Το
καλοκαίρι δεν είναι εποχή για δύσκολες
σκέψεις.
Το
καλοκαίρι δεν είναι εποχή για δύσκολες
μνήμες.
Το
καλοκαίρι δεν είναι εποχή για δύσκολες
αποφάσεις.
Έτσι
κι εγώ, με πρόσχημα την επιτακτική, μα
κι αναγκαία απ’ τις συνθήκες και την
παρέα ανεμελιά, με άρμα ένα παραφορτωμένο
με μπαγκάζια, επιβάτες, γέλια και παιδικά
τραγούδια Ι.Χ. και με σκοπό για έναν μήνα
τουλάχιστον την καθόλα (αν και καθόλου)
ηρωική μου έξοδο από τις γκρίζες του
μυαλού και τις ψυχής σκοτούρες, πήρα το
δρόμο τον καλό, τον ίσιο, τον κατηφορικό
για το νησί μου.
Περνώντας
από το Ρίο και την καλατράβεια εκδοχή
της ακόρεστης μεσογειακής δίψας για
ένωση των αντικρινών στεριών, από τον
πληθωρικό περιφερειακό της αχαϊκής
πρωτεύουσας που τη διατρέχει πανοραμικά
χωρίς όμως να προσφέρει την ανάλογη
θέα, από την επαρχία του Πύργου κι από
έναν μακρύ κατάλογο παλαιών φατριών,
που ονοματοδέθηκαν, μοιραία ή θελημένα,
με τα χωριά και τους συνοικισμούς τους
και καταλήγοντας στην ενατένιση, σχεδόν
διαισθητικά, της αναιτίως μα και ευσχήμως
ομιχλώδους Γλαρέντζας- εις το
επιστημονικότερον, του Ενετικού Κάστρου
της Κυλλήνης- αναρωτιόμουν πόσο είχε
αλλάξει το ταξίδι, χωροταξικά και
χρονικά, από τότε που ήμουν παιδί. Μα,
όπως είπα κι επιμένω, το καλοκαίρι δεν
είναι εποχή για δύσκολες μνήμες. Και
αυτό που μου έμεινε ως σκέψη μόνη, όχι
ορφανή, σκέψη σωστή πέρα για πέρα, σκέψη
αντικειμενική, δίκαιη και αδιαμφισβήτητη
είναι τούτη: Η Ζάκυνθος είναι το ομορφότερο
νησί του κόσμου.
Κόσμος
συνωστισμένος στα εισιτήρια, κόσμος
συνωστισμένος στην αποβάθρα, κόσμος
συνωστισμένος και στο φέρι μποτ. Το
άρωμα των διακοπών έχει πολλές εκφάνσεις.
Βρίσκω, όσο μεγαλώνω, ότι μ’ αρέσουν
όλες. Δίπλα μου συζητούν χαμηλόφωνα δυο
νεαροί κατάξανθοι, Ολλανδοί ή Φινλανδοί,
αδύνατον να καταλάβω. Πιο πέρα όρθιοι,
μια παρέα Ρώσων με φαρδιές πουκαμίσες,
κοκκινωπά μάγουλα και τη βαριά προφορά
τολστοϊκών ηρώων προσπαθούν ανόρεκτα
να εντοπίσουν κενές θέσεις. Τρία
εγγλεζάκια χαχανίζοντας και στιχομυθώντας
ακατάπαυστα στη δική τους, παιδιάστικη
διάλεκτο, διατρέχουν το κατάστρωμα με
τα παγωτά χωνάκι ξεχασμένα ανά χείρας
να στάζουνε στο πάτωμα, σπονδές
καλοκαιρινές στον Ποσειδώνα. Τώρα
τελευταία η παρέα του ανθρώπινου σιναφιού
για το νησί έχει διανθιστεί με κίτρα
της Ανατολής· διερευνητικοί Κορεάτες,
πορσελάνινοι Ιάπωνες, φεγγαροπρόσωποι
Κινέζοι και ενθουσιώδεις Φιλιππινέζοι,
συμπληρώνουν εύστοχα και ηδονικά την
φιλαυτία της χρωματικής παλέτας του
γένους μας.
Φτάνουμε.
Αριστερά ο Σκοπός με την σισίφεια Τούρλα
του ακόμη υψωμένη κρατάει καλά το σκήπτρο
του πιο ψηλού- παρ’ ολίγον- βουνού της
νήσου· δεξιά το Κρυονέρι, το Ακρωτήρι,
πιο πέρα το Τσιλιβί. Στο μέσον η Χώρα,
χιλιολουσμένη από ήλιους και βροχές,
από αρμύρα κι ιστορία. Πάνω της περάσαν
διάφοροι, κατακτητές, ελευθερωτές, δικοί
και ξένοι, που με το ρόπτρο ή το ρόπαλο
τη σμίλευσαν αναλόγως. Η φύση όμως έθεσε
την τελική σφραγίδα: η σεισμική «Πράσινη
Γραμμή» του 1953
πήρε κι άφησε όσα δεν μπόρεσαν οι άνθρωποι
εκατονταετίες. Γύρω απ’ τη Χώρα, σε
σημεία που βλέπουν οι πολλοί και σ’
άλλα που αναγνωρίζω εγώ κι όσοι την
ξέρουν, ξεπηδούν διάσπαρτες μέσα σε
πευκόφυτες πλαγιές και ισιάδες, δίπλα
από τα παλιά Ρεπάρα,
πάνω από τις αμμουδερές ακτές, μικρές
και μεγάλες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις,
σαν παρασιτικά φυτεύματα του χρήματος,
από τις πιο γνωστές και αγαπημένες
«καλλιέργειες» των κατοίκων. Όχι ότι
μου κάνει εντύπωση πια. Είναι γνωστό
τοις πάσι, θεμιτό και αναμενόμενο ότι
ο τουρισμός κάνει καλό σε ένα μέρος.
Φέρνει ανάπτυξη. Ενισχύει την οικονομία.
Ενδυναμώνει τις τοπικές κοινότητες.
Τονώνει τον πολιτισμό. Αναπτύσσει την
αίσθηση της πολυπολιτισμικότητας.
Αναρωτιέμαι,
αλήθεια, πώς τόσες και τόσες γενιές
ανίδεων από τουριστικό πολιτισμό
Ζακυνθίων ξόμειναν στον τόπο τούτο
χωρίς να πεινάσουν…
Μα
δεν είναι ώρα για άλλη σκέψη. Το πλοίο
δένει στο μπαστούνι του Αγίου, ο κυβερνήτης
καλεί προς αποβίβαση, οι γύρω μου
γκρινιάζουν και βαριούνται. Καιρός του
σπείρειν, καιρός του θερίζειν. Τώρα
λοιπόν, καιρός του παραθερίζειν!
Ημέρα
πέμπτη. Η Ζάκυνθος είναι το ωραιότερο
νησί του κόσμου. Τσάμπα την ύμνησαν
ποιητές και πεζογράφοι; Άδικα την
ονομάτισαν «το φιόρο του Λεβάντε»;
Ψέματα κι οι αναφορές του Ομήρου; Οι
τουριστικοί οδηγοί, οι ξεναγοί, οι
ξενοδόχοι δεν μπορεί να υπερβάλλουν.
Και μια διαφήμιση επίμονη θυμάμαι στην
τηλεόραση πριν το Πάσχα τα ίδια διαλαλούσε.
Το Πάσχα όμως εφέτος ήρθε αργά για το
νησί. Τέλος Μαΐου ίσως. Μέχρι τότε και
για εννιά περίπου μήνες η Ζάκυνθος,
«γκαστρωμένη» λύματα,
ξερνούσε εκτρώματα οσμών και μολυσμάτων.
Αυτό ίσως το ξέχασαν οι τουριστικοί
οδηγοί, οι ξεναγοί, οι ξενοδόχοι κι οι
διαφημιστές να το αναφέρουν. Ίσως και
να μην το θεώρησαν σπουδαίο. Μα βέβαια,
δίπλα στους Σολωμούς, στους Κάλβους,
και στους Ξενόπουλους πόσο παράταιρα
αντηχούν οι λέξεις «σκουπίδια», «βρώμα»,
«σαπίλα»;
Ας
είναι. Φέρνω μια βόλτα τη Χώρα. Οι
τουρίστες ξυπνούν σιγά σιγά, ασυνήθιστοι
στα ξενύχτια και στις υγρές βραδιές,
φορούν τα καπελάκια και την εκδρομική
τους περιβολή και ξεχύνονται στα μουσεία,
στα αξιοθέατα, στους αρχαιολογικούς
χώρους. Αναρωτιέμαι πώς θα σκάρωνε ο
Βυζάντιος τον γλωσσικό αχταρμά της νέας
αυτής Βαβυλωνίας. Στο κέντρο η πλατεία
του Σολωμού, η χιλιομπαλωμένη, πλαισιώνεται
από το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Πνευματικό
Κέντρο, τον θρυλικό Κόκκινο Βράχο.
Κτίσματα σχεδόν νεοκλασικά, σχεδόν
λειτουργικά, σχεδόν διατηρημένα. Δίπλα
η εκκλησία του Αγ. Νικολάου του Μώλου·
πιο πίσω η πλατεία του Αγίου Μάρκου με
την ομώνυμη καθολική εκκλησία και το
Μουσείο Επιφανών Ζακυνθίων- Μαυσωλείο
Σολωμού και Κάλβου οριοθετεί το
σταυροδρόμι χιλιετιών ιστορίας,
παράδοσης, θρησκείας, πολιτισμών. Οι
καφετέριες πάλλονται από μουσική κι
από κόσμο. Δίπλα στον κύριο που πίνει
εσπρέσσο- Έλληνας θα ’ναι, συζητά με τη
συνήθη φιλική βωμολοχία με έναν νεότερό
του- μια μαρμάρινη πλάκα με μικροσκοπικά
και κεφαλαία γράμματα ψιθυρίζει ονόματα
«Ηρώων πεσόντων εν τη Κατοχή». Από εδώ
ξεκινά η Πλατεία Ρούγα
ή, επισήμως, η οδός Αλεξάνδρου Ρώμα με
τα ταχυφαγεία, τα αναμνηστικά, τις
διάφορες μπουτίκ. Η περαντζάδα από τη
Στήλη μέχρι τον Άγιο, η παραλιακή λεωφόρος
δηλαδή, είναι ιδανική για απογευματινές
βόλτες. Το ίδιο και το Ψήλωμα από την
άλλη τη μεριά μέχρι το σολωμικό λόφο
του Στράνη. Οι ισκιωτές κλιτύες της
Μπόχαλης από πάνω θωπεύουν νωχελικά τη
Χώρα, αφήνοντας ν’ αντηχούν κάπου- κάπου
οι καμπάνες της Φανερωμένης. Το δύσβατό
τους μονοπάτι ακολουθούν πολλοί τουρίστες
μες στο κατακαλόκαιρο, μες στο καταμεσήμερο,
μες στον ιδρώτα και στο ηλιοκαμένο τους
δέρμα. Οι Ζακυνθινοί τους κογιονάρουν.
«Τέτοιες σερπιάδες,
μάτια μου; Όρσε γαμπρέ κουφέτα!»
Παράξενο τώρα που το σκέφτομαι: μήτε τα
πρωινά μα μήτε τ’ απογεύματα έχω δει
ντόπιους ν’ ανεβαίνουν.
Ημέρα
όγδοη. Η Ζάκυνθος είναι το ωραιότερο
νησί του κόσμου. Μες στις καυτές επάλξεις
του αυγουστιάτικου μεσημεριού και στην
ακύμαντη ιόνια γαλήνη, λουσμένη καθώς
είμαι όχι στον ποταμό Γουαδαλκιβίρ,
αλλά στην παραλία του Αλικανά, φαίνεται
πια σίγουρη η αντικειμενικότητα των
λόγων μου. Ανοίγω τα μάτια. Από τη διπλανή
μου κυρία, βέρα Ζακυνθινή σωματοτυπικά,
γλωσσολογικά και στιλιστικά, δεν ακούω
πια το γνωστό σύρσιμο της ντοπιολαλιάς
με τους γηλοφώδεις παρατονισμούς, να
ψάλλει στο αγγόνι της το χιλιοειπωμένο
τροπάριο: «Νιόνιο μου, τζογούλα
μου, κάμε παιδάκι να ‘ρθεις εδωπα ε, μη
φεύγεις απ’ τη νόνα!».
Η παύση αυτή η απρόσμενη μόνο ένα μπορεί
να σηματοδοτεί. Κοιτάω δεξιά. Όπως κάθε
μέρα, εδώ και μέρες, στο απέναντι βουνό
ανάβουνε φωτιές. Μετράω τις εστίες: μία,
δύο, τρεις… οκτώ. Οι ποιητές δε θυμάμαι
να μίλησαν ποτέ για φωτιές. Μόνο για
«αμπελόφυτους του Βάκχου κάμπους»,
«σταφυλοφόρους ρίζας», «χρυσά κήτρα»
κι «άνθινες (από υακίνθους) ακρογιαλιές».
Ίσως να μην τις παρατήρησαν. Ίσως πάλι
το ανείπωτο, μακάβριο τούτο γαϊτανάκι
του καταμεσήμερου να μην προσιδίαζε,
όπως τώρα, στο πνεύμα της εποχής τους.
Οι περισσότεροι λουόμενοι δείχνουν
προς στιγμήν να ενοχλούνται. Κάποιοι
κουνούν το κεφάλι απαξιωτικά, κάποιοι
θρηνητικά. Προς στιγμήν. «Αλλά η μέρα
είναι ζεστή και ποιητική, ο ουρανός ένα
γαλάζιο ανοιχτό»
κι οι διακοπές, το είπαμε ξανά, δε θέλουν
δύσκολες σκέψεις. Ξανακλείνω κι εγώ τα
μάτια. Η μύτη μόνο παραμένει ασφάλιστη
στην κάφτρα. Δεν είναι τόσο το πεύκο, ο
σκίνος ή το θυμάρι που φλέγεται τούτην
την ώρα. Κάτι άλλο καίγεται· μαζί και
το βουνό, μαζί και οι λουόμενοι, μαζί
και οι σκέψεις μου.
Ημέρα
δέκατη ένατη. Παραμονή της Παναγίας. Η
Ζάκυνθος είναι το ωραιότερο νησί του
κόσμου. Κλείνω πεισματικά τον υπολογιστή
εν μέσω των μελωδικά εκκωφαντικών
σημάντρων της Πικριδιώτισσας.
Όλο οι ίδιες και οι ίδιες ειδήσεις. Δεν
είναι βέβαια και λίγο ένα τόσο μικρό
μέρος να γίνεται καθημερινά πρωτοσέλιδο.
Χτες ήταν πάλι οι φωτιές, σήμερα κάποια
επεισόδια στο Λαγανά.
Ξυλοδαρμοί, ναρκωτικά, προσβολή της
δημοσίας αιδούς, δολοφονίες… Δεν κάθισα
να δω περισσότερα. Κλείνω και την
τηλεόραση· επιβάλλω μάλλον στους άλλους
να την κλείσουν, παραμονή της Παναγίας,
τι κάθεστε, λέω, πάμε όλοι μαζί στη
Λειτουργία. Στο δρόμο οι γείτονες μας
χαιρετούν, μας εύχονται, σχολιάζουν τα
τεκταινόμενα. Στέκομαι παράμερα δυο
βήματα, μετά άλλα τόσα. Ο βόμβος των
ψαλμωδιών σκεπάζει κάτι λίγο απ’ την
ψυχή μου. «Έτσι δε γίνεται παντού; Αυτή
δεν είναι η εποχή μας;» Τέτοιες σκέψεις,
απλές και αβίαστες, καθώς ταιριάζουνε
στην ώρα, στη διάθεση και στο έθιμο με
πείθουν για την προσωρινή τους, έστω,
αλήθεια. Διώχνω τις εκνευριστικές
τολύπες θύμησης μιας Ζακύνθου παλιάς,
εκείνης που έζησα ως παιδί κι εκείνης
που εγκολπώθηκα απ’ τους προγόνους μου
με λόγια ξωτικά και εικόνες σπηλαιώδεις,
μιας και δεν έχω πια «σουσάμι» να τις
ανοίξει. Μου φτάνει που είμαι εδώ και
που είμαι τώρα. Κι ας μη χορταίνω πια,
όπως ο Ποιητής, με το «πράσινο μεθύσι
και την χαροκοπιά»
του Κάμπου της· αρκεί και έτσι να μετρώ
ανάμεσα στα ενοικιαζόμενα, στα μίνι
μάρκετ και στις βίλες τους κόμπους της
χαράς μου. Κι ας μη μετράω πια τόσ’ άστρα
της «στον τρίσβαθο αιθέρα»· «πάντ’
ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της
ψυχής μου»
τ’ ανακαλύπτουνε ξανά πίσω από τις
σιδερένιες σκαλωσιές, κάτω από τα
μισοτελειωμένα τσιμεντόκτιστα
οικοδομήματα, μέσα στα παραμύθια των
παλιών, στα λόγια των γονιών μου.
Ημέρα
εικοστή ένατη. Ανήμερα του Αγίου.
Σημαιοστολισμένη από νωρίς η Χώρα
παραδίδεται στη θερινή της επιφοίτηση.
Η
ομήγυρη απαιτεί βόλτα στο πανηγύρι.
Ακολουθώ, με έξι και μια τύψεις
για τα Βάγια
και για τον Ποιητή.
Καλά
τα νέα επειδή δεν υπάρχουν.
Πρέπει
να φτιάξω τις βαλίτσες. Τελευταία μέρα
των διακοπών.
Τουριστικά
η περίοδος θαυμασία, δηλώνει ο Δήμαρχος.
Οι ντόπιοι διαφωνούν, μεγάλη η προσέλευση,
λίγα τα έσοδα, λένε.
Στην
παραλία του Τσιλιβή μαζεύω αποτσίγαρα.
Και μπουκάλια μαζεύω, μέχρι που κόβομαι
λίγο στο δάχτυλο· τ’ αφήνω σε άλλους
καλοθελητάδες.
Κόσμος
πολύς, επίσημοι, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
κι ο Πατριάρχης για τον Άγιο. Δόξες
μεγάλες το νησί.
«Επικαλέω
τοι την θεόν». Σεφέρης.
Πώς πάει άραγε; «Λάδι στα μέλη… λάδι
στην κόμη… λάδι στον ήλιο». Δεν έχω
χρόνο να σκεφτώ. Φοράω τα καλά μου,
βγαίνω.
Η
λιτανεία καλά κρατεί, όμορφα και με
τέμπο από το 1700.
Μπροστά οι μπάντες και τα λάβαρα του
Αγίου, τα σχολεία, οι πρόσκοποι, οι
ψαλτάδες.
Χτενίσανε
καλά τον δρόμο. Μήτε ένα σκουπιδάκι χαλά
τη στιλπνή του φαλάκρα.
Το
ιερό Σκήνωμα ακολουθεί σε γυάλινη
προθήκη, κάτω από ένα βελούδινο κιβώριο
προστατευμένο, προφυλαγμένο απ’ τον
καιρό, από τη σκόνη κι απ’ τους ανθρώπους.
Ένας
σερβιτόρος με σπρώχνει ελαφρά να περάσει.
Φίσκα τα τραπέζια σήμερα, καλά πάει το
πράγμα.
Μπροστά
και πίσω οι ιερείς τ’ αστραφτερά τους
άμφια ζωσμένοι, τις ράβδους και τις
μίτρες προσεκτικά βαλμένες, ταπεινά.
Λάδι
στον ήλιο·
τρόμαξαν
τα φύλλα
στου
ξένου το σταμάτημα
και
βάρυνε η σιγή
ανάμεσα
στα γόνατα.
Έπεσαν
τα νομίσματα·
«Επικαλέω
τοι την θεόν…».
Η
εξουσία διακόπτεται με άλλην εξουσία.
Ο Δήμαρχος, ο Υπουργός, οι συμβουλάτορές
τους. Να κι ο λαός που ακολουθεί κοπάδιν-
ομάδιν ήθελα να πω- ως ουραγός ιδανικός
της όλης κουστωδίας.
Λάδι
στους ώμους
και
στη μέση που λύγισε
γρίβα
σφυρά στη χλόη,
κι
αυτή η πληγή στον ήλιο
καθώς
σημαίναν τον εσπερινό
καθώς
μιλούσα στον αυλόγυρο
μ’
ένα σακάτη.
Ναι,
έτσι πάει, έτσι ταιριάζει δηλαδή.
Νομίσματα μιας νέας εποχής για νέας
εποχής ιεροδουλία.
Βράδυ.
Σιγά σιγά η λιτανεία νετάρει.
Ο Άγιος, εν μέσω μιας ολάνθιστης, πολύβουης
φαντασμαγορίας πυροτεχνημάτων,
κανονιοβολισμών και αυτοσχέδιων
αγγελτήριων οργάνων κυκλώνει τη Χώρα
με την οσία του μορφή και την αμέριστη
ευχή του.
Την
ίδια ώρα ψηλά, σε μια πλαγιά του Σκοπού,
το παλίμψηστο της θερινής μου ουτοπίας
ολοκληρώνεται κι αυτό μάλλον δραματικά,
σχεδόν εικαστικά, οπωσδήποτε ειρωνικά:
μικρά φωτοφεγγήματα αρχικά, σαν άστρα
λες απ’ το χρωστήρα του Βαν Γκογκ,
γίνονται στιγμιαία φλογερός χορός,
σφίγγοντας μέσα στις πύρινες γλώσσες
τους δέντρα και βρύα. Οι κάτοικοι, οι
ξένοι, οι τουρίστες, οι ιερείς, οι επίσημοι
κι εγώ μαζί, απρόσκλητοι κι απρόθυμοι
θεατές της αδαμιαίας μας αδιαφορίας,
μένουμε να κοιτάμε συνεπαρμένοι,
μουδιασμένοι, σακάτηδες ψυχή τε σώματι
τους τόνους τους ψυχρούς απ’ το βροχερό
Τολέδο του Γκρέκο
να μεταλαμπαδεύονται φλογοβόλοι στο
ύστατο, αυγουστιάτικο, ζακυνθινό μας
«πανηγύρι».
Ημέρα
τριακοστή. Αθήνα.
Μπρος
στα σκαλιά της Ιεράς Εξέτασης του χρόνου
του αδυσώπητου, σε πείσμα αυτής της
πόρνης εποχής αναφωνώ:
«Η
Ζάκυνθος είναι το ωραιότερο νησί του
κόσμου!».
-------------------------------------------------