© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1958

«Τὰ Χριστούγεννα εἶναι μνήμη...» Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος

Ἀλήθεια, θυμᾶσαι πῶς ἦταν τό σπίτι ἐκεῖνο τό βράδυ τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1958; Ἐδῶ, δηλαδή, καί 60 περίπου χρόνια; Γιατὶ αὐτὸ προσπαθεῖς τή νύχτα ἐτούτη νά σκεφθεῖς, καθώς ξαναθυμᾶσαι τό σπίτι σου, ἀφοῦ γιὰ ἐκεῖνο πρόκειται, νά εἶναι φωτισμένο, ζεστό, χωμένο μέσα στή θαλπωρή τῆς μεγάλης φωτιᾶς πού ἔκαιγε στό τζάκι, ὅμως περισσότερο λαμπρό, γιατί δέσποζε ἡ παρουσία τοῦ Πατέρα πού γέμιζε τό χῶρο καί ράντιζε μέ τήν ἐμφάνισή του τά πάντα γύρω μέ αἰσιοδοξία καὶ γαλήνη... Κι αὐτό, ἐπειδή ἡ παρουσία ἐκείνη ἦταν ὄντως ἔντονη, ἀφοῦ ἀπουσίαζε τόσα χρόνια στὴν ξενιτιά. Ἔτσι, τούτη τήν ξεχωριστή τή βραδυά τὸ σπίτι ἔλαμπε μέ τήν παρουσία του, τήν ἔστω μέ προθεσμία, ἀφοῦ μετά ἀπό λίγο θά ἔφευγε γιά πάντα. Στήν κυριολεξία γιά πάντα...
Δέν ξεχνιέται, λοιπόν, ἐκεῖνο τό φῶς πού χρυσάφιζε τό χῶρο, τό χῶρο ποὺ ἦταν στρωμένος μέ κιλίμια στό πάτωμα καί ἕνα γύρω ἁπλώνονταν τό χαμόγελο πού γέμιζε και στόλιζε τό σπιτικό: Γιατί ἄλλο χριστουγεννιάτικο στολίδι δέν διέθετε. Μονάχα τό χαμόγελο τοῦ Πατέρα. Ἀλησμόνητα, στ᾿ ἀλήθεια, Χριστούγεννα. Πού πέρασαν ὡστόσο, ὅπως περνᾶνε τά ραῖα καί σημαντικά, ἀφήνοντας μονάχα στήν ψυχή μιά λεπτή αἴσθηση εὐλογίας. Εὐλογίας, πού ἐδῶ καί ἑξῆντα περίππου χρόνια καλύπτει ἕνα κενό.
Τώρα ἔφυγε κι ἡ Μάνα κι ἔτσι ἀπόμεινε μονάχα ἡ Μνήμη, ἡ δικιά σου ἡ Μνήμη νά τούς θυμᾶται, νά τούς κρατάει περίπου ζωντανούς γιά νά συνεχίζουν νά ὑπάρχουν ὅσο ὑπάρχεις κι ἐσύ. Ὕστερα...
Χριστούγεννα 2015
π. κ. ν. κ

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΕΣ “ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ”

Παλιὲς Κληματιανὲς Χριστουγεννιάτικες σελίδες...
Στὴ μνήμη τῆς γιαγιᾶς Οὐρανίας Γ. Τσουκαλᾶ

Αὐτὰ ποὺ θ᾿ ἀναφέρω γίνονταν ἐδῶ καὶ 120 περίπου χρόνια, ἴσως καὶ παλιότερα, στὸ χωριό μου, στὸ Κλῆμα καὶ συγκεκριμένα στὸ σπίτι τῶν προππάπου μου, τοῦ μαστρο-Γιώργη Τσουκαλᾶ. Μοῦ τὰ διηγήθηκε δὲ ἡ σχωρεμένη πιὰ γιαγιά μου Σοφία, κόρη τοῦ μαστρο-Γιώργη καὶ τῆς Οὐρανίας Τσουκαλᾶ. Μὲ συγκίνηση δὲ τὰ καταθέτω, παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων ποὺ εἶναι, ὁπότε κι ὀφείλω, ἀντὶ γι᾿ ἄλλο μνημόσυνο τῶν ψυχῶν αὐτῶν, νὰ καταθέσω στὴν ἀγάπη τῶν ὅποιων ἀναγνωστῶν μου τὰ παρακάτω. Μὲ τὴ συνάισθηση πάντα ὅτι τιμῶ μὲ τὸ γραφτό μου αὐτὸ ἕνα κόσμο ποὺ δὲν θὰ ἐπιστρέψει πιά, ὡστόσο παραμένει μέσα μας ζωντανός, φωτεινός καὶ ἀναμφίβολα ἱερός.
Τὸ ἀπόβραδο, λοιπόν, τῆς παραμονῆς τοῦ Χριστοῦ, τῶν Χριστουγέννων δηλαδή, ἑτοίμαζαν στὸ σπίτι τὸ «λάμα» καὶ μαζὺ μὲ τὸ φαΐ ποὺ μαγείρευαν γιὰ τὸ μετὰ τὴν ἐκκλησιά γιορτινὸ τὸ τραπέζι τὶς αὐγές, τηγάνιζαν καὶ τοὺς «μαρμαρίτες», τὶς τηγανίτες δηλαδή, τὶς ὁποῖες στὴ συνέχεια κλείνανε σὲ ἕνα καζάνι καὶ τοποθετοῦσαν δίπλα στὴ φωτιά, στὴν παραστιά, ὥστε νἄναι «χλιές», δηλαδή ζεστές. Αὐτὲς τὶς τηγανίτες τὶς γεύονταν μόλις γύριζαν στὸ σπίτι, μετὰ τὴ λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, μὲ πετιμέζι ἤ μὲ μέλι καὶ κανέλλα. Αὐτὸ ἄλλωστε ἦταν καὶ τὸ γλύκισμα γιὰ τὴ γιορτή. Κι ἦταν περισσότερο ἡ χαρὰ τῶν παιδιῶν μετὰ τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς χαρμόσυνης αὐτῆς ἡμέρας. Μάλιστα, ἐπειδὴ τύχαινε κάποια ἀπὸ τὰ μικρὰ τὰ παιδιὰ νὰ μένουν στὸ σπίτι τὴ νύχτα καὶ δὲν πήγαιναν στὴν ἐκκλησιά -ποῦ ροῦχα τότε καλὰ καὶ ὑποδήματα-, ἡ μάνα γιὰ νὰ μὴν πᾶνε καὶ πειράξουν τὴ χριστουγεννιάτικη αὐτὴ λιχουδιά, ἔχριζε τὸ καπάκι γύρω-γύρω μὲ ζυμάρι, ὥστε νὰ εἶναι σίγουρη ὅτι κανένας δὲν θὰ πειράξει τοὺς «μαρμαρίτες»της.
Αὐτά, λοιπόν, ποὺ γίνονταν ἕνα αἰῶνα πρὶν καὶ παραπάνω, καὶ σήμερα πᾶνε νὰ λησμονηθοῦν, ἄραγε νὰ ἦταν ἀρχαῖο τοπικὸ ἔθιμο ἤ μήπως δάνειο ἀπὸ κάποιες ὁμάδες ἀνθρώπων ποὺ ἦλθαν ὡς πάροικοι, κατὰ καιροὺς στὸ νησί, στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας; Θὰ τὸ μάθουμε ποτέ αὐτό;
Εὐγνωμονῶ πάντως τὴ γιαγιά μου ποὺ, ἀνάμεσα στὶς διάφορες πληροφορίες τὶς ὁποῖες μοῦ ἔδωσε, κατέθεσε στὴν ψυχή μου καὶ τούτη τὴ λησμονημένη σήμερα χριστουγεννιάτικη γιορταστικὴ συνήθεια.

π. κ. ν. ν παραμονὴ Χριστουγέννων 2015

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΕΙΝΑΙ ΝΑΟΙ ΠΟΥ ΑΠΟΨΕ ΣΙΩΠΟΥΝ

(Χριστουγεννιάτικες σκέψεις)
Τὴν ἀφορμὴ μοῦ τὴν ἔδωσε ὁ γείτονάς μου, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καί, μάλιστα, τὸ γεμᾶτο τρυφερότητα καὶ ἑόρτιο ἦθος διήγημά του, «Ἡ θειὰ Μυγδαλίτσα» ἤ, τὸ «Θαῦμα τῶν Χριστουγέννων».
Ἡ σκηνὴ λοιπόν, ποὺ περιγραφει, διαδραματίζεται στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθου, ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Χριστοῦ. Τὰ πρόσωπα τώρα. Ὅλοι τους εἶναι ἁπλοϊκοί, ἀψεγάδιαστοι καὶ ἀπέριττοι ἄνθρωποι. Πρόκειται δηλαδή, γιὰ κάποιους ἀγράμματους ποιμένες καὶ μιὰ ταπεινή, φτωχὴ κι ἁπλοϊκὴ γερόστισσα, τὴ θειὰ Μυγδαλίτσα: μιὰν ἀθεράπευτη δηλαδή νοσταλγὸ τῆς πατρογονικῆς της, τῆς παλιᾶς ἐνορίας τοῦ Χριστοῦ στὸ Καστρο, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν Παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων παρέμεινε ἀλειτούργητη. Κι ἔτσι ἀποφασίζει νὰ μὴν ἀφήσει τὸν Χριστὸ τέτοια μέρα ποὺ ξημερώνει ἔρημο, γι᾿ αὐτὸ κι ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴ Χώρα νὰ πάει στὴν ἀλειτούργητη ἐκκλησία, νὰ ἀνάψει τὰ καντήλια, νὰ προσευχηθεῖ νὰ κάμει Χριστούγεννα συντροφιὰ μὲ τὶς μνῆμες της.
Συναντιέται, λοιπόν, μὲ τοὺς βοσκούς ποὺ ἀπαγκιάζουν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά καὶ μετὰ πηγαίνει μέσα στὸν ναὸ τοῦ Χριστοῦ ν᾿ ἀνάψει τὰ καντήλια, μέρα ποὺ ξημερώνει. Ἔχει πιὰ νυχτώσει γιὰ τὰ καλά. Ο βοσκοὶ συνομιλοῦν μεταξύ τους.
«-Μεσάνυχτα! Νά, μεσάνυχτα, διέκοψε τότε ὁ Κουτσογεώργης, μετὰ ὥραν σιωπῆς καταβιβάσας τὴν κουκούλαν τῆς κάππας καὶ θεωρῶν σοβαρῶς τοὺς ἀστεϊσμούς.
-Νά ὁ ἀστέρας ! Νά ὁ μεσονύχτης! εἶπε καὶ ὁ ἄλλος ποιμήν, παρακολουθῶν τὸν σύντροφόν του εἰς τὴν πρακτικὴν ταύτην ἀλλ᾿ ἀκριβῆ ἀστρολογίαν.
Καὶ τοὺς εἶδες τότε ἐκεῖ τοὺς σκαιοὺς αὐτοὺς ποιμένας ν᾿ ἀποκαλυθφῶσι εὐλαβῶς καὶ νὰ προσκυνῶσι ἐπί τινας στιγμὰς ἐν κατανύξει, γονατισμένοι, ὡς νὰ παρίσταντο μυστηριωδῶς ἐν τῇ ἑβραϊκῇ Βηθλεὲμ εἰς τὴν θείαν τοῦ Σωτῆρος γέννησιν.
-Χριστούγεννα, Χριστούγεννα !»
Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ σκηνὴ αὐτὴ ποὺ περιγράφει ὁ Μωραϊτίδης ἕνα ἐπικοινωνιακὸ τέχνασμα ἐντυπωσιασμοῦ, ἤ μιὰ μηχανικὴ κίνηση-ἄντε πᾶμε στὸ ναὸ κάνουμε τὸ σταυρό μας κι ὕστερα ξαναγυρίζουμε στὴ βολή μας, ὅπως π. χ. γίνεται στὴν Ἀνάσταση. Ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Κανένας δὲν τοὺς παρακολουθεῖ τοὺς ἁπλοϊκοὺς αὐτοὺς πιστοὺς ποιμένες, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅ,τι κάνουν, τὸ πράττουν μὲ βαθειὰ συναίσθηση, ἀναμφισβήτητη εἰλικρίνεια καὶ πολὺ περισσότερο μὲ στέρεη πίστη. Μπορεῖ νὰ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν ὁποιοδήποτε ναὸ ποὺ ἀπόψε, αὐτὴ τὴ θεϊκὴ βραδυὰ πανηγυρίζει καὶ τιμᾶ τὴν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν, ὅμως ἐκεῖνοι, ποὺ οἱ ἐργασιακές τους ὑποχρεώσεις τοὺς ἔχουν θέσει στὸ περιθώριο, ἀπόψε γιορτάζουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο, χαίρονται καὶ εὐφραίνονται ἀπροσποίητα τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ βιώνουν τὰ Χριστούγεννα μὲ τὴν ἀναμονὴ καὶ τὴν ἄδολη προσκύνηση. Κι ἄν ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἡ ἱστορικὴ τοῦ Κάστρου ἐνορία τοῦ Χριστοῦ δὲ λειτουργήθηκε, ὡστόσο εἶχε τοὺς δικούς της πανηγυριστὲς καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα προσκυνητὲς καὶ φίλους: Τοὺς ποιμένες καὶ τὴ νοσταλγὸ τῶν ἀρχαίων τῆς ἐνορίας της πανηγυρεων, τὴ θειὰ τὴ Μυγδαλίτσα. Ἕνα μικρὸ μὲν ποίμνιο, ὅμως μὲ μιὰ ἐκρηκτικὴ πίστη μέσα του, ποὺ πραγματικὰ συγκλονίζει.
Καθὼς ξημερώνουν, λοιπόν, Χριστούγεννα καὶ οἱ ναοὶ ἑτοιμάζονται νὰ δεχθοῦν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ συνεορτάσουν ὅλοι μαζὶ «Χριστοῦ τὰ Γενέθλια», ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε συνειδητοῦ πιστοῦ ταξιδεύει καὶ προσπαθεῖ νὰ πλησιάσει, τούτη τὴν τρυφερὴ τὴ νύχτα, ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἀνήμποροι ὄντες, στέκουν σιωπηλοὶ καὶ ἀγναντεύουν παλιὰ Χριστούγεννα ν᾿ ἀνατέλλουν στὸ βάθος τοῦ καιροῦ ποὺ πέρασε. Ἤ ἀκόμα κι ἄλλους, ποὺ σὲ θαλαμους νοσοκομείων ἀνασαίνουν τὸ παγωμένο φτερούγισμα τοῦ θανατου ποὺ σιμώνει. Ὅπως ἐπίσης ἐκείνους, ποὺ εἶναι συγκλονισμένοι, καθὼς ἀντικρύζουν Χριστούγεννα ποὺ πέρασαν καὶ στεκουν πίσω ἀπὸ ὑγρὰ τζάμια φορτωμένοι θλίψη καὶ φαρμάκι. Κι αὐτό, γιατὶ δεν μποροῦν κι ἴδιοι ν’ ἀποδράσουν τούτη τὴ νύχτα καὶ νὰ γιορτάσουν, πραγματοποιώντας ἐκεῖνο ποὺ κελεύει τὸ τροπάριο. «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός...». Γιατὶ εἶναι ἡ φύση τῆς δουλειάς τους τέτοια ποὺ ἐξατμίζει κάθε προσδοκια γιὰ φέτος. Ὅμως στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους ἀνοίγουν ἕνα παράθυρο ἐλπίδας πρὸς τὸ αὔριο, ὅτι δηλαδή, τοῦ χρόνου τὰ πράγματα θὰ εἶναι διαφορετικά.
Ὡστόσο, κάτι ποὺ ἀκόμα πληγώνει τὴν ψυχὴ τούτη «τὴν Ἅγια Νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη» εἶναι καὶ ἐκεῖνοι οἱ ναοὶ ἤ καὶ τὰ μοναστήρια, ποὺ ἀπόψε σιωποῦν. Γιατὶ κανένας δὲν θὰ πάει νὰ τοὺς λειτουργήσει ἤ ν΄ ἀναψει κάποιο καντήλι, νὰ θυμιάσει, νὰ ψάλει τὸ τροπάριο καὶ νὰ συντροφέψει τοὺς ἴσκιους τῶν ἀπὸ αἰώνων χρηματισάντων, κτιτόρων, ἱερατευσάντων καὶ διακονησάντων ἐν αὐτοῖς. Τοὺς προσμοναρίους δηλαδή, ἴσκιους, ποὺ σιωπηλοὶ στοιχειώνουν τοὺς ἔρημους χώρους καὶ περιμένουν τὴν ἀνθρώπινη παρουσία νὰ τοὺς μνημονεύσει, νὰ τοὺς τιμήσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάθε ἀνθρώπινη παρουσία σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς τοὺς χώρους εἶναι καὶ ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα, ἰδιάιτερα τούτη τὴν Ἅγια Νύχτα, παραμυθία ἀπερίγραπτη καὶ παρουσία πολύτιμη. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ θρυμματίζεται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ σιωπή, ἀλλὰ καὶ ἀπομακρύνονται.
Ὡστόσο, μπορεῖ κανένας νὰ ὑπολογίσει καὶ κάτι ἀκόμα. Τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες ποὺ ἀποτρέπουν κάθε εὐλαβικὴ ὕπαρξη νὰ βρεθεῖ σὲ τοῦτα τὰ ἀπόμερα καὶ σιωπηλά ἱερὰ καθιδρύματα. Καὶ μὲ ὀδύνη, λοιπόν, σκέφτονται πὼς ἐτούτη τὴν εὐλογημένη ἡμέρα ἀπομένουν σιωπηλά, σκοτεινά καὶ ἀλιβάνιστα. Ὅμως ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους μιὰ παραμυθία ἀλλόκοτη ἁπλώνεται μέσα τους, ὡς ἄλλος καθησυχασμός, φτερούγισμα ἑόρτιο καὶ συνάμα εὐλογία. Γιατὶ ξαφνικὰ συνειδητοποιεῖ ὁ κάθε πιστὸς διάκονος ὅλων αὐτῶν τῶν ξεχασμένων ἱερῶν θυσιαστηρίων πὼς ἐτούτη τὴν εὐλογημένη ἡμέρα τίποτε δὲν ἀπομένει χωρὶς νὰ τὸ συντροφεύει ἡ θεία Παρουσία. Ἔτσι κι ἀπόψε, ἀλλὰ κι αὔριο, τὰ ἐρημικὰ αὐτὰ ἱερά, τὰ συντροφεύουν Ἄγγελοι, ἀφοῦ εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνθρώπινη παρουσία. Τὰ συντροφεύουν, τὰ φωτίζουν μυστηριωδῶς καὶ τὰ θυμιάζουν μὲ οὐράνιες εὐωδίες, ὥστε, ὅπως τὰ «σύμπαντα ὅλα χαρᾶς πληροῦνται» τὴν θεοφίλητο αὐτὴν ἡμέρα, νὰ εἶναι κι αὐτὰ τὰ σιωπηλά, ἔρημα καὶ κάποτε λησμονημένα ἀπὸ πολλοὺς ἱερὰ σεμνώματα, πληρωμένα ἀπὸ τὴν ἑόρτιο χαρὰ κι εὐλογία.

Χριστούγεννα 2015

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Για το βιβλίο του Δημήτρη Οικονόμου “Οι Εγκλωβισμένοι”, εκδ. Ίκαρος 2015

Γράφει η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Οι Εγκλωβισμένοι είναι το τρίτο μυθιστόρημα του επιτυχημένου συγγραφέα Δημήτρη Οικονόμου. Ο τίτλος, λένε, ενός βιβλίου ή δηλώνει ή σημαίνει. Ο συγκεκριμένος τα κάνει και τα δύο. Οι Εγκλωβισμένοι είναι μια κατηγορία ανθρώπων βασανισμένων, πράγμα που δείχνει ότι το βιβλίο άπτεται των κοινωνικών προβλημάτων και αυτό είναι κάτι που επαναλαμβάνει με συνέπεια ο συγγραφέας. Από το Πολυτεχνείο βγήκε πολιτικός μηχανικός, από το ταλέντο του συγγραφέας και μουσικός. Επομένως πατάει γερά στις δυο σολωμικές βάσεις: το λογισμό και το όνειρο. Με τον λογισμό πατάει και με την τέχνη του πετάει. Ωστόσο και τα δυο, πόδια και φτερά, νομίζω πως τα χρωστάει στο DNA που του κληροδότησαν οι γονείς του.

Οι Εγκλωβισμένοι είναι άνθρωποι φτωχοί, με πικρές μνήμες, με κρυμμένα μυστικά, αποκλεισμένοι από δουλειά, από ανθρώπους, από αγάπη και κατανόηση, τριγυρισμένοι από μοναξιά, που στη ζούγκλα της πόλης μας, κάπου στο υπογάστριο της Αθήνας, ζουν χωρίς το δικαίωμα ακόμη και να μιλούν δυνατά: «Μη μιλάς δυνατά, να είσαι πάντα μετρημένος», θυμάται ο ήρωας τη φωνή της μητέρας του. Στην υποβαθμισμένη γειτονιά ο κύριος Βασίλης έχει ένα κατάστημα και βγάζει φωτοτυπίες. Στο κατάστημα ζει και ένας σκύλος, ο Κάλος, του οποίου τα χνώτα ταίριαξαν με του αφεντικού του στην κυριολεξία και όχι στη μεταφορά όπως ισχύει για τους ανθρώπους, «Σ’ έναν κόσμο όπου οι σκύλοι και οι άνθρωποι έχουν κοινή μοίρα». Μόνο που στην περίπτωσή μας, δεν είναι οι σκύλοι που καλοπερνάνε αλλά οι άνθρωποι που σκυλοπερνάνε.

Ένα παιδί, ο Καμάλ, μπαινοβγαίνει στο σπίτι του Βασίλη, ο οποίος έχει αναλάβει να του κάνει μάθημα ιστορίας, κυρίως όμως ανθρωπιάς. Ο Άκης είναι υπάλληλος του Βασίλη και αγωνίζεται να επιβιώσει. Ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, σημαντικό «πρόσωπο» του έργου που ο Βασίλης βάφτισε «Θάλεια», γιατί του θυμίζει ακουστικά τη θάλασσα. Η Θάλεια λόγω του ρόλου της «βλέπει» όλα τα κείμενα που φέρνουν οι πελάτες για να τα φωτοτυπήσουν, οπότε ο κύριος Βασίλης ξέρει τα πάθη του καθενός που μπαίνει στο μαγαζί. Άλλο πρόσωπο που προστίθεται στην παρέα, αλλά λογικά δεν μπορεί να ανήκει στους «Εγκωβισμένους», είναι η κυρία Μαίρη που είναι δικηγόρος. Τι σχέση μπορεί να έχει μια αστή κυρία σ’ αυτή τη σύναξη; Έχει. Η κυρία Μαίρη φέρει την «ιδία μοναξιά» της, όπως τα σώματα από μόνα τους φέρουν το «ίδιον βάρος» τους (όρος της μηχανικής, λέει ο συγγραφέας). Σαν να γεννήθηκε, δηλαδή, η Μαίρη με τη μοναξιά μέσα της. Γιατί βιώνει την εγκατάλειψη και την απόρριψη. Πίσω από τη βιτρίνα του σπουδαίου αστικού διαμερίσματος της είναι και αυτή μια αποκλεισμένη, μαραμένη και εγκλωβισμένη εσωτερικά, ψυχικά. Κι επειδή τα προβλήματα, όσο και αν είναι εξωτερικά, επιδρούν στα εσωτερικά, οι καιρικές συνθήκες, π.χ. το κρύο και η βροχή, είναι επιλεγμένες για να τονίσουν και αυτές συμβολικά το ψυχικό τοπίο. Ο στίχος του Verlaine «il pleure dans mon coeur comme il pleut sur la ville», βρίσκει τον ελληνικό ανάλογο «Βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου», δίνοντας το μέτρο της αναλογίας.

Βρέχει, λοιπόν, συνεχώς για να βασανίζονται οι δυστυχείς. Όμως, ο Βασίλης, εξοπλισμένος με τη μεγάλη του ομπρέλα, δεν κατέβαλε ιδιαίτερο κόπο να μην βρέχεται. Περπατούσε ανάλαφρα, υπερπηδούσε, σχεδόν υπερίπτατο, λακκούβες με νερό και μικροεμπόδια. Κι εδώ, αναγνώστη, Hypocrite leucteur mon seblable mon frère, που λέει και o Baudelaire, μη μου πεις πως δεν έρχεται στο νου σου ο Gene Kelly που χορεύει, πλατσουρίζοντας στα νερά και τραγουδάει, Im singing in the rain, μόνο που ο Βασίλης δεν είναι ερωτευμένος, όπως ο πρωταγωνιστής της αμερικανικής ταινίας ούτε όμορφος και κομψός, με το σκυφτό του σώμα και κείνο το παντελόνι που του φτάνει μέχρι το στήθος, φαντάζομαι και τα μπατζάκια ανασηκωμένα. Πώς, λοιπόν, ένας καλοσυνάτος φτωχός άνθρωπος, ένας υπάλληλος, ένα παιδί, ένας σκύλος, ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, οι άστεγοι γύρω γύρω, η κυρία Μαίρη, καθώς και οι περαστικοί από το μικρό μαγαζάκι του περιθωριακού δρόμου (κατ’ αντιδιαστολή προς το Μαγαζάκι της κεντρικής οδού, με το οποίο, τηρουμένων των αναλογιών, έχει συγγένειες), πώς, επαναλαμβάνω, αυτοί οι άνθρωποι, συνυπάρχουν στο βιβλίο;

Συνυπάρχουν, γιατί τα πάντα στο βιβλίο του Οικονόμου έχουν κι ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης και θέασης του κόσμου. Θα έλεγα μάλιστα πως εκείνος ο τίτλος του Καρυωτάκη, Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων, διευρύνεται εδώ με τον πόνο του ανθρώπου, των ζώων και των πραγμάτων. Πρόκειται για το σεβασμό στη ζωή και σε ό,τι αυτή περιλαμβάνει, όπως μας είχε από τον περασμένο αιώνα διδάξει ο Αλβέρτος Σβάιτσερ. Έτσι, ενώ το μυθιστόρημα φωτίζει μια επιφάνεια απλή που θίγει τα σύγχρονα προβλήματα της Αθήνας, πίσω και κάτω από αυτήν υπάρχει ένα πλέγμα από δομές ποικίλες και πολλές, που ο συγγραφέας ως πολιτικός μηχανικός γνωρίζει: δομές και οικοδομές.

Το μαγαζάκι του κ. Βασίλη επομένως δεν είναι μόνο μαγαζάκι για φωτοτυπίες, αλλά και «καταφύγιο και καφενείο και ψυχαναλυτικό ιατρείο, και πρότυπο σχολής εφαρμοσμένης στωικής φιλοσοφίας του κέντρου ανάλυσης της ζωής». Με όλες αυτές τις ιδιότητες καταλαβαίνουμε ότι οι πηγές πληροφόρησης δεν είναι μόνο οι πέντε αισθήσεις (για να αντιληφθούμε τα ερεθίσματα και να κατανοήσουμε τον κόσμο), αλλά όπως έλεγε και η Ζακελλίν ντε Ρομιγύ, πέραν αυτού που βλέπουμε και ακούμε, πέραν της λογικής είναι και ο μύθος και η διαίσθηση και άλλες ανερμήνευτες από τη λογική δυνάμεις που συμμετέχουν στη γνώση. Και ο Οικονόμου προσθέτει την τηλεπάθεια και τα προφητικά όνειρα. Ας προσθέσουμε και τον υπαινιγμό που στη τέχνη δεν είναι αμελητέος.

Στη ζωή πολλά πράγματα μπορεί να βρίσκονται ή να χάνονται κατά τύχη. Σε ένα καλό έργο όμως όχι. Και το «σκουλαρίκι» που έχασε η κα Μαίρη στο μαγαζάκι του κ. Βασίλη θα έρθει η ώρα του να παίξει το δομικό του ρόλο στην ιστορία, το ρόλο του ερωτικού αγγελιοφόρου (;!). Αυτός είναι ρόλος του «σκουλαρικιού» γενικώς, όπως το δαχτυλίδι έχει το ρόλο της επίσημης δέσμευσης, του αρραβώνα και του γάμου. (Το κορίτσι με το σκουλαρίκι, του Βερμήηρ, επικαλούμαι για την περίσταση). Γιατί ο Οικονόμου δεν ξέρει μόνο από οικοδομές, όπως ήδη είπαμε, αλλά ξέρει και από Ιστορία, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, αλλά και από μαγειρική και γευσιγνωσία ακόμα.

Τελικά τι είναι ο κ. Βασίλης; Γιατί ο συγγραφέας μας βάζει αυτόν τον ανθρωπάκο κεντρικό ήρωα στο έργο του; Η απάντηση είναι απλή. Γιατί αυτός είναι απλός και καθημερινός, ταλαιπωρημένος, μόνος, εγκλωβισμένος σε μια παλιά οικογενειακή ζωή χαμένη, αλλά δεν έχει χάσει την ελπίδα στον άνθρωπο και την ανθρωπιά, την πίστη του στη ζωή και τη χαρά της προσφοράς. Είναι προικισμένος με πολλές χάρες και γνώσεις και διακριτικότητα, και φιλευσπλαχνία και επινοητικότητα. Γιατί μοιάζει σαν να μας λέει πως αυτό που λείπει πιο πολύ από τη ζωή μας είναι η ανθρωπιά. Η πίστη στον άνθρωπο, στο πνεύμα του καλού. Και ο Βασίλης, που βρίσκεται σε κάπως πιο προνομιούχα θέση από τον Καμάλ ή τον Άκη ή το σκύλο του, δεν αφήνεται να τον φάνε τα γρανάζια του εγκλωβισμού. Δεν μεμψιμοιρεί, δεν καταριέται το αγαθό της ζωής. Και το αποδεικνύει σε καθημερινή βάση και ειδικά όταν όλες τις εισπράξεις της ημέρας τις δίνει στο βοηθό του για να πληρώσει το γιατρό επειδή κινδυνεύει η κόρη του. Κι εδώ έγκειται και το σημείο εκείνο που και ο πιο αδιάφορος θα αναγνώριζε: μια μεταστροφή του ρεαλισμού σε ποίηση, όταν όλα όσα υπάρχουν είναι ψίχουλα αλλά είναι όλα. Και ο Βασίλης που τα δίνει όλα δείχνει ότι δεν είναι εγκλωβισμένος, τουλάχιστον, δεν είναι μέσα του. Είναι ελεύθερο πνεύμα, ελεύθερος άνθρωπος που τοποθετεί σε άλλες βάσεις τις αξίες της ζωής.

Ο Οικονόμου αφηγείται λαχανιασμένα, γράφει γρήγορα, η ομιλία του/ η γραφή του τρέχει όπως τρέχει και η σκέψη του. Οι «ιδέες πηδάνε σαν κατσίκια». Είναι επιτυχημένη η μεταφορά για να δείξει ότι είναι ατίθασες και ελεύθερες, δυναμικές και ορμητικές. Τις ελέγχει όμως. Αυτός κινεί τα αόρατα σπαγκάκια για να έχουν την παρουσία τους όλα στο βιβλίο. Και τα κοινωνικά σχόλια για τους ταλαντούχους νέους που δεν μπορούν να ασκήσουν το επάγγελμα που σπούδασαν. Η «δουλειά δεν είναι υποκατάστατο της ζωής αλλά ένταξη στη ζωή και απόδειξη ότι δεν είσαι παράσιτο, επικίνδυνος, απόκληρος…» Μερικοί όμως, κατά την άποψη του κ. Βασίλη «το μετουσιώνουν σε τέχνη» (στοιχείο αυτοβιογραφικό).

Οι άνθρωποι οι οποίοι αναφέρονται στο βιβλίο, είπαμε ότι είναι άνθρωποι της γειτονιάς. Έγχρωμοι, που η τύχη τους έριξε σ’ αυτή τη γωνιά της γης, την ευλογημένη από τη φύση της και την ταλαιπωρημένη από την ιστορία της και σήμερα ειδικά από την οικονομική της κατάσταση. Οπότε τα σχόλια αλλά και η πιο απλή ματιά του Οικονόμου είναι πολιτική, με την ευρεία έννοια. Και δεν γίνεται αλλιώς. Έτσι ήταν και στο προηγούμενο βιβλίο του έτσι ήταν πάντα. Και το διακείμενό του είναι σοφά επιλεγμένο για να υποβάλει την κεντρική του ιδέα. Παράδειγμα: «ο ήλιος είχε αρχίσει να υψώνεται … Φώτιζε επί δικαίων και αδίκων, επί ζωντανών και νεκρών, επί πλασμάτων αληθινών και της φαντασίας, έστελνε τις ακτίνες του αδιακρίτως σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης…». Βλέπουμε, δηλαδή, ότι ο θεϊκός νόμος ή ο συμπαντικός δεν κάνει διακρίσεις. Εξασφαλίζει τη δημοκρατία επί της γης και των πλασμάτων της, την οποία δεν εξασφαλίζει ο κοινωνικός, αφού μερικοί άνθρωποι «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα», και έτσι η μεταφορά δείχνει την σημαίνουσα θρησκευτική της καταγωγή.

Ο Βασίλης κάνει μια ανιαρή δουλειά θα λέγαμε. Φωτοτυπεί, αναπαράγει τα χαρτιά των άλλων. Κοιτάζει μέσα στις σκέψεις τους και συνομιλεί με το μηχάνημα που το έχει βαφτίσει «Θάλεια», όχι γιατί του θυμίζει τη μούσα της βουκολικής ποίησης (ο συγγραφέας τη θυμήθηκε πάντως), αλλά γιατί αρχίζει με τη συλλαβή «θαλ» όπως η θάλασσα. Όμως και αυτή η αρνητική αναφορά, και μόνο με τη μνεία της απουσίας της ή της άρνησής της, είναι υποδήλωση νοσταλγίας ενός παραδείσιου τόπου, θαλασσινού ή στεριανού δεν έχει σημασία, που καμιά σχέση δεν έχει με την άχαρη και βρώμικη και υποβαθμισμένη πόλη, όπου ζουν οι άνθρωποι στριμωγμένοι και εγκλωβισμένοι. Όσο για τη συζήτηση με τη Θάλεια «ένας αντικειμενικός παρατηρητής του ορθού λόγου και του ρασιοναλισμού, πολέμιος της μεταφυσικής και του διαφορετικού θα τον κατέτασσε στα εν πολλοίς αχαρτογράφητα πεδία της ψυχιατρικής ή του φανταστικού κόσμου…». Ωστόσο, στην τέχνη αυτά συμβαίνουν. Ο Ρίτσος π.χ. δεν άνοιξε διάλογο με ένα λουλούδι. Ο δημοτικός τραγουδιστής δεν μιλάει με τα βουνά και ο ιππότης με το άλογό του; Ας πάει να λέει ο ρασιοναλιστής. Ο καλλιτέχνης έχει άλλες κεραίες για να συλλαμβάνει τα μηνύματα του κόσμου. Γιατί το μυστηριώδες υπερβαίνει τη λογική και το ανεξήγητο υπερβαίνει τη γνώση. Δεν έχουμε τα εργαλεία για να μάθουμε, πού χάνεται ο σκύλος και ποιος είναι αυτός που του κάνει παρέα τις νύχτες; Τι βλέπουν τα μάτια της «Θάλειας» στα κείμενα που φωτοτυπεί; Γιατί πάει ο Βασίλης σ’ εκείνη την πολυκατοικία; Άσκοπες ερωτήσεις γιατί ούτε ο Βασίλης μπορεί να μιλήσει ανοιχτά, πολύ περισσότερο δεν μπορούν να μιλήσουν ο σκύλος ή «Θάλεια». Ωστόσο, πίσω από τα υπονοούμενα, η ζωή τρέχει και αυτά που υπονοούνται είναι εξίσου σοβαρά με αυτά που λέγονται.

Είναι συγκλονιστικός ο δραματικός μονόλογος της Μαίρης που αδιαφορεί για τον πόνο οποιουδήποτε, γιατί η Μαίρη είναι σαν πεθαμένη και οι πεθαμένοι δεν πονούν και δεν πάσχουν.

Ο συγγραφέας, όμως, με φιλεύσπλαχνο, άδηλο, χριστιανικό τρόπο καταφέρνει να τακτοποιήσει όλους τους πάσχοντες ήρωές του, γιατί πιστεύει ότι ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται και επειδή η ανθρώπινη αλληλεγγύη δεν έχει χαθεί.

Γι’ αυτό και επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις και με μια έξυπνη στραβοτιμονιά από την πλευρά της ζωής και όχι του θανάτου, φέρνει φως και μεταφορική λιακάδα στον κόσμο και στον απελπισμένο άνθρωπο. Σκέφτηκε κανείς να αυτοκτονήσει στην Κατοχή; (ρωτάει). Όχι! Επομένως, υπάρχει λύση για όλα. Το τσάι που προσφέρει ο Βασίλης σε όποιον μπαίνει στο μαγαζί του, όπως και το φλαμούρι που ήπιε ο Μαρσέλ Προυστ, είναι ίαμα και Θεία κοινωνία.


Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Για το βιβλίο “Νίκος Κατσαλίδας: Ο Παρακλητικός του Ηλιοβασιλέματος”, Εκδόσεις του Φοίνικα, 2014

Γράφει η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο Παρακλητικός του Ηλιοβασιλέματος του Νίκου Κατσαλίδα δεν είναι ποίημα, είναι Κανόνας, Μέγας Κανόνας, προς τιμήν του Ήλιου, στη ώρα της δύσης του. Η υποβλητική ατμόσφαιρα στο έργο αρχίζει από τον τίτλο, συνεχίζεται με τη μορφή, η οποία εν είδει κατεβατού σε δύο στήλες, παραπέμπει σε λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας και, τέλος, με το περιεχόμενό του, όπως είναι φυσικό.

Το ηλιοβασίλεμα ως ώρα περιέχει την ιερότητα της στιγμής. Είναι η αποχώρηση από την Ημέρα του φωτός, που αυτό άλλωστε είναι το χαρακτηριστικό της. Χίλιες δυο παραλλαγές, ποιητικές και εικαστικές, επιστρατεύτηκαν από τους καλλιτέχνες όλων των εποχών, για να την αποδώσουν και όλες, η καθεμία με το δικό της τρόπο, αποτύπωσαν την ώρα εκείνη με αίσθημα και συγκίνηση. Και ενώ αυτό είναι ένα φυσικό γεγονός και σε όλη την ιστορία της ανθρώπινης συνείδησης αντιληπτό, στην Τέχνη έχει προσλάβει μια περαιτέρω σημασία. Μερικοί φανατικοί μάλιστα κάνουν και τελετουργίες. Οι υπερβολές επιβεβαιώνουν πάντως τον κανόνα. Το «Ηλιοβασίλεμα» είναι ώρα ιερή και στη ζωή και στην Τέχνη αποκτά διαστάσεις μεταφυσικές.

Στο βιβλίο του Κατσαλίδα, λοιπόν, έχουμε την ευκαιρία να ζήσουμε τη δημιουργία του κόσμου από τον ποιητή, σ’ έναν χείμαρρο αισθημάτων και συναισθημάτων, εντυπώσεων και πληροφοριών, σε μια αναπαραγωγή που θυμίζει προσευχή και αίνο και ύμνο και απολογία και εξομολόγηση.

Στην αρχή, σαν μότο, ένα μικρό τετράστιχο μας ειδοποιεί για το ποιος θα μιλήσει, πώς και από ποιον πήρε την εντολή και ποιο είναι το θέμα του. Πρώτη λέξη η αντωνυμία «Εσύ» την οποία αισθανόμαστε να συνοδεύεται με μια κίνηση του δείκτη. Είναι η «σιβυλλική αχτίδα» του ήλιου που φώτισε στο λίκνο του τον ποιητή και του υπέδειξε τον προορισμό του. Ο βωμός του πατέρα- η πατρίδα και ο ναός της μητέρας- η γλώσσα αποτελούν τις δύο πηγές άντλησης του υλικού του. Αν εξαιρέσουμε το «Επίμετρο» και το «Προοίμιο», το κυρίως σώμα του «Παρακλητικού» απαρτίζεται από πενήντα ενότητες, αν μπορεί κανείς να τις πει έτσι, έχοντας ως κριτήριο το κόκκινο αρχικό γράμμα της κάθε μιας. Από αυτές τις πενήντα, οι είκοσι μία αρχίζουν με προσφώνηση ή αναφορά στη «Μάνα» και από τις άλλες, πολλές είναι εκείνες που αρχίζουν με το επιφωνηματικό «Α» σαν μεγάλη ανάσα, ανακουφιστική αλλά και δυναμωτική, για τη συνέχιση του έργου που σαν ιερό παραλήρημα εξελίσσεται.

Από το λίκνο και το χρόνο τότε, μπαίνουμε πια στο χρόνο «Τώρα» της έναρξης της αφήγησης. «Τώρα» διεκπεραιώνεται η εντολή. «Τώρα» ήρθε ο καιρός και το «Τώρα» είναι πρώτη λέξη του χειμαρρώδους κειμένου.

«Τα θεμέλιά μου στα βουνά/ και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους / και πάνω τους η μνήμη καίει/ άκαυτη βάτος» είπε ο Ελύτης, Τότε, και γέννησε μεγάλη γενιά απογόνων, δείχνοντάς τους, πώς η παράδοση μπορεί να γίνει μόδα. Πώς η πατρίδα που στο όνομά της οι πάντες μπορούν να αυθαιρετούν ο ποιητής μπορεί να ιερουργεί. Εκεί είναι, λοιπόν, η ουσία, στο έδαφος, στο χώμα στα βουνά, στις πλαγιές, εκεί κοιτάζει και ο νέος ποιητής και βρίσκει τις ρίζες των προγόνων του, εκεί «στα μολυβένια όρη,/ ακράδαντα κι ευλογημένα,/άγιοι ναοί και σαρκοφάγοι/ στις τράμπες της θεογονίας/ κώδικες και ανάγλυφά μας,/ και η πελώρια λεοντή τους / στα καταράχια κρεμασμένη/ στο βεστιάριο της σελήνης». Με αυτό το δείγμα βλέπουμε ποια είναι η διάθεση, ποιο το αίσθημα και ποιο το χρέος του ποιητή: Να υμνήσει την πατρίδα του, τον πολιτισμό του, να τιμήσει τη μνήμη όλων των ιερών και οσίων που η ελληνική πατρίδα του έδωσε και πάνω στα άγια χώματά της δημιούργησε.

Επόμενο είναι τα υλικά του να τα αντλεί από την ελληνική κληρονομιά. Τη φύση, την ιστορία, την παράδοση, τα κείμενα, τους μύθους και θρύλους, ό,τι θα μπορούσε να κεντρίσει μια ευαίσθητη ψυχή, μια ψυχή και ένα πνεύμα, προορισμένο να συλλάβει τα αόρατα, τα ανάκουστα, τα μυστικά και παράξενα, όλα εκείνα τα λογικά και παραλογικά που διαμορφώνουν τη ζωή και το χαρακτήρα του ανθρώπου ερήμην του τις περισσότερες φορές. Ο κοινός θνητός μπορεί να καταναλώνεται στην καθημερινή μέριμνα, μπορεί να μην ακούει και να μην βλέπει εκείνο που ερήμην του δρα και υπάρχει και ίσως ούτε καν υποψιάζεται. Ο ποιητής όμως και βλέπει και ακούει και συλλαμβάνει τα μηνύματα. Και με βάση αυτά διαμορφώνει και την πορεία της ζωής του ή, αλλιώς, ακολουθεί την «σιβυλλική αχτίδα» που του δείχνει τους δρόμους, από τους οποίους «ο ένας … πάει στον ήλιο/ ο άλλος βγαίνει στο φεγγάρι,/ και ο στενότερος, φιδίσιος./ στα μονοπάτια της αβύσσου».

Με τη «Μάνα» απέναντί του αναθυμάται το τι υπάρχει και το τι δεν υπάρχει. ξανακούει τα θροΐσματα των φύλλων και το κελάηδισμα των πουλιών. Την καλεί να επιστρέψει: «να ξαναγυρίσεις / στις αγιασμένες νερομάνες, στο χλοϊσμένο αραξοβόλι» ή «να με προσμένεις / στην πέτρα μας ακουμπισμένη/ και ν’ αγναντεύεις το ποτάμι» ή «να ευωδιάζουν οι γλάστρες» , «Μάνα μη φύγεις απ’ τα δάση/ και ξεκοπείς από τους κήπους». Κι ακόμα: «Α, αυτό το σπίτι το γλιτώνει/ κι η θαλπωρή της παρουσίας/ του δεκαπεντασύλλαβού σας». Οπωσδήποτε, δεν λείπει και ο πατέρας: «Πού πας πατέρα, και οι άγιοι,/ είναι κι αυτοί απασχολημένοι… γύρνα και κάτσε στην εστία».

Είναι προφανές ότι ο Κατσαλίδας συνέθεσε αυτή τη συλλογή για να τιμήσει τους γονείς και άλλους αγαπημένους του, αλλά, σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο ύμνος είναι για τον πατέρα – πατρίδα και για τη μητέρα- γλώσσα όπως, είπαμε και στην αρχή. Γι’ αυτό και όλα τα πλάσματα, τα πραγματικά και τα φανταστικά, οι ήχοι και οι εικόνες, τα αισθήματα και τα συναισθήματα, οτιδήποτε συμβάλλει στο να γίνεται ο άνθρωπος Άνθρωπος, ό,τι τιμαλφές έχει αποθησαυρισμένο στην ψυχή του βγαίνει «Τώρα» ως «Παρακλητικός του Ηλιοβασιλέματος». Κανόνας και ύμνος και αίνος και έπαινος σε ό,τι συνιστά τη ζωή, σε ό,τι μεταπλάθεται σε τέχνη, σαν να λέει ο ποιητής «εγώ» και από μέσα του να βγαίνουν όλα όσα αποκαλούμε πατρίδα και μητέρα και γλώσσα και ζωή άνωθεν χαρισμένη. 

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΣΤΟ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Στὴ Μνήμη τὴν ἱερή τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ παπποῦ, ποὺ γιόρταζαν...


Ποιός, λοιπόν, σέ βεβαιώνει ὅτι αὐτό τό ἐρείπιο πού ἀντικρύζεις τούτη τήν ἀπόβραδη ὥρα εἶναι τό σπίτι σου; Ἔχεις πειστήρια, παλιές φωτογραφίες, κάποια ἀντικείμενα πού νά κλείνουν μέσα τους τίς παλιές τίς θύμησες, τίς βιωματικές ἐκεῖνες καί τρανές στιγμές πού καθορίζουν τήν ἄμεση τή σχέση σου μέ αὐτόν τόν σωρό ἀπό πέτρες καί ξύλα; Κοιτάζεις, ψάχνεις καί προσπαθεῖς νά στήσεις ἕνα σκηνικό διάφορο ἀπ᾿ αὐτό πού βλέπεις. Ἔτσι, ἐπιστρατεύεις ὅλες σου τίς δυνάμεις καί πασχίζεις νά ξαναζήσεις κάποιες χτεσινές, μακρυνές, ὧρες πού πέρασες κάτω ἀπ᾿ αὐτά τά ξύλα, ἀπ᾿ αὐτές τίς πέτρες: τούς μοναδικούς, δυστυχῶς, μάρτυρες τοῦ περάσματός σου ἀπ᾿ αὐτόν τόν τόπο. (Ἀλήθεια, πῶς ἀποκρυπτογραφεῖς τή γλώσσα τῶν ἄψυχων ἀντικειμένων, ὅπως εἶν᾿ ὅλ᾿ αὐτά ἐδῶ γύρω σου;)
Τό σκηνικό στήνεται ἀνάμεσα σέ τοῦτο τό σωρό καί παρουσιάζει τούτη τή φορά, τά Πρόσωπα ἐκεῖνα πού ἀγάπησες καί σ᾿ ἀγάπησαν. Πρόσωπα ἱερά, σιμά σέ μιά μισοσκότεινη γωνιά τοῦ σπιτιοῦ. Εἶναι χειμώνας καί γιορτή· ἡ γιορτή τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί μιά σιωπή ἁπλώνεται στό γύρω χῶρο, καθώς τά Πρόσωπα ἐκεῖνα, τῆς Μάνας δηλαδή, τῆς Γιαγιᾶς καί τοῦ Παπποῦ στέκουν σιωπηλά, κρυσταλωμένα καί στοχαστικά κοιτᾶνε τή φωτά πού μεγαλώνει στό τζάκι.
Μοσχομυρίζουν τά πεῦκα, ἀνεβαίνει, ὅπως τό λιβανωτό, τό καμμένο ρετσίνι πού συνοδεύεται ἀπό τό τρυφερό τό ἄρωμα τοῦ σκίνου καί τῆς κουμαριᾶς.
Φωτίζονται τά πρόσωπα ἀπό τίς φλόγες, παίρνουν μιάν ὄψη χλωμή, ἁγιωτική, εὐλογημένη. Ὅλοι κοιτᾶνε τή φωτιά πού χαρίζει ζεστασιά, θαλπωρή, συντροφεύει τούς λογισμούς, τρέφει τήν ψυχή μέ μιάν ἰδιότυπη καλωσύνη...
Ἔχουν τελειώσει οἱ ἐπισκέψεις τῶν λίγων συγγενῶν πού ἦρθαν ἀπό νωρίς, ἐκεῖ στό σύνορο τῆς μέρας μέ τή νύχτα, νά ποῦνε τίς εὐχές γιά τόν Παπποῦ, γιά τόν Πατέρα. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς σιωπῆς, τῆς ἀναπόλησης καί τῆς ἐπιβεβαίωσης πώς γιά φέτος ἡ γιορτή τέλειωσε... Τοῦ χρόνου πάλι.
Πάνω στή γκλαβανή ἀπομένει τό τραπέζι στολισμένο, μέ τά λίγα ποτήρια τοῦ ρακιοῦ, τά ἀμυγδαλωτά πού περίσεψαν καί κατά κύριο λόγο μέ τή στερνή τήν ἀτμόσφαιρα πού δίνει στή γιορτή: ἔτσι ὅπως ἀντικρύζεις τίς δειλινές τοῦ ἥλιου ἀκτίνες ν᾿ ἀποχαιρετοῦν τή μέρα.
Ἡ φωτιά καίει, ἡ λάμπα χαμηλώνει, τά στρωσίδια ἑτοιμάζονται... Ἔξω πήζει τό σκοτάδι. Ὁ ρόχθος τῆς θάλασσας πού ξεσπάει στά θεμέλια τοῦ νησιοῦ ἀκούγεται τώρα πιό δυνατός. Συνοδεύει τίς ἀναπνοές τῶν κοιμισμένων κι ἀποσταμένων σωμάτων πού ὀνειρεύονται ὅτι θά ξαναγιορτάσουν τοῦ χρόνου καί πάλι. Αὐτή τή φορά ὅμως μέ τόν Πατέρα μαζί. Ἔτσι, πιστεύουν, ἐλπίζουν, αἰσθάνονται. Γιά νἄρθει ὁ ὕπνος στά βουρκωμένα βλέφαρα.
Ἡ βροχή ἄρχισε. Τή μπέρδεψες, θαρρῶ, μέ τά δάκρυά σου...

Σάββατο, 6 Δεκ. 2003

π. κ. ν. κ

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΤΕΧΝΟ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ ΤΟΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗ

Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φιλαδελφείας κ. Μελίτωνα, ἑόρτιος, υἱϊκὸς χαιρετισμός
Πλήθη σήμερα πιστῶν θὰ προσέλθουν στοὺς ναοὺς νὰ τιμήσουν τὸ νέο Ἅγιο. Τὸν ὅσιο Πορφύριο. Κι ὅλοι αὐτοὶ θὰ δεηθοῦν, θὰ κετεύσουν, θὰ συγκινηθοῦν, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν θὰ συμμετάσχουν στὴν Τράπεζα ποὺ στρώνει κι αὐτὴ τὴν Ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία. Τράπεζα πνευματικὴ καὶ ὑλική, ὅπως ἐκείνη τοῦ Δείπνου Του τοῦ Μυστικοῦ, ἀλλὰ καὶ προεχόντως ἑορταστικὴ γιὰ νὰ τιμήσει ἕνα ἀκόμα παιδί Της. Ὅπως ὑποτυπωδῶς κάνουμε κι ἐμεῖς: τράπεζα στρώνουμε στὴ χαρὰ καὶ στὴ γιορτὴ κάποιου δικοῦ μας. Τὴ στρώνουμε κι εὐφραινόμεθα. Καὶ τὸ κυριώτερο, εἴμαστε ὅλοι οἱ μετέχοντες σ᾿ αὐτὴν συμφιλιωμένοι.
Μιὰ τέτοια, λοιπόν, Τράπεζα παρατίθεται σήμερα πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου Πορφυρίου. Καὶ στρώνεται γιὰ χάρη Του πρώτη φορά, καθὼς ἔχουμε τὴν ἐπέτειό Του. Τὴν περιχώρησή Του δηλαδή, μετὰ τὴν ἀπὸ τὰ γήινα ἀναχώρηση, στῶν Ἁγίων τὸν Χορό. Τὸν Χορὸ δηλαδή, ποὺ ερε καὶ τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ τὴν θύραν Παραδείσου. Διὰ τῆς μετανοίας φυσικά, χωρὶς ἄλλο μέσον ἤ προσπάθεια. Καὶ προσπάθεια σημαίνει, ὅτι ἀναζητῶ στὶς διαπροσωπικές μου σχέσεις δεκανίκια «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (πρβλ. Μτθ. 23, 5).
Τὸ βασικὸ ὅμως ἐρώτημα ποὺ ἀναδύεται αὐτὲς τὶς στιγμές, εἶναι τὸ ἑξῆς: Πόσοι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς, ποὺ συνάζονται στὶς εὐχαριστιακὲς αὐτὲς συνάξεις συνειδητοποιοῦν μιὰ πραγματικότητα: ὅτι δηλαδή, ὁ νέος ὅσιος εἶναι κι αὐτὸς ἕνας, ὅπως καὶ οἱ ἴδιοι, ἕνας, μὲ λίγα λόγια, ἀπὸ τοὺς συναθρώπους μας. Ἕνας δικός μας παναπεῖ ἄνθρωπος ποὺ σως κάπου τὸν συναντήσαμε, τὸν συναναστραφήκαμε κι ἀκόμα περισσότερο τὸν ἀκούσαμε, τὸν εἴδαμε νὰ μᾶς συνομιλεῖ, νὰ πίνει καφέ μαζί μας καὶ νὰ ἔχει πάνω του ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ίδιότητες ὅπως κι ἐμεῖς. Ποὺ σημαίνει ὅτι ἦταν ἅνθρωπος ὅπως ἐμεῖς. Μόνο ποὺ ἐκεῖνος ὑπερέβη τὸ σκάμμα καὶ ἔκαμε πραγματικότητα τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ: «Ἅγιοι γίνεσθε» (Α΄ Πέτρ. 1, 16).
Τὸ μήνυμα λοιπόν, ποὺ μᾶς παραδίδει ὁ ὅσιος, τῶν ἡμερῶν μας βλάστημα καὶ ὑπόδειγμα, εἶναι ἕνα: Ἡ ἀποταγὴ τῆς γριότητος ἀπὸ τὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ οἰκειοποίηση τῆς ἁγιότητος ὡς κανόνα βίου καὶ διακονίας. Γιατὶ ἄν αὐξηθοῦν οἱ ἅγιοι τότε μονάχα ἀπωθεῖται τὸ κάθε ἄτοπο, τὸ δυσχερὲς καὶ ἀπάνθρωπο. Τότε δηλαδή τὰ κρατητήρια μεταβάλλονται σὲ θεραπευτήρια καὶ κοινότητες τῶν ἀνθρώπων σὲ συνάξεις «πιστευσάντων (τῶν ὁποίων) ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (Πρξ. 4, 32). Δίχως αἱματηρὲς συγκρούσεις δηλαδή, ἀλλὰ καὶ συμπεριφορὲς ἀνοίκειες, ποὺ διαμελίζουν τὶς ἀνθρώπινες ὁμαδες καὶ τὶς μεταβάλλουν σὲ θύλακες ἀντιπαλότητας καὶ μίσους.
Ὁ σήμερα ἑορταζόμενος ὅσιος μεριμνᾶ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ἀκόμα περισσότερο, ὥστε ν᾿ αὐξηθοῦν οἱ ἅγιοι. Ἤ μᾶλλον νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅλοι μας, ὅτι γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ παροικοῦμε, ὡς ἄλλοι περιηγητὲς στὴν παροῦσα ζωή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ τούτη τὴν πρώτη πανήγυρί Του, δεόμεθα: «δός ἡμῖν [Ὅσιε] τῆς σῆς Χάριτος τό νέκταρ, ἵνα ζωώσῃ τάς ταπεινάς ψυχάς μας καί ὅπως τῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν καί τά λύπης δάκρυα χαρμολύπης ἡμῖν γένωνται».
Σκόπελος 2-12-2015

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

ΣΟΝΑΤΕΣ ΓΙΑ ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΠΙΑΝΟ ΣΤΗ ΛΥΡΙΚΗ | ΑΠΟΛΛΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΗΟΣ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ


Τα κυριακάτικα απογεύματα στο Φουαγιέ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής συμβαίνουν θαύματα. Ένα από αυτά παρακολουθήσαμε στις 22-11-15, από δύο διακεκριμένους σολίστ, τον Απόλλωνα Γραμματικόπουλο, βιολί και τον Απόστολο Παληό, πιάνο, σε δύο μεγάλα έργα του Ρομαντισμού, την Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ.3 σε ρε ελάσσονα, έργο 108, του Johannes Brahms [1833-1897] και τη Σονάτα για βιολί και πιάνο σε λα μείζονα του Cesar Franck [1822-1890].
Το καλοκαίρι του 1886 o Brahms φεύγει για την Ελβετία και εγκαθίσταται στις όχθες της λίμνης Thun, όπου, εκτός της Δεύτερης Σονάτας για βιολί και πιάνο, αρχίζει να συνθέτει και την Τρίτη, την οποία ολοκληρώνει το 1888. Παράλληλα συνθέτει μια σειρά έργων μουσικής δωματίου.
Οι δύο προηγούμενες Σονάτες για βιολί και πιάνο του Brahms είναι τριμερείς, σε αντίθεση με την Τρίτη που είναι τετραμερής. Η Σονάτα αφιερωμένη στον φίλο, συνεργάτη του αρχιμουσικό, Hans von Bülow, πρωτοπαίχτηκε στη Βουδαπέστη το 1888 με τον Jenő Hubay στο βιολί και το συνθέτη στο πιάνο. Σε μια εποχή, όπου κυριαρχεί στην όπερα ο γίγαντας του Bayreuth, Richard Wagner και σε ολόκληρη την Ευρώπη παίζονται τα συμφωνικά ποιήματα του Richard Strauss, ο Brahms, παραδοσιακός και ανανεωτικός, συνεχίζει σ’ αυτό που πιστεύει, στην ακεραιότητα, δηλαδή και στο πνεύμα του Beethoven και γράφει αριστουργήματα.
Οι δύο δεξιοτέχνες, με το ξεκίνημά τους και σε απόλυτο δέσιμο μεταξύ τους, συνεπαίρνουν το ακροατήριο με τη μαγεία του λυρικού Allegro, με το εντυπωσιακό sotto voce του βιολιού, όπου η εξαίρετη μυστηριακή συνοδεία του πιάνου, εντείνει τη ρομαντική ατμόσφαιρα και δημιουργεί εξάρσεις. Το βιολί τις αξιοποιεί, και, μέσα από σύντομη αναδρομή, στον πυρήνα του θέματος, οι δύο καλλιτέχνες οδηγούν τους ακροατές στη μέθεξη του μελωδικού Adagio, στο θαυμάσιο, σε μορφή Scherzo, τρίτο μέρος, και στο ορμητικό, υμνητικό τέλος. Οι δύο σολίστ, Απόλλων Γραμματικόπουλος και Απόστολος Παληός, ανέδειξαν την εσωτερική ανησυχία, τα ηρωικά στοιχεία, τη δραματουργική υφή της σονάτας και με ασύγκριτη εκφραστικότητα, συνέβαλαν στην αναβίωση των μοναδικών, ρομαντικών, σελίδων του Brahms.
Ο Cesar Franck, πιανίστας, συνθέτης, οργανίστας και δάσκαλος γεννήθηκε στη Λιέγη που τότε αποτελούσε τμήμα του Ολλανδικού βασιλείου. Εκεί έδωσε και το πρώτο του ρεσιτάλ το 1834. Την επομένη χρονιά η οικογένειά του μετακομίζει στη Γαλλική πρωτεύουσα και στα δεκαπέντε του, εγγράφεται στο Conservatoire του Παρισιού, με καθηγητές στο πιάνο τον Pierre Zimmerman [1785-1853] και στο εκκλησιαστικό όργανο τον François Benoist [1794-1878]. Χρόνια αργότερα, το 1858, o Franck, διορίζεται οργανίστας, θέση που θα κρατήσει ως το τέλος της ζωής του, στη βασιλική της Sainte-Clothilde, όπου οι εκκλησιαστικοί ύμνοι του περίφημου οργάνου του Aristide Cavaillé -Coll [1811-1899], συνεπαίρνουν τις ψυχές των πιστών για να τις ανεβάσουν, με τη βοήθεια των διδύμων οξυκόρυφων πύργων του Ναού, στα ουράνια. Το 1872 γίνεται καθηγητής στο Ωδείο του Παρισιού, και, μόλις, το 1873 παίρνει τη Γαλλική υπηκοότητα.
Τη μοναδική του Σονάτα για βιολί και πιάνο σε λα μείζονα, από τις ωραιότερες και πιο δημοφιλείς, συνέθεσε ο Cesar Franck το 1886 και την αφιέρωσε, ως γαμήλιο δώρο, στον διάσημο Βέλγο βιολονίστα, συνθέτη και αρχιμουσικό, Eugène Ysaÿe [1858-1931]. Την τιμή της πρώτης εκτέλεσης της Σονάτας, είχε ο αποδέκτης της αφιέρωσης, με την Marie-Léontine Bordes-Pène [1858-1924] στο πιάνο, στις 16 Δεκεμβρίου του 1886 στις Βρυξέλλες, αμέσως μετά το γάμο του, κατά την διάρκεια της δεξίωσης. Και αυτή η σονάτα, είναι τετραμερής, με το εναρκτήριο θέμα της να δεσπόζει σε ολόκληρο το έργο.
Οι δύο καλλιτέχνες, με στιλιστική καλαισθησία, ανέδειξαν τον συνθετικό πλούτο του έργου, τις αιθέριες λυρικές μελωδίες του, τη δραματικότητά του, τη μοναδική ελεγειακή υφή του, αλλά και τη στοχαστική εμβάθυνση ως το κρύφιο πάθος. Ο συγκλονιστικός διάλογος των δύο σολίστ στο Recitative-Fantasia, ενείχε «αγγελική» γαλήνη, που την διαπερνούσαν στιγμιαίες εξάρσεις, για να κορυφωθούν, στο τέλος, και να κλείσει ο κύκλος με εύπλαστες μουσικές φράσεις, που ακολούθησαν ως δικαίωση της σύγκρισης του συνθέτη με τον περίφημο ζωγράφο της πρώιμης Αναγέννησης, Δομινικανό μοναχό, Fra Angelico.

Related Posts with Thumbnails