Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Ορισμένα βιβλία
μοιάζουν με χαραμάδες που ανοίγονται για να φωτίσουν άγνωστους κόσμους και να
φέρουν στην επιφάνεια πληροφορίες ενός πολιτισμού, παλιού, που όμως είχε μεγάλη
σημασία και σημάδεψε μια εποχή. Μοιάζουν ακόμα με αυλαία θεάτρου που ανοίγει για
να αφήσει ελεύθερο το πεδίο στο θέμα. Σαν σε κινηματογραφική ταινία, θα
ορμήσουν οι ήρωες της άλλης εποχής, αυθεντικοί, όχι ηθοποιοί ( ο χώρος, ο χρόνος,
η ενδυμασία, η γλώσσα), για να γεμίσουν τη σκηνή και να αναβιώσουν την εποχή
τους με τα ενδιαφέροντά τους. Η Κρητική Σχολή έχει αναδείξει ζωγράφους, ποιητές,
θέατρο, μυθιστόρημα. Ο Ερωτόκριτος, η
Ερωφίλη, οι ιππότες, η γιόστρα, τα
φονικά, αλλά και ο Θεοτοκόπουλος, τα κάστρα, οι δρόμοι και τα μνημεία υπάρχουν
εκεί για να μας θυμίζουν ένα ένδοξο
παρελθόν που όλος κόσμος ξέρει. Όμως,
υπάρχουν και πολλά άλλα που δεν ξέρουμε και τα οποία ανήκουν στα πρακτικά και
αναγκαία όπως, ας πούμε, τα συμβόλαια, αλλιώς τα Πρωτόκολλα (τα
κατάστιχα), τα οποία είναι θησαυρός
πολιτισμικών πληροφοριών. Παρεμπιπτόντως, μου έρχεται στο νου η φράση (και την
μεταφέρω, όπως πρόχειρα την ανακαλώ) που μας είχε πει στην Επιμόρφωση ο αξέχαστος πανεπιστημιακός δάσκαλος Βασίλης
Σφυρόερας: δεν μπορώ να ησυχάσω, αν πέσει στα χέρια μου μισή σκισμένη σελίδα Ιστορίας. Θέλω οπωσδήποτε να βρω και την υπόλοιπη. Να
βρω την πληροφορία.
Στα Βιβλία του Γιάννη Γρυντάκη, λοιπόν, όλα, μα
όλα, θα βρούμε πολλές τέτοιες σελίδες που εκείνος ερεύνησε στα
Βενετσιάνικα Αρχεία και σε ξεχωριστούς τόμους μας παρέδωσε. Ο παρών,
αφιερωμένος στο Νοτάριο, συμβολαιογράφο, Ιωάννη Μ. Βλαστό, διαφοροποιείται από
τους προηγούμενος ως προς τη γλώσσας. Συγκεκριμένα,
ενώ τα προηγούμενα τέσσερα πρωτόκολλα που έχει δημοσιεύσει, είναι γραμμένα στη Βενετσιάνικη γλώσσα, το παρόν
είναι γραμμένο στα Ελληνικά της εποχής (με την ορθογραφία του γράφοντος),
πράγμα που από μόνο του καθίσταται στοιχείο ιδιαίτερα πληροφορητικό, για
κάποιον που η αναζήτηση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς είναι πεδίο ανοιχτό ες
αεί. Ο προφορικός λόγος δεν διασώζει καμιά ορθογραφία. Είναι η ακουστική
αίσθηση που κυριαρχεί. Εδώ όμως είναι η οπτική της γλώσσας, η οποία ανακαλεί
και την ακουστική.
Ο συγγραφέας μας πληροφορεί πως το κέντρισμα
του το προκάλεσε ο Πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας, Μανούσος
Μανούσακας, όταν βρέθηκε εκεί, το 1981. Ο αείμνηστος Μανούσακας τον συμβούλεψε
να ασχοληθεί με τους νοταρίους του νομού Ρεθύμνου γιατί μέσα στα νοταριακά
κείμενα «βρισκόταν ένα μεγάλο μέρος του θησαυρού της πολιτισμικής μας
ιστορίας». Και έτσι είναι.
Ο Γρυντάκης, λοιπόν, στην
Εισαγωγή των τετρακοσίων περίπου σελίδων τόμου, περιγράφει το πρωτογενές υλικό
του: πού βρίσκεται: στα κρατικά Αρχεία της Βενετίας, στη σειρά Notai del regno di Candia· τι περιέχει: εκατόν επτά φύλλα, με τριακόσιες τρεις καταχωρημένες
πράξεις· ποιας χρονικής
περιόδου: η πρώτη συντάχτηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1599 και η τελευταία στις 10
Ιουνίου 1614· σε ποια κατάσταση: καλή, χωρίς «πολλά σβησίματα ή
μουτζούρες» ή πρόσθετα προβλήματα για τον μελετητή. Ο Γρυντάκης συνεχίζει την
περιγραφή του με τις ιδιαιτερότητες του κειμένου. Τη διάταξή του στη σελίδα, το
ευρετήριο, που δεν είναι σε αλφαβητική σειρά των επωνύμων αλλά των βαπτιστικών ονομάτων,
αναφέρεται ο ένας των συμβαλλομένων, ενώ είναι περισσότεροι και άλλοτε πάλι αντί
του ονόματος του συμβαλλομένου αναφέρεται η δικαιοπραξία. Υπάρχει ακόμα
ευρετήριο, το εξώφυλλο του πρωτοκόλλου με μνεία στην καλλιτεχνική απεικόνιση
του Αρχικού «Ε» στην πρώτη παράγραφο: «Έτη από της θήας γεννήσεος του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού» και στη δεύτερη: «Πρωτόκολλο
Αουτέντικο τζη Νοδαρήας εμού
Ιωάννη Βλαστού, νοδάριο ιμπεριάλ…».
Ο συγγραφέας μας
πληροφορεί ότι εκτός από το, Βλαστό, στο Ρέθυμνο υπήρχαν ακόμα έξι νοτάριοι, τους οποίους αναφέρει,
καθώς επίσης το είδος του πρωτοκόλλου, τη γλώσσα και τη χρονολογία του.
Γενικά για τον Βλαστό
μαθαίνουμε το τόπο καταγωγής του, τους προγόνους του, από τους οποίους πολλοί
ήταν nobili cretensi, έφεραν δηλαδή τον τίτλο της κρητικής ευγενείας. Ο
Βλαστός πρέπει να γεννήθηκε και να μεγάλωσε στα Ρούστικα στα μέσα του 16ου αιώνα. Η καλή χρήση της
ιταλικής γλώσσας κάνει τον μελετητή να συμπεράνει πως ο Βλαστός έγινε νοτάριος,
αφού επέστρεψε στα Ρούστικα και μάλλον είχε αποκτήσει την άδεια άσκησης του
νοταριακού επαγγέλματος, για το οποίο προϋπόθεση ήταν η καλή γνώση της ιταλικής
γλώσσας, αν θα εργαζόταν σε πόλη, και της ελληνικής, αν θα εργαζόταν σε χωριό.
Προαπαιτούμενο επίσης ήταν η συμπεριφορά, η ηθική, η εντιμότητα, η καλή έξωθεν
μαρτυρία.
Από τα οχτακόσια δέκα
ονόματα των συμβαλλομένων τα τριακόσια είναι Βλαστοί, πράγμα που μας υποδηλώνει
τη συγγένεια των ανθρώπων μεταξύ τους. Στο ίδιο χωριό υπήρχαν και άλλοι
νοτάριοι. Το επάγγελμα προσέδιδε κύρος στον ασκούντα, ήταν περιζήτητο και
προσοδοφόρο. Για το διορισμό νοταρίου την αρμοδιότητα είχε ο Δούκας της Κρήτης
ή το Συμβούλιό του, οπότε έφερε το προσωνύμιο «δημόσιος» - publicο ή αυτοκρατορικό-
imperial. Ο Βλαστός σε οκτώ περιπτώσεις αναφέρει και το ύψος της
αμοιβής του, η οποία άλλοτε είναι δέκα υπέρπυρα, άλλοτε πέντε, άλλοτε δύο λίρες
και άλλοτε μία λίρα.
Όσον αφορά τις δυσκολίες που συνάντησε ο ερευνητής, αυτές
οφείλονται στην ορθογραφία. Για
παράδειγμα γράφει ένα όνομα μέσα στο ίδιο πρωτόκολλο δυο τρεις φορές και κάθε
φορά με διαφορετικό τρόπο: Αλέξιος, Αλέξης, Αλέξηος. Δεν τονίζει τις λέξεις,
οπότε δυσκολεύει την κατανόηση, βάζει τελεία πάνω από το γιώτα σαν να είναι ιταλικό – i ή χρησιμοποιεί συχνά
το j.
Οι
σελίδες με τα πρωτόκολλα καλύπτουν τις σελίδες 23- 300. Η αίσθηση αυτού του
παλιού, σπουδαίου κόσμου αναδύεται από την αφάνειά του. Παράδειγμα:
«Εjς του Χριστού το
όνομα, αχδ, Νοεμβρίου τζη γ, εjς το χοριό Ρούστικα,
ντρεστρέτο Ρεθέμνου, ης το σπίτι της κατικίας του κηρ Μανόλι Βλαστού,
καπετάγνιο. Εδεκί, ο άνοθε κηρ Μανόλης Βλαστός , απού το ένα μέρος, και ο κηρ
Σταβριανός Βλαστός ποτέ Μανούσο, από το άλο, φανερόν ήλθασι ησέ σιβίβασι
σιμφονίας γάμου είτζη κράζοντας πρότον το όνομα της Αγίας Τριάδος και την χάριν
της υπεραγίας Θεοτόκου. Όθεν ο άνοθε κηρ
Μανόλι τάσι να κάμι και με έργο να τελιόσι να δόσι τι θυγατέρα τζη, τι κερά
Ανέζα, του άνοθε κηρ Σταβριανού εj γινέκαν του
εβλογητηκή παρθενηκί, οσάν το ορίζη ιj αγία του Θεού εκλισία…». Συνεχίζει με το τι της δίνει ως προίκα: «πρότο τιν ευχήν του και δεύτερο τζη τάσι να
τζη δόσι υπέρπυρα χιλιάδες τρις ήμισι, ήγου τζη χιλιάδες δίο και τρακόσα στίμα
λινά, τζόχινα, κατά τάξη, και τα επίλιπα, ήγου χίλια διακόσια, ασίμι και
τορνέσα… οσάν τ’ ορίζη ιj αγία του Θεού
εκλισία…» κ.λ.π. και υπογράφουν οι
παρευρισκόμενοι «μαρτίρι παρακαλετί» και ο συμβολαιογράφος. Όπως είναι φανερό, από
το παραπάνω συμβόλαιο, πρωτόκολλο, κατάστιχο δεν προκύπτει απλώς η συμφωνία
ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη αλλά και η σημασία και η βαρύτητα την οποία
δίνουν στο γεγονός, επικαλούμενοι του Χριστού το όνομα, στην αρχή, την Αγία
Τριάδα και την Υπεραγία Θεοτόκο, στη συνέχεια, και κλείνουν με την Θεού
Εκκλησία. Υπογράφουν, για όσα θα δώσουν,
ενώπιον Θεού και ανθρώπων για να είναι στερεωμένοι και κοινωνικά και
ηθικά. Η λεπτομερής καταγραφή της προίκας,
η οποία βεβαίως είναι ο θεσμός, πέρα από ενίσχυση του νέου ζευγαριού αποτελεί
και τιμή και για τον δίδοντα και για τον λαμβάνοντα, σώζοντας την αξιοπρέπεια
και των δύο μερών. Και ενώ όλα γίνονται στον συμβολαιογράφο, γραφειοκρατικά, θα
λέγαμε σήμερα, τίποτα δεν μπορεί να
σταθεί χωρίς την θεία παρουσία. Ο υπεράνω όλων κριτής και μάρτυς είναι ο Θεός. Τα
πρωτόκολλα είναι πολλά και οι περιπτώσεις
ποικίλες. Από όλα όμως αναδύεται η ποιότητα ενός κόσμου, ο οποίος στα
κράσπεδα των ευγενών διατηρούσε τη δική του ευγένεια, των ταπεινών.