Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης
«Τώρα που κάθομαι άνεργος [1] και λογαριάζω», όπως έλεγε κι ο Σεφέρης, ανεξίτηλες εικόνες από το εκπαιδευτικό ταξίδι στην Ιταλία κατακλύζουν τη μνήμη.
Ανακατωμένες οι λέξεις, επίθετα και ουσιαστικά, ρήματα και προθέσεις, εγκλίσεις, χρόνοι κι αριθμοί, σαν τα φύλλα που σωριάζει ο Βοριάς στην άκρη του δρόμου. Βασανίζει ο χρόνος που περνά ατελέσφορα και σφίγγει τα μελίγγια όπως του μετανάστη το βήμα που τρέχει με την πολύχρωμη ομπρέλα και τις σπασμένες αντένες κάτω απ΄ τη βροχή. Πώς να πλέξω λόγο, να ζωγραφίσω τις εικόνες που ξεπρόβαλαν μπροστά μου, όταν τράβηξα τις κουρτίνες της καμπίνας πάνω στο μεγάλο πλοίο λίγο πριν λύσουν οι κάβοι. Πώς να κάμω το χορτασμένο να δακρύσει σαν την κληματαριά της αυλής που της κόβουν τις βέργες για να πετάξει καινούργιες. Και πώς να μην αδέξια ξεβάψω τα ροδαλά χαμόγελα απ΄ τα νεαρά βλαστάρια που κρατούσα το χέρι στα φανάρια των δρόμων…
Οι εργασίες των μαθητών παραδόθηκαν στην ώρα τους. Ήταν απαραίτητος όρος για να επιλεγούν οι καλύτεροι. Στις τελευταίες οδηγίες τονίσαμε να έχουν μαζί τους ζεστά ρούχα κι ομπρέλες κι ας ταξιδεύαμε ανήμερα στη γιορτή της Άνοιξης. Οι νέοι αρνούνται να κρατήσουν ομπρέλες, τις αφήνουν στους μεγάλους που κουβαλούν άγχη και φόβους.
Την παραμονή το νησί αποκλείστηκε από τον άγριο Πουνέντε που λυσσομανούσε κι έκανε τα κυπαρίσσια να μοιάζουν με λιγνόκορμες μαυροφορεμένες γριές που υποκλίνονται στο χρόνο και δέονται για του παραδείσου τη θέση. Πρωινές ακτίνες ξεπρόβαλαν ανάμεσα στα σύννεφα με την κομμένη ουρά και στο λιμάνι μια καινούργια μπόρα άνοιξε τις πολύχρωμες ομπρέλες μας σαν πινελιές ελπίδας σε γκρίζο φόντο.
Στην Πύλη 6 το γυάλινο κτίριο γέμιζε βιαστικούς ταξιδιώτες. Μεγάλες βαλίτζες άδειασαν ντουλάπες και συρτάρια στη σιγουριά της αφθονίας και τα πορτοφόλια γέμισαν χάρτινες αξίες. Κινητά τηλέφωνα φορτίστηκαν πανέτοιμα ν' απαλύνουν τον πρόσκαιρο απογαλακτισμό και ν΄ απαθανατίσουν πρωτόγνωρες εικόνες. Το μεγάλο κόκκινο πλοίο καθάριζε σαλόνια και καμπίνες, κι οι λευκοί μάγειροι έριχναν τα τελευταία καρυκεύματα σε πυρωμένα σκεύη.
Η ημέρα της άνοιξης έλαμπε στα πρόσωπα των δεκαεξάρηδων, αγοριών και κοριτσιών, που άρχιζε με το πρώτο ταξίδι έξω απ΄ τα σύνορα της χώρας. Οι πολύχρωμες ομπρέλες έκλεισαν για ν' ανοίξουν πολύχρωμα όνειρα σε ξένους κι άγνωστους τόπους. Καμαρότοι με παπιγιόν έδειξαν το δρόμο για τις καμπίνες, όλες εξωτερικές με μεγάλα φινιστρίνια!
Έξω από τους δεμένους κάβους οι πολύχρωμες ομπρέλες είχαν σπασμένες τις αντένες σαν τα όνειρα των μελαψών δακτύλων. Όταν βρέχει τρέχουν στους κάδους για να βρουν ομπρέλες και στα χέρια δεν κρατούν βαλίτζες, μόνο τρέχουν πάνω από τις ράγες και κάτω από τις ράγες, κάτω από παροπλισμένα βαγόνια και μέσα σε ξεχασμένους γέρικους συρμούς. Μετανάστες στο άνθος της νιότης σταματούν το χρόνο στα άδεια πορτοφόλια, ανάμεσα στις σκουριασμένες ράγιες με θέα τα φουγάρα των μεγάλων πλοίων που λύνουν και δένουν σε σιδηρόφρακτους κάβους. Όνειρα που γεννιούνται και πεθαίνουν σε κάθε σφύριγμα του πλοίου… Παρατάσεις ζωής με μαραγκιασμένο στομάχι και πληγωμένες αισθήσεις.
Στο πρυμναίο μπαρ οι μεγάλες τζαμαρίες αποκάλυψαν το θυμό του Ποσειδώνα που φούσκωνε και κύλαγε πελώρια κύματα πάνω στο μεγάλο καράβι. Κι εκείνο τα ΄σπαγε και τα ΄φριζε σαν ν΄ ανοίγουν μπουκάλια σαμπάνιας στο μεθυσμένο χορό. Στις βαθιές πολυθρόνες ο Όμηρος αοιδός συγκλονίζει τη σχεδία του Οδυσσέα που συντρίβεται στη δεινή θύελλα των μικτών ανέμων. Το πρώτο μάθημα ιστορίας του πελαγίσιου ταξιδιώτη σε νερά της Αδριατικής... Το καλοφτιαγμένο πλοίο χαρίζει την απόλαυση του κυματισμού και τα δάκτυλα της νιότης παίζουν στα τάστα της κιθάρας τραγούδια της θάλασσας
Στην επτάλοφη Αγκόνα καλωσορίζουν μουσικά κονσέρτα, και σχολικές οθόνες προβάλλουν την Ιόνια αλμύρα που κεντά τις ακτές του Τζάντε και φωλιάζουν μοναδική πανίδα. Την ώρα των αρχαίων ελληνικών στα ιταλικά θρανία ο πολύπαθος Οδυσσέας μονολογεί τις συμφορές του νόστου σε τροχαϊκό εξάμετρο. Αλλά τι κρίμα! Ο οργισμένος Σιρόκος έσπασε τις αντένες στις πολύχρωμες ομπρέλες της απογευματινής βόλτας…
Ολονυχτίς τα σύννεφα ταξιδεύουν στον κύκλο του θόλου και στην Αιώνια Πόλη γιαπωνέζοι τουρίστες ανοίγουν ανοιξιάτικες πολύχρωμες ομπρέλες, ασπίδες στου ήλιου την κάψα. Κολοσσαίο, αψίδες, εκκλησίες, μεγάλοι κίονες και σπασμένα τόξα απομεινάρια αλλοτινής αίγλης δεσπόζουν θεατές του κόσμου. Μα στο λιμάνι βρέχει κι ο νους καλπάζει λαθραία σε πολύχρωμες ομπρέλες με σπασμένες αντένες που σφίγγουν οι μελαψές παλάμες. Πολύχρωμα όνειρα σπασμένα απ΄ του ξενιτεμού τη μοίρα ασφυκτιούν στου γύψου το ψύχος.
Θάμβος για το αρχαίο κάλλος, αυτιά και μάτια που γεμίζουν σαν τις κυψέλες σε στεγνό σφουγγάρι. Σπινθηροβόλο βλέμμα, βαθύ λευκό σε μελαψή κορνίζα, πάνω στα κοφτερά κάγκελα, αγωνία και τρόμος η τόλμη του πρόσφυγα με τ΄ άδεια χέρια στις τρύπιες τσέπες.
- Γιατί, κύριε, τους εμποδίζουν να πλησιάσουν στο δικό μας κόσμο; Κοιτάξτε πώς σκαρφάλωσαν να μας φτάσουν! Κι οι μπάτσοι πώς τους κυνηγούν!
Πολύχρωμες ομπρέλες στου μεταξιού τη λάμψη, πολύχρωμες ομπρέλες με τσακισμένες αντένες. Δυο ξεχωριστοί κόσμοι στα δεσμά του νόμου κάτω απ΄ τον ίδιο ήλιο, στις ίδιες σταγόνες βροχής!
1. Η εξώπορτα του σχολείου αλυσοδεμένη στενάζει στα δεσμά της. Το 2ο Λύκειο βρίσκεται πάλι υπό κατάληψη ισχυρής μειοψηφίας μαθητών.
Ζάκυνθος 3-4-2009
[Στη φωτό: Ομπρέλες του Γιώργου Ζογγολόπουλου]