© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Το στήσιμο τση καλύβας

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Φωτό: Ζακυθινή Καλύβα, 1974. Αρχείο π. Παναγιώτη Καποδίστρια.
«Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Αηγιάννη,
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που 'χουν πεθάνει…»

Πέτρου και Παύλου των Αποστόλων ήταν το ορόσημο, λίγο μετά τις γυμναστικές επιδείξεις και τις φωτιές τ’ Αηγιάννη. Είκοσι εννέα του Θεριστή, πριν από τη λειτουργία στο ξωκλήσι τ’ Αηπέτρου, η καλύβα ήπρεπε να ’χει «χτιστεί» διώροφη, δίπλα στο πηγάδι, πλάι στο σπιτάκι τση αρωγής με τσου πυρωμένους τσίγκους. Την άλλη μέρα εκουβαλιόμαστε στον Αησώστη. Πώς χρυσάφιζε αχυρένια την αυγούλα με τσ’ ακτίνες να διαπερνούν τη μουντάδα τση πρωινής μαλάτσας!

Τα δρεπάνια λιμαρισμένα έκοψαν τα στάχυα στο μεγάλο χωράφι, αρωματισμένα από τη θαλασσινή αύρα τση όστριας πίσω από τον καλαμένιο φράχτη. Οι γυναίκες, ώρες ατέλειωτες τσι μέρες του Μάρτη τα βοτάνισαν βασανιστικά σκυμμένες, σαν τσι μετάνοιες των καλογραιών υπέμεναν ευλαβικά το μόχθο. Θέρισε το στάρι της χρονιάς η κεφάτη παρέα, δανεική δουλειά με συγγενήδες και φίλους, οι άντρες με τσι μεγάλες τραγιάσκες κι οι γυναίκες με τσι λευκές μαντήλες. Ίσα-ίσα να φαίνουνται τα μάτια τους, ήπρεπε να παραμείνουν λευκές σαν το γάλα, να φαντάζουν καλοζωισμένες, να είναι αφράτες κι ελκυστικές. Ύστερα ήρθε η σειρά τση καλαμίας. Οι κοσιές άστραφταν στα μυώδη αντρικά χέρια κι η εκείνη έπεφτε λιπόθυμη, χαρά των ζωντανών, μαλακωσία στις κρεβατίνες, τοιχία στις αχυρένιες καλύβες.

Οι τέσσερις κολόνες ξεχειμώνιασαν κάτου από τη λότζα οριζοντιωμένες, και τώρα καλλωπίζονται να σηκώσουν τ΄ ανάστημά τους στον καυτερό ήλιο. Τα τέσσερα λιγνόκορμα κυπαρίσσια κόπηκαν με το πριόνι-καταρράχτη, χρόνια πριν, στην παρακείμενη πλαγιά, ισοζυγιάστηκαν πάνω στη φοράδα και στήθηκαν απογυμνωμένα, σκαρί στέρεο τση θερινής κατοικιάς.

Τέσσερις τρούπες, καμωμένες με τον μπάλο και την αξίνα και σφραγισμένες για τσι πλημμύρες του χειμώνα, περίμεναν από την περασμένη χρονιά να σφιχτοδέσουν τα κυπαρίσσια ν’ ανυψώσουν την κάψα, να την κάμουν να χαθεί στη δροσιά του ύψους. Ξύλα και μαδέρια από το λυσσασμένο ξέβρασμα του σιρόκου, λεία των μπαταρισμένων πλοίων, σφιχταγκαλιάστηκαν με τσι κυπαρισσένιες κολόνες και τα καλάμια από το φράχτη και σχημάτισαν το σκελετό. Μεγάλο άνοιγμα μπροστά προς το λεβάντε, ίσο με το πλάτος τση καλύβας, παράθυρα προς το μαΐστρο και την όστρια. Κι ύστερα οι λεπτοκαλαμιές από τα στάρια, κάθετες και ισοπαχείς ανάμεσα από τσι δύο σειρές με τα οριζόντια λαμπερά καθαρισμένα καλάμια. Πόσο γλήγορα στηνόταν κάθε τοίχος, πρώτα ο πρώτος όροφος για τα παιδία, μετά ο δεύτερος για το νοικοκύρη και την κυρά του και τελευταίο το ισόγειο για τσου φιλοξενούμενους συγγενήδες και φίλους που δε μας λησμονάγανε για τσι διακοπές τους.

Η αχυρένια στέγη είχε κι ανατολική μαρκίζα, σαν αντρική καπέτα με ολόισια μαλλιά μού φάνταζε. Ομόρφαινε την αρχέτυπη αρχιτεκτονική, ήθελε να προστατεύει τον ύπνο από τον πρωινό ήλιο. Μα εκείνος ποτέ δεν κατάλαβε το παιδικό πρωινό κουζούρι, τσι ξέγνοιαστες μέρες που το χειροκίνητο σχολικό κουδούνι σιωπούσε θαμμένο στη θερινή σκόνη. Οι πρώτες αχτίδες χάιδευαν γλυκόδροσα τα πρόσωπά μας κι έσφιγγαν μάταια τα βλέφαρα να κρατήσουν το σκοτάδι αγκαλιά τους.

Κρεμάστηκαν κι οι κουρτίνες, αργαλίτικες κουρελούδες, πολύχρωμες, φρεσκοπλυμένες στα τρεχούμενα νερά του Κορνού, εκεί στα σύνορα τση Λιθακιάς με το Κερί… Κουρελούδες και πάνω στο αχυρένιο στρώμα και στα πέτρινα πεζούλια κάτω από την περγουλιά. Πολύχρωμη ζωή στην απλότητα τση καλοκαιρινής ξερασίας. Η φύση ξέρει να στολίζεται στο δροσερό ανοιγμένο καρπούζι που ξενύχτησε κρεμασμένο στο πηγάδι, στα κομιντόρα που αλλάζουν τη χρωματένια φορεσιά τους όταν γουρμάζουν, στα κιτρινοπράσινα καλοκυθάκια και τσι μεγάλες κολοκύθες, στη ριγωτή ξύλινη βαρκούλα που σιγολικνίζεται θαρραλέα όξω από το λιμάνι…

Μήτε οθόνες, μήτε ραδιόφωνα, μόνο ο γκιώνης και τα τριζόνια μα και η διάθεσή μας για τραγούδι διέκοπταν το αδιάκοπο μουρμουρητό της. Ήταν δίπλα μας, έγλειφε τα πόδια μας, νοστίμιζε την ύπαρξή μας με τη γαλάζια αλμύρα της… Πόσο όμορφη όταν την κοιτάζεις από τόσο ψηλή καλύβα, νομίζαμε θα φτάσουμε τον ουρανό, θα πιάσουμε τ’ άστρα την ώρα που πέφτουν και χάνονται στ’ αργυρένιο λαγκάδι.

«Ψηλά κυπαρισσόπουλα, χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά…»: από το δεύτερο αχυρένιο όροφο αντηχούσαν οι παιδικές φωνούλες στο μεγάλο κόλπο του Λαγανά, συντρόφευε και τσι χελώνες που ’σκαβαν να γεννήσουν τ’ αυγά τους στην καυτή άμμο κι έκαναν τα λευκά σαλιγκάρια να πιαστούν τη νύχτα πάνω στους ξεραμένους κορμούς και τ’ αγκάθια μες τσου φραγμένους ανεμοκούλουμους .

Κι αργότερα στα δεκάξι… νόμιζα έστησα το δικό μου σπίτι, αχυρένια καλύβα δίπλα στο θηλυκό κυπαρίσσι, πάνω στο ύψωμα, ακόμα πιο κοντά στη θάλασσα, να με νανουρίζει, να υγραίνει τα μάτια να μπορούν τα τρέχουν πάνω στις γραμμένες αράδες… λεξικά, γραμματικές, ιστορία, λατινικά, αρχαιοελληνικά. Ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας, ο Δημοσθένης, μαζί με τον Ισοκράτη, το Λυσία και τους άλλους στοιβάχτηκαν δίπλα στο αχυρένιο προσκεφάλι, μου κράτησαν συντροφιά ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Έπρεπε να προετοιμαστώ για το Πανεπιστήμιο! Μ’ άρεσε να μάθω τσι σκέψεις τους και την εποχή τους κι είχα δάσκαλο καλό! Πάντα ακούραστος ο κ. Δημήτρης Γιώργου μ’ ορμήνευε για τον αγώνα τση ζωής, για τη διαχρονικότητα του αρχαιοελληνικού και λατινικού λόγου, το πλάτεμα τση γνώσης από την επαφή με τις ρίζες…

Πώς να γλιστρήσει κανείς στα χρόνια τση αθωότητας, σ’ εκείνες τις πρωτόγνωρες γεύσεις, να κοιμηθεί ξέγνοιαστος στ’ αχυρένιο στρώμα, ν’ ακούσει τον ήχο τση καλαμίας την ώρα που αλλάζει πλευρό για να ξεμουδιάσει; Μήπως να ξαναστήσουμε τσ’ αχυρένιες καλύβες, να ’μπει η δροσιά του Μπάτη, τώρα που ακριβαίνει αβάσταχτα ο εγωισμός του πολιτισμού μας;

Λιθακιά, 28-6-2011

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Το ευφωνικό «αι» της Παναγίας

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Η γιορτή της Βλαχέραινας ανήκει στις μεγάλες ή μάλλον τις πιο γνωστές μικρογιορτές. Τιμάται το ιερότερο, μετά το Χριστό, πρόσωπο της εκκλησίας, η Παναγία, αλλά αυτή η επέτειος, η τόσο αγαπητή στο λαό μας, δεν συγκαταλέγεται στον μεγάλο θεομητορικό κύκλο.

Ο "Κουμπόστος" τση ζακυθινής Βλαχέραινας
Στην ουσία η 2α Ιουλίου κάθε χρόνου είναι αφιερωμένη στην ανάμνηση της κατάθεσης της τιμίας Εσθήτας της Θεοτόκου στο ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινούπολης. Είναι δηλαδή μια γιορτή παρόμοια μ’ αυτήν της 31ης Αυγούστου, της τελευταίας μέρας του εκκλησιαστικού έτους, όπου τελείται η προσάρτηση της Αγίας Ζώνης της μητέρας του Χριστού στην ίδια πόλη και μ’ αυτήν συμβολικά κλείνει ο εορτάσιμος ενιαυτός.

Σύμφωνα με το συναξάρι, αλλά και την παράδοση, δύο αδέλφια πατρίκιοι, την εποχή της αυτοκρατορίας του Λέοντος του Ε΄ (5ος αιώνας), πήγαν από την Βασιλεύουσα πόλη στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν, σύμφωνα με την χριστιανική συνήθεια της εποχής, τους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Γαλιλαία, βρήκαν να φυλάσσεται στο σπίτι μιας Εβραίας μια εσθήτα (φόρεμα), που κατά την παράδοση ανήκε στην μητέρα του Θεανθρώπου. Οι δύο άρχοντες, έτσι για να μην τα φορτώνουμε όλα στους … άπιστους Λατίνους, με την τάση συλλογής αγίων λειψάνων, βρήκαν τρόπο και έκαναν κρυφά την ιερή κλοπή τους. Αφήρεσαν πονηρά το πολύτιμο και ιερό κειμήλιο, υποκαθιστώντας την εξωτερική θήκη του φορέματος με ψεύτικη και μετέφεραν το σημαντικό τους απόκτημα στην πατρίδα τους, την Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο προάστιο Βλαχέρνες, όπου ήθελαν στην αρχή να το κρύψουν για λογαριασμό τους. Άλλες, όμως, ήταν οι βουλές των ουρανών. Η «Τιμία Εσθής» φανερώθηκε με υπερφυές θαύμα και ο Αυτοκράτορας της έχτισε μεγαλόπρεπο και επιβλητικό ναό, που για αιώνες, σύμφωνα με τον υμνογράφο, εθεωρείτο «φυλακτήριον τη πόλει και νόσων ελατήριον».

Η γιορτή για την κατάθεση της τιμίας Εσθήτας, στις 2 Ιουλίου, ήταν μια από τις μεγαλοπρεπέστερες της Βασιλεύουσας και είχε σχεδόν πολιουχικό χαρακτήρα. Σιγά – σιγά διαδόθηκε πρώτα στις γύρω περιοχές (Θράκη και Μικρά Ασία) και στη συνέχεια σε όλον τον ορθόδοξο χώρο, ιδιαίτερα, όπως παρατηρεί ο καθηγητής Δημήτριος Σ. Λουκάτος, στα δεσποτάτα της ηπείρου και του Μυστρά. Από εκεί πέρασε και στα δικά μας, τα ιόνια νησιά, όπου περισσότερο στη Ζάκυνθο, απέκτησε μεγάλη βαρύτητα.

Ιδιαίτερα γνωστή και αγαπητή ήταν για τους κατοίκους κυρίως της πόλης η φερώνυμος εκκλησία στο Αργάσι, σε μια αληθινά ειδυλλιακή τοποθεσία, η οποία παλιότερα ανήκε στην συντεχνία των Παντοπωλών, την περίοδο της Ενετικής Κυριαρχίας και αργότερα σ’ αυτήν των Ταριχοπωλών (Μπακάληδων), οι οποίοι την είχαν προστάτη. Στη γιορτή της γινόταν και γίνεται μεγάλο πανηγύρι, με λιτανεία της εικόνας της.

Ομώνυμες εκκλησίες υπήρχαν στο Ακρωτήρι, που τα ερείπιά της, δείγμα της πνευματικής μας ένδειας, ανακάλυψε και μας γνώρισε η Μαρία Σιδηροκαστρίτη, στο Μεγάλο Γαλάρο, μέσα σ’ ένα μαγευτικό λόγκο από πουρνάρια, στο Μπανάτο, όπου μετασεισμικά κτίστηκε σ’ άλλη θέση και στα Πηγαδάκια, που υπήρχε το 1544 τουλάχιστον και ανήκε στην οικογένεια Σπαθή. Αλλά και πολλά μικρά εκκλησάκια είχαν το όνομα της καλοκαιρινής αυτής Παναγίας.

Ασημοντυμένη εικόνα της υπήρχε στον προσεισμικό ναό του Αγίου Βασιλείου του Απάνου και μάλιστα στο γυναιτίκι, που σήμερα φυλάσσεται στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου της πόλης, καθώς και σε πολλές άλλες ιερές στέγες του νησιού μας.

Επειδή η γιορτή αυτή συμπίπτει με το θέρισμα και το αλώνισμα, συχνά δεν τιμάται με αργία από το λαό μας. Πιστεύεται, λοιπόν, πως όποιος δεν την θεωρήσει σχόλη, μπορεί να του κάψει τα δεμάτια των θερισμένων δημητριακών. Γι’ αυτό η γιορτή αυτή λέγεται της «Καψοδεματούσας».

Υπάρχει και μια παράδοση για κάποιο παπά, που παρά το σχήμα του δεν σεβάστηκε την ημέρα και πήγε ν’ αλωνίσει. Το αμάρτημά του ήταν τόσο μεγάλο, που άνοιξε η γη και τον κατάπιε, μαζί με τ’ άλογά του. Από τότε, αν κανείς περάσει από εκείνον τον τόπο στις 2 Ιουλίου, ακούει φωνές, σαν κάποιος να κεντρίζει τα ζώα. Όλα αυτά, όπως έχουμε ξαναγράψει, είναι κληρονομιά των αρχαίων θεοτήτων στους χριστιανικούς Αγίους και η απόδειξη μιας συνέχειας.

Χαρακτηριστικό έδεσμα της γιορτής για το νησί μας, ο νόστιμος «κουμπόστος», που είναι νιο στάρι, ψιλοκομμένο και βρασμένο με ζάχαρη. Παλιότερα τον έφτιαχναν σε όλα τα σπίτια και τον πρόσφεραν στους πανηγυριστές οι εορτάζουσες εκκλησίες, μέσα από μεγάλες, ξύλινες σκάφες.

Αυτό, όμως, που δίνει την μεγαλύτερη για μας αξία στην όμορφη αυτή γιορτή είναι η μουσική προσαρμογή του ονόματός της Παναγίας αυτής στην δική μας προφορά και διάλεκτο. Εκείνο το απότομα κομμένο «Βλαχέρνα» είναι στ’ αλήθεια βάρβαρο για τα ζακυνθινά χείλη, που αποφεύγουν ευαίσθητα τα συνεχόμενα σύμφωνα των λέξεων. Έτσι απόκτησε ένα ευφωνικό «αι» και έγινε «Βλαχέραινα». Κάποιοι αδαείς διορθώνουν, αλλά η ευαισθησία μας επιμένει. Ευτυχώς, που δεν έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Ανδρέα Λίτου: Τ Υ Ρ Α Ν Ν Ι Α (επίκαιρο ποίημα)


Όταν μού είπανε : έχασες τη λευτεριά σου,
η απόκριση μου κοφτή: ποτέ!
Aλήθεια – Έρως –Ελευθερία,
ο μέσα μου πλούτος,
τρία ξίφη αντίστασης.
Χωρίς δεσμωτήρια γι' αυτά η τυραννία...
Δίσεκτες μέρες και μήνες διαβήκανε
κι οι τύραννοι
σαπίσανε μες στα όνειρα τους.


[Εικαστικό σχόλιο: Χαρακτικό Βίκυς Τσαλαπατά, 2010]

Τα Περιφερειακά Μουσεία των Λογοτεχνών μπροστά στην πρόκληση της νέας εποχής της παγκοσμιοποίησης. Η περίπτωση του Μουσείου Σολωμού: ιδέες, δράσεις και εφαρμογή

Της Κατερίνας Δεμέτη
Αρχαιολόγου-Διευθύντριας στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων


Κύριε Δήμαρχε, Κυρία Πρόεδρε του Συλλόγου Μουσειοπαιδαγωγών Ελλάδας, Κυρίες και Κύριοι,

Σαν εκπρόσωπος του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, σας ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση που μας κάνατε, να παρευρεθούμε στην ημερίδα με θέμα: «Μουσεία Λογοτεχνών: Συνάντηση στο Σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο».


Όπως είναι γνωστό τα Μουσεία: Αρχαιολογικά, Βυζαντινά, Λαογραφικά, Εθνολογικά, Μουσεία Φυσικής Ιστορίας, Μουσεία Καλών Τεχνών, Ιστορικά, Υπαίθρια, Οικολογικά και Οικομουσεία, Μουσεία-κήποι και φυσικά πάρκα, Μουσεία Οπτικοακουστικών Μέσων, ιδιωτικά και κρατικά, μεγάλα και περιφερειακά, στην Ελλάδα, αλλά και σ’ όλο τον κόσμο, σαν ζωντανοί οργανισμοί που είναι, δεν αντιμετωπίζουν όλα τα ίδια προβλήματα…

Καλούνται όμως σαν ζωντανοί οργανισμοί, να δραστηριοποιηθούν μέσα στις ίδιες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και να δοκιμαστούν κάτω από τα ίδια μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Στις μέρες μας, για παράδειγμα, μέσα στη σκόνη που σηκώνει η παγκοσμιοποίηση, ανεβαίνει το ενδιαφέρον για το παρελθόν και μεγαλώνει η ανάγκη για συγκριτική μελέτη της ιστορίας, ευθύνη που τα ιστορικά μουσεία καλούνται να επωμιστούν εξ’ ολοκλήρου.

Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα: κατά πόσο σαν μεμονωμένοι πολιτιστικοί φορείς είμαστε σε θέση να φέρουμε εις πέρας με επιτυχία, την πρόκληση της νέας εποχής και με ποιο τρόπο το καθένα μας.

Η πρωτοβουλία σας για τη διοργάνωση της ημερίδας αυτής, αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ένα πρώτο βήμα για τη θετική προσέγγιση των προβλημάτων και απαρχή για την επίλυσή τους, αφού στοχεύει κατ’ αρχήν στη γνωριμία μας, αλλά κυρίως στην ανταλλαγή εμπειριών και δράσεων.

Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε, ότι ο βασικός προβληματισμός που διέπει την ημερίδα αυτή, είναι σε άμεση συνάρτηση με την αλλαγή του ρόλου του Μουσείου μέσα στην κοινωνία και του τρόπου που το κάθε Μουσείο φροντίζει να διαπραγματευτεί το ρόλο αυτό. Τα πρώτα Μουσεία, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 16οαι, με το τέλος του Μεσαίωνα και την αρχή της Αναγέννησης και βασίστηκαν ως προς το περιεχόμενο στις ιδιωτικές συλλογές πριγκιπικών οικογενειών, που αποτέλεσαν τη βάση των σημερινών μεγάλων μουσείων [1]. Στα τέλη του 18ου αι. εμφανίζεται στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, το Μουσείο ως κτιριακός τύπος. Τα πρώτα κτίρια μουσείων στέγασαν ως επί το πλείστον αυτές τις ιδιωτικές συλλογές των ευγενών ή του κλήρου με τις ρωμαϊκές και τις αρχαιοελληνικές συλλογές, σαν αποτέλεσμα της αρχαιοφιλίας που γεννήθηκε γύρω στα μέσα του 18ου αι. [2]

Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το Σύγχρονο Μουσείο είναι άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνία και συμμετέχει στην επίτευξη των στόχων της. Σύμφωνα άλλωστε, με το άρθρο 3 του Καταστατικού του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM): «Μουσείο είναι ένα ίδρυμα μόνιμο, μη κερδοσκοπικό, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της εξέλιξής της. Είναι ανοικτό στο Κοινό, για να δει και να καταλάβει την ιστορία του, με τη βοήθεια των αντικειμένων (υλικός πολιτισμός), που δημιούργησαν οι κοντινοί και μακρινοί πρόγονοί του. Κάνει έρευνες σχετικές με τα υλικά τεκμήρια του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του, τα συλλέγει, τα διαφυλάττει, τα συντηρεί, τα κοινοποιεί και ιδίως τα εκθέτει για μελέτη, παιδεία και ψυχαγωγία» [3].

Ο φετινός εορτασμός, εξάλλου, της Παγκόσμιας Ημέρας των Μουσείων, στις 18 Μαΐου, που είχε θέμα: «Μουσεία και Μνήμη», προκύπτει σα φυσική συνέπεια του ορισμού που αναφέραμε παραπάνω. Το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, συμμετείχε στον εορτασμό αυτό με μία έκθεση βιβλίων για το λαϊκό πολιτισμό από τη Βιβλιοθήκη του και ζακυνθινών ενδυμασιών και έργων κεντητικής από τις συλλογές του, τα οποία φυλάσσονταν στις αποθήκες του.

Η 18η Μαΐου έγινε λοιπόν η αφορμή για να παρουσιαστεί σε μία περιοδική έκθεση ένα υλικό, που δεν ήταν εκτεθειμένο στο κοινό, έγινε όμως η ευκαιρία για να γνωρίσουμε από μία άλλη οπτική την ιστορία της Ζακύνθου, αφού όπως είναι γνωστό η ενδυμασία αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της αισθητικής αντίληψης των ανθρώπων, της πολιτιστικής τους ταυτότητας και της εξέλιξής τους στη μακραίωνη ιστορία.

Η νέα παγκοσμιοποιημένη εποχή ωστόσο, μας βάζει μπροστά από έναν άλλου είδους προβληματισμό, καθώς σαν φορείς πολιτισμού, δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μόνο το κοινό της ιδιαίτερης πατρίδας μας, αλλά και ένα πολύ ευρύτερο κοινό, με μόνη πρόγευση τη μικρότερη ή μεγαλύτερη εμπειρία του καθενός μας από την πλοήγησή του στο διαδίκτυο. Είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο και πώς θα μπορούσαμε να γίνουμε;

Οι απαισιόδοξοι θα βιαστούν ν’ απαντήσουν αρνητικά, ενώ οι υπεραισιόδοξοι θα πουν ότι θα τα καταφέρουμε, γιατί «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Η δική μας γνώμη βρίσκεται κάπου στη μέση, και βιάζομαι να εξηγήσω: θα τα καταφέρουμε, εάν μπορέσουμε να υλοποιήσουμε το βασικό ρόλο που το Σύγχρονο Μουσείο καλείται στις μέρες μας να παίξει, δηλαδή εάν πεισθούμε να γίνουμε απαιτητικό Μουσείο.

Τι εννοούμε όμως όταν λέμε απαιτητικό Μουσείο; Εννοούμε μόνο ότι ζητάμε χρήματα από το Υπουργείο για τις ανάγκες μας; Ή κάτι περισσότερο; Έχουμε τη γνώμη ότι, ένα Σύγχρονο Μουσείο είναι τέτοιο, όταν είναι απαιτητικό σε οργάνωση, απαιτητικό σε εργασία, απαιτητικό σε στελέχωση και κυρίως απαιτητικό σε στόχους. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ανακαινισμένο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, αφού σας γνωρίσω πρώτα λίγα στοιχεία για το ιστορικό και το περιεχόμενο των συλλογών του.

Χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953, στην ιστορική πλατεία του Αγίου Μάρκου, σε οικόπεδο που δώρισε το εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού, Άγιος Νικόλαος των Ξένων της Ζακύνθου, στη θέση που βρισκόταν ο ναός του Παντοκράτορα, και το οποίο οικοδομήθηκε με οικονομική αρωγή του Κράτους, διαφόρων φορέων και πολλών ιδιωτών. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα πρώτα χρήματα για την κατασκευή του, μαζεύτηκαν με έρανο στα σχολεία του ελληνικού κράτους. Η πρώτη σκέψη δημιουργίας Μουσείου Σολωμού καταγράφεται το 1903, όταν δωρίθηκαν τα χειρόγραφα του εθνικού ποιητή, για την ίδρυση σχετικού Μουσείου, με την ευκαιρία του εορτασμού της εκατονταετηρίδας από τη γέννησή του. Αποτελεί φιλολογικό-κοινωνικό σωματείο, που ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1959, και από τις 24 Αυγούστου 1966, θέτει σε λειτουργία το Μουσείο. Το Σωματείο διοικείται από εξαμελές συμβούλιο. Σταθμός για την ιστορία του, υπήρξε η ίδρυση του Σωματείου των «Φίλων του», το 1987, με έδρα την Αθήνα. Το 1978 η Ακαδημία Αθηνών τίμησε με Βραβείο το Μουσείο για τη δράση του.

Στο ισόγειο στεγάζεται το Μαυσωλείο, το οποίο από τις 17 Ιανουαρίου 1968, φιλοξενεί τα οστά των δύο εθνικών ποιητών Διονυσίου Σολωμού και Ανδρέα Κάλβου, και της συζύγου του δευτέρου. Ο όροφος του κτιρίου περιλαμβάνει τις αίθουσες Διονυσίου Σολωμού, Διονυσίου Ρώμα, Νικολάου και Θάλειας Κολυβά και την Πτέρυγα Επιφανών Ζακυνθίων στην οποία περιλαμβάνεται μετά από την επέκταση, η Αίθουσα Ιδρύματος Παναγιώτη και Έφης Μιχελή. Η Πτέρυγα Επιφανών Ζακυνθίων συνεχίζεται και στο νέο τμήμα του ισογείου, ενώ στο δεύτερο όροφο λειτουργεί η Αίθουσα Σταύρου Σ. Νιάρχου με τη Βιβλιοθήκη και το Τμήμα Τεκμηρίωσης του Μουσείου.

Στις αίθουσες αυτές, εκτίθενται φορητές εικόνες κρητικής και κρητικοεπτανησιακής σχολής 17ου–18ου αι., προσωπογραφίες επιφανών Ζακυνθίων 17ου-20ου αι., μπρούτζινες προτομές Ζακυνθίων ιεραρχών και ανθρώπων του πνεύματος, έπιπλα εποχής προερχόμενα από ζακυνθινά αρχοντικά, μουσικά όργανα, έργα πλαστικής-κεραμικής, αντικείμενα ξυλοτεχνίας-ξυλογλυπτικής, έργα μεταλλουργίας, νομίσματα, εκμαγεία νομισμάτων, κεντήματα, πλεκτά, κοσμήματα, γκραβούρες, μελανογραφίες, φωτογραφίες και οικόσημα. Από το πλούσιο αρχειακό υλικό του ξεχωρίζουν τα χειρόγραφα του Διονυσίου Σολωμού, του Νικολάου Μάντζαρου, του Ερμάνου Λούντζη, του Αντωνίου Μάτεση, του Ιωάννη Τσακασιάνου, του Διονυσίου Ρώμα, του Παύλου Καρρέρη και του Γρηγορίου Ξενόπουλου.

Για να μην κουράσουμε το εκλεκτό ακροατήριο θα περιοριστούμε στις πολιτιστικές πρωτοβουλίες που το Μουσείο μας έλαβε το έτος 2010, ένα έτος κατά το οποίο η δυσμενής οικονομική συγκυρία, περιόρισε κατά πολύ τις δραστηριότητές μας και δημιούργησε μεγάλη ανασφάλεια για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του. Σ’ αυτό συντέλεσε κυρίως η πολύ αργοπορημένη και περικομμένη, κατά το 1/3 του αιτηθέντος ποσού, ετήσια επιχορήγηση από το Υπουργείο, γεγονός που απαγόρευσε τον προγραμματισμό αρκετών δράσεων, κατά τις οποίες θα διευρύναμε το πολιτιστικό και κυρίως το εκπαιδευτικό μας έργο.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τις κάτωθι:
Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010: Εκπαιδευτική ξενάγηση στη Λέσχη Ανάγνωσης Ζακύνθου, με θέμα τη «Γυναίκα τση Ζάκυνθος» του Δ. Σολωμού. Παρουσίαση ψηφιοποιημένου χειρογράφου και εντοπισμός των σχετικών εκδόσεων στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου.
Κυριακή 25 Απριλίου 2010: Συνδιοργάνωση με το Σωματείο «Giostra di Zante», Ημερίδας με θέμα: «Η Γκιόστρα στη Ζάκυνθο», ως συμμετοχή του Μουσείου στο τριήμερο εκδηλώσεων «Η Γκιόστρα τ’ Άι-Γιωργιού», του Σωματείου Giostra di Zante.
Τρίτη 18 Μαΐου: Συμμετοχή του Μουσείου στη Διεθνή Ημέρα Μουσείων 2010, που είχε θέμα: «Μουσεία για την αρμονική συνύπαρξη».
Παρασκευή 13 Αυγούστου: Συνδιοργάνωση με το Σωματείο «Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων» της παρουσίασης του βιβλίου του Νίκια Λούντζη στο λόφο του Στράνη: «Η Ζάκυνθος μετά μουσικής…Ζακυνθινοί Μουσουργοί, Μουσικοί και Μουσικολόγοι-Επτανησιακή Σχολή, τόμος Γ΄, Αθήνα 2010».
24 έως 26 Σεπτεμβρίου: Συμμετοχή του Μουσείου στις Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2010. Κατά το τριήμερο από 24 έως 26 Σεπτεμβρίου λειτούργησε στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου έκθεση εκδόσεων για το Διονύση Ρώμα, δευτέρου κατά σειρά Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου (1961-1981) και έγινε εκπαιδευτική παρουσίαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή των χειρογράφων του, που φυλάσσονται στο αρχείο του Μουσείου και των προσωπικών του αντικειμένων, ως συμβολή στα 30 χρόνια από το θάνατό του (1906-1981), που συμπληρώνονται το 2011. Επίσης το Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου διοργανώθηκε διάλεξη στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ζακυνθίων. Κεντρικός ομιλητής ο κ. Διονύσης Σέρρας, ο οποίος μίλησε με θέμα: «Η Μαγεία στο έργο του Διονύση Ρώμα». Επίσης έγινε προβολή με θέμα: «Παρουσίαση ψηφιοποιημένων χειρογράφων Διονυσίου Ρώμα από τη συλλογή του Μουσείου Σολωμού».
7 έως 10 Οκτωβρίου: Συμμετοχή του Μουσείου σε Πανελλήνια Εκστρατεία του ΥΠ.ΠΟ.Τ.- Δ/νση Μουσείων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων με θέμα «Περιβάλλον και Πολιτισμός 2010: Φωνές Νερού μυριάδες» σε συνεργασία με την Α΄/θμια και Β΄/θμια Εκπ/ση Ζακύνθου, με εκπαιδευτικό πρόγραμμα μέσα στο Μουσείο με θέμα: «Το Νερό μέσα στην ποίηση του Διονυσίου Σολωμού». Το Μουσείο μπήκε στην αφίσα του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος απέστειλε φωτογραφικό υλικό και τα έργα που φιλοτεχνήθηκαν από τους μικρούς μαθητές, αναρτήθηκαν στην επίσημη ιστοσελίδα του ΥΠ.ΠΟ.Τ (www.yppo.gr).
Σάββατο 18 Δεκεμβρίου: Τελετή Αδελφοποίησης Μουσείων Σολωμού Ζακύνθου- Κερκύρας με την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ζακυνθίων. Κεντρικός ομιλητής ο κ. Νίκιας Λούντζης, Πρόεδρος του Σωματείου «Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων», ο οποίος μίλησε με θέμα: «Ο Σολωμός και το χρέος των Επτανήσων».

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη παρουσίαση του προφίλ του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να σημειώσουμε ότι, οι δράσεις αυτές γίνονται μέσα από το καθημερινό άγχος για την οικονομική του επιβίωση. Γι’ αυτό θα πρέπει να υποστηριχτεί οικονομικά για να μπορέσει να συνεχίσει να δραστηριοποιείται. Σημαντικό για το Μουσείο είναι η εξασφάλιση τακτικής επιχορήγησης από το ΥΠ.ΠΟ., που θα καλύπτει μέρος έστω των λειτουργικών του δαπανών.

Ιδέες υπάρχουν πολλές, όπως επίσης και όρεξη για την πραγμάτωσή τους. Χωρίς όμως ενίσχυση, πολλές απ’ αυτές κινδυνεύουν να μείνουν μόνο στα χαρτιά. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων δεν αποτελεί εξαίρεση. Η αξιόλογη πρωτοβουλία του Συλλόγου Μουσειοπαιδαγωγών Ελλάδας και του Δήμου Σκιάθου, επιβεβαιώνει την προσπάθεια για εκπλήρωση των στόχων του απαιτητικού Μουσείου. Γι’ αυτό είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον.

Προτείνουμε ωστόσο και κάποιες πιο εξειδικευμένες δράσεις:
1. Τη δημιουργία Δικτύου Μουσείων, που με κοινές σελίδες στο Διαδίκτυο (Internet) θα διαφημίζεται το περιεχόμενο του κάθε Μουσείου
2. Την πραγματοποίηση μιας περιοδικής έκθεσης με υλικό από τα Μουσεία του Δικτύου, που θα περιηγηθεί όλη την Ελλάδα. Το κάθε Μουσείο θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει μια ξεχωριστή ενότητα, αφού τα περισσότερα έχουν διαφορετικό υλικό. Η σύνδεσή τους θα οδηγήσει ενδεχομένως στο «ιδανικό Μουσείο» για την Ελληνική Λογοτεχνία, Ιστορία και Τέχνη, το οποίο θα προβάλει με τον καλύτερο τρόπο τον πολιτισμό μας με την μορφή της ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας στον υπόλοιπο κόσμο.
3. Την δημιουργία ηλεκτρονικής (CD-ROM) και έντυπης (οδηγού) έκδοσης, στην οποία θα παρουσιάζει το υλικό αυτό.

Κυρίες και Κύριοι,
Η συναίσθηση ότι ανήκουμε όλοι σε μια κοινότητα θα μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε τις αδυναμίες μας και να προσπαθήσουμε να τις ξεπεράσουμε. Πρέπει κατ’ αρχήν να παραδεχτούμε την υποκειμενικότητά μας. Σε μια εποχή που ο πολιτισμός τείνει να γίνει παγκόσμιος και οι εθνικές ή τοπικές διαφορές αμβλύνονται, τα μουσεία, τα ελληνικά μουσεία, αποτελούν τις απαραίτητες δεξαμενές, απ’ όπου μπορεί να αντληθεί η αναγκαία για την εξέλιξη της ζωής και των κοινωνιών ποικιλομορφία. Ας ενισχύουμε και ας επισκεπτόμαστε τα Μουσεία μας. Μπορούμε να διδαχτούμε πολλά…

Σας ευχαριστώ.

----------------------

1. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τεύχος 16: Αύγουστος 1995. Αφιέρωμα «Παιδί και Μουσείο»:σ.8-11: Αντρέα Ιωαννίδη: «Μουσείο Μοντέρνο ή και Δημοκρατικό»:
2. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τεύχος 16: Αύγουστος 1995. Αφιέρωμα «Παιδί και Μουσείο σ.72-77: Ελευθέριος Οικονόμου:«Το Μουσείο στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής».
3. Άρθρο 3 του Καταστατικού του ICOM.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ / GUSTAV MAHLER / ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ ΤΟΥ ΜΙΛΑΝΟΥ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

«ή όπως
ρυθμός της μουσικής που μένει
εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα»
Γιώργος Σεφέρης
ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΧΤΙΝΑ

«Ο αγώνας του για τις αιώνιες αξίες, η ανύψωσή του πάνω από τα ευτελή, και η δίχως παραχωρήσεις αφοσίωσή του στην αλήθεια αποτελούν ένα πρότυπο αγιότητας». Με αυτά τα λόγια, η Άλμα Μάλερ, περιγράφει στα απομνημονεύματά της την προσωπικότητα του συζύγου της, Γκούσταβ Μάλερ.

Ο Γκούσταβ Μάλερ, Αυστριακός συνθέτης, αρχιμουσικός και πιανίστας γεννήθηκε το 1860 στο Καλίστ της Βοημίας που τότε ανήκε στην Αυτοκρατορία της Αυστρίας και τώρα στη δημοκρατία της Τσεχίας και δίκαια οι Τσέχοι τον θεωρούν δικό τους. Ο Μάλερ, παράλληλα με τη μουσική, σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία και ιστορία της μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.

Ως αρχιμουσικός διηύθυνε διάφορες ορχήστρες αλλά η φήμη του εδραιώθηκε όταν το 1887 αντικατέστησε στην Όπερα της Λειψία τον ασθενήσαντα διάσημο Ούγγρο αρχιμουσικό και βιολονίστα Arthur Nikisch [1855-1922], με συνέπεια να γίνει περιζήτητος από τις Συμφωνικές Ορχήστρες και τις Όπερες,

Η δεκαετία 1897-1907 ήταν από τις πιο παραγωγικές και ευτυχισμένες στη ζωή του, αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας και της Όπερας της Βιέννης, που γνώρισαν τη μεγαλύτερη δόξα τους υπό την καθοδήγησή του. Δύο χρόνια αργότερα το 1909-1910, φεύγει για την Αμερική επικεφαλής της Μετροπόλιταν Όπερας και της Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στην Βιέννη όταν αρρώστησε από ανίατη ασθένεια όπου και πέθανε το 1911 στα 51 του χρόνια στο αποκορύφωμα της δημιουργικής του καριέρας.

Ο Μάλερ υπήρξε σημαντικότατος Συνθέτης και Αρχιμουσικός και σημάδεψε με το πέρασμά του το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Το έργο του, το οποίο έχει τις ρίζες του στο ρομαντισμό, καταλήγει σε κάτι καινούργιο που προαναγγέλλει τη σύγχρονη μουσική. Στις συμφωνίες του αναπτύσσει φιλοσοφικές ιδέες, αναγνωρίσιμες στα τραγούδια του, στα χορωδιακά και στις συμφωνίες του. Το τραγικό συνυπάρχει εν αρμονία με το ιδεαλιστικό στοιχείο. Αξιοποιεί θαυμαστά στοιχεία ρεαλιστικά, όπως ακούσματα του δρόμου που προέρχονται από στρατιωτικές ή λαϊκές μπάντες, ποιμενικούς ήχους κουδουνιών από τα αλπικά βουνά, χτύπους των ξυλοκόπων από τα δάση της Αυστρίας, ή θρήνους από τον καθημερινό πόνου και το πένθος των ανθρώπων, μετουσιώνοντάς τα σε μουσικό «Λόγο» που προσπαθεί ν’ αγγίξει το «Θεϊκό», μέσα από μία πανδαισία ηχοχρωμάτων και ιδεών. Μεγάλο του προσόν ως αρχιμουσικού ήταν η σαφήνεια στις ερμηνείες του, οι απαλές εναλλαγές και η άνετη επιβολή στην ορχήστρα του.

Ο άνθρωπος, που έκανε ευρύτερα γνωστό στο μουσικόφιλο κοινό τον Γκούσταβ Μάλερ, ήταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος ο οποίος μάλιστα άφησε την τελευταία του πνοή το 1960 από καρδιακή προσβολή ενώ έκανε πρόβα με την Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου στο δεύτερο μέρος από την Τρίτη Συμφωνία του Αυστριακού Συνθέτη.

Από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου που ιδρύθηκε το 1982 από τον Κλαούντιο Αμπάντο και έκτοτε διαγράφει λαμπρή πορεία ανά τον κόσμο με σπουδαίους μαέστρους να ανεβαίνουν στο πόντιουμ όπως οι: Ρικάρντο Μούτι, Λ. Μάζελ, Ρ. Σαϊγί, Ντ. Μπάρνμποϊμ κ.α., ακούσαμε στις 26-7-2011 στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, τη «Συμφωνία αρ. 6 σε λα ελάσσονα», την επονομαζόμενη «Τραγική».

Το τραγικό στοιχείο, διάχυτο στη Συμφωνία, τρόμαξε την Άλμα Μάλερ και την έκανε να πιστεύει ότι ο σύζυγός της «προείδε το μέλλον του». Ίσως η βαθύτερη πίστη του Συνθέτη, ότι δηλαδή «Μια συμφωνία πρέπει να κλείνει μέσα της τον κόσμο», τον έκανε να τοποθετήσει στο έργο του τον προσωπικό του μύθο με όλες τις διακυμάνσεις της Ζωής και της «Μοίρας». Με «Λόγο» τραγικό, λυρικό, εκστατικό, άλλοτε δραματικό, μυστικιστικό και κάποτε σαρκαστικό, επεξεργάζεται τα αιώνια θέματα με τα οποία παλεύει ακόμα ο άνθρωπος, τον έρωτα, το θάνατο, τη ζωή. Και τα τρία σφυροκοπήματα της «Μοίρας» έρχονται τη στιγμή που ο «πάσχων» ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με το συνειδητό και το ασύνειδο, με το τέλειο και το ατελές.

Μεγάλη βραδιά η χθεσινή για το Φεστιβάλ Αθηνών που γιόρτασε τα 100 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Αυστριακού Συνθέτη, με το Ηρώδειο γεμάτο από ένα ακροατήριο πειθαρχημένο που άκουγε με ευλάβεια και μετείχε στη μουσική μυσταγωγία.

Ο Ρώσος μαέστρος Σεμνιόν Μπιτσκόφ, και η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου μας πρόσφεραν μια λαμπερή ερμηνεία, της Έκτης Συμφωνίας σε λα ελάσσονα, γεμάτη ένταση και φαντασία, πλούσια σε ηχοχρώματα που ανέδειξε τις πνευματικές ανησυχίες του Συνθέτη και φώτισε τις «σκοτεινές» πτυχές της.

Λένε ότι η Έκτη Συμφωνία, η «Τραγική», του Γκούσταβ Μάλερ δεν οδηγεί στην κάθαρση, εμείς, όμως, πήραμε από τα πολλά «κεκρυμμένα» στο θησαυροφυλάκιό της, της λύτρωσης τη γαλήνη.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Η αρχαιοελληνική λυρική ποίηση παραμυθία στις δύσκολες έγνοιες

Γράφει ο ΠΑΥΛΟΣ ΦΟΥΡΝΟΓΕΡΑΚΗΣ

Η ζωή μας μια φούσκα στα χέρια των ισχυρών, παθιασμένο, λυσσαλέο παιχνίδι στον τζόγο της παγκόσμιας ρουλέτας. Εκεί αυξομειώνουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους τις οικονομικές αξίες συνάμα με τις ηθικές, αν μπορεί κανείς να διακρίνει ίχνη τους. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιέρειες της επικοινωνίας, αδίστακτα όπλα της προπαγάνδας για την κάμψη της αντίστασης των λαών και της φίμωσης των αιτημάτων τους. Ανελέητος καθημερινός μιντιακός βομβαρδισμός δημιουργεί ενόχους εκείνους που κάποτε θεωρούσε πρωταγωνιστές της ανάπτυξης μέσα από πολυειδείς δανεισμούς και αλόγιστο καταναλωτισμό. Αυτό που κάποτε θεωρούνταν οικονομική αρετή, σήμερα εξοβελίζεται στην πυρά της κόλασης που αφήνουν την τέφρα τους οι φτωχοί και αδύναμοι…

Η θλίψη και η οργή μαζί βγήκαν στους δρόμους και στις πλατείες. Κομματικές διαδηλώσεις και συνεχείς ογκώδεις συγκεντρώσεις αγανακτισμένων πολιτών στις μεγάλες πλατείες αποτελούν τα μεγάλα αναχώματα του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας. Δύσκολος πολεμικός καιρός της ψυχολογικής βίας και της βιωματικής στέρησης εξαφανίζει το χαμόγελο και ορθώνει το προσωπείο της θλίψης σε όσους στέκουν απαθείς και αναμένουν το μοιραίο. Η πάλη των τάξεων και των κοινωνικών ομάδων, όπως και οι εναλλαγές της θλίψης με τη χαρά, ανέκαθεν σηματοδοτούσαν τη ζωή μας και η λυρική ποίηση γινόταν το αγκυροβόλι της ανθρώπινης ψυχής.

Λίγοι στίχοι από τον Παριανό ποιητή Αρχίλοχο, που έζησε τον 7ο αι. π. Χ., πιστοποιούν την ανθρώπινη μοίρα και την τάση του ανθρώπου να λυτρώνεται και να διδάσκεται από την ποιητική τέχνη:

«Ψυχή, ψυχή, που στις δύσκολες σε συνταράζουν έγνοιες,
ορθώσου και γυρίζοντας προς τους εχτρούς το στήθος
υπερασπίσου, αφού γερά τη θέση σου κρατήσεις
μες στα καρτέρια των εχτρών. Κι ανίσως και νικήσεις,
να μην καυχιέσαι φανερά, μήτε να κλαις στο σπίτι,
πέφτοντας χάμου, αν νικηθείς. Παρά να χαίρεις λίγο
για τις χαρές και στα κακά να μην πολυλυπάσαι.
Και ξέρε τους ανθρώπους ποιος ρυθμός τούς κυβερνάει».

Ο συνεχής αγώνας, αλλά και το μέτρο ακόμα και στις χαρές, ήταν η φιλοσοφία των προγόνων μας. Πόσο μας κοστίζει σήμερα, όταν δεν τα τηρούμε και παρασυρόμαστε από τα πάθη και τις εμμονές του εφήμερου και του παροδικού! Ακόμα και στις πιο απαισιόδοξες στιγμές, τις προσωπικές εξοντωτικές έγνοιες, η ποίηση διώχνει τα σύννεφα της απελπισίας και όλα γίνονται δυνατά στον κόσμο τούτο από τους συμπαντικούς θεούς. Στην αρχαία Ελλάδα ο θεός Δίας μπορεί όλα να τα αλλάζει, όπως στους επόμενους στίχους του ίδιου ποιητή:

«Κανένα πράγμ΄ ανέλπιστο δεν είναι, ούτε αν κανένας
κάνει όρκο ότι δεν έγινε, μηδέ παράξενο είναι,
μια κι ο πατέρας των θεών, ο Δίας, στο μεσημέρι
έφερε νύχτα, αφού έκρυψε το φως του λαμπερού ήλιου.
Και τους ανθρώπους έπιασε ο κρύος φόβος, όλα
γίνονται τώρα πιστευτά κι όλα να τα παντέχουν
Οι άνθρωποι και κανένας σας να μη θαυμάζει , αν βλέπει
πως τα θεριά θαλασσινή φωλιά με τα δελφίνια
αλλάξαν και τα κύματα τα βροντερά τους γίναν
πιο αγαπημένα απ' τη στεριά, κι ότι και το βουνό είναι
γλυκό για τα δελφίνια».

(Οι τελευταίοι στίχοι θυμίζουν και το νεότερο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, σατιρικής μορφής, που αρχίζει με το στίχο: «Ποιος είδε ψάρια στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη»)

Σήμερα ίσως είναι οι συμπαντικές δυνάμεις του χάους που μοιάζουν απρόβλεπτες, ή ο όποιος σύγχρονος Θεός που οι πιστοί του τον θέλουν να επεμβαίνει στα ανθρώπινα… Το ζητούμενο είναι να έχει κανείς θάρρος και αυτοπεποίθηση να μη ρίχνει την ασπίδα του αλλά και να μη χάνει το κέφι του, να αναζητά τις χαρές της ζωής.

Ο Ανακρέοντας (6ος αι. π. Χ.) στους επιτραπέζιους λυρικούς στίχους αναζητά το κρασί για να κεφώσει:

«Εμπρός, παιδί, φέρε μου κανάτα, μονορούφι
να πιω, αφού βάλεις μες σ΄ αυτή νερό ποτήρια δέκα
και κρασί πέντε, για να μπω με ρέγουλα στο κέφι».

Κι ο Αλκαίος (7ος-6ος αι. π. Χ. ) από τη Μυτιλήνη φαίνεται ότι υμνούσε το κρασί για τις μέρες της κάψας:

« Μούσκεψε το πλεμόνι με κρασί
Γιατί το Αστρί του αψήλου παίρνει.
Είναι πολύ δυσάρεστη η εποχή
κι όλα διψούν απ ' το μεγάλο κάμα.
Γλυκά μέσα στα φύλλα τραγουδεί
ο τζίτζικας … κι ο ασκόλυμπρος* ανθίζει.
Τώρα οι γυναίκες είναι αδιάντροπες
Πολύ, κι οι άντρες ισχνοί, γιατί κεφάλι
και γόνατα ο Σείριος τα φυραίνει».

Διάγουμε την εποχή της κάψας και του γαϊδουράγκαθου που βγάζει ωραία άνθη, μωβίζουν όμως σαν μεγαλοβδομαδιάτικο εκκλησιαστικό ντεκόρ και κρύβουν στον κορμό τους το αγκάθινο στεφάνι του προσωπικού και εθνικού μας Γολγοθά. Λένε πως σε τέτοιους καιρούς αυξάνονται τα εξαρτησιογόνα, ποτά και ουσίες, τα αντικαταθλιπτικά, οι αυτοχειρίες… Όμως, η φυγή από την πραγματικότητα και η παραίτηση είναι καταστροφή, ενώ ο «εύθυμος» κεφάτος αγώνας αλλάζει τον τρόπο και το πάλεμα της ζωής! Η ερωτική εγρήγορση της Σαπφώς, η γνωμική στάση του Σιμωνίδη από την Κέα, οι διθύραμβοι του Θέσπη και, βέβαια, το ποιητικό μεθύσι σαν του Ανακρέοντα, που ύμνησε το κρασί αλλά ποτέ δεν δοκίμασε, ας γίνει και ο δικός μας δρόμος.

Ζάκυνθος, 22-6-2010

γαϊδουράγκαθο

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή: ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΑΕΡΑΚΙ (νέο διήγημα)

Μπαίνουμε στο εξεταστικό κέντρο. Κοίταζω πίσω και βλέπω τη μάνα μου. Βουρκωμένη, όπως πάντα. Σα να πηγαίνω στον πόλεμο. Της γελώ από απόσταση. Το παίρνει χαμπάρι και κουνάει το χέρι. Κάθομαι στο θρανίο. Γράφω τα στοιχεία μου και περιμένω. Περιμένω όπως όλοι. Μόνος απέναντι στο γραπτό, αμίλητος και σοβαρός. Σκέφτομαι τα αδέλφια μου. Το πέρασαν πριν από εμένα. Έτσι θα ήταν. Μέσα σε σκέψεις και βουτηγμένοι στο άγχος. Όλη η προσπάθεια σε μια εξέταση. Όλα τα χρόνια σε μια στιγμή. «Τι άδικο…», λέω και τρομάζω. «Είμαι πανέτοιμος», επαναλαμβάνω δις. «Τίποτα δεν με πτοεί. Ό,τι και να βάλουν, θα τους ξεσκίσω». Κάποιος σπάζει τη σιωπή:

- Πού είναι τα θέματα; ρωτάει ευγενικά.

Πιάνω το στυλό. Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει.

- Δεν μας τα έχουν δώσει ακόμη, λέει η κυρία και γελάει επιτηρώντας μας. Ξεσφίγγομαι. Κοιτάζω έξω. Άνοιξη. Μια γάτα κυνηγάει μιαν άλλη. Έρωτας και αναζητώ τα μάτια της Μαίρης. Βουρκωμένα. «Τι;» τής γνέφω, με συμπάθεια. Δαγκώνει τα χείλη της και κάτι μου λέει. Δεν ακούω, είναι μακριά. Κάποιος μπαίνει στην αίθουσα. Ετοιμάζομαι. Κρύος ιδρώτας με λούζει... Η ώρα της κρίσης...

- Άκυρο, σχολιάζει ο μπροστινός μου. Σκουπίζω τη στάλα λίγο πιο πάνω από το φρύδι. Γυρίζω και κοιτάζω τη Μαίρη με διάθεση. Έχει πιάσει το κεφάλι της και κοιτάζει το πάτωμα. Απέναντι κάποιος έχει γράψει στον τοίχο: Κάτω από τα βιβλία υπάρχει παραλία. Βάζω τα γέλια. Η κυρία με κοιτά με απορία. «Βλαμένο θα 'ναι», θα σκέφτεται. Σοβαρεύομαι ξανά και περιμένω. Αρχίζω να νοιώθω πόνο στο στομάχι. Δεν μπορούσα να βάλω μπουκιά τις τελευταίες μέρες. Τίποτα δεν με ευχαριστούσε. Ήθελα μόνο να περάσει ο χρόνος. Μου έρχεται στο νου ο πατέρας. Δυο μήνες άνεργος. Για να πληρώσει το φροντιστήριο, συμφώνησε να το βάψει το καλοκαίρι. Θα τον βοηθήσω κι εγώ. Αν έρθουν και τ' αδέλφια μου, τότε θα περάσουμε όμορφα. Τι φαΐ να έχουμε σήμερα; Πεινάω, γράφω πάνω στο θρανίο με τρόπο. Η κυρία το παίρνει χαμπάρι και με κακοκοιτάει. Σαλιώνω το δάχτυλο και σβήνω τη διάθεση. Είμαι έτοιμος.

- Μήπως έχετε πληροφόρηση, πότε μπορεί να έρθουν τα θέματα; ρωτώ με ευγένεια.

- Βιάζεσαι; μού απαντά ειρωνικά η επιτηρήτρια.

Την κοιτώ με οργή. Αυτή γελά και μου γυρίζει την πλάτη.

- Δυστυχώς, υπάρχει μια μικρή καθυστέρηση, ανακοινώνει ο υπεύθυνος και φεύγει προτού ακούσει παράπονα.

Πόσο θα ήθελα να είμαι αλλού. Το αεράκι κουνά τις κουρτίνες και χάνεται μόνο στην αυλή. Ζηλεύω. Ο κόσμος αρχίζει να νοιώθει παράξενα. Κάποιοι σηκώνονται, άλλοι ζητούν τουαλέτα, κάποιοι διαμαρτύρονται έντονα. Η κυρία τα έχει παίξει. Τι φταίει και αυτή;

Κάνω υπομονή και σκέφτομαι. Σε λίγες ώρες όλα αυτά θα είναι παρελθόν. Και μετά, Πάτρα! Φοιτητής και ύστερα πτυχιούχος! Το μυαλό μου σκοτεινιάζει. Τι μέλλον και αυτό!... Και με τι βάσανα χτίζεται!... Τι κόπους, πόσα χρήματα, τι άγχη!… «Α!» φωνάζω στην πάρτη μου και γυρίζω σε όμορφα. Σπίτι στην μεγάλη πόλη, φραπεδάκια, παρέες και γέλια, ζωή ανέμελη.

«Να θυμάσαι: Μέχρι τα όρια της περιφέρειας», μού είχε εξαγγείλει η μάνα. «Λεφτά δεν υπάρχουν γι’ αλλού». Πρέπει να δηλώσω λοιπόν με βάση τις χιλιομετρικές αποστάσεις. Κοιτάω τα κάγκελα του παραθύρου. Θέλω να το σκάσω. Επιτέλους ακούγεται κίνηση.

- Ησυχία. Τα θέματα!

Τα έχω δικά μου. Γκολ από τα αποδυτήρια. «Ήρεμα τώρα και γράφε», παροτρύνω τον εαυτό μου. Μα αυτός δεν πειθαρχεί. Σηκώνεται παίρνει την κόλλα και βαδίζει προς την σαστισμένη καθηγήτρια.

- Τι κάνεις, παιδί μου; Δεν θα προσπαθήσεις;

- Όχι, απαντάω κοφτά.

- Γιατί;;; επιμένει αυτή.

- Δεν βρίσκω τον λόγο. Ο ένας αδελφός μου σπούδασε γεωπόνος και ο άλλος βιολόγος. Και οι δύο δουλεύουν σε σούπερ μάρκετ. Εγώ θα κάνω καριέρα χωρίς πτυχίο!!! τής λέω και χάνομαι στην αυλή, κυνηγώντας το θαλασσινό αεράκι.

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Ο Λουμπαρδιάρης

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Ο Χριστιανισμός με την επικράτησή του θέλησε να δώσει την δικιά του θρησκευτική πίστη στην αρχή των τεσσάρων σημαντικών στιγμών του χρόνου, το ξεκίνημα της κάθε εποχής, να τις συνδυάσει με τα δικά του ιερά πρόσωπα και με τον τρόπο αυτό να εξαλείψει πανάρχαιες ειδωλολατρικές συνήθειες, οι οποίες, από φόβο περισσότερο στα φυσικά φαινόμενα και λιγότερο από πίστη, είχαν ριζώσει στο υποσυνείδητο των ανθρώπων. Έτσι, στην αρχή του Φθινόπωρου καθόρισε να γιορτάζεται η Σύλληψη του μεγαλύτερου Προφήτη, του Βαπτιστή Ιωάννη (23 Σεπτεμβρίου), συνδυάζοντάς την με την φθινοπωρινή ισημερία και στην εαρινή τοποθέτησε την αντίστοιχη γιορτή του ιδρυτή της, του Ιησού Χριστού, τον Ευαγγελισμό (25 Μαρτίου), δίνοντας στις βασικές αυτές τροπές του χρόνου την μορφή της σωτήριας υπόσχεσης. Τις γεννήσεις των ίδιων άγιων μορφών συνέδεσε με τα ηλιοστάσια. Στο μεν καλοκαιρινό αυτήν του Προδρόμου (24 Ιουνίου), στο δε χειμερινό τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου), σαν επαλήθευση στο ταχθέν και σαν αρχή του καινούργιου.

Με την πάροδο του χρόνου, μάλιστα, και βλέποντας τον κόσμο να πιστεύει μεν στην νέα θρησκεία, αλλά συγχρόνως να κρατά τις παγανιστικές του συνήθειες, όπως η χαρακτηριστική γριά υπηρέτρια του νεαρού Κλείτου του Κωνσταντίνου Καβάφη, αναγκάστηκε να τις ενστερνιστεί και να τις προσαρμόσει στις διδασκαλίες της. Ιδίως το πρόβλημα υπήρχε με τις φωτιές, που άναβαν πάνω στη γη οι κάτοικοί της, θέλοντας να βοηθήσουν τον ήλιο να κινηθεί και πάλι, την περίοδο των δύο ηλιοστασίων και η ανάγκη της ζωής, τότε, όπως και τώρα, ξεπερνούσε και δόγματα και πιστεύω.

Ονόμασε, λοιπόν, «ήλιο της δικαιοσύνης» το νεογέννητο Χριστό και ανέχτηκε «δωδεκαμερίτες», που καίνε στο τζάκι και σκορπίζουν στις γωνίες του σπιτιού την στάχτη τους, φωτιές στις γειτονιές με γλέντι και ξεφάντωμα και τα δύο αναμμένα ξύλα στην εστία της δικής μας κουλούρας, το βράδυ της παραμονής της γιορτής, για ν’ αναφερθούμε σε λίγες μόνο, μα χαρακτηριστικές συνήθειες των ημερών της μεγάλης χειμωνιάτικης επετείου. Όσο για το θερινό ηλιοστάσιο έδωσε στην γέννηση του Ιωάννη του Προδρόμου πυρφόρα μορφή, αλλά και μαντικές ικανότητες. Έτσι ο Βαπτιστής και ισάγγελος της ερήμου έγινε «Κλύδωνας», «φωτιστής» και στο νησί μας «Λουμπαρδιάρης».

Σ’ αυτήν την τελευταία μεγάλη γιορτή, που σήμερα γιορτάζεται, θ’ αναφερθούμε στο κείμενό μας αυτό, δίνοντάς του εορταστικό κλίμα, σαν τον «Κοσμοκαλόγερο» των γραμμάτων μας, τον κυρ – Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, με τα επετειακά εκατόχρονα από τον θάνατό του.

Δεν θα κάνουμε συνολική αναφορά σε όλη την πλούσια λαογραφία τις ημέρας, με τις πολλές μορφές και την πολύμορφη έκφρασή της, αλλά θα σταθούμε σε μια παγκόσμια (του χριστιανικού κόσμου) συνήθεια, που τελευταία έχει εξασθενήσει, αν δεν έχει κοπεί τελείως και σχετίζεται με τις «φουγκαρίες» ή «φωτίες», που κάποτε άναβαν σ’ όλες ανεξαίρετα τις γειτονιές, της πόλης και των χωριών και του νησιού μας, δικαιολογώντας την επωνυμία «Λουμπαρδιάρης», την οποία ο λαός μας έδωσε στον παλιό, πριν από τον Άγιο Διονύσιο, Προστάτη της Ζακύνθου.

Σήμερα οι φωτιές αυτές είναι δυσθεώρητες – εγώ ακόμα συνεχίζω να τις ανάβω – και σπάνια θα τις δεις, όχι μόνο στο τουριστικό μας αστικό κέντρο, αλλά και στα πιο απόμακρα, διπλά σεισμόπληκτα, χωριά. Κάποτε, όμως, ήταν χαρακτηριστικό δείγμα της ημέρας και άναβαν παντού με τρόπο εθιμοτυπικό και θρησκευτική προσήλωση. Τις θυμάμαι ακόμα και στο κέντρο της Χώρας, την οδό Φωσκόλου, που μεγάλωσα.

Από μέρες μαζεύαμε τις «χερίες» από τα ρεβίθια που πουλούσαν οι πλανόδιοι μικροπωλητές και τις ξεραίναμε στην ήλιο για την περίπτωση. Παράλληλα μαζεύαμε από την γειτονιά όλα τα άχρηστα και εύφλεκτα αντικείμενα, που με χαρά ξεφορτώνονταν οι έμποροι και οι νοικοκυρές, και τα συγκεντρώναμε σε μια γωνιά, με μορφή ιεροτελεστίας.

Σαν βράδιαζε και έπεφτε το φως του ήλιου, που αυτήν την μέρα αργούσε περισσότερα από κάθε άλλη φορά, μαζεύονταν όλοι και ανάβαμε την φωτιά. Υπήρχε και συναγωνισμός για το ποια θα είναι μεγαλύτερη και το ποια θα κρατήσει περισσότερο.

Παίρναμε φόρα και πηδούσαμε από πάνω της, όχι μόνο τρεις φορές, όπως ήθελε η παράδοση, αλλά περισσότερες, για συναγωνισμό και διασκέδαση. Φέρναμε και καίγαμε και τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς στις φλόγες της και οι γριές ό,τι είχε ξεραθεί στο εικονοστάσι και έτριβε, ρυπαίνοντας το χώρο. Κάποιες, μάλιστα, κοπέλες, οι λίγο μεγαλύτερες, έβαζαν στα κάρβουνα και μια αγκινάρα, θέλοντας να δουν αν θα παντρευτούν, εάν αυτή άνθιζε.

Η γιορτή τελείωνε αργά και το άλλο πρωί η μαύρη κηλίδα στην γωνία θύμιζε το γιορτάσι και υπογράμμιζε το Καλοκαίρι, που ουσιαστικά τότε άρχιζε.

Οι φωτιές αυτές απότομα σταμάτησαν, όχι γιατί από την 1η του Μάη τις απαγορεύει η Πυροσβεστική Υπηρεσία, αλλά επειδή εμείς δεν επιδιώκουμε πια την ζεστασιά και την θαλπωρή τους. Κάποιοι πολιτιστικοί Σύλλογοι προσπαθούν στημένα και ομαδικά να τις αναβιώσουν, μα αυτό είναι φαί ξαναζεσταμένο και προτηγανισμένο, σαν αυτά που προτιμάμε στις νυχτερινές μας εξόδους. Εξάλλου, δεν υπάρχει πια η γειτονιά με την παλιά της έννοια. Κι όμως οι φωτιές αυτές ήταν οι μόνες οικολογικές.

Σήμερα, το καλοκαίρι δεν τιμάμε το Πρόδρομο την μέρα της Γέννας του, αλλά καίμε τα δάση. Τσιμεντοποιούμε τα πάντα.

Να, γιατί πρέπει να φέρουμε ξανά στην ζωή μας τον «Λουμπαρδιάρη». Οι φλόγες της γιορτής του μπορεί και πάλι να δώσουν θαλπωρή στην φτώχεια μας.

Όσοι αύριο το βράδυ δεν τις ανάψετε, θα χάσετε. Οι λάμψεις τους απομακρύνουν κάθε κακό.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Άννας Τσουκαλά-Κουφού: ΙΔΙΩΝΥΜΟΝ (ποίημα)


Ιδιώνυμον αδίκημα
πράττεις καθημερινά
καθ' ομάδας και κατά μόνας.

Μα οι Ίσαυροι αδυνατούν
να βασιλεύσουν.
Βλέπεις είναι κι αυτοί
οι Εικονοκλάστες,
τι ουράνια καταιγίδα!!

Πάντα επικαλείσαι
τα πάτρια, όμως ποτέ
δεν σκέφθηκες την Ισαυρία!!

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑ (διήγημα)

Η Ευδοξία είναι μια καλοκάγαθη γερόντισσα, μάνα πολλών παιδιών κι εγγονιών, χήρα προ αμνημονεύτων. Έχοντας πλέον ησυχάσει από της φαμελιάς τις σκοτούρες, μεριμνά τώρα για τη σωτηρία της ψυχής της.

Εικονίσματα παντού: Στην κρεβατοκάμαρα, στη σάλα, στην κουζίνα. Ανάλογα πού βρίσκεται, στο κέντρο υπάρχει πάντα κυρίαρχο το ράδιο, συντονισμένο νύχτα-μέρα στον εκκλησιαστικό σταθμό που υπεραγαπά.

- Να ηξέρατε, μωρές γειτόνισσες, τι λέει ούλη την ημέρα το χρυσό του στόμα!... Μοναχά να ηξέρατε!!!

Δεν έχει σημασία τίνος ήτανε το στόμα το χρυσό, δεν ήξερε άλλωστε πρόσωπα και πράγματα, ήταν όμως χρυσό!

Σιγά-σιγά και καθώς αρχίσανε τα ποναράκια των ποδιών απ’ την οστεοπόρωση, η Ευδοξία έκοψε παντελώς τα πηγαινέλα και τ’ αγαπημένα της κοινωνίσματα στην εκκλησία του χωριού -καμιά διακοσαριά μόλις μέτρα από το σπιτικό της- και περιορίστηκε στους τέσσερις τοίχους του ράδιου. Το χρυσό του στόμα στη διαπασών, τόσο που να παραπονιούνται οι γείτονες. Όρθρος αχάραγος, εσπερινός, απόδειπνο ή και της νύχτας οι αγρυπνίες.

-Μία παράδεισο, σας λέω! Κρίμας, να μην ακούτε κι εσείς το ράδιο…, έλεγε στις γειτόνισσες, αν στη χάση και στη φέξη τις συναντούσε, ενώ πότιζε τα βασιλικά στην αυλή της.

Ένα ζεστό δειλινό, στο διάστημα του Δεκαπενταύγουστου, φτάνει ο παπάς της ενορίας για την Παράκληση της Παναγίας. Στον τόπο αυτόν, κατά το έθιμο, ο Εφημέριος επισκέπτεται όλα τα σπίτια, όπου ψάλλει ορισμένα τροπάρια από τον Παρακλητικό Κανόνα, δεόμενος για την κάθε φαμίλια. Η Ευδοξία ακούει ολοένα, πάντα στη διαπασών, την Παράκληση απ’ το χρυσό του στόμα!

Λιγάκι ενοχλημένη από το απρόοπτο, πλην όμως φιλόξενη και καλόκαρδη, καλωσορίζει τον παπά Σωτήρη, ξέροντας, ως καλή και παραδοσιακή χριστιανή, τι έπρεπε να κάμει.

- Ένα μινούτο, αφέντη μου, να ξανάψω το καντήλι τση Παρθένας, επειδής το λάδι εσώθηκε…

- Με την ησυχία σου, Κυρά μου, αποκρίνεται εκείνος, αλλά χαμήλωσε λιγουλάκι το ράδιο, για να καταλαβαινόμαστε, προσθέτει.

Η Ευδοξία, με γρήγορες κινήσεις, ξεχνώντας τα ποναράκια της οστεοπόρωσης, ετοιμάζει ευλαβικά το καντήλι, σκουπίζει τα λαδωμένα χέρια στα μαλλιά της κατά που τόχει συνήθειο, βάζει μια καρέκλα στο κέντρο του δωμάτιου, στρώνει στο κάθισμα ένα πανέμορφο σεμεδάκι από την προίκα της, τοποθετεί επάνω με συστολή το ράδιο, το χαμηλώνει αλλά δεν το σβήνει, μπροστά στο ράδιο βάζει με δέος το φροντισμένο καντήλι, επιβλέπει με μια γρήγορη ματιά τον χώρο και τον βλέπει εντάξει. Τώρα απευθύνεται στον εμβρόντητο παπά:

-Νάξερες, παπά Σωτήρη μου, τι λέει το χρυσό του στόμα!!! Μοναχά νάξερες!!!... Λέγε κι εσύ τώρα.

[Μπανάτο Ζακύνθου, 9 Ιουνίου 2011. Ζωγραφικό σχόλιο: Άρια Κομιανού]

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ (διήγημα)



Προσκυνητής στο Μοναστήρι του Προδρόμου στην Κεντρική Πελοπόννησο, ένα περιώνυμο κτίσμα κρεμασμένο πάνω από τον μυστηριώδη Λούσιο Ποταμό, όπου νήπιος ο Δίας μπανιαριζόταν.

Όντας εδώ, στην αετοφωλιά, επιθυμώ να εισπράξω όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες, ξεναγούμενος στη θρησκευτική τέχνη και την ιστορία του χώρου, όπου αφιερωμένοι αναχωρητές δαπανούν διαιώνια την κάθε ικμάδα του βίου τους. 

Η καλόκαρδη δοχή του Αρχοντάρη με οδηγεί παντού: Στον σπηλαιώδη ναό, στα παρεκκλήσια, στο αρχονταρίκι, στα πέτρινα πεζούλια, στα μπαλκόνια πάνω απ' το Ποτάμι… Λίγο πριν την αναχώρηση με προσκαλεί ν’ ανέβω μια μικρή απότομη ξύλινη σκάλα σ’ ένα άλλο επίπεδο, όπου υπάρχει μια πολύ χαμηλή πόρτα προς κάπου... Μού αναγγέλλει μάλιστα, με σαφές υπονοούμενο στη χροιά της φωνής:

- Είναι το δωμάτιο με τους Καθρέφτες!

Απορώ, μα δεν έχω τον χρόνο να πολυσκεφτώ, διότι σχεδόν μηχανικά έχω ήδη ανοίξει την πόρτα, αναμένοντας να δω τριγύρω μου Καθρέφτες.

Όμως να!... Τριγύρω μου ράφια, πάμπολλα ράφια, όπου, αντί για καθρέφτες και καθρεφτίσματα, συνωστίζονται κάρες, πολλές δεκάδες κάρες από λείψανα προαπελθόντων πατέρων και αδελφών της Μονής, οι περισσότερες των οποίων φέρουν στο μέτωπο γραμμένο τ’ όνομα του κεκοιμημένου. Αυτό είναι το δωμάτιο με τους Καθρέφτες, τους άλλου είδους Καθρέφτες!... Αντικρίζω τις κάρες κι βλέπω τον αύριο εαυτό μου. Ενώπιος ενωπίω μ’ εμένα!...

[Φωτογραφία π. Σεραφείμ Κονίδη από τα νησιά Στροφάδες, Νοέμβριος 2007]
Related Posts with Thumbnails