© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 23 Μαΐου 2009

π. Νικόλαος Λουδοβίκος: "Να μην χάσουμε τα πάθη. Να τα μεταβάλουμε"

Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΑΝΤΙ, 13.1.2007


Απόστολος Διαμαντής: Πώς εσείς, ένας απόφοιτος της ψυχολογίας, στραφήκατε στη θεολογία;
Νικόλαος Λουδοβίκος: Προέρχομαι από την ψυχολογία, σπούδασα ψυχολογία. Και στη συνέχεια, μέσω αγιορειτών, πέρασα στην ορθόδοξη θεολογία. Και διάβασα απευθείας τους Έλληνες πατέρες. Στο έργο μου στέκομαι κριτικά απέναντι στο σχήμα του υπαρξισμού, που έχει υιοθετηθεί από κάποιους Έλληνες θεολόγους, το οποίο έχει τη ρίζα του στον Αυγουστίνο (Augustinus) και στον Πλωτίνο. Ότι δηλαδή η ψυχή είναι ουράνια και το σώμα επίγειο. Και έτσι μιλάνε για τη φύση σαν κάτι από το οποίο πρέπει να εξέλθουμε. Αυτός ο διχασμός δεν υπάρχει στους Έλληνες πατέρες, για τους οποίους η ψυχή είναι «λεπτόσωμον πνεύμα».

ΑΔ:
Αυτά βεβαίως είναι δύσκολο κανείς να τα παρακολουθήσει, ένας απλός άνθρωπος...
ΝΛ: Δεν είναι καθόλου. Οι απλοί άνθρωποι τα βιώνουν εμπειρικά, από την συμμετοχή τους στην εκκλησιαστική ζωή. Γίνονται παράδοση. Το πρόβλημα είναι με τη σχηματική σκέψη των «μορφωμένων», δεξιών και αριστερών και κεντρώων. Τα κλισέ για την αριστερά είναι δυο τρεις κατηγοριούλες: μεσαίωνας = συμφορά, διαφωτισμός = ανάσταση, εκκλησία = Χριστόδουλος, δηλαδή τάφος ανεωγμένος. Οι δεξιοί ταυτίζουν, από την άλλη, όλη την ορθόδοξη παράδοση με οτιδήποτε πράττει η κρατούσα εκκλησία. Όμως την ορθή σχέση με όλα αυτά την έχει η μοναστική παράδοση και ο απλός λαός, ο οποίος «κράτησε το βήμα ενός χαμένου χορού», όπως είχε πει κάποτε και ο Διονύσης Σαββόπουλος.

ΑΔ: Τι ακριβώς είναι αυτό που γνωρίζει ο απλός λαός;

ΝΛ: Τα γνωρίζει από τον παππού και τη γιαγιά. Είναι μερικά απλοϊκά, αλλά ταυτόχρονα πολύ βαθιά πράγματα. Η γιαγιά μου στην Πορταριά, μια γυναίκα σχεδόν αγράμματη, που ίσα ίσα μπορούσε να διαβάσει, με κράταγε στα γόνατά της και μου έλεγε: «Κοίτα να δεις. Ο Θεός είναι η αγάπη. Σε κρατάει στην αγκαλιά του, όπως κάνω τώρα εγώ». Δεν είναι ο τιμωρός ο Θεός. Θέλει να σου κάνει όμορφη τη ζωή. Και όταν εγώ, νεαρός, είχα επαναστατήσει, και ο πατέρας μου φώναζε που γυρνούσα αργά, η γιαγιά μου ήταν μια ανοιχτή αγκαλιά. Αυτό, βέβαια, που έχουν οι απλοί άνθρωποι πρέπει να γίνει λόγος, στοχασμός, για να επηρεάσει τα πράγματα, να φτιάξει πολιτισμό.

ΑΔ: Αν δεν γίνει; Αν μείνει μόνον ως παράδοση;

ΝΛ: Τότε θα έχουμε αυτό το πρόβλημα που είχαμε στην Ελλάδα όταν φτιάξαμε το κράτος το 1830. Η κεφαλή ήτανε φερμένη από τη δύση. Υπήρξε μια απόσταση μεταξύ κράτους και γένους. Ήταν υπαρξιακή διαφορά, μεγάλη. Ο Κουμανούδης, ο Σαρίπολος, ο Ροΐδης δεν καταλάβαιναν καθόλου τι γινόταν στο λαό. Πάρτε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Έχετε διαβάσει την «λογοδοσία μιας ζωής»; Εκεί λοιπόν θα δείτε ότι ο Τσάτσος μεγάλωσε με μία γκουβερνάντα Γαλλίδα, μία Γερμανίδα. Από μωρό. Δεν καταλάβαινε καθόλου πού ακριβώς βρισκόταν• ζούσε μεταξύ Τεργέστης, Παρισίων και Λονδίνου. Διοίκησε αυτόν τον τόπο που δεν καταλάβαινε καθόλου. Μόνον στο τέλος της ζωής του ο Σεφέρης τού έδειξε την Ελλάδα: κοίταξε εδώ, του είπε, κοίταξε εκεί. Και ο Τσάτσος έμεινε σαστισμένος. Αυτή η έκπληξη φαίνεται καθαρά στο βιβλίο του• τώρα, λίγο πριν το τέλος της ζωής του, άρχισε να καταλαβαίνει. Αλλά και πάλι πέθανε νεοκαντιανός.

AΔ: Ο Σεφέρης πώς κατάλαβε;

ΝΛ: Εδώ είναι άλλη ιστορία. Ο Ελύτης το ίδιο. Βουλιάζουν μέσα στη γη τους• σαν το σφουγγάρι• και έπαιρναν όλη την αίσθηση της Ελλάδας• και έλεγαν πράγματα σπουδαία, ακόμη και αν δεν καταλάβαιναν απολύτως με το μυαλό τους τι ακριβώς έλεγαν• αλλά τα έλεγαν. Έχω φίλους ευρωπαίους, ορθοδόξους, και μου λένε: διάβασε Ελύτη• τα πάντα είναι γεμάτα φως• αυτός είναι ο λόγος των όντων. Για μας τους Έλληνες, ο Θεός είναι τόσο υπερβατικός, που γίνεται ταυτόχρονα ενδοκόσμιος.

ΑΔ: Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην δύση και την ελληνορθόδοξη παράδοση πάνω στο ζήτημα της πτώσης, στο ζήτημα της φύσης του κακού;

ΝΛ: Ο Αυγουστίνος, για να πολεμήσει τον πελαγιανισμό, που έδινε μια σκανδαλώδη ελευθερία στον άνθρωπο -ο άνθρωπος περίπου κάνει ό,τι θέλει και είναι ο μοναδικά υπεύθυνος- είπε ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι: ο άνθρωπος έχει υποστεί μία πτώση. Και η αμαύρωση αυτή, στον Αυγουστίνο, είναι πολύ σημαντική, είναι εντός της φύσεως του ανθρώπου: αυτή είναι μία θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση για τη φύση του κακού. Στον Μάξιμο όμως, στους Έλληνες πατέρες, βλέπουμε ότι η πτώση της φύσεως είναι ακατηγόρητη. Είναι η πτώση της προαιρέσεως που συμβαίνει. Δεν φταίει η φύση μας. Σαν πρόσωπα εκπίπτουμε. Η φύση μπαίνει στον δρόμο που την βάζουμε εμείς, προσωπικά.

ΑΔ: Επομένως και στο ζήτημα της ηθικής, η ελληνική ορθόδοξη παράδοση είναι πιο ανεκτική από την δυτική;

ΝΛ: Οι Έλληνες πατέρες δεν είναι ηθικιστές. Δεν μιλάνε ενάντια στο σεξ, για παράδειγμα. Η προαίρεσή μου ευθύνεται -δεν πρέπει να καταφρονούμε την φύση. Το μυαλό και το σώμα είναι του Θεού. Μην τα ακουμπάτε, λένε οι πατέρες μας, διότι υπάρχει η ελευθερία του προσώπου που επιλέγει το δρόμο. Αυτό ο Αυγουστίνος δεν το κατάλαβε. Σαν πρώην μανιχαίος δυιστής, νόμισε ότι ναι μεν το σώμα είναι πλάσμα του Θεού, πλην όμως ξέπεσε κι έχει κακή φύση κι επομένως υπάρχει γι' αυτό μια κληρονομική ενοχή, η οποία μεταβιβάζεται. Για τους Έλληνες όμως, το κακό είναι υπόθεση προαιρέσεως• υπόθεση της επιλογής του προσώπου, όχι της φύσεως. Γι' αυτό και ο Ρουσό (Rousseau )μιλάει για την καλή φύση του ανθρώπου και ο Ντε Σαντ (De Sade) για την κακή: από αντίδραση, κυρίως στην καλβινική ηθική. Στην δυτική παράδοση η φύση ενοχοποιείται: πάρτε για παράδειγμα το σεξ, το οποίο είναι βουτηγμένο στην ενοχή. Τα πάντα ενοχοποιούνται. Σ' εμάς όμως δεν τίθεται τέτοιο θέμα.
Βλέπετε τι αγώνα κάνει ο Γρηγόριος Παλαμάς για να μην χάσουμε κάτι από τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματος: προσέξτε, λέει, όλα αυτά είναι Θεόπλαστα! Να μην τα χάσουμε τα πάθη. Να τα μεταβάλουμε, ναι. Διότι «ουδέν κακόν εν τη φύσει, ουδέν απόβλητον». Αγιάζονται όλα από την ευχαριστία. Ό,τι και να 'ναι.

ΑΔ: Ναι, αλλά οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις δίνουν άλλη εικόνα από την δική σας: κατηχητικά, ηθικολογία αφόρητη, αυστηρές εντολές προς τους πιστούς. Και καμία ανοχή προς το διαφορετικό.

ΝΛ: Σωστά. Αλλά αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την ορθόδοξη παράδοση. Είναι δυτικές επιρροές, είναι απευθείας η λογική του 'Ανσελμου (Anselm) μέσα στην δική μας εκκλησία. Για παράδειγμα, το βιβλίο «μετάνοια» του αρχηγού της «Ζωής» Σεραφείμ Παπακώστα, είχε κυκλοφορήσει σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και ήταν μέσα σ' όλα τα ελληνικά σπίτια. Είναι 100% 'Ανσελμος: ο Θεός, που τιμωρεί το αμαρτωλό ανθρώπινο γένος και τον υιό του ακόμα, ο οποίος ενσαρκώνεται με σκοπό να τιμωρηθεί! Λοιπόν, διάβαζε η καημένη η γιαγιά μου αυτό το πράγμα και τα 'χανε. Γιατί ήταν μια γυναίκα που ήξερε μόνο την αγάπη και το καντηλάκι που άναβε, που έβλεπε τον Θεό σαν αγάπη. Και της είπα κάποτε να μην ασχολείται -«αυτά δεν είναι δικά μας», της είπα.

ΑΔ: Οι δυτικοί λοιπόν έχουν καθαρά δικανική, νομικίστικη προσέγγιση του θείου...

ΝΛ: Εντελώς. Λέει ο 'Ανσελμος: γιατί έγινε η ενσάρκωση; Για να τιμωρηθεί ο υιός του Θεού στη θέση του ανθρώπου. Λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: η ενσάρκωση έγινε «δια το αγιασθήναι τω ανθρωπίνω του Θεού, τον άνθρωπον». Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή. Και συνεχίζει ο Θεολόγος: το μόνο που θέλει ο Θεός είναι να σταματήσει τη φθορά.
'Αντε τώρα να χτίσεις πάνω σ' αυτή τη θέση των Ελλήνων πατέρων νομικισμό! Δεν μπορείς με τίποτα. Γι' αυτό πολλοί Γάλλοι συμφοιτητές μου έλεγαν για μας τους Έλληνες, έκπληκτοι: «vous êtes anarchistes» (είστε αναρχικοί)!

ΑΔ:
Αλήθεια είναι. Εμείς έχουμε μόνον αυτεξούσιον...
ΝΛ: Έχουνε στη δύση τις ποινές• τα επιτίμια. Εδώ σε μας λες «σκότωσα!» και πας στον παπά σου• σε ρωτάει: «σκότωσες; ένα μήνα δεν θα φας κρέας και έλα μετά να τα πούμε»! Εμείς οι Έλληνες έχουμε βάλει στη θέση του δικανισμού την οικονομία: το να ζυγίζεις τα πράγματα ανάλογα με τις συνθήκες, όχι αυστηρά με τον νόμο, απρόσωπα. Αυτό η Αρβελέρ το λέει ωραία για το Βυζάντιο, πως στον δημόσιο και ιδιωτικό βίο του Βυζαντίου κυριαρχεί η οικονομία: βλέπεις στον άλλο την καρδιά του, την ταλαιπωρία του, την ψυχή του και του ανοίγεις τον δρόμο.
ΑΔ: Ναι, αλλά η ελληνική εκκλησία έχει κάνει αφορισμούς...
ΝΛ: Αυτά είναι περιθωριακά φαινόμενα. Ασήμαντα, σε μικρή κλίμακα. Ακόμη και αν έγιναν, δεν συμφωνούν με την παράδοσή μας. Αν δείτε στη Γαλλία, μόλις πριν λίγα χρόνια καταργήθηκε η λογοκρισία στην έκδοση θεολογικών βιβλίων. Σε μας δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.

ΑΔ: Η σημερινή ηγεσία της ελληνικής εκκλησίας δεν στρέφεται κάπως προς την οργανωσιακή μορφή; Επί Σεραφείμ έμοιαζε περισσότερο παραδοσιακή. Σήμερα μιλάει πολύ και παρεμβαίνει έντονα. Ακόμη και πολιτικά.

ΝΛ: Ο εθναρχικός ρόλος του αρχιεπισκόπου φαίνεται ακόμη και στην ενδυμασία του, που μετά τον 16ο αιώνα φέρει το εγκόλπιο και την μίτρα.

Είναι σύμβολα κοσμικής εξουσίας. Αυτοκρατορικής. Για εκείνα τα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν απαραίτητα: ήταν εθναρχικός ο ρόλος του δεσπότη. Σήμερα όμως όχι. Διότι έτσι προσβάλλεται κάπως η εσχατολογική φύση της εκκλησίας.

ΑΔ: Έχουν εκλείψει όμως οι ιστορικοί λόγοι στην Ελλάδα για τον εθναρχικό ρόλο της εκκλησίας;

ΝΛ: Με την έννοια εκείνη σαφώς και έχουν εκλείψει.

ΑΔ: Για σκεφτείτε λίγο τον Μακάριο... Ή τους δεσπότες στον μακεδονικό αγώνα...

ΝΛ: Αυτό γίνεται κατ' εξαίρεσιν. Δεν υπάρχει στο κανονικό δίκαιο της εκκλησίας κανένα απολύτως έρεισμα για αναγνώριση εθναρχικού ρόλου στην εκκλησία. 'Αλλο πράγμα είναι να έχει άποψη η εκκλησία για τα κοινωνικά ή τα πολιτικά ζητήματα. Αυτό είναι φυσικό. Διότι η πολιτική έχει και πνευματική διάσταση. Και αν η εκκλησία παρεμβαίνει για να μας το θυμίσει, αυτό είναι ευπρόσδεκτο, αρκεί να μην γίνεται κόμμα, παράταξη και κατεβαίνει στις εκλογές! Αν πρόκειται για εθναρχία στο πνευματικό επίπεδο, ναι. Αλλά όσοι λένε ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα να μιλάει η εκκλησία για πολιτικά ζητήματα, μάλλον το λένε εκ του πονηρού.

ΑΔ: Έπρεπε να αντιδράσει η εκκλησία στο θέμα των ταυτοτήτων;

ΝΛ: Το πράγμα είναι κάπως περίπλοκο. Να θυμίσω την παράδοσή μας: το βυζαντινό κράτος ήταν κράτος υπαρξιακό. Δεν ήταν το θεσμικό δυτικό κράτος του μακροϊστορικού σκοπού. Το βυζαντινό κράτος ήταν ένα κράτος μικροϊστορικών σχέσεων• το δυτικό κράτος όμως είναι ένα κράτος εσωστρεφών ατόμων που ενώνονται για κάποιο σκοπό, ας πούμε τη δημοκρατία, την ευημερία, την κυριαρχία. Και αυτό έρχεται από τη θεολογία του Αυγουστίνου, όπου η ουσία και η βούληση του Θεού ταυτίζονται. Ο δυτικός Θεός πρέπει να αποδεικνύει συνέχεια ότι είναι Θεός, με την εκδήλωση της βούλησής του• είναι αναγκασμένος να φτιάξει αυτόν τον κόσμο, γιατί είναι παντοκράτορας. Να δείξει ότι κυριαρχεί. Από δω απορρέει το θεσμικό κράτος, διότι είμαστε συναγμένοι για έναν εξωτερικό σκοπό. Στους Έλληνες πατέρες όμως, διακρίνεται η ουσία από την βούληση του Θεού. Ο Θεός δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα.

ΑΔ: Στην ελληνορθόδοξη παράδοση, στο Βυζάντιο, γιατί είμαστε συναγμένοι;

ΝΛ: Δεν ξέρουμε γιατί. Η κοινωνία είναι ο σκοπός. Υπάρχουν οι σκοποί των πολλών, οι οποίοι ενώνονται όταν το αποφασίσει η κοινότητα και όπου πάει. Δεν είναι εξωτερικός σκοπός. Αυτό είναι το υπαρξιακό βυζαντινό κράτος, όπου οι σχέσεις έχουν μεγαλύτερη σημασία από τον σκοπό. Και σε μας σήμερα ισχύει αυτό: όταν έρχεται ένας φίλος, τα αφήνουμε όλα και λέμε κάτσε να τα πούμε. Αυτό για ένα δυτικό είναι ακατανόητο. Θα σου πει δεν γίνεται. έχω δουλειά. Επομένως ο ορθόδοξος βάζει πάνω από τον νόμο τη σχέση κοινωνίας. Στη δύση έχουμε ενδοβολή του νόμου. Ο 'Αγγλος ή Γάλλος έχουν ενσωματώσει τον νόμο: αγωνιστείτε να πείσετε έναν 'Αγγλο να φοροδιαφύγει! Ποτέ δεν θα τα καταφέρετε!

ΑΔ: Και όλα αυτά πώς σχετίζονται με το θέμα των ταυτοτήτων;

ΝΛ: Σχετίζονται. Διότι όπως σας είπα, στη δική μας παράδοση προέχει όχι νόμος, αλλά η κοινότητα. Οι σχέσεις επομένως μπορεί, παρά τις αποφάσεις της πολιτείας, ο λαός να θέλει αναγράφεται το θρήσκευμα, διότι έτσι αναγνωρίζει μια κοινωνία σχέσεων. Δεν το βλέπει νομικά το θέμα. 'Αλλο τώρα αν οι αντιδράσεις της εκκλησίας μας ήταν υπερβολικές.

Εκεί να το συζητήσουμε. Ίσως να ήθελε άλλο χειρισμό το θέμα, από την πλευρά της εκκλησίας.

_________________________________________

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Λουδοβίκος γεννήθηκε στον Βόλο το 1959. Σπούδασε Ψυχολογία, Παιδαγωγική, Θεολογία και Φιλοσοφία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Παρίσι (Σορβόννη [Paris4] και Institut Catholique de Paris) και το Cambridge. Είναι διδάκτορας Θεολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1990).
Εργάστηκε στο ερευνητικό κέντρο για τον Αρχέγονο Χριστιανισμό Tyndale House του Cambridge και δίδαξε ή έδωσε σεμινάρια στο Κέντρο Προχωρημένων Θεολογικών και Θρησκευτικών Σπουδών (C.A.R.T.S.) της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Cambridge, στο Πανεπιστήμιο του Durham, δίνοντας επίσης διαλέξεις και σε άλλα Πανεπιστήμια ή Ερευνητικά Κέντρα.
Σήμερα είναι Καθηγητής της Δογματικής και της Φιλοσοφίας στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης - συγγραφέας στο Μεταπτυχιακό Θεολογικό Πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και part-time λέκτορας στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Cambridge.

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

Το ξεπουπούλιασμα των σχολικών βιβλίων

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

-Τι ειρωνεία, κύριε, μου είπε η Αγγελικούλα, άριστη μαθήτρια της Γ΄ Λυκείου. Την ώρα που περιμέναμε στην τάξη τα θέματα των πανελληνίων εξετάσεων στη Νεοελληνική Γλώσσα, έλεγα στους συμμαθητές μου τη χαρά που θα νιώσω όταν αμέσως μετά τις εξετάσεις των Νεοελληνικών Κειμένων θα πάρω το βιβλίο και θα το κάνω φύλλο και φτερό, θα το ξεσκίσω, θα το ξεπουπουλιάσω όπως ξεπουπουλιάζει η μάνα μου τα τρυγόνια και ο άνεμος της παίρνει τα πούπουλα και τα διασκορπίζει στην αυλή του σπιτιού μας. Και … μετά ήλθε το θέμα της έκθεσης για το σκίσιμο των σχολικών βιβλίων. Και βέβαια έπαιξα θέατρο, έπρεπε να γράψω αλήθειες και όχι ηθικολογίες όπως έκανα. Φοβήθηκα όμως το βαθμολογητή. Αν πέσω σε κανέναν φανατισμένο φιλοκυβερνητικό και με θάψει στη βαθμολογία;

Είχε δίκιο, σκέφτηκα, η Κική Δημουλά όταν δήλωνε δυστυχής που ποιήματά της συμπεριλαμβάνονται στα πανελληνίως εξεταζόμενα μαθήματα. Πρώτα σκοτώνουν το ποίημα και μετά αρχίζουν τη νεκροτομή οι αγχωμένοι αναλυτές και οι φιλόλογοι των σχολείων και των φροντιστηρίων. Το ξεπουπουλιάζουν, το αποστεώνουν και το οδηγούν στην πλήρη απαξίωση. Οι μέθοδοι μαθαίνονται παπαγαλία συνοδευόμενοι από το φόβο μήπως ξεφύγει κάτι «σημαντικό» σε ένα εξοργιστικό όργιο φαντασίας που υπαγορεύει το εξετασιοκεντρικό εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Δεν σχίζουν όλοι οι μαθητές τα σχολικά τους βιβλία, αλλά ούτε και όλα τα βιβλία. Έχει να κάνει με τις προτιμήσεις του καθενός σε σχέση με το αντικείμενο αλλά και σε σχέση με τη χημεία που δημιουργείται ανάμεσα στο δάσκαλο και το μαθητή. Οι μαθητές που τα σχίζουν όλα αρνούνται να υποταχθούν στο περιεχόμενο και τον τρόπο μετάδοσης της γνώσης και παραδίδονται χωρίς δισταγμό στην εκρηκτικότητα της εφηβικής ηλικίας.

Ο μαθητής από το πολυκλαδικό που έπαιρνε αποβολές κι έσχιζε τα βιβλία του δεν ήταν κακός νέος και το αποδεικνύει με τη σημερινή επιτυχημένη επαγγελματική του σταδιοδρομία. Το καθαρό κόσμιο εστιατόριο με τους εύγευστους ποιοτικούς του μεζέδες στο λόφο πάνω από την πόλη χαρίζει όμορφες γευστικές απολαύσεις κι ο ίδιος αισθάνεται δημιουργικός κι ωφέλιμος στην κοινωνία. Γι' αυτόν η γνώση θα προέλθει από την εμπειρία της ζωής ή από την εικόνα της σύγχρονης ηλεκτρονικής επικοινωνίας και όχι από τα σχολικά βιβλία.

Είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι οι μαθητές σχίζουν τα σχολικά βιβλία όχι όμως και τα βοηθήματά τους που τα έχουν αγοράσει οι γονείς τους κι έχουν ξεπουπουλιαστεί οικονομικά. Τα σχολικά βιβλία μοιράζονται δωρεάν, είναι δημόσιο αγαθό και γι αυτό κακοποιείται όπως όλα τα δημόσια στη χώρα μας. Διάγουμε την εποχή της ιδιώτευσης, δηλαδή την εποχή της ηλιθιότητας, αφού πιστεύουμε ότι ό,τι ανήκει στην πόλη, στο σύνολο των κατοίκων, αυτό δεν είναι και δικό μας και γι αυτό μπορούμε να αδιαφορούμε ή και να το καταστρέφουμε.

Είναι γνωστό ότι σε πολλές χώρες τα βιβλία επιστρέφονται και μάλιστα σε καλή κατάσταση στο τέλος σχολικής χρονιάς για να δοθούν στους επόμενους μαθητές. Εμείς ούτε για την ανακύκλωσή τους δε φροντίζουμε. Πόσος χρόνος όμως χρειάζεται για να αλλάξει η νοοτροπία του μαθητή, που η οικογένειά του πετάει τα σκουπίδια από το μπαλκόνι του σπιτιού του αντί να τα πηγαίνει στον κάδο απορριμμάτων;

Χρειάζονται οι νόμοι της πολιτείας που θα εφαρμόζονται, χρειάζονται όμως και πρωτοβουλίες με όραμα και μεράκι για την αλλαγή νοοτροπίας. Τα περιβαλλοντικά προγράμματα, για παράδειγμα, που γίνονται στα σχολεία θα έπρεπε να μη στέκονται στη θεωρητική προσέγγιση, αλλά να προχωρούν και σε δράσεις. Η ανακύκλωση των βιβλίων και των χαρτιών θα μπορούσε να είναι μία απ' αυτές. Προς αυτή την κατεύθυνση θα έπρεπε να προσανατολίζονται και οι αξιωματούχοι της εκπαίδευσης και σε τοπικό επίπεδο αντί να βουλιάζουν πολλές φορές στον ατέλειωτο βάλτο της διεκπεραίωσης της γραφειοκρατίας.

Οι σημερινοί μαθητές είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με την ηλεκτρονική εικόνα παρά με το βιβλίο. Το σχολικό βιβλίο τους φαίνεται περιορισμένο και μονότονο συγκρίνοντάς το με την ποικιλία, το χρώμα και τους ορίζοντες του διαδικτυακού πληκτρολογίου. Πολλές φορές είναι δυσνόητο, πυκνογραμμένο κι αποκρουστικό. Παρόλα αυτά αρκετοί επισκέπτονται τη σχολική βιβλιοθήκη, αυτό το "φαρμακείο ψυχής", και με πολύ σεβασμό επιδίδονται σε ένα άλλο είδος ξεπουπουλιάσματος, εκείνο της βαθιάς διείσδυσης στα μυστήρια της γνώσης και μάλιστα της ψυχολογίας σε μια περίοδο που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα προσωπικά νεανικά τους ψυχολογικά προβλήματα.

Η παραδοσιακή συγκρουσιακή σχέση μαθητή και σχολικού βιβλίου μπορεί να αλλάξει με ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα που θα έχει ως γνώμονα να καλλιεργήσει τις ιδιαίτερες κλίσεις και ικανότητες του μαθητή και θα μαθαίνει τη γοητεία του γραπτού λόγου σε μία προοπτική ευρύτερης καλλιέργειας χωρίς εξαναγκασμούς και ασυνέπειες. Ίσως το πολλαπλό βιβλίο που θα υπάρχει στη βιβλιοθήκη του σχολείου, θεσμός υποχρεωτικός και αναμφισβήτητος, σε συνδυασμό με προσωπικούς φορητές υπολογιστές και σύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή δώσει μια άλλη διάσταση στο εκπαιδευτικό σύστημα και στο ξεπουπούλιασμα των σχολικών βιβλίων. Θα είναι η νοστιμιά και η απόλαυση της γνώσης, εξισορροπητική προσωπικών και κοινωνικών παθών και αντιλήψεων στην πορεία για την ολοκλήρωση.
Ζάκυνθος 19-5-2009

Νίκου Εγγονόπουλου, ΜΠΟΛΙΒΑΡ, ένα ελληνικό ποίημα


ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ

Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs



Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,γενναίοι και δυνατοί.

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!


Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.

Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!

Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)

Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ
δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης
προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια
αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη:
τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο
μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του
ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.



επίκλησις

Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.



ΧΟΡΟΣ

στροφή

(entrée des guitares)

Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.



αντιστροφή

(the love of liberty brought us here)


τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad



επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazón.



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:


Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.



ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ



(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane).



σ τ ρ α τ η γ έ
τι ζ η τ ο ύ σ ε ς σ τ η Λ ά ρ ι σ α
σ υ
έ ν α ς
Υ δ ρ α ί ο ς;

[Από τα Ποιήματα, τόμος Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977, σ. 7-21]

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Η πολιτική της … αγκινάρας

Πολιτικός σχολιασμός από τον Παύλο Φουρνογεράκη

Καμαρωτές-καμαρωτές ανάμεσα στα πολύχρωμα ανθισμένα μπουκέτα του μυρωδάτου Μάη, σκουρόχρωμες και ανοιχτόχρωμες, πλατύφυλλες και αγκαθωτές, στέκουν οι αγκινάρες, προκλητικές της βουλιμίας των αισθήσεων, γεμιστές, ξιδάτες, με τομάτα ακόμα και … αυγοκοφτές. Τα μικρά φύλλα στο εξωτερικό τους περίβλημα, σκληρά και αναλώσιμα, οι φρουροί της καρδιάς που λυγίζει τη γεύση και αποτελεί το στόχο του σταδιακού ξεφυλλίσματος.

Ως πελώρια αγκινάρα παρουσίαζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία παλαιότερη γελοιογραφία για το ανατολικό ζήτημα, απ΄ όπου τραβούσαν φύλλα όλοι οι επίδοξοι κληρονόμοι : Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Ρώσοι, Αυστριακοί. Αυτή ήταν η πολιτική κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, κυρίως από τους νικητές της Αντάντ (της Εγκάρδιας Συνεννόησης), με την οποία συμπορεύτηκε και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος. Στα πλαίσια αυτά έλαβε εντολή από την Αντάντ και πήρε την τραγική (σύμφωνα με την κατάληξή της) απόφαση να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη ενενήντα χρόνια πριν, το Μάη του 1919.

Η Ελλάδα, νικήτρια των Βαλκανικών Πολέμων, διεκδικεί μερίδιο από τη διαλυμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, επεκτείνεται στη Μικρά Ασία και γίνεται η Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών! «Η Ελλάς δεν πηγαίνει εκεί όπου δεν υπάρχει εθνολογική βάσις», δήλωνε πειστικά ο Βενιζέλος και στη Σμύρνη η ελληνική εθνότητα ήταν η πολυπληθέστερη και η ισχυρότερη.

Οι Έλληνες πολιτικοί της εποχής δε διέθεταν τη διορατικότητα να αντιληφθούν τον αναδυόμενο ισχυρό Τούρκο, εθνικιστή, επαναστάτη αξιωματικό του στρατού Κεμάλ Ατατούρκ κι εγκλωβίστηκαν στην πολιτική της αγκινάρας. Οι «βασιλικοί», που παίρνουν την εξουσία το 1920, αθετούν την υπόσχεσή τους και, αντί να σταματήσουν τον πόλεμο, σύρονται στα ενδότερα της Τουρκίας, ενώ οι εγκάρδιοι σύμμαχοί μας γίνονται άκαρδοι ανταγωνιστές, μάς εγκαταλείπουν και συνάπτουν συμφωνίες με το νέο ηγέτη της Τουρκίας, τον Κεμάλ.

Το μέτωπο καταρρέει και ακολουθεί η προσφυγιά, η καταστροφή και η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, με την οποία είχαν γαλουχηθεί γενιές Ελλήνων, τις περισσότερες φορές και για λόγους πολιτικού αποπροσανατολισμού. Συρρικνώνεται ο ελληνισμός στη μια πλευρά του Αιγαίου και βαθαίνει η οικονομική κρίση. Συνάμα όμως ενισχύεται το ελληνικό στοιχείο σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας που ήταν αραιοκατοικημένες ή ζούσαν μειονότητες άλλων εθνοτήτων και σταθεροποιούνται τα σύνορα. Μακροπρόθεσμα ενισχύεται η οικονομία με το φθηνό εργατικό δυναμικό των προσφύγων και τις νέες μορφές καλλιέργειας αγροτικών προϊόντων, ιδιαίτερα δε της αμπέλου και της σταφίδας.

Ως μεγάλη αγκινάρα φαίνεται ότι βλέπουν και οι σύγχρονοι πολιτικοί μας την ελληνική οικονομία. Ανάλογα με τη θέση που κατέχει ο καθένας στην άσκηση της εξουσίας τραβάει το δικό του φύλλο. Οι "μικροί" τα εξωτερικά φύλλα που δε έχουν την πολλή τροφή και είναι συνήθως εκείνοι που ενδέχεται να υποστούν και κάποιες συνέπειες ως εξιλαστήρια θύματα σε τυχόν αποκαλύψεις. Οι "μεγάλοι" τα εσωτερικά, την καρδιά, τα φιλέτα και οι ατασθαλίες τους παραγράφονται μέσα από ραδιούργες εγκάρδιες συνεννοήσεις που γίνονται, όταν πρόκειται για το μοίρασμα και τη συγκάλυψή του.

Η Βουλή των Ελλήνων πρόωρα και παράνομα κατέβασε την αυλαία με το σενάριο των σκανδάλων και π η κυβέρνηση της επανίδρυσης «του κράτους της παρανομίας και της ασυδοσίας», οδηγεί τους Έλληνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο λαός πρέπει να πιστεύει στη δύναμή του, να αντιδράσει με την ψήφο του και την αγωνιστική του στάση και να τιμωρήσει πρωταγωνιστές, κομπάρσους και σεναριογράφους των κομμάτων της εξουσίας ώστε να μην επιτρέπει να του ξεφλουδίζουν την ίδια του τη σάρκα. Οι πολίτες οφείλουν να είναι ενωμένοι κι ενεργοί, να μη γίνονται απαθείς θεατές, συνένοχοι της βουλιμίας και της απληστίας των ισχυρών.
Οι αγρι-αγκινάρες στους φράχτες, στα δρομάκια και τις μπασίες του κάμπου και του βουνού δε φτάνουν να θρέψουν τους πεινασμένους της σύγχρονης κρίσης! Και οι καλλιεργημένες και δαπανηρές φτάνουν μόνο στα τραπέζια των πλουσίων κι αναιδών. Η πολιτική της αγκινάρας δεν μπορεί παρά να εγκυμονεί μια νέα εποχή που η ηθική θα πρυτανεύει στη ζωή και την πολιτική. Με ηχηρό πόνο ξεφυτρώνει πάντα το καινούργιο και η ώρα της γέννας κινητή γιορτή στο ελπιδοφόρο μέλλον.

12-5-2009
[Copyright φωτό: Π.Κ.]

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Σπύρου Καρυδάκη, ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΥΒΡΗΣ


ΤΟ ΠΕΤΣΙΝΟ ΨΑΡΙ

Κίτρο μεγέθυνση Κίτρο λιποψυχία
Κίτρο ανελέητο Κίτρινο έναυσμα
Μάχης.

Τ' ασημωμένα βουνά η αγιοσύνη
Ο αδόκητος Άδωνης που οδηγεί τις ανοίξεις
Άραγε βλέπουν το λάθος; Βλέπουν
Οι επαύλεις πώς πλέει στον κήπο τους πελιδνή
Πλώρη; Αυτό
το νησί θ' αποδημήσει.

Υπάρχουν τρύπες απ' όπου προβάλλει
Ένα πέτσινο ψάρι. Υπάρχει
Ένα βατράχι μεσ' στη λάσπη που διαλαλεί
Το μέλλον: Ισοστασία.

Αυτό ερμηνεύει τα φύλλα, το αυροχαρές
Ψιθύρισμα πάνω από τους ψόγους
Της μιας και μόνης βροχής. Συλλαβισμός
Κι ανάβρα. Στροβιλισμός
Των νύξεων από ξύλο - όλες οι ώρες
Ήσαν μονάχα μία: Άδης τριπύρινος
Όπως καρδιά κούρου θεού ανθρωποκτόνου.

Γιατί η φύση δεν έχει μαθητές
Αλλά μονάχα ελλείψεις.


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Περίλυπη είναι η ψυχή μου
Για το γλυπτό θάμβος κι όπως
Θρασύνονται τα μαύρα νερά.
Ήταν μια μέρα λιτανείας
Ένα λειψό καθρέφτισμα
Κι ένας καρπός της μοίρας.
Οπλές καπνού δείχνουν το μέρος.

Κι εσύ λοιπόν Ελευθερία
Που ήσουν γερόντισσα και μάνα
Πριν χιλιάδες χρόνια
Και τώρα μονάχα άγουρη παρθένα
Άραγε ποιον θ' ανασηκώσεις πάλι
Μέσα στο δρύινο φως;

Εσύ ήσουν λοιπόν που επέβλεπες
Τους υψηλούς γκρεμούς;
Και η λάσπη των ανθρώπων;
Και το παμπάλαιο δέρμα
Που άλλοτε φόρεσες κι εντός του μεγαλώνεις;
Το ελάχιστο κηρύσσει έναν λόγο διδύμων
Και το πολύ σπιθίζει
Διασπαθιζόμενο.

Χείμαρρε από θειάφι
Έντομο από χρήμα
Και θειάφι, ξεπούλα τα κομμάτια.
Άλλοτε δόλος ενός παιδιού
Τώρα ψυχοστασία. Και οι στρατιώτες μου
Σφαγμένοι στο βουνό.


ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ

Αυτό το σκοτεινό είναι σταλμένο
Απ' αυτόν που μελωδεί η σάρκα του παννύχιους ύμνους.
(Στην κατοικία του στρατηγεύει ο άνεμος του Νότου
Που φέρνει τον κόκκινο πηλό και τις ακρίδες

Και φέρνει το πολύ βουητό και στημονίζει
Ιστούς από βροχή κυκλοτερούς κι ανοίκειους.)
Αυτό το σκοτεινό συμπίλημα οστράκων
Γραμμένων με ονόματα που λαχταρίζουν σαν εντόσθια

Σφαγμένων πετεινών, δε θ' ανεβάσει
Την κόρη από τις ρίζες του ακηράτου
Πνεύμονα της θαλάσσης: Αλλ' ω! άπλωσ-

Σέ μου το χέρι: Απ' όσα δέντρα
Ξέρω με τ' όνομά τους, έχω φτιάξει
Αυτόν τον λόγγο, για να χάψει την καρδιά σου.


[Από το "Ζάκυνθος, Λογοτεχνικό Ιστορικό και Λαογραφικό Ημερολόγιο 2001" (Επιμέλεια: Διονύσης Ν. Μουσμούτης), εκδ. εξερευνητής, σ. 281-283]

Κυριακή 10 Μαΐου 2009

Παύλου Φουρνογεράκη, ΚΟΚΚΙΝΗ ΜΗΤΡΑ (ποίημα)


Νυστέρι δακρύζει
Τη χαρά
Της Ζωής

Άρρεν και θήλυ
Βυζαίνουν
Ανάσες

Του Όντος εικόνα
Της μάνας
Το βλέμμα

Βελόνα που ράπτει
Μ΄ ομφάλιο
Λώρο

Το κόκκινο στέφος
Ξανοίγει
Στο γήρας

Λευκή φιγουρίτσα
Πλησιάζει
Τη γη

Λουλούδια του Μάη
Το φιλί
Της ζωής.


Ζάκυνθος 10-5-2009

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

Γιώργη Παυλόπουλου, [ΜΙΚΡΗ ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ]


ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ

Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.

Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.

Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.


ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη

Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Διηδάμεια
κατέβαινε απ' το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
τής άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευόταν παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.


ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.


[Από την ποιητική συλλογή "Τ' αντικλείδια", εκδ. στιγμή 1988]



ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ

Στην Ανθή

Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω

Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;

Μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;

Μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;

Αυτό κι αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;

Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.


ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ

Μια Κυριακή απόγιομα
ένας νεκρός φαντάρος
μπήκε στον κινηματογράφο
πέντε μ’ εφτά.

Κάθησε μόνος σε μιαν άκρη
στο πίσω μέρος του εξώστη
χωρίς κανένας να τον βλέπει
κι έκλαιγε ήσυχα στα σκοτεινά.

Το έργο ήταν αισθηματικό
κάποτε το’ χε ξαναδεί
μαζί μ’ ένα κορίτσι
πάνε σαράντα χρόνια.

Μια Κυριακή απόγιομα
πέντε μ’ εφτά
πριν φύγει για το μέτωπο.


Η ΜΝΗΜΗ

Η μνήμη πεταλούδα
πάνω στον καθρέφτη
δεν ξέρει αν κοιτάζει
το είδωλό της ή μιαν άλλη
όμοια πεταλούδα.


ΟΙ ΑΓΡΑΦΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Τα λόγια που έλεγε
στις ωραίες γυναίκες
έμοιαζαν με ποιήματα
που δεν τα έγραψε ποτέ.

Οι άγραφοι στίχοι του
σπανίως τις άγγιζαν.

Μα σαν περάσουν τα χρόνια
θα τους θυμηθούν - το ήξερε
και γριούλες πια
θα λένε πως κάποτε
υπήρξαν κι αυτές ωραίες.


Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ

Ένας ταξιδιώτης
αποκοιμιέται πάνω στ' άλογό του
και βλέπει στ' όνειρό του
πως τάχα το ταξίδι του
είναι ένα όνειρο
που το βλέπει κοιμισμένος
πάνω στ' άλογό του.


ΣΤΙΧΟΣ ΕΝΥΠΝΙΟΣ

Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα
τίποτε όμως δεν θυμόμουν
εκτός από ένα στίχο μονάχα:
Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα.

[Από την ποιητική συλλογή "Λίγος άμμος", εκδ. Νεφέλη 1997]



ΤΟ ΔΙΑΦΑΝΟ ΜΕΤΑΞΙ

Από το ένα μέρος οι δυό μας
να έχουμε δοθεί σαν άλλοτε στον έρωτα.
Κι από το άλλο μέρος οι δυό μας πάλι
ασάλευτοι τώρα να κοιτάζουμε.
Κοιτάζαμε τα διψασμένα σώματα
πού ήμαστε κάποτε
κοιτάζαμε την ηδονή τους καί ποθούσαμε
και λιώναμε να σμίξουμε μαζί τους.
Όμως ανάμεσά μας ένα μετάξι διάφανο
σχεδόν αόρατο μας χώριζε για πάντα.
Γύρισε τότε και μου έδωσε με δάκρυα στα μάτια
ένα φιλί που έκοβε τα χείλια σαν μαχαίρι.
Το πήρα και αρχίζοντας να σχίζω τον αέρα
μας φάνηκε τάχα πως περάσαμε
και πέσαμε στην αγκαλιά τους
και σμίξαμε τους άλλους εαυτούς μας.

Κι Εκείνη επήγε μέ τον Άλλο
κι εγώ επήγα με την Άλλη.


Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ


Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.

Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.

Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.

Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.

Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.

Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.

Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.

Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.

Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.

Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.

Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.

Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.

Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.

Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

[Από την ποιητική συλλογή "Που είναι τα πουλιά;", εκδ. Kέδρος 2004. Από την ίδια συλλογή προέρχεται και το χειρόγραφο του Ποιητή στην αρχή της εδώ ανάρτησης.]

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Διονύση Σέρρα, ΘΥΜΗΣΗ


Στον φιλικό "εγκάτοικο" του Πύργου
Γιώργη Παυλόπουλο (1924-26.11.2008)


Τώρα

διαβαίνοντας σ' αυγής σιωπή
τις πύλες της σκιάς ή της Αλήθειας

μη λησμονείς
(με φίλους άκακους ή κι άδικους μαζί)
το φως χυτό
απ' τα κλειδιά και τ' αντικλείδια σου

όπως εδώ
(για τις παγίδες μας)
σαν φύλακας καλός
απλά να μάς θυμίζεις -

Αλλιώς

με πινελιές εφτάχρωμες
ανείδωτα ζωγράφιζε
της Ηδονής τα σωθικά

ή της Αγάπης το λιτό
κι ατέλειωτο τοπίο -

αυτό
που τόσο σ' άρεσε (ισόβια)
με συλ-
λαβές της αντοχής

σαν όνειρο ζωής να εικονίζεις.


Ζάκυνθος, 28.11-9.12.2008

[Περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 131, Κέρκυρα Απρίλιος-Ιούνιος 2009, σ. 61]

Παύλου Φουρνογεράκη, ΟΠΤΑΣΙΑ (ποίημα)


Εμβαζέ λευκό
Παρθενίζει μηρούς
Σε ύψος μηνίσκου

Συρραφές τριαντα-
Φυλλένιων πετάλων
Μωβίζουν τις
Θηλές των χυμών σου

Πασχαλινές έλξεις
Η ζωγραφιά των χειλέων
Ηβίζουν καμπύλες
Στον αστερισμό του Ταύρου

Χειραποσκευή σε λευκώλενο
Του Μάη
Λαμπυρίζει φυλαχτά
Αισθημάτων

Κι ο Κριός φωτο-αιωνίζει
Τη στιγμή
Της αστραπής των βλεφάρων


Ζάκυνθος, 4-5-2009

[Το ζωγραφικό έργο είναι της Κοραλίας Παπαθανασοπούλου]

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Νίκου Γκάτσου, [ΣΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ ΤΗΝ ΑΥΛΗ...]


Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ'' άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ' ένα πηγάδι μ' αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν' ανοίξει ο πικραπήγανος
N' αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.


[Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση "Αμοργός" ]

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

Αχιλλέως Παράσχου, Ο ΜΑΪΟΣ


Δρέψατε πάλιν, ερασταί ευδαίμονες, ναρκίσσους
Eις του Mαΐου τους φαιδρούς κ' ευώδεις παραδείσους,
Kαι την παρθένον στέψατε, ήτις ως άνθος κλίνει·
Eγώ δεν κόπτω, δι' εμέ απέθανεν Eκείνη!

Δεν κόπτει ο ανέραστος μυρσίνης κλώνα πλέον·
Xλευάζει την οδύνην του το άνθος το ωραίον.
Eκ τάφου μόνον δύναται κυπάρισσον να δρέψη,
Έν άλλο μνήμα με αυτήν, το στήθος του να στέψη...

Eίναι ανθέων εορτή, η πρώτη του Mαΐου,
Tο άσμα της νεότητος, η άνοιξις του βίου.
Φευ· την καρδίαν μου αυτή η εορτή ξεσχίζει,
Kαι άλλην πρώτην εις εμέ Mαΐου ενθυμίζει.―

Tον Mάιόν σας, ερασταί τρισόλβιοι, χαρήτε,
Πριν νέφη φθινοπωρινά ερχόμενα ιδήτε...
Oίμοι, δι' όλους ο αυτός επροωρίσθη βίος·
Mίαν στιγμήν με έρωτα, και μόνοι αιωνίως!

Mόνοι! αλλ' όχι και χωρίς ανάμνησιν καμμίαν·
Tυφλοί, μ' ενθύμησιν φωτός εις νύκτα αιωνίαν.
Eις μίαν της καρδίας μας γωνίαν επιζώντες,
Ως υπνοβάται βαίνομεν κ' υπάρχομεν απόντες!

K' εγώ ηγάπησα ποτέ, κ' εγώ αντηγαπήθην,
Aλλά την ελησμόνησα, αλλά ελησμονήθην.
Δεν είναι ο βίος Mάιος αιώνια, δεν είναι·
Mαραίνονται κ' αι ανθηραί του έρωτος μυρσίναι,
Kαι η νεότης μας πετά ως αστραπή ταχεία,
Ως ώρα σταθερότητος εις στήθη γυναικεία!...

[Το ποίημα αυτό του Αχιλλέως Παράσχου (1838-1895) προέρχεται από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 440]

Νίκου Παππά, ΤΟΠΙΟ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ


Είναι Μάιος αθηναϊκός.
Τα κορίτσια αλαφρώνουν την ατμόσφαιρα με τη χαρά των
τ' αγιοκλήματα κάνουν βαθειές τις αναπνοές μας.
Ένας εξαίσιος ουρανός
περισσότερο κυανός απ' τα όνειρά μας
ένας θαυμάσιος ψίθυρος απ' το τίποτα.

Μια πεταλούδα αγροτική πλανήθηκε στη λεωφόρο
ένας διαβάτης έχασε το δρόμο του
όλα τα όνειρα περπατούν σαν χαμένα
όλοι οι νόστοι μας πετούν σαν αφρικανικά πουλιά.

Πού θα μάς πάει το εαρινό τοπίο;
Ποιο σκοπό θα τραγουδήσουμε μαζί με το γαλανό παιδί;
Ποιο δέντρο θα μάς κοιμίσει με τον ίσκιο του;
Μάς κρατά απ' το χέρι η έκθαμβη κατάπληξη
ξυπνούν τα δέντρα μέσα από διάσημα πορτραίτα,
είναι τόσο υδάτινος σαν ένας κόμπος ο όρθρος.
Έρχεται το πρωί από τα όργια της νύχτας
ρόδινος σαν παιδική ντροπή ο Λυκαβηττός
σα να κοιμήθηκε με τα τσοπανόπουλα της Πίνδου.
Ξένε στρατιώτη με τα παράσημα
κύτταξε βαθειά ως την ψυχή του το τοπίο
μπορεί να μην το ξαναδείς ποτέ...


[Το ποίημα αυτό του Νίκου Παππά (1906-1997) προέρχεται από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 438]

Κωστή Παλαμά, [Μ' ΟΛΑ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΗ...]


[.......................]
Γύφτισσες ήρθανε ντυμένες
φανταχτερά γιορτής φουστάνια,
γύφτισσες ήρθαν και κρεμάνε
χοντρά γυαλιστερά γιορντάνια,
με κόκκινα φορέματα ήρθαν,
με κίτρινα μακριά μαντήλια.
ω λάγνα μάτια, ω κόρφοι, ω χείλια!
Κ' ήρθαν ανθοστεφανωμένες
μ' όλα τα λούλουδα του Μάη,
κι άνθια κρατώντας και στα χέρια,
ντέλφια χτυπάνε και κουδούνια,
και κύκλους πλέκουν και χορεύουν
και τραγουδάν το Μάη το Μάη,
κι ανάμεσό τους αρχινάει,
ξεχωρισμένη από τις άλλες,
τρικυμισμένο ένα χορό,
λυγιέται, σέρνεται, πετάει,
κορίτσι δεκοχτώ χρονώ
στο μανιωμένο το χορό,
και του χορού βασίλισσα είναι,
κι άφρισμα, λάγγεμα, τρεμούλα,
η γυφτοπούλα, η μαγιοπούλα!

Κ' ήρθαν οι γύφτισσες, οι γύφτισσες,
οι γύφτισσες που τραγουδάνε:
-Τώρα είν' η άνοιξη κι ο Μάης,
τώρα το καλοκαίρι, τώρα
κι ο ξένος βούλεται να πάη,
στον τόπο του να πάη, και τρέχει,
νύχτα σελώνει τ' άλογό του,
νύχτα το καλλιγώνει, βάνει,
χρυσά τα πέταλα τα βάνει,
βάνει και τα καρφιά ασημένια.
Καταραμένοι κ' εσείς γύφτοι,
που να γυρίσετε δεν έχετε
κανένα τόπο, και πατρίδα,
γύφτοι, καμιά δεν σας προσμένει,
ο Μάης ο μήνας σάς προσμένει,
ο Μάης ο ρήγας σάς καλεί,
ελάτε, γύφτοι από τη Δύση
και γύφτοι απ' την Ανατολή,
και μ' όλα του τα περιβόλια
σάς κράζει ο Μάης ξεφαντωτής
στην τρίμερη και στη μονάκριβη
γιορτή της γύφτισσας ζωής!
[.........................]


(Απόσπασμα από το έργο "Δωδεκάλογος του Γύφτου" ]

Γεωργίου Σουρή, ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΑΪΟΝ


Όταν ερχόσουν άλλοτε με λούλουδα και μύρα,
και τι και τι δεν σούψαλλε των παλαβών η λύρα!
Μα τώρα πια επέρασε και η δική σου φούρια,
και ψάλται καλλικέλαδοι σού μένουν τα γαϊδούρια.


[Από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 564]

Βασίλη Ρώτα, ΔΙΑΚΟΣΙΟΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1944 ΣΤΟ ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


Η αυγή κι η μέρα θάνατος κι εμείς πουλιά πετούμενα
κι από παντού ξεχύνονταν ελπίδας μοσχοβόλημα,
σάμπως να χλόιζε ο γιαλός σπαρμένος αγρολούλουδα
κι ο ήλιος ετραγούδαγε τη λευτεριά στα πέρατα.


[Από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 490]

Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΥΣ 200 ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ


Στην κορυφή της Αρετής φτασμένοι,
το θάνατο νικήσαμε᾿ και τώρα,
με λούλουδα του Μάη στεφανωμένοι
πάνω από χρόνια και φυλή και χώρα,
με την Ελλάδα μέσα μας ακέρια,
χορό Ζαλόγγου σέρνουμε στην πλάση.
Κι' απλώνουμε στον άνθρωπο τα χέρια
στην κορυφή της Αρετής να φτάσει.


[Από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 353]

π. Παναγιώτη Καποδίστρια, [ΦΩΣ ΜΑΓΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟ]


Φως κεραμιδί
μαγιοκατάληκτο
να τιτιβίζει
ενώ η Ελπίδα
κρυπτογραφεί αγάπες
και μελωδίες.

Χελιδονάκια
σε πήλινο καβούκι
πολυόμματα
και η Ροντρίγκεζ
ελπίδες ν' αναπλάθει
απ' τ' αποφόρια.


(Μεσσηνία, 3.5.2000)
[Είναι το 5ο ποίημα από την ενότητα "Τα χάριν υγείας μικρά", δημοσιευμένο στην ποιητική συλλογή, Παναγιώτη Καποδίστρια, Έσχατος Φίλος, ιδίοις αναλώμασιν, 2001, σ. 71]

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Η Πρωτομαγιά των χωρισμένων

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Γνώριμο, θλιβερό το τοπίο… Χρόνια τώρα την Πρωτομαγιά γίνονται χωριστές κομματικές συγκεντρώσεις και πορείες. Στα διόδια των εθνικών δρόμων υπήρχε συνωστισμός χιλιομέτρων από τα αστικά κέντρα προς την εξοχή, απεναντίας οι χώροι στάθμευσης γύρω από το κέντρο της πόλης μας άδειοι!

-Μα τι έγινε, κατέβηκα για να συμμετάσχω σε μια ενιαία πορεία, σήμερα Πρωτομαγιά, γιατί έχει δύο συγκεντρώσεις; Υπάρχει και άλλη συγκέντρωση, για ποιο λόγο δεν είμαστε όλοι μαζί; Είναι πρώτη φορά που κατεβαίνω στην Εργατική Πρωτομαγιά, θυμάμαι μικρούλα στην πατρίδα μου που πηγαίναμε με τον πατέρα μου…. Μπήκα στην πορεία του ΠΑΜΕ γιατί νόμιζα ότι πρόκειται περί ενιαίας πορείας. Μετά σκέφτηκα πού πάμε μόνοι μας με το ΠΑΜΕ, και γύρισα πίσω να καταλάβω τι γίνεται. Δεν τιμούμε σήμερα όλοι μαζί τους εργάτες που πλήρωσαν με τη ζωή τους αγώνες για οκτάωρο εργασίας ή ξεχάσαμε ότι καταστρατηγούνται τα εργατικά δικαιώματα και χειροτερεύουν για όλους οι όροι διαβίωσης;

Τα είπε όλα χύμα αγανακτισμένη συνάδελφος με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο παρθενικό πολιτικά, μελαχρινό της προσωπάκι. Στα φοιτητικά της χρόνια η Πρωτομαγιά ήταν μόνο γιορτή της Άνοιξης που την προσκαλούσε σε ερωτική μέθεξη με την ανθισμένη φύση…

Δυνατή μουσική Θεοδωράκη, επαναστατική, επετειακή, αντηχούσε από τα μεγάφωνα του ΣΥΡΙΖΑ στην ιστορική πλατεία και αντιλαλούσε από τα απέναντι κτίρια αφού λιγοστά ήταν τα εμπόδια που συναντούσε στο διάβα της, λιγοστοί και οι συγκεντρωμένοι. Οι καμάρες του τραπεζικού κεφαλαίου τυλιγμένες στα πανό των συνθημάτων για την εργατιά, την οικολογία, το ρατσισμό, την ανεργία… έστω για λίγες ώρες!

Από την πλατεία του ποιητή είχε ξεκινήσει η πορεία με τα κόκκινα πουκάμισα και τις σημαίες. Τα συνθήματα από τον τηλεβόα με το ίδιο περίπου περιεχόμενο. Στη συνάντηση οι δύο πλατείες όρθωναν το ανάστημά τους, ποια θα φαινόταν πιο ισχυρή, πιο δυναμική! Τα συνθήματα των χωρισμένων με διαφορετική διατύπωση: Τιμή και μνήμη στους πεσόντες εργάτες, καλύτερη ζωή στους αδύνατους.

Στάθηκα στη μέση, χαιρετούσα, και τις δύο πλατείες.


-Γεια σου πρώην σύντροφε, μου φώναξε ο Νιόνιος με το κόκκινο καπέλλο. Σάστισα! Πρώην, σύντροφος, συμπατριώτης, γείτονας, συνάδελφος, συμμαθητής, σύντεκνος, εξάδελφος, αδελφός, συνάνθρωπος, πρώην… Οι συγκεντρώσεις των χωρισμένων! Όλοι οι χωρισμένοι είναι πρώην με τα νυν προβλήματα, ίδια με τα πρώην.

Έψαξα γι άλλες συγκεντρώσεις, μα δεν υπήρχαν άλλες πλατείες. Το ΛΑΟΣ δεν τόλμησε τη ρατσιστική του συγκέντρωση. Η ΝΔ κυβερνά, δεν τιμά, ούτε διεκδικεί. Μόνο μασουλά. Το ΠΑΣΟΚ ονειρεύεται κι οι σιελογόνοι του αδημονούν την ώρα της αναρρίχησης στο Μέγαρο με τα κρυφά σεντούκια. Οι ηγεσίες διέταξαν κι ο λαός «ετάχθη εις την υπηρεσίαν» των αφεντικών του. Τον έπεισαν για το οικονομικό αδιέξοδο. Το κράτος δεν έχει λεφτά, οι τράπεζες δεν έχουν λεφτά, οι τραπεζίτες βγαίνουν στη ζητιανιά, το κράτος δανείζεται λεφτά, ο λαός πρέπει να συνδράμει το κράτος στα λεφτά. Κι ο ιερέας δωρίζει στο κράτος λεφτά. Μα πού τα έδωσε ο αφελής τόσα λεφτά! Μόνο ο λαός δεν έχει λεφτά…

«Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς» σε ζωντανή εκτέλεση, ο επίλογος της φετινής εργατικής Πρωτομαγιάς. Πότε θα γίνουμε χίλιοι δεκατρείς για να διώξουμε αυτούς τους δυο τρεις κλέφτες, τραπεζίτες κι εμπόρους της πολιτικής ; Ως πότε ο λαός θα γίνεται υποχείριο κομματικών ηγεσιών που βασιλεύουν παραμυθιάζοντας, διαιρώντας και μοιράζοντας διαζύγια στους χωρισμένους;

Είναι και η άλλη Πρωτομαγιά, η γιορτή των λουλουδιών, μας προσκαλεί ανθοντυμένη και μοσχοβολημένη. Δυσπρόσιτος, ανηφορικός, ελικοειδής ο νεροφαγωμένος δρόμος προς την κορυφή του Σκοπού. Πώς στολίστηκαν οι κορυφές κι οι κάμποι στα ψηλά και τα χαμηλά! Κι η Σταυροειδής μετά τρούλου Σκοπιώτισσα, πώς ενώνει υπερβατικά στη μινιμαλιστική όψη της ανακαίνισής της, σε υλικά Θεάς Αρτέμιδος! Πόσο διαφορετικός, ενωτικός φαντάζει ο κόσμος εκεί ψηλά!

Η χωρισμένη της διπλανής παρέας ζωγραφίστηκε στον καθρέφτη και δεν μας έκρυψε τη θλίψη της από τον πρόσφατο χωρισμό, προστέθηκε κι η μοναξιά της. Η κατάμεστη ταβέρνα μοσχοβολά ποικιλία γεύσεων και στα τραπέζια σερβίρονται τα ίδια εδέσματα σε αριστερούς, δεξιούς, κεντρώους, οικολόγους, πράσινους, μαρξιστές, άθεους και πιστούς.

Αλήθεια, πόσα κοινά έχουν οι άνθρωποι για να βαδίζουν χωρισμένοι το μαγιάτικο μονοπάτι της ζωής !

Ζάκυνθος 2-5-2009

Γιάννη Τσακασιάνου, ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΤΙΚΟ


Ο Μάϊς γελά κι' όλα γελούν τα ταίρια ολόγυρά μας᾿
τι μάϊ θα κάναμε κι' εμείς, πουλί μου, 'ς τη φωλιά μας᾿
Μεσ' 'ς το περβόλι της καρδιάς -'ς τον κόρφο σου- γυρμένο
να μοσκοπλέω 'ς τη δρόσο σου, να ζω και να πεθαίνω!
Άστρα, ουρανό τα 'μάτια σου, ετιαίς μου τα μαλλιά σου,
κρίνους, μοσκαίς, τριαντάφυλλα τα ροδομάγουλά σου.
Τώνα μας χέρι 'ς τάλλο μας... με τάλλο μου σφιγμένη
να ζώσω τη μεσούλα σου, κι' άφωνοι, μαγευμένοι,
να σμίγωμε τα χείλη μας... -αταίριαστο ταιράκι!-
και να μού σιάζης τα μαλλιά με τάλλο σου χεράκι.
Και κάποια ζηλιαρότριχα 'δική σου να ξεχύνη
να μάς ταιριάζη τα φιλιά..., να κάνη μάϊ κι' εκείνη!
Αχ! τέτοιο μάϊ 'πεθύμησα, τέτοι' άνοιξι ζηλεύω᾿
του περβολιού της νειότης μας τα ρόδα να μαζεύω.
'Σ ένα φιλί ξεβλάστησε και κόσμος και θεότη,
κ' η γρηά μας πλάσι με φιλιά πλάθει καινούργια νειότη.
Για ιδές.... γλυκοφιλόσμιχτα μεσ' 'ς το καινούργιο στρώμα
όλα γιορτάζουν άνοιξι, μονάχα εμείς ακόμα!
Μπουμπούκι μου, έλα, μη ξεχνάς τη διάβα τουκαιρού μας!
κάμε ν' ανθίση και για μάς το δέντρο του μαγιού μας!
Φτάνει το κρυφοκύτταγμα, γλυκειά μου χελιδόνα,
έλα να κάμουμ' άνοιξι πριν μπούμε 'ς το χειμώνα.

[Γιάννη Τσακασιάνου, Άπαντα, Αθήναι 1926, τ. 1, 122]

Λορέντζου Μαβίλη, ΠΑΤΡΙΔΑ


Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ' αγέρι
'Σ την πλάση μυστικής αγάπης γλύκα,
Σα νύφ' η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα
Λάμπει εν ώ σβυέται της αυγής τ' αστέρι.

Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
Εδώ βουΐζει μέλισσα, εκεί σφήκα.
Τη φύση 'ς την καλή της ώρα εβρήκα,
Λαχταρίζει η ζωή 'ς όλα τα μέρη.

Κάθε μοσκοβολιά και κάθε χρώμα,
Κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κ' ελπίδα

Να σού ξαναφιλήσω τ' άγιο χώμα,
Να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
Όμορφή μου, καλή, γλυκιά Πατρίδα!


[Λορέντζου Μαβίλη, Τα Ποιήματα, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1990, σ. 63. Με τη φιλολογική επιμέλεια του Γιώργου Γ. Αλισανδράτου]

Γιάννη Τσιλιμίγκρα, ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ


Ποιος θα μάς το έλεε, Λόρα μου, άνοιξη εσύ ανθισμένη,
όπως αιώνια ο έρως μας κι' η νειότη μας δε μένει;
Θυμάσαι εκείνη τη βραδειά που υψώνοντας το χέρι
και δείχνοντάς μου αγέλαστη ένα στα ουράνια αστέρι,
μού έλεες - "πόσο είναι η ζωή όμορφη, αγαπημένε,
κρίμα πως θα πεθάνουμε, μια μέρα, ακούω, να λένε".
Και σούπα - "μη τα ξαναπείς λόγια που πίκρα κλειούνε,
τα γερατειά πεθαίνουνε, τα νειάτα πάντα ζούνε.
Της άνοιξής μας τη στιγμή τη θεία αυτή ας χαρούμε
μιαν άλλη ώρα σαν αυτή στον κόσμο δε θα βρούμε.
Στου Μάη τη γλύκα και το φως μεθάει η φαντασία
και τραγουδεί στα στήθεια μας ολότρελλη η καρδία.
Απάτες αν ο κόσμος κλει εμάς και τι μάς γνοιάζει;
Μόνο χαρές στη νιότη μας ο Μάης δίνει και τάζει.
Κι' αν κρύβη πίκρες η ζωή λίγο γι' αυτό μάς μέλλει
στα είκοσι χρόνια γίνεται και το φαρμάκι μέλι.
Μα ήρθε ο βρυκόλακας καιρός που όλα χαλάει κι αλλάζει᾿
κάνει τα πόδια πέτρινα, στάχτη στην κόμη βάζει.
Των λυπηρών χαιρετισμών ο Οχτώβρης να! ήρθε, νά τος!
με προμηνύματα πικρά κι αισθήματα γιομάτος.
Ώρα μοιραία και σκοτεινή, ώρα ενός πόνου απείρου,
το θάψιμο και του στερνού να ιδούμε εμείς ονείρου.
Δίνει ευτυχίες χωρίς να πη ο Μάης για ποιαν αιτία,
κι' ο Οχτώβρης όμοια, αναίτια, τρώει, φθείρει την καρδία.
Ω,! Λόρα της ζωής μου εσύ άνοιξη ευωδιασμένη,
ποιος για τ' αηδόνι θάλεγε σαράκι πως θα γένη!"

Μάης 1936

[Από τον τόμο: Γιάννη Τσιλιμίγκρα (1872-1947), Ποιήματα, (Επιμέλεια Δημοσθένη Ζαδέ), Αθήνα 1973, σ. 150]

Διονύση Καρατζά, ΤΑΞΙΔΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ (7 ποιήματα)


Ο ΔΡΑΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Τις Κυριακές με παίρνει απ' το χέρι
και με πηγαίνει στο πάρκο της χαράς.
Μαζί παίζουμε το τρενάκι του θανάτου.
Μερικές φορές παίζουμε κι έναν γύρο αγάπη
σε αξόδευτο κενό.
Στην επιστροφή μ' αφήνει σε μισάνοιχτη πόρτα
και μόνος μου ραγίζω σαν τελευταία ώρα.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Ακίνητη μείνε με χαμόγελο ημέρας,
κοιτώντας ευθεία στην καρδιά μου.
Εγώ θα έχω τον νου μου στο όνειρο
μην πάρει φως και γίνει χρόνος
και χαθείς.


Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ

Ποιος σκαρφάλωσε στη νύχτα μου
και τρύπωσε στα όνειρά μου;
Και μέσα στην καρδιά μου τώρα τι γυρεύει;
Τόση πρόνοια και επιμέλεια εκ μέρους μου πήγαν στράφι!
Ν' αποκοιμήθηκαν οι λέξεις μου
και να 'ρθε αποφασισμένη η σιωπή,
ή να ξύπνησε ξαφνικά ο εαυτός μου
και ψάχνει στα σκοτάδια τις αλήθειες;


ΚΑΚΟΣ ΚΑΙΡΟΣ

Όλη τη βροχή την πέρασα με νύχτα.
Δεν έκλεισα μάτι απ' το πολύ σκοτάδι.
Φοβόμουνα μην τρέξει στην καρδιά μου μοναξιά
και παγώσω αξημέρωτος.


ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΦΩΣ

Έρχεται ποίηση, μού είπες,
φυλάξου απ' το θαύμα.
Κι εγώ που ήξερα από έρωτα,
έμεινα γκρεμισμένος στη σιωπή τρεις ημέρες.
Ύστερα πιάστηκα από τον λόγο σου
και σώος σήκωσα βαθιά το φως.
Θυμάμαι τα χρώματα
και σού γράφω συνεχώς.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Έλεγα:
έζησε σαν σύννεφο.
Πήρε το σώμα του ανέμου
και πρόλαβε το φως της δύσης.
Μετά, σε ώρα δισταγμού, έπεσε βροχή
και χάθηκε σε χώμα καρπερό.
Οι άλλοι πίστευαν πως κάθε έρωτα ανθίζει.
Τώρα λέω:
Όταν βρέχει, γυρίζει σπίτι του
σφυρίζοντας κλέφτικα.


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Για τον επαναπατρισμό της θάλασσας
θα κόψω τα κύματα πλάγια
σαν ταξίδια εσωτερικού.
Κι ανάμεσα στους ανέμους θα ρίξω έρωτες
για να κρατάει ο νόστος τον σκοπό του.

Διονύση Σέρρα, ΕΑΡΙΝΟ ΣΤΕΦΑΝΙ [αποσπάσματα]


1

Με Μάη μάγια
ώς παράδεισου κορφές
ήλιους ξανοίγεις.


12

Μ' άγια του Μάη
και όνειρου λιόσημα
βυθούς χρυσουργείς.


[Διονύση Σέρρα, Οι κήποι της απόδρασης, εκδ. Γαβριηλίδης 2007, σ. 29 και 31]

Σάββατο 2 Μαΐου 2009

π. Παναγιώτη Καποδίστρια, ΟΡΓΙΟ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ


Πρώτης Μαΐου
όργιο πανίερο
με σκουρκουρίτσες
μυγάκια πεταλούδες
φιδάκια δυσπιστίας

σαλιγκαράκια
αγιόκλημα ευσεβές
κόκκινα τσόφλια
κουνούπια και λαμπρίτσες
πουλιά ευκολόπιστα

κι αν λίγο σκύψεις
πάνω απ' τις βουές θα δεις:
Μαινάδες Φαύνοι
Σιληνοί κλίνουν γόνυ
μπροστά στον Αναστάντα.


[Γράφτηκε την 1η Μαΐου 2008. Ανέκδοτο ακόμη σε βιβλίο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στον Ίσκιο του Ήσκιου, εδώ.]

Διονυσίου Σολωμού, ΔΕ Μ' ΑΓΑΠΑΣ


Όσα λούλουδα είν' το Μάη
μαδημένα ερωτηθήκαν
κι όλα αυτά μ' αποκριθήκαν
πως εσύ δε μ' αγαπάς.

[Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ από το: Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και Πεζά, (επιμέλεια-Εισαγωγή Στυλιανός Αλεξίου), εκδ. στιγμή, Αθήνα 2007, σ. 312]

Διονυσίου Σολωμού, ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΕ ΡΩΣΣΗ ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ (1.5.1824)


Του πατέρα σου, όταν έλθεις,
δε θα ιδείς παρά τον τάφο᾿
είμαι ομπρός του και σού γράφω,
μέρα πρώτη του Μαϊού.

Θα σκορπίσουμε το Μάη
πάνου στ' άκακα τα στήθη,
γιατί απόψε αποκοιμήθη
εις τον ύπνο του Χριστού.

Ήταν ήσυχος κι ακίνητος
ως την ύστερη την ώρα,
καθώς φαίνεται και τώρα
που τον άφησε η ψυχή.

Μόνον, μία στιγμή πριν φύγει
τ' Ουρανού κατά τα μέρη,
αργοκίνησε το χέρι,
ίσως για να σ' ευχηθεί.

[Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ από το: Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και Πεζά, (επιμέλεια-Εισαγωγή Στυλιανός Αλεξίου), εκδ. στιγμή, Αθήνα 2007, σ. 117]

Παναγιώτη Μωραΐτη, ΧΑΡΑΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ


Θέλω να χορέψω. Θέλω να γευτώ.
Στη φυκιάδα χάμου να ερωτευτώ.
Νότες, η καρδιά μου με τρελό ρυθμό.
Βρέχει γύρω μ' άστρα. Μύρια σ' αριθμό.
Περ' ανάβει ο φάρος. Φεύγει η νυχτιά.
Καραβίσια φώτα στην αστροφεγγιά.
Άρωμα του πεύκου. Γεύση του φιλιού.
Όλα τρεμοπαίζουν. Μέση του Μαγιού.
Πόσα κρύβει ο χρόνος! Τ' αύριο σιωπά.
Κάλεσ' το μ' ελπίδες. Θα 'ρθει χαρωπά.
Όλα τα συμβάντα της ζωής μας δες,
σ' όλους τους ανθρώπους ίδια είναι μαθές.
Μόνο αν τα βλέπεις με το ροζ γυαλί,
τότε θα σού στρώσουν πλουμιστό χαλί.
Σου 'σβησ' η ελπίδα; Νιώθεις πια στεγνή;
Σίμωσε κοντά μου με μια προσμονή
σχέδια να πούμε, τ' αύριου χαρές
δράση και ζωντάνια, σκέψεις λυγερές.

[Από την "ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (1950-2006)" του Συμποσίου Ποίησης (Επιμέλεια Σ. Λ. Σκαρτσής), Εκδόσεις περί τεχνών, Πάτρα 2006, σ. 101 εξ.]
Related Posts with Thumbnails