© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Για τα βιβλία του Φώτη Αλεξ. Κατσούδα “Ντοπιολαλιές στη Δωρίδα" και "Δημοτικά τραγούδια της Δωρίδας” Εκδ. Πληθώρα, 2014, 2016

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ


Η πατρίδα είναι η τροφός, αυτή που δίνει τη ζωή. Η ζωή δίνει την αγάπη γι’ αυτήν και η αγάπη την έμπνευση. Δεν χρειάζεται να κάνει κανείς μεγάλη έρευνα για να ανακαλύψει ότι όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, μεταξύ αυτών λογοτέχνες, ζωγράφοι, γλύπτες, μουσικοί, Έλληνες και ξένοι, έχουν αντλήσει έμπνευση από τη χώρα που τους γέννησε. Ο Σολωμός (1798–1857) και ο Κάλβος (1792–1869) τους αγώνες της πατρίδας έψαλαν Ελευθερία και Αρετή. Ο Παλαμάς (1859–1943) επίσης, με όλο του το έργο και, ειδικά, με την ποιητική συλλογή Τα τραγούδια της πατρίδας μου. Ο τίτλος εύκολα μας οδηγεί στον σχεδόν ομώνυμο τίτλο, Η χώρα μου (η πατρίδα μου), όπου ο μεγάλος Τσέχος Μπέντριχ Σμέτανα (1824–1884) γράφει τραγούδια για την πατρίδα του, εμπνεόμενος από το φυσικό τοπίο και τη λαϊκή παράδοση (Νομίζω ότι ο τίτλος του Παλαμά, από τον Σμέτανα αντλεί). Από τη λαϊκή παράδοση της πατρίδας του αντλεί την έμπνευσή του και ο Βοημός συνθέτης Αντονίν Ντβόρζακ (1841-1904). Ο Ντβόρζακ, όταν διάβασε ελληνικά δημοτικά τραγούδια που μόλις τότε είχαν κυκλοφορήσει στην Ευρώπη, από το συλλέκτη δημοτικών τραγουδιών, τον σύγχρονό του Άρνολντ Πάσοβ (1829 -1870) συγκλονίστηκε. Από τα τραγούδια της συλλογής (1860) του Πάσοβ, ο Ντβόρζακ μελοποίησε τρία ποιήματα – «Ο Κόλιας», «Ο βοσκός και οι νεράιδες», το «Μυρολόγι της Πάργας» (έργο 50). Είναι γνωστό ότι ο κορυφαίος Γερμανός στοχαστής και συγγραφέας Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (1749 – 1832) εκτιμούσε ιδιαίτερα το ελληνικό δημοτικό τραγούδι από το οποίο και εμπνεύστηκε. Συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών – μεταξύ αυτών πολλά κλέφτικα- είχε κάνει και ο Κλοντ Σαρλ Φοριέλ (1772-1844), ακαδημαϊκός, φιλόλογος, ιστορικός και κριτικός, πασίγνωστος στην Ελλάδα γι’ αυτή τη συλλογή του που συνέθεσε και μετέφρασε, τo 1824-1825. Η χρονολογία μας επιτρέπει να θυμίσουμε ότι σ’ αυτά είχε συμπεριλάβει και τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Σολωμού. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881) έκανε το 1852 έκδοση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, ο Νικολό Τομαζέο (1802-1874) έκανε συλλογή δημοτικών τραγουδιών διαφόρων περιοχών της Ιταλίας, Ιλλυρίας και Ελλάδας το 1841.

Την πρώτη ίσως σημαντική συλλογή δημοτικών τραγουδιών στην Ελλάδα επιχειρεί ο Νικόλαος Πολίτης (1852-1921). Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι και η συλλογή του Ανδρέα Λασκαράτου (1811-1901), ενώ, αυτόν τον καιρό, μια πολύ φιλόδοξη ανάλογη δουλειά, την φιλοδοξότερη όλων των εποχών, έχει αναλάβει ο Παντελής Μπουκάλας.

Όμως πέρα από τα μεγάλα ονόματα των επιφανών είναι και πολλά άλλα ονόματα ευαίσθητων ανθρώπων, οποίοι, με όποια επιστημονικά εργαλεία, ίσως και καθόλου εργαλεία πέρα από την επιτόπια έρευνα, έκαναν παρόμοιες δουλειές, από φιλοτιμία, αγάπη και επιθυμία να αντιπροσφέρουν στην πατρώα γη αντίδωρο για κείνο που εισέπραξαν. Πρόσφατο παράδειγμα είναι το Σκοπέλου Λάλον Ύδωρ της Μαρίας Δελήτσικου Παπαχρίστου, μια «Απόπειρα προσέγγισης του γλωσσικού ιδιώματος της Σκοπέλου» (λεξικό, γραμματική, συντακτικό, ιστορικοινωνικά συμφραζόμενα) και του Παύλου Παπανότη τα Ηπειρώτικα Τραγούδια με Ιστορία.

Σ’ αυτή, την, κάπως, αφανή κατηγορία ανήκουν και πολλοί άλλοι ευαίσθητοι συνάδελφοι, φιλόλογοι κυρίως, οι οποίοι απαλλαγμένοι από την καθημερινή μέριμνα του σχολείου, επιδίδονται, πλέον, στο έργο της διάσωσης της γλωσσικής κληρονομιάς της πατρώας και μητρώας γης.

Ο πρόλογός μου ήταν μακρύς αλλά ήταν το κεντητό πολύτιμο χαλί που ήθελα να στρώσω για να τοποθετήσω πάνω του δύο ακόμα αγνά κεντίδια, τα δύο βιβλία του συγγραφέα, πια, Φώτη Αλεξ. Κατσούδα. Τις Ντοπιολαλιές στη Δωρίδα και τα Δημοτικά τραγούδια της Δωρίδας. Και είναι υψίστης σημασίας η καταγραφή τους, εφόσον είναι γνωστό πως μόνο ό,τι καταγράφεται σώζεται.

Ο Κατσούδας, με έναν συγκινητικό αυτοβιογραφικό Πρόλογο, αρχίζει από τα φοιτητικά του χρόνια, θυμάται πώς συγκέντρωσε υλικό για την εργασία του στο μάθημα της Λαογραφίας, στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, και πώς εκείνη η εμπειρία σημάδεψε τη μνήμη και την ψυχή του, πώς το σημάδι της το συνόδεψε μέχρι την ωριμότητα του, μέχρι που πήρε την κάλαμο στο χέρι και κατέγραψε: αφηγήσεις μεγαλύτερων ανθρώπων, των οποίων τον συγκινούσε ο λόγος, η λέξη και το ηχόχρωμά της, αλλά και ο μύθος, η περιπέτεια, η ιστορία, οι καθημερινές αγροτικές δουλειές. Η μνήμη φωτογραφική μηχανή – «οι λέξεις είναι φωτογραφίες της μνήμης»- λέει, έκανε τη δική της συλλογή και εκείνος άντλησε από εκεί· από τη μνήμη του. Η «ντοπιολαλιά» τον κίνησε και μέσα από αυτήν αναδύθηκαν τα ηρωικά πρόσωπα – ο Μακρυγιάννης, ο Διάκος, ο Σκλατσοδήμος, ο Σαφάκας, ο Τριαντάφυλλος Αποκορίτης, ο Μαστραπάς. Τα πρόσωπα και οι λέξεις τους που ζωντάνεψαν κατέληξαν σε ένα εξαιρετικό βιβλίο, λεξικό (που θα μπορούσε να είναι και λεξικό κάθε ελληνικής γης), το οποίο, πέρα από κάθε επιστημονική επίσκεψη, είναι ένα δημιούργημα καρδιάς. «Σε πείσμα των καιρών… έχουμε χρέος να σώσουμε τη ντοπιολαλιά μας» γράφει ο Κατσούδας και σωστά το γράφει, εφόσον είναι γνωστό πως μόνο ό,τι καταγράφεται σώζεται. Και αυτή η ιδέα αρκεί για καταστήσει το έργο πολύτιμο. Ευρύτερα, το βιβλίο περιποιεί τιμή στην ελληνική γλώσσα και στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου.

Με το δεύτερο βιβλίο, με τον επίσης έντονα συναισθηματικό αυτοβιογραφικό του Πρόλογο, ο Κατσούδας μας ειδοποιεί πώς άρχισε τη δουλειά που, τελικά, έδωσε υλική υπόσταση στην ιδέα που τριγύριζε στο μυαλό του, σχεδόν, μισόν αιώνα. Η αφορμή ήταν και πάλι η συγκέντρωση του λαογραφικού υλικού για το μάθημα της Λαογραφίας στη Φιλοσοφική Σχολή. Η καταγραφή εκείνη τον έκανε να συνειδητοποιήσει τι πλούτο είχαν τα χέρια του αγγίξει. Αυτή τη φορά τον απασχολούν τα Δημοτικα τραγούδια της Δωρίδας, εκ των οποίων τα περισσότερα τα είχε ακούσει από τον παππού και τη γιαγιά, ολόκληρα πολύστιχα τραγούδια Ακριτικά-παραλογές και άλλα. Τα ίδια τραγούδια τα άκουσε και από άλλους, σε ελαφρές παραλλαγές και αποκλίσεις. Θησαυροφύλακας της ιστορίας και καθοδηγητής του υπήρξε ο δάσκαλος Κωνσταντίνος Μπρούμας, ο οποίος με το δικό του βιβλίο Δημοτικά τραγούδια της Ποτιδάνειας του άνοιξε το δρόμο. Άλλοι συγχωριανοί, σχεδόν όλοι αγράμματοι άνθρωποι, τραγούδησαν τραγούδια που ιστορούν άλλα το ολοκαύτωμα του Λιδωρικιού, άλλα τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη και άλλα άλλα. Ο συγγραφέας δεν ξεχνά κανένα από τα ονόματα των ανθρώπων που τον βοήθησαν και με το τραγούδι τους έφεραν στην επιφάνεια τη ζωή των προγόνων τους, τις χαρές και τις λύπες, την πίκρα και την ξενιτιά, τα βάσανα, τους ηρωικούς αγώνες, όλα εκείνα που είναι το θεμέλιο της ζωής.

Συγκεκριμένα το βιβλίο περιλαμβάνει: Ακριτικά - Παραλογές, τραγούδια Κλεφταρματολών, της ξενιτιάς, του οικογενειακού και κοινωνικού βίου, Τσοπάνικα – Βλάχικα, του γάμου, θρησκευτικά, της αγάπης, τσάμικα, συρτά, σατιρικά, μοιρολόγια, νανουρίσματα, ταχταρίσματα, λιανοτράγουδα, δίστιχα κλπ. Για κάθε κατηγορία υπάρχει ενημερωτική εισαγωγή και για κάθε ποίημα σημείωμα με χρήσιμες πραγματολογικές και ιστορικές πληροφορίες. Κι ένα δείγμα από τραγούδι «καθιστικό»:
Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτέ μην τραγουδήσω
Κι απόψε για τους φίλους μου για τους αγαπητούς μου
θα ειπώ τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα
να κάμω τα βουνά να κλαιν, τα δέντρα να ραΐζουν.

Γιατί όπως είναι γνωστό, και ο Άγγελος Τερζάκης το έχει υποστηρίξει, «το τραγούδι του Ρωμιού, το αυθόρμητο λαϊκό τραγούδι του γλεντιού του, είναι βαρύ από καημό και πάθος, θρηνητικό σχεδόν». Κι αυτό γιατί το τραγούδι μεταφέρει συμπυκνωμένο πόνο από τις ιστορικές και κοινωνικές περιπέτειες του λαού.

Ο Φώτης Άλεξ. Κατσούδας καταγράφεται πλέον στους ευγνώμονες και άξιους γιους της Δωρίδας γης.


Related Posts with Thumbnails