© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Τα Kόλλυβα, ένα παλιό έθιμο μνήμης και τιμής

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Τα Kόλλυβα είναι βρασμένο στάρι, συνήθως ανάμεικτο με άλλους καρπούς και ζάχαρη και προσφέρεται με θρησκευτική τελετουργία στη μνήμη των πεθαμένων κατά τα καθιερωμένα μνημόσυνα και τα ψυχοσάββατα. Ο όρος προέρχεται από την αρχαία λέξη κόλλυβος που σήμαινε μικρό νόμισμα. Στον πληθυντικό (τα Κόλλυβα) δήλωνε μικρές στρογγυλές πίτες.

Η αρχή της εκκλησιαστικής καθιέρωσής τους τοποθετείται στο έτος 362 και συνδέεται παραδοσιακά με το λεγόμενο «θαύμα των κολλύβων» που έκανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων (284-305). Την εποχή αυτή αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ο οποίος εμφανίστηκε ως ο δυναμικός θρησκευτικός και πνευματικός μεταρρυθμιστής της αυτοκρατορίας, με απόλυτο στόχο την αναβίωση της εθνικής θρησκείας και του ελληνισμού. Με διάταγμα καθιερώθηκε η αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας, οι κλεισμένοι ειδωλολατρικοί ναοί ανοίχθηκαν, οι δημευμένες περιουσίες τους επιστρατεύτηκαν και η ειδωλολατρική λατρεία ενθαρρύνθηκε με κάθε πρόσφορο μέσο. Ο Ιουλιανός ήταν αντίθετος με τις νηστείες των χριστιανών, γι' αυτό διέταξε τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, όταν πλησίαζε η πρώτη εβδομάδα των νηστειών της Μεγάλης Σαρακοστής, να εξαφανίσουν από την αγορά κάθε είδους τρόφιμα και να αφήσουν μόνο τα ειδωλόθυτα, ώστε να αναγκαστούν οι χριστιανοί να φάνε ή από τα μεμιασμένα τα προερχόμενα από τις θυσίες ή να πεθάνουν από την ασιτία. Όμως ο Άγιος Θεόδωρος παρουσιάστηκε ως οπτασία στον πατριάρχη Ευδόξιο, τού φανέρωσε το σχέδιο του Ιουλιανού και τού παρήγγειλε να συγκαλέσει τους πιστούς το πρωί της Καθαράς Δευτέρας και να εμποδίσει τη βρώση αυτών των τροφών, υπέδειξε μάλιστα να χρησιμοποιήσουν οι χριστιανοί Κόλλυβα για τις διατροφικές τους ανάγκες. Έτσι και ο σκοπός του Ιουλιανού ματαιώθηκε και οι χριστιανοί διαφυλάχτηκαν αμόλυντοι όλη την καθαρά εβδομάδα. Σε ανάμνηση του θαύματος αυτού επικράτησε η συνήθεια να γίνονται κάθε χρόνο Κόλλυβα στη μνήμη του Αγίου Θεοδώρου το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των νηστειών.

Τα Κόλλυβα συνεχίζουν παλαιότερη συνήθεια των χριστιανών των πρώτων αιώνων και αποτελούν μεταλλαγή των προσφορών στους νεκρούς. Οι προσφορές πάλι αυτές αποτελούσαν συνέχεια όμοιων ή ανάλογων προχριστιανικών εθίμων, όπως ήταν να νεκρικά περίδειπνα κα η πανσπερμία. Η επιλογή του σιταριού ως επιμνημόσυνης προσφοράς εξηγείται από τη συμβολική έννοια (θάνατος-ανάσταση), με την οποία περιβάλλει η εκκλησία το δημητριακό αυτό( πρβλ. Ιωάννου ιβ΄ 24: «εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει. Εάν δεν αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει»). Το στάρι, εξάλλου, αποτελεί με τις διάφορες μορφές κι επεξεργασίες του, βασικό διατροφικό υλικό του πολιτισμού μας, έτσι γι αυτούς που τρώνε τα κόλλυβα εξορκίζεται ο θάνατος κι επιμηκύνεται η ζωή και γίνεται ποιοτικότερη όπως η γλυκιά τους γεύση.

Εκτός από την κοινή ονομασία Κόλλυβα, κατά τόπους χρησιμοποιούνται και άλλες ονομασίες όπως σπερνά, συχώρια, σχωρέτια, μπούλια κ.ά. Ειδικότερα, τα Κόλλυβα που προσφέρονται για τις ψυχές λέγονται πεθαμένα, ενώ αυτά που γίνονται στη μνήμη ενός αγίου χαρακτηρίζονται ως εορτάσιμα, ζωντανά, άγια, της χαράς. Παρασκευάζονται με αγνά υλικά και στέλνονται μέσα σε δίσκο ή πιάτο στην εκκλησία όπου ευλογούνται από τον παπά στα μνημόσυνα στις οκτώ ή σαράντα μέρες, αλλά και στα τριμήνια, εξαμήνια εννιάμηνα και στο χρόνο από την ημέρα του θανάτου. Κατά τα Ψυχοσάββατα επίσης συρρέουν στις εκκλησίες πιστές με όμορφα διακοσμημένους δίσκους με Κόλλυβα, πάνω στα οποία στηρίζουν και ανάβουν κερί σε μια εκδήλωση αγάπης προς τους νεκρούς συγγενείς και φίλους. Μετά τη μικρή τελετή τα μοιράζονται μεταξύ τους και εύχονται ο Θεός να αναπαύσει τις ψυχές μέχρι την ανάσταση. Παράλληλα όμως διενεργείται και ένας σιωπηρός διαγωνισμός για τα καλύτερα Κόλλυβα. Εξαρτάται από την ποικιλία και την ποιότητα των υλικών αλλά και από τον τρόπο που έχουν τοποθετηθεί εκείνα που βρίσκονται στην επιφάνεια ώστε να έχουν ωραίο αισθητικό αποτέλεσμα. Το στάρι πρέπει να βράσει αλλά να παραμείνει σπειρωτό. Εμπλουτίζεται και με άλλα υλικά όπως σταφίδα, ξηροί καρποί, μαϊντανός, ρόδι, ζάχαρη κι η αναλογία διαφέρει ανάλογα με τις προτιμήσεις και τη γευσιγνωσία του παρασκευαστή.

Το Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων μαζί με εκείνα των δύο τελευταίων Απόκρεω, της Κρεατινής και της Τυρινής, εθεωρούντο πολύ σημαντικές μέρες μνήμης των νεκρών με Κόλλυβα στις εκκλησίες, ελεημοσύνες στους φτωχούς, επισκέψεις στους τάφους, τρισάγια και με αργία, όπως δείχνει και η πανελλήνια γνωστή αποστροφή:

Ανάθεμα που δούλεψε τα τρία τα Σάββατα
της Κρεατινής, της Τυρινής και των Αγιοθοδώρων.

Στο Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων αναφέρεται και παλαιότερη μαντική συνήθεια των ανύπαντρων κοριτσιών, με τα Κόλλυβα της ημέρας αυτής: Τα τοποθετούσαν κάτω από το μαξιλάρι τους και παρακαλούσαν τον Άγιο να φανερώσει στον ύπνο τους τον άνδρα που θα παντρεύονταν.

Ψυχοσάββατο, ιδιαίτερα μάλιστα σημαντικό, είναι και το Σάββατο της Πεντηκοστής. Είναι μέρα που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, οι ψυχές επιστρέφουν πάλι στον Κάτω Κόσμο, αφού σε όλη τη διάρκεια της πασχαλινής περιόδου κυκλοφορούσαν ελεύθερες πάνω στη γη.

Η μνήμη των νεκρών και τα Κόλλυβα που παρασκευάζονται στα σπίτια αποτελούν μια σημαντική εκδήλωση αγάπης προς εκείνους που έφυγαν και η απώλειά τους αφήνει συναισθηματικό κενό. Δημιουργεί συναισθηματικούς δεσμούς στα μέλη της οικογένειας, δίνει την αίσθηση της συνέχειας της ζωής, γλυκαίνει την επικοινωνία με τον Κάτω Κόσμο, μειώνει το άγχος της μοναξιάς του θανάτου. Όταν μάλιστα συνοδεύονται και με ελεημοσύνες καλλιεργείται ο ανθρωπισμός κι εξυψώνεται ο άνθρωπος. Τέτοια έθιμα ίσως έχει ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος της ταχύτητας και της μοναξιάς, του υπολογισμού και της σκληράδας για να απελευθερώσει τα στενά όρια της ύπαρξής του και να χαρεί και μέσα από τη θλίψη της μνήμης και της ψυχικής επικοινωνίας.

Βιβλιογραφία:

* Γ. Σουλιώτης, Τα Κόλλυβα, Αθήνα 1987
* Το Μέγα Ωρολόγιον της Εκκλησίας
* Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Μιμίκας Σταμίρη, ΠΑΝΤΡΕΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ("Ομιλία": Λαϊκό Ζακυνθινό Θέατρο)

[Στη φωτό: Commedia dell'arte, Jean de Paul Paintings]

ΝΤΕΛΑΛΗΣ
Σωπάτε, κύριοι, το λοιπό, την ομιλία να πούμε.
Να την ακούσει ο λαός και να 'φχαριστηθούμε.
Για μία παντρεία με το στανιό θ’ ακούσετε παιδία.
Τον Μπάμπο στεφανώσανε με την κατρεγαρία.
Κι ενώ ήτουνα ένας γυναικάς,του φτιάσανε το κάζο.
Του δώκανε γυναίκα του μία χοντρή, ένα μπάζο.
Μα κειός τη σκαπουλάρισε, του βγήκε σε καλό του.
Άλλος τη λούμπα του 'σκαβε, άλλο το ριζικό του.
Για κάτσετε ούλοι εδωπά και κάμετε ησυχία.
Κατουρημένοι θα ' βγετε μ’ ευτή την ιστορία

ΣΚΗΝΗ 1η
( Στο καφενείο )

ΣΟΧΑΔΑΣ
Ωρέ, κουμπάρε γκάνιασα εδώ να καρτεράω.
Πρεμούρες με τσακώσανε τη ρούγα να τηράω.
Είπες το γιόμα θα 'σαι εδώ κάτι να μου παρλάρεις.
Να σε τρατάρω ένα κρασί; Μολόγα τι γουστάρεις.

ΜΟΥΛΑΣ
Για να τελέψω τσι δουλειές, επέρασε η ώρα.
Δεν είμαι πολύ εύκολος να προβατώ στη χώρα.
Μισό καρτούτσο εδωπά να φέρει κοκκινέλι.
Και για μεζέ ο κάπελας να βάλει ό,τι θέλει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Καμία σαρδέλα, καμία ελιά και λίγονε σκουράτζο.

ΜΟΥΛΑΣ
Πούλιο καλά να μ’ έδενες μ’ ένα μεγάλο γάτζο,
να μ' έριχνες στο πέλαο, στου πόρτου τα ρεπάρα.
Ή να με ξέκανε κανείς με κάνα δύο σμπάρα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Με σκιάζουνε οι παρόλες σου, Σοχάδα μου, αμπονόρα.
Μολόγα και ξαλάφρωσε, κουμπάρε μου, προχώρα.

ΜΟΥΛΑΣ
Έχω το γιο ανύπαντρο. Κι είναι μεγαλωμένος.
Πέντε χρόνια απ’ το στρατό είναι γυρισμένος.
Ούλη μέρα κάθεται κι ούλο κοπροσκυλιάζει.
Βορτάρει με τσι παστρικές. Τίποτσι δεν τον νοιάζει.
Σκιάζουμαι και καμίανε μην πάει και γκαστρώσει.
Κι έπειτα μήτε ο Άγιος μπορεί να τόνε σώσει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Τη σημερνή την εποχή έτσι είναι τα παιδία.
Δε σεκλετίζουνται πολύ με έγνοιανε καμία.
Με μπριγιαντίνη στα μαλλιά, ρούχα κολαρισμένα
συνέχεια σουλατσάρουνε ούλα τα βλοημένα.

ΜΟΥΛΑΣ
Σε κάλεσα εδωπά, λοιπό, μην πάει και με συνδράμεις.
Ένα καλό, κουμπάρε μου, για μένανε να κάμεις.
Μία κοπέλα εύρες μου να κάνει για παντρεία.
Στο μαρτυράω. Με ξέκαμε ευτούνη η ιστορία.
Δε γνοιάζουμαι για ομορφιές, ούτε για τα προικιά τση.
Να 'ναι , αμποδάτε, ικανή να κάμει τη δουλειά τση.
Τη θέλω να 'ναι καρπερή, παιδία να γεννήσει
κι ευτό τον αχαΐρευτο να τόνε συγκρατήσει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Δελέγκου που το μολοείς, κάτι έχω στο τσερβέλο.

ΜΟΥΛΑΣ
Ωρέ, Σοχάδα, σώσε με, μη βάλω και φουρνέλο.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Καψερέ, για μώρωσε. Μην ξεστομάς παρόλες.

ΜΟΥΛΑΣ
Σπαβέντα με τσακώνουνε καθημερνές και σκόλες.
Τηράω ούλους τσου κόπους μου να πηαίνουνε χαημένοι.
Πρέπει το θέμα να λυθεί. Άλλο μην περιμένει.
Γιατί θα κάμω φονικό, θα 'μπω στο μπαλαούρο.
Να πάει στο διάολο, λοιπό, ούλο το μοζοντούρο.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Σιγά τα αίματα, Μουλά,κάνεις το βουρλισμένο.
Ούφου να πας το σκέφτεσαι για κειο τον προκομένο.
Σου 'πα μες το τσερβέλο μου ιδέες κατεβάζω.
Θα σου 'βρω την καλύτερη, κουμπάρε μου, στο τάζω.

ΜΟΥΛΑΣ
Ξεφούρνισέ το. Μ’ έσκασες. Κοντεύω να κορπάρω.
Δεν έχω λιντερίτσινο έδωπα για να πάρω.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Άκου, λοιπό, τη νοβιτά. Απάνου στο Γαλάρο
ξέρω τον Ντάντο του Μαρή. Το έχω και κουμπάρο.
Τρεις θεγατέρες του 'καμε του Ντάντου η κυρά του
και που δεν έχει σερνικό είναι η συφορά του.
Στο φόρο μίανε αυγή μου 'λεγε τον καημό του,
μην πάει ούφου η φαμελιά μετά το θάνατό του.
Ψάχνει κι ευτός κάνα γαμπρό να δώκει τσι κοπέλλες
που 'χουνε χάρες κι ομορφιά κι ούτε είναι τεμπέλες.

ΜΟΥΛΑΣ
Μία βαντάκα με αρνί, μοσκάρι και γουρούνι
θα 'ναι το κανίσκι σου για τη δουλειά ευτούνη.
Κανόνισε συνάντηση μ’ ασπούδα αύριο βράδυ.
Πρέπει ο Μπάμπος άμεσα μία γυναίκα να 'βρει.
Σ’ ούλη μου μέσα τη ζωή θα στο χρωστάω χάρη
άμα δεθεί το προξενειό για κείνο το τομάρι.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Να πιούμε ακόμα μία γουλιά για το καλό το κάζο.
Τσου γάμους θα μεθύσουμε, κουμπάρε, σου το τάζω.
Πήαινε ογλήγορα, λοιπό, κάμε ετοιμασία
Να φτάσουμε αμπονόρα εκεί, γιατί είναι μακρία.
Θα στείλω εγώ τη νοβιτά απόψε στο Γαλάρο.

ΜΟΥΛΑΣ
Σοχάδα μου, να σ’ ασπαστώ. Κοντεύω να κορπάρω.
( Ο Μουλάς τον τραβάει συνέχεια για να τον ασπαστεί – Ο Σοχάδας τον αποφεύγει – Καταφέρνει να του ξεφύγει τελικά – Ο Μουλάς φεύγει τραγουδώντας και χοροπηδώντας )
ΣΚΗΝΗ 2η
( Στο σπίτι του Μουλά )
ΜΟΥΛΑΣ
Πού είναι εκειό τ’ ακάθαρμα; Ξεραίνεται ακόμα;
Την ξάπλα δεν τη χόρτασε; Επέρασε το γιόμα.
Θα τουνα πάλι αποβραδίς με παστρικιά αντάμα
Ω, Άγιε μου, να τέλευε και ευτούνο ευτού το πράμα.
Πριν να του δώκω στ’ αχαμνά καμίανε σμπαρία
κάμε, Παναγία μου, να δέσει η παντρεία.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τι θες, καημένε, εδωπά; Φουγιάζεις αμπονόρα;
Έπεσα το χάραμα. Δε μου 'φτασε η ώρα.
Είχα μία υποχρέωση απόψε ούλη νύχτα.
Υπερωρίες έκαμα και τώρα έχω μία νύστα!

ΜΟΥΛΑΣ
Μήπως το παραδούλεψες το όργανο, παιδί μου;
Φονιάς θα γένω εδωπά στο τέλος τση ζωής μου.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τρία θηλυκά ξεπέταξα μέσα σε μία βραδία.
Άσε που 'χα στα πόδια μου καμία δεκαρία.

ΜΟΥΛΑΣ
Άμε στο διάολο, μωρέ, χάσου από μπροστά μου
Τρεματούρα μ’ έπιασε. Χάνω τα λογικά μου.
Βλαμένε, πάρ’ το απόφαση. Φινίρανε τ’ αστεία.
Δεν έχεις περιθώριο. Είν’ ώρα για παντρεία.
Η μάνα σου εγέρασε. Κι εγώ πούλιο ακόμα.
Δεν έχουμε πολύ καιρό πριν να μας φάει το χώμα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Βαστάς ακόμα, γέρο μου. Το βγάνεις το ψωμί μας.

ΜΟΥΛΑΣ
Τση μάνας σου κι εμένανε φινίρισε η ζωή μας.
Πόσο θα σε νταντεύουμε ακόμα, βουρλισμένε;
Τι θα κάμεις στη ζωή, μωρέ συφοριασμένε;
Μην αρχινίσεις εδωπά το ίδιο το τροπάρι.
Λίγωσα. Σε βαρέθηκα, ακάθαρμα, τομάρι.
Μη βγάλεις άλληνε μιλιά. Είμ’ αποφασισμένος.
Σε κάνα μήνα, θες δε θες, θα σαι στεφανωμένος.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Πότε ματακούστηκε με το στανιό παντρεία;

ΜΟΥΛΑΣ
Δεν έχει άλλη αναβολή. Σου 'βρηκα ευκαιρία.
Αύριο βράδυ προξενειό θα πάμε στο Γαλάρο.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ούλα ευτούνα που μου λες καθόλου δε γουστάρω.

ΜΟΥΛΑΣ
Άμα δεν έρθεις για γαμπρός θα βάλω φουγκαρία.
Θα κάψω και το σπίτι μας κι ούλη την περουσία.
Τα’ καμα με τα χέρια μου, με κόπους και με αίμα.
Κατάλαβε, θεόμουρλε, ότι δεν είναι ψέμα.
Να ιδούμε πούλιο έπειτα τι θα 'χεις για να ζήσεις,
αφού δε θες με μένανε εσύ να συμφωνήσεις.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Από να μείνω άκληρος σ’ ούλη μου τη ζωή μου
ας κάμω μία υποχώρηση στη γνώμη τη δική μου.
Στο κάτου- κάτου τση γραφής τι έχω για να χάσω;
Θα ΄χω γυναίκα σπίτι μου, έρωτα να χορτάσω.

ΜΟΥΛΑΣ
Σήκω αμπονόρα την αυγή το γάϊδαρο να ζέψεις
Κι ούλες τσι άλλες τσι δουλειές δελέγκου να τελέψεις.
Πάρε και ζαχαρόκουκα να πάμε για κανίσκι
και τριαντάφυλλο πιοτό να δώκουμε στη νύφη.
Έτσι τα συμφωνήσαμε εγώ με το Σοχάδα.
Ξέρει το σπίτι του Μαρή απάνου στη λαγκάδα.
Τρεις θεγατέρες έχει ευτός έτοιμες για παντρεία.
Ορπίζω και εσένανε να σου γουστάρει μία.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Αν είναι ούλες ξόανα, άσκημες και κουτσάβλες,
δεν καρτεράω ούτε λεφτό. Θ’ αρχίσω τσι πηλάλες.
Θέλω κουτσούνα ζωντανή να στέκεται κοντά μου.
Να 'ναι ευτούνη ταιριαστή με την παλικαριά μου.

ΜΟΥΛΑΣ
( μονολογεί )Σου 'πρεπε, κακομοίρη μου, να πάθαινες σπαβέντα.
Να τύχει καμία τση συφοράς και να μην πεις κουβέντα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τι μουρμουρίζεις εδευτού; Σας κάνω και τη χάρη.
Να ιδούμε ποίο θηλυκό για άντρα θα με πάρει.

ΜΟΥΛΑΣ
Να πάρε πέντε φάσκελα και τ’ άλλα στα χρωστάω.
Τι να σου κάμω ο καψερός δελέγκου που γερνάω!

( Φεύγουν και οι δύο- ο Μουλάς κουνάει το κεφάλι του και φασκελώνει τον Μπάμπο )

ΣΚΗΝΗ 3η


( Στο δρόμο για το Γαλάρο. Στο γάϊδαρο κάθεται ο Μουλάς, ενώ στην πλάτη του ζώου έχουν δέσει το κουτί με τα γλυκά και τα κουφέτα- κρέμεται και το ζιμπίλι με το ποτό- ακολουθούν Σοχάδας και Μπάμπος )




ΜΠΑΜΠΟΣ
Μακρία είναι, το λοιπό, ακόμη το χωρίο;

ΣΟΧΑΔΑΣ
Εκεί στην τούρλα του βουνού τηράς καμπαναρίο;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Λαγκάδια επεράσαμε, τίποτσι δεν τηράω.
Απ’ το πολύ προβάτημα θέλω να κατουράω.
Μία στάση να την κάμουμε, λίγο να ξανασάνω.
Προτού να μπω και γαμπρός μην πάει και πεθάνω.

ΜΟΥΛΑΣ
Μπα που να σου 'ρθει συφορά που 'σαι και λιγωμένος.
Γαμπρό να ιδούν τα μάτια μας που ‘ναι ξεθεωμένος!

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κατέβα απ’ το γάϊδαρο να πάω κι εγώ καβάλα.
Με τόσο ποδαρόδρομο μού πιάστηκε η σπάλα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Και θα μπεις, Μπάμπο, για γαμπρός, ένας σακατεμένος;
Πρέπει για τσι αντρικιές δουλειές να 'σαι καρδαμωμένος.
Έμαθα πως παλικαρά σε λέγανε στη χώρα.
Δελέγκου τώρα κόπηκε ούλη σου η φόρα;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κι οι δύο με κογιονάρετε. Μα μη με πιάσει πείσμα.
Έδωπα τώρα θα σταθώ. Δεν κάνω ούτε βήμα.
Με το στανιό με φέρατε τε τούτα τ’ άγρια μέρη.

ΜΟΥΛΑΣ
Πάμε, μωρέ παιδάκι μου, κοντεύει μεσημέρι.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Μου φαίνεται πως γάϊδαρος με τσίνια είναι άλλος.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Με είπες γάϊδαρο, μωρέ; Δελέγκου θα σου δείξω.
Μ’ ούλη μου τη δύναμη απάνου σου θα ορμήξω.

( Πιάνονται στα χέρια Μπάμπος και Σοχάδας – Ο Μουλάς κατεβαίνει από το γάϊδαρο για να τους χωρίσει- Με τη συμπλοκή πέφτει ανάποδα το κουτί με τα γλυκά )

ΜΟΥΛΑΣ
Τι έκαμες, μωρέ μουρλέ; Πάνε και τα κανίσκια .

ΜΠΑΜΠΟΣ
Εσείς με κογιονάρετε, μου μπαίνετε στα ίσια.
Μα σας το λέω παστρικά. Άλλο πεζός δεν πάω.
Και το βρακί μου εβράχηκε. Ίδρωτα ούλος στάω.
Δεν πρέπει να παρουσιαστώ έτσι τσαλακωμένος .

ΜΟΥΛΑΣ
Τι άλλο θε να σκαρφιστεί ευτός ο βουρλισμένος!

ΣΟΧΑΔΑΣ
Τήραξε το τζιπούνι μου που του 'καμες σκισία;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κανένας ούτε πρόκειται να δώκει σημασία.
Ενώ εμέ που ‘ μ’ ο γαμπρός ούλοι θα με τηράνε.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Να ξέρανε τι ακάθαρμα δελέγκου καρτεράνε!

ΜΟΥΛΑΣ
Κουμπάρε, κάμε υπομονή να σιάξουμε το πράμα.
Μην πάει και γλιτώσουμε και γένει κάνα θάμα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Βραμέντε είπα τσι χάρες του και στο συμπεθερίο.
Δεν μπόρια να το φανταστώ πως κάνει σα θερίο.
Έδωκα και το λόγο μου ούλους να γαλιμάρω.
Το Ντάντο κι εσένανε να μη σας κογιονάρω.
Μα θα 'ρθει έπειτα η στιγμή που θα λογαριαστούμε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Μη σ’ απαντήσω πουθενά, στη ρούγα μη βρεθούμε.

ΜΟΥΛΑΣ
Σωπάτε και οι δύο σας. Δεν πάμε για κηδεία.
Μη φέρνετε τη γρουσουζιά σ’ ευτούνη την παντρεία.
Ανέβα εσύ στο γάϊδαρο, μωρέ, κακοχρονάχεις.
Να ιδούμε πούλιο έπειτα τι μέλλον εσύ θα 'χεις.
( Μαζεύουνε τα γλυκά- Ο Μπάμπος ανεβαίνει στο γάϊδαρο και ξεκινάνε- Οι άλλοι δύο κοιτάζονται με νόημα )
ΣΚΗΝΗ 4η
( Στο σπίτι του Ντάντου )
ΝΤΑΝΤΟΣ
Καλώς τσους. Καλωσήρθατε. Η ώρα βλοημένη
συμπεθερίο να κάμουμε, να 'μαστε 'φτυχισμένοι.
Γυναίκα, αρριβάρανε οι ξένοι από τη χώρα.

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Απάνου που 'ναι το φαΐ ψημένο από ώρα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Να ξαποστάστε εδωπά που 'στενε λιγωμένοι.
Μία παδέλα κόκκορας έπειτα περιμένει.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Φουγοζιτές με πιάσανε μέσα τσι λαγκαδίες.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Πούπετα δε ματάβρηκα τόσες ερημίες.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Μπρουτζουλαμέντα έχει ο γαμπρός, Ντάντο μου κουμπάρε.

ΜΟΥΛΑΣ
Ορίστε τα κανίσκια σας και το ζιμπίλι πάρε.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Χρεία δεν ήτουνα, λοιπό, να 'ρθετε φορτωμένοι.
Εμείς σας καρτεράγαμε κι η νύφη βουρλισμένη.

ΜΟΥΛΑΣ
Καλό είναι ευτό που καρτερεί μια νύφη για τον Μπάμπο.
Τσι ανηφόρες πήραμε, περάσαμε και κάμπο.

ΜΠΑΜΠΟΣ
(σιγανά )
Φουγοζιτά να την ιδώ τι σόϊ πράμα είναι .

ΜΟΥΛΑΣ
Σκάσε, μωρέ ζωντόβολο, καρμαρισμένος μείνε

( Μπαίνουν και κάθονται στο τραπέζι- σε λίγο παρουσιάζεται η μάνα με το τρατάρισμα- ακολουθεί δειλά η Ανθούλα, η μικρότερη κόρη )

ΣΟΧΑΔΑΣ
Ντάντο μου, πώς μεγάλωσε! Γίνηκε γυναικάρα!
Κοπελλούλα ήτουνα που έφερνα τα τελάρα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Άστα , κουμπάρε, να χαρείς. Φεύγουν τα βλοημένα.
Τα χρόνια τα καλύτερα είναι περασμένα.
Δελέγκου εμείς σγομπιάζουμε κι ευτούνες ξεπετιούνται.
Είμαστε νιοί κι ασπρίσαμε. Τα ωραία δε λησμονιούνται.


( Οι γυναίκες σερβίρουν – ο Μπάμπος ρίχνει κρυφές ματιές στην κοπέλλα – το ίδιο και εκείνη )




ΜΠΑΜΠΟΣ
Έχει κορμάκι λυγερό, φάτσα χαριτωμένη.
Τσι λαγκαδίες ήσουνα, κοπέλλα μου, κρυμένη!
Ποίο τ’ ονοματάκι σου; Θα μου το πεις να μάθω;
Λέτε, με Γαλαριώτισα έδωπα να την πάθω;

ΑΝΘΟΥΛΑ
Ανθούλα με βαφτίσανε εμένανε οι νουνοί μου.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Μου φαίνεται, κοπέλλα μου, πως θα γενείς δική μου.
Τηράω το κορμάκι σου που 'ναι κυπαρισσένιο
Το χρώμα στα μαλλάκια σου ξανθό και χρυσαφένιο.

ΑΝΘΟΥΛΑ
Δελέγκου ανταμώσαμε κι εσύ έβγαλες γνώμη.
Για 'φτούνες τσι παρόλες σου ειν’ αμπονόρα ακόμη.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Με τσι ματίες σου λίγωσα, χάνουμαι που σε γλέπω.
Ρεγούντουλου στα σωθικά και στην καρδία μου έχω.

ΑΝΘΟΥΛΑ
Το μολογάω, θα το πω. Κι εμένανε μ’ αρέσεις.
Μην είσαι ανυπόμονος. Πρέπει να καρτερέσεις.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τι τουβουλιά που μου ΄δωκες! Νογάω να καρτεράω;
Το γάμο άμα δε δέσουμε καλιά μου εγώ δεν πάω.

ΜΟΥΛΑΣ
Τρεις θεγατέρες άκουσα πως έχεις σιόρε Ντάντο.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Οι άλλες δύο πάθανε αποβραδίς λουμπάγκο.
Η Κυριακούλα πούλιο μπρος κι έπειτα η Μαρία.
Θα τσ’ ανταμώσετε ευθύς σ’ άλλην ευκαιρία.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Κρίμας που είναι άρρωστες οι δύο σου θεγατέρες.
Ορπίζω κατακρέβατα μην είναι πολλές μέρες.
Πούλιο καλά να γλέπαμε τη φαμελιά σου αντάμα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Άστο, κουμπάρε, να χαρείς, γι' άλλη βολά το πράμα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Δεν είναι χρεία να ιδώ άλληνε θεγατέρα.
Την πήρα την απόφαση. Άλλο δεν κάνω πέρα.
Γουστάρω την Ανθούλα σου. Τη θέλω για γυναίκα.
Πάλι θα την εδιάλεγα ανάμεσα σε δέκα.

ΜΟΥΛΑΣ
Φώτιση, λες, να του δωκε ο Άγιος να σωθούμε;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Είναι μπελλέτσα η άτιμη. Ούλοι το 'μολογούμε.
Τήραγα που παρλάρατε. Τι σου 'λεγε κι εκείνη;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ορπίζω πως η νοβιτά έδωπα δε θα μείνει.
Βραμέντε, μα τον Άγιο, κι εκείνη με γουστάρει.
Άμα το πεις κι εσύ το ναι, για άντρα τση θα με πάρει.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Μολόγα το, Ανθούλα μου, ποία η απόφασή σου;

ΑΝΘΟΥΛΑ
Μα δε νογάω τι να πω για την ερώτησή σου.
Ό,τι σκεφτείς, παπάκη μου, εγώ θα συμφωνήσω.
Είμαι κοπέλλα άβγαρτη. Τι άλλο να μαρτυρήσω;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Μην καρτερούμε άλλο, λοιπό. Να 'στενε ευτυχισμένοι.
Να 'ναι η ώρα η καλή κι η τύχη βλοημένη.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Δω τση, μωρέ γαμπρέ, κι εσύ το πρώτο το φιλάκι.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κουτσούνα μου, κοπέλλα μου, γλυκό μου πραματάκι
( Αγκαλιάζονται όλοι, φιλιούνται και συγχαριάζουνται )
ΜΟΥΛΑΣ
Εγώ λέω ογλήγορα να κάμουμε το γάμο.
Να γένω νόνος βιάζουμαι, εγγόνια εγώ να κάμω.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Την άλλη μέρα απ’ τη Λαμπρή πάνου στην Παναγία.

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Προκάνω τόσο γλήγορα για την ετοιμασία;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Πούλιο αργά δεν καρτερώ. Θα μου 'ρθει βουρλισία.
Να ΄χω τη γυναικούλα μου μέσα στην αγκαλιά μου
Όποτε μου σκαρφίζεται να γένεται δικιά μου.

ΜΟΥΛΑΣ
Και τον καιρό που στο 'λεγα δε σ’ άρεσε, παρμένε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Άσε τα τώρα ευτούνα ευτού. Μην τα σγαρλάς, καημένε.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Κρεβάτια είναι έτοιμα να πέσετε για ύπνο.
Και ροβολάτε την αυγή έπειτα από τον ξύπνο.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Ας κάτσουμε λίγο εδωπά ακόμη να τα πιούμε.
Κι άμα θα νυστάξουμε, πάμε να ξεραθούμε


( Οι άντρες συνεχίζουν να πίνουν, ενώ το ζευγάρι σε μία γωνία χαριεντίζεται. Μετά από πολλά φεύγουν όλοι )




ΣΚΗΝΗ 5η
( Στο σπίτι του Ντάντου )

ΝΤΑΝΤΟΣ
Οι βίζιτες εφύγανε ο ήλιος μπρι να φέξει.
Ο καψερός μας ο γαμπρός την κάψα πώς ν’ αντέξει!
Γάλα τον εταΐσατε και παξιμάδι ντόπιο;
Τον είδα λίγο αχαμνό και κομματάκι ψόφιο.

ΑΝΘΟΥΛΑ
Όχι ήτουνα μία χαρά. Κομμάτι λιγωμένος
απ΄το πολύ προβάτημα που έκαμ’ ο καημένος.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Μου φαίνεται λιμπίστηκες τον Μπάμπο από τη χώρα.
Ωρή, το κρυφομάμουνο μου παριστάνεις τώρα;

ΑΝΘΟΥΛΑ
Όπως μ’ ορμήνεψες εσύ έπραξα, πατερούλη.
Μα μολογάω πως το γαμπρό τον είδα νοστιμούλη.

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
( μονολογεί )
Δεν ήτουνα και άσκημος. Και σερνικός βαρβάτος.
Όγοια τον πάρει γι’ άντρα τση, θα τση 'βγει ούλος ο πάτος.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Τι μουρμουρίζεις εδευτού για το συμπεθερίο;
Τσι θεγατέρες σκέφτηκες που έχεις τσι άλλες δύο;
Πώς μου 'κοψε σ’ ένα λεφτό να πω για την αρρώστια!
Να ξεστομίσω, ο καψερός, πως το 'καμα ξαπόστα!
Πού να μοστράρω του γαμπρού εκειές τσι δύο μπόμπες
με τα στραβά τσους τα κανιά,τσι τουρλωτές τσι σγόμπες!

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Άσε με, συφορέλια μου,τι να τσου κάμω Ντάντο;
Χειρίσου την υπόθεση, Κάμε εσύ κουμάντο.
Μη μείνουνε αστεφάνωτες και πάνε και χαημένες.
Σα μάνα τσους πικραίνουμαι που 'ναι δυστυχισμένες.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Θα γένει όπως τα 'παμε. Τα 'χουμε συφωνήσει.
Μη πάει και καμία σας το σκέδιο μαρτυρήσει;

ΑΝΘΟΥΛΑ
Εμένανε μου τάξατε να κάμω ό,τι γουστάρω.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Εκειό που κανονίσαμε οπίσω δε θα πάρω.
Πα’ ν’ ανταμώσω τον παπά για να 'ναι μιλημένος.
Μη μας χαλάσει τη δουλειά ευτούνος ο παρμένος.

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Πήαινε και σ’ άλλονε μη βγάλεις τσιμουδία.
Ούλοι οι γονέοι θυσιάζουνται για τα έρμα τα παιδία.

ΣΚΗΝΗ 6η
( Στην εκκλησία – η ώρα του γάμου – ο γαμπρός περιμένειμε την ανθοδέσμη στο χέρι τη νύφη- δίπλα του ο παπάς και γύρω-γύρω οι συγγενείς )
ΜΠΑΜΠΟΣ
Πολύ μου μορογάρισε η Ανθούλα μου,η κυρία.
Κλωτσάνε τα μηνίγγια μου και σπαρταράει η καρδία.

ΠΑΠΑΣ
Μπρουτζουλαμέντο σ’ έβρηκε την ούλτιμη την ώρα;
Μήνα την εκαρτέραγες και πρεμουράρεις τώρα;
Μη με κολάζεις, τέκνο μου, τη λύσσα σου για κράτει.
Μία ζωή ευτούνηνε θα 'χεις για το κρεβάτι.


( Ακούγονται σμπάρα και όργανα- εμφανίζεται η νύφη αγκαζέ με τον πατέρα της- ακολουθεί το σόϊ- η νύφη τρεκλάει και παραπατεί – το πρόσωπό της είναι ολόκληρο σκεπασμένο με το πέπλο )




ΜΠΑΜΠΟΣ
Μωρέ, γιατί παραπατεί η νύφη μου, παιδία;
Μου φαίνεται πως χόντρυνε. Έχει και σγομπαρία.
Απ’ την πολλή τση τη χαρά θα το ‘ριξε στη μάσα.
Μα ευτούνα τα βυζία τση απότομα εκρεμάσαν;
Και τι καπούλια έκαμε μέσα σ’ ένα μήνα;
Για τήρα και τα μπούτια τση. Φουσκώσανε κι εκείνα.

ΠΑΠΑΣ
Σώπα, μωρέ θεόμουρλε, μη σε 'βρουνε τρεμέντα.
Απ’ την πολλή φουγοζιτά μη σου ‘ρχουνται σπαβέντα.
( Πλησιάζουν- ο Ντάντος παραδίνει τη νύφη- ο γαμπρός τη φιλεί )
ΜΠΑΜΠΟΣ
Τρίχες, μωρή, φυτρώσανε πάνου στα μάγουλά σου;
Παλούκια εγινήκανε τα δύο τα ξερά σου.

ΠΑΠΑΣ
Άγιος ο Θεός, άγιος αθάνατος ελέησον ημάς.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ένα μουμέντο, δέσποτα, νογάς να καρτεράς;

ΠΑΠΑΣ
Ους ο θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω.
Μέσα από τα ράσα μου κρυμένο έχω μουσκέτο.
Γάμος εγένετο εν Κανά στη Γαλιλαία.
Η μέρα σου η σημερνή θα 'ναι για σε μοιραία.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κάτι συβαίνει εδωπά, κάποια μπαρτζολετία.

ΠΑΠΑΣ
Σκάσε και την έφαγες ανάμεσα στ’ αυτία.
Αρραβωνίζεται το δούλο του Θεού Μπάμπο.
Προχώρει και στη άναψα, ψοφίμι θα σε κάμω.
Γεύσασθε και πίετε. Ότι Χριστό τον Κύριο.
Σεβάσου, αντίχριστε, ετούτο το μυστήριο.

ΜΟΥΛΑΣ
Κάτι συβαίνει του γαμπρού και τον τηράω ανήμερο.

ΠΑΠΑΣ
Ησαΐα χόρευε, η Παρθένος σήμερον.

( οι καλεσμένοι πετάνε ρύζι και κουφέτα )

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Να ζήσουνε, να ζήσουνε κι εμείς να τσου χαρούμε.
Μέχρι βαθεία γεράματα ούλοι μας να ζούμε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Το πέπλο σου δεν το 'βγαλες τη φάτσα σου να ιδούμε.

ΝΥΦΗ
Πούλιο έπειτα στη κάμερα που μοναχοί βρεθούμε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Πάμε ογλήγορα, λοιπό, έχω μεγάλη αγκούσα.

ΝΥΦΗ
Μία μέρα σα τη σημερνή χρόνια την καρτερούσα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τσι χαιρετούρες άσε τσι κι ας πάμε εμείς καλιά μας
Έχουμε άλληνε δουλειά μέσα στην κάμερά μας.
Μα να 'ξερα τι σ’ έβρηκε κι έχεις αλλάξει τόσο.

ΝΥΦΗ
Ένα σκασμό τον έτρωγα, για σε να καρδαμώσω


( Την τραβάει απότομα και φεύγουν- η νύφη πετάει πίσω την ανθοδέσμη, ενώ και πάλι τρεκλάει )




ΝΤΑΝΤΟΣ

Γρουτζούλους έχω εδωπά, να ιδώ τι θ’ απογένει
Το κάζο που του στρώσαμε κρυφό πόσο θα μένει.

ΠΑΠΑΣ
Τ’ απείλησα τ’ ακάθαρμα μη βγάλει τσιμουδία.
Αντίς για γάμο έχουμε πούλιο έπειτα κηδεία.

ΜΟΥΛΑΣ
Ελάτε ούλοι, το λοιπό, να πάμε στο τραπέζι
Στου γιού μου το στεφάνωμα η μούζικα θα παίζει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Και τι κοπέλλα πήρε εκειός. Ένα μικρό λουλούδι.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Κι όταν θα είναι πια αργά, ας πει κι ένα τραγούδι.

ΣΚΗΝΗ 7η
( στην κάμαρα του νυφόγαμπρου )

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κουτσούνα μου, κοκκόνα μου, μεγάλε έρωτά μου
πούλιο κοντά σ’ εμένανε έλα εσύ, κυρά μου.
Και βγάλε ευτό το φερετζέ που έχεις στο κεφάλι.
Έλα κι έχω στ’ αχαμνά μία φούντωση μεγάλη.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Τι να σου κάμω, καψερέ, που έχω κάμει τάμα.
Να τον φορώ το φερετζέ να φύγουν τα λουμπάγκα.
Τη μέρα που με γύρεψες μεγάλο είχ’ ατσιντέντε.
Δέκα βεντούζες έρριξα, μπορεί και δεκαπέντε

ΜΠΑΜΠΟΣ
Μα μ’ αντισκόφτει το τσουφί που έχεις στο τσερβέλο.
Να γλέπω τα μαλλάκια σου ξεσκέπαστα τα θέλω.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Θα βγάλω το μαντήλι μου στου φεγγαριού τη χάση
Δε γένεται αλλιώτικα, αφού το έχω τάξει
Μη σ’ αντισκόφτει, το λοιπό, ετούτο εδώ το βέλο
Έλα, αντρούλη μου, γλυκέ, γιατί κι εγώ σε θέλω.
( τον αγκαλιάζει )
ΜΠΑΜΠΟΣ
Μου φαίνεται ανεξήγητο που 'χεις χοντρύνει τόσο .

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Κατάπινα ένα σκασμό, για σε να καρδαμώσω.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ετήραγα πρωτύτερα πως έκαμες καπούλια
Τα δύο τα βυζία σου γινήκανε νερούλια.
Μ’ ευτούνες τσι χερούκλες σου που τώρα μ’ αμπρατσάρεις
Μου κόβουνται τα αίματα, το πέτο μου πρεσσάρεις.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Τόσες παρόλες εδωπά κόψε να τσι παρλάρεις
Κοντά σου είμαι έτοιμη γυναίκα να με πάρεις.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Δεν πάει στο διάολο, μωρέ.Έχεις μεγάλο δίκιο
Να πράξω πρέπει εδωπά το χρέος μου τ’ αντρίκιο.
( μετά από λίγη ώρα κι αφού έγινε ό,τι έγινε )
ΜΠΑΜΠΟΣ
Με ξέκαμες, ελίγωσα, τζόγια μου εσύ, Ανθούλα.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Και πού να μάθεις, καψερέ, πως είμ’ η Κυριακούλα

ΣΚΗΝΗ 8η
( στο σπίτι του Μπάμπου )

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τι έπαθα, τι έπαθα.Πώς μ’ έβρηκε το κάζο;
Γυναίκα μου κοτσάρανε εκειό εκεί το μπάζο.
Δεν είναι η Ανθούλα μου που πήρε τα μυαλά μου.
Μία σταβοκάνα κα χοντρή επήρα για κυρά μου.
Κάτι είχα τότες ψυλλιαστεί τη μέρα τση παντρείας
Που με απείλησ’ ο παπάς στη μέση τση εκκλησίας
Κι ευτή με κογιονάριζε με κειό εκεί το βέλο
Που ένα μήνα έκρυβε ούλο τση το τσερβέλο.

ΜΟΥΛΑΣ
Γιατί φουγιάζεις εδωπά; Στο τσακισμό γαϊδούρι.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τση νύφης σου ετήραξες από κοντά τη μούρη;

ΜΟΥΛΑΣ
Το πέπλο τση συνέχεια εφόριε ούλη μέρα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Και τσι βραδίες δεν το 'βγανε ποτε τση ευτή, πατέρα
Κοιμότουνα στο πλάϊ μου σα μούμια φασκιωμένη.
Δελέγκου μου ξεφούρνισε πως είναι γκαστρωμένη.

ΜΟΥΛΑΣ
Θα γένω νόνος, το λοιπό, όπως το είχα ορπίσει;
Η φαμελιά κουτσούβελα βραμέντε θα γιομίσει.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Α μοιάζουνε τση μάνας τσους θα 'ναι για πατησίες
Χοντρά και κακομούτσουνα, με σουγλιστές σγομπίες.

ΜΟΥΛΑΣ
Ακόμη δε στημάρισα τι μολογάς, παρμένε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ότι μου την εφτιάσανε σα να 'μαι κουτορνίθι.
Άλλη μου παρησιάσανε κι άλλη μου δώκαν νύφη
Ακούς εκεί να στραβωθώ, τίποτσι να μη μάθω.
Τέτοιο καζάντι φοβερό ο καψερός να πάθω!
Με φονικό ξεπλένεται ευτούνη η ατιμία.

ΜΟΥΛΑΣ
Θα 'χεις το βάρος στη ψυχή. Μην κάμεις βουρλισία.
Μα πού’ναι η γυναίκα σου να μας τα μολοήσει;
Ούλες τσι μπερδεψούρες τσους να μας τσι εξηγήσει.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Έβγα, ωρή, απ’ την κάμερα και άσε τσι κλαψούρες.
Ευτό το τέμπο βρέσκουνε ούλες οι ασκημομούρες.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ.
Ήτουνα του πατέρα μου το σκέδιο ευτό βραμέντε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Να, πάρε δέκα φάσκελα και σου χρωστάω πέντε.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Τι φταίω 'γω που γίνηκα από το θέο έτσι;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Στην καπονέρα να κλειστείς, στο πίσω το κοτέτσι.

ΜΟΥΛΑΣ
Σκάσε, μωρέ και άστηνε τη βεριτά να μάθεις.
Τίνος κομπίνα ήτουνα το κάζο ευτό να πάθεις.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Ελέγανε οι γονέοι μου ανύπαντρη θα μείνω
Και μέσα σ’ ούλη τη ζωή δε θα μυρίσω κρίνο
Ήμουνα η μεγαλύτερη, πούλιο άσκημη απ’ τσι τρεις μας.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κ' ήπρεπε να σε φορτωθώ εγώ για ούλη τη ζωή μας;
Η Ανθούλα τι απογίνηκε; Κι ευτούνη άλλη ιστορία.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Την έστειλε ο σορπάρες μας μακρία στην ξενιτεία.
Αν θες δελέγκου χάνουμαι, πάω οπίσω πάλε.

ΜΟΥΛΑΣ
Τα σούσουρα τα σκέφτεσαι; Στην κούτρα ευτούνα βάλε.
Ότι αφού τη γκάστρωσες, τση δωκες μία κλωτσία
και δείχνεις και για δαύτηνε μεγάλη αδιαφορία.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Στ’ ορκίζουμαι σ’ αγάπησα, δε θέλω να σ’ αφήσω.
Και τι που είμαι άσκημη; Χρωστάω να μαρτυρήσω;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Να μαρτυράω, όμως, εγώ που σε γκαινιάστηκα έτσι;

ΜΟΥΛΑΣ
Οι μπερδεψίες δε φαίνουνται να είναι ούλες δικές τση.
Κι εσύ στραβάδι ήσουνα κι ο Ντάντος κατρεγάρης
Το κάζο που κανόνισε γυναίκα ποία θα πάρεις.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Θα τόνε σιάξω, όμως, εγώ. Κι όποιος με κογιονάρει
Θα πάρει για εκδίκηση ό,τι μου γουστάρει.
Κι απόψε κιόλας πούλιο αργά θα πάω στο καφενείο.
Σοχάδας, Ντάντος θα ‘ναι εκεί. Θα τσου ‘βρω και τσου δύο.

ΣΚΗΝΗ 9η
( στο καφενείο )
ΝΤΑΝΤΟΣ
Άσε με, ωρέ κουμπάρε μου. Είμαι για το χάρο
Και το γαμπρό μου πούπετα να 'βρω μαλινάρω.
Την πάρτη που του σκάρωσα πώς να τη λησμονήσω;
Σε μία γωνία σκιάζουμαι μήπως τον απαντήσω.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Τόσος καιρός επέρασε και νοβιτά δεν είχες.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Ούλου μου ακόμη του κορμιού τσιτώνουνται οι τρίχες.
Τι να 'κανα, ο καψερός, άλλο στην Κυριακούλα;
Με βεριτά τ’ ομολογώ ότι τα σκέφτηκα ούλα.
Έρμη και σκότεινη,λοιπό,θα ‘τουνα η κακομοίρα,
άμα το τέλος μου έγραφε και μένανε η μοίρα.
Δε θα 'χε κάναν άθρωπο να τήνε συντροφέψει
κι απ’ τη πολλή την πίκρα τση θα πήγαινε να ρέψει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Έλα, κουμπάρε,το λοιπό, να πιούμε μία γουλούλα,
να σβήσουμε τσι πίκρες μας και τα φαρμάκια ούλα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Τρεις ώρες έχουμε εδωπά που πίνουμε αντάμα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Πέντε καρτούτσα ήπιαμε. Σιγά, μωρέ, το πράμα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Είναι βαρίο το κρασί. Δόξα πατρί χτυπάει.
Νιώθω το κατσικλείδι μου δελέγκου να τρεκλάει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Μη μαλινάρεις, καψερέ. Εγώ είμαι πούλιο κλόκα.
Απόψε θα τα σπάσουμε. Απ’ την αυγή σου το 'πα.
Στην υγειά μας, Ντάντο μου, μακρία οι σκοτούρες.
Έτσι θα λησμονήσουμε ούλες μας τσι πρεμούρες.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Του 'δωκα νύφη μία χοντρή, άσκημη, στραβοκάνα.
Αλλά στο λέω, κουμπάρε μου, δεν ήτουνα πουτάνα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Και τσι βραδίες δεν τήραγε ποίαν είχε στο κρεβάτι;
Από μία μερία να 'μουνα να 'παιρνα λίγο μάτι.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Από τη λύσσα την πολλή θα 'παθε στραβομάρα.
Ότι αμπρατσάριζε έλεγε καμία κοπελλάρα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Πώς δε του το τσάκισε ευτούνη το κρεβάτι;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Μα είναι εκατό κιλά και παραπάνου κάτι;

ΣΟΧΑΔΑΣ
Κι εσένανε, κουμπάρε μου, σε γλέπω γι’ άλλους δύο.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Κέρατα σου φυτρώσανε απάνου στο κρανίο.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Να μου τα φόρεσε η Αθηνά που κάνει την παρθένα;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Ό,τι κι αν πω, Σοχάδα μου, θα είναι ούλα ψέμα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Ένα καρτούτσο εδωπά ακόμη να τρατάρω.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Και πώς θα πάω ο καψερός απόψε στο Γαλάρο;
Έχω αργάτες την αυγή και πρέπει να γυρίσω.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Στο σπίτι μου, κουμπάρε μου, θα σε φιλοξενήσω.
Μα πού 'ναι ελησμόνησα, σε ποία καντουνάδα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Θα το 'βρουμε, καημένε μου. Έχει φεγγαράδα.


( Φεύγουν τελείως μεθυσμένοι- ο Μπάμπος τους παρακολουθούσε κρυμμένος από ώρα και άκουσε τι έλεγαν- τους παίρνει από πίσω- εκείνοι από το πολύ μεθύσι παραπατούν μέχρι που πέφτουν σε μία γωνία και αποκοιμιούνται )




ΜΠΑΜΠΟΣ
Έτσι, λοιπό, την έκαμες, Ντάντο μου, πεθερέ μου.
Το τι θα σ’ έβρει έπειτα να ιδούμε καψερέ μου.
Κι εσένανε, Σοχάδα μου, να ιδούμε τα στερνά σου.
Μάθε πως σου τα φόρεσα εγώ τα κέρατά σου.
Πάω ντουγρού στην Αθηνά που γκόμενα την είχα.
Την ξεπορτίζω την κυρά απόψε μες τη νύχτα.


( Τους πλησιάζει και καθώς είναι τύφλα και κοιμισμένοι ρίχνει φούμο στα πρόσωπά τους- φεύγει γελώντας- μετά από ώρες ξυπνάνε – δεν αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο )




ΣΟΧΑΔΑΣ
Μωρέ, ποίος βρυκόλακας κοντά μου ρουχαλιάζει;
Για ξόανο κι ξωτικό ετούτος 'δω μου μοιάζει.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Παρθένα, Παναγία μου, πλακώσανε οι μώροι.
Μαυρίλα αρριβάρισε, γιομίσανε οι φόροι.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Τι είσαι εσύ, μωρέ εδωπά; Ο διάολος να σε πάρει.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Χάσου από πάνου μου, ωρέ, σου σκίζω το τομάρι.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Πούθε σε ξαμολήσανε τσι ρούγες αμπονόρα;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Σε ξεκοιλιάζω εδωπά, σου πίνω το αίμα τώρα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Καλά που το ψυλλιάστηκα πως βγήκανε δαιμόνοι.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Πάω καλιά μου ογλήγορα, Τίποτσι δε με σώνει


( Φεύγει ο ένας τρέχοντας και πίσω τον κυνηγάει ο άλλος- κάποια στιγμή πέφτουν κάτω- ξανασηκώνονται- συμπλέκονται κ.λ.π. )




ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΜΠΑΜΠΟΣ
Μάθετε εξεπόρτισα την Αθηνά ετότες.
Τηράτε που η τύχη μου άνοιξε δύο πόρτες.
Μ’ ευτούνη έζησα έρωτα, λύσσα και βουρλισία.
Κι έκαμε πούλιο έπειτα και κάνα δύο παιδία.
Εμείναμε αστεφάνωτοι. Δεν ήτουνα και χρεία.
Την Κυριακούλα εφεδρική την είχα την κυρία.
Κουκούλωνα τα μάτια μου κι έκανα τη δουλειά μου.
Μ’ εκείνηνε απόχτησα τ’ άλλα τρία παιδιά μου.
Βραμέντε είμαι πολύτεκνος και με γυναίκες δύο.
Έτσι, λοιπόν, τον πέρασα ούλο μου το βίο.
Πολύ το θαραπάηκα εκδίκηση που πήρα.
Ρεγάλα που μου δώρισε η ευτούνη μου η μοίρα.
Γιατί παντρεία με το στανιό δεν ξέρεις πού θα βγάλει.
Μπορεί να είσαι τυχερός, μπορεί και κατρουγυάλι.
[Γαϊτάνι Ζακύνθου, Γενάρης 2009]

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Το παραμύθι τση γελάδας και η αφαλάτωση

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας παπάς κι είχε μία όμορφη γελάδα. Ένα βράδυ εκεί που την εκοίταε λέει στην παπαδία.
- Αύριο θα πάω στη χώρα να τήνε πουλήσω.
- Ό,τι θες παπά μου, λέει η παπαδία, πρόσεχε μόνο μη σε γελάσουνε.
Τ΄ άκουσαν κάτι κατρεγαραίοι και σκέφτηκαν να του τήνε φάνε τσάμπα.
Σηκώνεται ο παπάς παίρνει τη γελάδα και με τα πόδια τραβάνε για τη χώρα. Λίγο πιο κάτω την είχε στήσει ο πρώτος.
- Ε παπά, πού πας αμπονώρα με τη γίδα;
- Γελάδα είναι, όχι γίδα!
- Γίδα παπά μου, γίδα.
- Άμε στο διάολο, που θα με κογιονάρεις, φούντωσε ο παπάς.
Τον παρατάει και συνεχίζει το δρόμο του. Πιο κάτω την είχε στήσει ο δεύτερος.
- Προσκυνώ παπά μου, για πού το ΄βαλες με τη γίδα.
- Γίδα; Σας επέρασε η ιδέα πως θα με μουρλάνετε; Γελάδα είναι, όχι γίδα!
Τραβάει τη γελάδα με το σκοινί και προχωράει. Φτάνει κοντά στη χώρα. Εκεί την είχε στήσει ο τρίτος.
- Παπά μου, από πού έρχεσαι με τη γίδα;
- Ω συφορά μου, μου το ΄πανε κι άλλοι δύο πως είναι γίδα. Είναι γελάδα σας λέω.
- Είδες παπά μου δεν το λέω μόνος μου, δεν το κατάλαβες ότι είναι γίδα; Είναι και ωραία! Μου τηνε πουλάς, θα σου δώκω καλά λεφτά για γίδα.
Ο παπάς τα ΄χασε, έξυσε το κεφάλι του και κατάλαβε ότι έκαμε λάθος. Συμφώνησε κάτι παραπάνω πήρε τα λεφτά κι εγύρισε στην παπαδία.
- Παπαδία, την επούλησα τη γίδα, την εξεφορτωθήκαμε και τα κονομήσαμε.
- Ποία γίδα μωρέ παπά, για γίδα την επούλησες τη γελάδα μας; Κι αρχίζει τα κλάματα. Σηκώνεται, παίρνει το ματσούκι της κι αρχίζει ματσουκιές τον παπά.
Αλλά ήτανε αργά, η γελάδα πουλήθηκε για γίδα…

Κάτι τέτοιοι κατεργάρηδες στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα πολεμάνε εδώ και χρόνια να μας ξεγελάσουν ότι η Ζάκυνθος είναι Ντουμπάι και δε βρέχει. Ότι οι τράφοι και τα ποτάμια που ξεχειλίζουν και τρέχουν στη θάλασσα δεν είναι νερό, αλλά κινούμενη άμμος. Ότι αποσκλήρυνση και αφαλάτωση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ότι το καλύτερο νερό δεν είναι το βρόχινο, αλλά το αφαλατωμένο. Ότι το εργοστάσιο αφαλάτωσης είναι για το καλό μας κι όχι για το νιτερέσο τους. Ότι το αλάτι που θα βγαίνει θα είναι καλύτερο και από την αφράλα που μάζευαν οι βουνίσιοι τσου βράχους και θα κάνουμε εξαγωγές. Ότι από τη Λίμνο του Κεριού θα βγάζουμε πετρέλαιο για να ταΐζουμε το εργοστάσιο και το αφαλατωμένο νερό θα τρέχει άμπουλες και θα ‘ναι και τσάμπα.

Μωρέ, ματσούκι τση παπαδίας που τσου χρειάζεται, να τσου βάλουμε σ΄ ένα παπόρο να τσου βγάλουμε στην Ιταλία, να χαζέψουν με τσι λιμνο-δεξαμενές που ποτίζουνε ακόμα και τα λιόφυτα.
Τώρα δελέγκου, να προκάμουμε, πριν μας πουλήσουν τη γίδα για γελάδα.
Ζάκυνθος 10-2-2009

"Όπου πρέπει γίνομαι και κομμουνιστής"

Ο προκαθήμενος της ελλαδικής εκκλησίας μιλάει για τις σχέσεις του με τον προκάτοχό του, για το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου, για το δικό του μοντέλο για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, για την εθνική ταυτότητα και για την παγκοσμιοποίηση

Συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Β΄ στον ΣΤΕΦ. ΚΑΣΙΜΑΤΗ,


ΔΙΑΦΩΝΗΣΕ με τον Χριστόδουλο για το συλλαλητήριο και βρίσκει «άστοχες και επικίνδυνες» τις αυθαίρετες πρωτοβουλίες της Εκκλησίας στα λεγόμενα εθνικά θέματα. Θεωρεί ότι το σύνθημα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» προσφέρεται για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών. Προβληματίζεται με την ποιότητα των στελεχών της Εκκλησίας: «Οι καλοί επιλέγουν αφάνεια και σιωπή». Προαγγέλλει την παραπομπή στη Δικαιοσύνη των σκανδάλων της «Αλληλεγγύης» και της ΣΥΜΕΑΝ (εταιρείας της Εκκλησίας για την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων), καθώς και προτάσεις για την αλλαγή του τρόπου εκλογής των μητροπολιτών. Τον ενοχλούν οι δεξιώσεις και μπορεί να γίνει- εφόσον χρειάζεται- ακόμη και κομμουνιστής. Αναφερόμενος στο σκάνδαλο του Βατοπαιδίου, επιφυλάσσεται· κρίνει ωστόσο ότι οι «περίεργες δοσοληψίεςμε εταιρείες και παράγοντες δεν είναι εκκλησιαστική πολιτική». Εισηγείται το δικό του μοντέλο ισότιμης συνεργασίας πολιτείας και Εκκλησίας, για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τέλος, αντιλαμβάνεται την εθνική ταυτότητα ως κάτι δυναμικό, πάντα υπό εξέλιξη και δεν φοβάται την περιβόητη παγκοσμιοποίηση: τα ίδια, πάνω-κάτω, έκανε και ο Μέγας Αλέξανδρος. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της αρχιεπισκοπίας του, ο κ. Ιερώνυμος φρόντισε να καταστεί εμφανές ότι επί των ημερών του η Εκκλησία θα άλλαζε πορεία και ότι ένα μέρος της κληρονομιάς του προκατόχου του το άφηνε πίσω: κάμερες, λιμουζίνες, παρατρεχάμενοι και πομπές αυτοκινήτων κόπηκαν με το μαχαίρι. Είναι επόμενο, λοιπόν, η συζήτηση με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών να ξεκινήσει από αυτό το σημείο.

«Με τον μακαριστό προκάτοχό μου Κυρό Χριστόδουλο είχαμε γνωριμία από τα φοιτητικά χρόνια. Έκτοτε, συμπέσαμε σε αρκετές κοινές δραστηριότητες. Από την αρχή όμως ήταν φανερό ότι ήμασταν άνθρωποι διαφορετικοί στον χαρακτήρα. Ακόμη και τα πρακτικά των επιτροπών, στις οποίες συνεργαστήκαμε αργότερα, όπως αυτές για την εκκλησιαστική περιουσία και τις σχέσεις Εκκλησίας- πολιτείας, αν πάρει κανείς και τα διαβάσει σήμερα, θα διαπιστώσει τη διαφορά μας. Ανέκαθεν, θα έλεγα, η βασική διαφορά μας αφορούσε την ταυτότητα της Εκκλησίας. Για μένα, στοχεύει στη σωτηρία του ανθρώπου, είναι βίωμα, πνευματική εμπειρία και ποτέ ιδεολογία. Για τον αδελφό Χριστόδουλο η Εκκλησία είχε έναν μεσσιανικό χαρακτήρα για τη σωτηρία του έθνους και ρόλο σε όλα τα εγκόσμια. Όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος, τον επισκέφθηκα για να τον συγχαρώ. Στη συζήτηση τέθηκε το θέμα του λεγόμενου οικονομικού σκανδάλου που ταλαιπωρούσε τότε την Εκκλησία, για το οποίο δεν θα ήθελα να μιλήσω. Ωστόσο συνεργαστήκαμε στενότατα για πολλά θέματα και στις δύσκολες ώρες του στάθηκα στο πλευρό του...».

- Σε άλλες όμως διαφωνήσατε ευθέως, στις ταυτότητες.

«Τότε διαφώνησα, παρ΄ ότι ήμουν και εγώ υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Ήμουν όμως υπέρ, από την πλευρά της ελευθερίας. Με την έννοια ότι ούτε εσύ μπορείς να μου το στερήσεις ούτε εγώ να σ΄ το επιβάλλω. Θέλεις να γράφεται το θρήσκευμα στην ταυτότητά σου; Αν θέλεις, καλώς. αν δεν θέλεις, και πάλι καλώς. Αυτή ήταν η θέση την οποία εισηγήθηκα τότε στον Μακαριώτατο. Εκείνος επέμεινε: "Όχι, θα τους κατεβάσω στο πεζοδρόμιο!". Διαφώνησα και δεν πήγα στο Σύνταγμα. Για να επανέλθω όμως στο αρχικό ερώτημά σας, ό,τι ήταν καλό από όσα έκανε ο Χριστόδουλος- και ήσαν πολλά- θα το συνεχίσω και επάνω σε αυτό θα χτίσω και θα επαυξήσω. Επομένως, δεν αρνούμαι την κληρονομιά του Χριστοδούλου. Αντιθέτως! Ο μακαριστός, π.χ., κάλεσε τους νέους κοντά του. Εγώ, συνεχίζοντας, θα προσπαθήσω να στήσω τις γέφυρες. Ο μακαριστός έκανε πολλές φορές λόγο για τους ανθρώπους που υποφέρουν και βρίσκονται στα όρια της φτώχειας. Εγώ, συνεχίζοντας, θα προσπαθήσω να δημιουργηθούν κέντρα που θα ανακουφίζουν τον ανθρώπινο πόνο και θα δίνουν δυνατές λύσεις σε αδιέξοδα. Είναι γνωστό ότι διέθετε πολλά χαρίσματα. Δεν τα κατακρίνω, δεν τα ζηλεύω, αλλά και δεν μπορώ να τα ακολουθήσω όλα».

- Ορισμένες όμως από αυτές τις διοικητικές υποδομές, λ.χ. η «Αλληλεγγύη» και η ΣΥΜΕΑΝ, εμπλέκονται σε σκάνδαλα οικονομικής φύσεως. Τι θα κάνετε με αυτές τις υποθέσεις;

«Η σύλληψη της ιδέας για τη δημιουργία αυτών των υποδομών ήταν σωστή. Δεν μπορούμε να καταλογίσουμε ευθύνη στον μακαριστό αδελφό. αντιθέτως, του χρωστούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ, διότι άνοιξε έναν δρόμο για την Εκκλησία. Τώρα, αν στην πορεία τα πράγματα εξέκλιναν, θα βρεθεί ποιος φταίει και γιατί καταλήξαμε σε αυτό το αδιέξοδο σημείο. Ξέρω, πάντως, όλες τις πτυχές αυτών των δύο υποθέσεων. Οι έρευνες έχουν προχωρήσει και πιστεύω ότι σε λίγο καιρό θα γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα για αυτές τις υποθέσεις. Οι αρμόδιοι θα αποφασίσουν. Προσωπικά δεν θα ασχοληθώ περισσότερο με το θέμα. Ό,τι έχω στα χέρια μου θα το παραδώσω στους αρμοδίους, λέγοντας: Αυτά είναι. Κάνετε ό,τι κρίνετε σωστό».

- Εθνικοπατριωτικοί κύκλοι, που είχαν συνηθίσει αλλιώς επί αειμνήστου, σας επικρίνουν πλέον ανοιχτά για τη σιωπή σας στα λεγόμενα εθνικά θέματα και ίσως στο μέλλον γίνουν σκληρότεροι.

«Τις ξέρω τις απόψεις αυτές και τις σέβομαι, ως έκφραση του δικαιώματος των ανθρώπων στην ελευθερία της γνώμης. Τους παρακαλώ όμως να σεβαστούν και εκείνοι τις δικές μου. Δεν είμαι άνθρωπος ο οποίος δεν αγαπά την πατρίδα του. Δεν είμαι άνθρωπος ο οποίος δεν θα καλούσε σε συναγερμό αν ήταν ανάγκη. Όλον αυτόν τον χρόνο που πέρασε, μέτρησα σπιθαμή προς σπιθαμή τα προβλήματα της Εκκλησίας, υπό το πρίσμα της προοπτικής της. Επομένως, αυτά τα πατριωτικά, όπως τα είπατε, ούτε τα περιφρονώ ούτε τα υποτιμώ. Ζω σε μια συντεταγμένη πολιτεία η οποία οφείλει να λαμβάνει όλα τα μέτρα για την προάσπιση αυτών των δικαίων και, επιπλέον, διαθέτει και τα μέσα για να το πράξει. Αν με χρειασθεί ποτέ κανένας ή αν καταλάβω μόνος μου ότι με χρειάζεται, εδώ είμαι. Αλλά μόνος μου να αναλάβω πρωτοβουλίες για τέτοια θέματα το θεωρώ άστοχο και επικίνδυνο. Επειδή ακριβώς πιστεύω ότι οι περισσότεροι από εμάς συγκινούνται με έννοιες όπως η πατρίδα, η θρησκεία και η οικογένεια, έχω διαπιστώσει ότι τούτο ως σύνθημα προσφέρεται ως μέσον και τρόπος για την ανάδειξη άλλων σκοπιμοτήτων. Τούτο, δεν με συγκινεί, αυτό το σύνθημα. Τα πραγματικά προβλήματα της Εκκλησίας είναι άλλα και είναι τεράστια».

- Εννοείτε προφανώς την κρίση που μαστίζει τα τελευταία χρόνια την Εκκλησία με τα πάσης φύσεως σκάνδαλα;

«Η Εκκλησία δεν είναι διδασκαλία ούτε φιλοσοφία, όπως είπαμε είναι βίωμα και πνευματική εμπειρία. Και μόνο δύο άγιοι άνθρωποι επάνω στη Γη κάνουν Εκκλησία. Επομένως, η Εκκλησία αυτή καθαυτή δεν περνά κρίση. Η κρίση αφορά τους ανθρώπους που την εκφράζουν. Όποια μέτρα κοσμικού ρεαλισμού και αν εφαρμόσουμε, δεν θα έχουν αποτέλεσμα αν ο άνθρωπος δεν αλλάξει εσωτερικά. Ένα από τα βασικά προβλήματα της ποιμαίνουσας Εκκλησίας, κατά την εκτίμησή μου, έγκειται στη στελέχωσή της. Τοποθετούμε ανθρώπους εδώ ή εκεί, χωρίς ειδική εκπαίδευση, χωρίς να τους έχουμε από κοντά για να τους εμπνεύσουμε, να τους δείξουμε δρόμους εργασίας. Η απουσία ενδιαφέροντος για τα στελέχη τα αφήνει στη ρουτίνα της καθημερινότητας και αντιμετωπίζουν την ιεροσύνη ως επάγγελμα. Είναι ολοφάνερο σήμερα. Δεν υπάρχει διάθεση από όλους μας. Αναφέρω το παράδειγμα του πατρός Αντωνίου Παπανικολάου, που μαζί με την πρεσβυτέρα του έχουν φτιάξει την "Κιβωτό". Ξέρετε ότι αντιμετωπίζεται από πολλούς στον δικό του χώρο, τον εκκλησιαστικό, ως αποδιοπομπαίος; Γιατί; Επειδή ξεχωρίζει με το έργο του και "χαλάει την πιάτσα", κατά το κοινώς λεγόμενο... Το βόλεμα υπερισχύει και διαχέεται στην πυραμίδα. Έτσι, όταν πρέπει να εκλέξουμε κάποιον για θέση επιτελική, δεν θα ψάξουμε να βρούμε εκείνον που χρειάζεται, αλλά θα διαλέξουμε από τον συνωστισμό των κολάκων και όσων επιδιώκουν την προσωπική προβολή, με γνώμονα τα συμφέροντα. Σήμερα η Εκκλησία διαθέτει δυναμικό ανθρώπινο και δυνατότητες τεχνικές που ποτέ στο παρελθόν δεν είχε. Δεν θέλουμε όμως να προχωρήσουμε σε βάθος. Δεν τολμούμε, ίσως δεν μας συμφέρει. Γι΄ αυτό και πολλά λαμπρά στελέχη προτιμούν αφάνεια και σιωπή».

- Συνεπώς, για να πάρει η Εκκλησία την κατεύθυνση που θέλετε, θα πρέπει να βελτιωθεί η ποιότητα των μελών της Ιεράς Συνόδου.

«Δεν είναι το μόνο. Θα έπρεπε εδώ και καιρό να έχει αλλάξει ο τρόπος εκλογής των μητροπολιτών. Έχω κάποιες ιδέες επ΄ αυτού και επί του παρόντος μελετώ τις παραμέτρους τους. Θα πρέπει να συνεργαστούμε όλοι μαζί οι αδελφοί στην Ιερά Σύνοδο και να βρεθεί, ίσως όχι ο ιδανικός, τουλάχιστον ένας καλύτερος τρόπος».

- Ποια θέματα έχουν την προτεραιότητα στον κατάλογο των προβλημάτων που έχετε διαπιστώσει;

«Όσον αφορά το ευρύτερο έργο της Εκκλησίας, χρειάζεται πρώτα πολλή και συλλογική εργασία από όλη την Ιεραρχία. Όσον αφορά όμως την αποστολή μου, την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, θα ήθελα η προσπάθειά μας να κατευθυνθεί στην αναζωογόνηση της ενορίας ως πνευματικού κυττάρου. Πώς θα απαλύνουμε τον πόνο του ανθρώπου; Πώς θα πεισθεί ο κόσμος ότι εκεί θα βρει ανάπαυση; Αυτός είναι ο στόχος. Το πνεύμα αυτής της προσπάθειας είναι που βρίσκουμε στις παραβολές του ασώτου και του καλού Σαμαρείτη. Η Εκκλησία απευθύνεται σε όλους χωρίς διακρίσεις και τους καλεί κοντά της με πνεύμα ελευθερίας και αγάπης».

- Και οι δημόσιες σχέσεις σας; Τίποτε δεν γίνεται σήμερα χωρίς αυτές!

«Καταλαβαίνω ότι αστειεύεστε... Δεν είμαι απόκοσμος, ούτε κατακρίνω τις διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις. Επειδή έχω παρευρεθεί σε αρκετές από αυτές, με ξενίζει η επίδειξη πλούτου, οι χωρίς λόγο υπερβολές- φωταψίες, φωτογράφοι, σαμπάνιες κ.λπ. Ως πατέρας, ενοχλούμαι στη σκέψη ότι πολλοί άνθρωποι την ίδια ώρα στερούνται ακόμη και τα στοιχειώδη».

- Με την άδειά σας, Μακαριότατε, πάλι θα αστειευθώ αλλά εδώ εκδηλώνετε τις «κομμουνιστικές τάσεις» που σας καταλογίζουν ορισμένοι.

«Ακούστε, δεν είμαι κομμουνιστής. Εκεί που πρέπει όμως γίνομαι. Όπως επίσης εκεί που πρέπει είμαι πατριώτης, είμαι διεθνιστής ή ακόμη και χωριάτης. Αγαπάω τον άνθρωπο. Δεν ήρθα εδώ για να κάνω μια ωραία καριέρα. Δεν με εκφράζει αυτό και δεν με απασχολεί».

- Τώρα που πέρασε ο καιρός σχηματίσατε εικόνα για το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου;

«Η θέση μου παραμένει ότι δεν μπορώ να πω τίποτε ώσπου να έχουμε πλήρη εικόνα της υπόθεσης. Να κάνω όμως μια γενική τοποθέτηση. Το ότι ένα μοναστήρι έχει μια περιουσία δεν είναι κακό. Είναι φυσικό, ειδικά ένα μοναστήρι που υφίσταται αιώνες, να έχει συγκεντρώσει περιουσία με ισχυρούς τίτλους. Η διαφορά μας είναι στο εξής: ότι η εκκλησιαστική περιουσία δεν είναι μόνον για τα πρόσωπα και τα κτίρια, αλλά κυρίως είναι για την εξυπηρέτηση του λαού. Για να έρθω τώρα στο θέμα Βατοπαιδίου, αν το μοναστήρι είχε πει ότι, μετά την κάλυψη των δαπανών, την περίσσεια των χρημάτων θα την χρησιμοποιούσε για να φτιάξει ένα νοσοκομείο, σχολείο, πανεπιστήμιο ή ό,τι άλλο κοινωφελές, που θα το συντηρούσε με τις προσόδους του, κατά την άποψή μου, μια τέτοια τακτική δεν θα είχε τίποτε το μεμπτό. Από τη στιγμή όμως που βλέπουμε να εμπλέκονται εταιρείες και παράγοντες σε περίεργες δοσοληψίες (όλα αυτά που βλέπουμε να βγαίνουν σιγά σιγά) αλλάζει το πράγμα! Αυτά δεν είναι μοναστηριακή πολιτική, δεν είναι εκκλησιαστική πολιτική...».

- Μη σας ρωτήσω τι είναι, γιατί δεν θα μου πείτε. Πείτε όμως, αν θέλετε, τι σχεδιάζετε για το πονεμένο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας.

«Έχω κάποιες σκέψεις. Η εξέλιξή τους όμως θα εξαρτηθεί από την αποδοχή της Ιεράς Συνόδου. Το σύνθημα "η περιουσία στον λαό" είναι άνευ περιεχομένου και παραπλανητικό. Ας μου πει κάποιος, όσες φορές η Εκκλησία παραχώρησε μέρος της περιουσίας της, ποιος ήταν ο λαός που την πήρε; Ξέρετε πού είναι χτισμένο σήμερα το Κολωνάκι; Σε γη την οποία έδωσε η Μονή Πετράκη για την ανοικοδόμηση Στέγης Αναπήρων Πολέμου. Ξέρετε κανέναν ανάπηρο πολέμου να έχει μείνει στο Κολωνάκι; Την τελευταία φορά, επί αειμνήστου Τρίτση, που είχαμε πάλι θέμα για την περιουσία, καταλήξαμε σε μία σύμβαση με την πολιτεία. Ξέρει κανείς πώς υλοποιήθηκε η σύμβαση; Αν ξέρει, ας το πει και σε εμένα. Επομένως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με αυτό το μοντέλο. Ας ψάξουμε να βρούμε άλλο. Το μοντέλο που θα ήθελα να εφαρμόσω στην όποια περιουσία της Αρχιεπισκοπής και το οποίο θα πρότεινα γενικότερα βασίζεται στη συνεργασία με την πολιτεία. Λόγου χάριν, έχουμε το τάδε περιουσιακό στοιχείο, πηγαίνουμε στην πολιτεία και προτείνουμε την από κοινού αξιοποίησή του, σεβόμενοι απολύτως τους όρους της σύμβασης: Τι βάζουμε εμείς και τι βάζετε εσείς. Τα χρήματα όμως από την αξιοποίηση δεν θα πάνε αόριστα στο ταμείο της Εκκλησίας ή της πολιτείας. Θα πάνε σε συγκεκριμένο σκοπό, π.χ. για τη δημιουργία και τη συντήρηση νοσοκομείου καρκινοπαθών. Σε αυτό το μοντέλο είμαι έτοιμος να συνεργασθώ. Τα άλλα είναι πυροτεχνήματα...».

- Την παγκοσμιοποίηση δεν τη φοβάστε; Δεν ανησυχείτε μήπως μας κάνει κιμά και φτιάξει με αυτόν κεφτέδες και σουτζούκια, όπως έλεγε ο προκάτοχός σας;

«Δεν είμαστε οι πρώτοι που ζούμε σε αυτή τη γη. Τα προβλήματα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Ο τρόπος αντιμετωπίσεώς τους είναι που διαφέρει. Πολλά από αυτά που περιγράφουμε σήμερα με τον όρο "παγκοσμιοποίηση" έχουν ξαναγίνει στην Ιστορία. Παγκοσμιοποίηση το λέμε σήμερα, κάποτε το έλεγαν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ακόμα θα έλεγα και οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν πιστεύω να νομίζετε κι εσείς ότι ο Μέγας Αλέξανδρος έφθασε ως την Ινδία απλώς για να φέρει μόνο τον πολιτισμό! Εγώ θα έλεγα ότι ήταν και ο ενθουσιασμός, η περιέργεια και οι συγκυρίες της εποχής που έκαναν τον Αλέξανδρο να προχωρήσει μέσα στην Ασία. Έτσι εξαπλώθηκε ο ελληνισμός, πού τι ήταν τότε; Το ρεύμα των ανθρώπων της εποχής. Ήταν μιας μορφής παγκοσμιοποίηση, χωρίς την οποία δεν θα προχωρούσε η εξάπλωση του χριστιανισμού. Επομένως η παγκοσμιοποίηση δεν είναι καινούργιο φαινόμενο που πρέπει να μας πανικοβάλλει. Η ζημιά είναι μέσα μας. Στους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες που κουβαλάμε μέσα μας. Εκεί είναι το πρόβλημα».

- Μακαριώτατε, δεν είναι επικίνδυνο η θρησκευτική πίστη να θεωρείται κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας; Το λέω διότι το θρησκευτικό δόγμα είναι σταθερό και αμετάβλητο, ενώ ο κόσμος γύρω μας αλλάζει. Πώς λοιπόν μια ταυτότητα αγκιστρωμένη στο παρελθόν μπορεί να εκφράσει τις προσδοκίες ενός λαού για το μέλλον;

«Ο πρώτος πυρήνας που επιστρατεύεται στη δημιουργία της εθνικής ταυτότητας είναι ο θρησκευτικός, ο αρχαίος βωμός, το ιερόν. Και αναφέρομαι γενικότερα στη δημιουργία των εθνών, όχι μόνον στη δική μας περίπτωση. Ιστορικά, πρώτα δημιουργείται αυτός ο πυρήνας και γύρω του συμπλέκονται τα υπόλοιπα στοιχεία της ταυτότητας. Αυτό ζήσαμε και εμείς τον 18ο αιώνα και έτσι φθάσαμε στην Επανάσταση. Επ΄ αυτού, λοιπόν, η Εκκλησία πολλά προσέφερε και έχει την υποχρέωση να το παρακολουθεί αυτό, κυρίως τον ιστό του, για να μη διαλυθεί. Αλλά, σε όλα τα πράγματα υπάρχει το μέτρο. Ερχεται η συντεταγμένη πολιτεία και το κρίσιμο ζήτημα για την ελλαδική πραγματικότητα είναι πώς θα συνεργαστούν αυτοί οι δύο φορείς. Διότι η Ιστορία συνεχίζεται, πολλά πράγματα ξεχνιούνται και εμείς εξακολουθούμε να λέμε: "Ξέρετε, αν δεν ήμασταν εμείς, σήμερα θα μιλούσατε τούρκικα κ.λπ.". Ναι, αλλά αυτό δεν μας απαλλάσσει από τις ευθύνες τις σύγχρονες! Δεν μπορούμε πια να επικαλούμεθα συνεχώς τους αρχαίους ημών προγόνους, τον Περικλή και τον Παρθενώνα. Τι θα γίνει, αυτό θα μας θρέφει συνέχεια; Αν δεν έχουμε κάτι καινούργιο να προσθέσουμε σε αυτό που βρήκαμε, τότε θα συρρικνωθεί η παράδοση. Ούτε όμως μπορούμε εύκολα να αφαιρέσουμε ένα σκαλοπάτι από την κλίμακα. Επομένως, μέσα σε αυτόν τον χώρο, η Εκκλησία είναι ένα κομμάτι της εθνικής ταυτότητας, που πρέπει να υπάρχει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε με τη φλόγα να καίει φουντωμένη και κάθε φορά να σπεύδουμε να είμαστε οι πρώτοι! Ούτε πάλι μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι. Χρειάζεται το μέτρο και η διάκριση».

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Τα τοπικά ελληνικά μουσικά και γλωσσικά ιδιώματα κινδυνεύουν από εμάς τους ίδιους, αν και η διάσωσή τους επιδοτείται από ευρωπαϊκά προγράμματα

Γράφει ο συνθέτης Νίκος Γράψας

Οι τεχνικές των μουσικών και λογοτεχνικών έργων -ως προς τις δομές, τις φθογγολογικές σειρές και τις αρμονικές ακολουθίες οι μεν, τη φόρμα, τα επίπεδα αφήγησης και τη γλώσσα οι δε- αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη μετά την Αναγέννηση και κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν μέχρι και τον 19ο αιώνα, όλοι θα συμφωνήσουμε σε αυτή την παραδοχή, όσοι ασχολούμαστε με τις μουσικές και γλωσσικές τέχνες. Η σονάτα, τα συμφωνικά έργα αλλά και το μυθιστόρημα, το αστικό θέατρο, η ποίηση αποτελούν κορυφαία δείγματα της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας και συγκαταλέγονται στα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας ανθρωπιστικής τέχνης, διδάσκονται δε, στα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών όλων των πανεπιστημίων του κόσμου.
Το ίδιο σπουδαίες και σημαντικές θεωρούνται παράλληλα, εδώ και δύο αιώνες, οι τοπικές παραδόσεις στις οποίες και στηρίχτηκε παγκοσμίως το ρεύμα του Ρομαντισμού αλλά και του Μοντερνισμού.
Χωρίς την ελληνική δημοτική γλώσσα δεν θα υπήρχε, παρ εκζάμπλ, ούτε Σολωμός, ούτε Παλαμάς, ούτε Παπαδιαμάντης, ούτε λαϊκό θέατρο, ούτε Ερωτόκριτος, ούτε κάλαντα. Χωρίς το ανώνυμο τραγούδι, δημοτικό ή αστικό δεν θα υπήρχε το νεότερο λαϊκό τραγούδι και οι χοροί σε καμία χώρα , είτε σαν "παραδοσιακοί", είτε σαν αργεντίνικα τάγκος, είτε σαν γαλλικά βαλς, είτε σαν αμερικανικά μπλουζ και ροκ. Αλλά δεν θα υπήρχε ούτε ο δικός μας Αττίκ, ούτε ο Γιαννίδης, ούτε ο Χατζιδάκις, ούτε κανείς νεότερος συνθέτης.
Κορυφαίοι μουσικοπαιδαγωγοί του 20ού αιώνα όπως ο Μπάρτοκ, ο Κόνταϊ από την Ουγγαρία, αλλά και η γαλλοελβετική σχολή με τον Νταλκρόζ και την Μοντεσσόρι, επιμένουν στην χρήση του τοπικού τραγουδιού στη διαδικασία της μουσικής εκπαίδευσης ως του καταλληλότερου εργαλείου προσέγγισης της γλώσσας, του ρυθμού και της μελωδίας, βασικών δομικών στοιχείων των μικρών και μεγάλων ευρωπαϊκών έργων, μουσικών και λογοτεχνικών αλλά και των νοοτροπιών, του ψυχισμού και του τρόπου ζωής των ανθρώπων των τοπικών μικροκοινωνιών.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα πλούσια σε τοπικά καλλιτεχνικά ιδιώματα, μουσικά και γλωσσικά, όλοι το γνωρίζουμε. Τα τελευταία 20 χρόνια οι μόνοι εκπαιδευτικοί φορείς που εισήγαγαν σοβαρά αυτά τα ιδιώματα στο πρόγραμμά τους ήταν τα δημόσια Μουσικά Σχολεία, αν και πολλοί εκπαιδευτικοί τα βλέπουν, ακόμη, σαν σχολεία πολυτελείας, επειδή οι μαθητές μεταφέρονται με ειδικά λεωφορεία και τα σχολεία διαθέτουν εστιατόρια, δηλαδή όπως θα έπρεπε να είναι όλα τα σχολεία.
Στα 35 μουσικά σχολεία ανά την Ελλάδα διδάσκονται παράλληλα η ευρωπαϊκή μουσική, το πιάνο, και οι τοπικές παραδόσεις, το τοπικό υποχρεωτικό όργανο, στην Κρήτη η λύρα, στην Ήπειρο το κλαρίνο, στα Επτάνησα το μαντολίνο, στα αστικά κέντρα ο ταμπουράς. Και ενώ το πιάνο διδάσκεται ατομικά, ένας μαθητής ανά ώρα, το τοπικό όργανο διδάσκεται σε ομάδες τεσσάρων και πέντε μαθητών. Αυτή είναι η οδηγία του Υπουργείου Παιδείας. Στη διάρκεια μιας σχολικής χρονιάς για κάθε μαθητή αναλογούν 25 ώρες πιάνου και μόλις 6 ώρες του τοπικού του οργάνου.
Αυτά στο γυμνάσιο. Στο λύκειο η διδασκαλία του τοπικού οργάνου καταργείται εντελώς. Άρα, ένας μαθητής μουσικού σχολείου διδάσκεται μόλις για 18 ώρες στα τρία χρόνια το όργανο και τα μουσικά ιδιώματα της περιοχής του. Κάτι παραπάνω από το μηδέν.
Σύμφωνοι, το τραγούδι δεν αποτελεί το αποκορύφωμα της μουσικής τέχνης, αποτελεί όμως την πατρίδα της γλώσσας για τον καθένα, την πατρίδα της σκέψης, της ελεύθερης ανεξάρτητης σκέψης. Γνωρίζουμε τις απόψεις των ελλήνων ποιητών, του Σεφέρη και του Ελύτη για το ανώνυμο ελληνικό τραγούδι. Είναι δύσκολο να συναντήσεις έλληνα κρητικό, ακόμη και αγράμματο βοσκό, που να μην γνωρίζει έστω λίγους στίχους από τον Ερωτόκριτο, ή ένα ριζίτικο τραγούδι άφθαστης γλωσσικής και μελωδικής τελειότητας. (Κι ας μην υποτιμούμε τους βοσκούς, ω Αθηναίοι, όλοι θέλουμε το "ντόπιο"και το "χωριάτικο" στο τραπέζι μας και οι βοσκοί είναι οι μόνοι πραγματικοί οικολόγοι, σώζοντας και τα βοσκοτόπια από τις μπολντόζες.)
Το τραγούδι αποτελεί σχολείο γλωσσικής, συναισθηματικής και ηθικής έκφρασης ως προερχόμενο και από το θέατρο, ως "τραγώδιον", είναι, νομίζω, γνωστό.
Αν αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα του εκπαιδευτικού προγράμματος των μουσικών σχολείων ως προς τα τοπικά παραδοσιακά μουσικά ιδιώματα, θα πρέπει να μιλήσουμε για αποτυχία. Μπορεί οι μουσικοί της νεότερης γενιάς που ασχολούνται με το ανώνυμο τραγούδι να προέρχονται σχεδόν όλοι από τα μουσικά σχολεία, όμως είναι ελάχιστοι μπροστά στο πλήθος των μαθητών που έχουν αποφοιτήσει από αυτά, χωρίς να μπορούν να παίξουν ούτε ένα σκοπό στο τοπικό όργανο της περιοχής τους.
Η αποτυχία μπορεί να οφείλεται σε τρία αίτια κατά την παιδαγωγική: στη μέθοδο διδασκαλίας και τον δάσκαλο, στο πρόγραμμα διδασκαλίας ή στην διδακτέα ύλη.
Ας αναφέρουμε εδώ πως μέθοδος διδασκαλίας και ύλη δεν έχει καθοριστεί ποτέ από το ΥΠΕΠΘ και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το οποίο αν και ίδρυσε τα μουσικά σχολεία και ξοδεύει αρκετά ποσά για την λειτουργία τους, ουδέποτε αντιμετώπισε το περιεχόμενο σπουδών τους στα σοβαρά, αν και διαθέτει από τους καλύτερους εκπαιδευτικούς της χώρας στις τάξεις των Μουσικών Σχολείων. Όσο για το πρόγραμμα, έχω ήδη αναφέρει τον αριθμό των ωριαίων μαθημάτων που αναλογεί σε κάθε μαθητή.
Αν τα μουσικά σχολεία συνεχίσουν να λειτουργούν και δεν θεωρηθούν θύματα της οικονομικής κρίσης και ως εύκολος στόχος καταργηθούν, παρακαλώ εκ μέρους όσων μουσικοπαιδαγωγών εργάζονται σε αυτά και τα έχουν διατηρήσει ζωντανά,
· Στηρίξτε τον ελληνικό πολιτισμό μέσω της εκπαίδευσης.
· Μην καταργείτε τα μουσικά μαθήματα από το πρόγραμμα.
· Συστήσετε ως ατομικό και όχι ομαδικό το μάθημα του τοπικού οργάνου.
· Αναθέσετε σε επιτροπές εκπαιδευτικών την σύσταση μεθόδων διδασκαλίας και προγράμματος για τα τοπικά παραδοσιακά όργανα.
Ένας γρήγορος υπολογισμός του κόστους της μετατροπής του ομαδικού μαθήματος σε ατομικό μας δείχνει το ποσό των 60.000 € το μήνα για όλα τα σχολεία, δεδομένου ότι απασχολούνται ωρομίσθιοι καθηγητές. Χωρίς αυτό το ταπεινωτικό για τους εκπαιδευτικούς σύστημα της ωρομισθίας, με μόνιμους καθηγητές, το ποσό ανέρχεται σε 120.000€ περίπου το μήνα. Αυτό το ποσό μας λείπει, κύριοι, από την εκπαίδευση και κάνετε οικονομία; Ο προϋπολογισμός του ΥΠΕΠΘ σε χαρτί τουαλέτας και καφέδες των γραφείων είναι μεγαλύτερος! Από τις τοπικές παραδόσεις που μάλιστα επιδοτούνται, κάνουμε περικοπές; Αλίμονό μας, λοιπόν, κι αλίμονο στους σεφέρηδες, στους κορνάρους, στους σολωμούς, στους παλαμάδες μας, στα ριζίτικα, τα ακριτικά και τις παραλογές μας.

ΥΓ. Αλήθεια, τι σημαίνει "σύνδεση των σχολείων με την τοπική κοινωνία"; Ο πολιτισμός εξαιρείται;

Ζάκυνθος, Φεβρουάριος 2009

[Στη φωτό: Γυναίκα με Μαντολίνο. Έργο Τiepolo Giovanni Battista (1696-1770)]

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Της παιδείας … το ανατολικό ζήτημα

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Μόλις σταμάτησαν οι καταλήψεις για το φόνο άρχισε η εξεταστική. Θα κάνω ΜΠΟΥΜ ξεφύσαγε ο Άγγελος, όταν κατά τις δέκα το βράδυ διαπίστωσε ότι την επομένη είχε επαναληπτικό διαγώνισμα στην Ιστορία. Μόλις είχε τελειώσει το απογευματινό τετράωρο φροντιστήριο. Είχε λύσει δώδεκα ασκήσεις Φυσικής κι εννέα Άλγεβρας, όλες σωστές. Έπρεπε όμως να διορθώσει τη διατύπωση και να μάθει απέξω τη θεωρία ακριβώς όπως τη λέει το βιβλίο για να πάρει άριστα. Επιπλέον έπρεπε να γράψει την περίληψη ενός κειμένου και να διαβάσει δοκίμια για να προλάβει την επομένη το μεσημέρι αμέσως μετά από έξι ώρες στο σχολείο να γράψει την έκθεση για το φροντιστήριο και να προετοιμαστεί για το μάθημα της Βιολογίας.
Άνοιξε το κινητό του και ανακάλεσε από τη μνήμη τη φωτογραφία της με το μικρό στρας στη γλυκιά της μυτούλα. Θα ήθελε να είναι μαζί της στο σκοτεινό παγκάκι, αλλά την πήρε ο πατέρας της από το μάθημα. Εκείνον τον πήρε η μάνα του. Φοβόταν να του δώσει το μηχανάκι, δεν είχε δίπλωμα. Το πρωί πάλι θα τους μεταφέρουν στο σχολείο. Θα την έβλεπε εκεί, ίσως να τα κατάφερναν για ένα φιλί στην τουαλέτα, αν τους έδινε την άδεια η καθηγήτρια να επισκεφθούν την τουαλέτα. Μακάρι να είχαν κάποιο κενό, να έλλειπε κανένας καθηγητής, ν΄ αρρώσταινε εκείνος της Ιστορίας! Διαφορετικά το Σάββατο, όχι κάθε Σάββατο, μόνο όταν δεν έχουν επαναληπτικό διαγώνισμα στο φροντιστήριο…
Την πρώτη ώρα είχαν την Ιστορία. Κάποιοι δεν ήρθαν και ο καθηγητής ήταν ανένδοτος. Έπρεπε να το γράψουν το διαγώνισμα, τον υποχρέωνε ο νόμος. Θα ήταν εύκολο… από αυτά που τους είχε επισημάνει.
Ορισμένοι έγραψαν αρκετά κάτω από τη βάση, άλλοι μπορεί και να κατάφεραν να αντιγράψουν. Οι καλοί διάβασαν λίγο για πρώτη και τελευταία φορά. Όλοι όμως θα έχουν βαθμό πάνω από τη βάση, θα πιέσουν εκείνοι και το εξεταστικό σύστημα. Το μάθημα της Ιστορίας γενικής παιδείας εξετάζεται στο σχολείο, ελάχιστοι το επιλέγουν για τις πανελλήνιες .
Ο Άγγελος έδωσε το δικό του διαγώνισμα:

«Ερώτηση: Να εξηγήσετε τους όρους "ανατολικό ζήτημα" και "αρχή της δεδηλωμένης".
Απάντηση: Το ανατολικό ζήτημα είναι το ζήτημα που υπήρχε μεταξύ των χωρών του ανατολικού μπλοκ πριν από την κατεδάφιση του τείχους του Βερολίνου το 1989. Η Ρωσία που τότε κατείχε σχεδόν όλη την ανατολική Ευρώπη δεν ήθελε να χάσει από την επιρροή της χώρες όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία κτλ. Έτσι σε μια διαμάχη της Ρωσίας με αυτές τις χώρες δημιουργήθηκε το ανατολικό ζήτημα μεταξύ της Ρωσίας και των άλλων χωρών. Αλλά η Δυτική Γερμανία, που είχε ως πρωτοπαλίκαρό της τον Μπομπ τον Μάστορα, τον έστειλε στο Βερολίνο μαζί με τον Αντρέα τον Σκαφέα να ρίξουν το τείχος του Βερολίνου. Όμως τα χελωνονιτζάκια που ήταν φιλαράκια με τον Μπρέζνιεφ πήγαν για να εμποδίσουν τον Μπομπ. Απευθείας όμως η Αγγλία έστειλε τον 007 να λύσει την υπόθεση, αλλά έλειπε ο σκηνοθέτης και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Στο ανατολικό ζήτημα πήρε μέρος και η Αμερική στέλνοντας τους επίλεκτούς της στρατιώτες: αρχικά πήγε ο Ράμπο να εξερευνήσει το έδαφος αλλά τον αιχμαλώτισαν οι Βιετκόνγκ. Όταν οι φίλοι του Ράμπο το έμαθαν, αμέσως τηλεφώνησαν στον εξολοθρευτή, στον Action-man και στους G.I.J. να πάνε χωρίς άδεια από την κυβέρνηση. Όταν όμως ο Ομπάμα έμαθε την κίνηση του Στίβεν Σπίλμπεργκ (φίλος του Ράμπο) εξοργίστηκε και έστειλε τον Μαρσουπιλαμή με τα digimon να τους σκοτώσουν.
Στον πόλεμο δεν παρέλειψε να πάρει μέρος και η Ασία στέλνοντας τον Τσάκι-τσαν να τους ξυλοφορτώσει όλους. Όμως ο Ρόμποκοπ που επιτηρούσε στην περιοχή του Τσέρνομπιλ είδε την καταστροφή στο πυρηνικό εργοστάσιο και με αυτοθυσία πρόταξε τα στήθη του στην πύρινη λάβα που έβγαινε από το ηφαίστειο που μόλις ο Φρόντο είχε καταστρέψει το δακτυλίδι. Αλλά ο Σάουρον νευρίασε και έστειλε τον Λούκυ –Λούκ, το πιο γρήγορο πιστόλι, να τους σκοτώσει όλους.
Όμως επειδή ήμασταν στα πρόθυρα να ξεσπάσει 3ος παγκόσμιος πόλεμος ο Οτσαλάν στο G20 πρότεινε την αρχή της Βεβηλωμένης. Μια αρχή με βάση την οποία κάθε ήπειρος θα κρατούσε τους υπερ-ήρωές της στα εδάφη της. Όμως η Αμερική δεν υπόγραφε την συμφωνία διότι ακόμη δεν είχε ανέβει στην ηγεσία ο Ομπάμα και έτσι η Ευρωπαϊκή Ένωση έστειλε τον υπερ-πράκτορά της ΘΟΥ-ΒΟΥ να φέρει την αναστάτωση. Όμως το G.P.S του έπεσε από μπαταρία και αναγκάστηκε να προσλάβει τον Ιντιάνα Τζόουν για οδηγό στα εδάφη της Αμερικής, για να κλέψουν από το μουσείο της Νέας Υόρκης τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Μπιν Λάντεν, έτσι ώστε να μην μπορεί να βαφτιστεί χριστιανός και να κάνει συμμαχία με τον Ούγκο Τσάβες και τον Φιντέλ Κάστρο.
Το ανατολικό ζήτημα όμως είχε άδοξο τέλος. Ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ είχε φυλαγμένη στον τομέα 51 μια νέα τελευταία ατομική βόμβα για την ολοκληρωτική καταστροφή της γης. Και …………………ΜΠΟΥΜ .
Ήταν κάποτε ο πλανήτης ΓΗ…………….»

Πρέπει να μπει βαθμολογία. Ο βαθμός είναι το παν! Πρέπει να είναι υψηλή η βαθμολογία. Ο καθηγητής δεν έχει επιλογή, όπως και ο μαθητής. Οι γονείς απαιτούν άριστα. Οι Πανελλήνιες απαιτούν άριστα στα πανελληνίως εξεταζόμενα. Στο Λύκειο προετοιμάζονται για τις Πανελλήνιες, όπως και στο φροντιστήριο, μαθητές, καθηγητές και γονείς. Η ζωή χτυπά στις Πανελλήνιες, η ήβη χτυπά στις Πανελλήνιες, η τσέπη χτυπά στις Πανελλήνιες. Η γενική παιδεία θυσιάζεται για τις Πανελλήνιες. Ο διάλογος για την παιδεία θυσιάζεται στις Πανελλήνιες. Η Ιστορία και η Ελλάδα πρέπει να βεβηλώνεται στις Πανελλήνιες; Οι σημερινές Πανελλήνιες εξετάσεις στο διάλογο για την παιδεία δεν πρέπει να γίνουν «ανατολικό ζήτημα»!
Ζάκυνθος, 5-2-2009

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Η "Σχολή της Υποψίας" και η Νοσταλγία του Απόλυτου

Γράφει ο Νίκος Γράψας

Όταν ο Δαρβίνος αποκάλυψε στον σύγχρονο άνθρωπο πως δεν είναι παρά απόγονος ενός πιθήκου και ο Τζορντάνο Μπρούνο αμφισβήτησε την ισορροπία του, υποστηρίζοντας πως πατάει σε στρογγυλή κι όχι επίπεδη γη, ο άνθρωπος άκουσε μεν, τους νέους προφήτες του, δεν επέστρεψε δε, στην φυσική ζωή του πιθήκου αλλά εφ΄όσον έχασε το βασίλειο των ουρανών κατασκεύασε ένα καινούργιο, ανθρώπινο βασίλειο, αυτό της συνείδησης όπου έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος. Όμως όχι για πολύ. Κι αυτό το βασίλειό του αποτεφρώθηκε από την ολέθρια φωτιά του φροϊδικού ασυνείδητου και τη "σχολή της υποψίας". Αλλά ο Φρόιντ δεν επαληθεύεται ούτε από τη βιοχημική θεραπεία ούτε από τη μοριακή βιολογία ούτε από τη νευροχημεία.
Ο άνθρωπος αιωρείται μεταξύ θεϊκού χάους και προσωπικής συνείδησης. Έχει να τακτοποιήσει πολλούς προφήτες με αντικρουόμενες προφητείες. Προμηθέας, Οιδίποδας, Μωϋσής, Χριστός, Αριστοτέλης, Δαρβίνος, Φρόϊντ, Μαρξ, Εγώ.
Κι ο πίθηκος να καιροφυλακτεί. Ο Φρόιντ μπορεί να μην αποδεικνύεται επιστημονικά, μα αν κοιτάξουμε γύρω μας, τις μυθολογικές και παραμυθιακές παραδόσεις μας, το οιδιπόδειο ανθίζει, το συναίσθημα -μητρικό, πατρικό, θρησκευτικό, εθνικό, καλλιτεχνικό, προσωπικό- υπερβάλλει, παρόμοια με αυτό των συμπαθών πιθήκων. Ο ομφάλιος λώρος ως γόρδιος δεσμός περιμένει τον νέο Αλέξανδρο για να απεξαρτηθούν γονείς και απόγονοι.
Το συναίσθημα αποδίδεται στην καρδιά, στο Θεό, στη συνείδηση, στο φιλότιμο.
Και η ζωή να αποδεικνύει πως το συναίσθημα δεν επαρκεί για να τα βγάλεις πέρα από το ένα σκοτάδι στο άλλο. Απαιτείται και τεχνική.
Η ζωή ως τέχνη ή η ζωή ως συναίσθημα; Ιδού η απορία. Όχι, μην το διερωτηθείτε. Και τα δύο μαζί δεν γίνονται. Απλώς, το συναίσθημα δεν μας λείπει, μας περισσεύει, μάλλον. Οι τεχνικές μας λείπουν. Το συναίσθημα έρχεται μόνο του, μαζί με τον πίθηκο. Οι τεχνικές σβύνουν και ξεχνιούνται. Κανένα παιδί δεν μπορεί να ανακαλύψει την φωτιά, κι αν δεν του δείξουμε θα πεθάνει από το κρύο.
Η ζωή ως σύστημα τεχνικών, αυτό ας προκρίνουμε κι από αγάπες έχουμε μπουχτίσει. Φαντάζεστε τι υπέροχα συναισθήματα γεννάει μια καθαρή πόλη, ένα οργανωμένο σπίτι, μια προγραμματισμένη δημόσια υπηρεσία, ένα φροντισμένο περιβάλλον;
Ασφαλώς και γνωρίζετε τι απαίσια συναισθήματα γεννάει μια βρώμικη πόλη, ένα κρύο κι ανοργάνωτο σπίτι, ένα εγκαταλελειμμένο περιβάλλον, μια βαρετή και άχρηστη εκπαίδευση.
Ας είμαστε ειλικρινείς, κανείς μας δεν ζηλεύει την Αφρική ούτε την Ινδία που πνίγονται στο συναίσθημα αλλά και στο σκουπίδι. Τι κάνουν για τα παιδιά τους; Και μην σκεφθείτε "δεν τους αφήνουν". Ή θα παραδεχτούμε πως όλοι εμείς δεν τους αφήνουμε, ή ας μην τους συμπονούμε απλώς. Δεν θέλουν συναίσθημα, θέλουν τεχνικές ζωής. Ή τους διαθέτουμε τα τεχνικά μέσα, ή ας παραδεχτούμε πως όλοι μας τους εκμεταλλευόμαστε ως ιστορικό επόμενο.
Κι ας προχωρήσουμε στο αύριο.
Οι μελλοντικοί αναλφάβητοι θα είναι αυτοί που δεν θα μπορούν να ξεμάθουν και να ξαναμάθουν. Αυτός ο αφορισμός επιβάλλει την οργάνωση της ζωής μας ως τεχνικού συστήματος κι όχι ως αισθήματος.
Οι μελλοντικοί σκλάβοι θα είναι οι αισθηματίες άνθρωποι, το συλλογικό συναισθηματικό "Εγώ", που πάντα θα συγχωρούν τους πονηρούς και ανεπαρκείς τεχνικά διαχειριστές τους, ένα άλλο συλλογικό συναισθηματικό "Εγώ".
Και ποιο από τα δύο "Εγώ" είναι πιο επικίνδυνο, αυτό που αδικεί και εκμεταλλεύεται ή αυτό που συγχωρεί; Μη διερωτάσθε, και τα δύο είναι σαρκοβόρα.
Ας μην περιμένουμε "ο θεός να βάλει το χέρι του".
Ο Λόγος ας κατακόψει τους ομφάλιους λώρους και το μέλλον δεν θα είναι σκλαβιά.
Το αίσθημα μπορεί να γίνει ύποπτο, ο Λόγος ποτέ.
Ας μη κληροδοτήσουμε μια νέα Αφρική στα παιδιά αλλά μια νέα λογική.
Ας σκεφτούμε, ας δράσουμε, ας σκεφτούμε και ας ξαναδράσουμε.

Ζάκυνθος , Φεβρουάριος 2009

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Σκούρες κι αλέγρες κουρτίνες

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Άκουσα το σεισμό και γύρισα πλευρό, ούτε και στο ξυπνητήρι υπάκουσα. Τσαγκαρο-Εγκέλαδος όπως και Τσαγκαρο-Δευτέρα μετά το τριήμερο των Τριών Ιεραρχών. Έριξε χαλάζι απόψε. Αποβραδίς έκλεισα τα εξώφυλλα των παραθύρων και τράβηξα τις σκούρες κουρτίνες. Ένιωθα πιο ασφαλής. Ήταν σκοτάδι όταν χτύπησε το ξυπνητήρι. Πώς να σηκωθώ, στην Αθήνα έγινε του Ρασούλη «Δίπλα στο ποτάμι». Δεν προλάβαμε να κοιμηθούμε πολύ, γιατί ο Σιρόκος απειλούσε για επίθεση στο κανάλι και ξεκινήσαμε πρωί να προλάβουμε το θυμό του.

Στα διόδια της επαρχιακής οδού Κορίνθου-Πατρών, αυτή που την ονομάζουν Εθνική Οδό, δεν πλήρωσα διόδια. Συμπεριφέρθηκα ως ευρωπαίος πολίτης. Στην Ευρώπη οι εθνικοί δρόμοι έχουν τουλάχιστον προστατευτικές νησίδες ανάμεσα στα ρεύματα κυκλοφορίας. Στη χώρα μου τοποθετούν τρομακτικές πινακίδες που προειδοποιούν για τα τροχαία ατυχήματα που συμβαίνουν στα επόμενα χιλιόμετρα καθώς και δεκάδες κολώνες με εικονίσματα και φωτογραφίες των θυμάτων. Μακάρι να μου κάνουν μήνυση που δεν πλήρωσα διόδια για να κάνω μνημόσυνο σ΄ όσους έφυγαν νωρίς και τα σπίτια τους φόρεσαν σκούρες κουρτίνες.
Στο Auto Grill κοντά στο Αίγιο συναντηθήκαμε με φίλους συμπατριώτες. Γύριζαν κι αυτοί από το «κλεινόν άστυ». Πήγαν ν΄ αγοράσουν κουρτίνες. Στη ροτόντα του καφέ έβγαλαν και μας έδειξαν τα δείγματα. Αλέγρες και σκούρες κουρτίνες από λινάτσα.
-Ποιες ταιριάζουν καλύτερα στο καινούργιο μας σπίτι;
-Οι αλέγρες! Οι σκούρες βέβαια θα κάνουν και για θειάφισμα, θα έχουν διπλή χρήση, αλλά έχεις σκούρο δάπεδο και πρέπει να το ξαλεγράρεις το σαλόνι.

Ευτυχώς δεν άργησα στη δουλειά. Δεν άνοιξα ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, άνοιξα το παράθυρο και είχα συντροφιά μου τα τρεχούμενα νερά στα ρυάκια του κάμπου! Το βράδυ θ΄ ακούσουμε τη συναυλία των βατράχων. Αρχίζουν παραστάσεις για το επόμενο τρίμηνο!
Κάθισα στο γραφείο μου και προτίμησα τον Στράους για την επανένταξή μου. Περίμενα τους μαθητές να ορμήσουν με την ευγένεια της νιότης στα ράφια της βιβλιοθήκης και στα πληκτρολόγια των υπολογιστών. Προτιμούν και αυτοί κι εγώ να έχουν κάποιο κενό για να ρουφήξουν τη γνώση χωρίς την πίεση του βαθμού και του χρόνου. Άλλες φορές πάλι το μάθημα γίνεται με κατεβασμένες τις σκούρες κουρτίνες για να βλέπουν καλύτερα στην οθόνη.
Τις Δευτέρες αργούν να μπουν στη Βιβλιοθήκη και περνώ κάποιες ώρες μόνος. Ξαφνικά τι έκπληξη! Απέναντί μου κι ενώ σκυμμένος τακτοποιούσα τα βιβλία στα κάτω ράφια, αντικρίζω την ανοιχτή αγκαλιά αγαπητού φίλου. Είχα να τον δω αρκετούς μήνες. Τον άκουγα μόνο στο τηλέφωνο. Ήταν συνήθως βαρύς και θλιμμένος. Ο γιος του ο Νικήτας δεν κέρδιζε τις μάχες με τη νόσο… Τώρα όμως πέτυχε η μεταμόσχευση και η ελπίδα ζωγράφισε το χαμόγελο της χαράς και της αισιοδοξίας στη φωνή και στο πρόσωπο. Καθίσαμε αντικριστά.
- Ζω σ΄ ένα διαφορετικό κόσμο, μου είπε, ποτέ δεν το φανταζόμουν. Εκεί όλοι φορούν άσπρες ρόμπες και έχουν σκούρες κουρτίνες. Τα μάτια χαμηλώνουν και κρύβουν τα δάκρυα στην από μέσα τσέπη. Κάθε στιγμή είναι νίκη της ζωής και θρίαμβος του αγώνα. Είναι δοκιμασία που δεν την αντέχεις μόνος. Κυνηγάς την ελπίδα και θέλεις τη βοήθεια του φίλου, του συνάδελφου, του συγγενή. Τώρα που ζυγιάζω συγγενείς και φίλους μάλλον τους βρίσκω έλλειμμα, αλλά βρίσκω περίσσεια αγάπη σε άγνωστους και ξένους που υπολογίζουν την ανθρωπιά πολυτιμότερη από την οικονομία. Θέλει και βοήθεια Θεού, αν δεν είχαμε τον Άγιό μας… Γιατί μιλάνε μόνο για τον Εφραίμ και καθόλου για τον Παϊσιο τον Αγιορίτη που βοηθούσε τους αρρώστους; Όλο το κακό διαφημίζουν! Κι αυτές οι άσπρες ρόμπες πόσο θερμαίνουν στον καλό το λόγο για να ξαλεγράρουν οι κουρτίνες! «Αν είσαι χαρούμενος θα έχεις κερδίσει τη μισή μάχη» λένε οι γιατροί. Γι αυτό έπαιζα θέατρο, χαιρόμουνα στο κλάμα μου για να δίνω κουράγιο. Τριάντα έξι νύχτες στο αποστειρωμένο δωμάτιο του νοσοκομείου δίπλα στο κρεβάτι του πόνου. Ένα τηλεφώνημα, ένα μήνυμα με ευχάριστη είδηση μεγάλωνε τη δύναμή μας, η σιωπή όμως μας βύθιζε στης αναμονής τη θλίψη.
Πώς μπορούν κι εγκληματούν στην υγεία; Γιατί δεν την χρηματοδοτούν; Αν δεν είχα κάποιες οικονομίες πώς θα τα έβγαζα πέρα; Ακριβές εξετάσεις γίνονται σε ιδιωτικά νοσοκομεία όπου προπληρώνεις και στη συνέχεια αρχίζει η γραφειοκρατία για να πάρεις κάποιο ποσοστό από το ασφαλιστικό ταμείο. Πολλές φορές συμπράττουν κρατικοί λειτουργοί και ιδιώτες ώστε τα δημόσια νοσοκομεία να μη διαθέτουν την κατάλληλη υποδομή και παίρνουν τα ποσοστά τους. Ίσως να μην έχουν νιώσει πόνο…
Ευτυχώς υπάρχουν ανθρωπιστικές οργανώσεις έτσι για την ισορροπία. Όταν η «Φλόγα» άρχισε να φτιάχνει τον ξενώνα για τα παιδιά που πάσχουν από καρκίνο και μένουν στην επαρχία, μια γειτόνισσα μάζεψε υπογραφές, έκανε ασφαλιστικά μέτρα και σταμάτησε το έργο γιατί δε θα μπορούσαν να βλέπουν τα φαλακρά παιδιά της χημειοθεραπείας. Επέμενε παρόλο που της υποσχέθηκαν ότι θα βάλουν σκούρες κουρτίνες. Στα δικαστήρια κέρδισε ο ανθρωπισμός. Την ημέρα όμως που έγιναν τα εγκαίνια του ξενώνα η εγγονή της κυρίας μπήκε στο νοσοκομείο από λευχαιμία και αργότερα έπεσαν τα μαλλιά της.

Τον διέκοψε ευτραφής συνάδελφος που με σκυμμένο κεφάλι και το άγχος για στέμμα μπήκε να πει τον πόνο του. Καθυστερούν οι μαστόροι να τελειώσουν ένα από τα σπίτια που χτίζει. Ο δήμαρχος δε μερίμνησε για τα όμβρια ύδατα και αυτά κατρακυλούν στο οικόπεδό του…
Χτύπησε το κουδούνι για το δεύτερο διάλειμμα. Πώς πέρασε τόσος χρόνος και τι μαθήματα πήρα! Ένιωθα τύψεις, πρωί Τσαγκαρο-Δευτέρας.
-Κύριε, πού θα ΄βρω πληροφορίες για την ιονόσφαιρα;
-Κύριε, να ψάξω στον υπολογιστή για τα πράσινα σπίτια;
-Κύριε να κλείσω τις σκούρες κουρτίνες για να δούμε την επόμενη ώρα το DVD για τον πρώτο παγκόσμιο;

Στις 4 Φεβρουαρίου γιορτάζεται η «Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου». Μπορούμε να δώσουμε τη διπλή μας σκάλα να κρεμάσουν στα παράθυρα αλέγρες κουρτίνες;
Ζάκυνθος 2-2-2009

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

Olivier Clément (1923-15.1.2009): Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΝΕΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ [Μετάφραση: Πάνος Λιαλιάτσης]

[Από Περιοδικό ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεύχος 46 / 1980]

Από το χριστιανισμό μαθαίνουμε ότι το πρόσωπο, ανάλογα με την πίστη του, αδράχνεται σε μια μεγάλη αναστάσιμη κίνηση. Στην ευχαριστηριακή καρδιά της Εκκλησίας, όπως και στην πνευματική «καρδιά» κάθε πιστού, ο Χριστός εξακολουθεί να νικά το θάνατο. Έτσι, η ανθρωπότητα και, δι' αυτής, το σύμπαν εισάγονται σε μια πελώρια μεταμόρφωση: την οποία η αγιότητα προλαμβάνει και σπεύδει στην ολοκλήρωσή της. Γιατί, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν [...] ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». (Ρωμ. 8, 18-22).

Η Δύση έμαθε από το χριστιανισμό ότι το πρόσωπο είναι μοναδικό. Παρά τις φιλοσοφίες και τις πολιτικές πρακτικές του «θανάτου του ανθρώπου», ο χριστιανισμός εξακολουθεί να βλέπει κάθε άνθρωπο ως κάτι το απόλυτο. Αλλά η ανάσταση έχει λησμονηθεί, η ανάσταση των νεκρών, των σωμάτων, «της σαρκός», όλης της σάρκας της γης...

Από τα τέλη του Μεσαίωνα, ο χριστιανισμός της Δύσης τόνισε τη «μερική κρίση», ωσάν το παν να παιζόταν τη στιγμή του θανάτου του ατόμου. Έτσι, έγινε μια θρησκεία της «ψυχής» με τη στενή έννοια, τη δυϊστική, που αντιτίθεται στο σώμα, και όχι θρησκεία του προσώπου στην ολότητα της ενσαρκώσεώς του. Το μυστήριο του Πάσχα, που εγκαινιάζει τον ύψιστο σταθμό της κοσμογένεσης, Έχει χάσει σημασία και σπουδαιότητα προς όφελος των «αξιομισθιών», που «εκτήσατο υπέρ ημών» ο Εσταυρωμένος. Τονίστηκε ιδιαίτερα ο Άνθρωπος των πόνων, η «ικανοποίηση» της θυσίας του (σαν να ήταν ο χριστιανισμός θυσία για το Θεό και όχι θυσία του Θεού). Οι λατινικοί ορισμοί του 14ου αιώνα (τους οποίους η Μεταρρύθμιση θα σκληρύνει ακόμη, διακόσια χρόνια υστερότερα), βεβαιώνουν πως, ευθύς μετά το θάνατο του ατόμου, ευθύς μετά τη «μερική κρίση», μερικές ψυχές καταδικάζονται οριστικά, ριγμένες έτσι για πάντα στην απουσία του Θεού, ενώ άλλες προχωρούν στη θέαση της θείας ουσίας και της ολοκληρωτικής μακαριότητας. Είμαστε μακριά από την κοινωνική και δυναμική αντίληψη της αδιαίρετης Εκκλησίας, που προσευχόταν (όπως κάνει και σήμερα ακόμη στον εσπερινό της Πεντηκοστής) υπέρ πάντων των νεκρών, εννοώντας και εκείνους που βρίσκονται στον Άδη, αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι άγιοι και ο Χριστός ο ίδιος προσμένουν και προετοιμάζουν την οριστική και παγκόσμια νίκη επί του θανάτου. Μονάχα η προσευχή, στη Δύση, υπέρ των ψυχών του Καθαρτηρίου διαφύλαξε κάποιο στοιχείο απ' αυτή την αρχική δράση, αλλά με προσθήκες εκτιμήσεων κάπως νομικών, έπειτα με απαίτηση χρημάτων, πράγμα που είχε ως συνέπεια την απόρριψή της από τη Μεταρρύθμιση.
Διαμέσου αυτής της αλλαγής σκέψεως, η έμμονη σχεδόν θέαση του νεκρού σώματος του Εσταυρωμένου προκάλεσε αυτό που ένας σύγχρονος κοινωνιολόγος, ο Ζαν Ντυβινιό, ονομάζει «τραυματισμό της Δύσεως». Κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, έπειτα σε μερικά ρεύματα της Αντιμεταρρυθμίσεως, το κήρυγμα με επίκεντρο την απειλή της κολάσεως, ο πολλαπλασιασμός, στην τέχνη, «των μακάβριων χορών», έπειτα η αλλόκοτη θεατροποίηση των κηδειών, μια θεολογία που, εκτός απ' το Λούθηρο, φαίνεται ν' αγνοεί την εις Άδου κάθοδο του Χριστού, όλα αυτά συνετέλεσαν να μετατρέψουν το χριστιανισμό σε θρησκεία της τραγωδίας και της αθανασίας της ψυχής παρά σε θρησκεία της πασίχαρης αναστάσεως των σωμάτων. Ωστόσο, τα σώματα ξαναζωντανεύουν, τότε, στ' αρχαία αγάλματα, με τη μαρμάρινη γύμνια, που ξεθάβουν οι ουμανιστές, αλλά ο χριστιανισμός βαδίζει πλάϊ στην ουμανιστική παιδεία χωρίς να την ζωογονεί. Τότε, επίσης, τα κινήματα της ευαγγελικής πτώχειας ξαναβρίσκουν στην Αποκάλυψη την υπόσχεση της επίγειας χιλιετούς βασιλείας για τους αναστημένους δικαίους. Αλλ' αυτή η βασιλεία δεν οδηγεί σε μια δημιουργική αγιότητα, αναγγέλλεται δια πυρός και σιδήρου άσκοπων εξεγέρσεων, που καταπνίγονται το ίδιο άσκοπα. Ο ουμανισμός, οι ουτοπίες με ορίζοντα καθαρά επίγειο καταλήγουν σήμερα στη θέληση να λησμονηθεί ο θάνατος.
Έτσι, η Δύση κράτησε από το χριστιανισμό τη βεβαιότητα για το μοναδικό χαραχτήρα του προσώπου, ή, καλύτερα, του ατόμου, αλλ' όχι το μήνυμα της αναστάσεως. Οι αρχαίες αποκρίσεις στο αίνιγμα του θανάτου είναι απαράδεχτες για κείνον που ξέρει πως είναι μοναδικός. Δεν μπορεί κανείς να διαλυθεί στην απεραντοσύνη (διάλυση που μαρτυρούν όσοι πολιτισμοί αποτεφρώνουν τα πτώματα), σαν να ήταν το άτομο ένα σύμφυρμα δανεισμένων στοιχείων στο μεγάλο παιγνίδι του σύμπαντος. Δεν μπορεί να πιστέψει κανείς στη μετεμψύχωση (transmigration) — που μαρτυρείται από παλιά στις λαϊκές παραδόσεις, στην Ευρώπη επίσης — μετεμψύχωση, κατά την οποία, για τους πνευματικούς της Ινδίας κανείς δεν μετεμψυχώνεται, οριστικά, παρά μονάχα το απόλυτο, ο μοναδικός Εαυτός όλων των υπάρξεων. Δεν μπορεί κανείς να πεθάνει με τη φυτική ειρήνη των Ασιατών, και μάλιστα εκείνων των Ρώσων χωρικών, που θαύμασαν ο Τολστόη και ο Σολζενίτσυν. Γι' αυτό ο θάνατος ποτέ δεν ήταν τόσο γυμνός, ένας θάνατος τόσο ωμός, θα λέγαμε, και συνεπώς ακατανόητος. Όταν κάποιος αγαπά, όταν αγάπησε έστω και για μια στιγμή, ξέρει πως κανείς δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Τι σημαίνει τότε, πώς να σκεφθεί ότι κάποιος δεν υπάρχει πια; Ο ακατανόητος και ωμός θάνατος, ιδού η καθαρή αγωνία, ιδού η κόλαση.
Όταν ο θάνατος έχει θεϊκή διαφάνεια, τότε δίνει κάποιο νόημα στον ηλικιωμένο. Όπως το παιδί έχει εμπιστοσύνη στον πατέρα του, έτσι κι αυτός, αλλά πατέρας του δεν μπορεί να είναι παρά ο Θεός. Τότε ο γέρος γίνεται όλος μνήμη και ελπίδα. Η ελπίδα του επιτρέπει ν' αποκρυπτογραφήσει τα πάντα στη Μνήμη του Θεού.
Σήμερα οπισθοχωρούμε με τα νώτα προς το θάνατο, πιστεύουμε πως βοηθάμε τους γέρους κάνοντάς τους να μαϊμουδίζουν τους νέους, αλλά οι γέροι δεν έχουν πια τίποτα να μας πουν, τίποτα να διηγηθούν στα παιδιά, δεν έχουν πια μνήμη μιας και δεν έχουν πια ελπίδα.
Το 17ο αιώνα, τον καιρό του θριάμβου του ορθολογισμού, οι άνθρωποι έκλειναν στα φρενοκομεία τους «ηλίθιους» και τους «αγαθιάρηδες», μάρτυρες της εύθραυστης φυσικής ύπαρξης, μάρτυρες των αβύσσων: άλλοτε από ενόχληση και φρίκη, άλλοτε γιατί δεν μπορούσαν να υποφέρουν τη σοφία τους... Τον «αιώνα των φώτων», σκέπασαν τις οστεοθήκες που έχασκαν μέσα στο Παρίσι και μάζεψαν τα λείψανα σε νεκροταφεία γύρω από τις πόλεις, κάτω από τις βαριές πλάκες της οικογενειακής ματαιοδοξίας. Στην εποχή μας, κλείνουν τους γέρους σε άσυλα υγιεινής, αν δεν τους παρατούν να φυτοζωούν και να πεθαίνουν ολομόναχοι. Έτσι τους λησμονούν, για να πείσουν καλύτερα τον εαυτό τους πως είναι ακόμη νέοι, μέσα στην παχυλή βεβαιότητα ενός ατέλειωτου χρόνου. Επίσης, oι βαριά άρρωστοι αφήνονται στην επιστημονική απομόνωση των νοσοκομείων, όπου πεθαίνουν μόνοι, καταπληγωμένοι από καθετήρες και βελόνες, συχνά χωρίς αυτοσυνείδηση: χωρίς φίλους, χωρίς προπάντων εκείνη την προσευχή που οδηγεί την ψυχή στους δρόμους του αόρατου. Χωρίς διόλου δυνατότητα, για τον ετοιμοθάνατο, ν' αφήσει στους διπλανούς του μια λέξη που έρχεται ήδη από αλλού και που τους ετοιμάζει και τους ίδιους σ' αυτό το πέρασμα...
Έχουν τα πάντα ειπωθεί για τη δόλια εξαφάνιση του θανάτου στη σύγχρονη Δύση, και τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, φαίνεται, στη Σοβιετική Ένωση, όπου τα νεκροταφεία είναι συχνά εγκαταλελειμμένα και εύκολα καταστρέφονται για να δώσουν τη θέση τους σε στάδια: τόπο στη ζωή! Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μακιγιάρουν τους νεκρούς για μια στερνή τελετή — Keep smile ακόμη μια φορά —, τα νεκροταφεία απλώνονται σε μεγάλες πρασιές, αθώες σαν λησμονιά. Σε κάποιο καντόνι της Ελβετίας, οι κάτοικοι, για να ξεφύγουν το ψυχολογικό σοκ της τοποθετήσεως του νεκρού στο φέρετρο, μεταφέρουν τη σορό πάνω σε φορείο, όπως έναν άρρωστο ή έναν πληγωμένο.
Οι άνθρωποι σήμερα απομακρύνουν τα παιδιά απ' τους νεκρούς, μολονότι το πρόσωπο μερικών νεκρών, ειρηνικό και όμορφο, θα μπορούσε ν' ανοίξει τα παιδικά μάτια στο μυστήριο. Δεν ξενυχτούν πια τους νεκρούς ούτε λένε στους βαριά αρρώστους πως θα πεθάνουν σε λίγο. Για να τους το ανακοινώσουν, για να ξενυχτήσουν, θάπρεπε να ήξεραν ν' αναλάβουν τον άλλο μέσα στην τρυφερότητα και την προσευχή, στην Εκκλησία. Παρουσιάζουν την αρρώστεια, το θάνατο σαν τυχαία γεγονότα, που δεν έχουν καμιά σημασία και προπάντων τη σημασία πως αυτά θέτουν σε αμφισβήτηση την επάρκεια του κόσμου τούτου. Τα πάντα μένουν σε τούτον τον κόσμο, και το μόνο που επιζητούν είναι να εξαλείψουν τις αρρώστειες, να επιβραδύνουν το θάνατο. Οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν, και, εφ' όσον τίποτα άλλο δεν υπάρχει εκτός από τούτον τον κόσμο, οι επιζώντες δεν μπορούν τίποτα να σκεφθούν και να πουν. Η βουβαμάρα των νεκρών μας προσβάλλει όλους. Οι άνθρωποι καταφεύγουν σε διάφορες τεχνικές μεθόδους, ανάμεσα στις οποίες η «θεραπευτική μανία» είναι παράλογος παροξυσμός. Αλλ' αυτή η μανία, αν δημιουργεί πρόβλημα, τούτο οφείλεται σε οικονομικούς προπάντων λόγους.
Και η αγωνία φαρμακώνει τα πάντα, προκαλεί μια αληθινή πνευματική νεύρωση. Η επιθυμία του ανθρώπου — με τη σημασία που μιλάει η Αποκάλυψη, μ' έναν τρόπο ολότελα θετικό, «για τον άνδρα των επιθυμιών» — αποταμιεύεται αντίστροφα σε μια νευρωτική κατανάλωση. Η ψυχοσωματική ιατρική γνωρίζει τη βουλιμία των αγχοτικών. Ολόκληρος ο πολιτισμός μας έχει προσβληθεί απ' αυτή, βουλιμία για τροφή, για εντυπώσεις, για εικόνες, για ήχους, και μάλιστα για τέρψεις «πολιτιστικές». Σ' αυτή τη βουλιμία, αναφαίνεται, βγαίνει στην επιφάνεια, γίνεται ιστορική δομή το «προπατορικό αμάρτημα», αυτή η υφαρπαγή που αναδιπλώνεται στον εαυτό της, ώστε ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο μεγάλος υμνογράφος του 6ου αιώνα, να ορίζει τη συμπεριφορά του Αδάμ σαν μιαν «άρνηση της στερήσεως». Επίσης, μπορεί κανείς να ξεγελά την υπαρξιακή αγωνία με την προσμονή, λυρική ή βίαιη, μιας τέλειας κοινωνίας...

Έτσι, αναπτύσσεται ο πολιτισμός των ναρκομανών: χάπια ευφορίας ή ηρεμιστικά, τα όποια συνεχώς αυξάνει η ιατρική βιομηχανία, προβολή στους άλλους, στους εχθρούς, τούτης της σκιάς που μας κυνηγάει και στην οποία οι αρχαϊκοί πολιτισμοί έβλεπαν την εικόνα του ανθρώπινου ειδώλου ή της ψυχής. Και οι μεγάλοι φόβοι και τα μεγάλα θεωρητικά μίση της πολιτικής. Ο ερωτισμός, τα ναρκωτικά, μια κάποια χρήση της μουσικής και της ταχύτητας, τεχνικές μέθοδοι εκστάσεως ξεριζωμένες απ' το αρχικό τους περιβάλλον: Οι άνθρωποι θάθελαν να δώσουν στη ζωή τέτοια ένταση που να μην υπήρχε πια σ' αυτή ούτε σκιά ούτε θάνατος. Όμως ο θάνατος έχει πάντα την τελευταία λέξη. Τίποτα δεν τους αφήνει τόσο μόνους, σε μια παγερή μοναξιά, όσο ένας παροξυσμός. Απομένει το παιχνίδι με την αυτοκτονία —το αντίστροφο ίσως μιας καταφυγής σε βοήθεια— ή, η επιθυμία να δολοφονήσουν την κοινωνία. Γιατί όχι μόνον απ' την εποχή του Ρουσσώ, απ' την εποχή του Μαρξ κυρίως, οι άνθρωποι θεωρούν την κοινωνία ως υπεύθυνη για κάθε κακό, αλλά γιατί ανακαλύπτουν ξαφνικά, όταν πέσουν οι μάσκες, πως αυτός ο πολιτισμός της ευτυχίας είναι στην πραγματικότητα ένας πολιτισμός του θανάτου.

Στο τέλος το παιγνίδι γίνεται πραγματικότητα. Πόσοι νέοι αυτοκτονούν σήμερα γιατί, κατά τη γνώμη τους, δεν υπάρχει πουθενά νόημα; Πόσες νευρικές καταπτώσεις που γίνονται γρήγορα χρόνιες, μένουν αθεράπευτες απ' τη μέθοδο του Φρόϋντ και ερμηνεύονται μονάχα μ' αυτή την απουσία του νοήματος; Ο πειρασμός της αυτοκτονίας εξαπλώνεται ολοένα, απειλεί το ανθρώπινο είδος. Με τον τεχνικό χωρισμό της παιδοποιίας απ' τη σεξουαλικότητα, η γεννητικότητα πέφτει κατακόρυφα στις βιομηχανικές χώρες, στην Ανατολή περισσότερο απ' ό,τι στη Δύση. Η τάση αυτή φτάνει σήμερα ως την Ιαπωνία, την Κίνα, τη νοτιανατολική Ασία. Η αύξηση του μηδενισμού καθιστά έκτοτε δυνατή, κατά τόπους, την αυτοκτονία του είδους.

Σήμερα η σιωπή έσπασε. Το θέμα του θανάτου εμφανίζεται έντονα στη φιλοσοφική, ιστορική και ιατρική σκέψη. Καταγγέλλεται το σκάνδαλο ότι τόσοι άνθρωποι πεθαίνουν μοναχικοί και χωρίς αυτοσυνείδηση, ότι τόσοι γέροι έχουν εγκαταλειφθεί μέσα στην αγωνία που τους λυσσοτρώει. Έτσι, ετοιμάζεται, ίσως, μια μεταμόρφωση του αθεϊσμού. Φαίνεται πως έρχεται ο καιρός μιας λεπτής και θλιμμένης τρυφερότητας, χωρίς ελπίδα, οπότε οι άνθρωποι, ορφανοί, θα σιμώνουν ο ένας δίπλα στον άλλο με ρίγος, περιβάλλοντας τους ετοιμοθάνατους με τρυφερή, κι ωστόσο, άδεια στοργή, αφού είναι εξ ολοκλήρου εκ του κόσμου τούτου. Οι άνθρωποι θα πεθαίνουν μέσα σ' ένα είδος έκστασης, που θα προκαλούν τα ναρκωτικά, περιτριγυρισμένοι από φίλους. Αυτή η επιστροφή στο μηδέν θα τελειώνει σαν μια αιμομιξία: Πραγματικά, ακόμα κι εκεί στην έσχατη απογύμνωση, δεν θα υπάρχει θέση για τον Πατέρα...

Πρέπει να το πούμε; Κάτι τέτοιο δεν θα σημαίνει τη θεραπεία της μεγάλης νεύρωσης της Δύσης. Θα σημαίνει την εποχή μεγάλων πνευματικών κρίσεων, που θα σημαδεύονται από απόπειρες σαν τις προχριστιανικές, αλλά και από ανανέωση του ευαγγελισμού της Αναστάσεως.

Ήδη, οι γιατροί που μελέτησαν λόγια και συμπεριφορά προσώπων που ξαναγύρισαν απ' τα σύνορα του θανάτου, μας θυμίζουν εκείνο που όλοι οι πολιτισμοί ήξεραν, εκτός απ' το δυτικό πολιτισμό των δύο τελευταίων αιώνων: Ότι το πλησίασμα του θανάτου δεν προξενεί μονάχα μιαν απότομη αλλαγή (είναι μια στιγμή πού δεν διαρκεί πολύ, τουλάχιστο στους ηλικιωμένους), αλλ' ακόμη την ειρηνική αποδοχή, το ενδιαφέρον, την περιέργεια• ότι η ψυχή, αφού, χωριζόμενη του σώματος, ακολουθήσει μια μακριά σήραγγα, παρόμοια μ' εκείνη που απεικόνισε ο Ιερώνυμος Μπός, βγαίνει σ' ένα ολότελα διαφορετικό φως, όπου την περιμένουν, για να την καλωσορίσουν και να την συντροφέψουν, αγαπημένες υπάρξεις που πέθαναν πριν απ' αυτήν ότι τότε η ψυχή ξαναβλέπει και κρίνει το παρελθόν της μέσα σε τούτο το φως, όπου κάθε λέξη, κάθε χειρονομία ανακεφαλαιώνονται και βρίσκουν ένα απροσδόκητο νόημα. Και μετά; Ποτέ κανείς, σ' αυτές τις μαρτυρίες, δεν υπερπήδησε το τελευταίο σύνορο, αφού πρόκειται για άντρες και γυναίκες που ξαναγύρισαν στη ζωή. Μήπως η ψυχή πηγαίνει τότε να διαλυθεί μέσα στο φως ή καταφεύγει σ' αυτό για ν' αναγεννηθεί, μέσα σε μια μήτρα, όπως υποσημαίνει το «Βιβλίο των Νεκρών» του Θιβέτ; Ή μήπως πηγαίνει στο φως του Χριστού, για να καθαρθεί, να ειρηνεύσει, να προετοιμασθεί και ίσως να συνεργασθεί στην τελική μεταμόρφωση του σύμπαντος, σ' αυτή την ανακαίνιση του «ουρανού» και της «γης», την οποία η ψυχή θα πραγματοποιήσει σ' ένα «σώμα δόξης», που το σπέρμα του φέρνει απ' εδώ κάτω;

Σ' αυτές τις προοπτικές, προαισθανόμαστε πως η δυτική αγωνία, που αποβαίνει οικουμενική (ένας απελπισμένος Κινέζος εθνοφρουρός φαίνεται το ίδιο μηδενιστής μ' έναν Δυτικό), συνιστά καθαρά σήμερα την κόλαση, όπου κατεβαίνει ο Χριστός. Εκεί, από κει και από κανένα άλλο μέρος, μας ανασταίνει ο Αναστάς. Η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ποτήριο της ευχαριστίας, όπου υπεραφθονούν οι θείες ενέργειες «υπέρ της του κόσμου ζωής». Ο άγιος είναι ο άλλως ζων, που δρασκέλισε ήδη το θάνατο και μεταλαμβάνει την ανάσταση. Στην παλαιοχριστιανική εποχή, οι άνθρωποι ονόμαζαν έναν μεγάλο πνευματοφορο ως έναν αναστημένο. Και ο λαός χαρακτήριζε τους χριστιανούς, όταν ο διωγμός ηύξανε το μαρτύριο, ως «εκείνους που δεν φοβούνταν το θάνατο».

Έτσι, ο θάνατος άλλαξε σημασία. Δεν είναι πια τείχος της αγωνίας, αλλά, διαμέσου της αδημονίας που εξομοιώνεται μ' εκείνη του Χριστού, υπόσχεται ειρήνη. «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν», λέει ο Χριστός, «ειρήνην πάντα νουν υπερέχουσαν», «ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν»: μια ειρήνη που δεν είναι πια εκ του κόσμου τούτου.

Το να ζει κανείς εν Χριστώ, σημαίνει να ζει πέραν του θανάτου, να κάνει να βλασταίνει μέσα του το «σώμα της δόξης».

Στην Κωνσταντινούπολη, όταν πάρει κανείς την αρχαία «Μέση Οδό», αφήνει πίσω του την Αγία Σοφία, τη βασιλική της του Θεού Σοφίας, που υπήρξε το κέντρο ενός θαυμάσιου, αλλά κλειστού, χριστιανικού πολιτισμού• και καταλήγει φτάνοντας, στα προάστεια, στη μικρή εκκλησία της Χώρας, δηλαδή των αγρών, οι οποίοι άρχιζαν από κει (όπως λέμε, στο Παρίσι, η Παναγία των Αγρών - Notre Dame des Champs), αλλά δείχνει επίσης το «σύνορο»; εκείνο της πόλης, εκείνο ενός πολιτισμού, το σύνορο κυρίως της ανθρώπινης μοίρας. Σ' ένα ευρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, το ύστερο Βυζάντιο που βάδιζε προς το θάνατο, έγραψε για μας το μήνυμά του: στην τοιχογραφία της αψίδας, ο Χριστός κατεβαίνει στον Άδη για να τον συντρίψει• είναι λαμπροφορεμένος, αλλά δεν βρίσκεται πια επί του όρους της Μεταμορφώσεως, είναι στον ίδιο το βυθό της αγωνίας και της σκοτεινής ασφυξίας. Το ένα του πόδι, με μια απίστευτη βία, θραύει τα «κλείθρα του κόσμου τούτου». Το άλλο πόδι, σε μια κίνηση χορού, σαν σε κολύμπι, αρχίζει την άνοδο, όπως ο βουτηχτής που, αφού άγγιξε το βυθό, τον «χτυπά» για ν' ανέβει ξανά στον αέρα και το φως.

Αλλά ο αέρας και το φως είναι Εκείνος: «σήμερον μετ' εμού έσει εν τω παραδείσω», μπόρεσε να πει, την ώρα της σταυρώσεως, στο ληστή που ξεψυχούσε δίπλα του. Ο αέρας και το φως είναι η ακτινοβολία του προσώπου του που αστράφτει από το Πνεύμα. Και να η απελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι του Χριστού πιάνει από τον καρπό του χεριού (και όχι από την παλάμη, η σωτηρία είναι προπάντων ένα δώρο και όχι μια διαπραγμάτευση) τον Άνδρα και τη Γυναίκα, και τους πετά έξω απ' τα μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο είναι άπειρο και σ' αυτή την τέχνη, τα σώματα δεν ρίχνουν σκιά. Καμμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό. Καμμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο είναι ένα μυστικό. Κανένας χωρισμός: όλα τα πρόσωπα είναι φλόγες της ίδιας Φωτιάς. Και ο σκοπός δεν είναι η αθανασία των ψυχών• αθάνατες, είναι ήδη και στον Άδη, σ' αυτόν τον αθάνατο θάνατο που συνιστά η αγωνία: κάθε πρόσωπο είναι εκ της γης, αλλ' αυτή η γη είναι καμωμένη απ' τον ουρανό.
Related Posts with Thumbnails