Φάνηκαν οι μητέρες, με λευκά μαντίλια,
βουρκωμένες οι μητέρες
οι γυναίκες των καλών ανέμων, με τα
λευκά μαντίλια.
Σιγοτραγουδούν τους στίχους του Κάρλος
Γκαρντέλ
και τα άφαντα παιδιά τους, αγάλματα
μες στη νύχτα
που θα πέσει στη συνοικία της Μπόκα.
Η θάλασσα πέρα ευτυχισμένη μες στις
θύελλες
και οι πονεμένες μητέρες των καλών
ανέμων
που αντίκρισαν τα παιδιά τους με τα
άγρια διψασμένα μάτια,
Καρφωμένα μάτια στα πρόσωπα, σφιγμένα
δόντια.
Τα βήματα των πουλιών, ο ήχος στην
πόρτα.
Οι τρυφεροί εναγκαλισμοί μες στις
νύχτες
και ίσαμε να κυλήσει ο ήλιος στις
πλαγιές
η αγαπημένη μυρωδιά του περιβολιού
μες στις ανάσες τους.
Οι σταυροί βαθιά στους πυθμένες των
ματιών
οι χαραυγές
και τα αργυρά ράμφη που τα
κατατρώγουν.
Κάθε πρωί τα συντρίμμια του φεγγαριού
και οι μητέρες των καλών ανέμων
σκυλιά με τα πρόσωπα μες στα παλιά, παιδικά
ενδύματα της θείας λειτουργίας.
[Εικαστικό σχόλιο στο ποίημα: Τέχνη του Παναμά]