Στὸν
Παναγιώτη τὸν Γιατρό, εὐγνωμοσύνης
ἕνεκεν
Ὅσο
μεγαλώνει ὁ ἄνθρωπος τόσο ὁ χρόνος
ποὺ σωρεύεται μέσα του τοῦ χαρίζει ἕνα
πλῆθος ἀπὸ ἐμπειρίες. Ἐμπειρίες,
ἀπὸ τὶς ὁποῖες κάποιες κι ἀπομένουν
ἀλησμόνητες καὶ χλωρὲς στὴν ψυχή του.
Τότε, λοιπόν, νοιώθει πὼς μερικὲς ἀπὸ
ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ποὺ ἔζησε στὸ
παρελθόν του, ὅλο καὶ ἀποκτοῦν μεγάλη
άξία, καθὼς μεταβάλλονται σὲ πολύτιμα
κοσμήματα, ἀκριβὰ κοσμήματα καὶ μὲ
συναισθηματικὴ ἀξία φορτωμένα.
Ἔτσι,
ἀπὸ τὶς πιὸ κορυφαῖες στιγμές τοῦ
χθές ποὺ δύσκολα λησμονιοῦνται, εἶναι
κι ἐκεῖνες τῶν παιδικῶν του χρόνων
καὶ μάλιστα αὐτὲς ποὺ συνδέονται μὲ
τὴν τρυφερὴ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων.
Γιατὶ τότε ὅλα ὅσα ζεῖ κανείς,
πασπαλίζονται μὲ τὴ χρυσόσκονη τῆς
Νοσταλγίας καὶ τῆς Συγκίνησης. Ἔστω
κι ἄν σήμερα ἔχει ἀμβλυνθεῖ ἡ συνείδηση
καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τῆς κατανάλωσης
καὶ τῆς λατρείας τῆς εἰκόνας του, δὲ
συγκινεῖται πιά, μήτε κι ἀγναντεύει
ἀπὸ τὸ χαγιάτι τοῦ Χρόνου νὰ ξαναδεῖ
περιούσιες στιγμὲς ποὺ στήνονται, ὡς
ἄλλοι ὁδοδεῖχτες, μέσα στὴν ὅλη
του βιοπορεία. Τὸ γιατὶ εἶναι εὔκολο
νὰ ἐπισημανθεῖ...
Δικαιώνω,
λοιπόν, ἀπόλυτα τοὺς λογίους γείτονές
μου, τοὺς δύο Ἀλέξανδρους τῆς φίλης
Σκιάθου, ποὺ τέτοιες μέρες ἡ Νοσταλγία
κι ἡ εὐαιασθησία λειτουργοῦσαν τόσο
παραστατικά, ὥστε νὰ μᾶς παρουσιάσουν
ἀνεπανάληπτες εἰκόνες ἀπὸ μιὰν ἐποχή
χαρισματική (π. χ. βλ. τὶς ἀνεπαναληπτες
«Εἰκόνες» τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη). Γιατὶ
μέσα τους διακρίνεται ἡ ἁπλότητα, ἡ
σοφία καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς τῶν
ἀνθρώπων.
Κάποιες
εἰκόνες ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὰ τρυφερὰ
ἐκεῖνα τὰ χρόνια θὰ προσπαθήσω κι
ἐγὼ νὰ ἰχνογραφήσω, ἔτσι, γιὰ νὰ
θυμηθοῦμε, ἐμεῖς, οἱ ὅσοι πιστοὶ
ἀπομείναμε νὰ ἀγναντεύουμε ἀπὸ τὸ
παράθυρο τῆς Νοσταλγίας καὶ νὰ
θυμόμαστε.....
Ἀπὸ
τὶς πλέον ἀλησμόνητες στιγμὲς ποὺ
ζήσαμε, λοιπόν, τότε ποὺ πηγαίναμε στὰ
σπίτια τὸ ἀπόβαραδο τῆς Παραμονῆς
τῶν Χριστουγέννων γιὰ τὰ Κάλαντα ἦταν
κι οἱ εἰκόνες μὲ τὶς ἀναμμένες
παραστιές, ποὺ φεγγοβολοῦσαν σ᾿ ὅλο
τὸ μικρὸ τὸ δωμάτιο, ἀφήνοντας μιὰ
λάμψη χρυσαφένια, ζωντανή, παραμυθητική.
Ἐντύπωση, μάλιστα, προκαλοῦσαν πολλὰ
ἀπὸ ὑπέροχα ἐκεῖνα τζακια τῶν παλιῶν
Κληματιανῶν σπιτιῶν, ὅμως ἐκείνη ἡ
παραστιὰ τοῦ σπιτιοῦ τοῦ μπαρμπα-Βαγγέλη
τοῦ Καραστάθη στὸ Κατω Χωριό, εἶχε
μιὰ ἄλλη χάρη κι ὀμορφιά.
Γιατὶ τὸ δωμάτιο ἦταν χωμένο μέσα στὴ
γῆς, σὰν μιὰ σπηλιά, μὲ ἕνα παράθυρο
νὰ κοιτᾶ κατὰ τὸ πέλαγο καὶ τὶς
φραγκοσυκιὲς ποὺ εἶχαν φυτώσει
παρακάτω. Πόση θαλπωρή, στ᾿ ἀλήθεια,
ἀκτινοβολοῦσε ἐκεῖνο τὸ λιτὸ δωματιο
τὸ στολισμένο μὲ τὴν
Σιμὰ
στὸν γραφικὸ Τσιτσίραφλο ἦταν τὸ
σπίτι αὐτό, δυτικὰ τῆς μικρῆς πλατείας.
Γιὰ νὰ πᾶς ὅμως κάτω, ἐκεῖ, δηλαδή,
ποὺ ἦταν ἡ παραστιὰ, ἔπρεπε νὰ κατεβεῖς
δυό-τρία σκαλοπάτια-πάντα λευκά,
φρεσκοασβεστωμένα. Ὅπως σχεδὸν κατάλευκη
ἦταν κι ἡ παραστιά, ὅπου δίπλα της
ξεκουράζονταν ὁ μπάρμπα-Βαγγέλης.
Ἦταν
τὸ δεύτερο ἤ τὸ τρίτο σπίτι ποὺ
πηγαίναμε νὰ «τὰ ποῦμε»-πρῶτο ἦταν
πάντα τοῦ μπάρμπα-Κωνστανῆ τοῦ Τρακόσα,
σιμὰ στὴν ἐκκλησιά. Ὅμως ἡ ἐπίσκεψη
σὲ κείνη τὴν περιοχὴ εἶχε καὶ τὸ ἄλλο
της κέρδος. Ἐκείνη τὴν πανοραμικὴ θέα
ἀπὸ τὸν Τσιτσίραφλο κατὰ τὸ Λουτράκι,
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ Γλώσσα παραπάνω, ἤ
κι ἀντίκρυ πρὸς τὴ Σκιάθο, ποὺ βούλιαζε
μέσα στὰ χρώματα τοῦ δειλινοῦ.
Ἀκόμα
ἐκεῖνο ποὺ ἐντυπωσίαζε τὶς παιδικές
μας ψυχὲς ἦταν τὸ κρέας, τὸ ἑόρτιο
ἔδεσμα, ποὺ ἄν δὲν ἔβραζε στὴν
παραστιά, ἦταν κρεμασμένο στὸ καρφί,
ψηλὰ στὴν παραταριά, σὲ μέρος δροσερό,
ὄχι στὸ χειμωνιάτικο. Λιγοστὸ ἦταν
πάντα, γιατὶ φτωχοὶ ἦταν οἱ περισσότεροι
καὶ τέτοια ἐπίσημα φαγητὰ μονάχα στὶς
γιορτάδες τρώγανε καὶ κάποιες λιγοστὲς
Κυριακὲς ὅλο τὸ χρόνο.
Συνήθως
στὰ περισσότερα τὰ σπίτια ὑπῆρχαν
καὶ τὰ λεγόμενα «ἀγριουμιρνά», τὰ
πουλιὰ δηλαδή, ποὺ πιάνανε μὲ παγίδες,
ὅπως κοσύφια ἤ καὶ καμιὰ μπεκάτσα.
Αὐτά, λοιπόν, ποὺ συμπλήρωναν τὸ γεῦμα
ἤ τὸ δεῖπνο τὸ γιορταστικό, ἀπὸ τὴ
Σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων, τὸ
Σαρανταήμερο, δηλαδή, λόγω τῆς νηστείας,
τὰ ἁλάτιζαν
καὶ τὰ τρώγανε σὲ πρώτη εὐκαιρία.
Καθὼς
ἀνεβαίναμε τώρα, γιὰ νὰ πᾶμε στὸ σπίτι
τοῦ μπαρμπα-Γιωργάκη, περνούσαμε ἀπὸ
τὸ σπίτι τῆς θειᾶς-Μαριγούλας, ποὺ
εἶχε μιὰ ἰδιαίτερη ὄψη, ἀφοῦ ἦταν
ἀπὸ τὰ καινούρια σπίτια τοῦ Κάτω
Χωριοῦ. Ἐντύπωση, μάλιστα, μᾶς ἔκανε
ἡ μεγαλη παραστιὰ ποὺ ἦταν φρεσκοβαμμένη
μὲ διάφορα χρώματα καὶ ἔδινε στὸ σπίτι
μιὰ νότα γιορταστικῆς αἰσιοδοξίας
καὶ θαλπωρῆς. Καὶ σιμὰ ἐκεῖ ὁ καλὸς
ὁ μπαρμπα-Γιάννης, ἀπὸ τοὺς καλύτερους
καμινάδες τοῦ χωριοῦ. Κι ἀπὸ κεῖ
τραβούσαμε γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Γερο
Ζησιμή, μὲ παγωμένη πάντα τὴν ψυχή,
γιατὶ ἦταν στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, στὸ
δρόμο γιὰ τὴν Πλατάνα κι ὅταν ἄρχιζε
νὰ σκοτεινιάζει, ὅλο καὶ πιὸ βιαστικὰ
πηγαίναμε... Γιατὶ μὴν τὸ ξεχνᾶμε πὼς
ἦταν κι ἡ ἐποχὴ ποὺ ἐλεύθερα
κυκλοφοροῦσαν τὰ καλικατζούρια!!
Μιὰ
ἄλλη εἰκόνα ποὺ δὲ φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ
εἶναι κι ἐκείνη τῆς καλιάγριας, ποὺ
καθὼς ἀποτελειωνε τὸ τριμμένο στάμα
καὶ ἔβγαζε τὸ στερνὸ τὸ λάδι ἐκείνης
τῆς μέρας, ἑτοιμάζονταν νὰ κλείσει
γιὰ τοῦ Χριστοῦ , ὥστε νὰ ξανανοίξει
μετὰ τῆς Παναγίας.
Καθώς
περνούσαμε, λοιπόν, ἀπέξω ἀπὸ τὴν
καλιάγρια σὲ ὥρα ἀπόβραδη, γιὰ πᾶμε
Ἀποπέρα, κοιτάζαμε μὲ ἀπορία νὰ
ἀχνοφέγγει τὸ ἐσωτερικό της ἀπὸ τὸν
ἰσχνὸ φωτισμό καὶ νὰ χωνεύουν ὅλα
ἐκεῖ μέσα, ἄνθρωποι καὶ ἐργαλεῖα στὴ
χρυσόμαυρη καπνιά, ποὺ ἀνάδινε ὁ
καμένος πυρήνας, ἀλλὰ κι ὁ θερμὸς ποὺ
ἔβραζε στὴν παραστιὰ ἤ ἔλουζε τὰ
τσουπιὰ πάνω στὴ μηχανή. Κι ἔβλεπες
ὅλους έκείνους τοὺς λαδωμένους
καλιαγρατζῆδες νὰ βιάζονται νὰ
συμμαζέψουν τὰ πράματα, ὥστε νὰ πᾶνε
στὰ σπίτια τους -χρονιάρα μέρα ξημέρωνε,
βλέπεις- νά ξαποστάσουν καὶ νὰ πᾶνε
στὴν ἐκκλησιά. Νὰ γιορτάσουν τοῦ
Χριστοῦ μὲ σεβασμὸ καὶ συνάμα εὐφροσύνη.
Ἄλλη
ἀλησμόνητη εἰκόνα ἦταν κι αὐτή. Ὅταν,
δηλαδή, νύχτα πιὰ πηγαίναμε κατὰ τὸν
Πεῦκο νὰ τὰ ποῦμε στὰ σπίτια ποὺ ἦταν
ἐκεῖ γύρω. Καὶ λέω ὅτι ἀλησμόνητη
ἦταν ἡ εἰκονα ποὺ βλέπαμε, γιατί
ἀγναντεύαμε τὰ χλωμά φωτισμένα σπίτια
τοῦ χωριοῦ μας, ἀντίθετα μὲ τὴν
ἀντικρυνὴ τὴ Γλώσσα ποὺ μὲ ζωηρὰ
φῶτα -εἶχε βλέπεις ἠλεκτρισμὸ τὸ
χωριὸ τότε- φάνταζε γιορταστική,
πανέμορφη.
Ὅμως
ἐκεῖνο ποὺ μάγευε τὴν παιδικὴ ψυχὴ
ἦταν ἐκείνη ἡ ἡσυχία τῆς νύχτας, ποὺ
κάποιες στιγμὲς τὴν ἔκοβε ὁ ἀργὸς
παφλασμὸς ἀπὸ τὰ κύματα κάτω στοῦ
«Κώστα» ἤ στὰ «Σπάσματα» καὶ τὴ
«Δάφνη». Θύμιζε, λοιπόν, αὐτὴ ἡ
θαλασσοταραχὴ τὸ χριστουγεννιάτικο
διήγημα ποὺ εἴχαμε διδαχτεῖ καὶ μᾶς
εἶχε ἐντυπωσιάσει τόσο: Ἦταν τὸ διήγημα
«Φουρτουνιασμένη θάλασσα» τοῦ Γεράσιμου
Ἄννινου καὶ βρίσκεται στὸ Ἀναγνωστικὸ
τῆς Δ΄ Δημοτικοῦ (ἔκδ. 1959, σελ.75-78 ). Ἕνα
γνήσιο χριστουγεννιάτικο διήγημα μὲ
σημασία μεγάλη καὶ πολλαπλὰ μηνύματα,
ποὺ μέχρι σήμερα κεντοῦν τὸν ψυχισμό
μας.
Δὲ
θέλω νὰ κλείσω αὐτὸ τὸ γραφτό μου
δίχως νὰ παρουσιάσω μιὰ ἀκόμα τελευταία
εἰκόνα: Ἐκείνη τοῦ βαθέως Ὄρθρου,
ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα, ποὺ ἀνεβαίναμε
γιὰ τὴν ἐκκλησιά -ἄρχιζε τότε ἡ
Ἀκολουθία γύρω στὶς 3 τὸ πρωΐ- κρατώντας
οἱ περισσότεροι φανάρια κὰι κάποιοι
τὰ λεγόμενα «λάϊτ» μὲ μπαταρία. Πάντως
ἐκεῖνο τὸ σεργιάνι μέσα στὴ νυχτα μὲ
τὰ σκόρπια φῶτα νὰ κινοῦνται κατω ἀπὸ
τὸν οὐρανὸ ποὺ ψιχάλιζε ἀστέρια, ἦταν
ἔνα θέαμα ἀλησμόνητο.μοναδικό,
ἀξεπέραστο. Καὶ πάντα αὐτὴ ἡ σκηνὴ
δένεται μέσα μου μὲ τὸ βιβλικό «Διέλθωμεν
δὴ ἕως Βηθλεέμ, καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα
τοῦτο τὸ γεγονὸς ὃ Κύριος ἐγνώρισεν
ἡμῖν» (Λκ. 2, 17- 18).
Στ᾿
ἀλήθεια, πῶς μπορεῖ κανένας νὰ μὴν
τὰ θυμηθεῖ ὅλ᾿ αὐτὰ, μέρες ποὺ
ἔρχονται, καὶ συνάμα νὰ μὴν
προβληματιστεῖ, ποὺ τὰ νέα τὰ παιδιὰ
δὲ θὰ ζήσουν ποτέ τους εἰκόνες σὰν
αὐτές. Εἰκόνες σφραγισμένες μὲ τὴν
ἁπλότητα καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Στιγμὲς ὄντως πάντερπνες, στιγμὲς
εὐλογημένες.
π.
κ.ν.κ. Χριστούγεννα 2017