ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Μια συναρπαστική αίσθηση ταξιδιού ήταν η «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία, που παρακολουθήσαμε στις 6-4-12, στον καλαίσθητο χώρο του Ιωνικού Κέντρου, Λυσίου 11 στην Πλάκα, με Αφηγητή τον εκλεκτό ηθοποιό Κώστα Καστανά και με τις διακριτικές μουσικές παρεμβάσεις του Σπύρου Βρυώνη.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στη Μαντζουρία τον Γενάρη του 1910 και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Με την έναρξη του πολέμου του 1914 η οικογένειά του επιστρέφει στις ρίζες της, στην Κεφαλονιά. Ο πατέρας του έρχεται στην Ελλάδα το 1921 και όλοι εγκαθίστανται στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος εγγράφεται για να φοιτήσει στο ίδιο δημοτικό σχολείο, στο οποίο φοιτά και ο κατά ένα χρόνο μεγαλύτερός του Γιάννης Τσαρούχης. Ενώ ακόμα είναι μαθητής στο Γυμνάσιο τον γνωρίζει προσωπικά ο Σκοπελίτης γιατρός και συγγραφέας Παύλος Νιρβάνας, ο οποίος θα τον βοηθήσει στην δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας και θα παίξει σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα αναγνώρισή του ως ποιητή, όπως έκανε και για τον Ιωάννη Κονδυλάκη, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και άλλους νέους λογοτέχνες. Μετά την αποφοίτησή του, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά, λόγω του θανάτου του πατέρα του, εγκαταλείπει τις σπουδές του, για να εργαστεί και για να τον κερδίσει τελικά η θάλασσα. Μπαρκάρει το 1929 με το φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλας».
Η με το συμβολικό τίτλο «Μαραμπού» πρώτη ποιητική συλλογή του [1933], του προσδίδει το όμοιο παρωνύμιο που θα κρατήσει για όλη του τη ζωή. Η συλλογή αυτή, οι θαλασσινοί στίχοι του, ο εξωτισμός και ο γνήσιος ουμανισμός, τον καθιερώνουν ανάμεσα στους κορυφαίους δημιουργούς της νεοελληνικής λυρικής ποίησης. Η «Βάρδια» δημοσιεύτηκε το 1954, αν και γραμμένη σε πεζό λόγο παραμένει έργο ποιητικό. Μέσα από τη ρεαλιστική αφήγηση ενός ταξιδιού με σαπιοκάραβο στη θάλασσα της Κίνας, οι κουβέντες ανάμεσα στους ναυτικούς δημιουργούν τον συγγραφικό κορμό της «Βάρδιας». Ο Καπετάνιος, ο Θερμαστής, ο Ασυρματιστής-Συγγραφέας λένε και ξαναλένε την περιπέτεια της ζωής τους. Μιας ζωής με την παραδοξότητα της κατάρας και της ευχής. Εγκλεισμός και ελευθερία της θάλασσας, ελευθερία και αιχμαλωσία της στεριάς. Η επιλογή δεν είναι δύσκολη γι’ αυτούς.
Μέσα στον περίκλειστο χώρο του καραβιού, ο χρόνος παίρνει άλλες διαστάσεις. Ο συναισθηματικός κόσμος, απαλλαγμένος από ψευδαισθήσεις, ανακτά το βάρος της αλήθειας, της αυτογνωσίας. Αυτές καταγράφει ο Καββαδίας με αφορμή τη «Βάρδια» των ναυτικών, για να έρθει η στιγμή της εξομολόγησης, μιας εξομολόγησης που θέλουν και δε θέλουν οι ήρωες να καταθέσουν, γνωρίζοντας την τραγικότητά της, «…ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει».
Οι φράσεις πάλλονται σαν κύματα μέσα από τον αφηγηματικό, λιτό λόγο του Κώστα Καστανά. Εικόνες αναπλάθονται από το αισθαντικό ηχόχρωμα της φωνής του, «…..η τρελή στα χαλάσματα του λιμανιού….». Πόσο ζωντανή φαντάζει μπροστά μας η φιγούρα της! «…άνοιξα τα μάτια και είδα ερείπια….». Κι εμείς, ερείπια βλέπουμε γύρω μας! «….θυμάμαι τα μάτια της, τα πιο αθώα που αξιώθηκα να δω…» Πώς να ξεχάσει κανείς μάτια αθώα, αγαπημένα; «….καλύτερα σε ξένο τόπο να μη σε βλέπουν οι γνωστοί…». Σε πόσες δύσκολες στιγμές δεν κάναμε την ίδια ευχή; «…βάζεις αυτί μήπως ακούσεις τη γλώσσα του τόπου σου….». Ναι, πολλές φορές, σχεδόν μηχανικά, κάναμε την ίδια κίνηση, μήπως και ακουστεί λόγος Ελληνικός! «…να σε πάρω μαζί μου αφού μέσα μου σε κουβαλώ…». Πόθος ανεκπλήρωτος, καρφωμένος στην καρδιά. «…να κυματίζει μια σημαία άσπρη και γαλάζια…..». Τόσο γαλάζια όσο το κύμα της θαλάσσης, τόσο άσπρη όσο το βάθος των ονείρων μας! Συναισθήματα και σκέψεις προσπαθούν ν’ ακολουθήσουν τον ειρμό του Ποιητή, να τον προλάβουν! Αλίμονο, μέσα από τον γαλήνιο φαινομενικά Αφηγητή, ο εσωτερικός ρυθμός καλπάζει, ο αγέρας των παθών γίνεται «Σινδόνη», σκεπάζει αθώους και ενόχους, παρόντες και απόντες. Μνήμες αγνές και βέβηλες του Ποιητή, στοιχειώνουν τον Αφηγητή που παρασύρει τον αποσβολωμένο ακροατή του στα σκοτεινά σοκάκια του Κολόμπο. Αιώνιοι πλάνητες, οι ήρωες, στους δρόμους του εξωτισμού, της ενοχής, του άσεμνου, χωρίς επιστροφή στην κανονική ζωή.
Ο Καββαδίας ποτέ δεν ξεχνά τον Ποιητή, ο λυρισμός του απλώνεται μαστορικά μέσα από τις φανταστικές αφηγήσεις, τις ονειροπολήσεις και τις ρεαλιστικές εξομολογήσεις. Ιδανικός Αφηγητής, ο Κώστας Καστανάς, στάθηκε άξιος «Εραστής» της ποίησής του.