσμίζεται καμμένη πυρήνα
ἐλαιοκάρπου καὶ ἄρωμα τρυφερὸ
φρεσκοβγαλμέnου
λαδιοῦ, ποὺ ἀχνίζει πάνω στὸ χωριὸ
σὰν καπνὸ ἰδιότυπου θυμίαματος - καρπὸ
προσευχῆς. Καὶ μήπως δὲν ἦταν ὅλες
αὐτὲς οἱ λαδιὲς καρπὸς προσευχῆς
τῶν παιδεμένων ἐκείνων χωρικῶν; Οἱ
ὁποῖοι ξέρανε πὼς μονάχα μὲ τὴ βοήθεια
τοῦ Θεοῦ θὰ ξεπερνοῦσαν τὰ ὅποια
ἐμπόδια (καιρικὲς συνθῆκες, κόπο, ἀκόμα
καὶ κρυολογήματα, ποὺ δὲν ἦταν
ἀσυνήθιστα τότε..).
Μὲ
περισσή, λοιπόν, νοσταλγία ἐπιστρέφει
ἡ ψυχὴ τοῦτες τὶς μέρες τὶς σταχτιὲς
τοῦ φθινοπώρου καὶ ξαναζεῖ σὲ μιὰ
παλιὰ καλιάγρια ποὺ χάνεται στὸ
μισοσκόταδο ἀπὸ τὸ γκρίζο τῆς μέρας
καὶ τοῦ καπνοῦ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ
μεγαλη τὴν παραστιὰ ποὺ καίει ἀκατάπαυστα
ξύλα καὶ πυρήνα, γιὰ νἄχει μπόλικο
ζεστὸ νερὸ τὸ καζανι ποὺ εἶναι πάνω
της, ὥστε νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὸ
κάθε στάμα ποὺ μπεῖ στὴ μηχανὴ νὰ
στιφτεῖ.
Ὅμως
αὐτὴ ἡ πανάρχαιη παραστιά, αὐτὸ τὸ
τζάκι ἦταν ἐκεῖ καὶ γι᾿ ἄλλο σκοπό,
ποὺ χάριζε στοὺς Κληματιανοὺς χαρὰ
καὶ γεύσεις ἀτίμητες.
Ἐκεῖ,
λοιπόν, σ᾿ αὐτὴν τὴν παραστιὰ
καψαλίζονταν ἀμέτρητες «κομμάτες»
ψωμί. Ψωμὶ Κληματιανό, καλοζυμωμένο,
καλοψημένο στὰ ξύλα, μὲ κείνη τὴν παχιὰ
καὶ εὐωδιαστὴ «κόρα»... Καψαλίζονταν
μὲ προσοχὴ κι ὕστερα βουτοῦσαν αὐτὴ
τὴν «κομμάτα» μέσα στὸ φρέσκο λάδι καὶ
τὸ γεύονταν μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση.
Αὐτὴ ἦταν ἡ περίφημη ζοῦπα, ποὺ ἐδῶ
καὶ πενήτα τόσα χρόνια ἡ εὐωδιὰ της
ἀπομένει στὴν ψυχὴ ζωντανή, ἀξεπέραστη
κι ἀλησμόνητη. Μάλιστα οἱ μεγαλύτεροι
τὸ συνόδευαν καὶ μὲ ρακί ἤ κρασί, ἐνῶ
ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τὸ τρώγαμε σκέτο,
κλείνοντας πάντα τὸ μικρὸ αὐτὸ πρόγευμα
μὲ ἕνα ἤ δύο πορτοκάλια, τὰ ὁποῖα
ἦταν ἄφθονα στὴ γύρω περιοχή.
Μπορεῖ
στὶς μέρες μας νὰ κάνουν κάποιοι
προσπάθειες νὰ ἀντιγράψουν τὴν παλιὰ
τὴ ζοῦπα, ὅμως ποτὲ δὲ θὰ καταφέρουν
νὰ προσεγγίσουν ἐκεῖνες τὶς
γευστικότατες, θρεπτικὲς καὶ μοναδικὲς
παλιὲς ζοῦπες, ποὺ γίνονταν μὲ τόση
ἁπλότητα, καλωσύνη καὶ ἀγαθὴ προαίρεση,
προσφορᾶς πάντα...
Μὲ
θαμπωμένα τὰ μάτια σκύβω κι εὐγνωμονῶ
τὸ λαδωμένο ἐργάτη, ποὺ, γονατιστὸς
στὴν παραστιὰ καψάλιζε τὸ ψωμί, τὸ
βουτοῦσε ὕστερα στὸ φρέσκο λάδι καὶ
μοῦ τὸ πρόσφερε. Δῶρο ἀνεκτίμητο, ποὺ
εἶχε μέσα τοῦ πλοῦτο καλωσύνης κι
ἀνθρωπιᾶς! Ἀλήθεια, τέτοια δῶρα
λησμονοῦνται ποτέ;
π.
κ. ν. κ.