Πολύ συχνά σε τούτο τον τόπο, τον τόπο μου, όπου ζω ηθελημένα και βιώνω την πραγματικότητα, παράλληλα με την ιστορική του μνήμη, θέλοντας να σωθώ και να διαφύγω, επαναφέρω στην μνήμη μου τον μακρινό, αλλά τόσο κοντινό μας, λόγω της υψηλής του ποίησης, «Διονύσιο Ιερομόναχο», των ουσιαστικών «Ελεύθερων Πολιορκημένων» και τον παρακολουθώ ή πιο σωστά τον ακολουθώ να βηματίζει στοχαζόμενος υποσχέσεις προς την ανηφοριά του Αγίου Λύπιου, όπου «εγκάτοικος» προσπαθεί να περιγράψει «ό,τι στοχάζεται».
Ιδιαίτερα στέκομαι διακριτικά κοντά του, πάνω από το φιλιατρό, στην λιτή ή με λιτή προσευχή του και τον παρακολουθώ να υψώνει τα τρία δάχτυλα της προσοχής και προσευχής του, μετά από την αναζήτηση των δικαίων, πριν ακριβώς «αποπάνου από το κεφάλι» του ο «αστροβόλος ουρανός», συνοδευόμενος «από τες μυρωδίες του κάμπου» και «από τα γλυκότρεχα νερά», γένει αληθινά «μία Ανάσταση».
Εκείνη την ώρα κι εγώ, λοιπόν, παρασυρμένος από την ορθόδοξη και έμφυτη πίστη και αγάπη για την «μητρική γη» του άλλου μας προστάτη, του εμπνευστή των «Τάφων», αναζητώ, μιμούμενος αδέξια και με διασωστική αυθάδεια, τρία δάχτυλα του χεριού μου, έστω και με δίχως δαχτυλίδια, μια κι αυτά χάθηκαν ανεπίστρεπτα τον κακοθύμητο εκείνον Αύγουστο του 1953 και, επαναλαμβάνοντας την κίνηση, προσπαθώ να μιμηθώ την παράκληση.
Οι τρεις αιτίες, ευτυχώς, της σιωπηλής συνομιλίας με το θείο, υπάρχουν ακόμα και είναι οι ποιητές, οι ζωγράφοι μας και οι μουσικοί μας.
Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στους παλαιότερους και δικαιωμένους, αυτούς που επάξια έχουν κερδίσει μια θέση στον παράδεισο και δίπλα στο θρόνο της Τέχνης, αλλά στους νεότερους, αυτούς που συνεχίζουν και, με τις δυνάμεις του ο καθένας, προεκτείνουν και δημιουργικά προσαρμόζουν.
Το έχουμε ξαναϋποστηρίξει και αληθινά το πιστεύουμε, σαν μια «παρηγορία». Η σημερινή Ζάκυνθος, μισό και κάτι αιώνα μετά τις ισοπεδωτικές θεομηνίες της, γεμίζει άνθη το χάσμα του σεισμού και αντιστέκεται σε ’κείνο του συρμού, έχοντας σημαντικούς και πάλι ποιητές, ικανούς και σήμερα ζωγράφους και πολλά υποσχόμενους ξανά μουσικούς. Αυτοί είναι τα τρία δάχτυλα, της στο δικό της ύφος προσευχής της.
Από το ομοούσιο αυτής της τριάδας σήμερα θα σταθούμε στους εικαστικούς δημιουργούς και μ’ αυτούς θ’ ασχοληθούμε, αντλώντας καρτερία. Αφορμή γι’ αυτή την όχι τυχαία διάκριση μια ομαδική έκθεση, η οποία εγκαινιάστηκε το περασμένο Σάββατο κι ακόμα κρατεί με έργα πέντε εκπροσώπων αυτής της φυγής και διαφυγής. Ο χώρος της ένας γνωστός τόπος ψυχαγωγίας, που με αυτήν την κίνηση έδωσε στην παρουσία του μιαν άλλη διάσταση στην ερμηνεία του προορισμού του. Πρόκειται για το αγαπημένο σ’ όλους μας “Barrage” εκεί στο δρόμο για τ’ Αργάσι των ποιητών και της τζαντιώτικης ανάμνησης, όπου εκτός από μέρος αναγκαίας αναμελιάς και απαραίτητων, όσο το νερό, καλοκαιρινών ερώτων, προεκτάθηκε και σε διασκέδαση ουσιαστικής και καλλιτεχνικής αγάπης, σαν επισφράγισμα τελειότητας και αρμονίας.
Η Ελένη Γούναρη, η Μίκα Συμβουλίδου, η Θάλεια Ξενάκη, ο Κώστας Πλέσσας και ο Διονύσης Ματαράγκας γέμισαν δημιουργικά χρώματα τον χώρο και χάρισαν στο κοινό το έργο τους, αντίδοτο στην τόση κακογουστιά του νεοπλουτισμού μας και αντίδωρο σ’ αυτούς που επιμένουν και περιμένουν την ουσιαστική κοινωνία και την λυτρωτική επικοινωνία.
Συντονίστρια αυτής της σολωμικά «έναστρης» προσπάθειας η Τζίνα Δράκου, η οποία επέστρεψε στον τόπο της, μετά από ένα καβαφικό ταξίδι και προσπαθεί να θεμελιώσει μιαν «αγαπημένη αίσθηση». Έτσι στο χώρο αυτό, όπου η ιστορία συνεχίζεται, προσαρμοσμένη στην σημερινή πραγματικότητα, παρά τις φθονερά αμφίβολες ματιές της πεπερασμένης σταθερότητας και της γερασμένης κάποτε προοδευτικότητας, τα άψυχα τελάρα πήραν μορφή και στέγνωσαν τους τοίχους της παραδοσιακής μας υγρασίας, ζεσταίνοντας την χειμωνιά μας και δίνοντας αιτία ύπαρξης σ’ έναν απρόσωπο κι ανιαρό, ατέλειωτα μεθεόρτιο Γενάρη.
Ο Πατροκοσμάς έλεγε κάποτε, ατενίζοντας κι αυτός με «παρηγορία» έναν τουρκοκρατούμενο τόπο, πως «όπου ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή». Εμείς οι Επτανήσιοι, που ο χώρος μας, κατά Κάλβο, δεν εγνώρισε «ποτέ την σκληράν μάστιγα / εχθρών τυράννων», μπορούμε στις μέρες μας να προσαρμόσουμε την σοφή και κατασταλαγμένη ρήση του στα δικά μας και να πούμε πως όπου ανοίγει ένας χώρος τέχνης, κλείνει μια επίφοβη και θανατηφόρα πληγή.
Περιφερόμενος, με κάθε σημασία της λέξης, εκείνο το βράδυ στους χώρους του Barraze, συνάντησα στα παράθυρά του, έτσι σαν ραντεβού με την ιστορία μου και παρακαταθήκη της τέχνης των χωμάτων και χρωμάτων μου, κάποια χαρακτηριστικά πλακάκια, σημάδια ποιότητας και καλαισθησίας, στην χειροποίητη μορφή μιας ζεστής, απαιτητικής καθημερινότητας. Ήταν το χθες μου και η περηφάνια μου. Κυριολεκτικά ο τόπος που πάνω του πατούσα και μου δημιουργούσε απαιτήσεις και ευθύνη.
Η μοναξιά θα ήταν απαρηγόρητη και η λύπη πραγματικά και οριστικά μεγάλη, αν στους παρακείμενους τοίχους δεν υπήρχε κρεμασμένη και ελκόμενη η σύγχρονη, εικαστική δημιουργία της σημερινής και αληθινής πραγματικότητας.
«Μια ελαφριά ανησυχία» του Διονύση Ματαράγκα, με «Όχι συνηθισμένα όνειρα», ένα ηθελημένα «Άτιτλο» του Κώστα Πλέσσα, σε «Βάπτιση (ή Όρκο)», οι «Ατέρμονοι κύκλοι» της Θάλειας Ξενάκη, όπου από αυτούς αυτοκρίνεσαι «Ατενίζοντας το Μέλλον», η με τον μη απεικονιζόμενο Κούρο συνυπάρχουσα «Κόρη» της Ελένης Γούναρη, με την επίκληση του στίχου «Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου» και η «Αχλή 1» και «Αχλή 2» της Μίκας Συμβουλίδου, κοιταγμένες μέσα από ένα «Παράθυρο με ρόδι», έκαναν πιο ζεστές τις νύχτες του μήνα που πήρε τ’ όνομά του από τον πιο διπρόσωπο θεό κι έδωσαν στον χώρο και πάλι, μες το καταχείμωνο, τη ζωή της θερινής του ταυτότητας και καλοκαιρίας. Με άλλα λόγια εκείνο το βράδυ δόθηκε παράταση νεότητας στα ετοιμόρροπα γηρατειά.
Το άλλο παρήγορο της προσπάθειας ήταν το αληθινά πολυπληθές, φιλότεχνο κοινό, το οποίο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση και συμμετείχε στην προσπάθεια. Ιδιαίτερες εικόνες – προεκτάσεις των πινάκων, τα νέα παιδιά, όπου κατεβαίνοντας τις σκάλες ενός πολύ οικείου τους χώρου, ουσιαστικά ανέβηκαν, προπάντων δίχως να προδώσουν την ηλικία τους. Αυτό το ελπιδοφόρο γεγονός δεν δίνει μόνο κουράγιο και στήριξη στους διοργανωτές και τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες, αλλά είναι ένα δείγμα ελπίδας και μια υπόσχεση «παρηγορίας», για να μην ξεχνάμε τον Γενάρχη, πως ίσως μας ακούσει και εισακούσει ο ουρανός.
Μια πραγματική «Ανάσταση», σαν αυτήν του Ιερομόναχου Διονύσιου, της «Γυναίκας τση Ζάκυθος» ήταν για όλους μας αυτή η ομαδική έκθεση, με πυροτεχνήματα χρωμάτων και αστέρια δημιουργίας. Ήταν «του Γενάρη το φεγγάρι», που ως γνωστό είναι «παρ’ ολίγο σαν ημέρα».
Αν συνεχίσουμε έτσι θα οδηγηθούμε και στο ξημέρωμα, με ήχους στίχων, χρωματισμούς πινάκων και νότες εωθινές. Κάτι τέτοιο το χρωστάμε στον τόπο μας και προπάντων στον εαυτό μας.
Η έκθεση στο Barrage ας είναι απλά το ξεκίνημα. Οι δημιουργοί υπάρχουν. Ας βρεθεί και το ανάλογο κοινό τους.