ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Μεγάλη Τετάρτη, φορτισμένοι συναισθηματικά από την ανοδική προς τα πάθη πορεία του Ιησού αλλά και αυτήν της Χώρας μας και του Λαού μας, παρακολουθούμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα και έμπλεοι συγκίνησης, σε σχήμα πρωθύστερο, δύο από τα πολλά έργα τα εμπνευσμένα από την ενσυνείδητη Σταυρική Θυσία του Θεανθρώπου. Το υπό τον τίτλο «Ταφή», του Δημήτρη Μητρόπουλου και το Ορατόριο του Γιόζεφ Χάυντν «Οι επτά τελευταίοι λόγοι του Χριστού στον Σταυρό».
Γραμμένο το 1915 το πρώτο, από τον νεαρό τότε Δημήτρη Μητρόπουλο, αποτελεί Συμφωνικό Ποίημα, όπου εναρμονίζονται η βαθιά θρησκευτική πίστη με τις έννοιες της ιερότητας και του κάλλους. Μια σύνθεση που αποτελώντας θρήνο και προσευχή με διάχυτη κάποια αισθησιακή αχλύ, έρχεται σε αντίθεση με τον ασκητισμό του συνθέτη ο οποίος στη χειρόγραφη παρτιτούρα σημειώνει τούτη τη φράση που μεταφέρουμε, δανειζόμενοι από το ιδιαίτερα προσεγμένο και ενδιαφέρον πρόγραμμα, της ΚΟΑ: «Δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μία προσευχή, ένας θρήνος που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής μου, για κείνον που υπέφερε για μας, για κείνον που όλοι θα έπρεπε ν’ αγαπούν και να λατρεύουν!». Ο γεμάτος συναισθηματική συντριβή θρήνος, προσευχή και ο βαθύς στοχασμός του Έλληνα Συνθέτη, γίνονται «αίνος», προς τον πάσχοντα Ιησού και μέσα από την προσεκτικά λεπτή και σε μεγάλο βάθος διεισδυτική προσέγγιση και ερμηνεία του Μαέστρου και της Ορχήστρας, με τη μορφή ελεγείας αναβαίνει στους ουρανούς, για να ξαναεπιστρέψει, όπως η αψίδα στο Βυζαντινό Ναό, στη γη συνδέοντας σε μια αέναη κίνηση τα επίγεια με τα επουράνια!
Το δεύτερο έργο, «Οι επτά τελευταίοι λόγοι του Χριστού στον Σταυρό», γραμμένο στην τελική του μορφή το 1796, είναι το Ορατόριο για Σολίστ, Χορωδία και Ορχήστρα, του ώριμου Αυστριακού συνθέτη, πατέρα της συμφωνίας και του Κουαρτέτου Εγχόρδων, Γιόζεφ Χάυντν.
Ο Μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος, σαν άλλος αρχιτέκτονας, κτίζει το Μουσικό Ναό του με «υλικά» την πολύτιμη Ορχήστρα της ΚΟΑ, την εξαιρετική, που θυμίζει χορό Αρχαίας Τραγωδίας, Χορωδία της ΕΡΤ και τέσσερεις λαμπερούς σολίστ από τη νεώτερη γενιά λυρικών μονωδών, όπως είναι η Γιαπωνέζα υψίφωνος Καολί Ισσίκι, η μεσόφωνος Ελένη Βουδουράκη, ο τενόρος Αντώνης Κορωναίος και ο βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς.
Ο αρχιμουσικός περικλείει στο οικοδόμημά του τον δραματοποιημένο χρόνο που τρέχει ασταμάτητα μέσα από ρυθμούς, ηχοχρώματα και ποικιλία τονικοτήτων. Εκθέτει τη συλλογική μνήμη που ανακαλεί γεγονότα τραγικά, επαναλαμβανόμενα ανά τους αιώνες. Αποκαλύπτει, μέσα από ακραίες δραματικές εντάσεις, τον διαλογιζόμενο άνθρωπο, στην αγωνία του να συλλάβει την έννοια του άκτιστου, του άρρητου, του Θείου ενώ οι επτά Λόγοι του Χριστού, είναι εκεί για πάντα, μνημείο Λόγου Τραγικού, καθώς θυμίζουν στο πεπερασμένο Ον, την ευθραυστότητά του και τη φιλοξενία του στον πλανήτη Γη.
Παράλληλα, προβάλλουν τη μεγαλοσύνη της συγχώρεσης με το «Πάτερ, άφες αυτοίς∙ ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», την υπόσχεση, προς την οδό του δικαίου στο «αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω», την υιική φροντίδα, αλλά και αποστασιοποίηση του πάσχοντος Ιησού, όταν τονίζει: «Γύναι, ίδε ο υιός σου· είτα λέγει τω μαθητή· ιδού η μήτηρ σου», την απορία και Ικεσία του αδυνάτου, στην ανθρώπινη φύση του Υιού με το «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί;», την ανάγκη, την πιο ισχυρή, όταν ο Ιησούς λέγει: «διψώ», τη σκληρή αποδοχή με το «Τετέλεσται», και τέλος, την παράδοση, την ολοκληρωτική και ανεπίστρεπτη για τον άνθρωπο. Όχι όμως για τον Θεό, με το «πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου».
Ο ακροατής, συγκλονισμένος από τη μεγαλειώδη θρησκευτική Ωδή και παρασυρμένος από το Μαέστρο, την Ορχήστρα, τη Χορωδία και τους Σολίστ, γίνεται μέρος των δρωμένων, συμπάσχει, κοινωνεί του άυλου πνεύματος και αποκαθαίρεται από το βάρος της αρχέγονης ενοχής μέσα από τη θυσία του Θεανθρώπου. Παραμένει όμως συντετριμμένος από το φυσικό Σεισμό που μεταλλάσσεται σε «Σεισμό» εσωτερικό με ερωτήματα πολλές φορές αδιανόητα και γι αυτό αναπάντητα!