© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Jolanda Capriglione ΣΟΛΩΜΟΣ, Ο ΙΤΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Σχεδόν πάντα, για εκατονταετίες, σκεφτόμαστε πως το Ιόνιο πέλαγος, τα υπέροχα νησιά του, ήσαν ένα καλότυχο Ιταλικό τμήμα, πέρα από τη θάλασσα. Και, κατά βάθος, έτσι ήταν, μέχρι τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα, όταν ένας πρόστυχος πόλεμος προκάλεσε πένθη και μια θλιβερή κατοχή, που απομάκρυνε τη Ζάκυνθο από τη Βενετία, αυτήν την πλούσια, καλλιεργημένη, κοσμοπολίτισσα Βενετία, για την οποία η Ζάκυνθος ήταν η θεμελιώδης γέφυρα σύνδεσης με την Ανατολή. Μάλιστα, η βενετσιάνικη γλώσσα παρέμεινε, ως επίσημη γλώσσα, μέχρι το 1851, που αντικαταστάθηκε από την ελληνική. Την ιταλική-βενετσιάνικη γλώσσα, συνέχισαν να ομιλούν οι αριστοκράτες, που θεωρούσαν την Ιταλία, ως χώρο μιας πορείας πολιτισμού και ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι ο Φώσκολος, ένας από τους μεγαλύτερους Ιταλούς ποιητές, ο οποίος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, το 1778, θεωρούσε την Ιταλία πατρίδα επιλογής, κι ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, ο Σολωμός, θεωρούσε, ως πρώτη του γλώσσα, την ιταλική.
Αυτός υπήρξε ένας από τους εξήντα νέους που, σύμφωνα με τον Κάλβο, κάθε χρόνο, μετέβαινε στην Ιταλία για σπουδές. Αυτό δε σημαίνει ότι τα Επτάνησα δεν έζησαν τη δική τους σημαντική πολιτιστική ανάπτυξη, αλλά οφείλουμε πάντα να θυμούμαστε, ότι επρόκειτο για μια κοσμοπολίτικη κουλτούρα, πλούσια από τις τόσες γλώσσες, που μιλούσαν αυτοί οι ποιητές, για να θυμηθούμε, επί τούτου, το νεοκλασικό Κάλβο. Αυτός, δεν είναι τυχαίο πως είχε τις πρώτες αναγνωρίσεις στη Γαλλία, ενώ ο μέντορας του, ο Ούγκο Φώσκολο, ταξίδευε, μεταξύ Λονδίνου και Μιλάνου, ο Ανδρέας Μαρμοράς εξέδιδε, στην ιταλική γλώσσα, την «Ιστορία της Κέρκυρας», ο Ιωάννης Καντούνης μετέφραζε τα μελοδράματα του Πιέτρο Μεταστάσιου και ο Δημήτριος Γουζέλης μετέφραζε, σε υπέροχη ελληνική γλώσσα, εμπλουτισμένη με βενετσιάνικη επιρροή, την «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» του Torquato Tasso, που εκδόθηκε, το 1807, στη Βενετία. Στο μεταξύ, στην Κέρκυρα, ο Λόρδος Guilford άνοιγε, το 1823, την Ιόνια Ακαδημία, το πρώτο ελληνικό Πανεπιστήμιο, ιδρύθηκε, στην Αθήνα, το 1837, και, κατόπιν, την Ιόνια Βιβλιοθήκη, με περισσότερους από 30.000 τόμους και που, δυστυχώς, καταστράφηκε στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ αυτόν τον εξαιρετικό πολιτιστικό οργασμό της Επτανήσου γεννήθηκε, το 1798, ο Διονύσιος Σολωμός, που, στην ηλικία των 10 χρόνων, μετά το θάνατο του πατέρα του, του Κόντε Νικολό, στάλθηκε να σπουδάσει στην Ιταλία μαζί τον παιδαγωγό του, τον αβά Santo Rossi. Πρώτα, στο κολέγιο της Αγίας Αικατερίνης στη Βενετία και, κατόπιν, στην Κρεμόνα, πατρίδα του αβά Rossi, όπου είχε την τύχη να συναντήσει υπέροχους δασκάλους, όπως τους Bellini και Giordani.

Είναι πολύ γνωστά γεγονότα, αλλά και αιτία περηφάνιας, ειδικά για μια φιλέλληνα Ιταλίδα, σαν εμένα, και, συνεπώς, ας μου επιτρέψετε να πω ότι πολλοί από εμάς θεωρούν τον Διονύσιο Σολωμό, ως έναν Ιταλοέλληνα ποιητή, καθόσον πλάστηκε εξ ολοκλήρου ιταλικά, όπως επιβεβαιώνει η υπέροχη επιγραφή της Ζακύνθου που είναι αφιερωμένη στον ποιητή και όλοι σας γνωρίζετε. Γνωρίζουμε, όντως, ότι ήταν ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, ο ιστορικός ηγέτης της ελληνικής εξέγερσης, που ενθάρρυνε τον Σολωμό να γράψει στη γλώσσα των πατέρων του, και για πολιτικούς λόγους, αφού η γλώσσα ήταν και είναι ένα σημείο ενοποίησης του έθνους, κυρίως σε μια δύσκολη φάση, όπως εκείνη που έζησαν οι Έλληνες, τα πρώτα χρόνια του 1800. Το αποτέλεσμα της ενθάρρυνσης του Τρικούπη ήταν ο «Ύμνος στην Ελευθερία», που ενδιαφέρει εμάς εδώ, γιατί στη μορφή και τη δομή του παραπέμπει στους ιερούς Ύμνους του Alessandro Manzoni, τον οποίο ο Σολωμός είναι πολύ πιθανόν να είχε γνωρίσει χάρη στον Ανδρέα Μουστοξύδη, που ζούσε στο Μιλάνο, όταν ο Σολωμός σπούδαζε στην Παβία.

Ο Ύμνος στην Ελευθερία είναι σίγουρα διαποτισμένος από ηθικό πάθος, αλλά δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε πως υπάρχει μια ιερή «οργή», μια δύναμη σχεδόν θρησκευτική που τον ωθεί να πιστεύει στην ελευθερία ως ένα υπέρτατο Καλό. Σχετικά μ’ αυτό, δικαίως, ο Roussel, (στο Toujours Solomos, που εκδόθηκε στο Παρίσι, το 1929, σελ. 609), γράφει: «Ο Σολωμός νιώθει την ίδια θρησκευτική λαχτάρα του Manzoni για εκείνα τα δώρα από τα οποία ο ποιητής γνώριζε ν’ αποκομίζει την πρωταρχική έμπνευση που τον ενέπνευσε», μια πρωταρχική και μη αναχαιτίσιμη δύναμη. Ο Σολωμός, εν ολίγοις, υιοθετεί την ιδεολογική κληρονομιά του Manzoni, για να την μεταθέσει σε πεδίο ανθρωπιστικό, κοινωνικό και πολιτικό, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους μεγάλους γεννήτορες της σύγχρονης Ελλάδας, κι, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, ήταν «ένας άνθρωπος κυριευμένος από ένα απόλυτο πνεύμα» (σελ. 205). Αρκεί, γι’ αυτό, να θυμηθούμε μια ονομαστή φράση του Σολωμού: «Τι άλλο να έχω στο πνεύμα μου, αν όχι την ελευθερία και τη γλώσσα;».

Εδώ, θυμάμαι την αγωνία των συναισθημάτων στα μεγάλα λευκά διαστήματα του ποιήματος για την πολιορκία του Μεσολογγίου: θραύσματα γραφής και λευκά κενά που μαρτυρούν το σπαραγμό, το κολοσσιαίο πάθος, που διατρέχει τον ποιητή απέναντι σ’ αυτή την τερατώδη τραγωδία. Ισχυροί είναι οι αντίλαλοι μια ιταλικής αναγεννησιακής ρητορείας, που επανέρχεται στο διάλογο με τη Δαντική δομή, όπου –ακριβώς με το ύφος του Δάντη– μπορούμε να τον ονομάσουμε ελληνικό De vulgari eloquentia, δηλαδή τον ξακουστό «Διάλογο του ποιητή και του λογοτέχνη διδασκάλου» (1824). Το γλωσσικό ζήτημα ήταν πολύ ισχυρό στην Ιταλία και, συνεπώς, ο Διονύσιος Σολωμό, που διέθετε μια πλούσια θεωρητική κληρονομιά, διαμορφωμένη από τον Δάντη και τον Manzoni, συναντιέται με τις θεωρίες του Βηλαρά και του Χριστόπουλου, όχι μόνον σε λογοτεχνικό πεδίο, αλλά και στην πολιτική της κοινής γλώσσας, που βρίσκεται μακριά από τις καθαρολογίες των Αθηναίων «Κωνσταντινοπουλιτών» εκείνης της εποχής. Συνεπώς, στη σωστή διάσταση, μεταξύ δυσκολονόητης καθαρεύουσας και της καθομιλουμένης δημοτικής, συναντιέται με τις θεωρίες του Manzoni, που γνωρίζει καλά ότι δικαίως χαρακτηρίστηκε ο «πατέρας» της καθομιλουμένης ιταλικής γλώσσας.

Ακριβώς σ’ αυτή την περίπτωση θυμάμαι μια σημαντική φράση του Σολωμού: «Καθυποτάξου στη γλώσσα του λαού και αν έχεις αρκετή δύναμη, κατάκτησέ την!». Θα είναι ο Κωστής Παλαμάς, μας είναι γνωστό, που θα εμφυσήσει τον αγώνα για τη Δημοτική, γεγονός που δε θα ήταν δυνατόν να συμβεί, χωρίς τις εξευγενισμένες θεωρητικές επεξεργασίες δύο μεγάλων Ζακυνθίων, του Σολωμού και του Κάλβου (δεν είναι τυχαίο ότι τον Κάλβο «ανακάλυψε» ο Παλαμάς), αν και ξέμακροι μεταξύ τους, όπως γράφει ο Κωστής Παλαμάς: «Οι ποιητές των Επτανησίων έχουν άμεση ή έμμεση προέλευση από τον Σολωμό: ο Κάλβος δεν ακολούθησε τα μαθήματα κανενός από τους σύγχρονούς του». Παρ’ όλα αυτά, ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε ένας Δάσκαλος, επιπροσθέτως, γιατί απέναντι στις ανησυχίες του Κάλβου, αντιπαράθεσε την ατελείωτη περιέργεια που τον ωθούσε να πλευρίσει την ελληνική κουλτούρα, ακόμη κι εκείνη που ο Κάλβος θα ονομάσει «μονοτονία των κρητικών ποιημάτων», που, όμως, ο Σολωμός γνώριζε, ότι οδηγούσαν σε χιλιετίες παράδοσης και ιστορίας. Συμπερασματικά, η διγλωσσία του Σολωμού θα γίνει αιτία, ηθική αβουλία, δύναμη κριτικής αμφισβήτησης που διατρέχει όλα τα κείμενα του ποιητή, που, ενώ μοιάζει να ζει ολοσχερώς τα βάσανα της πατρίδας του, δεν παραγνωρίζει και δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει, το γίγνεσθαι «πέρα από την θάλασσα».

Πράγματι, η ιταλική γλώσσα, χάρη στην οποία μπόρεσε να αναπτύξει τόσο πολύ την πολιτιστική του διαμόρφωση, βρίσκεται πάντα εκεί, ως μια ακουστική φαντασίωση, για να χρησιμοποιήσουμε μια χαρακτηριστική έκφραση του Σεφέρη. Βρίσκεται εκεί μαζί με τα προβλήματά της και τη μουσική της, όπως επιβεβαιώνει ο υπέροχος επικήδειος ύμνος, που αφιερώνει στο μεγάλο Ούγκο Φώσκολο, που πεθαίνει το 1927. Η γλώσσα, η κουλτούρα, που τον διαμόρφωσε νεολαίο στην Βενετία, την Παβία, την Κρεμόνα, βρίσκονατι πάντα εκεί, κι αυτό τον κάνει τον πιο σημαντικό Ιταλό της Ελλάδας: έναν τέλειο άνθρωπο της Μεσογείου.


Η Jolamda Capriglione είναι καθηγήτρια ΙΙ Πανεπιστημίου Νάπολης Ιτάλιας. Το κείμενο είναι η ανακοίνωση της στο Διεθνές Συνέδριο με τίτλο "Η διαχρονικότητα του έργου του Διονυσίου Σολωμού: Η Ελληνική γλώσσα και οι Ελληνες της διασποράς" στη Σχολή Saheti του Γιοχάνεσπουργκ στις 2/11/2007

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

Θανάση Κωσταβάρα (1927-19.10.2007) ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ

Η μάχη

Δεν αξιώθηκα έναν όμορφο θάνατο
Εκεί πάνω στο Πήλιο τότε που δεκάξι χρονών παλικάρι
ζωσμένος τα φυσεκλίκια χτυπούσα και μάτωνα.

Έτσι να τέλειωνα τότε εκεί πάνω.
Από κείνο το βόλι που πέρασε μόνο δυο ίντσες πλάι στην καρδιά
κάτω από τα δασιά πλατάνια στεφανωμένος με λαμπερά αμάραντα
αμάραντος μέσα στις ιστορίες των λυπημένων συντρόφων
και τις άγρυπνες νύχτες (πλάι στης γυναίκας το σώμα που το
διεκδικούν φτηνά ταξίδια) στα μάτια τους.

Δε θα 'μουνα τώρα ένα ανθρωπάκι κυκλωμένο από φόβους
από χολές από οσφυαλγίες κι' εμφράγματα.
Από κείνο τον άλλο κυρίως φόβο που δεν παίρνει γιατρειά:
Για ποιο καινούριο ξέφτισμα με περιμένει αύριο ποιο
καινούριο γονάτισμα
μακριά από κείνη την περηφάνεια που είχε αγγίξει τα μάτια
μακρύτερα από χτες κι από πάνταγια πάντα πια τώρα: όλο και πιο μακριά.


" Συμπληρώματα", 1970



Τα διαπιστευτήρια της σιωπής

Διάβασα πάλι όλα μου τα ποήματα

που έχω γράψει για σένα.
Τόσα πολλά λόγια
και τόσα λίγα τα ειπωμένα, τόσα στο βάθος τ' ανείπωτα.

Όμως εσύ που μπορείς να διαβάσεις

τους άγραφους νόμους του μέσα μου σύμπαντος
εσύ που έχεις ακούσει το μοναχικό τριζόνι της νύχτας
που είδες το αόρατο φέγγος μιας τρομερής αποκάλυψης
εσύ, προπάντων εσύ
που συνεχίζεις ν' ανθίζεις
πάνω στο μαύρο χιόνι που απλώνεται γύρω μου
μη βιαστείς να με κρίνεις
να κλείσεις τους δρόμους, να διαβάσεις λάθος το μήνυμα.

Κοίταξέ με μόνο στα μάτια

μέτρησε τη βαθιά πληγή που ανοίγεται μέσα τους
άκου τη σιωπή που κάνει να τρίζουν τα φύλλα στις αστροφεγγιές τους
κι όταν ημερέψεις το φόβο
που σαν το παγιδευμένο αγρίμι ουρλιάζει
τότε θα καταλάβεις.

Θα δεις τι πόθοι ασφυκτιούν

το πάθος συντηρούν στις κρύπτες τους
τα ζυγιασμένα λόγια.

"Οι μεταμορφώσεις των Κήπων", 2003



Η αγάπη δεν είναι ζάλη

Η αγάπη δεν είναι ζάλη.
Δεν είναι άνθος που μεθάει απ' το φιλί της άνοιξης.
Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά.
Η αγάπη είναι φόβος.
Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά.
Tρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
Άγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.
Παλεύει όλη νύχτα στ' αναμμένα αλώνια.
Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα.
Όταν κάτω απ' τα πόδια ανοίγονται
Τα κοφτερά φαράγγια.
Όμως δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ' το σκοτάδι.



ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
(2006)


τώρα εις μνήμην

ΤΑ ΦΑΝΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΗΣ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑΣ

Τι όμορφη που είναι η Αγάπη μου.
Πόσο απλόχερα μοιράζει στον κόσμο τις χάρες της.
Στολίζει με τον έρωτά της τις μέρες μου.
Διαβάζω το πρόσωπο της
αποστηθίζω τα μάτια της
χάνομαι
στα νυχτερινά της μαλλιά.
Ξαφνικά και μόνο που την κοιτάζω παίρνω φωτιά, λαμπαδιάζω ολόκληρος.
Όλοι βέβαια το ξέρουν
πόσο όμορφη είναι η Αγάπη μου.
Όμως εγώ μόνο μπορώ να μετρήσω
όλη την ομορφιά της.
Εγώ μόνο ξέρω
πόσο ανεξάντλητος είναι ο μέσα της πλούτος.
Πόσο μοναδικά
είναι τα κρυφά της χαρίσματα.
Ένα δώρο για μένα είναι πάντα η Αγάπη μου.
Κι αν κάποτε με πληγώνει
αν ματώνει απ’ τα λόγια της η καρδιά μου
για το καλό μου το κάνει.
Γλυκά με κεντρίζει, η μέλισσα μου.
Ένα δώρο για μένα είσαι πάντα Αγάπη μου.


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματα σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιάτα φιλιά και τα χάδια σου.




ΑΝΘΗ ΘΑΛΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Σε είχα δει πριν απ’ τον Έρωτα.
Σε είδα μέσα στα πλήθη που πλημμυρίζουν τους δρόμους.
Ήσουν απίστευτα όμορφη.
Ήσουν για μένα
μοναδική.
Και ήσουν κιόλας δική μου.
Κι ας μη με είχες φαντασθεί ως τότε ποτέ σου.
Ας ήταν χαμένα τα όνειρα σου.
Ας μην είχες ακούσει τα τραγούδια μου
που είχα γράψει για σένα.
Γιατί σε είχα ξεχωρίσει
πολύ πριν να συναντηθούμε.
Μέσα στους κήπους των παιδικών μου πόθων
εγώ ο ονειροπόλος κι εσύ η ονειρεμένη
σαν διαλεγμένοι από την καλή μας τη μοίρα
είχαμε ήδη
αγαπηθεί.
Έτσι όπως σε ονειρεύτηκα τότε
έτσι σε βλέπω και τώρα.
Κάτω απ’ τα φώτα της ανθισμένης ροδιάς
να μου χαμογελάς και να λάμπεις.
Να μου μιλάς τη γλώσσα που μιλούν οι μανόλιες
και που φωταυγούν τα χρυσάνθεμα.
Να μου στέλνεις με το θρόισμα των φύλλων της λεύκας
τρυφερές υποσχέσεις για τις αυριανές συναντήσεις μας.
Είσαι όπως πάντα, ασύγκριτα ωραία.
Μέσα στον πολύφθογγο κήπο του Έρωτα
σκορπίζεις το άρωμα σου.
Σαν άνθος η ομορφιά σου στολίζει τον κόσμο.
Σαν άνθος που ξεχωρίζει
σε φροντίζει η Αγάπη μου.



ΜΟΝΟΝ Ο ΥΠΝΟΣ

Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Σε φέρνει σε άλλους δρόμους.
Κι εσύ γλιστράς αθόρυβα.
Με ιστορίες παράξενες κινάς και ταξιδεύεις.
Σε ξεχασμένους θρύλους χάνεσαι.
Και σε τοπία ερημικά ξεχνιέσαι αποστηθίζοντας
αρχαία ερωτικά ποιήματα.
Κλείνεις σε σχήματα θαμπά, γνωστά κι άγνωστα
πρόσωπα.
Στέλνεις μ’ αυτά μηνύματα αινιγματικά.
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Άδεια και φοβισμένη μένει η καρδιά μου.
Τις ώρες που η άγρια μοναξιά
αφήνει λυτά τα σκυλιά της ξοπίσω μου.
Έρημοι οι δρόμοι που περπατήσαμε.
Σκοτεινιάζουν τ’ αστέρια. Και τα πουλιά
κουρνιάζουν βουβά και λυπημένα στον κήπο μου.
Μόνον ο ύπνος σου σε παίρνει από κοντά μου.
Κι η μόνη μου πάντα παρηγοριά
είναι πως θα συναντηθούμε αύριο πάλι.
Γιʼ ακόμα μια φορά θα μου χαρίσεις τα μάτια σου.
Θα μου μιλήσεις για την Αγάπη.
Όλη τη μέρα θα είσαι δικιά μου.
Κι η αγκαλιά μου
θα είναι μια ζεστή φωλιά.
Να φωλιάζεις με τα φτερωτά σου λόγια.
Και τα κελαηδιστά τραγούδια σου.
Ώσπου να σε πάρει πάλι ο ύπνος.
Αυτός: ο λατρεμένος μάγος της νύχτας.
Ο μοναδικός μου αντίζηλος.



ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ


στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.
Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.



ΟΜΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ


Έτσι όπως περνάει ένας αέρας μέσα από τα μαλλιά σου
κι εσύ σηκώνεις το χέρι.
Και ξέρεις πως κάποιος σου μίλησε.
Σού είπε για τα όνειρα που ταξιδεύουν τον άνθρωπο.
Για τα πουλιά που συνεχίζουν το τραγούδι, στον ύπνο τους.
Όμως ποιος έχει περάσει
τα σκιερά μονοπάτια του αισθήματος;
Ποιος έχει ζήσει τα σκοτεινά του χαράματα;
Δεν ξέρεις βέβαια από πού έρχεται αυτό το γκρίζο
σύννεφοπου αγγίζει το πρόσωπο σου.
Που αλλάζει φθόγγους και χρώματα.
Που φεύγοντας αφήνει ένα περιβολάκι
με κάποια τρελά χελιδόνια στον ίσκιο του.
Δεν ξέρεις.
Σκέφτομαι τώρα πόσες φορές πέρασες πλάι μου
δίχως να με προσέξεις.
Πόσες νύχτες ξαγρύπνησα κάτω απ’ τα κλειστά όνειρα σου
χωρίς να το νιώσεις.
Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις
πόσο πολύ σ’ αγάπησα.
Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα.
Πόσο βαθιά ωρίμασα
δυστυχώντας, για σένα.



ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ


Και μόνο να σε κοιτάζω.
Κι ας είναι τα μάτια μου
δυο λυπημένα πουλιά.
Κι ας χάνεται η φωνή μου
πίσω από ένα φοβισμένο χαμόγελο.
Έστω και μόνο να μ’ αξιώνεις μ’ ένα σου βλέμμα μου φτάνει.
Μεταμορφώνομαι.
Γίνομαι αέρας να σ’ αγκαλιάζω.
Γίνομαι χάδι και ψίθυρος.
Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι
είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά σου.
Είμαι βαθιά ριζωμένος στον Έρωτα μας.
Γίνομαι δέντρο, γεμίζω από κλώνους και φύλλα
ανθίζω σε άσπρα και κόκκινα άνθη
στολίζομαι μόνο για να σ’ αρέσω
και σαν να είμαι γεμάτος αηδόνια
σου τραγουδώ.
Σού μιλώ σε μιαν άλλη, άγνωστη γλώσσα
σου στέλνω απ’ τους αστερισμούς του ονείρου, μηνύματα.
Σ’ αγγίζω σαν χνούδι•
σαν τρυφερή αύρα, σαν από κάποιο υπερκόσμιο φως.
Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος
σου γράφω παθιασμένα ποιήματα.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΙΣΤΟΡΕΙΤΑΙ Ο ΑΓΡΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Αν με ρωτήσουν γιατί τόσο πολύ σ’ αγάπησα
τόσο πολύ σε πόθησα και πόνεσα για σένα
δε θα μπορέσω ν’ απαντήσω.
Μόνο θα δείξω τους στίχους μου.
Αφού μόνο με το τραγούδι μπορεί ν’ ακούσει κανένας
του πουλιού το ραγισμένο κελάηδισμα.
Να νιώσει τη μοναξιά και τη θλίψη του
έξω από την Αγάπη.
Γιατί αυτός που έχει διασχίσει τη φοβερή έρημο της αγρύπνιας
αυτός που επέζησε μέσα από την απόγνωση
αυτός που μια ζωή ολόκληρη έλιωσε περιμένοντας
δεν έχει λόγια να μιλήσει.
Να πει πώς λουλουδίζει η ψυχή του ανθρώπου κάποτε.
Να περιγράψει τη στιγμή
την τρομερή στιγμή που βγαίνοντας
από σκληρή πολύχρονη μάχη
δε σκέφτεται τίποτε άλλο
παρά μόνο το ταίρι του.
Αυτός μόνο να κλάψει•
μόνο να ουρλιάξει και να τραγουδήσει μπορεί.
Πάνω στο νήμα του θανάτου ακροβατεί ο σημαδεμένος.
Μέσα απ’ τα όνειρα του προχωρεί.
Και μόνο η καρδιά του κατορθώνει και ιστορεί το φόβοτου.
Μόνο η καρδιά του τραγουδάει τον άγριο Έρωτα του.



ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ


Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος•
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου•
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένονστα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.



ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ, Ι


Αναζητώνταςτην τέλεια ομορφιάένιωσα
(νιώθει κανένας μέσα του)
βαθιάτο ρίγος του θανάτου.
Πέρα απ’ το θάμπος του Έρωτα
πριν απ’ το μέγα σκότος
σε ώρα μυστική, αναδύεται
η φοβερή αποκάλυψη.
Είναι όμορφη και είναι σκληρή η ζωή.
Η Αγάπη ακόμα σκληρότερη.


1.5.06 Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς»



ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ, ΙΙ

Περνάω τις ώρες μου κεντώντας μαύρους στίχους.
Για να ξεχνιέμαι
αφηγούμαι κόκκινα ταξίδια στα κυκλάμινα
χαρίζω βιολετιά και κίτρινα στολίδια στα παγώνια.
Και στα μικρά ψαράκια αφήνω γαλανά κοχύλια
κι άσπρα βότσαλα.
Για να μην μένουν τα παιδιά δίχως παιχνίδια.
Για να μην χάνεται η μικρή μας η Αγγελική στην άγρια
μοναξιά.
Πυκνή πια, αδιαπέραστη συννεφιά
με τυλίγει που χάνεσαι.
Μια γκρίζα πάχνη πέφτει πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.
Κι αφήνω της καρδιάς τα φώτα αναμμένα
μήπως και ‘ρθει η φωνή σου και δεν βρει το δρόμο της.
Και φύγει το όραμα σου από κοντά μου και χαθεί.
Μέσα στη σκοτεινή σιωπή που πάει να σκεπάσει τονκόσμο.



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ


Ένας λυγμός για την αποδημία της Αγγελικής
Ούτε ο θεός σε θυμήθηκε
τις ατέλειωτες ώρες του τέλους σου
ούτε όσο ζούσες οι άνθρωποι
σε είχαν γνωρίσει έτσι όπως σου άξιζε.
Μόνο κάποιοι υποψιασμένοι, σ’ αγάπησαν.
Γιατί εσένα η καρδιά σου
δεν ήταν σαν τα άνθη της βιτρίνας, με τα έντονα φώτα
και τα ψεύτικα χρώματα.
Ένα αγριολούλουδο ήταν.
Σαν αυτά που φυτρώνουν ψηλά, στ’ απόκρημνα βράχια.
Κι έξω από κάποιους παράτολμους
μόνον ο αγέρας χαίρεται τα φιλιά τους.
Ο αγέρας και τα πουλιά. Που έρχονται μαγεμένα
να τρυγήσουν κάτι απ’ τ’ ασυνήθιστα χρώματα τους
να τονίσουν μ’ αυτά, τα τραγούδια τους.
Εσύ δεν ήσουν μόνον ωραία.
Εσύ, σ’ όλη σου τη ζωή, ονειρεμένη και ονειρική
ήσουν δοσμένη στο ανειρήνευτο πάθος.
Τώρα, πλαγιασμένη σ’ ένα άσπρο σύννεφο, ταξιδεύεις.
Είσαι κιόλας μακριά, πέρα απ’ τα σύνορα
του εφήμερου κόσμου.
Κι εμείς μένουμε μόνοι και λυπημένοι
χαμένοι σ’ αυτή την πικρή ερημιά.
Πουθενά και ποτέ πια δεν θα συναντηθούμε.
Πουθενά και ποτέ πια δεν θα ξανακούσουμε τη φωνή σου.
Λεν θα μας αγγίξουν τα χέρια σου.
Δεν θα βαδίσουμε πλάι-πλάι
δεν θα κοιταχτούμε στα μάτια.
Αφήνοντας την καρδιά να μιλήσει.
Να τραγουδήσει τις χαρές και τα βάσανα της Αγάπης.
Ούτε και θα διαβάσεις ξανά τα ποιήματα.
Τ’ αγαπημένα σου ποιήματα.
Ακόμα κι αυτά που είναι γραμμένα για σένα.
Άδειες θα είναι τώρα οι μέρες μας
και σκοτεινά για μας και κρύα τα βράδια.
Όμως το φως πού το πνεύμα σου άφησε πίσω του
θα είναι ανέσπερο.
Θα μας βοηθάει ν’ ανιχνεύουμε τα σκοτάδια.
Να βρίσκουμε τα πολύτιμα εκείνα πετράδια
που κάποιοι ευαίσθητοι άνθρωποι
κρύβουν μέσα στους στίχους τους.
Αυτά που τα συλλέγουν απ’ τα κρυφά όνειρα τους
και στολίζουν μ’ αυτά τα γραφτά τους
αθανατίζουν τα έργα τους.
Έφυγες και εμείς ορφανέψαμε.
Όμως εσύ και πέρα ακόμα απ’ το πουθενά
δεν θα πάψεις να είσαι κοντά μας.
Εσύ που μας δίδαξες την Αγάπη
θα μας διδάσκεις το χρέος.
Εσύ που μας έμαθες ν’ αναζητούμε παντού και πάντα την Ομορφιά
θα μας δίνεις θάρρος και δύναμη.
Εμείς και με τη σκέψη σου μόνο θα αισθανόμαστε
δυνατότεροι.
Πιο δυνατοί απ’ όλους τους ισχυρούς που δυναστεύουν τον κόσμο.
Απ’ τους φτωχούς σε αισθήματα που λατρεύουν τον πλούτο
εμείς θα είμαστε πλουσιότεροι.
Όλοι εμείς, οι δικοί σου.
Οι αγαπημένοι σου, οι συνοδοιπόροι, οι φίλοι σου.
Θα είμαστε υπερήφανοι που σ’ αγγίξαμε και μας άγγιξες.
Επιτέλους θα ξέρουμε τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι.
4.5.ο6

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Μητροπολίτου Ζακύνθου Χρυσοστόμου: ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ

Εἰσήγηση ἐνώπιον τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος(Ὀκτώβριος 2007)

«Ὁρᾶτε καί φυλάσσεσθε ἀπό πάσης πλεονεξίας» (1)
Ὁ παραινετικός αὐτός λόγος τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Πίστεώς μας, ὄντως ἀψευδής καί ἀφορώντας σέ κάθε πτυχή τῆς ἀνθρώπινης καθημερινότητας καί δή στήν κατάσταση τῆς παρακμῆς της, μπορεῖ ἐπιτυχῶς -θεωρῶ- νά τεθεῖ ὡς προμετωπίδα τῆς σημερινῆς μου εἰσηγήσεως (2), ενώπιον τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καθώς διαπραγματεύομαι τόν καίριο προβληματισμό περί τῆς συμβολῆς τοῦ θεολογικοῦ μας λόγου στήν δημιουργία οἰκολογικῆς συνειδήσεως στον σύγχρονο κόσμο.
Ὡσαύτως, αὐτός ὁ λόγος θά ἠμποροῦσε νά ἀποτελεῖ προμετωπίδα ὅλων τῶν οἰκολογικῶν καί περιβαλλοντικῶν ὀργανώσεων, οἱ ὁποῖες δραστηριοποιοῦνται ἤδη στό πλαίσιο τοῦ γενικότερου σκεπτικισμοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἀπό βέβαιο ἀφανισμό.
Μέχρι τήν ἐποχή μας, ἀπό πολλές πλευρές ἀκούγεται ἡ ἄποψη περί δυνατότητος αὐτοϊάσεως τῆς τραυματισμένης φύσεως. Καί δικαίως. Μέχρι πρότινος κάτι μποροῦσε να κατορθωθεῖ. Ὅμως ἡ ἄποψη αὐτή πάμπολλες φορές λειτούργησε ὡς ἄλλοθι καί ἡ κάθε εἴδους ρύπανση καί καταστρεπτική συμπεριφορά ἐπί τῆς φύσεως συνεχίστηκε ἀνεξέλεγκτα. Ἤδη, κατά τίς ἐπισημάνσεις τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, οἱ δυνατότητες διορθώσεως ἐξαντλοῦνται δραματικῶς, μιά δυσοίωνη κατάσταση, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στούς πάντες: Ἄρχοντες καί ἀρχομένους, πολιτεία καί πολίτες, ἀλλά –ἐν προκειμένῳ καί ἀπό μιάν ἄλλη ἄποψη- ἅπαντα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐάν ὄντως ἐπιθυμοῦμε ἀξίως νά διατηρούμαστε στό αὐτό Σῶμα, ἐννοῶ τό Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Κατά τά τελευταῖα χρόνια τό Περιβάλλον προστατεύεται καί νομικῶς. Ἡ σχετική νομοθεσία ἔχει ἀναπτυχθεῖ κατά πολύ, τόσον ὥστε νά μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά «δίκαιο τοῦ περιβάλλοντος», ὡς ἰδιαίτερο κλάδο τοῦ Δικαίου μας (3). Ὅμως, ἀρκεῖ κάτι τέτοιο γιά τήν διόρθωση τῶν τόσων ἡμαρτημένων; Μήπως προϋποτίθεται ἡ ἀνάπτυξη συνειδήσεως; Μήπως ἡ μελέτη καί ἀντιμετώπιση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ὡς καρποῦ καί ἀπόρροιας τῆς ἀγαπητικῆς διαθέσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, θά ἔθετε τό πρόβλημα στίς σωστές του διαστάσεις, ἐπαναθέτοντας ἐντέλει προβληματισμό γιά τίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Πατέρα καί Δημιουργό του;

Ἡ θεία Χάρη ἔχει ἐκφρασθεῖ πρός τό ἀνθρώπινο γένος «πολυμερῶς καί πολυτρόπως» (4), θαυματουργικῶς καί εὐεργετικῶς. Ἅπαντα τά δημιουργήματα τοῦ Σύμπαντος, μέ ἀνώτερο τόν ἴδιο τόν Ἄνθρωπο, ἐξῆλθαν «καλά λίαν» (5) ἀπό τά χέρια τοῦ Πλάστη. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος, πού εὐθύνεται γιά τήν ἀφύσικη σημερινή κατάσταση τῆς φύσεώς μας καί ἡ ὁποία ἀνακυκλώνει τήν παρακοή τῶν Πρωτοπλάστων. Ὅπως ἐκεῖνοι μέσα στόν Παράδεισο θέλησαν νά ἀνατρέψουν τήν Τάξη πού ἔθεσε ὁ πάνσοφος Δημιουργός, ἔτσι καί σήμερα ὅλοι ἐμεῖς, μέ πρωτοστατοῦντες καί πρωτοφταῖχτες τούς «δοκοῦντας ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» (6) ἐπαναλαμβάνουμε τήν ἴδια τακτική. Διασαλεύουμε τήν ἰσορροπία τῆς κτίσεως, πιστεύοντας, ὅτι ἔτσι ἰδιοποιούμαστε κάτι πού δῆθεν μᾶς ἀνήκει, παρ’ ὅτι κάτι τέτοιο οὐδόλως συμβαίνει.

Ἔχει κατ’ ἐπανάληψιν εἰπωθεῖ καί ὑποστηριχθεῖ ἀπό πολλούς καί διαφόρους διανοητές, ὅτι τό οἰκολογικό εἶναι ἕνα πρόβλημα πολιτικό. Ἐπιτρέψατέ μου νά προσθέσω, ἐπαναλαμβάνοντας παροιμιώδη λόγο τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Δημητρίου Α΄, ὅτι εἶναι πρόβλημα κυρίως π ν ε υ μ α τ ι κ ό. Ἐκεῖνος ὁ δυναμικός ἐν τῇ πραότητι καί ἁπλότητί του Πρωθιεράρχης τῆς Ὀρθοδοξίας, χαιρετίζοντας τίς ἐργασίες σχετικοῦ Συνεδρίου στή νῆσο Πάτμο, κατά τίς ἀλησμόνητες καί ἱστορικῆς σημασίας ἑορτές τῆς 900ετηρίδας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Θεολόγου, ὑπογράμμισε:

«(…) τό οἰκολογικόν εἶναι πρωτίστως πνευματικόν πρόβλημα. Περιορίζων τάς ὑλικάς αὐτοῦ ἀνάγκας ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνον κατακτᾷ τήν πνευματικήν τελειότητα καί ἐλευθερίαν, ἀλλά συγχρόνως διασώζει καί τήν κτίσιν. Καί εἰς τήν ἀρχαίαν ἑλληνικήν σκέψιν καί εἰς τόν Χριστιανισμόν ἡ ὀλιγοδεΐα εἶναι πνευματικόν κατόρθωμα, ἐνῷ ἡ πολυτέλεια, ἡ σπατάλη καί ἡ τρυφή εἶναι δείγματα βαρβαρότητος. (…)»
(7) .
Συγκρούεται, λοιπόν, καί πάλιν ὁ ἰδεαλισμός μέ τόν ὑλισμό. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς δισύνθετο ὄν πού εἶναι, ἀποτελούμενος δηλαδή ἀπό τήν ψυχή καί τό σῶμα, ἀπό στοιχεῖα πνευματικά δηλαδή καί ὑλικά, ἀπό οὐρανό -ἄν θέλετε- καί ἀπό χῶμα, εἶναι ὑποχρεωμένος νά τηρεῖ μιάν ἐξισορροπητική ἁρμονία μεταξύ τῶν δύο. Ἐάν ἡ εἰδική ἀξία τοῦ ἑνός συνθετικοῦ ἀπορροφηθεῖ ἀπό τό ἄλλο, ἐάν ἡ ψυχή δηλαδή ὑπερκεράσει τό σῶμα, ἤ, ἐάν στό σῶμα δοθεῖ ἔμφαση μεγαλύτερη ἔναντι τῆς ψυχῆς, τότε διασαλεύεται ἐπικίνδυνα ἡ ἰσορροπία, τήν ὁποίαν ὅρισε ὁ Δημιουργός καί κατά συνέπειαν ἐκπίπτομε θεολογικῶς, εἴτε στό στρατόπεδο τῶν εὐσεβιστῶν, εἴτε στό στρατόπεδο τῆς λατρείας τῆς ὕλης, σέ δυό ἀκραῖες πάντως καταστάσεις, καταδικασμένες οὕτως ἤ ἄλλως στήν συνείδηση τῆς αὐθεντικῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία κινεῖται πάντοτε μέ πνεῦμα μέτρου, διακρίσεως καί σοφίας.
Κατ’ ἐπέκτασιν τῆς συλλογιστικῆς μας αὐτῆς, μόλις ὁ ἄνθρωπος ἐθεώρησε, ὅτι τό φυσικό περιβάλλον, μέ τό νά τό ὑποτάξει στίς ὀρέξεις του, θά ἠμποροῦσε νά τοῦ παρέχει περισσότερα ἀπό ὅσα πρέπει, μόλις λάτρεψε τήν ὕλη, ἄρχισε μεταξύ τους μιά ἰδιάζουσα σχέση, καθ’ ὅλα ἀφύσικη: Ὁ ἄνθρωπος διαρκῶς ἔπαιρνε, λήστευε, δυνάστευε τό περιβάλλον καί ἐκεῖνο, ὡς ἐκ τούτου, ἀμυνόμενο νά κρατήσει τήν ἁρμονία πού ὁ Πλάστης εἶχε καθορίσει, ἄρχισε νά ἀντιδρᾶ ἐκδικούμενο.

Διεκτραγωδοῦμε μιάν ἀδιέξοδη κατάσταση, ἡ ὁποία δέν ἔχει λήξει στίς ἡμέρες μας. Τούς πικρούς καρπούς τῆς δεύτερης αὐτῆς πτώσεως γευόμαστε ὅλοι μας καί -δυστυχῶς- θά γεύονται καί τά παιδιά τῶν ἑπομένων γενεῶν. Δέν θά ἀπαριθμήσω ἀπό τήν θέση αὐτήν τίς πληγές καί τά δεινά τοῦ περιβάλλοντος. Αὐτά εἶναι γνωστά ἀπό τίς περιγραφές καί ἀναλύσεις τῶν εἰδικῶν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπιστημόνων, ἄ ν ε ἶ ν α ι ἀκόμη ὅλα γνωστά… Σημασία ἔχει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐντός ὀλίγου δέν θά δύναται πιά νά ζήσει ἐπάνω στή γῆ. Τά πάντα τόν πολιορκοῦν ἀποδιώχνοντάς τον, ἐπειδή ὁ ἴδιος τά ἐρέθισε πρός τοῦτο. Ἔτσι ἀκριβῶς, ὅπως συνέβη μέ τούς Πρωτόπλαστους: Ἀμέσως μετά τήν παρακοή καί τήν πτώση, ἐκεῖνοι δέν εἶχαν πλέον τό δικαίωμα νά παραμένουν στήν παραδείσια ζωή. Ἀποτελοῦσαν πλέον ξένο σῶμα. Κατ’ αντιστοιχίαν, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τόν σημερινό ἄνθρωπο: Ἐξόριστος ἀπό τό φυσικό του περιβάλλον, τό ὁποῖο λεηλάτησε ὁ ἴδιος (πολλές φορές μάλιστα, ἀποδιωγμένος καί ἀπό τόν ἴδιο του τον ἑαυτό) ψάχνει νά εὕρει τόπο κατάλληλο, ὥστε ἐκεῖ νά κρύψει τήν γυμνότητά του.

Ἐάν ὁ ἄνθρωπος σεβόταν τά ἐν σοφίᾳ ποιήματα τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κοινό Κῆπο-Κόσμο μας, ἐάν διέκρινε πίσω ἀπό τό κάθε κτίσμα τήν μυστική ἐνέργεια τοῦ Πλαστουργοῦ, τότε θά προσέδιδε στά πράγματα τοῦ Περιβάλλοντος τήν σημασία πού τούς ἀνήκει. Ἀντιθέτως, πασχίζει ὅλο καί περισσότερο νά ἐκμεταλλευθεῖ τήν κάθε πτυχή καί δυνατότητα τοῦ οἰκοσυστήματος, προσβάλλοντας ἔτσι μέ βαναυσότατο τρόπο τίς ὁριοθετήσεις πού ἔθεσε ὁ Δημιουργός. Τό πρόβλημα ἔγκειται σέ αὐτό ἀκριβῶς: Χάνοντας τήν πνευματικότητά μας, μεταθέσαμε τό κέντρο βάρους τοῦ ἐνδιαφέροντός μας στήν θεοποίηση τῆς ὕλης, γι’ αὐτό καί παταγωδῶς ἀποτύχαμε ὡς ὑπάρξεις καί πολιτισμός. Ἄρα, σύμφωνα μέ δηλώσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολαίου Α΄ στό Πανεπιστήμιο Αἰγαίου, τό 1994,

«ἡ ζητουμένη σήμερον ἀλλαγή στάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος προϋποθέτει ἀλλαγή νοήματος, τό ὁποῖον ἀποδίδει ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν ὕλην καί εἰς τόν κόσμον. Ἡ Οἰκολογία δέν θά ἐμπνεύσῃ σεβασμόν τῆς φύσεως, ἐάν δέν ἐκφράσῃ κοσμολογίαν διάφορον τῆς σήμερον κατά τοῦ πολιτισμοῦ ἡμῶν κρατούσης, ἀπηλλαγμένων τοῦ ἀφελοῦς ὑλισμοῦ, ὅσον καί τοῦ ἀφελοῦς ἰδεαλισμοῦ»
(8).
Ἡ συστράτευση τῶν χριστιανικῶν καί δή τῶν ὀρθοδόξων δυνάμεων ἔναντι τοῦ προβλήματος ἔχει ἀνθίσει καί ἐξελιχθεῖ ἱκανοποιητικῶς κατά τήν τελευταία εἰκοσαετία. Πρῶτος διδάξας τήν εὐαισθητοποίηση ὑπέρ τοῦ Περιβάλλοντος ὑπῆρξε ὁ Πατριάρχης Δημήτριος. Εἶναι γνωστόν, ὅτι τό 1989, ἐπί τῆς πατριαρχίας του καθιερώθηκε ἡ 1η Σεπτεμβρίου κάθε ἔτους (ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου καί ἐκκλησιαστική Πρωτοχρονιά) ὡς ἡμέρα ἀναπέμψεως εὐχῶν καί ἱκεσιῶν γιά τήν προστασία του περιβάλλοντος. Μέ ἕνα ἐμπνευσμένο Μήνυμά του ἐπεσήμανε τήν ἀναγκαιότητα τῆς πρωτοβουλίας αὐτῆς, προτρέποντας μάλιστα ἀφ’ ἑνός μέν τούς πιστούς, νά νουθετοῦν σχετικῶς καί τά παιδιά τους, ἀφ’ ἑτέρου δέ τούς κυβερνῆτες τῶν λαῶν, νά μή χρονοτριβοῦν στήν προστασία καί διάσωση τῆς φυσικῆς δημιουργίας
(9).
Ἔκτοτε ἡ Ὀρθόδοξη Βιβλιογραφία πλήθει σοβαρότατων και ἐμπεριστατωμένων θεολογικῶν μελετῶν γιά τό ἐν λόγῳ θέμα, διαρκῶς μάλιστα ἐμπλουτίζεται μέ νεώτερες καταθέσεις. Μέ τόν κίνδυνο ν’ ἀδικήσουμε πολλούς ἐμβριθεῖς θεολόγους καί θεολογοῦντες (δίχως ὅμως πρόθεση ἀπό πλευρᾶς μας), ἀξίζει ἐνδεικτικῶς μόνον ν’ ἀναφέρουμε κάποια σημαντικά αὐτοτελῆ πονήματα, κατά σειρά χρονολογική καί χάριν παραδείγματος:

1. Νίκου Νησιώτη, Ἡ φύσις ὡς κτίσις, 1974,
2. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀχελώου Εὐθυμίου Στύλιου, Ἄνθρωπος καί Φυσικό Περιβάλλον. Ἡ χριστιανική ἄποψη γιά τό οἰκολογικό πρόβλημα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1987 καί 1989,
3. Ἀνέστη Κεσελοπούλου, Ἄνθρωπος καί φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον ἅγιο Συμεών τό Νέο Θεολόγο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1989,
4. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου (Ζηζιούλα), Ἡ Κτίση ὡς εὐχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στό πρόβλημα τῆς Οἰκολογίας, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1992,
5. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου (σήμερα πρώην) Πατρῶν κ. Νικοδήμου (Βαλληνδρᾶ), Ἱερά Ἀκολουθία ὑπέρ προστασίας τοῦ Περιβάλλοντος, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1993,
6. Ἠλία Οἰκονόμου, Θεολογική Οἰκολογία. Θεωρία καί πράξη, Ἀθήνα 1994,
7. Γεωργίου Μαντζαρίδου, Ἡ ἐμπειρική θεολογία στήν Οικολογία καί τήν Πολιτική, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1994,
8. Χρήστου Κώνστα, Κόσμος σέ ἰσορροπία καί ἁρμονία. Οἰκολογικές ἀναζητήσεις στήν Ἁγία Γραφή, Θεσσαλονίκη 1995,
9. Θεοδώρου Ψαριώτη, Χρῆστες ἤ Καταχραστές: Ἐκκλησία καί φυσικό Περιβάλλον, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1996,
10. Μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Ἱκετήριος προς τον φιλάνθρωπον Θεόν καί Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν Ἀκολουθία ὑπέρ τοῦ περιβάλλοντος ἡμᾶς στοιχείου καί εὐσταθείας πάσης κτίσεως, Θεσσαλονίκη 1997 καί
11. Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτου Καποδίστρια, Κεφάλαια Θεολογίας τοῦ Περιβάλλοντος, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2006.

Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο νά μνησθοῦμε τῶν ἀόκνων προσπαθειῶν καί τῶν συντονισμένων οἰκολογικῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ σημερινοῦ Πρώτου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος, ἀμέσως μόλις ἀνέλαβε τά ἡνία τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τό 1991, υἱοθέτησε ἀμέσως κι ἐπαύξησε κατά τόν καλύτερο τρόπο τά οἰκολογικά ὁράματα τοῦ προκατόχου του Πατριάρχου καί τοῦ Φαναρίου. Εἶναι τέτοιας σημασίας οἱ δραστηριότητές του ὑπέρ τοῦ Περιβάλλοντος, ὥστε ἡ διεθνής κοινότητα, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀνιδιοτελῆ συνεισφορά του στήν μεγάλη ὑπόθεση τῆς εὐαισθητοποιήσεως τοῦ σύγχρονου κόσμου ὑπέρ τῶν δικαίων τῆς Κτίσεως, ἔχει δώσει πρός Αὐτόν τό χαρακτηριστικό προσωνύμιο «Πράσινος Πατριάρχης». Πολλά, διάφορα καί ὑψίστης σημασίας σκέπτεται καί πραγματοποιεῖ ὁ Παναγιώτατος, συνεπικουρούμενος ἀπό τήν περί Αὐτόν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τοῦ Φαναρίου ὑπέρ τοῦ κοινοῦ στόχου. Ἐπιγραμματικῶς, ἀναφέρω:

Α. Τά πέντε Οἰκολογικά Σεμινάρια στήν Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, ἤτοι:
* Τό 1ο τοῦ 1994, μέ θέμα
«Θρησκευτική ἐκπαίδευσις καί περιβάλλον»,* τό 2ο τοῦ 1995, μέ θέμα «Οἰκολογία καί Ἠθική»,* τό 3ο τοῦ 1996, μέ θέμα «Περιβάλλον καί Κοινωνία»,
* τό 4ο τοῦ 1997, μέ θέμα «Περιβάλλον καί Δικαιοσύνη» καί
* τό 5ο τοῦ 1998, μέ θέμα «Περιβάλλον καί Πτωχεία: Νομικαί Διαστάσεις καί Ἠθική Εὐθύνη».

Β. Τά ἑπτά, μέχρι σήμερα, Διεθνῆ ἐν πλῷ Οἰκολογικά Συμπόσια, ἤτοι:
* Τό Α΄, στό Αἰγαῖο καί Πάτμο, τό 1995, ἐπί τοῦ θέματος «Ἀποκάλυψις καί Περιβάλλον 95-1995»,
* Τό Β΄, στήν Μαύρη Θάλασσα, τό 1997, ἐπί τοῦ θέματος
«Θρησκεία-Ἐπιστήμη-Περιβάλλον: Ἡ Μαύρη Θάλασσα ἐν κινδύνῳ»,* Τό Γ΄, στόν Δούναβι Ποταμό, τό 1999, ἐπί τοῦ θέματος «Δούναβις: Ποταμός Ζωῆς»,
* Τό Δ΄, στήν Ἀδριατική Θάλασσα, τό 2002, ἐπί τοῦ θέματος:
«Ἡ Ἀδριατική: Μία ἀπειλούμενη Θάλασσα»,* Τό Ε΄, στήν Βαλτική Θάλασσα, τό 2004, ἐπί τοῦ θέματος «Ἡ Βαλτική Θάλασσα: Κοινή Κληρονομιά καί Εὐθύνη»,* Τό Στ΄, στόν Ἀμαζόνιο Ποταμό, τό 2006, ἐπί τοῦ θέματος «Ἀμαζόνιος: Πηγή ζωῆς» καί
* Τό Ζ΄, στήν Ἀρκτική Θάλασσα, φέτος (πρό ὀλίγων μόλις ἡμερῶν), ἐπί τοῦ θέματος
«Ἀρκτική: Ὁ Καθρέπτης τῆς Ζωῆς».
Πλήν τῶν ἀνωτέρω, ἀξίζει νά ἀναφερθοῦν δύο ἐπιπλέον κορυφαῖες στιγμές τοῦ Πατριάρχου μας:

1. Ἡ ὑπογραφή ἀπό τόν κ. Βαρθολομαῖο καί τόν μακαριστό Πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β΄ τῆς «Διακηρύξεως τῆς Βενετίας» (Βενετία-Ρώμη, 10 Ἰουνίου 2002) καί
2. ἡ ἀπονομή στόν Πρῶτο τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Νορβηγικοῦ οἰκολογικοῦ Βραβείου τῆς Ὀργανώσεως Sophie γιά τό 2002, γνωστότερου ὡς «Πράσινου Νόμπελ».

Ἅπαντα τά ἀνωτέρω ἐπιβεβαιώνουν, ὅτι ὁ θεολογικός μας λόγος προβληματίζεται, σκέπτεται, συνδιαλλέγεται, εἶναι καίριος καί σαφέστατος, ὡς πρός τό δέον γενέσθαι, ἔναντι τῆς διασαλεύσεως τῆς συμπαντικῆς τάξεως, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης βουλιμίας. Ἀπό τήν ὑπάρχουσα Βιβλιογραφία σταχυολογοῦμε θεολογικές σκέψεις-ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες καταδεικνύουν τήν σωτήρια ἔξοδο ἀπό τόν κίνδυνο.

1. Σύμφωνα μέ Μήνυμα τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 143ης περιόδου τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας πρός τά Μέλη τοῦ 11ου Πανελληνίου Συνεδρίου Οἰκολογικῶν Ὀργανώσεων συγκαλουμένου τό 1999 στήν Λαμία,
«(…) Ἡ χριστιανική Ἐκκλησία διαπαιδαγωγεῖ τούς ἀνθρώπους γιά τήν σωτηρία τους μέ τρόπο ὁλοκληρωμένο, πού συμπεριλαμβάνει κάθε ἀγωγή καί τήν οἰκολογική. Ἡ ἀρχαιότερη γιά τούς χριστιανούς οἰκολογική ἀγωγή εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν σωτηριολογική ἀγωγή καί τίς δογματικές ἀρχές τῆς πίστεως, πού ἐκφράζονται ὡς λειτουργική πράξη καί ἀτομική καί κοινωνική συμπεριφορά. Ἡ οἰκολογική διάσταση τῆς Ὀρθοδόξου λατρευτικῆς πράξεως εἶναι πλουσιοτάτη, ἐμπεριεχομένη στις λατρευτικές Ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου, στίς λατρευτικές τελετές τῶν 7 Μυστηρίων καί ἰδιαιτέρως στις εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας “Ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων καί εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς” καί στίς ὑπόλοιπες ἁγιαστικές Ἀκολουθίες.
Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός, ὅτι ἡ λησμοσύνη τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τοῦ τελικοῦ αἰτίου τῆς ἀφθονίας τῶν ἀγαθῶν τῆς γῆς, ὁδηγεῖ τον ἄνθρωπο στήν ἀπολυτοποίηση τῆς ἀξίας τῆς ἀφθονίας, στον θαυμασμό τῶν ἔργων του, δηλαδή, πολλάκις, σέ μιά μορφή συγχρόνου εἰδωλολατρείας. Αὐτή ἡ λατρεία ὁδηγεῖ στήν καταστροφή, γιατί ἀπολυτοποιεῖ τό σχετικό καί παραγνωρίζει τόν ἀληθινό Θεό καί Δημιουργό. (…)»
(10)

2. Κατά τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο,
«Ὅποιος ἐπισκεφθῆ ὀρθόδοξα Μοναστήρια, θά διαπιστώση πολύ καλά τήν ὀρθή στάση τῶν πατέρων καί μοναχῶν ἔναντι τοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας καί γενικά τῆς κτίσεως. Εἶναι ἀληθινοί οἰκολόγοι, γιατί εἶναι πραγματικοί θεολόγοι. Ἡ εὕρεση καί βίωση τοῦ Θεοῦ εἶναι συγχρόνως εὕρεση καί τῆς ἀληθινῆς στάσεως ἔναντι τῆς κτίσεως. (…)
Ἡ ὀρθόδοξη οἰκολογία δέν μπορεῖ νά ἀνεξαρτητοποιηθῆ ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, δηλαδή ἀπό τήν θεολογία περί τοῦ προσώπου τόσο τοῦ Θεοῦ ὅσο καί τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο, ὅσο γίνεται ἐν Χάριτι ὑπόσταση, τόσο καί περισσότερο ἔχει σωστές σχέσεις μέ τον Θεό, τον συνάνθρωπο, τήν κοινωνία καί τό φυσικό περιβάλλον.»
(11)
3. Κατά τόν σοφό Καθηγητή μας Εὐάγγελο Δ. Θεοδώρου,
«Ἡ ἀκεραιότητα τῆς Δημιουργίας προϋποθέτει καί τήν δι’ αὐτοπροστασίας καί αὐτοκαθάρσεως συνεχῆ ἐξυγίανσι τῆς πνευματικῆς ἀτμοσφαίρας, ἡ ὁποία –κατά τή μαρτυρία τῆς ψυχοσωματικῆς Ἰατρικῆς- ἔχει ἀντανάκλασι καί ἐπιπτώσεις καί στή σωματική καί βιολογική σφαῖρα.
Ἑπομένως, γιά νά μή εἶναι ἡ παγκόσμια οἰκολογική προσπάθεια ἀτελής, συρρικνωμένη καί ἀποσπασματική, πρέπει, ἐκτός λ.χ. τοῦ Πρωτοκόλλου τοῦ Κιότο ἤ τῶν ἀποφάσεων (…) στό Παγκόσμιο Οἰκολογικό Συνέδριο Κορυφῆς τοῦ Γιοχάνεσμπουργκ, οἱ ἰθύνοντες τίς τύχες τοῦ πλανήτου μας ἤ τῶν ἐπί μέρους τμημάτων του σέ συνεργασία μέ τήν Χριστιανική Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία νά συντονίσουν τίς προσπάθειές τους πρός δημιουργίαν κάποιου νέου Πρωτοκόλλου ἐξυγιάνσεως καί προστασίας καί τῆς πνευματικῆς ἀνθρωπόσφαιρας. Ὅσον καί ἄν τό αἴτημα αὐτό φαίνεται κάπως οὐτοπιστικό στον ἐκκοσμικευμένο κόσμο, πρέπει τοὐλάχιστον οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά τό ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς μέσα στις σφαῖρες τῆς ἐπιρροῆς τους. Πρέπει κάποτε νά ἀφυπνισθοῦμε καί νά συνειδητοποιήσωμε τήν ὁλότητα τῶν ὑλικοβιολογικῶν καί πνευματικῶν διαστάσεων τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος.»
(12)

4. Ὁ Καθηγητής Ἀλέξανδρος Μ. Σταυρόπουλος, δικαίως καί αὐτοκριτικῶς, ἀναρωτιέται:
«(…) Ὁ ὀρθόδοξος ἄνθρωπος εἶναι τελικά “ὁ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος” καί ὁ “θέλων τό μή ἔχειν ὡς θέλει τις τό ἔχειν”; Σέ μία, ὅμως, παγκόσμια κοινωνία ὅπως ἐξελίσσεται τώρα μπορεῖ, βέβαια, ὁ ὀρθόδοξος λόγος νά θέλουμε νά ἔχει τη βαρύτητα ἑνός ἀκρογωνιαίου ἤ θεμελίου λίθου˙۠ ὀφείλει ὅμως νά συνεργασθεῖ μέ ἄλλους λόγους πού ἐκεῖνοι θά ἔχουν τούς “λόγους” τους γιά νά προβάλουν ἤ νά ἐπιβάλουν τίς ἀπόψεις τους. Καί εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ἀπασχολοῦνται σοβαρά σήμερα γιά τήν ἔκβαση αὐτῶν τῶν πραγμάτων καί στή χώρα μας καί στό ἐξωτερικό. (…)» (13)

5. Ὁ Καθηγητής Μάριος Μπέγζος, ὑπογραμμίζει μέ σαφήνεια:
«Ἡ θεία ευχαριστία, τό θεμελιῶδες μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἐμπνέει οἰκολογικό ἦθος. (…) Ὁ ἄνθρωπος εὐχαριστεῖ τό Θεό γιά τά δῶρα καί τίς δωρεές Του, τη χάρη καί τά χαρίσματά του, δίνοντας πάλι πίσω στον Κύριο ὅ,τι Ἐκεῖνος μᾶς δώρισε. Ἔτσι μαθαίνουμε καί ἐμεῖς νά Τον μιμούμεθα, δηλαδή δηλαδή νά φερόμαστε μέ ἀγάπη καί ἐλευθερία. Ὅπως ὁ Θεός δημιουργεῖ τη φύση φύση ὡς κτίση ἀπό ἀγάπη (ὄχι ἀπό ἀνάγκη) καί μέ ἐλευθερία, ἔτσι ὁ ἄνθρωπος σέβεται τή φύση ὡς κτίση Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς σέβεται τόν Κτίστη της.
Ἡ ἀσκητική παράδοση τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου γιά 2000 χρόνια καί ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων ἐνσαρκώνουν ἄριστα τό οἰκολογικό ἦθος τῆς θείας εὐχαριστίας στήν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα. Ἀσκητική δέ σημαίνει νά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά δείχνει πῶς μποροῦμε νά ζοῦμε μέσα στόν κόσμο χωρίς νά τόν καταστρέφουμε ἄλλο πιά. Πῶς; Μέ τήν αὐτάρκεια καί τήν ὀλιγάρκεια, δηλαδή νά ἀρκούμεθα στά λίγα, νά μήν πλεονεκτοῦμε, καί ἔτσι θά ἔχουμε ἐπάρκεια ἀγαθῶν, ὥστε ἡ φύση νά εὐτυχεῖ μαζί μας.»
(14)
Σεβασμιώτατοι Πατέρες καί Ἀδελφοί,

Ὅταν συντάσσονταν ὅλα τά ἀνωτέρω ὑπῆρχε μόνον ἡ ἐντονότατη ἀγωνία γιά τήν ἐξέλιξη καί τήν προοπτική τῶν πραγμάτων τοῦ Περιβάλλοντος. Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ ἀγωνία μεταβλήθηκε σέ κραυγή, πόνο, θάνατο, καταστροφή ἐξ αἰτίας των ἐκτεταμένων Πυρκαγιῶν τοῦ ἐφετινοῦ Καλοκαιριοῦ. Κατ’ ἀρχήν ἡ τραγικότατη περίπτωση τῆς Πάρνηθας, μετά ἡ κατακαμένη Πεντέλη, ὕστερα πλεῖστα ὅσα μέρη τῆς πατρίδας μας καρβουνιασμένα κι ἐσχάτως ἡ κορύφωση: Τό θλιβερότατο Ὁλοκαύτωμα τῆς Νότιας Πελοποννήσου. Ὅλη αὐτή ἡ ἀποτρόπαιη κατάσταση μᾶς λυπεῖ -εἶμαι βέβαιος- ἁπαξάντες, μᾶς πληγώνει βαθύτατα, ὁδηγώντας τήν σύγχρονη Ἑλλάδα καί τόν Πολιτισμό της πολύ-πολύ πίσω, ἀλλά καί συντομότερα στό χεῖλος τῆς περιβαλλοντικῆς Ἀβύσσου.

Κατακλείοντας αὐτές μας τίς σκέψεις, ἠμποροῦμε ὡς Συνοδικό Σῶμα νά προβοῦμε σέ ὁρισμένες κινήσεις εὐαισθητοποιήσεως τοῦ πιστοῦ μας λαοῦ, δεδομένου ὅτι ὁ ρόλος μας εἶναι πνευματικός καί ἡ Ἐκκλησία μας μόνον ὡς στοργική Μητέρα δύναται νά νουθετήσει ἄρχοντες καί ἀρχόμενους. Ὁ σύγχρονος θεολογικός μας λόγος, σταχυολόγηση τουῦ ὁποίου ἀναφέρθηκε στήν παροῦσα Εἰσήγηση εἶναι ἀνάγκη να γίνει κτῆμα «πάντων καί πασῶν». Ξέχωρα ἀπό τό ὁτιδήποτε σκέπτεται ἤ ἤδη ἐφαρμόζει ὁ καθένας ἐξ ἡμῶν ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἐπισκοπικῆς του εὐθύνης, εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρξει ἕνα συνοπτικό corpus τῆς σύγχρονης «θεολογικῆς Οἰκολογίας» (15), σύμφωνα μέ τόν εὔστοχο ὅρο τοῦ Καθηγητῆ Ἠλία Οἰκονόμου. Τό συλλογικό αὐτό ἔργο θά πρέπει νά φθάσει σέ κάθε μέλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καί ὄχι μόνον. Ὁ θεοπρεπής περί Οἰκολογίας λόγος μας εἶναι ἀπαραίτητο νά γνωσθεῖ ἀπό μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές καί ὅλους τούς νέους μας, δασκάλους, καθηγητές ὅλων τῶν βαθμίδων, κατοίκους τῶν πόλεων καί τῆς ὑπαίθρου, μοναχούς, μονάζουσες, ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς. Κλῆρο και Λαό ἐν γένει.
Διότι ἡ Γνώση ὑποψιάζει κι ἐν τέλει σώζει, ἀποδυναμώνοντας τήν κάθε εἴδους Ἀπόγνωση, ὁδηγώντας μᾶλλον στήν Ἐπίγνωση τῶν πραγμάτων τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀόρατου Κόσμου μας, πρός δόξαν τοῦ Δημιουργοῦ τῶν Πάντων Ἁγίου Θεοῦ ἡμῶν.

Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή Σας!

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Λκ 12,15.
2. Μᾶς εἶχε δοθεῖ παλαιότερα ἡ εὐλογημένη εὐκαιρία νά δημοσιοποιήσουμε τίς ἀπόψεις μας ἐπί παρομοίου θέματος. Ἐκείνη τήν Ὁμιλία μας, τῆς 5ης Ἰανουαρίου 1995, ὑπό τόν τίτλο «Τά οἰκολογικά τῶν Φώτων», βλ. στό Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτου Καποδίστρια, Κεφάλαια Θεολογίας τοῦ Περιβάλλοντος, ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπολέως Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2006, σσ. 137-140.
3. Βλ. Εὐαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου, Δίκαιο τοῦ περιβάλλοντος, ἐκδ. Σακκουλᾶ, Ἀθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, σ. 6.
4. Ἑβρ 1,1.
5. Γεν 1,31.
6. Μκ 10,42.
7. Βλ. Ἰ. Μ. Χατζηφώτη, «Χρονικό 900ετηρίδος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Θεολόγου Πάτμου», Περιοδικό Ἐκκλησία 65 (1988) 603 ἑξ.
8. Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, Μηνύματα καί Ὁμιλίαι διά τό Περιβάλλον, ἐκδ. Φανάριον, Ἀθῆναι 2002, σ. 221.
9. Βλ. ὅ.π., σ. 8 ἑξ.
10. «Μήνυμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τά Μέλη τοῦ 11ου Πανελληνίου Συνεδρίου Οἰκολογικῶν Ὀργανώσεων Συγκαλουμένου εἰς Λαμίαν τήν 26ην Νοεμβρίου ἐ.ἔ.», Περιοδικό Ἐκκλησία 76 (1999) 728 ἑξ.
11. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παρεμβάσεις στήν σύγχρονη Κοινωνία, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας), τ. 2, 25.
12. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, «Φαινομενολογία τῆς ἱεραρχικῆς δομῆς τῆς Κτίσεως», Περιοδικό Ἐφημέριος 51 (2002) τεῦχ. Σεπτεμβρίου, σ. 7.
13. Ἀλεξάνδρου Μ. Σταυροπούλου, «Ἕνας λόγος γιά τό περιβάλλον», ὅ.π., σ. 20.
14. Μάριου Μπέγζου, «Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Οἰκολογία», ὅ.π., 52 (2003), τεῦχ. Νοεμβρίου, σ. 11.
15. Βλ. Ἠλία Οἰκονόμου, Θεολογική Οἰκολογία. Θεωρία και πράξη, Ἀθήνα 1994.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Νίκου Γράψα, ΣΥΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να σκέφτεται, το ίδιο πράγμα αναρωτιέμαι.
Τι φοβούνται οι άνθρωποι και μαζεύουν χρήματα και κρύβουν σκέψεις και αισθήματα;
Όπου μπεις σε κοιτάνε από πάνω ως κάτω. Ψάχνουν το βλέμμα σου να διαπιστώσουν τις διαθέσεις σου.
Πέρασε ο καιρός, ταξίδεψα ανατολικά, ταξίδεψα δυτικά, ταξίδεψα βόρεια. Κατάλαβα πως τα ερωτήματα αυτά με απασχολούν ακριβώς γιατί μεγάλωσα εδώ, στην "Έλλάδα", μια χώρα δηλαδή που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει γιατί δεν υπάρχουν Ελληνες, άνθρωποι δηλαδή που δέχονται τη δημόσια κριτική σκέψη και το διάλογο με λογική συνέπεια όπως οι Ελληνες, που φιλοσοφούν με μέθοδο ανάλυσης, σύνθεσης, αφαίρεσης και δομής όπως οι Ελληνες, που έχουν θεούς προστάτες των Τεχνών όπως οι Ελληνες, που αθλούνται και αγωνίζονται για ένα κλαράκι ελιάς -χωρίς πολυεθνικούς σπόνσορες- όπως οι Ελληνες, που δεν ακολουθούν επίσημο κρατικό θρησκευτικό δόγμα όπως οι Ελληνες, που μοιράζουν τα χωράφια της πόλης σε ίσα και ισάξια κομμάτια ένα για κάθε φυλή όπως οι Αθηναίοι.
Λένε οι ανθρωπιστικές επιστήμες, πως ικανές και αναγκαίες προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός έθνους είναι η γλώσσα και η θρησκεία. Και τότε άρχισα να προσέχω τη γλώσσα που μιλούσα. Αρχισα να σκέφτομαι τα ονόματα και τα επίθετα που άκουγα και έβλεπα. Αρχισα να μεταφράζω λογικά και όχι συναισθηματικά την πραγματικότητα γύρω μου. Ούτε την ίδια θρησκεία με τους Ελληνες είχα ούτε και την ίδια γλώσσα μιλούσα ακριβώς πέραν της χρήσης κάποιων ίδιων λέξεων. Αλλο συντακτικό άλλη γραμματική, άλλο λεξιλόγιο.
Αρχισα να σκέφτομαι πως η έννοια του έθνους είναι μάλλον απατηλή, τουλάχιστον σήμερα. Ποιος καθόρισε και πότε τα σύνορα. Όλη η Ευρώπη εθνοποιήθηκε τον 19ο αιώνα. Η Ελλάδα συνέχισε και στις αρχές του 20ού, κάποιοι βαλκάνιοι ακόμα περιμένουν.
Και πιο πριν; Τεράστιες αυτοκρατορίες για δύο χιλιάδες χρόνια, απ' το 200 π.Χ. Δυτική ρωμαϊκή, ανατολική ρωμαϊκή ("Βυζάντιο"), Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, (κεντρική Ευρώπη), Γαλλική, Ρωσική, Οθωμανική. Τι έγινε, λοιπόν.
Οι λαοί μοιράστηκαν τυχαία. Μπήκαν τα σύνορα και χωρίστηκαν ακόμη και οικογένειες, όπως έμαθα αργότερα από κάποιον κάτοικο της Φλώρινας που αυτός σήμερα είναι 'Ελληνας' και τα ξαδέρφια του "σκοπιανοί", με το ίδιο επίθετο και τον ίδιο πρόγονο.
Άρχισα να γράφω, λοιπόν, λέξεις που δεν ήταν ελληνικές, κατά κατηγορία, αυτές που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα ενός λαού για να διαπιστώσω το μέγεθος της "εθνικής" απάτης.

Φαγητά
Ιμάμ, πίτα, πίτσα σαρδέλα, ατζούγια, μπακαλιάρος, πιλάφι, ροσμπίφ, κακαβιά, σπεντζοφάϊ, σουτζούκι, λουκάνικο, ντολμάς, κεφτές, μπριζόλα, κοκορέτσι, ζαμπόν, μπον φιλέ, ογκρατέν, μπολονέζ, ναπολιτέν, παρμεζάνα, προσούτο, εκμέκ, μπακλαβά, κανταϊφ, προφιτερόλ, λουκουμά, μπουγάτσα, πραλίνα, νουγκατίνα, σοκολάτα, τιραμισού, βανίλια, μαρμελάδα, σαβουαγιάρ, σαντιγί κλπ, κλπ.
Λέξεις αραβικές, τουρκικές, γαλλικές, αγγλικές, ιταλικές, σλαβικές.

Ρούχα
Παντελόνι, πουλόβερ, καπαρντίνα, μπουφάν, καπέλο, παλτό, κασκόλ, γάντι, κομπινεζόν, σουτιέν, κυλόττα, μπλούζα, μπότες, κοστούμι, γιλέκο, γραβάτα, κάλτσα, φερμουάρ, τσέπη, μπατζάκι, κολάρο, καθώς και υφάσματα, κασμίρι, τζην, μοχέρ, βισκόζ, κοτλέ, τεριλέν, τσόχα, μερσεριζέ, οργάτζα, ατλάζι, σατέν, μπροκάρ κλπ, κλπ. λέξεις ιταλικές, ισπανικές, αγγλικές, γαλλικές, κλπ, κλπ.
ακόμη και η "εθνική" στολή έχει στοιχεία με ξενικά ονόματα. Φουστανέλα , γιλέκο, φέσι, τσαρούχι. Μάλιστα κι άλλοι λαοί έχουν την ίδια "παραδοσιακή" στολή, Αλβανοί και Γιουγκοσλάβοι.
Ήταν φυσικό. Κάθε λαός που πρώτος παράγει κάτι, το ονομάζει στη γλώσσα του. Εξαιρούνται κάποιες επιστημονικές εφευρέσεις και ανακαλύψεις που κατονομάζονται, συνήθως, στα λατινικά ή τα ελληνικά.
Συνέχισα τους καταλόγους με λέξεις που ενώ προφέρονται σε άλλες γλώσσες, πέραν της ελληνικής, σήμερα θεωρούνται ελληνικές και χαρακτηρίζουν την κουλτούρα μας.

Σπίτι
Σπίτι, βεράντα, μπαλκόνι, κουζίνα, σαλόνι, γκαράζ, πόρτα, σερβάν, καναπές, ντουλάπα, κουρτίνα, καλοριφέρ, τζάκι, σόμπα, σοφίτα, κατσαρόλα, ταψί, καζάνι, πιάτο, μπρίκι, τσουκάλι, μπιντέ, πόμολο, τζάμι, πορτατίφ, λαμπατέρ, σκάλα, ασανσέρ, σκαμπό, μοκέτα, κουβέρτα, ταβάνι, ντιβάνι, σεντόνι, μαξιλάρι, χαλί, κιλίμι, βελέτζα, σκαμνί, σέηκερ, μίξερ, φριτέζα, φλυτζάνι, σκούπα, τρούλος κλπ, κλπ.

Διασκέδαση- περιποίηση
Κέφι, γλέντι, σινεμά, ταβέρνα, βίντεο, μοντάζ, οπερατέρ, κάρτα, μανικιούρ, άφτερ- σέηβ, κολόνια, κραγιόν, μανό, φράτζα, μπούκλα, σεσουάρ, μπουντουάρ κλπ.

Μουσικά όργανα
Πιάνο, τσέλο, βιολί, σαντούρι, ντράμς, νταούλι, ζουρνάς, κλαρίνο, φλάουτο, τρομπέτα, κόρνο, σαξόφωνο, μαέστρος, μπαγκέτα, ούτι, λαούτο, μπουζούκι, μαντολίνο κλπ.

Ποτά
Μπύρα, ουίσκι, βότκα, λικέρ, κοκτέηλ, κονιάκ, ούζο, βερμούτ, τζιν, καφές, τσάϊ, κόκα κόλα κλπ, κλπ.

Ζώα
Σκύλος, κότα, τσακάλι, μουλάρι, γάϊδαρος, κατσίκα, γουρούνι, τσίχλα, μπεκάτσα, κόκορας, τσαλαπετεινός κλπ.

Λουλούδια-φυτά
Γαρδένια, γαρίφαλο, αζαλέα, κατιφές, γιούκα, γιασεμί, τσουκνίδα, μποκαμβίλια, παπαρούνα, μπιγόνια, ιβίσκος, γλαδιόλα, ορτανσία, νερατζιά, μουσμουλιά, κερασιά, ντομάτα, καλαμπόκι, δαμάσκηνο, γκορτσά, πεπόνι, μπανάνα, μπουρνέλα κλπ, κλπ.

Η καθημερινότητά μου φαίνεται πως δεν είναι καθόλου ελληνική.
Σκεφτόμουν μήπως η νέα "Ελλάδα" είναι μια επινόηση εκ των "έξω" και "πάνω", όπως λέει η επιστήμη, μόνο και μόνο για τη δημιουργία μιας πλαστής εθνικής ταυτότητας. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις του 19ου αι., το γνωρίζουμε όλοι πόσο φρόντισαν για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το συμφέρον τους, φυσικά. Στα Βαλκάνια υπάρχουν σήμερα- ο Τίτο καθυστέρησε το σχέδιο για λίγο με την ενιαία Γιουγκοσλαβία- δέκα χώρες, προς το παρόν, πρώην τμήματα της Οθωμανίας, σε έκταση ίση μόνο με της Γαλλίας όλες μαζί.
Συνεχίζω τη γλωσσική μου περιήγηση.

Χρώματα
Μπλε, τυρκουάζ, μοβ, λιλά, ραφ, βεραμάν, ροζ, γκρενά κλπ.

Αγορά
Χασάπης, μανάβης, μπακάλης, μπουλνόζα, γκρέϊτερ, τρακτέρ, κομπρεσέρ, καμπάνα, μανιβέλα, βολάν, σοφέρ, καπό, πορτμπαγκάζ, ντεμπραγιάζ, παρμπρίζ, αμορτισέρ, βάρκα, τρένο, πούλμαν, ρουλεμάν, ρόδα, κούρσα, τσιμπίδι, σακβουαγιάζ, σπρέι, πέτρα, στόκος, μπογιά, βίδα, πρόκα, πένσα, τανάλια, πριόνι, κασμάς, τσαπί, μπρούτζος, αλουμίνιο, βενζίνη, βαλβολίνη, τσιμέντο, βερνίκι, τρόμπα, πετονιά, χαρτί, κατσαβίδι, σανίδα, μαδέρι, τάβλα, σοβάς, σοβαντιπί, κοντραπλακέ, τσίγκος, λαμαρίνα, νοβοπάν, μελαμίνη, τανάλια, ψαλίδι, ρακέτα, καρμπόν, βιβλίο, καπνός, τσιγάρο, πούρο, πακέτο, μπουκάλι, μπετόνι, τενεκές, κουβάς, κολυμπήθρα, κλπ, κλπ.

Κοινωνικά
Κουμπάρος, κουνιάδος, μπατζανάκης, χαζός, βλάκας, μπούφος, μάγκας, τσογλάνι, μόρτης, τσουτσέκι, μπαμπέσης, νταντά, γκουβερνάντα, τσιράκι, μπράβος κλπ, κλπ.

Αποφάσισα να σταματήσω. Είχα καταλάβει τι σημαίνει Μεσόγειος και Βαλκάνια δύο χιλιάδες χρόνια χωρίς σύνορα, επικοινωνία και συνύπαρξη λαών. Ευτυχώς που άργησαν να βάλουν τα σύνορα οι ευρωπαίοι. Σήμερα θέλουν να τα καταργήσουν και πάλι στο πλαίσιο μιας ενωμένης Ευρώπης και να συμπεριλάβουν και την Τουρκία, μάλλον ευτυχώς και πάλι. Ιστορικές αναγκαιότητες. Που βασίζονται, όμως, οι ελληνάρες και επιμένουν περί ελληνικού έθνους, το οποίο μάλιστα αδιάσπαστα εξελίσσεται από την αρχαιότητα; (ξεπεράσατε και τον Ισαάκ Ασίμωφ "εθνικά" μου αδέρφια;)
Σκέφτηκα να ψάξω τα ονόματα. Επίθετα, μικρά και ονόματα πόλεων και χωριών. (Τα ελληνικά ονόματα είναι γνωστά, έστω σε όσους σπούδασαν αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Τα ονόματα περιοχών, ποταμών, λιμνών, νησιών και λοιπών τοπωνυμίων είναι γνωστό πως είναι προελληνικά, σε μια γλώσσα προγενέστερη της κλασικής αρχαιοελληνικής του 5ου αι). Με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Χιλιάδες ονόματα και επίθετα μη ελληνικά.
Τελικά, όσο πιο ξενικό όνομα έχει κάποιος ελληνάρας, τόσο περισσότερο υπεραμύνεται της ύπαρξης αδιάσπαστου ελληνικού έθνους στο οποίο επιθυμεί να ανήκει κι αυτός, φυσικά.
Αρχισα να τους καταλαβαίνω τους ελληνάρες. Από ψυχιατρικής απόψεως. Οι περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως στις χώρες όπου δεν ενθαρρύνεται και δεν προετοιμάζεται, από τα παιδικά χρόνια ακόμη, η ανεξαρτησία του ατόμου, νοιώθουν προστασία μόνο αν ανήκουν σε κάποια ομάδα. Η σιγουριά της μάζας. Σ' αυτό, φυσικά, έχουν συμβάλλει και τα υπανάπτυκτα τριτοκοσμικά πολιτεύματα, όπως αυτό της νέας "Ελλάδας", που ουδόλως ευνοούν τις προσωπικές ελευθερίες και δεν ενθαρρύνουν τα δικαιώματα και την αυτονομία των πολιτών.
Ελληνάρες μου, ο ομφάλιος λώρος, και το οιδιπόδειο, σας κρατάει ακόμη δεμένους με τη μαμά και το μπαμπά, τον παππού και τη γιαγιά, το "έθνος" και το κράτος, και συνεπώς τη βία. Όχι απλώς δεμένους, συγκολλημένους. Οι εθνικός πατερναλισμός δεν έχει τελειωμό. Και ο φόβος σας.
Προς τη διερεύνηση των ονομάτων, λοιπόν. Είναι γνωστό στους κατέχοντες ελληνικά πως λέξη ελληνική από διφθόγγους "μπ", "γκ", "τσ", "ντ", δεν υπάρχει. Πέραν τούτου πολλές ρίζες ονομάτων ή και ολόκληρες οι λέξεις, είναι ξενικές. Πολλά εβραϊκά ονόματα, όπως Μαρία, Αννα, τα θεωρούμε συλλήβδην ελληνικά καθώς και κάποια λατινικά Κωνσταντίνος, Στέλλα κλπ.
Λάθος ελληνάρες.

Ονόματα
Μαρία, Αννα, Ιωάννης, Συμεών, Ιωσήφ, Μωϋσής, Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ρουθ, Σαλώμη, Μάρκος, Πέτρος, Παύλος, Μαγδαληνή, Μαρίνα, Στέλλα, Ανδρέας, Κωνσταντίνος, Βλάσης κλπ, κλπ. Λουκάς, Ελισάβετ, Γιακουμής, Ιάκωβος.

Ας μη χαίρονται οι ελληνάρες για πολλούς αγίους και αυτοκράτορες του "Bυζαντίου", ότι δήθεν είναι "Ελληνες", επειδή πιστεύουν, αφελώς, ότι έχουν ελληνικά ονόματα. Αν και ούτε αυτό θα ήταν αρκετό. (ο άγιος Γεώργιος, αν και έχει ελληνικό όνομα, ήταν βαθιά σκουρόχρωμος).

Και τώρα η πιο μεγάλη έκπληξη. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων αναφέρω κομμένες τις λέξεις. Συμπληρώστε τις καταλήξεις. Και για να μη νομίσει κανείς πως ο γράφων είναι ρατσιστής, έστω και υποσυνείδητα, σας λέω πως το επίθετό του δεν είναι η μετοχή αορίστου του ρήματος γράφω, ο γράψας, αλλά πιθανότατα εξηγείται διαφορετικά.
ι. από την περιοχή Grapsi (σύνορα Ελλάδας Αλβανίας)
ιι. από το ιταλικό Gramsi (εξ ου και η παραλλαγή Γράμψας ή Γράμμισας). (Τη μεγαλύτερη έκπληξη την ένοιωσα, όταν κάποιος φίλος αρβανίτης από τη Θήβα, που η μάνα του μιλάει ακόμη αρβανίτικα τώρα που σας γράφω, ακούγοντας το παρανόμι του παππού μου, 'Φρεμεντίτης", πολύ απλά μου εξήγησε πως στα αρβανίτικα "φρεμ" σημαίνει ανάσα και "ντιτ" σημαίνει μέρα. Ρώτησα για επιβεβαίωση έναν Αλβανό και μου είπε ακριβώς το ίδιο. "φριέμ" ανάσα, "ντιτ" ημέρα. Όλο μαζί, κάτι σαν χάραμα, πρωινό ξύπνημα, αυγή.)

Ξεκινώ από ονόματα διασήμων ελληναράδων πολιτικών.

Επίθετα
γκιουλεκ, τσοχατζ, μπιστ, τσιγκ, μεϊμαρ, γκεσουλ, καραμαν, καρατζαφ, κουτσικ, τσουρ, λαλιωτ, φουρ, τζουμ, τζιβ, τζεβ, βουλγαρ, μητσοτ, σουρλ, λιαπ, παπουλ, κατριβ, ρεπ, μπαλ, μπουλ, μπολ, χατζι, τραγκ, τσαλ, κατσι, βενιζ, μπενιζ, τσικ, τσοκ, τσουκ, τσιτ, αραπογ, μπουτ, και άλλα, μπομπολ, πετραλ, αλαφ, βαρδιν, λατσ, τραϊφ, τσιφ, και τα καλλιτεχνικά, μπαρκ, κουρκουλ, μαρκουλ, τερζ, μητρ, τσακν, μαχαιρ, καζαντζ, νταλα, βεγγ, νίκα, μπαλα, καλατζ, μαριν, βεμπ, τσιβιλ, γαβαλ, βιταλ, νταντων, περπινια (το μόνο γαλλικό μεταξύ αρβανιτοσλαβορωμανοτουρκοαραβικών!), μπουλουγ,σαραγου, κουρτ, μπελ, βουρν, δεμιρ, καμπανε, βλαντ, βλαχο, βελεντζ, παρτσαλ, δερτιλ, γαρμπ, καρβε, βογλ, λασκα, δανδουλ, κιμουλ, ζορμπα, κραουν, λεκ, νεγκ, μπονατς, τουρν, σαλε, παπακαλ, ροκο, ρεμο, λαμπε, κεδρα, τσακιρ, παπα, για να μην αναφέρω και τα επιθετοποιημένα ονόματα τα οποία ορίστηκαν ως επίθετα για ανέστιους, πλανόδιους, άστεγους, τσιγγάνους ή χωρίς έγγραφα ανθρώπους που βρέθηκαν στην από ΄δω πλευρά όταν έμπαινε ο φράχτης, γεωργί, δημητρί, νικολά, αλεξί, διονυσί, αλεξάνδρ, κλπ, κλπ.

Είναι, τουλάχιστον, διασκεδαστικό, εκτός από θλιβερό, να ακούς κάποιον με επίθετο ας πούμε τουρκογιώ- ή γκιουλέ-, να προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι διαφορετικός, και μάλλον ανώτερος!, από ένα Τούρκο, Αλβανό, Βούλγαρο. Ελληνάρες μου καλοί, εθνικά μου αδέρφια, γιατί έχουμε ξενικά επίθετα και ονόματα οι περισσότεροι; Σε τι σας εξυπηρετεί η εθνότητα καλοί μου συμπολίτες; Δεν είναι μια χίμαιρα, μια ξωθιά, ένα δαιμόνιο; Θυμόσαστε τον Ρήγα από τις Φερές; Ονειρεύτηκε την ένωση των βαλκανίων. Εσείς τον πνίξατε στο Δούναβη καλοί μου εθνοελληνάρες!

Ανοίξτε ένα ελληνικό χάρτη, αν δεν ταξιδεύετε στην Ελλάδα, και διαβάστε τα ξενικά ονόματα των χωριών. Οκ, ο Φαλμεράυερ ήταν κακός επιστήμονας. Γιατί τα ελληνικά χωριά να έχουν ξενικά ονόματα βαθιά χαραγμένα στη μνήμη των κατοίκων τους, όσο κι αν η πολιτεία τους άλλαξε τα επίσημα ονόματα ; ανοίξτε τη "Δομή". Θα βρείτε την άποψη των ελλήνων ιστορικών: όλες οι χώρες της Μεσογείου, πρώην τμήματα αυτοκρατορίας, είναι πολυεθνικές, πολυπολιτισμικές, θύλακες φυλετικής πανσπερμίας.Το πιο αστείο συμβαίνει με το Ζορμπά τον "Έλληνα". Έχει ξενικό όνομα και ξενικά πράττει, γλεντάει, κάνει κέφι και χορεύει χασαποσέρβικο που μετονομάστηκε σε- υβριδικό- "συρτάκι".

Πόλεις και χωριά
Πολλές περιοχές της Αττικής φέρουν τα ονόματα των αρβανιτοβλάχων τσιφλικάδων που τις έφραξαν πρώτοι ή άλλα, κυρίως αλβανικά ονόματα. Οι αλβανοί το ξέρουν. Και οι 'Ελληνες' της Αττικής το ξέρουν ότι οι πρόγονοί τους ήταν πρώην αλβανοί. Γι αυτό τους μισούν. Οι περισσότεροι νέο'έλληνες' ντρέπονται για την καταγωγή τους. Λες και υπήρχε αριστοκρατία στα βαλκάνια κι αυτοί έμειναν απέξω. Σήμερα φωνάζουν πως είναι Ελληνες γιατί είναι καλύτερα, από οικονομικής απόψεως, να είσαι Ελληνας παρά κάτι γειτονικό.

Μαζέψτε χρήματα, ελληνάρες μου, ξορκίστε το άπορο παρελθόν σας.
Γαλάτσι, Μαρούσι, Σπάτα, Σούλι, Καπαντρίτι, Πικέρμι, Χαρβάτι (Παλλήνη), Λιόπεσι, Ζούμπερι, Λιόσα(με παχύ "σ"), Μάντρα, Μαλακάσα, Ρέντη, Πλιάκα, Γκράβα, Βίλια, Κριε κούκι, Ντράφι, Μαγούλα, Χασιά, Ντερβενοχώρια, Σούρμενα, Μπουρνάζι, Χαϊδάρι (έχουμε και μικρασιάτες) κλπ, κλπ.
Σκούρτα, Ρεντίνα, Σαρδίνια, Φραγκίστα, Καπαρέλι, Λέπουρα, Δόμβραινα, Μαντούδι, Αρκίτσα, Ρεγκίνιο, Τσαγγαράδα, Βελεστίνο, Νταμούχαρη, Μούρεσι, Μαρτίνο, Ματαράγγα, Μέγδοβας, Λαμπίρη, Κιάτο, Δερβένι, Αράχοβα, Στεμνίτσα, Βούρμπιανη, Δημητσάνα, Λιμποβίτσι, Βλόγγος, Βυτίνα, Βαλτεσινίκο, Βαλτέτσι, Ζυγοβίστι, Στεμνίτσα, Λάλας, Κρέστενα, Ρουπακιά, Λούτσα, Ρόκκα, Λυγουριό, Καρατζάς, Ζίτσα, Ζερμπίτσα, Σαπιέντζα, Σχίζα.Σπιναλόνγκα, Καρδαμύλη, Λάγια, Δελβινάκι, Καλπάκι, Ψάκα, Τέροβο, Βόνιτσα, Κορυτσά, Γρίμποβο, Βίτσι, Ζάλογγο, Κούκεσι, Μπανάτο, Μανταμάδο, Μπόχαλη, Τσιλιβί, Χανιά, Χάνια, Μουζάκι, Μπελούσι, Πάργα, Πρέβεζα, Μπενίτσες, Λάκκα, Σέκλιζα, Γαβαλού, Ζαγορά, Τσαρίτσανη, Τύρναβος, Γρεβενά, Ζάκας, Σαμαρίνα, Μέτσοβο, Τσεπέλοβο, Κεράσοβο, Βουτσαράς, Σιάτιστα, Σαρακίνα, Κιλκίς, Σουφλί, Καβάσιλα, Βερτίσκο, Ζαγκλιβέρι, Καρβάλη, Καβάλα, Κομοτηνή, Σέλερο, Βιτάλι, Μπατσί, Σάριζα, Σπέτσες, κλπ, κλπ, εκατοντάδες ακόμη.
Φυσικά και έχουν ενσωματώσει στη γλώσσα τους πολλές ελληνικές λέξεις άλλοι λαοί, κυρίως ότι αφορά σε πολιτική, τέχνες, επιστήμες και άλλα λόγια στοιχεία. Κι όχι μόνο λέξεις. Πολλοί έχουν εφαρμόσει ελληνικές τεχνικές, νοοτροπίες, σκέψεις που δεν τις έχουμε εφαρμόσει ούτε εμείς οι νέο "Έλληνες".
Κατάλαβα, τελικά, πως Ελληνας αυτό ακριβώς σημαίνει. Όχι Ζορμπάς, αλλά Θεωρητική σκέψη, Τέχνη, Επιστήμη, Φιλοσοφία, Λογική, Αρχιτεκτονική, Μηχανική, Γλυπτική, Μουσική, Θέατρο, Ποίηση, Μαθηματικά, Αθλητισμός.
Λέξεις που χρησιμοποιούνται διεθνώς στην ελληνική γλώσσα γιατί Ελληνες τις πρωτοδιατύπωσαν και τέλος. Μετά οι Ελληνες χάθηκαν. Η γνώση ταξίδεψε αλλού.
Αν θέλει να καμαρώνει κανείς γιατί είναι Ελληνας, ας γνωρίσει τον ελληνικό πολιτισμό. Λέτε οι ελληνάρες που φωνάζουν να έχουν διαβάσει τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη ή τον Τίμαιο του Πλάτωνα, να έχουν διαβάσει τους ιάμβους του Αρχίλοχου, τις δημηγορίες του Θουκυδίδη, την Κοσμογονία του Ησίοδου;
Μάλλον όχι. Αν τα είχατε διαβάσει ελληνάρες μου θα είσαστε σεμνοί, ήρεμοι και σώφρονες, όπως εκείνοι. Αν και δεν είμαστε Ελληνες ας γίνουμε τουλάχιστον ελληνικοί, όπως λέει ο ποιητής Καβάφης.
Κι άλλοι λαοί ισχυρίζονται πως είναι κληρονόμοι των Ελλήνων, πνευματικοί απόγονοι. Οι ελληνάρες ισχυρίζονται πως είναι και φυσικοί απόγονοί τους. Φανταστείτε ένα τύπο, τον συνάντησα στον στρατό, τον λοχία Μουρτζούκο Βλάση (με παχύ "σ") από την Τσαρίτσανη να λέει ότι είναι απόγονος των Ελλήνων. Έλεος! Μα, εσάς ελληνάρες, σας απασχολούν οι μαθητικές παρελάσεις που λάνσαρε ο δικτάτορας Μεταξάς το 1936 κι όχι οι Τέχνες και η Φιλοσοφία. Και για να μη θεωρηθώ προγονολάτρης και ελληνολάτρης γενικά και αόριστα, εξηγούμαι και εξηγείστε και εσείς στους εαυτούς σας. Για ποιους έλληνες καμαρώνετε ακριβώς;
Για τους "πολιτισμένους" Αθηναίους στρατηγούς, που ξεπάτωσαν τους συμμάχους τους στις Κυκλάδες ως οι πρώτοι ιμπεριαλιστές, και που διέθεταν 150.000 δούλους στα μεταλλεία του Λαυρίου φερμένους ποιος ξέρει από ποιες "συμμαχικές" πόλεις;
Για τους τρομερούς περσοφάγους Σπαρτιάτες που ξεπάτωσαν τους Μεσσήνιους και τους μετέτρεψαν σε είλωτες; ,
Για τους λαμπρούς Μακεδόνες που, πατέρας και γιος, Φίλιππος και Αλέξανδρος ξεπάτωσαν τις πόλεις συμμάχους των Αθηναίων μέχρι την Κόρινθο;
Για τους Τριάκοντα Τυράννους; Για τον Λύκο και τον Άνυτο που ψευδομαρτύρησαν κατά του Σωκράτη; κλπ, κλπ.
Ή μήπως γι αυτούς που σκότωσαν τον Ανδρούτσο, αυτούς που δίκασαν τον Κολοκοτρώνη, αυτούς που έστησαν την "ελλάς ελλήνων χριστιανών", κλπ, κλπ., για να θυμηθούμε και τη νεότερη ιστορία;
Ελληνάρες μου καλοί, εθνικά μου αδέρφια, μας ξεγέλασαν. Μας εξαπάτησαν. Δεν υπάρχουν έθνη, δεν υπάρχουν φυλές, δεν υπάρχουν ράτσες. Υπάρχουν μόνον άνθρωποι. Ανθρωποι που σκέφτονται, ας το δεχτούμε, με τη λογική της ελληνικής αρχαιότητας και των επιγόνων ευρωπαίων, άνθρωποι που αισθάνονται και διαβλέπουν, όπως ινδιάνοι, ινδοί, ινδονήσιοι και αφρικανοί, και άνθρωποι που ούτε σκέφτονται ούτε αισθάνονται, όπως εσείς, καλοί μου, και οι απανταχού φανατικοί, δογματικοί και φιλοπόλεμοι τρελοί.
Διαλέξτε που θέλετε να ανήκετε και μη ζητάτε να σας ανήκουμε όσοι έχουμε αλλεργία σε έθνος, πατρίδα, θρησκεία και άλλα χημικά κατασταλτικά και καρκινογόνα χάπια.
Συγνώμη για το μάθημα.

ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΖΗΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ, Η ΧΑΡΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Υ.Γ. Αν θέλετε να κάνετε κάτι χρήσιμο για την πατρίδα σας, να πείσετε τους ηγέτες του πολιτισμού και της παιδείας για την αναγνώριση των ελληνικών παραδοσιακών οργάνων. Είμαστε η μόνη μεσογειακή χώρα που από την παραδοσιακή μουσική το επίσημο κράτος αναγνωρίζει μόνο το πτυχίο του ψάλτου!

(Τι λέτε γι' αυτό αδέρφια; Αλλο ένα τρομερό μας ρεκόρ;)
20/2/07

* Ο Νίκος Γράψας σπούδασε Ελληνικό και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Ανώτερα θεωρητικά Μουσικής στο Εθνικό Ωδείο. Είναι συνθέτης και μουσικός και διδάσκει μουσική στα Δημόσια Μουσικά Σχολεία και στο Εθνικό Ωδείο.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Διονύση Σέρρα, ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Το Μουσείο Ερμιτάζ (Αγία Πετρούπολη)

Το σπίτι-μουσείο του Λέοντα Τολστόι, στη Μόσχα

Ο τάφος του ποιητή Μαγιακόφσκι (Μόσχα)

Ο τάφος του Ντοστογιέφσκι (Αγία Πετρούπολη)

Η είσοδος στο Κρεμλίνο της Μόσχας

Γεγονότα και γραμμές

Ταξίδια μνήμης και ζωής

«Τους δύο τούτους προαιώνιους αντί- παλους και συνεργάτες – το Πνέμα και την Ύλη – λαχτάριζα τώρα να φτάσω μιαν ώρα αρχύτερα και να δω να παλεύουν μέσα στην κόκκινη κλειστή παλαίστρα του Κρεμλίνου.»
Νίκος Καζαντζάκης (Ταξιδεύοντας. Ρουσία)

ΜΙΑ ιδιαίτερη επιθυμία κάποιων φίλων ή γνωστών Ζακυνθινών για ένα ολιγοήμερο ταξίδι διακοπών στην ιστορική, πολύπαθη και μακρινή – μα όχι απρόσιτη – Ρωσία, στη χώρα των άλλοτε περιώνυμων ή διαβόητων Τσάρων και των μαχητικών μπολσεβίκων, των αυτοκρατόρων και των προλετάριων, των αριστοκρατών ή των αστών και των μουζίκων, των επιφανών ή κορυφαίων μορφών της Τέχνης, των Γραμμάτων και των Επιστημών…, ικανοποιήθηκε και πραγματώθηκε ευχάριστα εφέτος (24-31 Ιουλίου), χάρη κυρίως στην κατανόηση, την προσπάθεια και την επιμονή, τη θέληση και την αποφασιστικότητα του Νίκου Κωνσταντάκου, ξεπερνώντας μ’ επιτυχία, ως το τέλος, τις όποιες δυσκολίες ή αντιξοότητες. Έτσι, μ’ επικεφαλής τον ίδιο και με τη συμμετοχή δεκατριών (13) συμπολιτών έγινε μια εκδρομή αναψυχής και γνώσης, αναζητήσεων και διαπιστώσεων, διάρκειας οχτώ ημερών, σε μια μεγάλη χώρα, που διαδραμάτισε στη διαδρομή των αιώνων (και διαδραματίζει ακόμα, παρά τις όποιες αλλαγές), σε παγκόσμιο επίπεδο, ρόλο πολύπλευρο, σημαντικό, δυναμικό, ανατρεπτικό κ.ά., με πρόσωπα και γεγονότα καθοριστικής σημασίας, οικουμενικής απήχησης και διάστασης πολυφωνικής (πολιτικής, στρατιωτικής, κοινωνικής, οικονομικής, πνευματικής, καλλιτεχνικής κ.ά.).

ΜΕΣΑ σε λίγες έστω μέρες, δόθηκε η δυνατότητα σε γνώριμα άτομα με διαφορετική ψυχοσύνθεση, νοοτροπία, ιδεολογική τοποθέτηση ή με άλλες αντιλήψεις, «πιστεύω» και μ’ ενδιαφέροντα ποικίλα να περιηγηθούν, να περπατήσουν, να προσεγγίσουν, να δουν και να γνωρίσουν, λίγο – πολύ, αξιοθέατα μέρη και χώρους δημόσιους ή ιδιωτικούς, όπου σε τρεις ιστορικές πόλεις – στην πολύκοσμη Μόσχα (με το περιβόητο Κρεμλίνο και το περίφημο και περίτεχνο Μετρό της), στο από τον 9ο αιώνα γνωστό και παραδοσιακό Νόβγκορντ (με τα δικά του σωζόμενα μνημεία και τα γαλήνια τοπία του) και στην επιβλητική και απολαυστική Αγία Πετρούπολη (με το έξοχο ανάκτορο – μουσείο Ερμιτάζ, τα Θερινά Ανάκτορα, τους κήπους, τους ναούς κ.ά.π.), αλλά και στο ξεχωριστό μοναστηριακό συγκρότημα του Ζαγκόρσκ (14ος αι.), είδαν το φως της ζωής, έδασαν, δημιούργησαν ή άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους, εκφράζοντας διακριτά και πολύτροπα όχι μόνο τον προσωπικό τους «κόσμο» και την εποχή τους αλλά και την πολυσύνθετη ψυχή και το πνεύμα της πατρικής μαρτυρικής τους γης και του ηρωικού λαού της – σε συγκεκριμένες καλότυχες ή δύσκολες στιγμές και συνθήκες – μορφές εκλεκτές, χαρισματικές ή πρωτοπόρες όπως αυτές του Αλέξανδρου Νιέφσκι, του Ιβάν του Τρομερού, του Μεγάλου Πέτρου, της Μεγάλης Αικατερίνης, του Αντρέι Ρουμπλιώφ, του Πούσκιν, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Τσαϊκόφσκι, του Σοστάκοβιτς, του Στραβίνσκι, του Ζαχάρωφ κ.ά.π.

ΕΚΕΙ, μέσα στους ήσυχους στενούς ή στους πλατείς πολύβουους δρόμους και στις μεγάλες λεωφόρους, ανάμεσα σε μεγαλοπρεπή και θαυμαστά παλάτια, μέγαρα, μουσεία, μοναστήρια, εκκλησίες και κοιμητήρια ή σε παλιές και σε νεότερες κατοικίες και σε ποικίλου ρυθμού ή σχήματος κτιριακές κατασκευές, ανάμεσα σε κτίσματα αρχοντικά και σε λαϊκά ξύλινα φτωχόσπιτα (άλλα εγκατελλειμμένα κι από το χρόνο ερειπωμένα ή φθαρμένα και άλλα ομορφοδιατηρημένα), ανάμεσα σε κάστρα, τείχη, γέφυρες, χρυσούς ή πολύχρωμους – σαν κράνη Τατάρων – τρούλους ανάμεσα σε αχνές ή συντηρημένες αγιογραφίες και σε σώματα ή πρόσωπα της καθημερινότητας (προσκηνυτών, επισκεπτών, διαβατών…), ανάμεσα σε πολυτελή ξενοδοχεία και σε απλής διαμονής ή διασκέδασης καταλύματα, ανάμεσα σε πολύδεντρες ή κατάφυτες απέραντες κ’ επίπεδες εκτάσεις, σ’ ευφρόσυνες πρασινάδες και σ’ άφθονα σκουρόχρωμα ή καθαρά νερά, σε πάρκα δροσερά και σε ποτάμια ηρεμίας (Μόσχοβας, Νέβας…), στα χαραγμένα όρια της κάθε διαδρομής και σε ορίζοντες χωρίς εμπόδια, ανάμεσα στο άσβηστο Χθες και στο επίπονο Σήμερα, ανάμεσα στην πάμφωτη ή σκιόφωτη Μνήμη και στη σφύζουσα – όλο ανάγκες για επιβίωση – Ζωή, ανάμεσα στην Ουτοπία και την Αλήθεια, στην Ιδέα και την Πράξη, ανάμεσα σε σελίδες – λαμπερές ή ζοφερές – της ρωσικής ιστορίας και πραγματικότητας, νιώθει κανείς παρόντα ή αισθητά, νοερά ή απτά, όχι μόνο τα σοφά ή σπουδαία Πνεύματα, που δημιούργησαν την ιδιότυπη «ταυτότηα» του ισχυρού ρωσικού κράτους και πολιτισμού, αλλά και ό,τι άλλο (μελανό ή οδυνηρό) δοκίμασε σκληρά ή σημάδεψε τις αντοχές και τις «φωνές» αυτού του τόπου και των αθώων κάθε γενιάς ανθρώπων του.

ΠΑΝΤΟΥ, σχεδόν, σε κάθε χώρο και γωνιά, τ’ αντίμαχα ή αντιθετικά (μα και συνάλληλα είτε παράπλευρα) «σημάδια» τής άκρας δύναμης και της αδυναμίας, του πλούτου (ή της χλιδής) και της φτώχειας, του κορεσμού ή της πλησμονής και της στέρησης, της γνώσης και της άγνοιας, του δεσποτισμού και της αντίστασης / αντίδρασης, του Πολέμου και της Ειρήνης, της νίκης και της ήττας, της απλής έμφυτης πίστης και της άκρατης νοσηρής θρησκοληψίας ή θεοφοβίας, των συνωμοσιών ή εγκλημάτων για την εξουσία και της (αυτο)θυσίας για το ιδανικό, της γνήσιας καλλιτεχνικής «φύσης» και της περισσής ή ογκώδους ακαλαισθησίας, του μεγαλείου και της απλότητας, του ολοκληρωτισμού ή του δογματισμού και της φιλελεύθερης πνοής, του μεσαιωνισμού ή βυζαντινισμού και της προοδευτικής – εκσυγχρονιστικής τάσης, της άβουλης παθητικότητας και του εύψυχου αγώνα ή της πάλης για το δυνατό (ή το ανέφικτο), του με θετικές και αρνητικές παραμέτρους κομμουνιστικού ιδεώδους ή συστήματος και της άφευκτης στα χρόνια μας κατάρρευσής του, της κυρίαρχης ηδύχαρης για τους πολλούς – Ύλης και του κινητήριου – για λύσεις ή «θαύματα – Πνεύματος, της θύμησης και της Λήθης, του πολύμορφου ακατάλυτου Παρελθόντος και του αντιφατικού (σε μια νέα πορεία Παρόντος…

ΟΛΑ τούτα, και άλλα μαζί, να συνθέτουν πολύσημα τα αδρό «πρόσωπο» και το «κλίμα» μιας χώρας εντυπωσιακής και αξιοθαύμαστης στην ιστορική της εξέλιξη (με τα όποια υπέρ και κατά), αξιοπρόσεκτης και ικανής να οδηγήσει τον νοήμονα και ευαίσθητο ταξιδιώτη ή τον με νου και κάτι ανοιχτό επισκέπτη της σε ποικίλους αφυπνιστικούς συλλογισμούς, σε γόνιμο προβληματισμό και διάλογο δημιουργικό, σε κρίσεις, ερωτήματα και απαντήσεις ουσίας και όχι επιφάνειας ή ρηχότητας. Κι ακόμη, σ’ ένα χωρίς προκαταλήψεις, παρωπίδες ή φανατισμούς π ρ ο σ κ ύ ν η μ α θαυμασμού και σεβασμού για ό,τι καθολικά ωραίο και διαχρονικά ανθεκτικό γεννήθηκε – ή και σήμερα, με την τωρινή του μορφή, επιχειρείται – σ’ έναν ηδύπικρο τόπο, που τόσα πολλά και διαφορετικά εγνώρισε, σε κρίσιμες στιγμές της διαμόρφωσής του, από εσωτερικούς ή εξωτερικόύς κατακτητές… Σ’ έναν τόπο, που αξίζει ιδιαίτερα σήμερα, μέσα στη νέα και ασφυκτική πολιορκία του καταναλωτισμού ή του στείρου ευδαιμονισμού να μη χάσει, αλλοτριωτικά, ό,τι παρέδωσαν ακέραιο και μοναδικό οι αιώνες και ό,τι φωτεινό χάρισε στον υπόλοιπο κόσμο η υφή και η δύναμη της ρώσικης ψηχής και σκέψης.

Αυτής, που πέρ’ από εφήμερα καθεστώτα, θεωρίες, γεγονότα και πρόσωπα ακμής και παρακμής ξεπερνά κάθε φορά τα κάθε λογής «μαύρα» και άγονα ή πνιγηρά στοιχεία (και στοιχειά) και παραδίδει – από τα χρόνια ήδη του Ρουμπλιώφ και ώς τις μέρες τού σύγχρονού μας «μάρτυρα» Αντρέι Ταρκόφσκι – για τους όποιους αδέσμευτους και ανυπότακτους «ταξιδευτές» κάθε εποχής, ό,τι ά ξ ι ο μπορεί να προσληφθεί και να σαρκωθεί σαν δώρημα και μήνυμα για την αληθινή (εσώτερη) του ανθρώπου Ανάσταση ή Επανάσταση.


Κείμενο – Φωτογραφίες: Δ.Σ.

Δέσποινας Καποδίστρια, ΜΑΝΟΥΗΛ ΓΕΔΕΩΝ "Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΓΝΗΣΙΟΣ ΦΑΝΑΡΙΩΤΗΣ"

Ο Μανουήλ Γεδεών, ο «τελευταίος», κατά πολλούς, «γνήσιος Φαναριώτης»[1], υπήρξε αναμφισβήτητα ακαταπόνητος αρχειοδίφης και πολυγραφότατος συγγραφέας. Αν και ίδιος προτιμούσε να λέγεται Μεσαιωνολόγος, θεωρώντας την Τουρκοκρατία και την προεπαναστατική περίοδο ως συνέχεια του Μεσαίωνα, συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους μελετητές του Νεότερου Ελληνισμού. Στην υπερεβδομηκονταετή συγγραφική του δραστηριότητα παρουσίασε περισσότερα από εφτακόσια δημοσιεύματα, διασκορπισμένα σε δυσεύρετα σήμερα έντυπα της Κωνσταντινούπολης και των Αθηνών, των οποίων δεν υπάρχει, δυστυχώς, πλήρης βιβλιογραφική αναγραφή.

Η ζωή και το έργο του
Γεννημένος στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (1851) από γονείς κρητικής καταγωγής, αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1869) και ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία, αρχικά ως συνεργάτης της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις και της τουρκόφωνης εφημερίδας Μικρά Ασία και στη συνέχεια ως εκδότης των βραχύβιων εβδομαδιαίων εφημερίδων Πρωία (1876) και Ανατολή (1877), επιδιδόμενος παράλληλα στην αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα, «εκ νεανικής κενοδοξίας», όπως έγραψε κι ο ίδιος. Κατά την περίοδο 1881-1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της Εκκλησιαστικής Αλήθειας, του επίσημου, δηλαδή, οργάνου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, διατελώντας ακόμα, αρχισυντάκτης (1882-1885 και 1888-1890) και επίτιμος διευθυντής (1902-1923) του εν λόγω περιοδικού. Στην Εκκλησιαστική Αλήθεια ο Γεδεών δημοσιεύει πλήθος ιστορικών μελετών, ανέκδοτων έως τότε χειρογράφων κωδίκων, πατριαρχικών σιγιλλίων και εκκλησιαστικών εγγράφων. Κυρίως δε μετά το 1897, οπότε και διορίζεται Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Γεδεών αναδιφεί το Πατριαρχικό αρχείο και δημοσιεύει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό.
Ένα μεγάλο, όμως, μέρος του έργου του προέρχεται και από την προφορική παράδοση, που ο Γεδεών πρόφτασε ζωντανή και αγωνίστηκε να τη σώσει, την ίδια στιγμή που οι σύγχρονοί του την παρέβλεπαν, μην έχοντας την επίγνωση ότι η προφορική παράδοση συμπληρώνει τη γραπτή. Στις μελέτες του πολλές φορές ασχολείται με τη γραμματολογία, τη βιογραφία, την μουσική, την πολιτική και θρησκευτική ιστορία, τη βιβλιογραφία, την επιγραφική, τη λαογραφία και την εικονογραφία. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο κύριος σκοπός του ήταν να καταγράψει και να σώσει κάθε τι το ελληνικό, προσφέροντάς το, μέσω των πολύπλευρων πραγματειών του στις επόμενες γενιές.
Πάντοτε όμως το κέντρο της ερευνητικής του περιοχής παραμένει η πατριαρχική ιστορία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την «περίοδο των κάτω χρόνων», όπως συνήθιζε να λέει. Παράλληλα, το γεωγραφικό κέντρο της ερευνητικής του δραστηριότητας παραμένει η Κωνσταντινούπολη και η περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, έχοντας όμως επεκτείνει την αρχειοδιφική του έρευνα και σε περιοχές όπως το Άγιον Όρος και η Πάτμος.

Θητεία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κι εγκατάσταση στην Αθήνα
Ωστόσο, ο Μανουήλ Γεδεών δεν αρκείται μόνο στην αναδιφική και ιστορική έρευνα κι έτσι κατά την μακρόχρονη θητεία του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που συμπίπτει με δύσκολες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας και στιγμές έντονης όξυνσης των ελληνο-οθωμανικών σχέσεων, αναμιγνύεται σε όλα τα ζητήματα που συντάραξαν είτε το ίδιο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, είτε γενικότερα την ελληνική ομογένεια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα, οι ρωσικές βλέψεις επί του Αγίου Όρους, το Βουλγαρικό Σχίσμα, το ζήτημα των θρησκευτικών προνομίων των μειονοτήτων που ζούσαν στα οθωμανικά εδάφη, και τέλος, η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την Ελληνική κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1922).
Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, δηλαδή από το 1921 έως και το θάνατό του το 1943, ο Γεδεών ίδρυσε (1926) και διηύθυνε τον Σύλλογο των Μεσαιωνικών Γραμμάτων, καθώς και την περιοδική έκδοση του συλλόγου, Μεσαιωνικά Γράμματα (Α΄ 1933, Β΄ 1935). Επιπροσθέτως, εκτός του οφικίου του Μεγάλου Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε δεχθεί ακόμα τα οφίκια του Χρονογράφου του ιδίου Πατριαρχείου (1901) και του Υπομνηματογράφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (1920)˙ ήταν μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας και το 1929 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον τομέα της Βυζαντινής Ιστορίας.

Ιδιάζουσα Προσωπικότητα
Σαν άνθρωπος ο Μέγας Χαρτοφύλαξ, υπήρξε, σύμφωνα με τους συγχρόνους του, ιδιόρρυθμος. Ο Γ. Βαλέτας, στην νεκρολογία που του αφιερώνει στην Νέα Εστία, τον σκιαγραφεί αριστοτεχνικά, γράφοντας ότι ούτε η προσφυγιά ούτε και το ξερίζωμα από το Φανάρι ανέκοψαν την ιδιότροπη έκφραση του Γεδεών, τον πατριαρχικό αέρα, τις απότομες κινήσεις τις γεμάτες πνεύμα και λεπτό χιούμορ, την κατά καιρούς αλαζονεία του ή την αγκαθωτή ειρωνεία και την ελευθερόστομη κριτική για τα σύγχρονα ή και τα περασμένα. Αλλά ούτε και το κέφι και η έγνοια του για την επιστήμη άλλαξαν ποτέ. Μάλιστα δε, αυτή η έγνοια γύρω από την επιστήμη ήταν που οδηγούσε συχνά τον Γεδεών σε μικρολογίες, εθελοκακίες κι ιδιοτροπίες[2].
Ως ιστορικός ο Γεδεών, δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη μέθοδο αλλά προτιμά την χρονολογική και τοπική κατάταξη του ιστορικού υλικού, αδιαφορώντας για την εσωτερική αταξία και τις επαναλήψεις. Ελλείψει μεθόδου, κατάταξης, κριτικής επεξεργασίας, ευρετηρίων και περιεχομένων, το έργο του, σύμφωνα και με τον ίδιο, «κολυμβά εις ωκεανόν». Στα γραπτά του καταργεί ακόμα και τα κεφαλαία γράμματα των παραγράφων και των περιόδων, μιμούμενος, πιθανότατα, τους βυζαντινούς κωδικογράφους[3]. Το χαρακτηριστικότερο, όμως, της μεθόδου του Γεδεών είναι η σκόπιμη παράλειψη υποσημειώσεων και παραπομπών στις πηγές του, «προς απελπισμόν», καθώς έλεγε, «των Ελλήνων λογοκλόπων».

Θεμελιωτής των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών
Επιλογικά, αξίζει να σημειωθεί ότι από αναδιφική και ιστοριογραφική άποψη, το έργο του Γεδεών είναι μια τεράστια προσφορά στις επόμενες γενιές μελετητών. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Ν. Τωμαδάκη, ο Γεδεών διακρίνεται ως ο κατεξοχήν ιστοριογράφος και αναδιφητής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας[4]. Κατά συνέπεια, και με βάση την βαθειά αφοσίωσή του στην επιστήμη, τη φιλοπονία του και κυρίως το αρχειοδιφικό του έργο, καθώς και τον όγκο και την σημαντικότητα των πραγματειών του, ο Μανουήλ Γεδεών συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και ο αιώνιος αντίζηλος του Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς και ο Κ. Σάθας[5].
Τέλος, άξια μνείας είναι τα ακόλουθα έργα του Γεδεών: Χρονικά Πατριαρχικής Ακαδημίας: ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής (Κωνσταντινούπολις 1883), Βυζαντινόν Εορτολόγιον (Κωνσταντινούπολις 1896), Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα εκκλησιαστικά ημών δίκαια (Κωνσταντινούπολις 1910), Αποσημειώματα χρονογράφου 1780-1800-1869-1913 (Αθήναι 1932), Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήναι 1934), Πατριαρχικαί Εφημερίδες: ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής ιστορίας 1500-1912 (Αθήναι 1936-1938), Ιστορία των του Χριστού πενήτων 1453-1913 (Αθήναι 1939).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, «Γεδεών Μανουήλ», ΘΗΕ 4 (1964) 242.
[2] Βλ. Γ. Βαλέτα, «Μανουήλ Γεδεών» (Νεκρολογία), Νέα Εστία 34 (1943) 1418.
[3] Βλ. ό.π. σελ. 1420.
[4] Βλ. Ν. Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, τ. 1 Κλεις της Βυζαντινής Φιλολογίας, Έκδοσις 3η, Αθήναι, Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Μυρτίδη, 1965, σελ. 129.
[5] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, ό.π.
[Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 471, Σεπτέμβριος 2007, σελ. 104-107]
Related Posts with Thumbnails