Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Το μέτρο του κόσμου. Έργο Γιάννη Ψυχοπαίδη. |
Η λέξη «ερασιτέχνης», σύμφωνα με το «Μείζον Ελληνικό Λεξικό» των εκδόσεων «Τεγόπουλος - Φυτράκης», που έχω εμπρός μου και ανοίγω, αλλά και όλων των άλλων, πιστεύω, προέρχεται ετυμολογικά από το αρχαίο ρήμα «εράω - ερώ», η οποία ερμηνεύεται «αγαπώ» και το ουσιαστικό «τέχνη». Σημαίνει, δηλαδή, σύμφωνα πάντα με το παραπάνω σοβαρό πόνημα, αυτόν που ασχολείται «με την τέχνη ή την επιστήμη πάρεργα, όχι επαγγελματικά».
Τέτοιους «ερασιτέχνες» ιστορικούς ή ιστοριοδίφες, αν προτιμάτε, για να μην θιχτούν οι αρμόδιοι, ανέδειξε από παλιά το νησί μας, η Ζάκυνθος και όλη η Επτάνησος γενικότερα. Είναι αυτοί, που όχι για λόγους επαγγελματικής αναγνώρισης ή επιβίωσης στην συντεχνία, αλλά κυριολεκτικά για δική τους ανάγκη και «ξεφάντωση των φίλων», έσκυψαν πάνω στα πολύτιμα αρχεία μας, συνέλεξαν, σαν αληθινές μέλισσες, πληροφορίες και μαρτυρίες και τις διέσωσαν στα κείμενά τους, βοηθώντας την κατανόηση της καταγωγής μας και το ξεκαθάρισμα της δικής μας, ιόνιας, ταυτότητας. Είναι αυτοί που διέθεσαν τον χρόνο τους σε κάποιου άλλου είδους ψυχαγωγία, ευφραινόμενοι, κυριολεκτικά, όταν ανακάλυπταν κάτι και αξιοποίησαν το μουχλιασμένο χαρτί, δίνοντάς του ψυχή και διάρκεια.
Μετά τον καταραμένο, μάλιστα, εκείνο Αύγουστο του 1953, που τα πολύτιμα Αρχεία του τόπου μας έγιναν στάχτη, αποκόπτοντάς μας από τις ρίζες και την ιστορία μας και αφήνοντάς μας έρμαιο στα χέρια και τις ορέξεις του κάθε φιλόδοξου και αγράμματου τυχοδιώκτη, ο οποίος το πολύ να είχε φυλαγμένο το στεφανοχάρτι της νόνας του σε κάποιο συρτάρι ή μπαούλο, μα και συχνά πίσω από το κόνισμα, οι εργασίες των σημαντικών αυτών και ευαίσθητων ανθρώπων, έγιναν ακόμα πιο πολύτιμες και αναγκαίες, επειδή αντικατέστησαν το οριστικά χαμένο Αρκίβιο και είναι σήμερα πηγή έρευνας και προβληματισμού.
Την σημασία και την πολυδιάστατη αξία του έργου τους αποδεικνύουν οι σημερινές, επιστημονικές εργασίες των μελετητών και ερευνητών, οι οποίοι αναγκαστικά σε αυτό καταφεύγουν και από τις σελίδες των παραπάνω αντλούν πληροφορίες για ό,τι θαυμαστό και ουσιώδες έγινε σε τούτο το νησί και αποτέλεσε αιτία πολιτισμού και δημιουργίας.
Για σκεφθείτε, για παράδειγμα, τι θα γινόταν αν δεν υπήρχε το πολύτιμο και πολύπλευρο «Λεξικόν» του χαλκέντερου Λεωνίδα Χ. Ζώη ή τα σημαντικά, παρ’ όλα τα κάποια λάθη τους, βιβλία του Ντίνου Κονόμου. Τα χέρια μας τότε θα ήταν δεμένα και δύσκολα θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Αν μάλιστα με αυτά η πτώση είναι τόσο ραγδαία, φαντασθείτε το τι θα συνέβαινε αν και τούτα έλειπαν ή δεν είχαν ποτέ γραφτεί.
Δεν μπορεί, βέβαια, κανείς να απορρίψει την προσφορά των εκτός Επτανήσου μελετητών και ερευνητών στο θέμα της δικής μας ιστορίας και γραμματολογίας. Πώς να το κάνουμε, όμως, όλοι αυτοί είναι δύσκολο να καταλάβουν και να κατανοήσουν την δική μας νοοτροπία και αντίληψη, την ζυμωμένη κάτω από εντελώς διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες και παραμέτρους από την δική τους, συχνά και σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά και εκ μέτρου αντίθετες, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι το κλειδί και το μυστικό, που αποκαλύπτουν την ξεκάθαρη αλήθεια.
Μια μεγάλη ιστοριοδιφική σχολή δημιουργήθηκε στα Επτάνησα γενικότερα και την Ζάκυνθο ειδικότερα και αυτό αποτελεί γεγονός αξιοσημείωτο και ένα, επιπλέον, δείγμα αυτού που ονομάστηκε, όχι χωρίς λόγο, ιόνιος ή επτανησιακός πολιτισμός. Εκτός από τους δύο παραπάνω αξιοπρόσεκτους και μεγάλους, τον Ζώη και τον Κονόμο, έτσι πρόχειρα θυμίζω τον πολύ Ερμάνο Λούντζη, τον πολυσυζητημένο, αλλά αναγκαίο Παναγιώτη Χιώτη, τον αφοσιωμένο Σπυρίδωνα Δε Βιάζη, τον αξιοπρόσεκτο Αντώνιο Μπισκίνη, αλλά και τόσους άλλους «χαμωλόγους», κατά τον ποιητικό χαρακτηρισμό συμπάθειας του Διον. Ρώμα, ο οποίος και ο ίδιος πρόσφερε πολλά σε αυτόν τον τομέα, οι οποίοι θεμελίωσαν και συνέχισαν μια παράδοση αιώνων και είναι σήμερα, γι’ αυτό, ιδιαίτερα απαραίτητοι και αναγκαίοι.
Στις μέρες μας η παράδοση συνεχίζεται, ευτυχώς, αλλά όχι, δυστυχώς, συστηματικά. Μετά τον θάνατο του Ντίνου Κονόμου το είδος φαίνεται να έχει εκλείψει. Οι άνθρωποι των γραμμάτων μας, όμως -ο χαρακτηρισμός δεν μου αρέσει, αλλά στην περίπτωσή μας είναι αναγκαίος- και κυρίως οι περισσότεροι από τους ποιητές μας, παράλληλα με το κύριο έργο τους, ασχολούνται και με την έρευνα του πολιτισμού και της ιστορίας μας και τις περισσότερες φορές έχουν δώσει άριστα δείγματα γραφής και μελέτης. Είναι και αυτό ένα δείγμα της διαβίωσης της επτανησιακής νοοτροπίας και μια αφορμή συνέχειας. Υπάρχουν, βέβαια, και δείγματα επιστημονικής παρουσίας, σαν αυτά του καθηγητή Διονύση Ζήβα και του Δημήτρη Αρβανιτάκη, αλλά αυτά δεν μπορούμε, πιστεύω, να τα εντάξουμε στην περίπτωση που αναφέρουμε. Είναι επαγγελματίες και όχι ερασιτέχνες, σαν τους προαναφερόμενους.
Όλες αυτές οι σκέψεις ήρθαν στο νου μου τρεις, σχεδόν, μήνες, μετά το τελευταίο Πανιόνιο Συνέδριο των Παξών. Ο αποκλεισμός των «ερασιτεχνών» από αυτό πολλά έκανε να γραφτούν και περισσότερα να ειπωθούν. Το θέμα είναι, βέβαια, το πώς βλέπεις και αντιμετωπίζεις το θέμα. Αν δηλαδή βλέπεις το ποτήρι «μισοάδειο ή μισογεμάτο».
Αν οι αρμόδιοι βλέπουν την περίπτωση σαν τρόπο έρευνας και ερμηνείας του ιόνιου πολιτισμού, τότε καλά έπραξαν και ουδείς ψόγος. Αν όμως θέλουν την προώθηση της έρευνας και την συνέχιση της πανιόνιας νοοτροπίας, τότε έκαναν ατόπημα. Βοήθησαν και αυτοί ακούσια και χωρίς να το πολυσκεφτούν στην επίφοβη αφομοίωση των ιόνιων νησιών και στο να νεοεξελληνισθούν και αυτά, χάνοντας πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα τους. Για να δοθεί η απάντηση σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να ερευνηθούν, πρώτα, οι σκοποί της θεμελίωσης και της δημιουργίας αυτού του θεσμού και μετά το τι σήμερα επιδιώκει.
Αυτόν τον καιρό δουλεύω συστηματικά, λόγω της αργίας του καλοκαιριού, διάφορα παλιά κείμενα, από αυτά που έχουν απομείνει και διασωθεί από την θεομηνία και την ανθρώπινη αδιαφορία. Αυτό που έχω αποκομίσει από την ενασχόλησή μου μαζί τους είναι πως όσο παλιότερα είναι και όσο πιο αγράμματοι είναι οι συντάχτες τους, τόσο πιο ευανάγνωστα γίνονται. Μπορεί να έχουν λάθη ορθογραφικά και γραφικά δημιουργικές ασυνταξίες, κακογραφίες, μουντζούρες, αλλά σου αποκαλύπτονται περισσότερο εύκολα από αυτά των γνωριζόντων, οι οποίοι με το θάρρος και το θράσος της γνώσης τους τις πιο πολλές φορές θυμίζουν συνταγολόγια ή πιο σωστά γραφές γιατρών και γίνεται αρκετά επίπονη η ανάγνωσή τους.
Το ίδιο, ίσως, συμβαίνει και με τους ερασιτέχνες ερευνητές. Έχοντας την ευθύνη της μη επιστημοσύνης τους, προσέχουν περισσότερο, σαν τους παλιούς γραμματικούς των κωδίκων, και το αποτέλεσμα συχνά είναι χρήσιμο και «ευανάγνωστο».
Είναι και αυτοί απαραίτητοι και αναγκαίοι. Ας γίνουν και αξιοπρόσεκτοι.