Έγραφα στο προηγούμενο κείμενό μου, κάπου εκεί προς το τέλος, πως αν συνεχίσουμε να ζούμε στους ρυθμούς, όπου ώς τώρα κυριαρχούν στο νησί μας, θα καταλήξουμε στο θλιβερό αποτέλεσμα να ρωτάμε τα παιδιά μας για το ποιος είναι ο πιο μεγάλος μουσουργός μας και αυτά να μας λένε το όνομα του σεβαστού μεν, αλλά όχι δε και μεγάλου, όπως η νεοελληνική αντίληψη και κουλτούρα θέλει, Γιώργου Ζαμπέτα.
Έργο Διονύση Παπαδάτου |
Πολλοί φίλοι το θεώρησαν υπερβολή και άλλοι νόμισαν πως ήταν αποκύημα της πλούσιας φαντασίας μου. Από την αγάπη μου, πίστεψαν, σε τούτον τον τόπο και από την λατρεία που έχω στην παράδοση και την ιστορία του, έπλασα μιαν αληθοφανή υπερβολή και την αποτύπωσα στην οθόνη του υπολογιστή μου πρώτα και μετά στην βδομαδιάτικη στήλη μου, θέλοντας έτσι, προφανώς, να τονίσω τον πολιτιστικό και ηθικό ξεπεσμό μας και να χτυπήσω την καμπάνα, πριν αυτή βαρέσει οριστικά λυπητερά και πένθιμα, αν δεν έχει ήδη χτυπήσει.
Μα, δυστυχώς, για όλους μας δεν είναι έτσι και το περιστατικό δεν το σκαρφίστηκα, αλλά θλιβερά το έζησα και πονεμένα το βίωσα. Και να πώς:
Ήταν πριν λίγες μέρες, όταν από την δουλειά μου υποχρεωμένος, επισκεπτόμουν τα σχολεία του νησιού μας για την πραγματοποίηση πολιτιστικών προγραμμάτων, για τα οποία τον τελευταίο καιρό είμαι υπεύθυνος.
Μπήκα σε κάποια τάξη -σε ποια ούτε θυμάμαι, ούτε έχει σημασία- και μίλαγα με τους μικρούς μαθητές για το παρελθόν του νησιού μας και την μακραίωνη παράδοσή του. Τους τρεις μεγάλους και κορυφαίους ποιητές μας ομολογουμένως τους γνώριζαν όλοι, ακόμα και τον αδικημένο Φώσκολο, ίσως επειδή το όνομά τους έχει δοθεί σε κάποιο καράβι και έτσι αποθανατίστηκε και έγινε αγαπητό. Ιδιαίτερα ο Σολωμός τους ήταν πάρα πολύ οικείος, μια και έγραψε τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν», τον Εθνικό μας Ύμνο και λίγο-πολύ όλα είχαν επισκεφθεί τον Λόφο του Στράνη με το σχολείο τους ή είχαν παίξει κάτω από την σκιά του ανδριάντα του, στην κεντρική μας πλατεία.
Άγνωστοι τούς ήταν οι μεγάλοι μας ζωγράφοι, επειδή με τον Κουτούζη και τον Καντούνη ούτε η ελληνική τηλεόραση ασχολείται, ούτε την καθαρόαιμη, νεοελληνική κοινωνία ενδιαφέρουν, σαν αμαρτωλά εσπερίζοντες ή αιρετικά δυτικότροποι, που είναι. Όσο για τον Ρούσμελη, τον Γουζέλη και τον Μάτεση, ούτε κουβέντα να γίνεται. Πάνε χρόνια από τον καιρό που «Ο Βασιλικός» του τελευταίου παίχτηκε στο «Θέατρο της Δευτέρας» -οι θεατές του έχουν γεράσει- και κοντεύει αιώνας με το νησί μας δίχως θέατρο. Ο δε Ρώμας για την σημερινή πραγματικότητα λέγεται «Χάρης» και όχι «Διονύσιος» και την θέση του Καζίνου, που είχε το όνομα της φαμίλιας του, την έχει πάρει το «Καφέ της Χαράς» των συνεχών επαναλήψεων της ανίας του καναπέ μας.
Δεν ξέρω πώς μού ήρθε και προχώρησα την κουβέντα, ρωτώντας για το αν ξέρουν έναν μεγάλο, ζακυνθινό μουσουργό, του οποίου το άγαλμα βρίσκεται στην κεντρική μας, μεγάλη πλατεία και τα έργα του έχουν αγαπηθεί ιδιαίτερα από ντόπιους και ξένους. Ένα παιδάκι, τότε, σήκωσε επίμονα το χέρι του, μ’ εκείνο το επιτακτικό και χαρακτηριστικό «κύριε, κύριε…» και εγώ, πιστεύοντας πως πρέπει να γνωρίζει την απάντηση, του έδωσα το λόγο.
- Ο Γιώργος Ζαμπέτας, μου είπε και το πώς ένοιωσα, το καταλαβαίνετε από μόνοι σας και δε νομίζω πως πρέπει να σας το γράψω ή περιγράψω.
Ο τελευταίος που φταίει, βέβαια, είναι ο μικρός μαθητής και αυτός έχει τις λιγότερες ευθύνες για τις μουσικές του ευαισθησίες και γνώσεις.
Δυστυχώς, ακολουθώντας τον λαθεμένο λαϊκισμό της Μεταπολίτευσης, την αβασάνιστη κουλτούρα μας, ερμηνεύσαμε λάθος το τι σημαίνει «λαϊκός πολιτισμός» και καταντήσαμε ένα απέραντο σκυλάδικο. Μια ταινία του παλιού, καλού, κατά τους πολλούς, ελληνικού κινηματογράφου, που θέλει τους οπαδούς του Μπετόβεν να πεινούν στην γραφικότητά τους και τους λάτρεις του μπουζουκιού να ευημερούν και να προοδεύουν, στην καθημερινή τους άνοδο, έγινε η σύγχρονή μας πραγματικότητα και εμείς, ακολουθώντας το παράδειγμα των πρωταγωνιστών της, αυτομολήσαμε και ακολουθήσαμε αυτό που πουλά και βολεύει. Ξεχάσαμε ή πιο σωστά προδώσαμε τη νότα και φλερτάρουμε την πενιά. Κάναμε «Μέγαρο» για να ισοπεδώσουμε «παρέα με τον παίδαρο». Ξεγράψαμε, σαν ντεμοντέ, την «Ωδή στη Χαρά» και τραγουδάμε και σ’ αυτό ό,τι συνοδεύεται με παλαμάκια. Νομίζουμε, μάλιστα, πως πρωτοπορούμε!
Ιδιαίτερη ευθύνη για όλα αυτά φέρουμε εμείς οι Επτανήσιοι, οι οποίοι στον τομέα αυτό και παράδοση έχουμε και ιστορία μουσικής γνώσης και ευαισθησίας διαθέτουμε.
Ανήκω στην γενιά της πρώτης μετασεισμικής εποχής και είχα την τύχη να βιώσω, έστω και στον απόηχό της, αυτήν την ιδιαιτερότητα και αυτήν την ποιότητα. Πρόλαβα την μπάντα ή πιο σωστά μπάντα να κάνει «Πλατεία» στις ιστορικές πλάκες του Αγίου Μάρκου και κάποιοι ήχοι ξέχωροι και διαφορετικοί από τους σημερινούς ακούγονται ακόμα στ’ αυτιά μου και γεμίζουν δάκρυα ανάμνησης και χαράς τα μάτια μου. Παίζοντας ή οδηγώντας το ποδήλατό μου στους γύρω χώρους, μου επιβλήθηκαν -με την καλή σημασία της λέξης- ήχοι αληθινά κλασσικοί και μελωδίες πραγματικά αιώνιες. Πρόλαβα καντάδες στους δρόμους και «Ομιλίες» στις γειτονιές, δίχως πάρκο και μικρόφωνα. Έχω ακούσει τα σένια από τις καμπάνες, πριν η δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία τις καταδικάσει σε ρυθμούς μηχανικούς. Χάρηκα το οικείο του μαντολίνου και το ξένο του μπουζουκιού. Με λίγα λόγια ξεχώριζα και υπήρχα.
Σήμερα και οι μουσικές προτιμήσεις άλλαξαν και στον τόπο μου, κάνοντας μάλιστα στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Ό,τι ο νόνος μου και η νόνα μου απέκρουαν, εμείς, πρώιμοι παππούδες και γιαγιάδες, το ενστερνιστήκαμε και το ανεβάσαμε σε βάθρο. Ίσως γι’ αυτό η βάση της προτομής του Καρρέρ(η) στην άκρη της μεγάλης μας πλατείας, της τόσο μοναχικής τον τελευταίο καιρό και τόσο απόκοσμης, έγινε επιφάνεια γραφής συνθημάτων και εκεί που οι δικοί μας, τα προηγούμενα χρόνια διόρθωναν την κακή μουσική εκτέλεση, που ταλαιπωρούσε τ’ αυτιά τους, εμείς σήμερα δίνουμε ρεσιτάλ παρραφωνίας ικανοποιημένοι με τα πάντα, ακόμα και με τραγουδιστές που σπούδασαν μουσική στο γυμναστήριο.
Οι πριν από εμάς είχαν λαϊκή παιδεία, ενώ εμείς λαϊκισμό. Επιτυχία είναι να ανεβάσεις το λαό στην τέχνη και όχι να κατεβάσεις την τέχνη στο λαό. Είναι και ο πολιτισμός σαν τις ασθένειες. Η κάθε μια από αυτές έχει το δικό της φάρμακο και αλίμονο στον άρρωστο, που αντί για το αρμόδιο γιατρικό του δοθεί η δική του προτίμηση. Τότε εγκυμονεί ο θάνατος.
Διαβάζω ή έχω ακούσει από τους παλιότερους συμπατριώτες μας για αμόρφωτους, φαινομενικά, και απλούς ανθρώπους, που το πρωί κούρευαν ή ξύριζαν, κατεργαζόταν τα δέρματα των ζώων ή έψηναν κεραμίδια και το βράδυ έπαιζαν κιθάρα και τραγουδούσαν, όταν δεν παρακολουθούσαν όπερα στο Θέατρο. Για πλανόδιους μικροπωλητές, οι οποίοι ήταν άριστοι μουσικοί. Για βαστάζους, που γνώριζαν απέξω άριες και τις τραγουδούσαν. Άσε αυτήν την ερώτηση της συχωρεμένης της νόνας μου στο άκουσμα του ότι κάποιος έγινε παπάς. «Έχει καλή φωνή;», ρωτούσε και τίποτα άλλο δεν την ενδιέφερε. Ο καλλίφωνος μπορούσε γι’ αυτήν και για την γενιά της να δικαιώσει και τον ανήθικο!
Σήμερα επικρατεί η εικόνα του οδηγού, που κρατά στο ένα χέρι το τσιγάρο -παρά την απαγόρευση- και στ’ άλλο, όχι το μπεγλέρι του τραγουδιού της μουσικής μας προόδου, αλλά το κινητό του, για να διηγηθεί στους φίλους του για το πώς λικνίστηκε το προηγούμενο βράδυ στο υπουργικής απόφασης και δυστυχώς και νοοτροπίας πολιτιστικό κέντρο της εφήμερης διασκέδασης.
Γι’ αυτό το λόγο ο πιο μεγάλος μας συνθέτης έγινε ο Ζαμπέτας!
Μα τα χειρότερα έπονται.