© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου: ΤΑ ΕΚΑΤΟΝ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

[Περίληψη της Ομιλίας του κατά την Τελετή Αναγόρευσής του ως Επιτίμου Διδάκτορος του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αθήνα, 25 Σεπτεμβρίου 2008]



Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή. Και επειδή με τον γραπτό και προφορικό λόγο προσπαθώ να εκφράζω την θεολογία, που είναι η φωνή της Εκκλησίας, γι' αυτό και θεωρώ ότι η τιμή ανάγεται στην ίδια την Εκκλησία και την Ιεραρχία, της οποίας είμαι μέλος.

Βαθειά μου πεποίθηση είναι ότι μέσα στην Εκκλησία δεν υπάρχουν αυτονομήσεις, αλλ' ο καθένας με το χάρισμά του υπηρετεί την ενότητά της. Και για να θυμηθώ την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, στο Σώμα της Εκκλησίας οι Επίσκοποι επέχουν θέση «οφθαλμών», που βλέπουν και ποιμαίνουν, οι μοναχοί, λόγω της νεκρώσεως, επέχουν θέση «τριχώματος»-κόμης που κοσμούν την Εκκλησία, και οι Καθηγητές θεολόγοι επέχουν θέση «οδόντων», οι οποίοι λιώνουν την τροφή και την προσφέρουν στον λαό. Έτσι θεωρώ και την θέση των Θεολογικών Σχολών στην Εκκλησία. Οφείλω να ομολογήσω αυτήν την εκκλησιολογική αλήθεια.

Επειδή στην παρούσα πανηγυρική τελετή πρέπει να καταθέσω λόγο κατάλληλο για την περίσταση, επέλεξα να παρουσιάσω περιληπτικά ως θέμα το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά που επιγράφεται «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα», να εκθέσω μια άποψη που έχει διατυπωθή γι' αυτό και να καταθέσω μια υπόθεση, που, από ό,τι γνωρίζω, θα ακουσθή για πρώτη φορά στον επιστημονικό κόσμο. Άλλωστε με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ασχολούμαι πάνω από σαράντα χρόνια.


1. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και Αυγουστίνος

Το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» είναι ένα συνοπτικό κείμενο, το οποίο ως προς τον τρόπο συγγραφής υπενθυμίζει έργα άλλων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου κλπ. και θεωρείται ως μια σύνοψη της διδασκαλίας του Αγίου στα σημεία που είχε αναπτύξει προηγουμένως στον διάλογό του με τον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο. Σε παρόμοιες περιπτώσεις όλοι οι συγγραφείς κάποτε, ύστερα από μερικά χρόνια, καταλήγουν στο να κάνουν μια ευσύνοπτη περίληψη της έως τότε διατυπωθείσης διδασκαλίας τους. Όμως, το έργο αυτό εσχάτως δημιούργησε έναν προβληματισμό.

Διατυπώθηκε η άποψη ότι ο άγιος Γρηγόριος για να συγγράψη το κείμενο αυτό χρησιμοποίησε το έργο του ιερού Αυγουστίνου De Trinitate, παρέλαβε αυτούσιες εκφράσεις από αυτό, ως προς τις αριστοτελικές κατηγορίες στον Θεό, χωρίς να αναφέρη την πηγή του, ακόμη δε παρέλαβε και την «αυγουστίνεια ψυχοθεολογική τριάδα "mens – notitia (η cognitio η scientia η verbum) – amor"», δηλαδή νους, λόγος, αγάπη-έρως. Μάλιστα δε παρατίθεται και ένα χαρακτηριστικό χωρίο.

Βεβαίως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν γνώριζε την λατινική γλώσσα, αφού ήταν «μονόγλωσσος». Αυτό, όμως, δεν θεωρείται ιδιαίτερο πρόβλημα, γιατί το έργο του ιερού Αυγουστίνου De Trinitate είχε μεταφρασθή στα ελληνικά πριν το 1281 από τον Μάξιμο Πλανούδη. Κατά την άποψη αυτή ένα αντίγραφο και μάλιστα το παλαιότερο του κειμένου αυτού διασωζόταν στην Μονή Βατοπαιδίου, όπου και το βρήκε ο Παλαμάς την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 1347 και τους πρώτους μήνες του 1348, όταν μετέβη στο Άγιον Όρος μετά την άρνηση των Θεσσαλονικέων να τον δεχθούν ως Μητροπολίτη, μετά την εκλογή του.

Διαβάζοντας την άποψη αυτή για την σχέση μεταξύ της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του ιερού Αυγουστίνου, αισθάνθηκα βαθυτάτη έκπληξη, γιατί γνώριζα από τις πολυχρόνιες, πάνω από σαράντα χρόνια, μελέτες μου πάνω στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου ότι ο ίδιος αντιμετώπισε τον Βαρλαάμ, ο οποίος εξέφραζε τις δυτικές παραδόσεις της σχολαστικής θεολογίας και είχε επηρεασθή από τις απόψεις του ιερού Αυγουστίνου. Πως είναι δυνατόν, διερωτόμουν, να αντικρούη ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον Βαρλαάμ και, συγχρόνως, να αποδέχεται τις απόψεις του ιερού Αυγουστίνου, στις οποίες, κατά βάση, στηριζόταν ο Βαρλαάμ, ως νεοπλατωνιστής και ως εκφραστής του δυτικού σχολαστικισμού;

Θεωρώ όμως ότι δεν είναι δυνατόν να συμβαίνη κάτι τέτοιο για τους εξής λόγους:

Πρώτον, διότι τα έργα του Αυγουστίνου ήταν εν πολλοίς άγνωστα στους Ορθοδόξους Πατέρες της Εκκλησίας μέχρι του 13ου αιώνος «ότε ελάχιστα γραπτά δείγματα της θεολογικής του σκέψεως μετεφράσθησαν».
Δεύτερον, διότι ο Βαρλαάμ, τον οποίον αντέκρουσε ο άγιος Γρηγόριος, εξέφραζε την δυτική παράδοση, όπως είχε διαμορφωθή από τις απόψεις του Αυγουστίνου σε πολλά ζητήματα, ότι δηλαδή η αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού γίνεται μέσω γινομένων και απογινομένων κτιστών συμβόλων της θεότητος, ώστε όταν ο Θεός δεν δίνη την ανώτερη αποκάλυψη αμέσως δια του νοός, την δίνει μέσα από τις ανθρώπινες αισθήσεις• ότι δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ θείας ουσίας και ακτίστου ενεργείας• ότι η θεία Χάρη είναι μία κτιστή έξη που ενώνεται με την ψυχή και κατευθύνει το θέλημα του ανθρώπου από τα μεταβλητά στον αμετάβλητο Θεό, στον Οποίο ο άνθρωπος βρίσκει την ευδαιμονία με την ικανοποίηση των επιθυμιών του• ότι η Βασιλεία του Θεού είναι κτιστή• και γενικά οι απόψεις του Βαρλαάμ περί αποκαλύψεως, κολάσεως και Βασιλείας είχαν διαμορφωθή με την επίδραση της αυγουστίνειας θεολογίας.

Τρίτον, διότι ούτε ο Βαρλαάμ είχε κατανοήσει την γνήσια πατερική παράδοση, όπως εκφραζόταν από τους ησυχαστές Πατέρες, επειδή οι Φραγκολατίνοι είχαν καθυποτάξει ολόκληρη την πατερική παράδοση στα κατηγορήματα του Αυγουστίνου –γι αυτό και ο Βαρλαάμ άκουσε, όταν ήλθε στην Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά ερμηνείες διαφορετικές από εκείνες που γνώριζε και προέρχονταν από τον Αυγουστίνο και εξεπλάγη– αλλά ούτε και «ο Παλαμάς και ο κύκλος του αντελήφθησαν την Αυγουστίνειον προέλευσιν των κακοδοξιών του Βαρλαάμ». Άλλωστε, οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες δεν λάμβαναν ποτέ υπ’ όψη τους τα έργα και την σκέψη του Αυγουστίνου «τα οποία, εξ άλλου, ουδέποτε απετέλεσαν βάσιν των οικουμενικών Συνόδων και της διδασκαλίας των Πατέρων».

Έτσι, η άποψη ότι ο Παλαμάς χρησιμοποίησε το κείμενο του ιερού Αυγουστίνου περί της Αγίας Τριάδος, κατά μετάφραση του Μαξίμου Πλανούδη, δύσκολα μπορεί να γίνη αποδεκτή, γιατί θεωρώ ότι ο οξυνούστατος και θεοπτικότατος Γρηγόριος Παλαμάς, που είχε έκτακτα διανοητικά χαρίσματα αλλά και προσωπική εμπειρία του Τριαδικού Θεού, όπως φαίνεται από την βιογραφία που συνέταξε ο συμμοναστής του Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος, αν είχε διαβάσει το συγκεκριμένο κείμενο του Αυγουστίνου, θα αντιλαμβανόταν την στοχαστική του υποδομή και τις αποκλίσεις του από την Ορθόδοξη Παράδοση. Δηλαδή, αυτός που έκανε λεπτότατη κριτική στον Βαρλαάμ για σοβαρά δογματικά θέματα θα ήταν αδύνατον να είχε διαβάσει το κείμενο του ιερού Αυγουστίνου και να μην είχε αντιληφθή την σχέση που υπήρχε μεταξύ των απόψεων του ιερού Αυγουστίνου και του Βαρλαάμ.

Βεβαίως στο έργο «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» αναφέρονται και ερμηνεύονται οι δέκα αριστοτελικές κατηγορίες ήτοι, ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, που, ποτέ, ποιείν, πάσχειν, έχειν, κείσθαι. Είναι ακόμη γνωστόν ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εγνώριζε από τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη την αριστοτελική φιλοσοφία και δεν θα περίμενε κανείς να μάθη τις αριστοτελικές κατηγορίες του Αριστοτέλη από το σχετικό έργο του Αυγουστίνου. Από τον άγιο Φιλόθεο Κόκκινο γνωρίζουμε ότι ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε μελετητής του Αριστοτέλους. Μάλιστα γράφεται γι' αυτό το θέμα ότι ο Γρηγόριος περάτωσε άριστα την μελέτη της γραμματικής και την ρητορική, ώστε από όλους «και αυτών φημί των τηνικαύτα καθηγητών τε και κορυφαίων του λόγου καθ’ υπερβολήν εν λόγοις τε και συγγράμμασι θαυμασθήναι, τοιούτος εν γε τοις φυσικοίς τε και λογικοίς, και απλώς πάσι τοις Αριστοτελικοίς ώφθη, ως και τον επί σοφία παντοδαπή και μαθήμασι μάλιστα θαυμαζόμενον υπό πάντων το τηνικαύτα….». Μάλιστα γράφεται ότι ο λογοθέτης και διαπρεπής λόγιος Θεόδωρος Μετοχίτης, διαλεγόμενος με τον Γρηγόριο ενώπιον του Βασιλέως για τα λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλους, εξεπλάγη για όσα ανέλυσε ο Γρηγόριος και είπε στον Βασιλέα: «Ει παρών ακροατής (εν. ο Αριστοτέλης) καθίστατο τούτου, επήνεσεν αν ου μετρίως, ως εγώ νομίζω. Εγώ δ’ εκείνο», φησί «λέγω τέως, ότι τοιαύτας έδει τας ψυχάς και τας φύσεις είναι των μετιόντων τους λόγους, και μάλιστα τα τω Αριστοτέλει τουτωί δια πολλών φιλοσοφηθέντα και συγγραφέντα».
Ωστόσο υπάρχουν δύο ιδιαίτερα σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης.

Το ένα σημείο είναι ότι στο συγκεκριμένο έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά υπάρχει ένα απόσπασμα από το De Trinitate έργο του ιερού Αυγουστίνου, ήτοι «θέσεις και έξεις και τόποι και χρόνοι και ει τι τοιούτον, ου κυρίως επί θεού λέγονται, αλλά μεταφορικώς…». Νομίζω ότι αυτό μπορεί να ελεγχθή ως παρέμβλητο, γιατί δεν έχει και μεγάλη εξάρτηση με το κείμενο. Το μεγαλύτερο επιχείρημα το οποίο δείχνει ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν εγνώριζε το συγκεκριμένο έργο του ιερού Αυγουστίνου, κατά την μετάφραση του Μαξίμου Πλανούδη, είναι ότι δεν θα δεχόταν να λάβη μερικές ανώδυνες φράσεις από το έργο αυτό, όταν θα διαπίστωνε ότι αμέσως λίγο κάτω υπήρχαν χωρία του ιερού Αυγοστίνου που υποστήριζαν το Filioque.

Συγκεκριμένα το χωρίο αυτό βρίσκεται στο πέμπτο βιβλίο De Trinitate του ιερού Αυγουστίνου. Όμως το θεωρώ απίθανον, έως αδύνατον, να διάβασε το συγκεκριμένο έργο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και να μη αντιλήφθηκε ότι η σκέψη του ιερού Αυγουστίνου είναι προβληματική από ορθοδόξου προοπτικής. Και αυτό γιατί στην επόμενη ακριβώς παράγραφο ο ιερός Αυγουστίνος φαίνεται ότι δεν μπορεί να κάνη την διάκριση μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, όταν γράφη: «Ουσίαν δε λέγω, ως οι Γραικοί λέγουσιν, ην ημείς οι Λατίνοι συνηθέστερον υπόστασιν ονομάζομεν. Λέγουσιν μεν γαρ κακείνοι υπόστασιν, αλλ' ουκ οίδα τι βούλονται είναι το μεταξύ ουσίας και υποστάσεως…». Επίσης, είναι απίθανον να μην αντιλήφθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι ευθύς αμέσως η σκέψη του ιερού Αυγουστίνου καταλήγει στο Filioque, όταν γράφη ότι το Άγιον Πνεύμα είναι δώρο του Πατρός και του Υιού που δίδεται στους ανθρώπους και ότι «το Πνεύμα το άγιον και του Πατρός και του Υιού πνεύμα εστιν». Και βεβαίως εδώ δεν εννοείται η εκ μόνου του Πατρός εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και η εκ του Πατρός δια και εκ του Υιού εν χρόνω πέμψη, όπως διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Στο συγκεκριμένο χωρίο του ιερού Αυγουστίνου αντιστρέφονται τα πράγματα, αφού λέγεται ότι «ομολογητέον τον Πατέρα και τον Υιόν αρχήν είναι του αγίου Πνεύματος, ου δύο αρχάς», δηλαδή αναφορικώς προς το Άγιον Πνεύμα είναι μία αρχή (Πατήρ-Υιός), αναφορικώς δε προς την κτίση ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι μία αρχή. Αυτό σημαίνει ότι ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνει διάκριση μεταξύ αϊδίου εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός και πέμψεώς του εν χρόνω δια και εκ του Υιού, ο ιερός Αυγουστίνος αντιθέτως ομιλεί για εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, καθώς επίσης για ενέργεια του Τριαδικού Θεού στην κτίση. Η αίρεση του Filioque φαίνεται και σε άλλα βιβλία του ιερού Αυγουστίνου.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Γιατί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προσέλαβε από το συγκεκριμένο έργο του Αυγουστίνου ένα χωρίο που δεν έχει και τόση σημασία και αμνήστευσε την αίρεση του Filioque που υπάρχει στις αμέσως επόμενες σελίδες;

Το άλλο σημείο είναι ότι υπάρχουν μερικές κοινές εννοιολογικές ομοιότητες μεταξύ του έργου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του συγκεκριμένου έργου του ιερού Αυγουστίνου, κυρίως το σχετικό με την αυγουστίνεια ψυχολογική θεώρηση περί της Αγίας Τριάδος, και ιδίως ότι το Άγιον Πνεύμα είναι έρως του Πατρός προς τον Λόγο, από την οποία προέρχεται η αίρεση του Filioque. Και αυτό ελέγχεται, γιατί πρόκειται για μια εικόνα που την χρησιμοποιεί ο άγιος Γρηγόριος, αλλά καταλήγει σε αντίθετα συμπεράσματα από ο,τι ο Αυγουστίνος και βεβαίως δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς την διανείσθηκε από τον Αυγουστίνο.

Κατά συνέπειαν υπάρχουν τρεις θέσεις σχετικά με την πατρότητα του έργου «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα». Η πρώτη ότι είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά που χρησιμοποίησε χωρία του Αυγουστίνου. Δεν μπορώ να αποδεχθώ αυτήν την υπόθεση. Η δεύτερη πιθανή θέση ότι είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στο κύριο μέρος του, αλλά κάποιος μεταγενέστερος θεολόγος έκανε σχετικές παρεμβάσεις. Και η τρίτη θέση, η οποία κατά την άποψή μου είναι η πιθανότερη, είναι ότι το έργο με τίτλο «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» δεν είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά μεταγενεστέρου συγγραφέα.

Μια τέτοια υπόθεση μπορεί κανείς να εντοπίση και στα όσα λέγει ο Καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, ότι δηλαδή τα «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» δεν «αποτελούν οριστικήν διατύπωσιν της συνολικής θεολογικής και πνευματικής διδασκαλίας του Γρηγορίου του Παλαμά, ως συνήθως λέγεται» και ότι η χειρόγραφη παράδοση δεν είναι πλούσια. Επίσης, αν διαβάση κανείς το κείμενο αυτό, διαπιστώνει μια διαφορετική φρασεολογία και σκέψη που δεν παρατηρεί στα άλλα κείμενα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ιδίως στα θέματα της κοσμολογίας.

Αν αυτό έχη μια βάση, τότε απομένει η άποψη ότι το έργο «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» είναι γραμμένο από μεταγενέστερο θεολόγο που γνώριζε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και την θεολογία του ιερού Αυγουστίνου και έκανε την σύνοψη μεταξύ αυτών των δύο, καθώς επίσης γνώριζε και την λατινική γλώσσα. Μια τέτοια υπόθεση μπορεί να αποκαθάρη και τα όσα αποδίδονται στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, δεδομένου ότι σε άλλα κείμενά του καταδικάζει με ορθόδοξα επιχειρήματα την αιρετική διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και του Υιού.

Το ερώτημα, όμως, που δημιουργείται είναι, ότι αν ευσταθή μια τέτοια υπόθεση, τότε ποιός θα μπορούσε να είναι ο συνθέτης του έργου «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» που γνώριζε και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και τις απόψεις του ιερού Αυγουστίνου, αλλά και την λατινική γλώσσα;

Μελετώντας το θέμα αυτό και συζητώντας με διαφόρους εντόπισα δύο τέτοια πιθανά πρόσωπα.

Ο πρώτος μπορεί να είναι ο Μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης, ο οποίος είναι σύγχρονος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και κατά πάσαν πιθανότητα γεννήθηκε μεταξύ 1315 και 1320, έγινε Μητροπολίτης Νικαίας τουλάχιστον το 1366 και απέθανε το 1380 η 1381. Συνδεόταν προσωπικά με τον Αυτοκράτορα Ιωάννην Στ’ τον Καντακουζηνό, φίλο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και έλαβε μέρος στην διένεξη υπέρ του ησυχασμού. Ο Γεννάδιος Σχολάριος τον θεωρούσε ως τον καλύτερο αντιρρητικό του Βυζαντίου. Τα περισσότερα από τα έργα του παραμένουν ανέκδοτα. Μπορεί εδώ να σημειώση κανείς τα έργα του «Κατά βαρλααμιτών και ακινδυνιστών, περί θαβωρείου φωτός» και «κατά Λατίνων, ειδικώς περί του Αγ. Πνεύματος».

Ο Σπύρος Λάμπρου, που συνέταξε κατάλογο των χειρογράφων του Αγίου Όρους, απέδωσε στον Νικαίας Θεοφάνη την πατρότητα των έργων που αποδίδονται στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά «Διάλεξις ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου κατά μέρος ανασκευάζουσα την βαρλααμίτιδα πλάνην» και «του αυτού ορθοδόξου Θεοφάνους διάλεξις προς τον από Βαρλααμιτών επιστρέψαντα Θεότιμον». Όμως, ο Καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου με επιχειρήματα καταλήγει, χωρίς καμμιά αμφιβολία, ότι και τα δύο αυτά έργα, καίτοι στους κώδικες παραμένουν με ανωνυμία συγγραφέως, πλην του κώδικος της Μονής Διονυσίου που δίνει το όνομα του Γρηγορίου του Παλαμά, εν τούτοις ανήκουν στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η χρησιμοποίηση του ονόματος Θεοφάνης αναφέρεται στον συγγραφέα, επειδή κηρύσσει την Θεοφάνεια, την θέα του ακτίστου Φωτός.

Ο δεύτερος που μπορεί να είναι, καθ’ υπόθεσιν, ο συνθέτης του σημαντικού αυτού έργου είναι ο Γεννάδιος Σχολάριος που γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1398-1405 και απέθανε μετά το 1472. Πρόκειται για έναν αξιόλογο θεολόγο, που υπήρξε και ο πρώτος Πατριάρχης μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος εγνώριζε την λατινική γλώσσα και μετέφρασε κείμενα του Θωμά του Ακινάτου στην ελληνική γλώσσα. Ως έργα του Γενναδίου Σχολαρίου φέρονται τα: «Μετάφρασις του "περί του είναι και της ουσίας" του Θωμά», «Υπόμνημα εις το "Περί του είναι και της ουσίας" του Θωμά», «Μετάφρασις του υπομνήματος του Θωμά εις το περί ψυχής έργον του Αριστοτέλους».
Μπορεί κανείς να μελετήση επισταμένως τα έργα του Γενναδίου Σχολαρίου, για να επιχειρήση να εντοπίση εσωτερικές μαρτυρίες, δηλαδή σημεία τα οποία ενδεχομένως συμπίπτουν με φράσεις που υπάρχουν στο έργο «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα». Έχω κατά νουν να κάνω αυτό το έργο, κατά τον ελεύθερο χρόνο που μου επιτρέπουν τα αρχιερατικά μου καθήκοντα και άλλες πειρασμικές καταστάσεις.

Από όσα παρετέθησαν προηγουμένως εξάγονται τρία συμπεράσματα.

Πρώτον, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν εγνώριζε το κείμενο του Αυγουστίνου De Trinitate ούτε δανείσθηκε αποσπάσματα και ιδέες από αυτό και, βεβαίως, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου διαφέρει σαφέστατα από την θεολογία του ιερού Αυγουστίνου.

Δεύτερον, τα «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα», κατά την πιθανότερη εκδοχή, είναι έργο μεταγενεστέρου συγγραφέως, που γνώριζε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Αυγουστίνου και επεχείρησε αυτήν την σύνθεση. Έλαβε δηλαδή ολόκληρα χωρία από κείμενα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, χρησιμοποίησε και του ιερού Αυγουστίνου, και όλο το έργο το απέδωσε στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Μεταξύ των συγγραφέων που πιθανόν επεχείρησαν αυτό το έργο συγκαταλέγονται ο Νικαίας Θεοφάνης και ο Γεννάδιος Σχολάριος, με πιθανότερον τον δεύτερο. Χρειάζεται, όμως, περαιτέρω έρευνα.

Τρίτον, κανείς δεν μπορεί να αρνηθή ότι το σημαντικό αυτό έργο, στα βασικά του σημεία, εκφράζει την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που είναι διδασκαλία της Εκκλησίας, αφού άλλωστε παρατίθενται ολόκληρα κείμενά του. Στην πραγματικότητα, εκτός από μια εικόνα που χρησιμοποιείται ορθόδοξα για να δηλώση τις σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, και την παράθεση ενός κειμένου του ιερού Αυγουστίνου που αναφέραμε πιο πάνω, πρόκειται για ένα παλαμικό έργο, που είναι ορθόδοξο και πατερικό. Δεν παύει από του να έχη μεγάλη αξία, αφού παρατίθενται κείμενα και θεολογικά σημεία της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και εκφράζει την δογματική και ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, που διαφέρει σαφέστατα από την διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου.

Θα πρέπει να δεχθούμε τον ησυχασμό που διαφέρει από τον σχολαστικισμό του Βαρλαάμ, ο οποίος στηρίζεται στον Θωμά τον Ακινάτη, και αυτός στον νεοπλατωνιστή Αυγουστίνο και τον Αριστοτέλη, όπως σαφέστατα φαίνεται στο έργο του Θωμά Suma theologika.


3. Θεολογία και ποιμαντική

Ας μου επιτραπή στο τέλος της ομιλίας μου να αναφερθώ σε ένα άλλο σημείο, που είναι κατά την γνώμη μου αξιοσημείωτο.

Τα «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» είναι σημαντικά και συνιστούν μια ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, που συνδέει κατά τρόπο θαυμαστό την θεολογία, δηλαδή τα περί Θεού, την κοσμολογία, την ανθρωπολογία, την οικονομία, δηλαδή τα της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, και την σωτηριολογία η οποία βιώνεται όταν ο άνθρωπος μετέχη της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού. Έτσι, το περιεχόμενο του σημαντικού αυτού κειμένου προσδιορίζει το έργο της ορθοδόξου ποιμαντικής.

Πράγματι, η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι σχολαστική και ιδεολογική, δεν είναι ηθικιστική και ουμανιστική, αλλά είναι κατ' εξοχήν ποιμαντική, που εξασκείται στον «χώρο» της Εκκλησίας.

Ο σύγχρονος θεολόγος, πρέπει να κάνη έρευνα στα κείμενα των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας, γιατί αυτά είναι τα κτιστά ρητά, νοήματα και εικονίσματα της αρρήτου και ακτίστου πραγματικότητος. Παράλληλα, όμως, πρέπει να κάνη έρευνα σε ζωντανούς οργανισμούς, που βιώνουν και μετέχουν της αποκαλυπτικής εμπειρίας της θεώσεως, και είναι οι μάρτυρες του Θεού σε κάθε συγκεκριμένη εποχή. Στην συνέχεια πρέπει να εισέλθη στον άδη της ανθρώπινης αποτυχίας, δηλαδή να μεταφέρη τα πορίσματα της θεολογικής έρευνας και εμπειρίας στους ανθρώπους που είναι τραυματισμένοι και πληγωμένοι.

Κάπως έτσι εργάζεται και ο επιστήμονας ιατρός ερευνητής. Ερευνά τα δεδομένα της κτιστής πραγματικότητας, προσπαθεί να αντιληφθή τον τρόπο και την συμπεριφορά μιας αρρώστιας, ερευνά το γονιδίωμα μέσα στο επιστημονικό εργαστήριο, αγωνίζεται να ανακαλύψη το κατάλληλο φάρμακο, κάνει δοκιμές και κλινικές εφαρμογές και στην συνέχεια διοχετεύει το φάρμακο στην αγορά προκειμένου να αντιμετωπισθή ο ανθρώπινος πόνος. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνη και με την πνευματκή ασθένεια και τους θεολόγους που ασχολούνται με την θεραπεία του ανθρώπου. Πέρα από την έρευνα σε μνημειακές και βιβλικές και ζωντανές πηγές, τον απασχολεί ο ανθρώπινος πόνος.

Σήμερα επικρατεί βαθύτατος πόνος, υπαρξιακός και κοινωνικός. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πληγωμένος και τραυματισμένος και γι’ αυτό και οι Κληρικοί και θεολόγοι πρέπει να βοηθήσουμε, με τους τρόπους που υποδεικνύουν τα κείμενα των πεπειραμένων, αλλά και η ζωή των συγχρόνων μεγάλων ζωντανών θεολόγων της εποχής μας. Έτσι συνδυάζεται η θεολογία με την ποιμαντική της Εκκλησίας και σε αυτό το θέμα βλέπω τον σύνδεσμο μεταξύ των Θεολογικών Σχολών και της Διοικήσεως και ποιμαντικής της Εκκλησίας. Με αυτόν τον τρόπο γνώρισα και τους Καθηγητές μου στην Θεολογική Σχολή, οι οποίοι είχαν ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα και με διαφόρους τρόπους μας οδηγούσαν στο Άγιον Όρος και έτσι σπουδάσαμε την θεολογική επιστήμη, με τις αναλύσεις των πατερικών κειμένων, σε συνδυασμό με την ζωντανή παράδοση που βρίσκαμε στο Άγιον Όρος.

Δεν είναι δυνατόν σήμερα να αντιμετωπίζουμε τα εκκλησιαστικά θέματα αποκεκομμένα από τα κτιστά ρήματα και νοήματα των θεουμένων, αλλά και αποξενωμένα από την εμπειρία των αγίων που βίωσαν τα άρρητα-άκτιστα ρήματα. Αλλά και δεν είναι δυνατόν να εξασκήται μια ηθικολογική και αθεολόγητη ποιμαντική στον άνθρωπο που είναι ψυχικά και υπαρξιακά τραυματισμένος και πληγωμένος.

Αυτήν την αγωνία του συγχρόνου ανθρώπου την διάβασα γραμμένη με ρεαλιστικό τρόπο στο γνωστό μυθιστόρημα του Νοστογέφσκι με τίτλο: «Το υπόγειο». Στο στόμα του ήρωά του η μάλλον του αντί-ήρωά του ο Νοστογιέφσκι βάζει τα εξής καταπληκτικά λόγια:
«Γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες; Τι ζητάμε; ούτε κι οι ίδιοι ξέρουμε! Θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελλοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν. Σταθείτε, προσπαθήστε, για παράδειγμα, να μας δώσετε περισσότερη ανεξαρτησία• βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώστε τον κύκλο της δράσης σας• χαλαρώστε την κηδεμονία, ε λοιπόν ναι σας διαβεβαιώνω, εμείς όλοι…. θα ξαναζητήσουμε αμέσως την κηδεμονία….

Αφήστε μας μόνους, χωρίς βιβλία, κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε• δεν θα ξέρουμε που να στηριχθούμε και σε τι να αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε τι πρέπει να αγαπήσουμε η να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε η να περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε και χρόνια και χρόνια μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει. Σε λίγο, θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέσα απ' το "υπόγειο"».

Πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη του Ντοστογιέφσκι που βιώνεται τόσο ανάγλυφα στην εποχή μας ότι «θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελλοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν». Εντυπωσιακή ακόμη η άποψή του ότι, αν μείνουμε μόνοι μας, χωρίς τα βιβλία θα πελαγώναμε. Και πολύ αξιοπρόσεκτη η άποψή του ότι «είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε και χρόνια και χρόνια μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί».

Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να εκπέμψη σήμερα η Εκκλησία με την θεολογία της και η θεολογία της Εκκλησίας με τους ορθοδόξους θεολόγους είναι ο λόγος της ορθοδόξου θεολογίας και ο τρόπος του ησυχασμού. Ομιλώ σε Πανεπιστημιακούς Δασκάλους που γνωρίζουν επαρκώς τα θέματα αυτά, και γνωρίζουν ασφαλώς ότι η θεολογία ως χαρισματική κατάσταση είναι η γνώση του Θεού και η ησυχία είναι ο τρόπος και η μέθοδος δια της οποίας ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τις ποικίλες εξαρτήσεις, γίνεται ελεύθερος και πορεύεται προς την εμπειρία της γνώσης του Θεού. Βεβαίως, υπάρχουν και σήμερα μερικοί (Κληρικοί και λαϊκοί) που ζουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά έχουν σαφέστατα επηρεασθή από τον σχολαστικισμό και τον ηθικισμό της Δύσεως και δεν μπορούν να εννοήσουν την ορθόδοξη πατερική θεολογία που κινείται πέρα από σχολαστικά και ηθικιστικά πρότυπα, γι' αυτό σκανδαλίζονται από το κάθε τι ορθόδοξο που ακούν και διαβάζουν.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ορίζει την ησυχία ως
«την νου και κόσμου στάσιν, την λήθη των κάτω, την μύησιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν• αύτη πράξις ως αληθώς, επίβασις της ως αληθώς θεωρίας η θεοπτίας, ειπείν οικειότερον η μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής».
Αυτή είναι η θεολογική μέθοδος γνώσεως του Θεού και ταυτόχρονα επιλύσεως των υπαρξιακών, πνευματικών και κοινωνικών προβλημάτων. Και αυτήν την ουσιαστική πλευρά της Εκκλησίας αναζητά ο σύγχρονος άνθρωπος.

Προσπαθώ να πορεύομαι «κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα» και να συντονίζομαι στα όσα μου έχουν προσφέρει οι αείμνηστοι Καθηγητές μου στην Θεολογική Σχολή και οι σύγχρονοι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, εκ των οποίων πολλοί είναι παρόντες και των οποίων τα έργα διαβάζω, αλλά και οι Πνευματικοί Πατέρες μου, Επίσκοποι, Ιερομόναχοι και Μοναχοί, οι οποίοι γνώριζαν και βίωναν εμπειρικά την Ορθόδοξη Παράδοση. Μέσα στην ύπαρξή μου είναι στενά συνδεδεμένα τα Σπουδαστήρια της Θεολογικής Σχολής, με τα ιερά Φροντιστήρια της ερήμου του Αγίου Όρους και τα «υπόγεια» του ανθρώπινου πόνου, με τον οποίο ασχολούνται οι Πνευματικοί Πατέρες.

Πάντως, η τιμή που μου προσφέρατε σήμερα με την αναγόρευσή μου εις επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με ενδυναμώνει και με ενθαρρύνει τόσο στην ερευνητική μου προσπάθεια όσο και στην ποιμαντική διακονία και γι’ αυτό σας ευχαριστώ θερμά.


Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Κάρολου Παπούλια: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΚΑΡΟΛΟΥ ΠΑΠΟΥΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΣΕ ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
(Ιωάννινα, 12 Νοεμβρίου 2007)


Σεβασμιώτατε,
Κύριε Πρύτανη,
Κύριε Εκπρόσωπε του Πρωθυπουργού,
Κύριε Αντιπρόεδρε της Βουλής,
Κύριοι Βουλευτές,
Κύριοι Νομάρχες,
Κύριε Γενικέ Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου,
Κύριοι Δήμαρχοι,
Στρατηγέ – Διοικητά της 8ης Μεραρχίας,
Κυρίες και Κύριοι,

Αποτελεί ξεχωριστή τιμή για μένα η αναγόρευσή μου σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, και του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων. Του Πανεπιστημίου της γενέτειράς μου, που κατάφερε να αποκτήσει, χάρη στην ποιότητα του έργου του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού του, και χάρη στη φιλομάθεια και τις πρωτοβουλίες των φοιτητών του, φήμη όχι μόνον πανελλαδική, αλλά και διεθνή. Αξίζει, όμως, να υπογραμμιστεί, επίσης, πως η συνεχής φροντίδα και αγάπη των εκάστοτε αρχών της πόλης για το Πανεπιστήμιο, μα πάνω απ’ όλα του γιαννιώτικου λαού αλλά και όλων των Ηπειρωτών, αποτέλεσε το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο άνθησε το σπουδαίο αυτό λίκνο της γνώσης.

Επέλεξα ως θέμα της σημερινής μου ομιλίας τη σχέση της πολιτικής με την ηθική. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Νομίζω πως στη ζωή μου βρέθηκα, με τον έναν ή άλλον τρόπο, μέσα από ποικίλες διαδρομές, αντιμέτωπος με προβλήματα που είχαν έντονη την ηθική διάσταση.

Μικρός, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, έζησα τον τιτάνιο αγώνα του λαού μας να επιβιώσει παρά τις απίστευτες στερήσεις, και θαύμασα το ηθικό μεγαλείο της αντίστασής του στους κατακτητές. Ήταν ένα υπέροχο μάθημα ηθικής της ελευθερίας, αυτοσεβασμού, αξιοπρέπειας και πατριωτισμού εκ μέρους των Ελλήνων απέναντι στους δυνάστες της χώρας μας.

Αργότερα, οι σπουδές μου στα Νομικά μ’ έφεραν σε επαφή με το πρόβλημα της σχέσης δικαίου και ηθικής. Από φοιτητής πίστευα πως, αντί για μια «στενά» νομική ερμηνευτική προσέγγιση των κανόνων δικαίου, πρέπει να αναζητούμε τα ηθικοπολιτικά θεμέλιά τους. Άλλωστε, οι νόμοι ρυθμίζουν κοινωνικά φαινόμενα, συμπεριφορές του βίου μας, ατομικού και συλλογικού, οπότε η ηθικοπολιτική τους διάσταση είναι προφανής. Η θέση αυτή αποδείχτηκε ορθή, ιδιαίτερα σήμερα που η άνθηση «εκλεπτυσμένων» αντιθετικιστικών θεωριών στη Φιλοσοφία του Δικαίου συνέβαλε στο να μειωθεί και στην Ελλάδα ο αριθμός των υποστηρικτών του νομικού θετικισμού. Αλλά και όσοι έμειναν πιστοί σ’ αυτόν αναγκάστηκαν να ανανεώσουν το θεωρητικό τους οπλοστάσιο, γεγονός ευχάριστο, καθώς προάγει την ποιότητα της επιχειρηματολογίας των δύο πλευρών.

Η ανάμειξή μου όμως στην πολιτική υπήρξε αναμφίβολα το πιο απαιτητικό σχολείο για μένα, αλλά ταυτόχρονα και το πιο γενναιόδωρο – με την έννοια της προσφοράς πολύτιμων διδαγμάτων και εμπειριών. Η συμμετοχή μου στον αγώνα για την πτώση μιας δικτατορίας που αποτέλεσε όνειδος για τον πολιτικό πολιτισμό μας, και, κατόπιν, στην πολιτική ζωή μιας δημοκρατικά οργανωμένης Πολιτείας, όπως και στη δημιουργία μιας ευνομούμενης διεθνούς κοινωνίας, είχε ως τελικό σκοπό μια δικαιότερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία.

Κυρίες και Κύριοι,
Όλα τα ζητήματα, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά, έχουν μια ηθική διάσταση. Είναι λοιπόν επόμενο να αναρωτιέται κανείς ποια είναι η σχέση πολιτικής και ηθικής κατά την πρακτική εφαρμογή της πρώτης.

Κορυφαία πνεύματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχουν ασχοληθεί με το ερώτημα αυτό. Ο Θουκυδίδης, στο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων, μας περιγράφει, ηθικά αποστασιοποιημένος, τη σύγκρουση δύο αντιλήψεων στις διακρατικές σχέσεις. Αυτής που στηρίζεται στη δύναμη, στην πολιτική των κανονιοφόρων, και αυτής που στηρίζεται στην επίκληση του Δικαίου. Ο Machiavelli, με τον «Ηγεμόνα» του, επιχείρησε να διατυπώσει τους κανόνες της αποτελεσματικής διοίκησης στην εποχή του, οπότε ήρθε αντιμέτωπος με το ζήτημα της δημόσιας ευθύνης του Ηγεμόνα να προάγει συνεχώς το καλό της πατρίδας του και των υπηκόων του μέσω της επιλογής των ενεργειών που απαιτούνται γι’ αυτό το σκοπό. Ο Machiavelli δεν διαχωρίζει την ηθική από την πολιτική, ούτε είναι υπέρμαχος του κυνισμού, αλλά θέλει να πείσει τους συγχρόνους του ότι, σε σχέση με την επιδίωξη της χίμαιρας της τέλειας πολιτείας, ορθότερη και συνετότερη είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων και των αναγκών που υπαγορεύονται από τις συνθήκες της πραγματικής πολιτείας.
Οι ερμηνείες που δόθηκαν στο έργο του προέρχονται από ποικίλες οπτικές γωνίες: από συντηρητικούς στοχαστές σαν τον Leo Strauss, από εκπροσώπους της θεωρίας της απόφασης σαν τον Παναγιώτη Κονδύλη, από μαρξιστές σαν τον Louis Althusser και από φιλελεύθερους σαν τον Quentin Skinner. Σημαντική, όμως, υπήρξε και η μονογραφία του Παναγιώτη Νούτσου, «Machiavelli – Πολιτικός σχεδιασμός και Φιλοσοφία της Ιστορίας», ακριβώς επειδή μόνον στο πλαίσιο της μελέτης της Φιλοσοφίας της Ιστορίας μπορούμε να αντιληφθούμε πώς γεννήθηκε η σκέψη ενός στοχαστή, μέσα σε ποια πνευματική και πολιτική παράδοση εντάσσεται αυτή, τι νέο κομίζει (εάν κομίζει) και, τελικώς, εάν επηρεάζει ή όχι τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται οι μεταγενέστεροί του.

Η ηθική και η πολιτική δεν είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Η επίκληση της ηθικής δεν είναι πάντοτε ένας τρόπος συγκάλυψης των αξιώσεων ισχύος εκείνου που την επιχειρεί. Μια τέτοια αντίληψη θα απέληγε σ’ έναν ακραίο αξιακό σχετικισμό, που είναι επικίνδυνος τόσο για τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή, όσο και για το διεθνές σύστημα. Πιστεύω, άλλωστε, πως αυτός ο αξιακός σχετικισμός ήταν από τις κύριες αιτίες της κατάρρευσης του αρχαίου κόσμου.

Γενικότερα, δεν βρίσκω πειστικές τις σκεπτικιστικές ή και μηδενιστικές αμφισβητήσεις της αντικειμενικότητας των ηθικών κρίσεων, που συνήθως έχουν ως αφετηρία ορισμένες συνολικές μεταφυσικές απόψεις για τη δομή της πραγματικότητας, τη λειτουργία της γλώσσας και τη σχέση της με τον κόσμο ή την υφή των αξιών, και τούτο παρά το γεγονός ότι κάποιες από αυτές τις απόψεις ασκούν πνευματική γοητεία. Από την άλλη, βέβαια, η κανονιστική ή «ουσιώδης» ηθική, αυτή με την οποία αναζητούμε τους κανόνες της πρακτικής μας, δεν μπορεί να αδιαφορεί και για τη μεταηθική, που αφορά όχι μόνον στη λογική και σημασιολογική διερεύνηση του ηθικού λόγου, αλλά προσφάτως χρησιμοποιείται για να δηλώσει και κάθε γνωσιολογική και οντολογική προσέγγιση της ηθικής. Διότι χωρίς τη μεταηθική είναι δύσκολη η υπεράσπιση της αντικειμενικότητας και της αλήθειας των ηθικών κρίσεων που διατυπώνουμε στο πλαίσιο της κανονιστικής ηθικής.

Έπειτα από αυτές τις αναγκαίες γενικές τοποθετήσεις μου για τη φύση των ηθικών κρίσεων, επικεντρώνω πλέον την ανάλυσή μου σε κάποιες σημαντικές παραμέτρους της σχέσης της πολιτικής με την ηθική.

Ασφαλώς, η πολιτική δεν ασκείται σε ηθικό κενό. Οι πολιτικοί οφείλουν πρωτίστως να σέβονται το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, δεν αρκεί όμως μόνον η τυπική τους συμμόρφωση προς το νομικό μας καθεστώς. Πολλές από τις πράξεις τους και τις συμπεριφορές τους δεν τις κρίνουμε μόνον πολιτικά, αλλά και ηθικά. Έτσι, κρίνουμε ηθικά –και όχι μόνον πολιτικά– έναν πολιτικό που θεωρούμε διεφθαρμένο. Επίσης, αποτελεί όχι μόνον παραδεκτή αλλά και αναγκαία «ηθικοποίηση της πολιτικής» η θέσπιση, για παράδειγμα, νόμων για την αποτελεσματικότερη προστασία των κοινωνικά και οικονομικά αδυνάτων, των γυναικών, των παιδιών, των μεταναστών, κλπ.

Συχνά, επίσης, λένε ορισμένοι ότι η ηθική είναι υποκειμενική, ενώ συγχρόνως αναφέρονται σε συγκεκριμένες ενέργειες και γεγονότα, για να αποδείξουν ότι αυτά παραβιάζουν την ηθική στις διεθνείς σχέσεις. Δεν συνειδητοποιούν πριν απ’ όλα την έλλειψη εσωτερικής συνέπειας στην επιχειρηματολογία τους. Μια έλλειψη συνέπειας που προκύπτει από το γεγονός ότι ο πρώτος τους ισχυρισμός ανήκει στη μεταηθική τους τοποθέτηση, ενώ ο δεύτερος προϋποθέτει μια συγκεκριμένη κανονιστική αντίληψη της ηθικής στις διεθνείς σχέσεις, η οποία αντιβαίνει στην πρώτη.

Επομένως, βεβαίως και υπάρχει ηθική στις διεθνείς σχέσεις, δηλαδή αξίες και αρχές που τις διέπουν, ανεξάρτητα από το εάν κάποιοι συμφωνούν με αυτές και κάποιοι όχι. Το κρίσιμο θέμα είναι ότι από την οργάνωση της διεθνούς κοινότητας απουσιάζει το στοιχείο της εκτελεστότητας, ενώ η έννοια της ηθικής και το περιεχόμενο του εφαρμοστέου δικαίου διαμορφώνονται κυρίως μέσα από το πρίσμα των συμφερόντων των ισχυρών. Η συνεπής εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και η ενίσχυση της ουσιαστικής λειτουργίας των Διεθνών Οργανισμών, ιδίως των Ηνωμένων Εθνών, θα ενισχύσουν τις ηθικές βάσεις της διεθνούς κοινωνίας. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι εκείνα τα κράτη που στο παρελθόν αψήφησαν τις επιταγές της ηθικής και ενστερνίστηκαν την Machtpolitik στη διεθνή τους συμπεριφορά, γνώρισαν αργά ή γρήγορα τη συντριβή, όσο ισχυρά κι αν ήταν. Και αυτό γιατί η ηθική διάσταση εμπεριέχει πολιτική δυναμική, όπως ιστορικά έχει φανεί σε επαναστατικές περιόδους.

Η σχέση όμως της πολιτικής με την ηθική στο χώρο των διεθνών σχέσεων γνωρίζει και μια νέα παράμετρο, τα τελευταία χρόνια. Όλο και περισσότεροι στοχαστές, αλλά και πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, συνειδητοποιούν ότι η έννοια της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης πρέπει να λάβει τη μορφή συγκεκριμένων πολιτικών προς όφελος των ασθενέστερων χωρών, σ’ έναν κόσμο όπου εμφανίζονται όλο και ισχυρότερες μορφές εξάρτησης και αλληλουχίας.

Ωστόσο, οι ηθικές προκλήσεις για την παγκόσμια πολιτική δεν σταματούν εδώ. Ο κίνδυνος ολοκληρωτικής καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος είναι καταφανής, και η ανάγκη λήψης επειγόντων –και οδυνηρών για τους ισχυρούς– μέτρων είναι δεδομένη, και μάλιστα πιεστική. Εδώ υπεισέρχεται η έννοια της διαγενεακής δικαιοσύνης, δηλαδή της υποχρέωσής μας να νοιαζόμαστε για το τι περιβάλλον θέλουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές και να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αναστρέψουμε τη σημερινή πορεία συνεχούς επιδείνωσης της κατάστασης.

Το ζήτημα της ασφάλειας και της ταυτόχρονης προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μια επίσης μεγάλη πρόκληση για τις σημερινές κοινωνίες και τις ηγεσίες τους: μας θέτει ενώπιον τεράστιων πολιτικών, νομικών και ηθικών ευθυνών. Καλό είναι όμως να θυμόμαστε πως η Ιστορία έχει αποδείξει ότι έσφαλαν όσοι πίστεψαν πως με βασανισμούς ή εξευτελισμούς ανθρώπων επιτυγχάνεται η ασφάλεια.

Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα των σημερινών καιρών είναι οι προκλήσεις που θέτουν στην Επιστήμη, το Δίκαιο και τη Βιοηθική, τον κλάδο αυτόν της Εφαρμοσμένης Ηθικής, η Γενετική και η Βιοτεχνολογία. Για να αντιμετωπιστούν, απαιτείται ουσιαστική συνεργασία της Πολιτείας με τους επιστήμονες και άνοιγμα προς την κοινωνία, ώστε τα ηθικά διλήμματα που γεννά η ανάπτυξη της Γενετικής και της Βιοτεχνολογίας να καταστούν αντικείμενο ευρείας δημόσιας συζήτησης, πριν από οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμισή τους.

Κυρίες και Κύριοι,
Το ζήτημα της σχέσης της πολιτικής με την ηθική είναι ευρύτατο, και έχει ένα πλήθος από πτυχές. Ήθελα να σας παρουσιάσω ορισμένες μόνον σκέψεις και προβληματισμούς μου, και να εκφράσω την ελπίδα ότι οι κοινωνίες και οι διανοητές όλου του κόσμου θα συνεχίσουν έναν γόνιμο, ερευνητικό διάλογο, που θα τροφοδοτήσει τη σκέψη κάθε πολίτη.

Κλείνω την ομιλία μου τονίζοντας ότι, καθώς παραμένω βαθιά ουμανιστής, έχω εμπιστοσύνη στη ικανότητα του ανθρώπου να βρίσκει τελικά πάντοτε τον σωστό βηματισμό για τη συνέχιση της πορείας του, και γι’ αυτό πιστεύω ότι θα αντεπεξέλθει και τούτη τη φορά με επιτυχία στις μεγάλες ηθικές και πολιτικές προκλήσεις της εποχής μας. Θα αντεπεξέλθει όμως μόνον εφόσον όλοι αντιληφθούμε ότι η βάση της πολιτικής πρακτικής τόσο σε εθνικό, όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο, δεν μπορεί να είναι άλλη από την κοινωνική δικαιοσύνη και την προστασία των αδυνάτων.-

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου: ΕΝ ΠΑΙΔΕΙᾼ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙᾼ ΚΥΡΙΟΥ

[Ὁμιλία κατά τήν τελετήν ἀναγορεύσεως Αὐτοῦ εἰς ἐπίτιμον Διδάκτορα τοῦ Παιδαγωγικοῦ Τμήματος Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας,
Φλώρινα, 17 Σεπτεμβρίου 2005]


Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλε,
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Φλωρίνης, Πρεσπῶν καί Ἑορδαίας κύριε Θεόκλητε,
Ἐλλογιμώτατε καί ἀγαπητέ κύριε Πρόεδρε τῆς Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας,
Ἐλλογιμώτατοι κύριε Κοσμῆτορ καί κύριοι Πρόεδροι τῶν Τμημάτων,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταί,
Φίλοι φοιτηταί καί φοιτήτριαι καί λοιποί ἀκροαταί,

Μέ πολλήν χαράν καί συγκίνησιν ἀπεδέχθημεν τήν τιμητικήν πρόσκλησίν σας νά ἀνέλθωμεν εἰς τό βῆμα καί νά σᾶς ἀπευθύνωμεν κατ᾽ ἀρχήν τόν ὁλοκάρδιον χαιρετισμόν τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μητρός Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, καί ἐν συνεχείᾳ τόν προσωπικόν ἡμῶν ὁλοκάρδιον χαιρετισμόν. Μαζί μέ τούς χαιρετισμούς, σᾶς φέρομεν ἀπό τήν σεπτήν Καθέδραν μας τάς εὐλογίας τῶν σεβασμάτων τοῦ Γένους, τά ὁποῖα πολύ ὀλίγοι πλέον φυλάσσομεν εὐλαβῶς. Ἀλλ᾽ οἱ ὀλίγοι αὐτοί ἔχουν πολλήν τήν ἀγάπην καί τόν σεβασμόν πρός αὐτά καί οὕτως ὑπεραναπληροῦν τήν ἐλλείπουσαν μέριμναν τῶν ἀπόντων.

Πλέον τῶν χαιρετισμῶν καί τῶν εὐλογιῶν, σᾶς ἐκφράζομεν τάς εὐχαριστίας μας διά τήν ἀγάπην σας, ἡ ὁποία προεκάλεσε τήν πρόσκλησίν σας. Αὐτή ἡ ἀγάπη σας εἶναι τό πολυτιμότερον δῶρον, τό ὁποῖον μᾶς προσφέρετε. Διότι, πράγματι, διά πάντα ἄνθρωπον τό πάντοτε ἐλλεῖπον καί ζητούμενον καί μηδέποτε εἰς κόρον ἐρχόμενον εἶναι ἡ ἀγάπη ἀπό τόν ἄλλον. Τοῦτο γνωρίζων ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε πρός τούς Ρωμαίους «μηδενί μηδέν ὀφείλετε εἰμή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους» (Ρωμ. 13, 8).

Τό ὑπαρξιακόν κενόν, τό ὁποῖον ζῇ εἰς τήν πλειονότητά της ἡ σύγχρονος ἀνθρωπότης, ὀφείλεται εἰς τήν ἔλλειψιν αἰσθήσεως κοινωνίας μέ τά ἄλλα πρόσωπα, μέ τά ὁποῖα ἕκαστος συμβιώνει ἐν ἀποξενώσει. Ἡ σωματική ἐγγύτης δέν ἀναπληρώνει τήν ψυχικήν καί πνευματικήν ἀπόστασιν, μᾶλλον δέ ἐπιτείνει τήν αἴσθησιν τοῦ κενοῦ. Εἶναι ἀναμενόμενον νά αἰσθάνεταί τις μόνος, ὅταν εἶναι μόνος σωματικῶς. Ἀλλ᾽ εἶναι ὀδυνηρόν νά αἰσθάνεται μόνος ἐν μέσῳ πλήθους γνωστῶν, συνεργατῶν, συνανθρώπων καί ἐνίοτε καί μελῶν τῆς ἰδίας αὐτοῦ οἰκογενείας.

Ὡς ἐκ τούτου, αἰσθάνεται μεγάλην ἀνάπαυσιν ὁ ἄνθρωπος ὅταν συναντᾶται μέ συνανθρώπους του, οἱ ὁποῖοι ἐκδηλώνουν διά τό πρόσωπόν του ἀνυπόκριτον ἀγάπην καί ἀνιδιοτελές ἐνδιαφέρον, ὡς ἐν προκειμένῳ. Βεβαιοῦται δέ ἡ καρδία μας διά τήν ἀνυπόκριτον ἀγάπην σας καί τό ἀνιδιοτελές ἐνδιαφέρον σας, διότι ἡμεῖς δέν ἔχομεν νά σᾶς προσφέρωμεν κάτι τό ὁποῖον θά ἠμποροῦσε νά ἱκανοποιήσῃ ποιάν τινα προσωπικήν ἰδιοτελῆ σας ἐπιθυμίαν.

Αἰσθανόμεθα ἐπίσης ὅτι ἡ ἀγάπη σας αὐτή στρέφεται καί ἀγκαλιάζει τόν ὅλον θεσμόν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τά πρόσωπα τά ὁποῖα τόν πλαισιώνουν. Τοῦτο, λόγῳ τοῦ ὅτι ταῦτα, ὡς ἄλλοι τριακόσιοι Λακεδαιμόνιοι, φυλάσσουν πνευματικάς Θερμοπύλας μέχρις ἐσχάτης αὐτῶν πνοῆς μέ τήν ἐλπίδα ὅτι οἱ Μῆδοι δέν θά περάσουν. Αὐτόν τόν θεσμόν αἰσθανόμεθα ὅτι τιμᾶτε διά τῆς ἀνακηρύξεως τῆς ἡμετέρας Μετριότητος εἰς ἐπίτιμον διδάκτορα τοῦ ὑμετέρου εὐφήμως γνωστοῦ Παιδαγωγικοῦ Τμήματος Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας. Ὡς ἐκπρόσωπος δέ αὐτοῦ τοῦ σεβαστοῦ καί ὑπερχιλιοχρόνου θεσμοῦ ἀπεδέχθημεν τήν τιμήν αὐτήν, διότι ὄντως ἐλάμπρυναν αὐτόν πρόσωπα ἅγια καί πεπαιδευμένα καί πολλῶν τιμῶν ἄξια, ἔστω καί ἄν οἱ σήμερον στελεχοῦντες αὐτόν ὑστεροῦμεν πολύ τῶν προκατόχων ἡμῶν.

Ὡς πτωχόν δέ ἀντίδωρον τῆς πλουσίας τιμῆς, διά τῆς ὁποίας ἐφιλοδωρήσατε ἡμᾶς, θά προσφέρωμεν εἰς τήν ἀγάπην σας ὀλίγας σκέψεις ἐπί τοῦ θέματος:

ΕΝ ΠΑΙΔΕΙᾼ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙᾼ ΚΥΡΙΟΥ

Σᾶς εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τούς τελευταίους χρόνους ὀξεῖα διεξάγεται συζήτησις περί τῆς χρησιμότητος τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς εἰς τήν δημοσίαν ἐκπαίδευσιν. Οἱ μέν, ἐπικαλούμενοι τήν παράδοσιν τοῦ Γένους ἡμῶν καί τήν εἰσφοράν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν διατήρησιν τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητος ἡμῶν, ὡς καί πολλά ἄλλα ἐπιχειρήματα, φρονοῦν ὅτι ἡ θρησκευτική ἀγωγή εἶναι λίαν ἀπαραίτητος καί χρήσιμος διά τούς νέους καί τό κράτος. Οἱ δέ, ἐπικαλούμενοι κυρίως τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν καί τήν λεγομένην οὐδετερότητα τοῦ κράτους ἔναντι τῶν θρησκειῶν, προτείνουν νά καταργηθῇ τελείως ἡ θρησκευτική ἀγωγή ἀπό τήν δημοσίαν ἐκπαίδευσιν ἤ τοὐλάχιστον νά μετατραπῇ εἰς θρησκειολογικήν ἐγκυκλοπαιδικήν γνῶσιν, ὥστε νά δύναται ὁ νέος ἐν καιρῷ νά ἐπιλέξῃ ἐλευθέρως ἄν θά ἔχῃ θρησκευτικήν πίστιν καί ποία θά εἶναι αὐτή.

Κρίνοντες μέ κριτήρια τελείως ἀντικειμενικά, χωρίς οὐδεμίαν προκατάληψιν προερχομένην ἐκ τῆς ἐν τῇ Χριστιανικῇ Ἐκκλησίᾳ ἡγετικῆς θέσεως ἡμῶν, ἔχομεν πεισθῆ ὅτι ἡ χριστιανική θρησκευτική ἀγωγή εἶναι χρησιμώτατον καί πολυτιμότατον στοιχεῖον τῆς καθόλου ἀγωγῆς τοῦ νέου.

Κατ᾽ ἀρχήν, αἱ διεθνεῖς συμβάσεις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν ἀναγνωρίζουν εἰς τούς γονεῖς τό δικαίωμα νά δίδουν εἰς τά τέκνα των τήν προτιμωμένην ἀπό αὐτούς θρησκευτικήν καί φιλοσοφικήν ἀγωγήν. Ἀσφαλῶς τό δικαίωμά των αὐτό δύνανται νά τό ἀσκήσουν καί διά τῆς ἀξιώσεως ὅπως καί εἰς τά δημόσια σχολεῖα δίδεται ἡ ἀνάλογος θρησκευτική ἀγωγή, ἰδίως εἰς τάς κοινωνίας ἐκείνας ὅπου τεράστιαι πληθυσμιακαί ὁμάδες ἀνήκουν εἰς τό αὐτό θρήσκευμα, διότι εἰς αὐτάς δέν ὑπάρχει θρησκευτικός κατακερματισμός, προκαλῶν δυσχερείας εἰς τά ἐκπαιδευτικά προγράμματα. Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι αἱ δυσχέρειαι αὗται, ὅπου τυχόν ὑπάρχουν, ἀποτελοῦν ἐπαρκεῖς καί ἀνεπιδέκτους ὑπερβάσεως λόγους διά τούς ὁποίους νά ἀποκλεισθῇ ἡ θρησκευτική ἀγωγή ἀπό τά δημόσια σχολεῖα, διότι μέ ὀλίγην προσπάθειαν καί καλήν θέλησιν εὑρίσκονται πάντοτε ἱκανοποιητικαί λύσεις.

Ἡ χριστιανική θρησκευτική ἀγωγή συντελεῖ εἰς τό νά ἀποκτήσῃ ὁ νέος ἠθικάς ἀρχάς συμπεριφορᾶς. Βεβαίως πολλαί πηγαί ἠθικῆς προτείνονται, ἀλλά ἐκείνη ἡ ὁποία ἀσκεῖ τήν ἐντονωτέραν ἐπίδρασιν εἰς τήν ψυχήν τοῦ παιδός καί τοῦ νέου εἶναι ἡ ἔχουσα ὡς ἀναφοράν της τήν πίστιν εἰς τόν Θεόν τῆς ἀγάπης, τόν πάνσοφον καί πατρικόν, ὁ ὁποῖος δίδει ὁδηγίας συμπεριφορᾶς ἀκριβῶς διά τό καλόν τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ὡς ἐκδήλωσιν μιᾶς αὐθαιρέτου ἰσχυρᾶς θελήσεως.

Αἱ ἐγκληματολογικαί στατιστικαί καί αἱ κοινωνιολογικαί ἔρευναι παρέχουν πλῆθος στοιχείων πειθόντων καί τούς πλέον δυσπίστους ὅτι οἱ στερούμενοι ὑγιοῦς χριστιανικῆς θρησκευτικῆς πίστεως καί ἀγωγῆς εἶναι ἐπιρρεπεῖς εἰς τάς παραβάσεις καί τήν ἀντικοινωνικήν συμπεριφοράν, τήν χρῆσιν ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν καί τήν ἀποφυγήν τῆς παραγωγικῆς ἐργασίας. Ἀσφαλῶς ἡ ὁμάς αὐτή τῶν ἀνθρώπων ἐπιβαρύνει τήν κοινωνίαν διά τεραστίων δαπανῶν προστατευτικῶν τῶν λοιπῶν μελῶν αὐτῆς καί ἀναμορφωτικῶν τῶν δραστῶν, μέ ἐπισφαλῆ πάντοτε ἀποτελέσματα. Ἡ ἀρχή τοῦ προμηθεῖν εἶναι πάντοτε λυσιτελεστέρα τῆς τοῦ ἐπιμηθεῖν καί, ἐάν δέν ἔχωμεν προκατάληψιν κατά τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς, θά δεχθῶμεν ὅτι αὐτή ὡς μέθοδος προλήψεως ἀντικοινωνικῶν φαινομένων εἶναι ἀποδοτική.

Ἑπομένως, καί ἄν ἀκόμη προσωπικῶς δέν μετέχομεν τῆς Χριστιανικῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, θά πρέπει νά ἐπικροτήσωμεν τήν διδασκαλίαν αὐτῆς εἰς τά δημόσια σχολεῖα, ἰδίᾳ κατά τό ἠθικόν μέρος αὐτῆς, διότι ἐξ αὐτῆς θά προέλθουν μεγάλα κοινωνικά ὀφέλη, ὡς ἡ μείωσις τῆς παραβατικότητος καί τῆς ἐν γένει ἀντικοινωνικῆς συμπεριφορᾶς.

Ἡ χριστιανική διδασκαλία, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ἀνόθευτος ἀπό ἀνθρωπίνας παρανοήσεις, περιέχει ὡς βασικά στοιχεῖα αὐτῆς τήν ἐλευθερίαν καί τήν γνῶσιν ἀφ᾽ ἑνός, τήν ἀγάπην καί τήν καταλλαγήν ἀφ᾽ ἑτέρου καί τήν ἐργασίαν καί τήν αὐτοσυγκράτησιν ἐκ τρίτου. Ὅλα δέ αὐτά ἐντάσσονται ἐντός ἑνός πλαισίου ἀπηλλαγμένου ὑπερτροφικοῦ ἐγωϊσμοῦ καί φιλοδοξίας καί χρωματισμένου ἀπό σεβασμόν πρός τόν συνάνθρωπον καί τήν ἐλευθερίαν του καί ἀπό τήν ἀποφυγήν τῆς καταχρήσεως τῆς ἰσχύος τῶν ἰσχυρῶν εἰς βάρος τῶν ἀδυνάτων.

Πιστεύομεν ὅτι οὐδεμία σύγχρονος πολιτισμένη κοινωνία ἔχει λόγους νά διαφωνῇ διά τήν ἐμφύτευσιν αὐτῶν τῶν ἀρχῶν εἰς τούς νέους αὐτῆς διά τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως.

Ἡ Ἀποστολική διαπίστωσις «οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β´ Κορ. 3, 18) καί ἡ Ἀποστολική διακήρυξις «ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε» (Γαλ. 5,13) κονιορτοποιοῦν τούς ἀντιλόγους ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική Πίστις περιορίζει τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀτόμου. Ἀλλά ἐλευθερία εἶναι ἡ ἀπεξάρτησις ἀπό τάς ἀλόγους ἐπιθυμίας τοῦ ἀτόμου καί ἡ δυνατότης αὐτοελέγχου διά τῆς χρήσεως τοῦ κυβερνήτου νοῦ καί ὄχι ἡ καταναγκαστική ψυχολογικῶς ὑπόκυψις εἰς τάς οἱασδήποτε ὁρμεμφύτους καί ἐνστικτώδεις παρορμήσεις. Ἡ σοφία τῶν Ἁγίων ἔχει ἐπιγραμματικῶς διακηρύξει τήν ἀλήθειαν ὅτι «ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται» (Β´ Πέτρ. 2, 20). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἧττα ἀπέναντι εἰς τήν ἐπιθυμίαν δέν ἀποτελεῖ πρᾶξιν ἐλευθερίας, ὡς ἐσφαλμένως νομίζεται ὑπό πολλῶν, ἀλλά ὑποδούλωσιν εἰς τό πάθος, ἤτοι τήν ψυχικήν ἀνελευθερίαν.

Ὑπό τήν ἔννοιαν ταύτην ἡ χριστιανική ἀγωγή εἶναι ὄντως ἀγωγή ἐλευθερίας, τά δέ ἀντιθέτως ὑποστηριζόμενα ὑπό τινων, θεωρούντων τάς ἠθικάς ἐπιταγάς ὡς φραγμούς κατά τῆς ἐλευθερίας, εἶναι ἐσφαλμένα καί ὀφείλονται εἰς τήν παρανόησιν τῆς ἐννοίας τῆς διαρκοῦς ἐλευθερίας, ἐν ἀντιβολῇ πρός τήν ἔννοιαν τῆς στιγμιαίας ἐλευθερίας. Διότι, πράγματι, πᾶς ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπιλέξῃ τήν δουλείαν, ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ἧς στιγμῆς ἐπιλέξῃ ταύτην χάνει μονίμως πλέον τήν ἐλευθερίαν του. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται νά δουλωθῇ, πράττει ἐξ ἴσου ἐλευθέρως μέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος προτιμᾷ τήν δουλείαν, μέ τήν διαφοράν ὅτι εὑρίσκεται διαρκῶς ἐν ἐγρηγόρσει καί ἐν ἀγῶνι διατηρήσεως τῆς ἐλευθερίας του, διότι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀγαθόν διαρκές, κινδυνεῦον διαρκῶς καί χρῆζον διαφυλάξεως διαρκοῦς. Ἡ ἐφ᾽ ἅπαξ κατανάλωσις τῆς ἐλευθερίας ὁδηγεῖ εἰς τήν μόνιμον δουλείαν, οἱονδήποτε κατ᾽ εὐφημισμόν ὄνομα δῆθεν ἐλευθέρου καί ἄν δίδεται εἰς τήν κατάστασιν τοῦ πνευματικῶς δούλου.

Ἐπί πλέον, ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική ἀντίληψις περί τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία στηρίζεται εἰς τόν λόγον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8, 32), συνδυάζει κατά τρόπον ἐναργῆ τήν γνῶσιν τῆς ἀληθείας πρός τήν ἐλευθερίαν καί ἐνθυμίζει τόν ποιητήν ὁ ὁποῖος εἶπεν ὅτι «συλλογᾶται σωστά ὅποιος συλλογᾶται ἐλεύθερα», ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι γνῶσις τῆς ἀληθείας καί κρίσις περί αὐτῆς καί ἐλευθερία τοῦ πνεύματος ἀπό προκαταλήψεις εἶναι ἔννοιαι σύστοιχοι καί συνυπάρχουσαι. Αὐτό ἀποκαλύπτει τήν μεγάλην σημασίαν τήν ὁποίαν ἀποδίδει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τήν γνῶσιν τῆς ἀληθείας καί τήν μεγάλην πλάνην ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ πίστις ἀπορρίπτει τήν γνῶσιν. Ἰσχύει τό ἀκριβῶς ἀντίθετον. Ὁ Χριστός χαίρει ἐρευνώμενος, ὡς λέγει τροπάριόν τι ἀναφερόμενον εἰς τήν ψηλάφησιν τοῦ Θωμᾶ, διότι ὅσον βαθυτέρα εἶναι καί ἀντικειμενικωτέρα ἡ ἔρευνα τόσον σαφέστερον ἀποκαλύπτεται ἡ ἀλήθεια τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως.

Συμπεραίνομεν, ὅθεν, ὅτι ἡ Χριστιανική ἀγωγή εἶναι ἀγωγή γνώσεως καί ἐλευθερίας, ἤτοι προσανατολίζει τήν ψυχήν τοῦ νέου πρός τάς δύο αὐτάς ἀξίας αἱ ὁποῖαι πολύ ἐκτιμῶνται σήμερον εἰς τάς κοινωνίας μας. Συνεπῶς, τοιαύτη χριστιανική ἀγωγή ἐνδείκνυται νά προσφέρεται εἰς τήν δημοσίαν ἐκπαίδευσιν.

Μεταξύ τῶν σκοπῶν τῆς ἀγωγῆς περιλαμβάνεται καί ἡ διαμόρφωσις τοῦ χαρακτῆρος τῶν ἐκπαιδευομένων ἐπί τῇ βάσει ὡρισμένων προτύπων, ἀποδεκτῶν κοινωνικῶς. Ἀτυχῶς σήμερον τά προτεινόμενα πρότυπα ὑπό τῶν μέσων ἐνημερώσεως δέν εἶναι οἱ ἐργάται τοῦ καλοῦ, τῆς ἐπιστήμης καί τῆς ἀρετῆς, ἀλλά οἱ κερδίζοντες χρήματα, δόξαν ἤ φήμην καί ἀπολαύσεις. Ἐν τούτοις, τά πρότυπα αὐτά δέν εἶναι τά πλέον χρήσιμα εἰς τήν κοινωνίαν, διότι ἐμφοροῦνται ἀπό ὑπερβολικόν ἀτομισμόν καί καθιστοῦν τόν ἑαυτόν των ἐπίκεντρον τοῦ κόσμου. Ἡ Χριστιανική ἀγωγή ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου προβάλλει ὑγιᾶ πρότυπα χρήσιμα εἰς ἑαυτά καί εἰς τήν κοινωνίαν. Εἶναι οἱ μεγάλοι φιλάνθρωποι, οἱ μεγάλοι εὐεργέται, οἱ μεγάλοι Ἅγιοι, οἱ μεγάλοι σοφοί, ἀλλά καί οἱ ταπεινοί συνάνθρωποι μέ τήν μεγάλην καρδίαν καί τήν πολλήν ἀγάπην πρός τόν συνάνθρωπον. Ἡ χριστιανική πίστις ἔχει πρότυπα διά πᾶσαν ἡλικίαν καί πᾶσαν μορφωτικήν καί κοινωνικήν κατάστασιν, διά τά μωρά τοῦ κόσμου καί διά τούς σοφούς αὐτοῦ, διά τούς ἀδυνάτους καί διά τούς ἰσχυρούς, διά τούς πλουσίους καί διά τούς πτωχούς. Δεδομένης δέ τῆς μεγάλης ἐπιδράσεως τοῦ παραδείγματος εἰς τήν ψυχήν τῶν νέων καί τῆς τάσεως αὐτῶν ὅπως ἐπιλέγουν ἥρωας ὡς πρότυπα πρός μίμησιν, ἡ τοιαῦτα πρότυπα προβάλλουσα χριστιανική ἀγωγή εἶναι χρησιμωτάτη διά τήν μόρφωσιν τῶν νέων κατά μίμησιν αὐτῶν καί διά τήν συνακόλουθον αὔξησιν τοῦ ἀριθμοῦ τῶν νέων εὐεργετῶν τῆς τοπικῆς κοινωνίας μας καί τῆς ἀνθρωπότητος γενικώτερον.

Μερικοί ἀντιλέγουν καί περιορίζουν τούς σκοπούς τῆς παιδείας εἰς τήν μετάδοσιν γνώσεων χρησίμων εἰς τήν μέλλουσαν ἐπαγγελματικήν ζωήν τῶν νέων. Ἀλλ᾽ αἱ γνώσεις αὗται ἄνευ τῆς ἀπαραιτήτου ἀρετῆς πανουργία καθίστανται κατά τούς ἀρχαίους. Ἐξ ἄλλου, εἶναι ἐλλιπής ἡ στοχοθεσία τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος ὅταν τοῦτο σκοπεύῃ μόνον νά καταρτίσῃ καλούς ἐργαζομένους ἀπό ἀπόψεως σχετικῶν ἐπαγγελματικῶν γνώσεων, ὄχι δέ καί ἠθικούς χρήστας αὐτῶν τῶν γνώσεων. Ἐπί πλέον δέ, ὁ νέος ὁ ὁποῖος ἐκπαιδεύεται μόνον εἰς τό νά καταστῇ καλός ἐργαζόμενος ἀντιμετωπίζεται μηχανιστικῶς ὡς χρήσιμον ἐργαλεῖον εἰς τούς μέλλοντας νά μισθώσουν τάς ἐργασιακάς ἱκανότητάς του. Αὐτό ὑποβαθμίζει τήν ἀνθρωπίνην ὑπόστασίν του, διότι μεταχειρίζεται αὐτόν κατά τρόπον τελείως ἀντίθετον πρός τήν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τό ὁποῖον ἀπαιτεῖ νά ἀναχθῇ ὁ νέος εἰς πρόσωπον εὔδαιμον καί ἐλεύθερον μέ ἐνσωματωμένας εἰς τόν χαρακτῆρα του ἠθικάς ἀρχάς καί ἀξίας.

Ἀσφαλῶς ὁ πραγματιστικός προσανατολισμός τῆς παιδείας πρός τήν ἐπαγγελματικήν κατάρτισιν τῶν νέων δέν εἶναι ἀπορριπτέος, ὑπό τόν ὅρον ὅτι θά προσφέρεται καί ἡ προσήκουσα ἀνθρωπιστική καί χριστιανική ἀγωγή, ὥστε ὁ νέος νά ἀποκτᾷ μαζί μέ τάς χρησίμους ἐπαγγελματικάς γνώσεις καί τό ἦθος ἐκεῖνο τό ὁποῖον θά τόν προφυλάξῃ ἀπό τάς βλαβεράς δι᾽ αὐτόν καί τήν κοινωνίαν ἐκτροπάς. Πιστεύομεν δέ ὅτι τοῦτο ἐπιτυγχάνεται ὅταν ὁ νέος παιδαγωγῆται «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου», ὅταν δηλαδή γαλουχῆται διά τοῦ ἀπεράντου πλούτου τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας καί ζωῆς. Λέγομεν δέ «ἐμπειρίας καί ζωῆς» διά νά τονίσωμεν ὅτι δέν ἀρκεῖ ἡ γνωσιολογική ἐνημέρωσις τῶν νέων περί τῶν χριστιανικῶν διδασκαλιῶν, ὡς γίνεται αὕτη προκειμένου περί νεκρῶν ἤδη θρησκειῶν ἤ ἀδιαφόρων φιλοσοφικῶν συστημάτων, ἀλλ᾿ ἀπαιτεῖται ἐμπνευσμένη χειραγώγησις πρός τό ὀρθόδοξον ἦθος καί τήν ὀρθόδοξον χριστιανικήν ζωήν, ὥστε ἡ ἐμπειρική ἐπαφή μέ αὐτήν νά δώσῃ εἰς τόν νέον τήν δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς της ἤ τῆς τυχόν ἀπορρρίψεώς της ἐν ἐπιγνώσει τοῦ πραγματικοῦ περιεχομένου της καί ὄχι ἐπί τῇ βάσει ἐπιφανειακῶν πληροφοριῶν μόνον «ἐξ ἀκοῆς» περί τοῦ οὐσιωδεστάτου διά τήν ζωήν του καί τήν εὐδαιμονίαν του θέματος τῆς διαμορφώσεως τῆς πίστεώς του, τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς ἱεραρχήσεως τῶν ἀξιῶν του. Σημειωτέον, ὅτι αἱ περισσότεραι ἐπικρίσεις κατά τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς προέρχονται ἀπό ἐλλιπεῖς περί αὐτῆς ἐμπειρικάς γνώσεις ἤ ἀπό παραδείγματα ἐνεργειῶν γενομένων μέν ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τελουσῶν ὅμως εἰς μεγάλην ἀντίθεσιν πρός τήν ὀρθήν χριστιανικήν διδασκαλίαν.

Αὐτονόητον εἶναι ὅτι ἡ χριστιανική διαπαιδαγώγησις πρέπει νά ἄρχεται ἤδη εἰς τάς προσχολικάς ἐκπαιδευτικάς μονάδας, αἱ ὁποῖαι δέν δύνανται νά εἶναι ἀδιάφοροι διά τήν θρησκευτικήν ἀγωγήν, διότι ἄν προτιμήσουν τήν παράλειψιν τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς ἐπικαλούμεναι τό οὐδετερόθρησκον κράτος, θά ἔχουν καταπατήσει αὐτήν τήν οὐδετερότητα ὑπέρ ἑνός ἀχριστιανικοῦ ἤ ἀντιχριστιανικοῦ μορφώματος ζωῆς κατά τό σχῆμα «ὁ μή ὤν μεθ᾿ ἡμῶν καθ᾿ ἡμῶν ἐστι». Εἶναι δέ παρατηρημένον ὅτι οἱ παιδαγωγοί, οἱ ὁποῖοι ἐπικαλοῦνται αὐτήν τήν οὐδετερότητα καί ἕνεκα αὐτῆς ἀρνοῦνται τήν χριστιανικήν ἀγωγήν τῶν μικρῶν παιδιῶν, κατ᾿ οὐσίαν προχωροῦν ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως καί ἀνεπιγνώστως εἰς ἀντιχριστιανικήν τοποθέτησιν καί χειραγώγησιν, πρός τήν ὁποίαν προσωπικῶς κλίνουν. Οὗτοι, συνεπείᾳ τῆς ἀρνητικῆς στάσεώς των πρός τήν χριστιανικήν πίστιν καί ζωήν ἀπαντοῦν εἰς τό ἔμφυτον θρησκευτικόν ἐρώτημα τῶν μικρῶν παιδιῶν κατά τρόπον, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ εἰς τήν ψυχήν των ἀμφιβολίας διά τήν πίστιν τοῦ οἰκογενειακοῦ καί κοινωνικοῦ των περιβάλλοντος, γεγονός τό ὁποῖον δέν βοηθεῖ αὐτά εἰς τήν ψυχικήν των ἰσορροπίαν, διότι θέτει αὐτά προώρως πρό διλημμάτων πίστεως, τά ὁποῖα δέν ἔχουν τήν ὡριμότητα νά ἀντιμετωπίσουν. Τά διλήμματα αὐτά θά ἐμφανισθοῦν φυσιολογικῶς κατά τήν ἐφηβείαν καί θά κριθοῦν κατά τήν φάσιν τῆς ἡλικιακῆς ὡριμάνσεως, χωρίς νά ἐμποδίζεται ἡ ἐλευθερία τοῦ νέου νά ἀποφασίσῃ διαφορετικά ἀπό τό οἰκογενειακόν καί κοινωνικόν περιβάλλον του, ἐκ τοῦ γεγονότος δηλαδή ὅτι ἐμεγάλωσεν ἐντός τῆς χριστιανικῆς πίστεως αὐτοῦ, τήν ὁποίαν εἶχον δικαίωμα καί καθῆκον οἱ γονεῖς καί οἱ διδάσκαλοι αὐτοῦ νά τοῦ μεταδώσουν.

Διά τῶν ἀνωτέρω καταφαίνεται ὅτι εἰς τάς πλείστας τοὐλάχιστον τῶν περιπτώσεων ἡ ἥν ἐπικαλοῦνταί τινες οὐδετερότης τοῦ κράτους ἔναντι τῶν θρησκειῶν μετατρέπεται, ἴσως ἀθελήτως, εἰς ἐχθρότητα ἔναντι τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας, διότι ἐμμέσως ἐξισώνει αὐτήν πρός πᾶσαν ἄλλην, ἐνῷ ἡ ὑπεροχική ἀξία τοῦ ὀρθοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι δεδομένη ἐκ τοῦ ὅτι ὁ ἠθικός ἀνθρωπισμός καί τά κινήματα ἐλευθερίας καί δικαιοσύνης ἔχουν ἐγκολπωθῆ καί ἀφομοιώσει τάς πλείστας τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ ὀρθοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ σεβασμός τοῦ προσώπου, ἡ κατάργησις τῆς δουλείας, ἡ ἰσότης τῶν φύλων, ἡ φιλάνθρωπος διάθεσις, ἡ κοινωνική πρόνοια, ἡ καταλλαγή, ἡ ἀνεξιθρησκεία εἶναι ᾿άποτελέσματα τῆς ἐπικρατήσεως τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς ἀπόψεως περί τῶν θεμάτων αὐτῶν, παρ᾿ ὅλον ὅτι κατά τήν ἱστορικήν διαδρομήν κυρίως εἰς τήν Δύσιν πολλοί τῶν χριστιανῶν ἡγετῶν ὑπεστήριξαν ἀντιθέτους ἀπόψεις ὡς δῆθεν εὐαγγελικάς.

Εἶναι ἄδικον ἠθικῶς καί ἀνακόλουθον λογικῶς νά δρέπωμεν τούς καρπούς τοῦ δένδρου καί νά μή καλλιεργῶμεν, ἀκόμη δέ χειρότερον νά ἐκριζώνωμεν αὐτό ἤ νά ἀρνούμεθα ὅτι οἱ ἐν λόγῳ καρποί προῆλθον ἐξ αὐτοῦ. Ἡ παιδεία καί ἡ νουθεσία Κυρίου εἶναι πολλαπλῶς καρποφόρος καί ὀλιγοδάπανος, ἡ δέ κατ᾿ αὐτῆς πολεμική μαρτυρεῖ τήν μεγάλην αὐτῆς ἀξίαν. Ἐάν δέ συγκριθῇ αὐτή μέ τά παντοειδῆ ὑποκατάστατα, διά τῶν οποίων πληροῦται ὁ χῶρος ἔνθεν αὐτή ἐξοβελίζεται, φαίνεται ὁ ἐντυπωσιακός πλοῦτος αὐτῆς καί ἡ ἄκρα πτωχεία ἐκείνων.
Ἐάν καταργήσωμεν τήν ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου ἀγωγήν τῆς νεότητος παραχωροῦμεν τόν χῶρον τῆς ψυχῆς της, ἡ ὁποία οὕτως ἤ ἄλλως ἔχει μεταφυσικάς ἀναζητήσεις, εἰς δοξασίας ἀλλοτρίας καί ἀλλοτριωτικάς, τοῦτο μόνον καί μόνον διά νά διατηρήσωμεν τήν ψευδεπίγραφον εἰκόνα τοῦ οὐδετέρου θρησκευτικῶς κράτους. Φρονοῦμεν ὅτι οὔτε ὡς ἄνθρωποι, οὔτε ὡς πολῖται καί ὑπεύθυνοι παιδαγωγοί ἔχομεν τό δικαίωμα νά παραδώσωμεν τήν νεότητά μας εἰς παραθρησκευτικάς δοξασίας, πρός τάς ὁποίας μοιραίως ρέπει ὅταν δέν ἐνημερώνεται ἐπαρκῶς διά τήν χριστιανικήν ἀλήθειαν. Ἡ ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου ἀγωγή τῶν νέων εἶναι καθῆκον μας, τό ὁποῖον ἀποβλέπει εἰς τήν ὠφέλειαν αὐτῶν τῶν ἰδίων καί ὄχι ἄλλου τινός. Καί ἐπειδή ἀγαπῶμεν τά τέκνα μας ὀφείλομεν νά δώσωμεν εἰς αὐτά τόν καλλίτερον διαθέσιμον πνευματικόν ἐξοπλισμόν, ὁ ὁποῖος θά τά βοηθήσῃ εἰς τήν ζωήν των. Αὐτός εἶναι ἡ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου, ἡ ὁποία ἐπιγραμματικῶς ἀνακεφαλαιοῦται εἰς τάς ὀλίγας λέξεις τοῦ Θεανθρώπου: «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».

Ἡ ἀλήθεια περί τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς δέν πρέπει νά κρύπτεται ἀπό τούς νέους.

Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας καί τήν ἀγάπην σας.

Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου: [ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΥΔΑΤΩΝ]

[Ὁμιλία κατά τήν τελετήν ἀπονομῆς Αὐτῷ τοῦ τίτλου τοῦ ἐπιτίμου Διδάκτορος τοῦ Πανεπιστημίου Ovidius
21 Οκτωβρίου 2004]


Μακαριώτατε,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρύτανι καί ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταί,
Ἐξοχώτατοι,
Ἀγαπητοί φοιτηταί καί φοιτήτριαι καί πάντες οἱ παρόντες,

Μεγάλην συγκίνησιν καί χαράν αἰσθανόμεθα ἑκάστην φοράν, κατά τήν ὁποίαν ἐπισκεπτόμεθα ἕν Πανεπιστήμιον καί βλέπομεν συγκεντρωμένας τάς γενεάς, τήν μέν ὥριμον διδάσκουσαν καί μεταφέρουσαν τάς γνώσεις καί τήν πεῖραν αὐτῆς εἰς τήν ἐνηλικιουμένην, τήν δέ νεωτέραν ροφοῦσαν καί ἀφομοιοῦσαν τά παραδιδόμενα καί ἀναπτυσσομένην μέ τήν σφοδράν ἐπιθυμίαν νά ὑπερβῇ ἡμᾶς τούς ἀπερχομένους εἴς τε τήν γνῶσιν καί εἰς τήν ἐφαρμογήν αὐτῆς καί νά βελτιώσῃ τάς συνθήκας τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου.

Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διότι διά τῆς τιμητικῆς ἀνακηρύξεως τῆς ἡμετέρας Μετριότητος ὡς ἐπιτίμου διδάκτορος τοῦ ὑμετέρου Πανεπιστημίου μᾶς δίδετε τήν εὐκαιρίαν νά ἔλθωμεν εἰς προσωπικήν ἐπαφήν μεθ᾿ ὅλων ὑμῶν καί νά αἰσθανθῶμεν τήν χαράν τῆς προσωπικῆς ἐν ἀγάπῃ μεθ᾿ ὑμῶν κοινωνίας, ἡ ὁποία καί ἀποτελεῖ τήν πλέον εὐάρεστον ἐν Χριστῷ ἐμπειρίαν τοῦ πιστοῦ. Διά τῆς τιμητικῆς ταύτης ἀποφάσεώς σας καί τῆς παρούσης συναντήσεώς μας τιμᾶτε ἐν τῷ προσώπῳ τῆς ἡμετέρας Μετριότητος τήν τροφόν πάντων ἡμῶν Μητέρα Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, ὡς καί πάντας τούς ἐπί δύο σχεδόν χιλιετίας διακονήσαντας αὐτήν. Μεταξύ τούτων πολλοί ἐθυσίασαν καί αὐτήν τήν ζωήν αὐτῶν καταστάντες μάρτυρες τῆς πίστεως. Ἡνωμένοι, λοιπόν, πάντες ἡμεῖς οἱ ζῶντες καί παρόντες καί οἱ πνευματικῶς συμπαριστάμενοι, καίτοι σωματικῶς ἀπόντες, οἵ τε κεκοιμημένοι καί οἱ περιλειπόμενοι, αἰσθανόμεθα καί βιοῦμεν πραγματικῶς τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν ἑνότητα πάντων ἐν Χριστῷ.

Ὁσάκις βιοῦμεν συνειδητῶς τήν ἡμῶν ἑνότητα ἐν Χριστῷ αἰσθανόμεθα καί τήν ἀποκαραδοκίαν τῆς ἧς μετέχομεν διά τοῦ σώματος ἡμῶν ὑλικῆς κτίσεως, ἡ ὁποία συνωδίνει μεθ᾿ ἡμῶν ἐπιζητοῦσα καί αὐτή τήν ἀποκατάστασιν τῆς εἰρήνης αὐτῆς πρός ἑαυτήν καί πρός τόν Χριστόν, τῆς διαταραχθείσης ὅταν ὁ πρωτόπλαστος ἄνθρωπος ἀπέστη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἐνεργοποιεῖ ἐντός ἡμῶν τό ἐνδιαφέρον ἡμῶν διά τήν ὑλικήν δημιουργίαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας καί συντηρεῖ αὐτό τό μέρος, ἄνευ τοῦ ὁποίου δέν δυνάμεθα, ἐνόσῳ ζῶμεν ἐν σαρκί, νά φαντασθῶμεν ἑαυτούς. Εἶναι, ἄλλωστε, ἔμφυτον τό ἐνδιαφέρον ἑκάστου ἀνθρώπου διά τήν συντήρησιν τοῦ σώματος αὐτοῦ καί συνακολούθως καί διά τήν ἄντλησιν ἐκ τῆς γῆς τῶν πρός τοῦτο ἀπαραιτήτων τροφῶν καί οὐσιῶν, ἐνίοτε μάλιστα προσλαμβάνει ἡ ἐπιθυμία αὐτή καταστροφικάς διά τό φυσικόν περιβάλλον διαστάσεις, δι᾿ ὅ καί σήμερον πολλοί ἔχουν ἐπισημάνει τόν κίνδυνον διά τάς μελλούσας γενεάς ἐκ τῆς ὑπερβολικῆς καί καταστροφικῆς διά τήν φυσικήν ἁλυσίδα παρεμβάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἕν στοιχεῖον τῆς φύσεως, τό ὁποῖον ὑφίσταται εἰς μεγάλην ἔκτασιν τήν φθοροποιόν ἐπίδρασιν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό ὕδωρ.

Ἡ σημασία τοῦ ὕδατος διά τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ὡς γνωστόν, τεραστία. Ὅλοι ἐνθυμούμεθα τόν χαρακτηριστικόν καί ἐντόνως ἐκφραστικόν στίχον, τόν ὁποῖον ἀκούομεν κατά τήν ἀκολουθίαν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς:

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας».

Ἡ φράσις «ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας» ἀποτελεῖ μίαν πολυσήμαντον ποιητικήν διατύπωσιν. Πρό τινων αἰώνων ἴσως τινές τῶν ἀνθρώπων νά ἐφαντάζοντο τήν ξηράν ὡς πλέουσαν ἐπί τῶν ὑδάτων, ὡς νῆσον περιβαλλομένην πανταχόθεν ὑπό θαλασσῶν. Σήμερον ἐμβαθύνοντες περισσότερον γνωρίζομεν ὅτι, πέραν τοῦ γεωγραφικοῦ φαινομένου τῶν περιβαλλόντων τάς ξηράς ὑδάτων, ἡ ἐπί γῆς ζωή ἐξαρτᾶται πλήρως ἐκ τοῦ ὕδατος. Ἑπομένως ἡ γῆ ὡς βιόσφαιρα «κρέμαται», δηλαδή ἐξαρτᾶται, ἀπό τῶν ὑδάτων. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ βλάπτων τά ὕδατα ἐπιφέρει πλῆγμα κατ᾿ αὐτῆς ταύτης τῆς ζωῆς.

Τά μεμονωμένα ἀνθρώπινα πλήγματα κατά τῶν ὑδάτων, αὐτά τά ὁποῖα ἕκαστον ἄτομον ἀτομικῶς δύναται νά ἐπιφέρῃ, θεωροῦνται μικρά, ἀλλά συσσωρευόμενα ἀποτελοῦν ἐπικίνδυνον ποσότητα. Τά βιομηχανικά ὅμως πλήγματα, τά ὁποῖα προέρχονται ἐκ τῆς ἀπορρίψεως ἐντός τῶν ὑδατίνων ἀποδεκτῶν μεγάλων ποσοτήτων ρυπογόνων καί τοξικῶν ἀποβλήτων εἶναι πανθομογουμένως λίαν ἐπικίνδυνα.

Ἤδη ἔχει ὁ κίνδυνος ἐπισημανθῆ καί ἔχομεν πραγματοποιήσει ἀπό κοινοῦ μετά τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως πολλά σχετικά συνέδρια ἐν πλῷ, ὅπως τό πρός τήν νῆσον Πάτμον, τό ἐν Εὐξείνῳ Πόντῳ, τό ἐν Δουνάβει, τό ἐν Ἀδριατικῇ, τό ἐν Βαλτικῇ, ἐπί τῷ σκοπῷ ὅπως εὐαισθητοποιηθοῦν ἄτομα, κοινωνικοί φορεῖς καί Κυβερνήσεις ἐπί τοῦ ὀξυτάτου τούτου προβλήματος καί λάβουν τά κατάλληλα πρός ἀποτροπήν τῆς νεκρώσεως τῶν σχετικῶν ὑδατίνων ἐκτάσεων μέτρα.

Ἀλλά σήμερον θά ἠθέλαμεν νά ἀφήσωμεν ὀλίγον κατά μέρος τά ἐπιστημονικά καί στατιστικά δεδομένα, τούς κινδύνους καί τούς τρόπους ἀποτροπῆς αὐτῶν καί νά ἐμπεριπατήσωμεν νοερῶς ἐκεῖ ὅπου τά ὕδατα πορεύονται, συνοδεύοντες τούς ποιητάς, τούς διψασμένους ὁδοιπόρους, τά ὑψιπετῆ πτηνά, τούς θαλασσοπόρους, τούς ἀνερχομένους τούς ποταμούς, τούς θεωμένους τάς ἠρέμους λίμνας καί τούς θορυβώδεις καταρράκτας, τούς λουομένους καί ἀναψυχομένους ἐντός διαυγῶν ὑδάτων, τούς ἀπολαμβάνοντας ἐν τῷ καύσωνι τήν ἡδονήν ποτηρίου ψυχροῦ ὕδατος. Ὅλα αὐτά ὡς μίαν ἀναδρομήν εἰς τήν ἱστορίαν τῶν ὑδάτων, τήν ἐντός τοῦ σύμπαντος καί τήν ἐντός τῆς γῆς, ἡ ὁποία θά μᾶς γεμίσῃ θαυμασμόν, τό μόνον αἴσθημα τό ὁποῖον προκαλεῖ ἄμεσον συμμετοχήν ἡμῶν εἰς τά γινωσκόμενα.

Εἰς τήν μεγαλειώδη ἐν τῇ συλλήψει αὐτῆς περιγραφήν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, διά τῆς ὁποίας ἀρχίζει τό βιβλίον τῆς Γενέσεως, ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεός ἐν ἀρχῇ ἐποίησε τόν οὐρανόν καί τήν γῆν, δηλαδή τήν ὕλην τοῦ σύμπαντος, ἡ δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος (Γεν. 1,1-2). Τό ὕδωρ ἐμφανίζεται ἀπό τήν πρώτην φάσιν τῆς δημιουργίας καί εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι ὁ ἱερός τῆς Γραφῆς συγγραφεύς διαχωρίζει τό ὕδωρ καί τονίζει ὅτι Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω αὐτοῦ, ὡς ἐάν θέλῃ νά τονίσῃ τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ ὕδατος ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων στοιχείων τῆς δημιουργίας. Καί πράγματι εἶναι ἀξία τονισμοῦ αὐτή ἡ ἰδιαιτερότης, διότι τό ὕδωρ εἶναι ἡ προϋπόθεσις τῆς γνωστῆς εἰς ἡμᾶς φυσικῆς ζωῆς.

Κατά τήν δευτέραν φάσιν τῆς δημιουργίας δημιουργεῖται στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καί διαχωρίζεται τό ὕδωρ τό ὑπεράνω τοῦ στερεώματος ἀπό τό ὕδωρ τό ὑποκάτω αὐτοῦ. Ἐν συνεχείᾳ συνήχθησαν τά ὑποκάτω τοῦ στερεώματος τοῦ οὐρανοῦ ὕδατα εἰς θαλάσσας καί ἐφανερώθη ἡ ξηρά καί ἀμέσως μετά, κατά τήν ἑπομένην φάσιν, ἐξήγαγον τά ὕδατα ἑρπετά ψυχῶν ζωσῶν καί πετεινά πετόμενα ἐπί τῆς γῆς καί κήτη μεγάλα. Εἶναι μεγαλειώδης ὄντως ἐν τῇ ἁπλότητι αὐτῆς ἡ διήγησις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ἐκφράζουσα τήν κατά τά σημερινά δεδομένα ἐπιστημονικήν ἀλήθειαν, ὅτι ἡ τῶν ζώων ἐμφάνισις ἐξεκίνησεν ἀπό τῶν ὑδάτων, ἀφοῦ εἶχε προηγηθῆ ἡ ἐμφάνισις τῶν φυτῶν.

Ἔκτοτε τά ὕδατα διαδραματίζουν ἀναντικατάστατον ρόλον εἰς τήν ἀνάπτυξιν τῶν ζώων καί τῶν φυτῶν καί ἀσφαλῶς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου ἡ διατροφή σύγκειται ἐκ φυτικῶν καί ζωϊκῶν προΐόντων, διότι τά ὕδατα μετέχουν εἰς πᾶσαν φάσιν τῆς ζωῆς καί εἶναι ἀπαραίτητος προϋπόθεσις αὐτῆς. Ὄχι δέ μόνον τοῦτο, ἀλλά καί, παρ᾿ ὅλον ὅτι παρασύρουν πάντα ρύπον καί καθαίρουν πᾶσαν ἐπιφάνειαν, αὐτοκαθαίρονται διά τῆς ἐξατμίσεως, τῆς ἀνόδου τῶν ὑδρατμῶν εἰς τά ὕψη καί τῆς καθόδου αὐτῶν ὑπό μορφήν καθαρῶν βροχοπτώσεων ἤ χιονοπτώσεων καί ἀνακυκλοῦνται, ἐπανερχόμενα εἰς τήν ἁλυσσίδα τῆς ζωῆς εἰς μίαν ἀένναον ἀνακύκλωσιν.

Ὁ ὑψιπέτης Ψαλμῳδός πολλάκις θαυμάζει τήν ἐν τῇ φύσει ἐνέργειαν τῶν ὑδάτων καί ὑμνεῖ διά τοῦτο τόν Θεόν, «τόν στεγάζοντα ἐν ὕδασι τά ὑπερῶα αὐτοῦ». Ἐν ὕδασι, τά ὁποῖα ἵστανται ἐπί τῶν ὁρέων, τά ὁποῖα ἀναβαίνουσιν ὄρη καί καταβαίνουσι πεδία, τά ὁποῖα δέν ὑπερβαίνουσι τά ὅρια αὐτῶν, τά ὁρισθέντα εἰς αὐτά ὑπό τοῦ Θεοῦ, οὐδέ ἐπιστρέφουσι καλῦψαι τήν γῆν. Ὕδατα, τά ὁποῖα συνιστῶσι πηγάς ἐν φάραγξιν καί διέρχονται ἀνά μέσον τῶν ὀρέων, ποτίζοντα ὀνάγρους ἐν τῇ δίψῃ αὐτῶν. Ὕδατα, ἐπί τῶν ὁποίων κατασκηνώσουσι τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, τά διδόντα φωνήν ἐκ μέσου τῶν πετρῶν, ὕδατα διά τῶν ὁποίων ὁ Θεός ποτίζει τά ὄρη ἐκ τῶν ὑπερώων Αὐτοῦ. Ὕδατα, διά τῶν ὁποίων ἡ γῆ ἐξάγει χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων καί παράγει ἄρτον στηρίζοντα καί οἶνον εὐφραίνοντα καρδίαν ἀνθρώπου, καί ἔλαιον ἱλαρῦνον τό πρόσωπον αὐτοῦ.

Ἔκθαμβος ἵσταται ὁ Ψαλμῳδός καί ἐνώπιον αὐτῆς τῆς θαλάσσης τῆς μεγάλης καί εὐρυχώρου, ἐν τῇ ὁποίᾳ διαβιοῦσιν ἑρπετά, ὧν οὔκ ἐστιν ἀριθμός, ζῶα μικρά μετά μεγάλων, ἐν τῇ ὁποίᾳ πλοῖα διαπορεύονται ὡς δράκοντες ἐμπαίζοντες αὐτήν.

Αὐτό τό ὕδωρ, παρά τάς διεξόδους τοῦ ὁποίου θάλλουν τά δένδρα, τό ὁποῖον ἀνευρίσκεται εἰς βαθέα φρέατα, ἱστορικά καί ἐπώνυμα ἐκ τῶν ὀρυξάντων αὐτά, τό ὁποῖον ἀναβλύζει ἀνελπίστως ἐκ πηγῶν ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου, ἐντός τῆς ὁποίας συντηρεῖ ὀάσεις, τό ὁποῖον ἔρρευσε θαυματουργικῶς ἐξ ἀκροτόμου πέτρας, τό ὁποῖον διά τῆς ράβδου τοῦ Μωϋσέως τῇ δυνάμει τοῦ Θεοῦ ἐπάγη ὡσεί τεῖχος ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ ἵνα διέλθῃ διά ξηρᾶς ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖον ἐν τῷ Ἰορδάνῃ κατέστη βατόν διά τῆς μηλωτῆς τοῦ Προφήτου Ἠλία καί τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, επί τοῦ ὁποίου ἐβάδισεν ὁ Κύριος ἐν τῇ θαλάσσῃ τῆς Τιβεριάδος καί ἔμαθεν ἐκ πείρας ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὅτι διά πίστεως στερεοποιεῖται καί ἐν ὀλιγοπιστίᾳ καταβυθίζει τόν ἐπ᾿ αὐτοῦ, αὐτό τό ὕδωρ, τό ὁποῖον ἐζήτησε πιεῖν παρά τῆς Σαμαρείτιδος ὁ δυνάμενος νά δώσῃ εἰς αὐτήν ὕδωρ ζῶν, ἀπό τοῦ ὁποίου ὁ πίνων οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα, αὐτό τό ὕδωρ, τό ὁποῖον διά τοῦ κατακλυσμοῦ ἐξωλόθρευσε τήν ἁμαρτωλόν γενεάν ἐπί Νῶε καί τήν διώκουσαν πανστρατιάν τοῦ Φαραώ ἐν τῇ ρηθείσῃ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ, ἐντός τοῦ ὁποίου ἐβαπτίσθη ὁ ἀναμάρτητος καί τό ὁποῖον ἔβρεξε τά ξύλα τῆς θυσίας τοῦ Ἠλία, δέν ἠμπόδισε παρά τήν φύσιν του τό πῦρ νά κατακαύσῃ αὐτήν, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ τό ὁρατόν ὑλικόν ἐντός τοῦ ὁποίου τρισσῶς καταδυόμενος ὁ βαπτιζόμενος ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πυρί ἀποκαθαίρεται πλήρως ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ καί ἐκ τῆς προπατορικῆς κληρονομημένης φθορᾶς καί ἀναγεννᾶται εἰς νέαν ἐν Χριστῷ κτίσιν, αὐτό τό ὁποῖον ἔρρευσεν ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ ὥσπερ πελεκᾶνος θρέψαντος ἡμᾶς διά τοῦ αἵματος καί τοῦ σώματος αὐτοῦ, αὐτό τό ζωογόνον ὕδωρ ἁγιάζεται διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Θεοῦ καί ἁγιάζει τούς τε χριομένους δι᾿ αὐτοῦ καί τούς πίνοντας αὐτό καί καθίσταται ὄργανον καί μέσον ζωῆς αἰωνίου καί ὄχι μόνον συντηρήσεως ζωῆς φυσικῆς.

«Ἰδού ὕδωρ, τί κωλύει με βαπτισθῆναι;»

ἀνεβόησεν ὁ εὐνοῦχος πρός τόν Ἀπόστολον Φίλιππον, πορευόμενος εἰς Αἰθιοπίαν διά Γάζης. Ἕκαστος ἐξ ἡμῶν πορεύεται πρός τήν ἰδίαν χώραν καί χρειάζεται τό φυσικόν ὕδωρ πρός φυσικήν ἐπιβίωσιν. Ἀλλά, πέραν τούτου, χρειάζεται καί τό ὕδωρ τό ζῶν καί ἁγιάζον, ἵνα λουόμενός τις καί ποτιζόμενος καί ἀνακαινιζόμενος δι᾿ αὐτοῦ ἐν Χριστῷ πορεύηται ἐφεξῆς τήν ὁδόν αὐτοῦ χαίρων. Ὁ συμβολισμός τῆς διά τοῦ ὕδατος ἐπιτυγχανομένης καθαρότητος αἰσθητοποιεῖ τήν ὑπερβατικήν πραγματικότητα ὅτι ὄντως καί πλέον ἤ ἀληθῶς οἱ καθαροί τήν καρδίαν, οἱ λελουμένοι τῷ σώματι ὕδατι καθαρῷ καί τῷ Πνεύματι δι᾿ ὕδατος πνευματικοῦ ζῶντος καί πυρός ὄψονται τόν Θεόν, ὅτι ἐπί πλέον βλέπουν ὑπό νέον πρίσμα τόν κόσμον καί τά ἐν αὐτῷ, ὅτι ποταμοί ρεύσουσιν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτῶν ὕδατος ζῶντος, δυναμένου νά ἀνακουφίσῃ ἐκ τῆς πνευματικῆς δίψης πλήθη ἀνθρώπων, καί ὅτι ἄνευ τοῦ ὕδατος τούτου τοῦ πνευματικοῦ καί ἁγιάζοντος μικράν ὑπηρεσίαν δύναται νά παράσχῃ τό φυσικόν ὕδωρ, παρά τήν ὄντως μεγάλην χρησιμότητα αὐτοῦ διά τήν φυσικήν ζωήν.

«Ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας» ἠθέλησε νά γλυκάνῃ τά ἐκ τῆς ἁμαρτίας πικρά καταστάντα ὕδατα τῆς Μερρᾶς. Κατέστησε τό φυσικόν ὕδωρ ἀπαραίτητον διά τήν φυσικήν ζωήν, κυριολεκτικῶς ἐκρέμασε τήν ἐπί γῆς ζωήν ἀπό τῶν ὑδάτων, διά νά ἐκφράσῃ πρός ἡμᾶς ἐμφαντικῶς ὅτι κατά παρόμοιον τρόπον καί ἡ πνευματική ἡμῶν ζωή κρέμαται ἐκ τῆς ἀντλήσεως παρά τῆς ἀεννάου πηγῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ ἄλλου ἐκείνου ὕδατος, τό ὁποῖον προσφέρει Αὐτός εἰς αἰωνίαν ἀνάψυξιν καί εἰς αἰώνιον καί ἀναφαίρετον κορεσμόν τῆς πνευματικῆς ἡμῶν δίψης.

Εἴθε οἱ πάντες νά εὕρωμεν μετά τῆς Σαμαρείτιδος παρά τι φρέαρ τόν Ἰησοῦν Χριστόν, διά νά ζητήσωμεν παρ' Αὐτοῦ καί νά λάβωμεν τό Ὕδωρ τό ζῶν, ἐξ οὗ ὁ πίνων οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα, διά νά ρέουν ἐξ ἡμῶν τῇ Ἐκείνου Χάριτι ποταμοί ὁμοίου ὕδατος εἰς βοήθειαν τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. Οἱ σπουδάζοντες τήν ἀνθρωπίνην γνῶσιν θά διαπιστώνουν ὅτι αὐτή ἔχει ὅρια καί μάλιστα, παρά τήν εὐρύτητα αὐτῆς, λίαν στενά διά τό ἀκόρεστον πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ κορεσμός καί ὁ πλεονασμός καί ἡ χαρά ἐπέρχεται ὅταν ὁ σπουδαστής τῆς ἐπιστήμης εὕρῃ ἐκεῖνο τό ἄλλο ὕδωρ, περί τοῦ ὁποίου ὡμίλησεν ὁ Χριστός. Αὐτό φωτίζει καί τήν ἐπιστήμην καί τοῦ ἐπιστήμονος τήν διάνοιαν καί πλουτίζει αὐτόν εἰς κατανόησιν καί τῶν ἄλλων ἐκείνων νόμων, οἱ ὁποῖοι διέπουν τήν ζωήν, τήν κρεμαμένην ἐκ τῶν ὑδάτων τῶν φυσικῶν, ἀλλά καί τήν δυναμένην νά ἀναχθῇ εἰς ἄλλα ἐπίπεδα ὅταν τραφῇ διά τῶν ὑδάτων τῶν πνευματικῶν.

Εἴθε οἱ πάντες νά ἀντλήσωμεν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν ὑδάτων τό ἐπαρκές ἵνα γενώμεθα μέτοχοι ζωῆς προσκαίρου μακρᾶς καί αἰωνίου ἀτελευτήτου. Ἀμήν.

Σᾶς εὐχαριστοῦμεν ὁλοκαρδίως.

Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου: ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΗΜΕΡΟΝ

[Ὁμιλία κατά τήν τελετήν ἀπονομῆς Αὐτῷ τοῦ τίτλου τοῦ ἐπιτίμου Διδάκτορος ὑπό τοῦ Πανεπιστημίου Babes-Bolyai
19 Οκτωβρίου 2004]


Μακαριώτατε καί προσφιλέστατε Ἀδελφέ Πατριάρχα Ρουμανίας κύριε Θεόκτιστε,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρύτανι καί Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταί,
Ἱερώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐξοχώτατοι Ἄρχοντες,
Ἀγαπητοί φοιτηταί καί φοιτήτριαι,

Ἐπισκεπτόμενοι μετά πολλῆς τῆς ἀγάπης καί τῆς χαρᾶς διά μίαν ἀκόμη φοράν τήν ὡραίαν καί ἱστορικήν Χώραν σας ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς πεντακοσιετηρίδος ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ Μεγάλου Ἁγίου Ἡγεμόνος Στεφάνου, ἀπολαμβάνομεν μετά μεγάλης ἱκανοποιήσεως τήν παροῦσαν συγκινητικήν στιγμήν τῆς μεθ᾽ ὑμῶν συναντήσεως, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν ὑψίστην δυνατήν παρ᾽ ἀνθρώποις εὐδαιμονίαν. Διότι ἐάν σκεφθῶμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπον, ὅτι ὑπάρχει ὡς πρόσωπον, κατ᾽ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὅτι συνεπῶς ἡ ὕπαρξις αὐτοῦ ὁλοκληροῦται μόνον ὅταν τό πρόσωπον αὐτοῦ συναντᾶται μέ ἄλλο πρόσωπον καί κοινωνῇ μετ᾽ αὐτοῦ εἰς τήν μόνην δυνατήν τελείαν ἀνθρωπίνην σχέσιν, ἤτοι τήν σχέσιν τῆς ἀγάπης, ὁδηγούμεθα εἰς τό λογικόν συμπέρασμα ὅτι ἡ μετ᾽ ἀγάπης συνάντησις τῶν προσώπων ἀποτελεῖ τήν πηγήν τῆς ὑψίστης ἀγαλλιάσεως καί εὐδαιμονίας τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτό ἐξηγεῖ καί τόν λόγον διά τόν ὁποῖον ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ ἐστραμμένος κυρίως πρός τόν περιβάλλοντα αὐτόν κόσμον καί ἐπιδιώκων τήν ὁλοκλήρωσιν τῆς προσωπικότητος αὐτοῦ καί τήν πλήρωσιν τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτοῦ διά τῆς κατακτήσεώς του, δέν εὑρίσκει νόημα εἰς τήν τοιαύτην ἔχουσαν κατεύθυνσιν ζωήν του καί ἄγχεται ἐνώπιον τοῦ κενοῦ τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀπάντησις εἰς τό ἀγωνιῶδες τοῦτο ἐρώτημα τοῦ ἀνθρώπου περί τοῦ νοήματος τῆς ὑπάρξεώς του δέν δύναται νά δοθῇ ἄλλη, εἰμή ὅτι τό νόημα τοῦτο εὑρίσκεται εἰς τήν ἐξ ἀγάπης προσωπικήν κοινωνίαν αὐτοῦ μετά τῶν ἄλλων προσωπικῶν ὑπάρξεων, ἤτοι τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ καί τῶν συνανθρώπων. Τοῦτο προϋποθέτει μίαν ριζικήν ἐγκατάλειψιν τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί τοῦ ἀτομισμοῦ ὑπό τῶν ὁποίων κυριαρχεῖται ἡ διά τοῦτο ἀκριβῶς ἀγχομένη σύγχρονος ἀνθρωπότης καί τήν προσχώρησιν εἰς τόν πνευματικόν χῶρον τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καί προσφορᾶς, ἀπό τήν ὁποίαν καί μόνην ἀπορρέει ἡ ἀναφαίρετος μακαριότης.

Αἱ ἐκ τῆς χρήσεως τῆς μή προσωπικῆς κτίσεως ἀπολαύσεις ὁσαιδήποτε καί ἄν εἶναι, ἀφήνουν κενόν, τό ψυχικόν κενόν, ἄν μή αὐξάνουν αὐτό περισσότερον. Εἶναι τοῦτο πάγκοινος διαπίστωσις, μάλιστα δέ εἶναι γνωστόν ὅτι αἱ ἐξ ἀπελπισίας καί καταθλίψεως αὐτοκτονίαι αὐξάνονται μεταξύ τῶν κεκορεσμένων ἐκ τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων. Ἡ πρός πλήρωσιν τοῦ κενοῦ αὐτοῦ ἔμφυτος τάσις πληροφορεῖ ἕκαστον ἄνθρωπον ὅτι πρέπει νά στραφῇ πρός τό προσωπικόν «Σύ», νά ἀναζητήσῃ τό πρόσωπον τοῦ ἄλλου. Ἀτυχῶς πολλάκις σήμερον, ἕνεκα στρεβλώσεως τῆς προσωπικότητος ἐκ τοῦ πολλοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ὁ ἀναζητούμενος ἄλλος, τό Σύ, ἐκλαμβάνεται ὡς προέκτασις τοῦ ἐγώ, ὡς ἐργαλεῖον ἱκανοποιήσεως τοῦ ἐγώ, καί οὕτω δέν παρέχεται πραγματική προσωπική κοινωνία καί τό κενόν παραμένει.

Εἶναι γνωστή ἡ παναρχαία ἀριστοτελική ρῆσις περί τοῦ ὅτι ὁ μονήρης ἄνθρωπος, εἶναι ἤ Θεός ἤ θηρίον. Βεβαίως ἡμεῖς οἱ χριστιανοί γνωρίζομεν σήμερον ἐξ ἀποκαλύψεως ὅτι οὐδέ ὁ Θεός εἶναι μονήρης, ἀλλ᾽ εἶναι τριαδικός, διό καί δύναται νά ἀγαπᾷ καί ὁρίζεται ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ὡς ἀγάπη. Προτοῦ τόν κόσμον εἶναι παρά τῷ Θεῷ, ὁ Θεός ἠγάπα. Ἕκαστον πρόσωπον τῆς τριπροσώπου Θεότητος ἠγάπα τά ἄλλα δύο πρόσωπα αὐτῆς καί ἠγάπα τόσον, ὥστε ἐξ ὑπερχειλίσεως τῆς ἀγάπης ἔπλασε τόν ἄνθρωπον ὡς πρόσωπον ἀξιαγάπητον καί δυνάμενον νά ἀγαπήσῃ καί οὕτω νά μετάσχῃ τῆς θείας μακαριότητος, ἡ ὁποία βιοῦται ἐν τῇ ἀγάπῃ.

Στεροῦνται τῆς πληρότητος τῆς χαρᾶς τῆς ἀγάπης αἱ θρησκεῖαι ἐκεῖναι αἱ ὁποῖαι δέν ἀποδέχονται τό τρισυπόστατον τῆς Θεότητος καί τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν. Ἡμεῖς ἐξ ἀντιθέτου χαιρόμεθα χαράν μεγάλην διότι ἀγαπῶμεν καί τήν χαράν ἡμῶν αὐτήν οὐδείς αἴρει ἀφ᾿ ἡμῶν.

Δέν εἶναι, λοιπόν, σήμερον ἡ κυρία αἰτία τῆς ἡμετέρας χαρᾶς τό ὄντως τιμητικόν καί χαροποιόν γεγονός τῆς τιμητικῆς ἀνακηρύξεως τῆς ἡμετέρας Μετριότητος εἰς ἐπίτιμον διδάκτορα τοῦ ὑμετέρου ἐγκρίτου Πανεπιστημίου, δι᾿ ἥν καί θερμῶς εὐχαριστοῦμεν. Ἡ τιμή αὐτή καθ᾿ ἡμᾶς ἀνήκει καί ἀπευθύνεται μέσῳ τοῦ προσώπου ἡμῶν πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τήν μακραίωνα θυσιαστικήν προσφοράν του, ὑφ᾿ ἥν ἔννοιαν καί τήν ἀποδεχόμεθα ὡς ἐκπρόσωπος αὐτοῦ.

Ἡ κυρία αἰτία τῆς ἡμετέρας χαρᾶς εἶναι τό ἁπλοῦν ἀνθρώπινον γεγονός ὅτι σήμερον συναντώμεθα μεθ᾿ ὑμῶν προσωπικῶς ἐν ἀγάπῃ καί ὅτι βιοῦμεν ἐν ἀπροϋποθέτῳ πληρότητι τήν ἐν εἰλικρινεῖ ἀγάπῃ συνάντησιν ἡμῶν μεθ᾿ ὑμῶν. Ὡς ἤδη προεξεθέσαμεν διά μακρῶν, καταχρασθέντες τῆς ὑπομονῆς ὑμῶν καί ἐκθέντες γνωστά πράγματα, ἡ μόνη ἱκανοποιοῦσα τά μύχια τῆς ψυχῆς προσφορά εἶναι ἡ ἐπ᾿ ἀμοιβαιότητι προσφορά τῆς ἀγάπης. Αὐτή προκαλεῖ ἀναφαίρετον ἱκανοποίησιν καί αὐτήν τήν ἱκανοποίησιν ζῶμεν αὐτάς τάς ἀνεξαλείπτους στιγμάς.

Καί ἤδη ἐπί τό κατ᾽ ἔθος χρέος χωροῦντες θά ἐκθέσωμεν πρός τήν ὑμετέραν Ἐλλογιμότητα ὀλίγας τινάς σκέψεις ἐπί τοῦ θέματος τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας σήμερον.

Εἶναι γνωστόν ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀπεσαφήνισεν ἀπευθυνόμενος μέν πρός τόν Πιλᾶτον, δι᾽ αὐτοῦ ὅμως ὁμιλῶν πρός ἅπαντας, ὅτι εἶναι μέν βασιλεύς, ἀλλ᾽ ἡ βασιλεία Αὐτοῦ δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καί δέν χρησιμοποιεῖ πρός ἐμπέδωσιν καί ἐπικράτησιν αὐτῆς τούς ἐγκοσμίους τρόπους καί τήν ἰσχύν τῶν λεγεωναρίων.

Παρά ταῦτα εἰς τήν ἱστορίαν κυρίως τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἐνεφανίσθησαν δύο ἄκρως ἀντίθετοι παρεκκλίσεις ἀπό τῶν συνεπειῶν, τάς ὁποίας συνεπάγεται ἡ προμνησθεῖσα εὐαγγελική διακήρυξις.

Ἡ πρώτη προῆλθεν ἐκ τῶν ἐγκοσμίων ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι ἠθέλησαν νά ἰδιοποιηθοῦν τήν οἱανδήποτε ἐπιρροήν τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν συνειδήσεων τῶν ἀνθρώπων καί ἑπομένως ὑπέταξαν τήν Ἐκκλησίαν εἰς τάς ἰδιοτελεῖς ἐπιδιώξεις αὐτῶν, καί κατέστησαν αὐτήν ὄργανον τῶν ἰδικῶν των πολιτικῶν βλέψεων, ἀνακηρυχθέντες πολλάκις ἀρχηγοί αὐτῆς, ἀνεπιτρέπτως βεβαίως. Τό ἀποτέλεσμα ἦτο ὁ μέν πράγματι εὐσεβής λαός νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό μιᾶς τοιαύτης ὑποχειρίου εἰς μή χριστιανικάς ἐπιδιώξεις Ἐκκλησίας, ὁ δέ ἀγνοῶν τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ὄχλος νά ἀποτελέσῃ μέλος σταυροφορικῶν καί ἄλλων στρατιῶν, πιστεύων πεπλανημένως ὅτι διά τοῦ φόνου τῶν ἀντιπάλων καί διά τῆς πολεμικῆς ἰσχύος ἐγκαθιδρύει τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς.

Εἶναι σαφές ὅτι τοιαύτη ἀντίληψις πόρρω ἀπέχει ἀπό τῆς εὐαγγελικῆς καί ὅτι συγγενεύει περισσότερον πρός τάς ἀπόψεις ἄλλων μή χριστιανικῶν θρησκειῶν.

Ἡ δευτέρα παρέκκλισις προῆλθεν ἀνελπίστως ἐκ τῶν κόλπων αὐτῆς ταύτης τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν οἱ ποιμαίνοντες αὐτήν ἐζήλωσαν τήν δόξαν καί τά ὀφέλη τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων καί ἠθέλησαν νά συνδυάσουν τήν ποιμαντορικήν ράβδον τῆς ἀγάπης καί τόν σταυρόν τῆς θυσίας ἀφ᾽ ἑνός, μετά τῆς σπάθης τῆς ἐπιβολῆς καί τῶν ἀπολαύσεων καί ἐξουσιῶν τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων ἀφ᾽ ἑτέρου. Τό ἀποτέλεσμα ἦτο νά καταστῇ ἡ Ἐκκλησία ἀντίπαλος τῶν κοσμικῶν ἐξουσιῶν, νά διεξαχθοῦν πολυετεῖς θρησκευτικοί πόλεμοι, νά λησμονηθῇ τό εὐαγγελικόν κήρυγμα καί νά ἐπιβεβαιωθῇ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὅτι θά ἔλθῃ ἡ ὥρα κατά τήν ὁποίαν ὁ ἀποκτείνων τούς ἀληθῶς πιστούς θά νομίζῃ ὅτι προσφέρει λατρείαν εἰς τόν Θεόν.
Ἡ ἀπεχθής αὕτη εἰκών τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι ἰδιοποιοῦνται τήν ἐκκλησιαστικήν αὐθεντίαν καί πνευματικήν ἀποστολήν, καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων, οἱ ὁποῖοι κατεξουσιάζουν τοῦ ποιμνίου καί καθίστανται ἐκμεταλλευταί αὐτοῦ καί κοσμικοί τούτου ἄρχοντες, ἐμείωσαν τήν πρός τήν πίστιν προσήλωσιν τῶν μαζῶν καί ὡδήγησαν εἰς τό γνωστόν φαινόμενον τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν καί τοῦ λεγομένου θανάτου τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῆς δεδικαιολογημένης ἀποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων ἀπό μιᾶς περί Θεοῦ διδασκαλίας καί ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητος, ἐμφανιζούσης τοῦτον πολεμοχαρῆ ὑποστηρικτήν σκληρῶν, φιλοδόξων καί ἐγωκεντρικῶν ἀρχόντων τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης κατηγορίας.

Εἰς τήν Ἀνατολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρχεν ἔντονος ἡ συνείδησις τῆς διαφορᾶς τῆς κοσμικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, ἄν καί ἐνίοτε οἱ κοσμικοί ἄρχοντες ἐπενέβαινον ἐξ ἀγαθῶν ἤ μή κινήτρων εἰς τά ἐκκλησιαστικά πράγματα.

Μετά τήν πτῶσιν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπεφορτίσθη ὑπό τοῦ θεοκρατικήν, ὡς γνωστόν, ἀντίληψιν περί τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ἔχοντος κατακτητοῦ δι᾿ ὡρισμένων κοσμικῶν καθηκόντων, διά τῶν ὁποίων ἐξησφαλίζοντο ὑπό μορφήν προνομίων τά στοιχειωδέστατα δικαιώματα τῶν ὑποδούλων, καίτοι πολλάκις ὑπό διαφόρους προφάσεις κατεπατοῦντο, χωρίς ὅμως νομικήν κατάργησιν τῆς ἀναγνωρίσεώς των.

Ἡ κυκλοφορία τῶν ἰδεῶν, ἡ αἴγλη τῆς οἰκονομικῆς καί τεχνικῆς προόδου τῆς Δύσεως ἀπό τῆς Ἀναγεννήσεως καί τῆς Μεταρρυθμίσεως καί μετέπειτα καί ἡ ἐκ τῆς δουλείας ὑποβάθμισις τοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου τῆς πλειονότητος τῶν Ὀρθοδόξων συνέτεινον εἰς τήν ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ εἰσαγωγήν πολλῶν δυτικοφρόνων ἀντιλήψεων. Μεταξύ αὐτῶν συμπεριλαμβάνεται καί ἡ κρατική παρέμβασις εἰς τήν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εὐχερῶς συνεχέετο πρός τό συνήθως εἰλικρινές ἐνδιαφέρον τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων δι᾿ αὐτήν, τό ὁποῖον προεκάλει ἐνεργείας αὐτῶν, ὡς συγκλήσεις καί προεδρίας Συνόδων, παρομοίας μέν ἐκ πρώτης ὄψεως πρός τάς ἐν τῇ Δύσει, διαφόρους ὅμως ὡς πρός τά κίνητρα καί τούς σκοπούς.

Αἱ νομοθεσίαι ὅλων τῶν ἐκ τῆς πάλαι ποτέ Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας προερχομένων κρατῶν γέμουν νομοθετημάτων ἀφορώντων τήν ἐκκλησιαστικήν διοίκησιν, τεθέντων ἐν ἰσχύϊ πολλάκις διά μόνης τῆς θελήσεως τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων. Εἶναι σαφής ἡ τάσις ὑπεροχῆς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καί ἡ θέλησις αὐτῆς νά κατευθύνῃ τά τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπί πλέον, ἡ ἄνοδος τοῦ ἐθνικισμοῦ, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τούς δύο ἐπ᾿ ἐσχάτων ἀπελθόντας αἰῶνας, προεκάλεσεν ἀφ᾿ ἑνός μέν τήν ἀνάπτυξιν τῶν ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ τήν τάσιν χρησιμοποιήσεως αὐτῶν πρός ἐξυπηρέτησιν ἐθνοφυλετικῶν ἐπιδιώξεων. Ἐνώπιον τοῦ κινδύνου νά διχασθοῦν αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι διά λόγους φυλετικούς καί νά ἐπεκταθῇ εἰς τήν Ἀνατολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τό προηγούμενον τῶν θρησκευτικῶν πολέμων μεταξύ ὁμοδόξων ἀλλοεθνῶν, ἐριζόντων διά ἐθνικούς λόγους ὡς πρός τά ὅρια καί τάς λοιπάς ρυθμίσεις τῆς ἀναδυομένης νέας γεωπολιτικῆς καταστάσεως, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον συνεκάλεσε τήν Πανορθόδοξον Σύνοδον τοῦ σωτηρίου ἔτους 1872, ἡ ὁποία διά τοῦ Ὅρου αὐτῆς ἀπεκήρυξε, κατέκρινε καί κατεδίκασε τόν φυλετισμόν «τοὐτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀντικείμενον τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῖς ἱεροῖς κανόσι τῶν μακαρίων Πατέρων ἡμῶν».

Ἄξιον ἐπισημάνσεως εἶναι ὅτι ὁ Συνοδικός Ὅρος καταδικάζει τόν φυλετισμόν «ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ», ἐν τῇ ὁποίᾳ «οὔκ ἐνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὔκ ἐνι ἄρσεν καί θῆλυ, οὔκ ἐνι βάρβαρος, σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά πάντες ἕν ἐν Χριστῷ».

Παρά ταῦτα, τό πνευματικόν μικρόβιον τοῦ φυλετισμοῦ δέν ἔχει ἀποβληθῆ τελείως ἀπό τούς πιστούς τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κατά καιρούς προκαλεῖ ἐκδηλώσεις ὁδηγούσας εἰς ὀδυνηράς σκέψεις καί ἀμφιβολίας περί τοῦ κατά πόσον τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ περί τῆς φύσεως τῆς βασιλείας Του ὡς οὐχί ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἔχει γίνει κατανοητόν καί ἀποδεκτόν.

Δέν εἶναι μόνον ἡ κατά ἐθνοφυλετικάς ὁμάδας διαμορφωθεῖσα ὀργανωτική κατάστασις τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἡ ὁποία προβληματίζει τούς νεωτέρους κυρίως ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν προσηλύτων εἰς τήν Ὀρθόδοξον πίστιν, ἄλλ᾽ ἐξ ἴσου καί ἀκόμη περισσότερον προκαλοῦν ἀπορίαν καί ἄλλαι τινές ἐκτός τῆς διασπορᾶς προσπάθειαι νά τονισθῇ ἡ φυλετική ὑπεροχή τινων ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑποθαλπόμεναι ἐνίοτε ὑπό τινων Ὀρθοδόξων κατά πλειοψηφίαν Κρατῶν.

Ὁ ὑγιής πατριωτισμός, ὁ ὁποῖος ἐπιζητεῖ τήν πρόοδον τῆς ἰδιαιτέρας ἑκάστου πατρίδος, χωρίς νά συναρτᾷ ταύτην πρός τήν ὑποβάθμισιν τῆς προόδου τῶν ἄλλων χωρῶν, εἶναι βεβαίως εὐκταῖος καί ἀποδεκτός. Ἡ κοινή, ἄλλωστε, πάντων πρόοδος εἶναι σταθερά εὐχή τῆς Ἐκκλησίας καί τό γεγονός τῆς ὑπάρξεως διαφόρων ἐθνῶν εἶναι ἀναμφισβήτητον.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ὑπό τῆς Συνόδου τοῦ 1872 καταδίκη τοῦ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας φυλετισμοῦ, τόν ὁποῖον ἤδη ἔχουν καταδικάσει πάντα τά πεπολιτισμένα ἔθνη, καί ὅταν ἐμφανίζεται ἐκτός Ἐκκλησίας, δέν ἀφορᾷ τόν ὀρθόν πατριωτισμόν, ἀλλά τήν ὑπεροχικήν διαφοροποίησιν καί οἱονεί μεσσιανικήν ἀντίληψιν ὡρισμένων ὁμάδων περί τῆς εἰδικῆς ἀποστολῆς ἤ τῶν εἰδικῶν ἐκ καταγωγῆς προσόντων τοῦ ἔθνους εἰς τό ὁποῖον ἀνήκουν.

Τοιαύτη τις ὑπεροχική ἀντίληψις, ἐπικρατοῦσα παρά τισι τῶν ἰουδαίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, καυχωμένων ὅτι εἶναι τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, κατεδικάσθη ὡς γνωστόν ὑπό τε τοῦ Χριστοῦ, εἰπόντος ὅτι ὁ Θεός δύναται νά ἐγείρῃ καί ἐκ τῶν λίθων τοιαῦτα τέκνα καί ὑπό συμπάσης τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἀποφανθείσης διά τῆς πρώτης ἐν ταῖς Πράξεσιν περιγραφομένης Ἀποστολικῆς Συνόδου ὑπέρ τῆς ἐπεκτάσεως τοῦ κηρύγματος εἰς πάντα τά ἔθνη χωρίς ὑποχρέωσιν αὐτῶν νά τηροῦν τόν Μωσαϊκόν Νόμον, δηλαδή χωρίς ὑποχρέωσιν νά ἐξομοιωθοῦν φυλετικῶς καί πολιτιστικῶς πρός ὡρισμένην τάχα προνομιοῦχον ἐκ Θεοῦ φυλήν.

Ἤδη σήμερον αἱ ἀνθρώπιναι κοινωνίαι ἔχουν κατανοήσει ὅτι τόσον ὁ ἄκρατος ἐθνικισμός καί φυλετισμός μέ τά ὄνειρα κοσμοκρατορίας ὡρισμένων δῆθεν προνομιούχων ἐθνῶν ἤ φυλῶν, τά ὁποῖα ἐκτρέφει, ὅσον καί ὁ ἄκρατος διεθνισμός, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται τήν ἰδέαν τῆς πατρίδος καί τῆς ἐθνικῆς ὁμοψυχίας καί πολιτιστικῆς καταβολῆς, εἶναι ἐξοβελιστέοι, διότι ὁ μέν πρῶτος ἐρείδεται ἐπί μιᾶς φανταστικῆς καί ἀνυπάρκτου πραγματικότητος, ὁ δέ δεύτερος ἀρνεῖται μίαν ὑπαρκτήν καί ἀδιαφιλονίκητον πραγματικότητα.

Ἐντός ἑνός τοιούτου ἰδεολογικοῦ κλίματος ὡριμότητος τῶν κοινωνιῶν, ἠχεῖ ὡς παραφωνία ἡ καλλιέργεια διαιρετικῶν φυλετιστικῶν ἀντιλήψεων εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, χῶρον κατ᾽ ἐξοχήν ἑνότητος ἐν Χριστῷ. Πολλῷ δέ μᾶλλον εἶναι ἐσφαλμένος ὁ συντονισμός τῆς Ἐκκλησίας πρός κρατικάς βλέψεις μή ἐχούσας σχέσιν πρός τήν εὐαγγελικήν ἐπιταγήν τῆς προσφορᾶς καί τῆς θυσίας, ἀλλά πρός τήν κοσμικήν ἐπιθυμίαν τῆς οἱασδήποτε μορφῆς ἐπεκτάσεως τῆς ἐπιβολῆς συγκεκριμένης κρατικῆς ὀντότητος ἐπί ἄλλων λαῶν.
Τοῦτο σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ἐπιτρεπτόν εἰς τήν Ἐκκλησίαν νά γίνεται ὄργανον κρατικῆς ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς, ἐνῷ ἀσφαλῶς ὑποχρεοῦται αὕτη νά ἐργάζεται διά τό καλόν τοῦ ποιμνίου της καί, ἐν τῷ μέτρῳ τῶν δυνατοτήτων της, διά τό καλόν καί τῶν λοιπῶν λαῶν.

Οἱ λαοί τῶν δυτικῶν ἐθνῶν, γευθέντες τήν πικρότητα τῶν ἐθνικῶν καί φυλετικῶν ἀντιπαραθέσεων καί τήν ὀξύτητα τήν ὁποίαν προσλαμβάνουν αὗται ὁσάκις ὑποθάλπονται ὑπό τῶν θρησκευτικῶν ἡγετῶν, ἀπεφάσισαν τήν διακοπήν τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας ἤ Θρησκείας γενικώτερον καί ὡδηγήθησαν εἰς τήν θεσμοθέτησιν τοῦ λεγομένου «λαϊκοῦ» κράτους, ἤτοι κράτους μή ἀναμιγνυομένου εἰς τά τῶν θρησκειῶν, αἱ ὁποῖαι ἀναπτύσσονται εἰς τό ἔδαφός του, ἀλλά καί μή ἐπιτρέποντος εἰς τάς Ἐκκλησίας καί Θρησκείας νά ἀναμιγνύωνται εἰς τάς κρατικάς ὑποθέσεις.

Ἡ ἐξέλιξις αὕτη εἶναι ὑγιής κατ᾽ ἀρχήν ἀντίδρασις πρός ἀποφυγήν τῶν ἐκτροπῶν τοῦ καισαροπαπισμοῦ καί τοῦ παποκαισαρισμοῦ, ὧν ἐμνήσθημεν ἐν ἀρχῇ. Ἀλλ᾽ εἶναι λύσις τῶν ἄκρων, ἄν καί λύσις ἀνάγκης πρός ἀποφυγήν τῶν προμνησθεισῶν ὑπερβολῶν. Ὁδηγεῖ ὅμως καί εἰς ἕν ἀνεπιθύμητον ἀποτέλεσμα, ἤτοι εἰς τήν σταδιακήν ἀπομάκρυνσιν τῶν ἀκατηχήτων καί χλιαρῶν περί τήν πίστιν μαζῶν ἀπό τῆς Ἐκκλησίας.

Τό ἐν προκειμένῳ καθῆκον τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν Κυβερνήσεων τῶν κατά πλειοψηφίαν Ὀρθοδόξων λαῶν εἶναι νά ἐξεύρουν ἕνα σύγχρονον τρόπον εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί ἐν ἰσοτιμίᾳ συνεργασίας Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὥστε οὔτε ἀνεπίτρεπτοι ἐπεμβάσεις τοῦ Κράτους εἰς τά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας νά γίνωνται, οὔτε νά ἀναμιγνύῃ ἡ Ἐκκλησία ἑαυτήν εἰς κρατικάς ὑποθέσεις. Πρό παντός δέ νά μή χρησιμοποιῇ τό Κράτος τήν Ἐκκλησίαν δι᾿ ἐπεκτατικούς αὐτοῦ σκοπούς, οὐδέ νά ἀνέχεται ἡ Ἐκκλησία τήν τοιαύτην χρησιμοποίησίν της, διότι τοῦτο ἀποτελεῖ τήν χειροτέραν ἀπεμπόλησιν τοῦ σωτηριώδους μηνύματος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν χειροτέραν ἔκπτωσιν ἀπό τῆς πνευματικῆς ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐξομοίωσιν αὐτῆς πρός ἕνα τυχαῖον ἐγκόσμιον θεσμόν.

Εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἁρμονικῆς συνεργασίας αὐτῆς μετά τοῦ Κράτους ἰδιάζουσαν θέσιν κατέχει ἡ δρᾶσις τοῦ ἁγίου Ἡγεμόνος Στεφάνου, ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ ὁποίου ἐφέτος ἑορτάζομεν τήν πεντακοσιοστήν ἐπέτειον. Αἱ συνθῆκαι δέν εἶναι ὅμοιαι, ἀλλ᾿ αἱ ἀρχαί ἀπό τῶν ὁποίων καθορίζονται αἱ δράσεις, παραμένουν αἱ αὐταί, εὑρίσκουσαι τάς κατά καιρούς ἐνδεδειγμένας πρακτικάς ἐφαρμογάς. Ἡ σοφία καί ἡ ἀγάπη τῶν ἀρχόντων τοῦ κράτους καί τῆς Ἐκκλησίας θά δώσουν ἑκάστοτε τήν εἰς ὡρισμένον τόπον καί χρόνον κατάλληλον ρύθμισιν.

Ἡ Ρουμανία φαίνεται ὅτι ἔχει ἐπιτύχει εἰς αὐτόν τόν τομέα, ὅπως καί εἰς πολλούς ἄλλους. Εὐχόμεθα ὅπως πορεύεται πάντοτε τήν ἀρίστην ὁδόν.

Εὐχαριστοῦμεν διά τήν ἀγάπην σας καί τήν προσοχήν σας.

Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τό πλούσιον Αὐτοῦ Ἔλεος εἴη μεθ᾿ ὑμῶν. Ἀμήν.

Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου: ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

[Ὁμιλία κατά τήν ἀπονομήν Αὐτῷ τοῦ τίτλου τοῦ ἐπιτίμου μέλους τῆς Ἀκαδημίας Ρουμανίας
16 Οκτωβρίου 2004]

Μακαριώτατε καί προσφιλέστατε Ἀδελφέ Πατριάρχα Ρουμανίας κύριε Θεόκτιστε,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρόεδρε τῆς Ἀκαδημίας ταύτης καί Ἐλλογιμώτατα μέλη αὐτῆς,
Ἱερώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐξοχώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐκλεκτοί καί ἀγαπητοί παρόντες,

Μετά πολλῆς τῆς συγκινήσεως καί τῆς χαρᾶς εὑρισκόμεθα ἐν τῷ μέσῳ ὑμῶν κατόπιν ὑμετέρας πρόφρονος προσκλήσεως. Ἐκφράζομεν τάς θερμάς ἡμῶν εὐχαριστίας διά τήν ἀγάπην σας καί τόν σεβασμόν πρός τήν Μητέρα Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, τόν ὁποῖον ἐκφράζει ἡ ἐνέργεια ὑμῶν αὕτη, ἡ ὁποία, ἄν καί ἀπευθύνεται πρός τό πρόσωπον τῆς ἡμετέρας Μετριότητος, προέρχεται, ὡς πιστεύομεν, ἐκ τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ ἱστορικοῦ καί συγχρόνου πνευματικοῦ ἔργου τῆς ὅλης ἐν περιστάσεσι Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας.

Ὑπ᾽ αὐτήν τήν ἔννοιαν αἰσθανόμεθα ὅτι δεχόμεθα τήν προσγενομένην εἰς τό πρόσωπον ἡμῶν τιμήν τῆς ἀνακηρύξεως ἡμῶν ὡς ἐπιτίμου μέλους τῆς ὑμετέρας εὐφήμως γνωστῆς καί ἑορταζούσης κατά τό τρέχον ἔτος τήν ἑκατοστήν τεσσαρακοστήν ἐπέτειον ἀπό τῆς ἱδρύσεώς της Ἀκαδημίας ὑμῶν, καί ἀκριβῶς λόγῳ αὐτῆς τῆς ἰδιότητος ἡμῶν ὡς ἐκπροσώπου τῆς εἰρημένης τιμωμένης Ἐκκλησίας δέν δυνάμεθα νά ἀρνηθῶμεν τήν πρός αὐτήν κατ᾽ ἀλήθειαν ἀπονεμομένην τιμήν.

Εὐχαριστοῦμεν ἀπό καρδίας καί διά τούς ἀναφερομένους εἰς τό πρόσωπον ἡμῶν τιμητικούς λόγους, διά τῶν ὁποίων ἐκφράζεται ἐναργῶς ἡ λεπτότης τῶν ὑμετέρων ἀγαθῶν αἰσθημάτων, τά ὁποῖα, ἄν καί εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν νά τιμήσουν τήν ἡμετέραν Μετριότητα, ἐν τούτοις τιμοῦν τούς τιμῶντας περισσότερον ἀπό ὅσον τιμοῦν τόν τιμώμενον. Τό ἀποστολικόν «τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. 12, 10) εὑρίσκει ἐν προκειμένῳ τήν ὡραιοτέραν αὐτοῦ ἐφαρμογήν.

Συγχαίρομεν δέ ὁλοψύχως ἐπί τῇ ἀγομένῃ χαρμοσύνῳ ἐπετείῳ τῆς Ἀκαδημίας ὑμῶν καί εὐχόμεθα ὁλοκαρδίως ὅπως συνεχίσῃ αὕτη προσφέρουσα εὐδοκίμως, ὡς μέχρι τοῦδε, εἰς τόν προσφιλῆ λαόν τῆς Ρουμανίας καί εἰς τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρον τάς πολυτίμους ἐπιστημονικάς καί ἠθικάς αὐτῆς ὑπηρεσίας, ἐπ᾽ ἀγαθῷ πάντων τῶν ἀγαπώντων τήν ἀλήθειαν καί τήν ἠθικήν καί ὑλικήν πρόοδον τῶν λαῶν.

Καί ἤδη τό μή ἐπιδεχόμενον ἐξόφλησιν χρέος τῆς ἀγάπης ἐπιθυμοῦντες νά ἐκπληρώσωμεν παρακαλοῦμεν νά μᾶς ἐπιτρέψετε νά θέσωμεν ὑπό τήν ἔμφρονα καί ἀνεπτυγμένην κρίσιν ὑμῶν ὀλίγας τινάς σκέψεις ἐπί τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς λίαν ἐπικαίρου θέματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτισμοῦ.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει, ὡς γνωστόν, ὅτι ἡ ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ διήγησις περί τοῦ ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Αὐτοῦ εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας καί ἔχει σπουδαίας συνεπείας διά τήν ὀρθήν συμπεριφοράν τῶν πιστῶν.

Ἀσφαλῶς δέν πρόκειται περί ἀνθρωπομορφισμοῦ τῆς θεότητος, οὔτε περί κατά κυριολεξίαν εἰκόνος τοῦ ἀνεικάστου Θεοῦ. Πρόκειται περί ἑνός λίαν «σημαντικοῦ» καί ἐκφραστικοῦ τρόπου διά τοῦ ὁποίου σημαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος διαφέρει τῆς λοιπῆς δημιουργίας κατά θεμελιῶδες στοιχεῖον. Ὅλη ἡ λοιπή δημιουργία ἀποτελεῖται ἀπό νεκρά ἤ ζῶντα ὄντα, τά ὁποῖα ἐπλάσθησαν μέν ὑπό τοῦ Θεοῦ, διηγοῦνται δέ δόξαν Αὐτοῦ, ἀλλά δέν ἐξεικονίζουν τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτοῖς. Δέν ἔχουν οὔτε ἐν σμικρογραφίᾳ θείας ἰδιότητας.

Ἀντιθέτως, ὁ ἄνθρωπος φέρει ἐν ἑαυτῷ ἐγγενῶς, σύν τοῖς ἄλλοις, τήν ἐλευθερίαν, τόν νοῦν, τήν αὐτοσυνειδησίαν καί ἄλλα στοιχεῖα ἀνήκοντα μόνον εἰς τόν Θεόν καί εἰς τόν ἄνθρωπον καί εἰς οὐδέν ἕτερον δημιούργημα. Ἐπί τούτοις ἔχει τήν δημιουργικότητα, ἤτοι ἕν θεῖον στοιχεῖον, ἀποκλειστικῶς ἐξ ὅλης τῆς δημιουργίας δοθέν εἰς μόνον αὐτόν, ἰδιαιτέρως δέ ἐκφραζόμενον διά τοῦ πολιτισμοῦ.

Ὁ Θεός ἐδημιούργησεν ἐκ τοῦ μηδενός ὅλα τά ὄντα καί προσέδωκεν εἰς ἕκαστον αὐτῶν ὡρισμένας ἰδιότητας. Ἀλλ᾿ ἐάν παρατηρήσωμεν τάς δυνατότητας ὅλων τῶν ὄντων, οὐδέν θά εὕρωμεν τό ὁποῖον νά ἔχῃ τάς δημιουργικάς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου. Δημιουργικάς δυνατότητας ἀναφερομένας εἰς τήν γνῶσιν, τήν ὁποίαν ἀποθηκεύει, ἐπεξεργάζεται καί βελτιώνει συνεχῶς. Ἄλλας ὁμοίας ἀναφερομένας εἰς τήν τεχνικήν, ἡ ὁποία συνδυαζομένη μέ τήν γνῶσιν δημιουργεῖ ὁλονέν καί νεώτερα καί ἀρτιώτερα καί τολμηρότερα ἐπιτεύγματα. Ἄλλας τοιαύτας σχετιζομένας μέ τάς καλάς τέχνας, διά τῶν ὁποίων ἐκφράζεται ἡ βίωσις τοῦ κάλλους, κ.ο.κ.

Ὅλα αὐτά τά ἐπιτεύγματα, ὡς καί τά συναισθήματα τά ὁποῖα, αὐτά τε καί τά ἔργα τοῦ Θεοῦ προκαλοῦν εἰς τόν ἄνθρωπον, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἱκανότητα νά τά περιγράφει καί νά τά ἐκφράζει πρός τούς συνανθρώπους του δι᾿ εἰκόνων ἤ διά λόγου καί οὕτως ἔχει δημιουργηθῆ μέχρι σήμερον τεράστιος πλοῦτος παντοειδῶν κειμένων γραπτοῦ λόγου ἤ ἐξεικονίσεων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἄλλην μορφήν ἀνθρωπίνης δημιουργίας.

Θά ἠδυνάμεθα νά προσθέσωμεν εἰς τούς δημιουργικούς τομεῖς τοῦ ἀνθρώπου καί τά θρησκευτικά δημιουργήματα διά τῶν ὁποίων ἐκφράζεται ἡ βίωσις τῆς ἁγιότητος ἤ, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ περί Θεοῦ ἀντίληψις ἤ ἐμπειρία τοῦ πιστοῦ, ἀλλά ἐπ᾿ αὐτοῦ θέλομεν ἰδιαιτέρως νά ἐπισημάνωμεν ὅτι παρεμβαίνουν καί ἐπηρεάζουν τόν ἄνθρωπον πολύ περισσότερον ἀπό ὅσον εἰς τάς ἄλλας πολιτιστικάς δραστηριότητας αὐτοῦ, ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ αὐτοῦ, πολλοί ἐξωανθρώπινοι παράγοντες, ὥστε τά θρησκευτικά ἔργα νά ὑποδηλώνουν ὄχι μόνον τήν περί Θεοῦ καί τοῦ ὑπερβατικοῦ κόσμου αἴσθησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τόν χαρακτῆρα τοῦ ἐμπνέοντος αὐτόν ὑπερφυσικοῦ ὄντος. Διότι ὅσα ἐκφράζονται ὑπό τοῦ δημιουργοῦ τῶν θρησκευτικῶν ἔργων δέν ἀποτελοῦν ἐνεργήματα μόνον τοῦ ἀνθρώπου-δημιουργοῦ αὐτῶν, ἀλλά συνδημιουργήματα αὐτοῦ καί τῆς ἐμπνεούσης αὐτόν πνευματικῆς ὑποστάσεως, εἰς τρόπον ὥστε ἐμφαίνουν σαφῶς καί τόν χαρακτῆρα αὐτῆς, ἑκάστοτε εἰς διάφορον βεβαίως βαθμόν.

Ἔχοντες ὡς βάσιν τάς διανοητικάς καί πνευματικάς ἐν γένει δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου κατανοοῦμεν ἑαυτούς καί ἀλλήλους ὡς ὄντα ζῶντα, ἐλεύθερα, σκεπτόμενα, αὐτεπίγνωστα, ἐνσυνείδητα καί δημιουργικά. Τό σύνολον τῆς ὑλικῆς καί πνευματικῆς δημιουργίας μας, τῶν ἔργων μας καί τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν μας εἶναι ὁ πολιτισμός μας.

Ἔναντι αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει στάσιν κατ᾿ ἀρχήν ἀποδοχῆς, ἀλλά καί κριτικῆς. Δι᾿ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους, ἑκάστη πολιτιστική ἐκδήλωσις ἤ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀξίαν, ἀλλ᾿ ὄχι πάντοτε θετικήν. Ὁ πολιτισμός καθ᾿ ἑαυτόν δέν εἶναι ἄνευ ἑτέρου δεδικαιωμένος.

Εἶναι ἄπειρα τά παραδείγματα ἀνθρωπίνων ἔργων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἐντροπήν διά τόν πολιτισμόν μας. Τά ναζιστικά στρατόπεδα καί κρεματόρια, ἡ σύγχρονος τρομοκρατία ὁθενδήποτε καί ἄν προέρχεται, ἀκόμη καί ἄν ἐγκρίνηται ἀπό ὡρισμένας θρησκευτικάς αἱρέσεις, ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν γυναικῶν καί τῶν παιδίων, αἱ γενοκτονίαι, αἱ ἐθνοφυλετικαί ἀντιλήψεις, διακρίσεις καί καθάρσεις, αἱ καταπιέσεις τῶν ἑκασταχοῦ μειονοτήτων, ἡ ἀμέτρως ἄνισος κατανομή τοῦ οἰκονομικοῦ προϊόντος, τά ναρκωτικά καί τό ἐμπόριον αὐτῶν καί τόσαι ἄλλαι κοινωνικαί πληγαί, ἀποτελοῦν μερικά μόνον δείγματα τῶν ἐχουσῶν ἀρνητικόν χαρακτῆρα ἐκδηλώσεων τῶν κατά τόπους πολιτισμῶν τῆς ἐποχῆς μας.

Ἐνίοτε χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος πολιτισμός πρός ὑποδήλωσιν μόνον τῶν καλλιτεχνικῶν ἐπιτευγμάτων καί ἐκδηλώσεων, ἀποκαλουμένων «πολιτιστικῶν». Δέν ἐπεμβαίνει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά νά ἐμποδίσῃ τήν δημιουργίαν καλλιτεχνικῶν ἐκδηλώσεων ἀρνητικοῦ χαρακτῆρος κατά τήν κρίσιν της. Ἐκφράζει ὅμως ἐλευθέρως τήν γνώμην της περί αὐτῶν καί κυρίως θέλει νά ἀπελευθερώσῃ τούς πιστούς ἀπό τήν πλάνην, ὅτι πᾶν τό καλλιτεχνικόν εἶναι ἀποδεκτόν, μόνον καί μόνον διότι ὀνομάζεται ἔργον τέχνης. Τό ἔργον τέχνης ὑπόκειται καί αὐτό εἰς κριτικήν ἀπό πάσης σκοπιᾶς, ὡς πᾶν ἀνθρώπινον ἔργον. Ἐλέγχεται ὡς πρός τά στοιχεῖα κάλλους, ἁρμονίας καί μέτρου, τά ὁποῖα ἐκφράζει, ἀλλά καί ὡς πρός τό μήνυμα τό ὁποῖον ἐκπέμπει καί ὡς πρός τήν ἐπιρροήν αὐτοῦ ἐπί τῶν θεωμένων ἤ ἀκροωμένων αὐτό.

Ἀσφαλῶς μουσική τις ἐκμαυλιστική δημιουργία εἶναι ἔργον τέχνης, ἀλλά τοῦτο δέν καταξιοῖ αὐτήν πρός ἀκρόασιν, ἐάν δέν εἶναι βεβαίως σκοπός ὁ ἐκμαυλισμός τῶν ἀκροατῶν. Ὁμοίως μουσική ὁδηγοῦσα τούς ἀκροατάς αὐτῆς εἰς ἐρεθισμόν καί καταστροφικάς βιαιοπραγίας κατά ἀνθρώπων καί περιουσιῶν ἀπαξιοῦται ἠθικῶς καί κοινωνικῶς παρά τόν χαρακτῆρα αὐτῆς ὡς ἔργου τέχνης.

Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τό ἰδικόν της ἐφηρμοσμένον ἀνώτερον πολιτιστικόν ἰδεῶδες εἰς τήν κοινωνίαν τῶν Ἁγίων καί εἰς τήν κοινωνίαν τῶν πρός τήν ἁγιότητα πορευομένων. Ἐντός αὐτοῦ τοῦ χώρου, τοῦ κατά τό πλεῖστον οἰκείου εἰς ὅλους ἡμᾶς, βιώνεται ἡ ὡραιότης τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς προσηρμοσμένης πρός τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ.

Εἰδικάς μορφάς αὐτῆς τῆς πολυειδοῦς χριστιανικῆς πολιτιστικῆς δημιουργίας ἀποτελοῦν αἱ μοναστικαί ἀδελφότητες. Ἐκεῖ, ὡς πρός τήν κοινωνικήν δομήν, ἐπιτυγχάνεται ἡ εὐαγγελική ἀντιστροφή τῶν ἐγκοσμίων ἀξιοκρατικῶν ἐκτιμήσεων καί οἱ πρῶτοι γίνονται ὑπηρέται τῶν ἀναγκῶν τῶν τελευταίων. Ὑπερβαίνεται ἡ δημοκρατία καί ἡ ἀριστοκρατία καί ἐγκαθιδρύεται ἡ ἀγάπη ἐντός κλίματος ἱεραρχίας καί ἀλληλοσεβασμοῦ, ὅπου αἱ κοσμικαί διαβαθμίσεις περιττεύουν, διότι ὁ ἔχων ὑπεροχήν γνώσεως ἤ ἱκανοτήτων χρησιμοποιεῖ αὐτάς πρός ὑπηρεσίαν τῆς ἀδελφότητος καί ὄχι πρός ἰδίαν προβολήν. Ἐκεῖ αἱ τέχναι προσπαθοῦν νά ἐκφράσουν τήν ὑπερτάτην ἁρμονίαν, τήν μέχρις ἁγιότητος καθαρότητα, τήν ἀλλοίωσιν τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου ἐπί τῶν ἁγιαζομένων πιστῶν, ὅπου ἡ λευκαντική Χάρις ραντίζει καί οἱ ἁμαρτωλοί ὑπέρ χιόνα λευκαίνονται καί ἐπισκιάζει καί ἀποκαθιστᾷ τό ἀρχαῖον πρωτόπλαστον κάλλος.

Αἱ εἰκόνες εἰς τούς Ναούς καί τά κελλία δέν εἶναι ἁπλαῖ ἀπεικονίσεις τῶν μορφῶν προσφιλῶν προσώπων. Εἶναι ἀπεικονίσεις τῆς μυστικῆς μεταμορφώσεως, τήν ὁποίαν ὑφίστανται τά πρόσωπα ταῦτα, ὅταν διαποτίζωνται ἀπό τήν Θείαν Χάριν καί ἀνακράζουν μετά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».

Ἐκεῖ ἡ μουσική δέν εἶναι ἔκφρασις ἀνθρωπίνων συναισθημάτων, ἀλλ᾿ ἀνάκλασις οὐρανίων μελῳδιῶν, ἅς «οὖς οὐκ ἤκουσε». Ἐκεῖ ὁ λόγος δέν ἐκφράζει γνώσεις ἤ διανοήματα, ἀλλά μυσταγωγεῖ καί ὠθεῖ τό πνεῦμα πρός μεταρσίωσιν καί ἄνοδον εἰς τόν ἄλλον ἐκεῖνον κόσμον, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ πλημμυρίζει τό σύμπαν, εἶναι ἀόρατος διά τῶν φυσικῶν ὀφθαλμῶν.

Ἐκεῖ ἡ ἀρχιτεκτονική δέν αὐτοπροβάλλεται μετ᾿ ἐπάρσεως, ἀλλά ὑπηρετεῖ τήν λειτουργίαν τῆς καθημερινῆς ζωῆς, καί τήν Θείαν Λειτουργίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κέντρον τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀναφέρει τήν σύμπασαν κτίσιν πρός τόν Δημιουργόν της ἐν ταπεινώσει καί εὐχαριστίᾳ. Ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, τό φυσικόν περιβάλλον, γίνεται σεβαστόν καί φυλάσσεται κατά τό ἐφικτόν ἄφθορον καί ἀειφόρον.

Ἡ ἀληθῶς χριστιανική κοινωνία ἀποτελεῖ τήν ἀρτιωτέραν πολιτιστικήν ἐπίτευξιν. Ἡ ἐπιστήμη διακονεῖται ἐπ᾿ ἀγαθῷ. Τά οἰκονομικά ἀγαθά προσφέρονται κατά τάς ἀνάγκας ἑκάστου. Ἡ τέχνη ἐκφράζει τήν ἁρμονίαν τοῦ κάλλους, αἱ κοινωνικαί δομαί ὑπηρετοῦν τόν ἄνθρωπον, αἱ τυχόν παρεκτροπαί θεραπεύονται, ἐκδικητικαί ποιναί δέν νοοῦνται. Τά πάντα συντονίζονται πρός τόν ὑπέροχον θεῖον νόμον, ὁ ὁποῖος κατά τόν ὑπερτέλειον τρόπον, κατά τόν ὁποῖον διέπει τόν σύμπαν, δύναται νά ρυθμίζῃ καί τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων, ἐάν τό ἐπιθυμοῦν.

Ἀσφαλῶς ἐκτός τῶν μοναστικῶν ἀδελφοτήτων καί ἐντός τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν, τῶν ἐν πολλοῖς πολυπολιτισμικῶν, ἔστω καί κατά πλειοψηφίαν χριστιανικῶν, δέν ἐπικρατεῖ ὁ τρόπος ζωῆς τῶν μοναστικῶν ἀδελφοτήτων, οὔτε δύναται νά ἀπαιτηθῇ τοῦτο παρά τῶν πολιτῶν. Ἐν τούτοις, εἶναι εὐκόλως ἀντιληπτόν καί σαφές ὅτι αἱ φιλάνθρωποι ἀρχαί τοῦ Εὐαγγελίου ἔχουν σημαντικῶς διαποτίσει τάς χριστιανικάς κοινωνίας καί ἔχουν προσδώσει διά τοῦ ἐπί σειράν αἰώνων ἐπηρεασμοῦ τῶν πνευμάτων ἰδιαίτερον χριστιναικόν ἄρωμα εἰς αὐτάς. Τοῦτο εἶναι ἐντονώτερον εἰς τάς εὐλαβεστέρας κοινωνίας, οἵα ἡ Ρουμανική, γίνεται δέ ἀμέσως αἰσθητή ἡ διαφορά εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονται διαδοχικῶς χώρας Ὀρθοδόξους Χριστιανικάς καί ἑτεροθρήσκους.

Εἶναι, παρά τάς ἀτελείας τῶν χριστιανικῶν κοινωνιῶν, αἰσθητή ἡ ὑπεροχή τῶν χριστιανικῶν πολιτισμῶν. Ὅθεν, ζητούμενον δι᾿ ἡμᾶς πρέπει νά εἶναι ἡ ἀποδοχή παρά τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν ὁλονέν καί περισσοτέρων χριστιανικῶν ἀρχῶν, διότι μόνον διά τῆς μεγαλυτέρας ἐπιρροῆς τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ θά βελτιωθῇ τό ἐπίπεδον εὐδαιμονίας τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.

Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διά τήν ἀγάπην σας. Ἡ Χάρις καί τό πλούσιον Ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἴη μετά πάντων ὑμῶν. Ἀμήν.
Related Posts with Thumbnails