© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Η Γκιόστρα και οι τζελουτζίες

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Οι τζελουτζίες ήταν σιδερένια πλέγματα, που χώριζαν την κοινωνία της παλιάς Ζακύνθου σε μέσα και σε έξω. Βέβαια ο διαχωρισμός αυτός, με άλλη μορφή, γινόταν την εποχή εκείνη κυρίως με την εκκλησία των Αγίων Σαράντων και το ιστορικό τους πλάτωμα και αυτό ήταν η αιτία να δημιουργηθεί το εξής χαρακτηριστικό στιχούργημα, το οποίο διασώθηκε ως τις μέρες μας και μας προβληματίζει:

Εις το Φόρο λένε αντίο
στην Ανάληψη περ ντίο
τσ’ Άϊ Σαράντες λένε γεια σας
και στον Άμμο γεια χαρά σας.

Άλλη κοινωνία, λοιπόν, πριν τους Μεγαλομάρτυρες της Σεβάστειας και άλλη μετά από τον χτισμένο για την διάσωση από μια επιδημία πανούκλας ναό τους. Αναλύοντας το τετράστιχο διαπιστώνουμε μια ροπή ελιτίστικου μιμητισμού στην λεγόμενη «Μέσα Μερία» και κάποια μαγκιά και λαϊκή τάση στην «Όξω». Ας μην την ερμηνεύσουμε. Η ιστορία κατανοείται και φωτίζεται με το φακό της εποχής της και όχι με την σημερινή πραγματικότητα. Αν εφαρμόσουμε το τελευταίο, σίγουρα θα αδικήσουμε και θα οδηγηθούμε σε λάθη.

Ως εκ τούτου αφήνουμε σε άλλους τις αναλύσεις και επανερχόμαστε στο δικό μας σημερινό θέμα, το οποίο είναι ο άλλος διαχωρισμός της τζελουτζίας. Για την ερμηνεία της λέξης καταφεύγουμε ξανά (πού αλλού;) στον πολύτιμο Λεωνίδα Χ. Ζώη και από το μοναδικό «Λεξικόν» του αντιγράφουμε: «Τζελουτζίες, το εν παραθύροις άλλοτε δρύφρακτον, όπως καθίστανται αθέατοι αι γυναίκες. Τοιούτα φρύφρακτα παρέμειναν εις τους γυναικωνίτας ολίγων ναών, δικτυωτόν, δρύφρακτον».

Αποφεύγω τον πειρασμό να ερμηνεύσω τον Ζώη σε γλώσσα απλουστευμένων ελληνικών, με αγγλική σύνταξη και επιμειξία και σταματώ στην ουσία, που είναι ο διαχωρισμός των φύλων και η απομόνωση της γυναίκας. Από τα «δικτυωτά» αυτά ή «δρύφρακτα», όπως είναι η ελληνικά απόδωση της τοπικής, ιταλικής προέλευσης λέξης «τζελουτζία», ο θηλυκός πληθυσμός του κάθε σπιτιού, κυρίως των αρχοντικών, μπορούσε να δει προς τα έξω, προς τη ζωή, αλλά δεν μπορούσε να την βιώσει. Γνώριζαν την κίνηση του δρόμου, μα δεν την ζούσαν. Ήξεραν και δεν μπορούσαν.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα παραπάνω ας δούμε τι γράφει η Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου στην πολυσυζητημένη «Αυτοβιογραφία» της: «[…] Επεθύμησα, είπα, από καρδίας, αλλά εκύταξα τους τοίχους του σπιτιού οπού με εκρατούσαν κλεισμένην, εκύταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβιάς και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον Ζακυνθία και αναστέναξα […]».

Τον καημό της πρώτης ελληνίδας πεζογράφου αντιλήφθηκε ο «χαμωλόγος», κατά τον Διον. Ρώμα, ποιητής Διονύσιος Γρυπάρης και σε στίχους της συμπαραστάθηκε:

Ποίος λέει να είν’ κλεισμένες
κόρες σαν φυλακισμένες
και να βλέπουν στες οικίες
μιλιούνια τζελουτζίες;

Αυτές οι «μιλιούνια τζελουτζίες», που βρίσκονταν όλο το χρόνο περιοριστικά «στες οικίες», έφευγαν για μια μέρα μόνο. Ήταν η Πέμπτη τση Τρυνής (Τυροφάγου), όπου στην Πλατεία Ρούγα και στον χώρο της ανάμεσα από τις εκκλησίες της Ανάληψης και της Βαγγελίστρας, διεξαγόταν η Γκιόστρα, κατεβασμένη από τον Αρίγκο της Μπόχαλης και όχι πια αναμέτρηση, αλλά επίδειξη δεξιοτεχνίας.

Πρώτος, αν δεν κάνω λάθος, μίλησε γι’ αυτήν την πρωτοπορία (γιατί αληθινά για κάτι τέτοιο πρόκειται) ο Σπυρίδων Δε Βιάζης, ο οποίος στο κατατοπιστικό κείμενό του «Η προσωπίς και τα ιπποδρόμια εν Ζακύνθω επί Ενετοκρατίας», το οποίο δημοσιεύθηκε την 1 Φεβρουαρίου 1890 στο περιοδικό «Ανθών», σημειώνει, μεταξύ των άλλων πολύτιμων και σημαντικών και τα ακόλουθα: «[…]Αι στοαί ήσαν πλήρεις μύρτων και δάφνης, στεφάνων, ανθέων και σημαιών. Τα παράθυρα ανοικτά, ελεύθερα, ως επί το πλείστον κατά την ημέραν εκείνην από των “τζελουτζιών”, εστολίζοντο δια ταπήτων, στεφάνων ανθέων και άλλων τοιούτων, κατάμεστα, ενοείται, θεατών παντός φύλου και ηλικίας, προσωπιδοφόρων και μη […]».

Με τα παραπάνω συμφωνεί και ο Ανδρέας Α. Αβούρης, που στην νουβέλα του «Ο Αλαμάνος», ξεκινώντας την όλη τραγική ιστορία από την διεξαγωγή της Γκιόστρας, την μόνη φορά στο κύλισμα του χρόνου, όπου δινόταν η ευκαιρία στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι να ειδωθεί, να γνωριστεί και να φλερτάρει, περιγράφει γλαφυρά, θέλοντας να δώσει το κλίμα της προετοιμασίας της γιορτής: «[…] Ολοένα οι εργάται, οι γνωστοί μας της ταβέρνας του Λουρέντζου, εργάζονται για να τελειώσουν το στολισμό της εξέδρας με μυρτιές και σημαίες. Αποβραδίς αφαιρέθηκανε αι τζελουτζίαι από τα παράθυρα των σπιτιών που τα εστόλισαν με σημαίες και βαρύτιμους τάπητες κι ο κόσμος έκανε βόλτες στη Πλατεία Ρούγα θαυμάζοντας το στολισμό και τη κίνηση […]».

Οι τζελουτζίες, λοιπόν, έφευγαν για χάρη της Γκιόστρας και οι γυναίκες, απαλλαγμένες πια από τα πλέγματά τους, αυτά που έκαναν την Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου να ντρέπεται που ήταν γυναίκα και μάλιστα Ζακυνθινή, μπορούσαν να συνεορτάσουν το γεγονός και να κινηθούν όσο γινόταν πιο ελεύθερες.

Είναι άλλη μια ερωτική εκδοχή της Γκιόστρας και δικαιολογεί απόλυτα, μαζί με άλλα πολλά, την στέγασή της και στην περίοδο του Καρναβαλιού. Επίσης η αφαίρεση των περιοριστικών αυτών πλεγμάτων από τα τζαντιώτικα παραθύρια, μπορεί, άφοβα, να θεωρηθεί σαν μια πρώτη κίνηση του τοπικού, αλλά γιατί όχι και του παγκόσμιου φεμινιστικού κινήματος.

Ο Ζώης μας λέει πως στην εποχή του, πριν σίγουρα από την χρονιά της ανεπανόρθωτης καταστροφής της θεομηνίας του Αυγούστου του 1953, λίγες εκκλησίες υπήρχαν με τις διαχωριστικές αυτές κατασκευές στις εκκλησίες της Ζακύνθου. Στην εποχή μας υπάρχουν, αλλά είναι ελάχιστες. Εμένα προσωπικά μού έρχεται στο νου μόνο το γυναιτίκι της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας στο Φαγιά. Μπορεί να υπάρχουν και άλλες. Σημασία έχει πως σήμερα είναι ματαιότητα να φτιαχτούν στους νεότερους ναούς του νησιού, ακόμα και για ιστορικούς λόγους.

Το ότι, όμως, έφευγαν την ημέρα της διεξαγωγής της Γκιόστρας, τότε που ήταν αναπόφευκτος κανόνας, μας λέει πολλά και δίνει περισσότερη αξία στο ιππικό αγώνισμα.

Σημειώσαμε και πριν πως κάθε γεγονός πρέπει να το βλέπουμε με το μάτι και τις συνθήκες της εποχής του. Διαφορετικά παραπλανιόμαστε.

Η Γκιόστρα, για πολλούς λόγους, ήταν το μεγαλύτερο γεγονός του χρόνου. Αυτός που γνωρίσαμε σήμερα, την μέρα της αναβίωσής της, αρκεί να την στηρίξει και να αιτιολογήσει την παρουσία της στις μέρες μας.

Γιατί «τζελουτζίες» υπάρχουν ακόμα…


Related Posts with Thumbnails