Με αφορμή ένα εμπεριστατωμένο κείμενο της εκπαιδευτικού και θεατρολόγου Πηνελόπης Αβούρη, το οποίο δημοσιεύθηκε πριν από λίγες μέρες στην Εφημερίδα Ημέρα τση Ζάκυθος (Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011, αρ. φύλλου 3843, σ. 13) και στο οποίο αναφερόταν τεκμηριωμένα πως κακώς η Γκιόστρα της Ζακύνθου αποκαλείται επιπόλαια «δρώμενο», θέλω να επανέλθω στο σημαντικό αυτό θέμα (και σαν πρόεδρος του Δ. Σ. της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante”, που την διοργανώνει) και να στηρίξω την άποψή της.
Ξεκινώ αντιγράφοντας, επειδή έχει πια αποδειχθεί περίτρανα πως η «κλοπή» (αν από την λέξη βγάλετε τα εισαγωγικά, σίγουρα αλλάζετε το νόημα) είναι αιτία ουσιαστικής και αληθινής δημιουργίας. Από το γνωστό και πολύτιμο «Μείζον Ελληνικό Λεξικό» των εκδόσεων «Τεγόπουλος – Φυτράκης», ως εκ τούτου, μεταφέρω τα όσα γράφει στο σχετικό λήμμα και τα εκθέτω σε προβληματισμό και συζήτηση. Σημειώνει, λοιπόν, στην σελίδα 352: «δρώμενα (τα) ουσ. [μτχ. Ενεστ. Του ρ. δρω] (εθνολ.) σειρά πράξεων μιας μαγικής ή θρησκευτικής τελετουργίας, με χορομιμική ή παντομιμική μορφή, που συνοδεύεται από απαγγελίες ή ψαλμωδίες // όσα διαδραματίζονται στη σκηνή κατά την παράσταση θεατρικού έργου // (γεν.) τα διαδραματιζόμενα».
Αν όλα αυτά τα δεχθούμε και τα θεωρήσουμε σωστά (τα αντίθετο, βέβαια, θα πρέπει να μας κάνει να ανησυχούμε) χαρακτηρίζοντας «δρώμενο» την Γκιόστρα της Ζακύνθου, όχι απλά την υποτιμάμε (κάτι που δεν της αξίζει, μετά την τοπική και την διεθνή διάσταση που έχει πάρει) αλλά και παράλληλα δείχνουμε ανιστόρητοι και αγνώμονες.
Η Γκιόστρα της Ζακύνθου απ’ ότι έχει αποδειχθεί από τους διάφορους, παλιότερους και νεότερους, ιστορικούς του νησιού μας και όχι μόνο (οι αδιάβαστοι ας μελετήσουν) είναι ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της ιστορίας και του πολιτισμού, του κάποτε φημισμένου «Φιόρου του Λεβάντε», που όχι αναίτια ονομάστηκε από απαιτητικούς και υπερόπτες εκτιμητές και «Φλωρεντία της Ανατολής». Διεξαγόταν από τα πανάρχαια χρόνια στην θέση Αρίγκος, δίπλα από την μέσα στο Κάστρο χτισμένη πρώτη πρωτεύουσα του νησιού μας και όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, κατέβηκε στην ιστορική Πλατεία Ρούγα (το πώς ονομάζεται σήμερα θα με ενοχλούσε αν το επισήμαινα) και έγινε ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της χρονιάς για τον τόπο.
Αν όσοι αγαπούν το ποδόσφαιρο πιστεύουν πως αυτό είναι μόνο υπόθεση ποδοσφαιριστών και όχι οπαδών, θα ονόμαζα την Γκιόστρα καθαρά αριστοκρατικό αγώνισμα. Όμως επειδή πέραν από την «αγωνία του τερματοφύλακα», υπάρχουν και οι επευφημίες ή οι αποδοκιμασίες των φιλάθλων (όπως ακριβώς δεν νοείται λογοτεχνία δίχως αναγνώστες ή κινηματογράφος, χωρίς θεατές) θα ισχυριστώ άφοβα πως οι ιππικοί αγώνες της κάθε εποχής είναι διαταξική υπόθεση και πάντα αποτελούσαν και λαϊκό θέαμα. Γιατί την ώρα του γκολ (για να σταθούμε μόνο στην εποχή μας) λίγο ενδιαφέρει τον ευρισκόμενο στις κερκίδες ή μπρος από την συσκευή της τηλεόρασής του, το πόσο στοίχισε η μεταγραφή του «χρυσού ποδιού», όπου ήταν αιτία να νικήσει η ομάδα του.
Ένα άλλο λάθος ή πιο σωστά πρόχειρη τοποθέτηση είναι η άποψη, η οποία επιπόλαια αντιγράφεται και αναπαράγεται και θέλει την Γκιόστρα της Ζακύνθου να σταματά επίσημα το 1740. Μπορεί τότε, πράγματι, να σταμάτησαν οι οργανωμένοι από την επίσημη πολιτεία αγώνες, λόγω της δολοφονίας του Συνδίκου Πέτρου Μακρή από τον Ευγενή Μαρίνο Δε Λάζαρη, για λόγους που επίσημα, ως σήμερα τουλάχιστον, δεν έχουν διευκρινιστεί, αλλά προσπάθειες επαναφοράς και αναβίωσης της Γκιόστρας έχουμε σε πολλές περιπτώσεις και αυτό δείχνει το πόσο η παρουσία της ήταν αναγκαία και απαραίτητη στην καθημερινότητα των ζακυνθινών.
Στην προσπάθεια αυτής της επαναφοράς δεν στεκόμαστε, βέβαια, μόνο στην περίπτωση του 1835, όπου στο δρόμο του Κρυονεριού, με την ευκαιρία της γιορτής του στρατιωτικού και σπαθοφόρου Αγίου Γεωργίου, στις 22 και 23 Απριλίου, επανήλθαν στην καθημερινότητα των κατοίκων του νησιού αποσπάσεις κρίκων, ιππότες, τύμπανα, σημαίες και ρομαντικές στιγμές, αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις και προσπάθειες, όπου ο ζακυνθινός λαός προσπάθησε να ξαναφέρει την Γκιόστρα στην επικαιρότητα και να ξαναζήσει την αναμέτρησή της. Σαν παράδειγμα ας θυμηθούμε μόνο τους αγώνες που μας διασώζει ο πολύς Σπυρίδων Δε Βιάζης δίπλα από την Λίμνη του Μακρή και την θεατρική διάσωση του κονταρυχτυπήματος στην θεατρική σκηνή του κοσμαγάπητου και στον τόπο μας Ερωτόκριτου, που αξιέπαινα επανέφερε στην ζωή μας ο ομώνυμος και δραστήριος σύλλογος του χωριού Σκουλικάδο, όπου το παίξιμο, σαν «Ομιλία», του σημαντικού αυτού έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου ήταν ανέκαθεν παράδοση και παρακαταθήκη.
Εξάλλου ως την Άνοιξη του σημαδιακού 1953 η λαϊκή μορφή της ιπποτικής αναμέτρησης, η περίφημη Γκιόστρα του Άι – Γιωργιού, στην φερώνυμη εκκλησία του Πετρούτσου, στο νότιο άκρο της πόλης της Ζακύνθου, ήταν ένα σημαντικό γεγονός και η ανάμνησή του ακόμα και σήμερα προξενεί συγκίνηση και δημιουργεί νοσταλγία.
Τέλος δεν είναι τυχαίο που από το 2005, όπου ξεκίνησε η αναβίωση της τζαντιώτικης Γκιόστρας, ως σήμερα, που έχει πια καθιερωθεί και αγαπηθεί, η προσπάθεια έχει αγκαλιασθεί απ’ ότι σημαντικότερο διαθέτει σήμερα το νησί, αλλά και από όλους ανεξαίρετα τους κατοίκους του, οι οποίοι με κάθε τρόπο την στηρίζουν και περιμένουν την ετήσια επαναφορά και επανάληψή της.
Την μεγάλη σημασία και την αξία της επαναφοράς της Γκιόστρας στην καθημερινή ζωή της Ζακύνθου την επιβεβαιώνουν και την επιβραβεύουν τα μελετητικά κείμενα των πνευματικών μας ανθρώπων, που έχουν γραφτεί μετά την επανεμφάνισή της και φωτίζουν ακόμα περισσότερο την ιστορία της, συμπληρώνοντας την παλιότερη έρευνα, τα εικαστικά έργα των νεώτερων ζωγράφων μας, τα οποία έγιναν με και για την παρουσία της, τα ποιήματα των σύγχρονων δημιουργών μας, τα γραμμένα με αφορμή την επανάκαμψή της και ο κόσμος που την αγκάλιασε και (όπως θα έπρεπε) την θεωρεί κάτι δικό του και την στηρίζει.
Ο χαρακτηρισμός της, για να συνοψίζουμε και να τελειώνουμε, δεν θεωρείται, όπως συνεπάγεται από τα παραπάνω, σαν ένα απλό «δρώμενο», αιτία επιβίωσης και επιβεβαίωσης κάποιων ανθρώπων, αλλά μια αναβίωση ενός σημαντικού για το παρελθόν γεγονότος, το οποίο μπορεί και σήμερα, προσαρμοσμένο στις δικές μας συνθήκες, να γίνει πρώτα απ’ όλα αφορμή ποιοτικής ψυχαγωγίας των εγχωρίων και ύστερα πόλος έλξης απαιτητικών τουριστών, μια και τελευταία, καλώς ή κακώς, πάνω τους βασίζεται η οικονομία του νησιού μας.
Αλλά ας πάψουμε την φλυαρία. Μια ακόμα αναβίωση της Ζακυνθινής Γκιόστρας βρίσκεται μπροστά μας και εμείς περιμένουμε την αναμέτρηση των ιπποτών της. Αρχές του ερχόμενου Μάρτη τα άλογά της θα καλπάσουν και πάλι στην λαβωμένη από την απληστία μας Πλατεία Ρούγα και θα επουλώσουν τις πληγές. Μετά ο κρίκος θα κρέμεται, περιμένοντας τον νικητή στην πλατεία του Εθνικού μας Ποιητή. Εμείς ας πάρουμε τον ρόλο του φιλάθλου και του συνεχιστή της ιστορίας. Γιατί η Γκιόστρα δεν είναι «δρώμενο». Είναι αναμέτρηση. Είναι αγώνας. Ήταν και είναι κομμάτι της ιστορίας μας. Η ύπαρξή της μας κάνει όλους συναγωνιστές.
Ας την στηρίξουμε!