© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Μιμίκας Σταμίρη, ΠΑΝΤΡΕΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ("Ομιλία": Λαϊκό Ζακυνθινό Θέατρο)

[Στη φωτό: Commedia dell'arte, Jean de Paul Paintings]

ΝΤΕΛΑΛΗΣ
Σωπάτε, κύριοι, το λοιπό, την ομιλία να πούμε.
Να την ακούσει ο λαός και να 'φχαριστηθούμε.
Για μία παντρεία με το στανιό θ’ ακούσετε παιδία.
Τον Μπάμπο στεφανώσανε με την κατρεγαρία.
Κι ενώ ήτουνα ένας γυναικάς,του φτιάσανε το κάζο.
Του δώκανε γυναίκα του μία χοντρή, ένα μπάζο.
Μα κειός τη σκαπουλάρισε, του βγήκε σε καλό του.
Άλλος τη λούμπα του 'σκαβε, άλλο το ριζικό του.
Για κάτσετε ούλοι εδωπά και κάμετε ησυχία.
Κατουρημένοι θα ' βγετε μ’ ευτή την ιστορία

ΣΚΗΝΗ 1η
( Στο καφενείο )

ΣΟΧΑΔΑΣ
Ωρέ, κουμπάρε γκάνιασα εδώ να καρτεράω.
Πρεμούρες με τσακώσανε τη ρούγα να τηράω.
Είπες το γιόμα θα 'σαι εδώ κάτι να μου παρλάρεις.
Να σε τρατάρω ένα κρασί; Μολόγα τι γουστάρεις.

ΜΟΥΛΑΣ
Για να τελέψω τσι δουλειές, επέρασε η ώρα.
Δεν είμαι πολύ εύκολος να προβατώ στη χώρα.
Μισό καρτούτσο εδωπά να φέρει κοκκινέλι.
Και για μεζέ ο κάπελας να βάλει ό,τι θέλει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Καμία σαρδέλα, καμία ελιά και λίγονε σκουράτζο.

ΜΟΥΛΑΣ
Πούλιο καλά να μ’ έδενες μ’ ένα μεγάλο γάτζο,
να μ' έριχνες στο πέλαο, στου πόρτου τα ρεπάρα.
Ή να με ξέκανε κανείς με κάνα δύο σμπάρα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Με σκιάζουνε οι παρόλες σου, Σοχάδα μου, αμπονόρα.
Μολόγα και ξαλάφρωσε, κουμπάρε μου, προχώρα.

ΜΟΥΛΑΣ
Έχω το γιο ανύπαντρο. Κι είναι μεγαλωμένος.
Πέντε χρόνια απ’ το στρατό είναι γυρισμένος.
Ούλη μέρα κάθεται κι ούλο κοπροσκυλιάζει.
Βορτάρει με τσι παστρικές. Τίποτσι δεν τον νοιάζει.
Σκιάζουμαι και καμίανε μην πάει και γκαστρώσει.
Κι έπειτα μήτε ο Άγιος μπορεί να τόνε σώσει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Τη σημερνή την εποχή έτσι είναι τα παιδία.
Δε σεκλετίζουνται πολύ με έγνοιανε καμία.
Με μπριγιαντίνη στα μαλλιά, ρούχα κολαρισμένα
συνέχεια σουλατσάρουνε ούλα τα βλοημένα.

ΜΟΥΛΑΣ
Σε κάλεσα εδωπά, λοιπό, μην πάει και με συνδράμεις.
Ένα καλό, κουμπάρε μου, για μένανε να κάμεις.
Μία κοπέλα εύρες μου να κάνει για παντρεία.
Στο μαρτυράω. Με ξέκαμε ευτούνη η ιστορία.
Δε γνοιάζουμαι για ομορφιές, ούτε για τα προικιά τση.
Να 'ναι , αμποδάτε, ικανή να κάμει τη δουλειά τση.
Τη θέλω να 'ναι καρπερή, παιδία να γεννήσει
κι ευτό τον αχαΐρευτο να τόνε συγκρατήσει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Δελέγκου που το μολοείς, κάτι έχω στο τσερβέλο.

ΜΟΥΛΑΣ
Ωρέ, Σοχάδα, σώσε με, μη βάλω και φουρνέλο.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Καψερέ, για μώρωσε. Μην ξεστομάς παρόλες.

ΜΟΥΛΑΣ
Σπαβέντα με τσακώνουνε καθημερνές και σκόλες.
Τηράω ούλους τσου κόπους μου να πηαίνουνε χαημένοι.
Πρέπει το θέμα να λυθεί. Άλλο μην περιμένει.
Γιατί θα κάμω φονικό, θα 'μπω στο μπαλαούρο.
Να πάει στο διάολο, λοιπό, ούλο το μοζοντούρο.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Σιγά τα αίματα, Μουλά,κάνεις το βουρλισμένο.
Ούφου να πας το σκέφτεσαι για κειο τον προκομένο.
Σου 'πα μες το τσερβέλο μου ιδέες κατεβάζω.
Θα σου 'βρω την καλύτερη, κουμπάρε μου, στο τάζω.

ΜΟΥΛΑΣ
Ξεφούρνισέ το. Μ’ έσκασες. Κοντεύω να κορπάρω.
Δεν έχω λιντερίτσινο έδωπα για να πάρω.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Άκου, λοιπό, τη νοβιτά. Απάνου στο Γαλάρο
ξέρω τον Ντάντο του Μαρή. Το έχω και κουμπάρο.
Τρεις θεγατέρες του 'καμε του Ντάντου η κυρά του
και που δεν έχει σερνικό είναι η συφορά του.
Στο φόρο μίανε αυγή μου 'λεγε τον καημό του,
μην πάει ούφου η φαμελιά μετά το θάνατό του.
Ψάχνει κι ευτός κάνα γαμπρό να δώκει τσι κοπέλλες
που 'χουνε χάρες κι ομορφιά κι ούτε είναι τεμπέλες.

ΜΟΥΛΑΣ
Μία βαντάκα με αρνί, μοσκάρι και γουρούνι
θα 'ναι το κανίσκι σου για τη δουλειά ευτούνη.
Κανόνισε συνάντηση μ’ ασπούδα αύριο βράδυ.
Πρέπει ο Μπάμπος άμεσα μία γυναίκα να 'βρει.
Σ’ ούλη μου μέσα τη ζωή θα στο χρωστάω χάρη
άμα δεθεί το προξενειό για κείνο το τομάρι.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Να πιούμε ακόμα μία γουλιά για το καλό το κάζο.
Τσου γάμους θα μεθύσουμε, κουμπάρε, σου το τάζω.
Πήαινε ογλήγορα, λοιπό, κάμε ετοιμασία
Να φτάσουμε αμπονόρα εκεί, γιατί είναι μακρία.
Θα στείλω εγώ τη νοβιτά απόψε στο Γαλάρο.

ΜΟΥΛΑΣ
Σοχάδα μου, να σ’ ασπαστώ. Κοντεύω να κορπάρω.
( Ο Μουλάς τον τραβάει συνέχεια για να τον ασπαστεί – Ο Σοχάδας τον αποφεύγει – Καταφέρνει να του ξεφύγει τελικά – Ο Μουλάς φεύγει τραγουδώντας και χοροπηδώντας )
ΣΚΗΝΗ 2η
( Στο σπίτι του Μουλά )
ΜΟΥΛΑΣ
Πού είναι εκειό τ’ ακάθαρμα; Ξεραίνεται ακόμα;
Την ξάπλα δεν τη χόρτασε; Επέρασε το γιόμα.
Θα τουνα πάλι αποβραδίς με παστρικιά αντάμα
Ω, Άγιε μου, να τέλευε και ευτούνο ευτού το πράμα.
Πριν να του δώκω στ’ αχαμνά καμίανε σμπαρία
κάμε, Παναγία μου, να δέσει η παντρεία.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τι θες, καημένε, εδωπά; Φουγιάζεις αμπονόρα;
Έπεσα το χάραμα. Δε μου 'φτασε η ώρα.
Είχα μία υποχρέωση απόψε ούλη νύχτα.
Υπερωρίες έκαμα και τώρα έχω μία νύστα!

ΜΟΥΛΑΣ
Μήπως το παραδούλεψες το όργανο, παιδί μου;
Φονιάς θα γένω εδωπά στο τέλος τση ζωής μου.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τρία θηλυκά ξεπέταξα μέσα σε μία βραδία.
Άσε που 'χα στα πόδια μου καμία δεκαρία.

ΜΟΥΛΑΣ
Άμε στο διάολο, μωρέ, χάσου από μπροστά μου
Τρεματούρα μ’ έπιασε. Χάνω τα λογικά μου.
Βλαμένε, πάρ’ το απόφαση. Φινίρανε τ’ αστεία.
Δεν έχεις περιθώριο. Είν’ ώρα για παντρεία.
Η μάνα σου εγέρασε. Κι εγώ πούλιο ακόμα.
Δεν έχουμε πολύ καιρό πριν να μας φάει το χώμα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Βαστάς ακόμα, γέρο μου. Το βγάνεις το ψωμί μας.

ΜΟΥΛΑΣ
Τση μάνας σου κι εμένανε φινίρισε η ζωή μας.
Πόσο θα σε νταντεύουμε ακόμα, βουρλισμένε;
Τι θα κάμεις στη ζωή, μωρέ συφοριασμένε;
Μην αρχινίσεις εδωπά το ίδιο το τροπάρι.
Λίγωσα. Σε βαρέθηκα, ακάθαρμα, τομάρι.
Μη βγάλεις άλληνε μιλιά. Είμ’ αποφασισμένος.
Σε κάνα μήνα, θες δε θες, θα σαι στεφανωμένος.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Πότε ματακούστηκε με το στανιό παντρεία;

ΜΟΥΛΑΣ
Δεν έχει άλλη αναβολή. Σου 'βρηκα ευκαιρία.
Αύριο βράδυ προξενειό θα πάμε στο Γαλάρο.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ούλα ευτούνα που μου λες καθόλου δε γουστάρω.

ΜΟΥΛΑΣ
Άμα δεν έρθεις για γαμπρός θα βάλω φουγκαρία.
Θα κάψω και το σπίτι μας κι ούλη την περουσία.
Τα’ καμα με τα χέρια μου, με κόπους και με αίμα.
Κατάλαβε, θεόμουρλε, ότι δεν είναι ψέμα.
Να ιδούμε πούλιο έπειτα τι θα 'χεις για να ζήσεις,
αφού δε θες με μένανε εσύ να συμφωνήσεις.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Από να μείνω άκληρος σ’ ούλη μου τη ζωή μου
ας κάμω μία υποχώρηση στη γνώμη τη δική μου.
Στο κάτου- κάτου τση γραφής τι έχω για να χάσω;
Θα ΄χω γυναίκα σπίτι μου, έρωτα να χορτάσω.

ΜΟΥΛΑΣ
Σήκω αμπονόρα την αυγή το γάϊδαρο να ζέψεις
Κι ούλες τσι άλλες τσι δουλειές δελέγκου να τελέψεις.
Πάρε και ζαχαρόκουκα να πάμε για κανίσκι
και τριαντάφυλλο πιοτό να δώκουμε στη νύφη.
Έτσι τα συμφωνήσαμε εγώ με το Σοχάδα.
Ξέρει το σπίτι του Μαρή απάνου στη λαγκάδα.
Τρεις θεγατέρες έχει ευτός έτοιμες για παντρεία.
Ορπίζω και εσένανε να σου γουστάρει μία.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Αν είναι ούλες ξόανα, άσκημες και κουτσάβλες,
δεν καρτεράω ούτε λεφτό. Θ’ αρχίσω τσι πηλάλες.
Θέλω κουτσούνα ζωντανή να στέκεται κοντά μου.
Να 'ναι ευτούνη ταιριαστή με την παλικαριά μου.

ΜΟΥΛΑΣ
( μονολογεί )Σου 'πρεπε, κακομοίρη μου, να πάθαινες σπαβέντα.
Να τύχει καμία τση συφοράς και να μην πεις κουβέντα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τι μουρμουρίζεις εδευτού; Σας κάνω και τη χάρη.
Να ιδούμε ποίο θηλυκό για άντρα θα με πάρει.

ΜΟΥΛΑΣ
Να πάρε πέντε φάσκελα και τ’ άλλα στα χρωστάω.
Τι να σου κάμω ο καψερός δελέγκου που γερνάω!

( Φεύγουν και οι δύο- ο Μουλάς κουνάει το κεφάλι του και φασκελώνει τον Μπάμπο )

ΣΚΗΝΗ 3η


( Στο δρόμο για το Γαλάρο. Στο γάϊδαρο κάθεται ο Μουλάς, ενώ στην πλάτη του ζώου έχουν δέσει το κουτί με τα γλυκά και τα κουφέτα- κρέμεται και το ζιμπίλι με το ποτό- ακολουθούν Σοχάδας και Μπάμπος )




ΜΠΑΜΠΟΣ
Μακρία είναι, το λοιπό, ακόμη το χωρίο;

ΣΟΧΑΔΑΣ
Εκεί στην τούρλα του βουνού τηράς καμπαναρίο;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Λαγκάδια επεράσαμε, τίποτσι δεν τηράω.
Απ’ το πολύ προβάτημα θέλω να κατουράω.
Μία στάση να την κάμουμε, λίγο να ξανασάνω.
Προτού να μπω και γαμπρός μην πάει και πεθάνω.

ΜΟΥΛΑΣ
Μπα που να σου 'ρθει συφορά που 'σαι και λιγωμένος.
Γαμπρό να ιδούν τα μάτια μας που ‘ναι ξεθεωμένος!

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κατέβα απ’ το γάϊδαρο να πάω κι εγώ καβάλα.
Με τόσο ποδαρόδρομο μού πιάστηκε η σπάλα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Και θα μπεις, Μπάμπο, για γαμπρός, ένας σακατεμένος;
Πρέπει για τσι αντρικιές δουλειές να 'σαι καρδαμωμένος.
Έμαθα πως παλικαρά σε λέγανε στη χώρα.
Δελέγκου τώρα κόπηκε ούλη σου η φόρα;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κι οι δύο με κογιονάρετε. Μα μη με πιάσει πείσμα.
Έδωπα τώρα θα σταθώ. Δεν κάνω ούτε βήμα.
Με το στανιό με φέρατε τε τούτα τ’ άγρια μέρη.

ΜΟΥΛΑΣ
Πάμε, μωρέ παιδάκι μου, κοντεύει μεσημέρι.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Μου φαίνεται πως γάϊδαρος με τσίνια είναι άλλος.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Με είπες γάϊδαρο, μωρέ; Δελέγκου θα σου δείξω.
Μ’ ούλη μου τη δύναμη απάνου σου θα ορμήξω.

( Πιάνονται στα χέρια Μπάμπος και Σοχάδας – Ο Μουλάς κατεβαίνει από το γάϊδαρο για να τους χωρίσει- Με τη συμπλοκή πέφτει ανάποδα το κουτί με τα γλυκά )

ΜΟΥΛΑΣ
Τι έκαμες, μωρέ μουρλέ; Πάνε και τα κανίσκια .

ΜΠΑΜΠΟΣ
Εσείς με κογιονάρετε, μου μπαίνετε στα ίσια.
Μα σας το λέω παστρικά. Άλλο πεζός δεν πάω.
Και το βρακί μου εβράχηκε. Ίδρωτα ούλος στάω.
Δεν πρέπει να παρουσιαστώ έτσι τσαλακωμένος .

ΜΟΥΛΑΣ
Τι άλλο θε να σκαρφιστεί ευτός ο βουρλισμένος!

ΣΟΧΑΔΑΣ
Τήραξε το τζιπούνι μου που του 'καμες σκισία;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κανένας ούτε πρόκειται να δώκει σημασία.
Ενώ εμέ που ‘ μ’ ο γαμπρός ούλοι θα με τηράνε.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Να ξέρανε τι ακάθαρμα δελέγκου καρτεράνε!

ΜΟΥΛΑΣ
Κουμπάρε, κάμε υπομονή να σιάξουμε το πράμα.
Μην πάει και γλιτώσουμε και γένει κάνα θάμα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Βραμέντε είπα τσι χάρες του και στο συμπεθερίο.
Δεν μπόρια να το φανταστώ πως κάνει σα θερίο.
Έδωκα και το λόγο μου ούλους να γαλιμάρω.
Το Ντάντο κι εσένανε να μη σας κογιονάρω.
Μα θα 'ρθει έπειτα η στιγμή που θα λογαριαστούμε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Μη σ’ απαντήσω πουθενά, στη ρούγα μη βρεθούμε.

ΜΟΥΛΑΣ
Σωπάτε και οι δύο σας. Δεν πάμε για κηδεία.
Μη φέρνετε τη γρουσουζιά σ’ ευτούνη την παντρεία.
Ανέβα εσύ στο γάϊδαρο, μωρέ, κακοχρονάχεις.
Να ιδούμε πούλιο έπειτα τι μέλλον εσύ θα 'χεις.
( Μαζεύουνε τα γλυκά- Ο Μπάμπος ανεβαίνει στο γάϊδαρο και ξεκινάνε- Οι άλλοι δύο κοιτάζονται με νόημα )
ΣΚΗΝΗ 4η
( Στο σπίτι του Ντάντου )
ΝΤΑΝΤΟΣ
Καλώς τσους. Καλωσήρθατε. Η ώρα βλοημένη
συμπεθερίο να κάμουμε, να 'μαστε 'φτυχισμένοι.
Γυναίκα, αρριβάρανε οι ξένοι από τη χώρα.

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Απάνου που 'ναι το φαΐ ψημένο από ώρα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Να ξαποστάστε εδωπά που 'στενε λιγωμένοι.
Μία παδέλα κόκκορας έπειτα περιμένει.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Φουγοζιτές με πιάσανε μέσα τσι λαγκαδίες.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Πούπετα δε ματάβρηκα τόσες ερημίες.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Μπρουτζουλαμέντα έχει ο γαμπρός, Ντάντο μου κουμπάρε.

ΜΟΥΛΑΣ
Ορίστε τα κανίσκια σας και το ζιμπίλι πάρε.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Χρεία δεν ήτουνα, λοιπό, να 'ρθετε φορτωμένοι.
Εμείς σας καρτεράγαμε κι η νύφη βουρλισμένη.

ΜΟΥΛΑΣ
Καλό είναι ευτό που καρτερεί μια νύφη για τον Μπάμπο.
Τσι ανηφόρες πήραμε, περάσαμε και κάμπο.

ΜΠΑΜΠΟΣ
(σιγανά )
Φουγοζιτά να την ιδώ τι σόϊ πράμα είναι .

ΜΟΥΛΑΣ
Σκάσε, μωρέ ζωντόβολο, καρμαρισμένος μείνε

( Μπαίνουν και κάθονται στο τραπέζι- σε λίγο παρουσιάζεται η μάνα με το τρατάρισμα- ακολουθεί δειλά η Ανθούλα, η μικρότερη κόρη )

ΣΟΧΑΔΑΣ
Ντάντο μου, πώς μεγάλωσε! Γίνηκε γυναικάρα!
Κοπελλούλα ήτουνα που έφερνα τα τελάρα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Άστα , κουμπάρε, να χαρείς. Φεύγουν τα βλοημένα.
Τα χρόνια τα καλύτερα είναι περασμένα.
Δελέγκου εμείς σγομπιάζουμε κι ευτούνες ξεπετιούνται.
Είμαστε νιοί κι ασπρίσαμε. Τα ωραία δε λησμονιούνται.


( Οι γυναίκες σερβίρουν – ο Μπάμπος ρίχνει κρυφές ματιές στην κοπέλλα – το ίδιο και εκείνη )




ΜΠΑΜΠΟΣ
Έχει κορμάκι λυγερό, φάτσα χαριτωμένη.
Τσι λαγκαδίες ήσουνα, κοπέλλα μου, κρυμένη!
Ποίο τ’ ονοματάκι σου; Θα μου το πεις να μάθω;
Λέτε, με Γαλαριώτισα έδωπα να την πάθω;

ΑΝΘΟΥΛΑ
Ανθούλα με βαφτίσανε εμένανε οι νουνοί μου.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Μου φαίνεται, κοπέλλα μου, πως θα γενείς δική μου.
Τηράω το κορμάκι σου που 'ναι κυπαρισσένιο
Το χρώμα στα μαλλάκια σου ξανθό και χρυσαφένιο.

ΑΝΘΟΥΛΑ
Δελέγκου ανταμώσαμε κι εσύ έβγαλες γνώμη.
Για 'φτούνες τσι παρόλες σου ειν’ αμπονόρα ακόμη.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Με τσι ματίες σου λίγωσα, χάνουμαι που σε γλέπω.
Ρεγούντουλου στα σωθικά και στην καρδία μου έχω.

ΑΝΘΟΥΛΑ
Το μολογάω, θα το πω. Κι εμένανε μ’ αρέσεις.
Μην είσαι ανυπόμονος. Πρέπει να καρτερέσεις.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τι τουβουλιά που μου ΄δωκες! Νογάω να καρτεράω;
Το γάμο άμα δε δέσουμε καλιά μου εγώ δεν πάω.

ΜΟΥΛΑΣ
Τρεις θεγατέρες άκουσα πως έχεις σιόρε Ντάντο.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Οι άλλες δύο πάθανε αποβραδίς λουμπάγκο.
Η Κυριακούλα πούλιο μπρος κι έπειτα η Μαρία.
Θα τσ’ ανταμώσετε ευθύς σ’ άλλην ευκαιρία.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Κρίμας που είναι άρρωστες οι δύο σου θεγατέρες.
Ορπίζω κατακρέβατα μην είναι πολλές μέρες.
Πούλιο καλά να γλέπαμε τη φαμελιά σου αντάμα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Άστο, κουμπάρε, να χαρείς, γι' άλλη βολά το πράμα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Δεν είναι χρεία να ιδώ άλληνε θεγατέρα.
Την πήρα την απόφαση. Άλλο δεν κάνω πέρα.
Γουστάρω την Ανθούλα σου. Τη θέλω για γυναίκα.
Πάλι θα την εδιάλεγα ανάμεσα σε δέκα.

ΜΟΥΛΑΣ
Φώτιση, λες, να του δωκε ο Άγιος να σωθούμε;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Είναι μπελλέτσα η άτιμη. Ούλοι το 'μολογούμε.
Τήραγα που παρλάρατε. Τι σου 'λεγε κι εκείνη;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ορπίζω πως η νοβιτά έδωπα δε θα μείνει.
Βραμέντε, μα τον Άγιο, κι εκείνη με γουστάρει.
Άμα το πεις κι εσύ το ναι, για άντρα τση θα με πάρει.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Μολόγα το, Ανθούλα μου, ποία η απόφασή σου;

ΑΝΘΟΥΛΑ
Μα δε νογάω τι να πω για την ερώτησή σου.
Ό,τι σκεφτείς, παπάκη μου, εγώ θα συμφωνήσω.
Είμαι κοπέλλα άβγαρτη. Τι άλλο να μαρτυρήσω;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Μην καρτερούμε άλλο, λοιπό. Να 'στενε ευτυχισμένοι.
Να 'ναι η ώρα η καλή κι η τύχη βλοημένη.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Δω τση, μωρέ γαμπρέ, κι εσύ το πρώτο το φιλάκι.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κουτσούνα μου, κοπέλλα μου, γλυκό μου πραματάκι
( Αγκαλιάζονται όλοι, φιλιούνται και συγχαριάζουνται )
ΜΟΥΛΑΣ
Εγώ λέω ογλήγορα να κάμουμε το γάμο.
Να γένω νόνος βιάζουμαι, εγγόνια εγώ να κάμω.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Την άλλη μέρα απ’ τη Λαμπρή πάνου στην Παναγία.

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Προκάνω τόσο γλήγορα για την ετοιμασία;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Πούλιο αργά δεν καρτερώ. Θα μου 'ρθει βουρλισία.
Να ΄χω τη γυναικούλα μου μέσα στην αγκαλιά μου
Όποτε μου σκαρφίζεται να γένεται δικιά μου.

ΜΟΥΛΑΣ
Και τον καιρό που στο 'λεγα δε σ’ άρεσε, παρμένε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Άσε τα τώρα ευτούνα ευτού. Μην τα σγαρλάς, καημένε.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Κρεβάτια είναι έτοιμα να πέσετε για ύπνο.
Και ροβολάτε την αυγή έπειτα από τον ξύπνο.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Ας κάτσουμε λίγο εδωπά ακόμη να τα πιούμε.
Κι άμα θα νυστάξουμε, πάμε να ξεραθούμε


( Οι άντρες συνεχίζουν να πίνουν, ενώ το ζευγάρι σε μία γωνία χαριεντίζεται. Μετά από πολλά φεύγουν όλοι )




ΣΚΗΝΗ 5η
( Στο σπίτι του Ντάντου )

ΝΤΑΝΤΟΣ
Οι βίζιτες εφύγανε ο ήλιος μπρι να φέξει.
Ο καψερός μας ο γαμπρός την κάψα πώς ν’ αντέξει!
Γάλα τον εταΐσατε και παξιμάδι ντόπιο;
Τον είδα λίγο αχαμνό και κομματάκι ψόφιο.

ΑΝΘΟΥΛΑ
Όχι ήτουνα μία χαρά. Κομμάτι λιγωμένος
απ΄το πολύ προβάτημα που έκαμ’ ο καημένος.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Μου φαίνεται λιμπίστηκες τον Μπάμπο από τη χώρα.
Ωρή, το κρυφομάμουνο μου παριστάνεις τώρα;

ΑΝΘΟΥΛΑ
Όπως μ’ ορμήνεψες εσύ έπραξα, πατερούλη.
Μα μολογάω πως το γαμπρό τον είδα νοστιμούλη.

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
( μονολογεί )
Δεν ήτουνα και άσκημος. Και σερνικός βαρβάτος.
Όγοια τον πάρει γι’ άντρα τση, θα τση 'βγει ούλος ο πάτος.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Τι μουρμουρίζεις εδευτού για το συμπεθερίο;
Τσι θεγατέρες σκέφτηκες που έχεις τσι άλλες δύο;
Πώς μου 'κοψε σ’ ένα λεφτό να πω για την αρρώστια!
Να ξεστομίσω, ο καψερός, πως το 'καμα ξαπόστα!
Πού να μοστράρω του γαμπρού εκειές τσι δύο μπόμπες
με τα στραβά τσους τα κανιά,τσι τουρλωτές τσι σγόμπες!

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Άσε με, συφορέλια μου,τι να τσου κάμω Ντάντο;
Χειρίσου την υπόθεση, Κάμε εσύ κουμάντο.
Μη μείνουνε αστεφάνωτες και πάνε και χαημένες.
Σα μάνα τσους πικραίνουμαι που 'ναι δυστυχισμένες.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Θα γένει όπως τα 'παμε. Τα 'χουμε συφωνήσει.
Μη πάει και καμία σας το σκέδιο μαρτυρήσει;

ΑΝΘΟΥΛΑ
Εμένανε μου τάξατε να κάμω ό,τι γουστάρω.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Εκειό που κανονίσαμε οπίσω δε θα πάρω.
Πα’ ν’ ανταμώσω τον παπά για να 'ναι μιλημένος.
Μη μας χαλάσει τη δουλειά ευτούνος ο παρμένος.

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Πήαινε και σ’ άλλονε μη βγάλεις τσιμουδία.
Ούλοι οι γονέοι θυσιάζουνται για τα έρμα τα παιδία.

ΣΚΗΝΗ 6η
( Στην εκκλησία – η ώρα του γάμου – ο γαμπρός περιμένειμε την ανθοδέσμη στο χέρι τη νύφη- δίπλα του ο παπάς και γύρω-γύρω οι συγγενείς )
ΜΠΑΜΠΟΣ
Πολύ μου μορογάρισε η Ανθούλα μου,η κυρία.
Κλωτσάνε τα μηνίγγια μου και σπαρταράει η καρδία.

ΠΑΠΑΣ
Μπρουτζουλαμέντο σ’ έβρηκε την ούλτιμη την ώρα;
Μήνα την εκαρτέραγες και πρεμουράρεις τώρα;
Μη με κολάζεις, τέκνο μου, τη λύσσα σου για κράτει.
Μία ζωή ευτούνηνε θα 'χεις για το κρεβάτι.


( Ακούγονται σμπάρα και όργανα- εμφανίζεται η νύφη αγκαζέ με τον πατέρα της- ακολουθεί το σόϊ- η νύφη τρεκλάει και παραπατεί – το πρόσωπό της είναι ολόκληρο σκεπασμένο με το πέπλο )




ΜΠΑΜΠΟΣ
Μωρέ, γιατί παραπατεί η νύφη μου, παιδία;
Μου φαίνεται πως χόντρυνε. Έχει και σγομπαρία.
Απ’ την πολλή τση τη χαρά θα το ‘ριξε στη μάσα.
Μα ευτούνα τα βυζία τση απότομα εκρεμάσαν;
Και τι καπούλια έκαμε μέσα σ’ ένα μήνα;
Για τήρα και τα μπούτια τση. Φουσκώσανε κι εκείνα.

ΠΑΠΑΣ
Σώπα, μωρέ θεόμουρλε, μη σε 'βρουνε τρεμέντα.
Απ’ την πολλή φουγοζιτά μη σου ‘ρχουνται σπαβέντα.
( Πλησιάζουν- ο Ντάντος παραδίνει τη νύφη- ο γαμπρός τη φιλεί )
ΜΠΑΜΠΟΣ
Τρίχες, μωρή, φυτρώσανε πάνου στα μάγουλά σου;
Παλούκια εγινήκανε τα δύο τα ξερά σου.

ΠΑΠΑΣ
Άγιος ο Θεός, άγιος αθάνατος ελέησον ημάς.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ένα μουμέντο, δέσποτα, νογάς να καρτεράς;

ΠΑΠΑΣ
Ους ο θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω.
Μέσα από τα ράσα μου κρυμένο έχω μουσκέτο.
Γάμος εγένετο εν Κανά στη Γαλιλαία.
Η μέρα σου η σημερνή θα 'ναι για σε μοιραία.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κάτι συβαίνει εδωπά, κάποια μπαρτζολετία.

ΠΑΠΑΣ
Σκάσε και την έφαγες ανάμεσα στ’ αυτία.
Αρραβωνίζεται το δούλο του Θεού Μπάμπο.
Προχώρει και στη άναψα, ψοφίμι θα σε κάμω.
Γεύσασθε και πίετε. Ότι Χριστό τον Κύριο.
Σεβάσου, αντίχριστε, ετούτο το μυστήριο.

ΜΟΥΛΑΣ
Κάτι συβαίνει του γαμπρού και τον τηράω ανήμερο.

ΠΑΠΑΣ
Ησαΐα χόρευε, η Παρθένος σήμερον.

( οι καλεσμένοι πετάνε ρύζι και κουφέτα )

ΝΤΑΝΤΑΙΝΑ
Να ζήσουνε, να ζήσουνε κι εμείς να τσου χαρούμε.
Μέχρι βαθεία γεράματα ούλοι μας να ζούμε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Το πέπλο σου δεν το 'βγαλες τη φάτσα σου να ιδούμε.

ΝΥΦΗ
Πούλιο έπειτα στη κάμερα που μοναχοί βρεθούμε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Πάμε ογλήγορα, λοιπό, έχω μεγάλη αγκούσα.

ΝΥΦΗ
Μία μέρα σα τη σημερνή χρόνια την καρτερούσα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τσι χαιρετούρες άσε τσι κι ας πάμε εμείς καλιά μας
Έχουμε άλληνε δουλειά μέσα στην κάμερά μας.
Μα να 'ξερα τι σ’ έβρηκε κι έχεις αλλάξει τόσο.

ΝΥΦΗ
Ένα σκασμό τον έτρωγα, για σε να καρδαμώσω


( Την τραβάει απότομα και φεύγουν- η νύφη πετάει πίσω την ανθοδέσμη, ενώ και πάλι τρεκλάει )




ΝΤΑΝΤΟΣ

Γρουτζούλους έχω εδωπά, να ιδώ τι θ’ απογένει
Το κάζο που του στρώσαμε κρυφό πόσο θα μένει.

ΠΑΠΑΣ
Τ’ απείλησα τ’ ακάθαρμα μη βγάλει τσιμουδία.
Αντίς για γάμο έχουμε πούλιο έπειτα κηδεία.

ΜΟΥΛΑΣ
Ελάτε ούλοι, το λοιπό, να πάμε στο τραπέζι
Στου γιού μου το στεφάνωμα η μούζικα θα παίζει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Και τι κοπέλλα πήρε εκειός. Ένα μικρό λουλούδι.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Κι όταν θα είναι πια αργά, ας πει κι ένα τραγούδι.

ΣΚΗΝΗ 7η
( στην κάμαρα του νυφόγαμπρου )

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κουτσούνα μου, κοκκόνα μου, μεγάλε έρωτά μου
πούλιο κοντά σ’ εμένανε έλα εσύ, κυρά μου.
Και βγάλε ευτό το φερετζέ που έχεις στο κεφάλι.
Έλα κι έχω στ’ αχαμνά μία φούντωση μεγάλη.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Τι να σου κάμω, καψερέ, που έχω κάμει τάμα.
Να τον φορώ το φερετζέ να φύγουν τα λουμπάγκα.
Τη μέρα που με γύρεψες μεγάλο είχ’ ατσιντέντε.
Δέκα βεντούζες έρριξα, μπορεί και δεκαπέντε

ΜΠΑΜΠΟΣ
Μα μ’ αντισκόφτει το τσουφί που έχεις στο τσερβέλο.
Να γλέπω τα μαλλάκια σου ξεσκέπαστα τα θέλω.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Θα βγάλω το μαντήλι μου στου φεγγαριού τη χάση
Δε γένεται αλλιώτικα, αφού το έχω τάξει
Μη σ’ αντισκόφτει, το λοιπό, ετούτο εδώ το βέλο
Έλα, αντρούλη μου, γλυκέ, γιατί κι εγώ σε θέλω.
( τον αγκαλιάζει )
ΜΠΑΜΠΟΣ
Μου φαίνεται ανεξήγητο που 'χεις χοντρύνει τόσο .

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Κατάπινα ένα σκασμό, για σε να καρδαμώσω.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ετήραγα πρωτύτερα πως έκαμες καπούλια
Τα δύο τα βυζία σου γινήκανε νερούλια.
Μ’ ευτούνες τσι χερούκλες σου που τώρα μ’ αμπρατσάρεις
Μου κόβουνται τα αίματα, το πέτο μου πρεσσάρεις.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Τόσες παρόλες εδωπά κόψε να τσι παρλάρεις
Κοντά σου είμαι έτοιμη γυναίκα να με πάρεις.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Δεν πάει στο διάολο, μωρέ.Έχεις μεγάλο δίκιο
Να πράξω πρέπει εδωπά το χρέος μου τ’ αντρίκιο.
( μετά από λίγη ώρα κι αφού έγινε ό,τι έγινε )
ΜΠΑΜΠΟΣ
Με ξέκαμες, ελίγωσα, τζόγια μου εσύ, Ανθούλα.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Και πού να μάθεις, καψερέ, πως είμ’ η Κυριακούλα

ΣΚΗΝΗ 8η
( στο σπίτι του Μπάμπου )

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τι έπαθα, τι έπαθα.Πώς μ’ έβρηκε το κάζο;
Γυναίκα μου κοτσάρανε εκειό εκεί το μπάζο.
Δεν είναι η Ανθούλα μου που πήρε τα μυαλά μου.
Μία σταβοκάνα κα χοντρή επήρα για κυρά μου.
Κάτι είχα τότες ψυλλιαστεί τη μέρα τση παντρείας
Που με απείλησ’ ο παπάς στη μέση τση εκκλησίας
Κι ευτή με κογιονάριζε με κειό εκεί το βέλο
Που ένα μήνα έκρυβε ούλο τση το τσερβέλο.

ΜΟΥΛΑΣ
Γιατί φουγιάζεις εδωπά; Στο τσακισμό γαϊδούρι.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Τση νύφης σου ετήραξες από κοντά τη μούρη;

ΜΟΥΛΑΣ
Το πέπλο τση συνέχεια εφόριε ούλη μέρα.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Και τσι βραδίες δεν το 'βγανε ποτε τση ευτή, πατέρα
Κοιμότουνα στο πλάϊ μου σα μούμια φασκιωμένη.
Δελέγκου μου ξεφούρνισε πως είναι γκαστρωμένη.

ΜΟΥΛΑΣ
Θα γένω νόνος, το λοιπό, όπως το είχα ορπίσει;
Η φαμελιά κουτσούβελα βραμέντε θα γιομίσει.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Α μοιάζουνε τση μάνας τσους θα 'ναι για πατησίες
Χοντρά και κακομούτσουνα, με σουγλιστές σγομπίες.

ΜΟΥΛΑΣ
Ακόμη δε στημάρισα τι μολογάς, παρμένε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Ότι μου την εφτιάσανε σα να 'μαι κουτορνίθι.
Άλλη μου παρησιάσανε κι άλλη μου δώκαν νύφη
Ακούς εκεί να στραβωθώ, τίποτσι να μη μάθω.
Τέτοιο καζάντι φοβερό ο καψερός να πάθω!
Με φονικό ξεπλένεται ευτούνη η ατιμία.

ΜΟΥΛΑΣ
Θα 'χεις το βάρος στη ψυχή. Μην κάμεις βουρλισία.
Μα πού’ναι η γυναίκα σου να μας τα μολοήσει;
Ούλες τσι μπερδεψούρες τσους να μας τσι εξηγήσει.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Έβγα, ωρή, απ’ την κάμερα και άσε τσι κλαψούρες.
Ευτό το τέμπο βρέσκουνε ούλες οι ασκημομούρες.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ.
Ήτουνα του πατέρα μου το σκέδιο ευτό βραμέντε.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Να, πάρε δέκα φάσκελα και σου χρωστάω πέντε.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Τι φταίω 'γω που γίνηκα από το θέο έτσι;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Στην καπονέρα να κλειστείς, στο πίσω το κοτέτσι.

ΜΟΥΛΑΣ
Σκάσε, μωρέ και άστηνε τη βεριτά να μάθεις.
Τίνος κομπίνα ήτουνα το κάζο ευτό να πάθεις.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Ελέγανε οι γονέοι μου ανύπαντρη θα μείνω
Και μέσα σ’ ούλη τη ζωή δε θα μυρίσω κρίνο
Ήμουνα η μεγαλύτερη, πούλιο άσκημη απ’ τσι τρεις μας.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Κ' ήπρεπε να σε φορτωθώ εγώ για ούλη τη ζωή μας;
Η Ανθούλα τι απογίνηκε; Κι ευτούνη άλλη ιστορία.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Την έστειλε ο σορπάρες μας μακρία στην ξενιτεία.
Αν θες δελέγκου χάνουμαι, πάω οπίσω πάλε.

ΜΟΥΛΑΣ
Τα σούσουρα τα σκέφτεσαι; Στην κούτρα ευτούνα βάλε.
Ότι αφού τη γκάστρωσες, τση δωκες μία κλωτσία
και δείχνεις και για δαύτηνε μεγάλη αδιαφορία.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ
Στ’ ορκίζουμαι σ’ αγάπησα, δε θέλω να σ’ αφήσω.
Και τι που είμαι άσκημη; Χρωστάω να μαρτυρήσω;

ΜΠΑΜΠΟΣ
Να μαρτυράω, όμως, εγώ που σε γκαινιάστηκα έτσι;

ΜΟΥΛΑΣ
Οι μπερδεψίες δε φαίνουνται να είναι ούλες δικές τση.
Κι εσύ στραβάδι ήσουνα κι ο Ντάντος κατρεγάρης
Το κάζο που κανόνισε γυναίκα ποία θα πάρεις.

ΜΠΑΜΠΟΣ
Θα τόνε σιάξω, όμως, εγώ. Κι όποιος με κογιονάρει
Θα πάρει για εκδίκηση ό,τι μου γουστάρει.
Κι απόψε κιόλας πούλιο αργά θα πάω στο καφενείο.
Σοχάδας, Ντάντος θα ‘ναι εκεί. Θα τσου ‘βρω και τσου δύο.

ΣΚΗΝΗ 9η
( στο καφενείο )
ΝΤΑΝΤΟΣ
Άσε με, ωρέ κουμπάρε μου. Είμαι για το χάρο
Και το γαμπρό μου πούπετα να 'βρω μαλινάρω.
Την πάρτη που του σκάρωσα πώς να τη λησμονήσω;
Σε μία γωνία σκιάζουμαι μήπως τον απαντήσω.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Τόσος καιρός επέρασε και νοβιτά δεν είχες.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Ούλου μου ακόμη του κορμιού τσιτώνουνται οι τρίχες.
Τι να 'κανα, ο καψερός, άλλο στην Κυριακούλα;
Με βεριτά τ’ ομολογώ ότι τα σκέφτηκα ούλα.
Έρμη και σκότεινη,λοιπό,θα ‘τουνα η κακομοίρα,
άμα το τέλος μου έγραφε και μένανε η μοίρα.
Δε θα 'χε κάναν άθρωπο να τήνε συντροφέψει
κι απ’ τη πολλή την πίκρα τση θα πήγαινε να ρέψει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Έλα, κουμπάρε,το λοιπό, να πιούμε μία γουλούλα,
να σβήσουμε τσι πίκρες μας και τα φαρμάκια ούλα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Τρεις ώρες έχουμε εδωπά που πίνουμε αντάμα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Πέντε καρτούτσα ήπιαμε. Σιγά, μωρέ, το πράμα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Είναι βαρίο το κρασί. Δόξα πατρί χτυπάει.
Νιώθω το κατσικλείδι μου δελέγκου να τρεκλάει.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Μη μαλινάρεις, καψερέ. Εγώ είμαι πούλιο κλόκα.
Απόψε θα τα σπάσουμε. Απ’ την αυγή σου το 'πα.
Στην υγειά μας, Ντάντο μου, μακρία οι σκοτούρες.
Έτσι θα λησμονήσουμε ούλες μας τσι πρεμούρες.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Του 'δωκα νύφη μία χοντρή, άσκημη, στραβοκάνα.
Αλλά στο λέω, κουμπάρε μου, δεν ήτουνα πουτάνα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Και τσι βραδίες δεν τήραγε ποίαν είχε στο κρεβάτι;
Από μία μερία να 'μουνα να 'παιρνα λίγο μάτι.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Από τη λύσσα την πολλή θα 'παθε στραβομάρα.
Ότι αμπρατσάριζε έλεγε καμία κοπελλάρα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Πώς δε του το τσάκισε ευτούνη το κρεβάτι;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Μα είναι εκατό κιλά και παραπάνου κάτι;

ΣΟΧΑΔΑΣ
Κι εσένανε, κουμπάρε μου, σε γλέπω γι’ άλλους δύο.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Κέρατα σου φυτρώσανε απάνου στο κρανίο.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Να μου τα φόρεσε η Αθηνά που κάνει την παρθένα;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Ό,τι κι αν πω, Σοχάδα μου, θα είναι ούλα ψέμα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Ένα καρτούτσο εδωπά ακόμη να τρατάρω.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Και πώς θα πάω ο καψερός απόψε στο Γαλάρο;
Έχω αργάτες την αυγή και πρέπει να γυρίσω.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Στο σπίτι μου, κουμπάρε μου, θα σε φιλοξενήσω.
Μα πού 'ναι ελησμόνησα, σε ποία καντουνάδα.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Θα το 'βρουμε, καημένε μου. Έχει φεγγαράδα.


( Φεύγουν τελείως μεθυσμένοι- ο Μπάμπος τους παρακολουθούσε κρυμμένος από ώρα και άκουσε τι έλεγαν- τους παίρνει από πίσω- εκείνοι από το πολύ μεθύσι παραπατούν μέχρι που πέφτουν σε μία γωνία και αποκοιμιούνται )




ΜΠΑΜΠΟΣ
Έτσι, λοιπό, την έκαμες, Ντάντο μου, πεθερέ μου.
Το τι θα σ’ έβρει έπειτα να ιδούμε καψερέ μου.
Κι εσένανε, Σοχάδα μου, να ιδούμε τα στερνά σου.
Μάθε πως σου τα φόρεσα εγώ τα κέρατά σου.
Πάω ντουγρού στην Αθηνά που γκόμενα την είχα.
Την ξεπορτίζω την κυρά απόψε μες τη νύχτα.


( Τους πλησιάζει και καθώς είναι τύφλα και κοιμισμένοι ρίχνει φούμο στα πρόσωπά τους- φεύγει γελώντας- μετά από ώρες ξυπνάνε – δεν αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο )




ΣΟΧΑΔΑΣ
Μωρέ, ποίος βρυκόλακας κοντά μου ρουχαλιάζει;
Για ξόανο κι ξωτικό ετούτος 'δω μου μοιάζει.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Παρθένα, Παναγία μου, πλακώσανε οι μώροι.
Μαυρίλα αρριβάρισε, γιομίσανε οι φόροι.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Τι είσαι εσύ, μωρέ εδωπά; Ο διάολος να σε πάρει.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Χάσου από πάνου μου, ωρέ, σου σκίζω το τομάρι.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Πούθε σε ξαμολήσανε τσι ρούγες αμπονόρα;

ΝΤΑΝΤΟΣ
Σε ξεκοιλιάζω εδωπά, σου πίνω το αίμα τώρα.

ΣΟΧΑΔΑΣ
Καλά που το ψυλλιάστηκα πως βγήκανε δαιμόνοι.

ΝΤΑΝΤΟΣ
Πάω καλιά μου ογλήγορα, Τίποτσι δε με σώνει


( Φεύγει ο ένας τρέχοντας και πίσω τον κυνηγάει ο άλλος- κάποια στιγμή πέφτουν κάτω- ξανασηκώνονται- συμπλέκονται κ.λ.π. )




ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΜΠΑΜΠΟΣ
Μάθετε εξεπόρτισα την Αθηνά ετότες.
Τηράτε που η τύχη μου άνοιξε δύο πόρτες.
Μ’ ευτούνη έζησα έρωτα, λύσσα και βουρλισία.
Κι έκαμε πούλιο έπειτα και κάνα δύο παιδία.
Εμείναμε αστεφάνωτοι. Δεν ήτουνα και χρεία.
Την Κυριακούλα εφεδρική την είχα την κυρία.
Κουκούλωνα τα μάτια μου κι έκανα τη δουλειά μου.
Μ’ εκείνηνε απόχτησα τ’ άλλα τρία παιδιά μου.
Βραμέντε είμαι πολύτεκνος και με γυναίκες δύο.
Έτσι, λοιπόν, τον πέρασα ούλο μου το βίο.
Πολύ το θαραπάηκα εκδίκηση που πήρα.
Ρεγάλα που μου δώρισε η ευτούνη μου η μοίρα.
Γιατί παντρεία με το στανιό δεν ξέρεις πού θα βγάλει.
Μπορεί να είσαι τυχερός, μπορεί και κατρουγυάλι.
[Γαϊτάνι Ζακύνθου, Γενάρης 2009]
Related Posts with Thumbnails