Τάσος Βυζάντιος (π. Ἀναστάσιος Σαλαπάτας), Φαεσφόρος Αἶνος, Ἀθήνα 2009
Τὸν χάρηκα τὸν «Φαεσφόρο αἶνο», ἀφοῦ μοῦ δίδαξε πολλὰ μὲ πρῶτο ζητούμενο τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ἱκανὴ μεταχείριση τῆς κάθε λέξης, ἡ ὁποία λειτουργεῖ θεραπευτικὰ καὶ δοκιμάζει τὸ νοῦ, ὥστε νὰ δεχτεῖ τὰ ὅσα γράφονται μὲ τρυφερότητα: αὐτὴ τὴν ἀρετὴ τοῦ ποιητῆ ποὺ συγκινεῖ, ἐνῶ παράλληλα ἀγγίζει μὲ διδακτικὸ τρόπο τὴν ἐσχατολογία:
Εἶναι φρόνημο / ἀφοῦ πάψει ἡ / ἀστεία / μυθοποίηση τῆς ἄνοιξης / ν᾿ ἀνοίξει κάποιος / ὁ πιὸ δυνατὸς / τοὺς κρουνοὺς τοῦ οὐρανοῦ / ...Καὶ θὰ γεμίσουν τὀτε / τὸ σύμπαν καὶ οἱ καρδιὲ ς/ λουλούδια / καὶ ἀστέρια / ἥλιους ποὺ θὰ ζεσταίνουν ἁπαλὰ / πετούμενα ἀποδημητικὰ / φωλιὲς χτισμένες μὲ μεράκι. / Τέτοια ἡ μέρα τῆς Ἀναστασης / τέτοια ἡ μέλλουσα ζωή. (19)
Προσέχοντας τὰ ποιήματα ποὺ στεγάζει ὁ «Φ. Α.», παρατηροῦμε ἐπίσης καὶ τὸ μοτίβο τοῦ Νόστου (νόστος = ἐπιστροφή) νὰ διαπερνὰ λέξεις, φράσεις, νοήματα, πρόσωπα, γεγονότα. Κι εἶναι ὅλ᾿ αὐτὰ φυσικὰ γιὰ κάποιον ἀπόδημο, τὰ πολύτιμα πράγματα, ποὺ πῆρε στὶς ἀποσκευὲς του ἀπό τὴν πατρίδα καὶ τὰ διαφυλάσσει μὲ ἱερότητα καὶ κατάνυξη, ὡς πολύτιμο θησαυρὸ, μαζὶ μὲ τὸ Κάλλος καὶ τὶς Παραδόσεις της - στοιχεῖα ἰκανὰ νὰ θεμελιώσουν καὶ «εἰς τὴν ξένην» μιὰ ἄλλη Ἑλλάδα. Ἐκείνη ποὺ ἀναπαύει, ὅταν δὲν τὴ λησμονᾶς καὶ ὑψώνεται, ὅταν τὴν τιμᾶς.
Αὐτὰ πρόσεξα... Ὅπως πρόσεξα καὶ τὸ Ἑλληνορθόδοξο φῶς νὰ καταυγάζει ἱκανὰ τὶς σελίδες τοῦ ἄλλου βιβλίου, γιὰ νὰ τὸ ἀκτινοβολεῖ μετέπειτα στὴν κάθε ψυχὴ, ποὺ μὲ εὐαισθησία προσεγγίζει τοὺς στίχους τοῦ ἀπόδημου ἱερέα, τοῦ ἀθεράπευτου νοσταλγοῦ.
Ἔχω ζήσει γιὰ λίγο στὴ χώρα ποὺ διακονεῖ ὁ ποιητής. Ἔχω λειτουργήσει, συναναστραφεῖ μὲ ἀποδήμους Ἕλληνες κι ἔχω χαρεῖ ἐκεῖνες τὶς ζεστὲς συνεστιάσεις μετὰ τὴ Λειτουργία. Τώρα λοιπό, μετὰ ἀπό 16 χρόνια, συνειδητοποιῶ, γιατὶ βαθειὰ στὴν ψυχὴ ἡ Μνήμη ἰχνογραφοῦσε «τὰ ἴχνη / μιᾶς μακρινῆς πατρίδας... ποὺ εὐωδιάζει τὸ θαλασσὶ ἄρωμά της» (34)... Τὶ ἄλλο νὰ προσθέσω; Λέω να κλείσω μὲ τοῦτο, ποὺ ἐλάχιστοι στὶς μέρες μας τὸ ἐμβιώνουν: «Κουβαρντὰς δὲν εἶν᾿ ἐκεῖνος / ποὺ σπαταλᾶ τὰ χρήματά του, / μὰ ἐκεῖνος ποὺ τοῦ περισσεύει /τὸ μεράκι» (21). Ψέματα;