[Από το "Περάσματα και χαιρετισμοί", 1930]
Στην κυρία Μαρία Μινώτου
Κάποτε μ' έφεραν τα κύματα παιδί
στη γη που είν' απ' ανθούς κι από τραγούδια ηλιοχυμένη,
προτού να τη χαρώ στου Κάλβου την ωδή
και πριν την αγαπήσω στη Φαρμακωμένη.
Από ένα ψήλωμα, ξεχάνω τ' όνομά του πια,
σα χώρα επαγγελτή ξεγνάντεψα την εξοχή της,
του πράσινου μεθύσι και χαροκοπιά,
μόσχος τ' αγέρι της και μόσχος η πνοή της.
Και με νεραϊδοπήρε η χάρη η θρυλική
της γης, καθώς παιδί τα πάτησα τα χώματά της·
προτού να με φιλήσει η Μούσα η λυρική,
με πρωτοχάιδεψεν εκεί η μοσκοβολιά της.
Χρόνια περάσαν, απ' εμπρός μου όμως ποτέ
δε χάνω τη στιγμή, καθώς μακριάθε σε πρωτοείδα,
στον αταξίδευτο, εσύ τόπε ποθητέ,
του Φώσκολου ακριβή, του Σολωμού κοιτίδα.
(Κ' εσύ, ψυχή του ιδανικού, άχραντη αυγή,
τα μάτια σου ας κλειστούν, ζακυνθινό ροδομπουκέτο
κρατώντας, του χαμού το ρέμα να σε πιη,
τρελή Οφηλία, για του ονείρου τον Αμλέτο).
Αθήνα, 20.6. 1927