© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Ανθούλας Δανιήλ: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΕΙΣ (δοκίμιο)


  Πρώτη δημοσίευση  

Σε πρόσφατη εργασία με τίτλο «ΑλέξανδροςΠαπαδιαμάντης - Οδυσσέας Ελύτης, Συγκλίσεις - συναισθήσεις», η οποία αναρτήθηκε στα Παραθέματα Λόγου του π. Π. Καποδίστρια, στη Ζάκυνθο, το θέμα ήταν η σχέση του Ελύτη με τον Παπαδιαμάντη μέσα από «το μοιρολόγι της φώκιας» του ενός και τις «φώκιες τις μικρές» του άλλου. 


Παραθέτω το απόσπασμα από Το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη», ιβ΄:

Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει  το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του τις σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν *  των ανθρώπων τα βάσανα.

Τώρα προκύπτει μια προέκταση αυτής της εργασίας, από την άλλη πλευρά και από το άλλο πέλαγος της Ελλάδας. 
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή υπενθυμίζουμε τους στίχους από Το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη» ΙΑ΄, όπου μνημονεύονται ο Διονύσιος Σολωμός και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: 

Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ’  αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγοι βάμμα του γλαυκού στα χείλη.

Υπενθυμίζουμε επίσης τους στίχους  από τον Ήλιο τον Ηλιάτορα, «Το τρελοβάπορο»: 

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές 
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές.

Τα δύο αυτά αποσπάσματα από παρόμοια κείμενα, διαφορετικής δυναμικής αλλά συγγενούς συναισθηματικής φόρτισης -Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας είναι ένα μικρό Άξιον Εστί-  με βάζουν να ξανασκεφτώ αυτή σχέση. Ήδη στην μνημονευθείσα πιο πάνω μελέτη μου, συνέδεσα το «μοιρολόγι της φώκιας» του ενός με «τις φώκιες τις μικρές … που κλαιν των  ανθρώπων τα βάσανα» (Το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη», ιβ΄) του άλλου και τις «Κουκουναριές» του ποιητή με τις Κουκουναριές του πεζογράφου, ήτοι της Σκιάθου. Τώρα προχωρώ πιο πέρα και υπολογίζω. Οι μελετητές του ποιήματος «Το τρελοβάπορο» ερμηνεύουν το στίχο «φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές» ως ανατολική και δυτική επίδραση. Σκέφτομαι όμως μια πιο συγκεκριμένη επίδραση, που προεκτείνει την πρώτη, ότι δηλαδή, όχι μόνο «το τρελοβάπορο», αλλά ο ίδιος ο ποιητής παίρνει «φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές» και από τα δύο πέλαγα, Ιόνιο και Αιγαίο, και από τους δυο προγόνους λογοτέχνες, Σολωμό και Παπαδιαμάντη. Γιατί και από τους δύο αντλεί δύναμη εναντίον του  κακού, λόγω της λαλιάς τους «που δεν ξέρει από ψέμα» και την οποία λαλιά εξακολουθεί να ακούει με διάφορους τρόπους και να αναπαράγει με διάφορες αφορμές.

 *     *     *

Θεωρώ γνωστό το θέμα του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, αλλά για την ευκολία της παρούσας επικοινωνίας κάνω μια σύντομη περίληψη. Η γριά Λούκαινα, μια χαροκαμένη γυναίκα, πηγαίνει στο «Γλυφονέρι», το «βράδυ βράδυ» να ξεπλύνει μια «αβασταγή» ρούχα, στη θέση Μνημούρια, νεκροταφείο, όπου το νερό είναι γλυφό. Η Λούκαινα δεν ξέρει ότι την  ακολουθεί η μικρή εγγονή της, η Ακριβούλα, και η Ακριβούλα δεν ξέρει το δρόμο που έχει πάρει η γιαγιά της. Η μικρή παρασύρεται από τον ήχο της φλογέρας ενός νεαρού βοσκού, ενός σουραυλή, που αμέριμνος παίζει, και πηγαίνοντας προς τα εκεί χάνει το δρόμο. Ο χώρος είναι κρημνώδης, ο ήλιος δύει, σκοτεινιάζει γρήγορα και η μικρή πέφτει και πνίγεται χωρίς κανείς να αντιληφθεί τίποτα. Το σώμα της τριγυρίζει και μοιρολογεί μια φώκια, πριν αρχίσει το βραδινό της φαγητό. Τα λόγια του μοιρολογιού μεταφράζει για χάρη μας ένα γέρος ψαράς «εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών»: «αυτή ήτον η μικρή Ακριβούλα / η εγγόνα της γριά-Λούκαινας / Φύκια ’ναι τα στεφάνια της, / κοχύλια τα προικιά της … Σαν να ’χαν ποτέ τέλος τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου». Και με αυτούς τους στίχους τελειώνει το διήγημα.
Η μεσογειακή φώκια κυνηγά την τροφή της σε απομονωμένες, βραχώδεις και δυσπρόσιτες νησίδες ή παράκτιες περιοχές, με άλλα λόγια κοντά στις ακτές. Εκεί, δηλαδή, που η γριά Λούκαινα ξέπλενε την «αβασταγή» της και εκεί, που ακόμα και σήμερα, στην γειτονική της Σκιάθου  Σκόπελο, ειδικότερα, βρίσκεται το θαλάσσιο πάρκο της.
            Το κέντρισμά μου, λοιπόν, είναι η  συμπεριφορά της «φώκιας» γύρω από το σώμα της Ακριβούλας. Ο συγγραφέας κάνει λόγο για δείπνο, αλλά δεν προβαίνει σε περαιτέρω μεταγραφή της σκέψης του σε λόγο διευκρινιστικό. Όμως η υποψία υπάρχει. Για τι είδους δείπνο πρόκειται;  Τι θα φάει η φώκια, η οποία γενικώς τρώει απ’ όλα τα ψάρια. Ο λόγος είναι σαφής μέσα στην ελλειπτικότητά του: «ήρχισε να περιτριγυρίζει»  το πνιγμένο σώμα της Ακριβούλας «πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της». 


Και από το Αιγαίο περνάμε στο Ιόνιο. Εκεί, στην Κέρκυρα, τον Ιούλιο του 1847, ένας Άγγλος στρατιώτης κατασπαράχτηκε από έναν πόρφυρα (καρχαρία), την ώρα που κολυμπούσε. Το γεγονός συγκίνησε  τον Σολωμό, ο οποίος πήρε την αφορμή για το ποίημα που φέρει τον τίτλο «Ο Πόρφυρας».

Επιλέγω αποσπάσματα.

Μιλάει ο στρατιώτης:

ΙΙΙ
«Χιλιάδες άστρα ’ς  το λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα!»

ΙV
«Γελάς και συ ’ς τα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο»

V
«Κοντά ’ναι το χρυσόφτερο, και κατά δω γυρμένο,
Π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
Και κει γροικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη,
Και κει τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια ’πώχει.
Γλυκά ’δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
Και τ’ άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλη.
Πουλί, πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της  φωνής σου,
Καλό ’ς τη γη δεν άνθισε, ’ς τον ουρανό κανένα.
Αλλ’ αχ! Να δώσω μια πλεξιά, και να ’μαι και φτασμένος,
Με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου.»

VΙ
«Φιλώ τα χέρια μ’ και γλυκά το στήθος μ’ αγκαλιάζω.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»

Κι ο ποιητής:

VΙΙ
Φύση χαμόγελ’ άστραψες κ’ εγίνηκες δική του∙
Ελπίδα, τώδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις∙
Νειος κόσμος ώμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδή ……………………..
Κοντά ’ναι ’κει  ’ς τον νειον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.

Από τα αποσπάσματα καταλαβαίνουμε ότι και εδώ η φύση, όπως και στο «μοιρολόγι», έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ομορφιά της είναι  παγίδα, οπότε μπαίνει και  η διάσταση του κινδύνου που περικλείει. Στο διήγημα είναι οι γκρεμοί κι οι απότομες κατηφόρες, η ώρα του δειλινού αλλά είναι και ο σουραυλής με τον ωραίο ήχο του αυλού που κάνουν το κορίτσι να χάσει το δρόμο, να γλιστρήσει και να πνιγεί.
Ανάλογα και στο ποίημα είναι τα άστρα του ουρανού, τα λουλούδια, το «χρυσόφτερο» πουλί με το κελάδημά του και, πάνω απ’ όλα, η θάλασσα, που θυμίζει στον στρατιώτη την πατρίδα και τη μητέρα και με μια «πλεξιά» θέλει να κολυμπήσει να πάει και να ’ρθεί. Και πέφτει στο νερό. Μέσα σε τόση ομορφιά, νιώθει σαν Νάρκισσος, ερωτεύεται τον εαυτό του. Αγκαλιάζει το σώμα του. Νοιώθει πως επικοινωνεί με το απόλυτο καλό, την πατρίδα και τη μάνα, κι έτσι, εν πλήρει αθωότητι,  με «Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» του, με «δεμένο» όμως το νου από τα «μάγια» της φύσης, ο «καλός», ο ηθικά τέλειος, δεν υποψιάζεται την «Κόλαση τριγύρω», η οποία παίρνει τη μορφή του «τίγρη του πελάγου».
            Όταν επιχειρεί να ξεφύγει από «τς ώμορφες και δυναταίς αγκάλαις» της φύσης, «οπού τον εγλυκόσφιγγε και του ’γλυκομιλούσε» και να ανακτήσει την «τέχνη του κολυμπιστή κι αυτή του πολεμάρχου», είναι πλέον αργά και ο αγώνας άνισος. Ό,τι ξέβρασε η θάλασσα την επομένη  ήταν «απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου». Και ο επίλογος του ποιητής:

Ώμορφε ξένε και καλέ, και ’ς τον ανθό της νιότης
Άμε και δέξου ’ς το γυαλό του δυνατού την κλάψα.

Επιχειρώντας άλλη μια φορά να κάνουμε τον κύκλο των λογοτεχνών που ήδη αναφέραμε, παρατηρούμε ότι ο Παπαδιαμάντης μοιρολογεί μέσω της «φώκιας» του, ο Ελύτης επίσης αναθέτει στις φώκιες τις μικρές να «κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα», ενώ ο Σολωμός είναι ο ίδιος που προσφέρει στο ωραίο παλικάρι τον έπαινο και το θρήνο, την «κλάψα». Αυτός είναι ο «δυνατός» και αυτός έχει τη δύναμη να κλάψει ή να συνθέσει.
Ο Ελύτης, λοιπόν, μνημονεύοντας στο Άξιον Εστί τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη, δεν υποδηλώνει απλώς τις προτιμήσεις του και δεν περιορίζεται στη μνημόνευση των ονομάτων. Οι πρόγονοι λογοτέχνες είναι παρόντες στο έργο του∙  ο Σολωμός πιο φανερά και συχνά και ο Παπαδιαμάντης λιγότερο φανερά, αλλά ανιχνεύεται εύκολα. Και προεκτείνοντας τη σκέψη μου περαιτέρω, αυτός ο  έπαινος και ο θρήνος του Σολωμού για τον στρατιώτη δεν μπορεί να απέχει πολύ από το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, όπου ένας άλλος στρατιώτης, έπεσε πρώτος, μαχόμενος πάνω στα βουνά και ο ποιητής -ο δυνατός- του χάρισε τον ανάλογο ύμνο. Μόνο που ο τίγρης του πελάγου αυτή τη φορά δεν είναι ούτε φώκια, ούτε πόρφυρας. Είναι το θηρίο πόλεμος. Αυτή όμως είναι μια άλλου είδους προέκταση. 

Related Posts with Thumbnails