© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Στη Sulmona με την Γκιόστρα

Γράφει ο Διονύσης Φλεμοτόμος

Στις αρχές του Αυγούστου που μας πέρασε βρέθηκα με την παρέα δεκαέξι άλλων Ζακυνθινών στην όμορφη πόλη της γείτονος και για μας τους επτανησίους και φίλης Ιταλίας, Sulmona, σαν πρόεδρος της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Giostra di Zante», η οποία οργανώνει κάθε χρόνο την περίοδο της Αποκριάς το φημισμένο αυτό αγώνισμα στη Ζάκυνθο, για να λάβουμε μέρος στην εκεί διεξαγωγή της Ευρωπαϊκής Γκιόστρας.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν την γραφική αυτή πόλη. Πριν δύο χρόνια, την ίδια περίοδο, είχα μείνει λίγες μέρες σ’ αυτήν, για να παρακολουθήσω, μαζί με τρία άλλα μέλη του Διοκητικού Συμβουλίου του Σωματείου, τις εκεί εκδηλώσεις και να πάρουμε ιδέες από την 19χρονη εμπειρία τους. Τον προηγούμενο Νοέμβρη, επίσης, αυτόν του 2007, είχα ξανά επισκεφθεί για μια βδομάδα την πατρίδα του Οβίδιου για διακοπές, αλλά και για να δω κάποιους φίλους, που είχα ήδη αποκτήσει σ’ αυτήν και μερικοί από αυτούς με είχαν επισκεφθεί και στο νησί μου. Έτσι το φετινό Καλοκαίρι δεν ένοιωσα σαν τουρίστας ή έστω επισκέπτης, μα αισθάνθηκα πως πήγα σ’ έναν κυριολεκτικά δικό μου τόπο. Και το γιατί υπάρχει στη συνέχεια.

Η πόλη κρατά το τοπικό της χρώμα, την παραδοσιακή της μορφή –μόνο όσοι έχουν επισκεφθεί την Ιταλία μπορούν να καταλάβουν τι λέω– και πάνω απ’ όλα σέβεται και τον εαυτό της και τιμά την ιστορία της. Έχει ιστορικό κέντρο και στον μεγάλο της δρόμο κάθε απόγευμα, καθημερινή και σχόλη, περπατούν οι κάτοικοί της και συναναστρέφονται, μια και εκεί δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό το δικό μας, δημώδες ποίημα «των Κολοκοτρωναίων», που «καβάλα [σε 4Χ4 κυρίως] παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε». Εκεί υπάρχει ακόμα ένα παράξενο είδος που στην δική μας πατρίδα είναι υπό προστασία. Όχι δεν πρόκειται για την Καρέτα – Καρέτα, ούτε για την Μονάχους – Μονάχους. Για πεζούς πρόκειται γι’ αυτό και η πόλη έχει συνεχώς ζωή. Τώρα αν ρωτάτε τι είναι αυτοί, θα σας θυμίσω πως είναι άνθρωποι που χρησιμοποιούν και τα πόδια τους για τις μεταφορές και όχι τα οχήματα. Τους έχετε προλάβει και αν ναι τους θυμάστε;
Η Sulmona, όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει διατηρηθεί στην παλιά της μορφή και κρατά ακόμα έντονο το δικό της χαρακτήρα, που δεν σας κρύβω, σε πολλά σημεία της μου θύμισε εικόνες από φωτογραφίες της προσεισμικής Ζακύνθου. Υπάρχει η παλιά πόλη, που παντού μιλά για σεβασμό και ποιότητα, η μέσα στα τείχη και γύρω της έχει απλωθεί η νέα, όχι χτισμένη άναρχα, σαν τις δικές μας, μα με σχέδιο, πράσινο και αγάπη στον άνθρωπο. Για την επιβεβαίωση όλων των παραπάνω, ένα θα επισημάνω μόνο. Εκεί και τις τρεις φορές που την επισκέφθηκα είδα τους κατοίκους της να σταματούν στην Φοντάνα (δημόσια πηγή) που ρέει ακόμα στο κέντρο της και με τα ποτηράκια, που είχαν πάντα κοντά τους, να πίνουν νερό και να ξεδιψούν, χαιρετώντας γνωστούς και φίλους. Τώρα, αν πω για τα σιντριβάνια της μεθενωτικής και μετασεισμικής Ζακύνθου, που αφού στέρεψαν έγιναν κάδοι σκουπιδιών, θα γίνω κακός και άδικος;

Μα, μην στεναχωριέμαι άλλο και μην σας στεναχωρώ. Ας επιστρέψουμε στην Γκιόστρα. Η εκεί εκδήλωση, στην οποία, εκτός από τη Ζάκυνθο, πήραν μέρος και άλλες εφτά χώρες, είναι μεγαλοπρεπέστερη από την δική μας, μα δεν διαφέρει και σε πολλά σημεία. Παρέλαση γίνεται και εκεί με ιστορικές στολές εποχής, τα κοστούμια μας έχουν πολλά κοινά, δαχτυλίδι προσπαθούν να πάρουν και οι δικοί τους ιππότες, μόνο που η πείρα των δύο, σχεδόν, δεκαετιών, που ήδη σημειώσαμε, μαζί με την ομαδικότητα και την οργάνωση που διακρίνει την Ευρώπη –κάποτε η Ζάκυνθος λειτουργούσε σαν άκρο της– έχουν αναμφισβήτητα πιο θεαματικά αποτελέσματα. Σημασία έχει πάντως πως το μικρό Τζάντε στάθηκε ισάξια δίπλα στους άλλους συμμετέχοντες και μάλιστα κέρδισε την Τρίτη θέση στο αγώνισμα. Όχι, παίζουμε!

Πιο συγκινητικό, όμως, απ’ όλα ήταν το ότι οι κάτοικοι –αρχές και λαός– της πόλης υποδέχτηκαν κυριολεκτικά αδελφικά την τζαντιώτικη αντιπροσωπεία, για τον κοινό τους μεγάλο ποιητή, τον Ούγο Φώσκολο. Στην επίσημη έναρξη είχα την τύχη και την χαρά – σαν πρόεδρο, βέβαια, του Σωματείου - να με ξεχωρίσουν από τους άλλους προσκεκλημένους και να με βάλουν να καθίσω δίπλα στους επισήμους, για να διαβάσω σε ελληνική μετάφραση το σονέτο του ποιητή των «Τάφων», το οποίο είναι αφιερωμένο στην «μητρική του γη», την Ζάκυνθο. Βέβαια είχε προηγηθεί η ανάγνωση του ποιήματος στην γλώσσα που γράφτηκε, την ιταλική. Κορυφαία ήταν επίσης η στιγμή που το πορτρέτο του Δημιουργού, δώρο της αντιπροσωπείας μας στον Δήμαρχο και τους κατοίκους της πόλης, κρεμάστηκε δίπλα στην προσωπογραφία του Οβίδιου, για να θυμίζει και να τονίζει την φιλία των δύο τόπων, που τους ενώνει ένας ποιητής. Μα και την ώρα που η αντιπροσωπεία της Ζακύνθου περνούσε τους κεντρικούς δρόμους της Sulmona οι απλοί άνθρωποι φώναζαν: «Το Τζάντε, η πατρίδα του Ούγου Φώσκολου». Αν βέβαια κάτι παρόμοιο γινόταν σε μια ελληνική πόλη, άντε κάποιοι να θυμόντουσαν τον Λαγανά. Ε, ίσως και το Ναυάγιο, σε καλύτερη περίπτωση, μια και ο Σολωμός για τους νεοέλληνες είναι θαυμάσιο έδεσμα και ο Φώσκολος ο δημιουργός της «Λάμψης» και του «Καλημέρα ζωή». Και δυστυχώς αυτοί οι τελευταίοι και ψηφίζουν και εκλέγουν…
Ήδη στην περυσινή Γκιόστρα της Ζακύνθου έλαβαν μέρος και κάποιοι Σουλμονέζοι, μεταφέροντας σε μας την τέχνη των σημαιοφόρων τους και τους ήχους των τυμπάνων και των σαλπίγγών τους. Είναι καλεσμένοι να θρούνε και φέτος. Θα τους απολαύσουμε και πάλι.

Ευχής έργο θα ήτανε μέχρι τότε το μέρος όπου προσεισμικά βρισκόταν το σπίτι του Φώσκολου να μην είναι ούτε σκουπιδότοπος -φίλε Σαράντη, μάταια τον καθάρισες το καλοκαίρι που ήρθες στην πατρίδα σου– ούτε πάρκιν της ανελέητης ευμάρειάς μας και της ελεημένης αδιαφορίας μας.
Εμείς μπορεί να μην έχουμε ιστορικό κέντρο –ας όψεται η πολλαπλή θεομηνία του 1953 και οι τότε κυρίαρχοι– αλλά τα ελάχιστα δείγματα του πολιτισμού μας μπορούν να σωθούν. Δεν είναι κρίμα να σαπίζει η Κυρία των Αγγέλων και να καταρρέει το Βενετσιάνικο Υδραγωγείο στο Κρυονέρι, ενώ στο λαό παρέχονται μόνο άρτος και θεάματα;
Ας προλάβουμε πριν αποτεφρωθούν και αυτά σαν την Αγία Μαύρα.
Διαφορετικά αντί για Γκιόστρα ας οργανώνουμε κάθε χρόνο στο ζακυνθινό καρναβάλι το δρώμενο του «εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού είν’ ο παπάς».
Και μετά θα χρειαζόμαστε παπά να μας διαβάσει.

Δείτε εδώ, Giostra Cavalleresca di Sulmona 2008 - finale:

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Μαρτυρίες Λιθακιωτών γερόντων από τα δίσεκτα χρόνια του Πολέμου και της Αντίστασης

Γράφει και επιμελείται ο Παύλος Φουρνογεράκης

…1η Μάη 1941 ένα ιταλικό υδροπλάνο στο λιμάνι της Ζακύνθου αποβιβάζει τον ταγματάρχη των αλεξιπτωτιστών Μάριο Τζοβάνοβιτς. Στη Νομαρχία υποστέλλεται η γαλανόλευκη για χάρη της τρίχρωμης ¨γκλοριόζας¨ ιταλικής. Το νησί παραδίδεται στη δουλεία του φασισμού όχι όμως και οι ψυχές,. Μελανοχίτωνες στρατιώτες, η ιταλική αστυνομία φινέτσα, πυροβόλα, όπλα, πυρομαχικά αποτελούν το νέο ντεκόρ στο Φιόρο του Λεβάντε. Μια μικρή μπάντα θα παίζει τακτικά φασιστικά και στρατιωτικά εμβατήρια. Κύρια δε και συνεχώς το εμβατήριο της φασιστικής νεολαίας ¨Τζοβινέτσια¨. Στρατωνίζονται στα σπουδαιότερα σημεία του νησιού και εγκαθιστούν τον οπλισμό τους, διασφαλίζοντας την κατοχή, διοίκηση και επικράτηση στο Ιόνιο. Έχει προηγηθεί η κατοχή της γειτονικής Κεφαλονιάς.

Το φθινόπωρο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (7-9-1943), ήλθαν οι Γερμανοί. 3-4 στούκας πετούν πάνω από την πόλη, με τρομακτικούς μυκηθμούς και βόμβους. Κάνουν ελιγμούς, ανυψώσεις και κάθετες εφορμήσεις. Ήταν μια προειδοποίηση για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει σε περίπτωση προβολής αντίστασης. Και ταυτόχρονα, ένα πρώτο πεζοπορικό τμήμα δύναμης διλοχίας αποβιβάζεται στο λιμάνι. Στρατωνίζονται στην πλατεία Σολωμού και στα γύρω κηπάρια. Διασκορπίζονται στο υπόλοιπο νησί. Είχε προηγηθεί η κατάληψη των άλλων νησιών με μάχες Γερμανο-ϊταλικές.

Την ίδια τύχη και το χωριό Λιθακιά, θυμούνται οι σημερινοί γέροντες και γερόντισσες…

«Τι μας θυμίζεις, δύσκολα χρόνια! Στέρηση, πείνα, φτώχεια, κακουχία, βασανιστήρια. Όταν ήλθαν οι Ιταλοί στο χωριό έψαξαν και βρήκαν τα καλύτερα σπίτια και τα επίταξαν. Μας πέταξαν έξω, κοιμόμαστε σε σταύλους ή σε συγγενείς. Ύψωσαν την ιταλική σημαία κι έσπειραν το φόβο και τον τρόμο. Η πρώτη τους φροντίδα ήταν να φτιάξουν πυροβολεία στο λοφίσκο του Αγίου-Σώστη. Μας έκοψαν όλα τα κυπαρίσσια και άλλα δένδρα κι έφτιαξαν κρυψώνες για τα όπλα και τα πυρομαχικά. Το πολυβολείο ήταν τσιμεντένιο. Δεν τα έφτιαξαν μόνοι τους. Κάθε μέρα αγγάρευαν τους χωριανούς για να τους κάνουν δουλειές. Εμείς τα χτίσαμε, οι πατεράδες μας. Κρυβόμαστε για να μη μας αγγαρέψουν. Πολλές φορές κοιμόμαστε στ΄ αμπέλια και στο λόγγο για να μη μας πιάσουν, δεν ήταν εύκολο. Παίρνανε και τα άλογα και τα βόδια τα κάρα μας, ό,τι είχαμε. Περιπολούσαν κάθε νύχτα, στήσανε φυλάκια, στο δρόμο για το Κερί στου Δεσύλα κι έπρεπε όποιος πέρναγε να χαιρετάει την ιταλική σημαία..
Κρύβαμε ούλα τα υπάρχοντά μας, τσι τροφές μας κι αν είχαμε τίποτε χρυσαφικά. Σκάβαμε λάκκους μες το σπίτι και βάζαμε το λάδι μας και το κρασί μας, πατάτες, στάρι, τα πιο απαραίτητα. Πολλές φορές τρύπαγε το βαρέλι και πηγαίνανε χαμένα. Είχαμε έλλειψη, ορισμένοι που είχανε βάρκα κάνανε εμπόριο στην Πελοπόννησο. Πηγαίνανε λάδι και φέρνανε πατάτες και στάρι ρεβύθια, κουκιά. Γινότανε κρυφά, όλο νύχτα, με κίνδυνο. Ορισμένοι πέσανε σε ναρκοπέδιο, σκοτωθήκανε, άλλοι αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω από τις βολές των πυροβόλων, σ΄ άλλους κατάσχεσαν το εμπόρευμα και το καΐκι. Υπήρχαν και οι προδότες που έλεγαν στους Ιταλούς τις κινήσεις μας και ό,τι ήξεραν για τα υπάρχοντά μας.
Το Δημοτικό ήτανε στο προαύλιο τη εκκλησίας της Φανερωμένης. Κάναμε κάθε μέρα ιταλικά, μας μάθαιναν τραγούδια και συνθήματα για το φασισμό. Γι αυτό κι εμείς αντιδρούσαμε και δε μάθαμε καθόλου αυτή τη γλώσσα, τη μισούσαμε. Καταλαβαίναμε, παρόλο που ήμαστε μικροί.»

«Αυτά τα γράμματα στον τοίχο είναι από τότε που είχαν επιτάξει οι Ιταλοί το σπίτι μας. Εδώ ήτανε το ιατρείο τους. Ήταν ένας γιατρός που είχε φέρει κινίνο διαφορετικό από το δικό μας κι όσοι δεν φοβόντουσαν ερχόντουσαν να τους γιατρέψει. Το σπίτι είχε μεγάλη κουζίνα και το είχαν κάμει μαγειρείο για τους στρατιώτες, παίρνανε συσσίτιο και οι γειτόνοι. Στην αποπάνω κάμαρα θυμάμαι όπλα, πολλά όπλα στη σειρά και πολλές κονσέρβες. Μας είχανε πάρει και το βόδι μας και το σφάξανε, τα πήρανε και από άλλους, ο καθένας με τη σειρά του. Αργότερα που ήλθανε οι Γερμανοί φύγανε οι Ιταλοί και ξαναπήγαμε στο σπίτι μας.»

«Εμείς που είχαμε καΐκια αναγκαζόμαστε τσι πιο πολλές φορές να ψαρεύουμε και να τσου δίνουμε τα ψάρια. Ψάρευα μήνες για τσου Γερμανούς και δε μου άφηναν ούτε ένα ψάρι. Απαγορευότανε να ψαρέψουμε πίσω στα Δυτικά, είχανε φύλακες στο φάρο του Κεριού και δεν μπορούσες να περάσεις. Μια φορά που πήγανε εφόδια στα Στροφάδια, στο γυρισμό τους χτυπήσανε από το Πυργί της Πελοποννήσου και τους κρατήσανε για καιρό αιχμάλωτους. Ήμουνα κι εγώ στο ΕΑΜ, ήμουνα βέβαια μικρός, ούτε είχα όπλο».

«Πείνα και ξυλοδαρμό αλλά και αντίσταση στον εχθρό θυμάμαι. Οι Ιταλοί είχανε επιτάξει όλα τα σπίτια που ήτανε κοντά στη θάλασσα. Εμείς είχαμε καΐκι, είμαστε ψαράδες. Ψαρεύαμε μόνο μέρα αλλά κάναμε και λαθρεμπόριο στην Πελοπόννησο. Φεύγαμε βράδυ με τα κουπιά και με πανί. Αν καταλαβαίναμε ότι δε θα προλαβαίναμε, διανυκτερεύαμε στο Πελούζο και φεύγαμε το άλλο βράδυ. Μια φορά φέραμε 35000 τσιγάρα. Μας προδώσανε, μας πιάσανε και φάγαμε πολύ ξύλο για να μαρτυρήσουμε. Εμένα με φυλακίσανε τρεις μήνες στη Φινάτσα. Οι Ιταλοί θέλανε την προδοσία και σε λιανίζανε στο ξύλο. Οι Γερμανοί δε θέλανε, ήτανε πιο σκληροί, σκοτώνανε πιο εύκολα. Μόνο τσου χτύπους από τσι αρβύλες να άκουγες όταν κάνανε περίπολο, καταλάβαινες…

Ορισμένοι κάναμε αντίσταση, γραφτήκαμε στο ΕΑΜ. Μπολσεβίκους μας ελέγανε, γιατί είμαστε κομουνιστές. Είμαστε καμιά δεκαπενταριά εδώ στο χωριό, στη Λιθακιά δεν έγιναν πολλά. Κόβαμε το καλώδιο του τηλεφώνου από του Βεζάλ για να μην έχουν επικοινωνία με τη Λιθακιά. Επίσης εκεί στο Αη-Σώστη, όπου δεν είχε βράχο, είχανε περίφραξη με πασσάλους και αγκαθωτά σύρματα. Μια φορά πήγαμε και τα κόψαμε, τότε που έφευγαν οι Ιταλοί κι ερχόντουσαν οι Γερμανοί. Φυλάγανε τη θάλασσα και στον Κορνό, εκεί υπήρχαν τρεχούμενα νερά, τώρα κοντεύουν να στερέψουν. Τσι 10 του Σεπτέμβρη του ΄44 Εαμίτες χτύπησαν μία γερμανική περίπολο στα Κατάραχα και σκότωσαν ένα στρατιώτη. Ήθελαν να εμποδίσουν τσι αγγαρείες, οι Γερμανοί έφευγαν και ήθελαν να τσου μεταφέρουμε τα πράγματά τους. Οι Γερμανοί ανταπόδωσαν πυροβολισμούς και τραυμάτισαν ένα δικό μας., το Νιόνιο το Σούλη και μετά κυνήγησαν στο Λαγκάδι και σκότωσαν το Γιάννη τον Μποζίκη. Στη συνέχεια κουβάλησαν το νεκρό τους στρατιώτη στον ΄Αη-Σώστη που ήταν οι σκηνές τους και το αρχηγείο τους. Εξοργίστηκαν οι Γερμανοί, γύρισαν τα πυροβόλα προς το χωριό και γκρέμισαν αρκετά σπίτια, χτύπησαν και την εκκλησία του Άη-Γιάννη. Μετά έφυγαν, τέλειωσε ο πόλεμος. Άρχιζε μια πιο δύσκολη περίοδος, εκείνη του εμφύλιου, αλλά αυτά άστα τώρα, να πεθάνουμε πρώτα εμείς να μην τραυματιζόσαστε οι νεότεροι».

Βιβλιογραφία:
Ιωάννη Μάργαρη, Η εποποιία της Εθνικής Αντίστασης 1941-44.

Πληροφορητές κατά σειρά:
Ζωή Φουρνογεράκη, Αναστάσιος Φουρνογεράκης, Νικόλαος Αλιάζης, Θεόδωρος Κλάδης.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Σύντομος αφορισμός περί της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας

Γράφει ο συνθέτης Νίκος Γράψας
Αν εξαιρέσει κανείς τους συναισθηματικούς δεσμούς με τα παραδοσιακά μουσικά πεδία ή τις επιλογές που βασίζονται σε αισθητικές προτιμήσεις, το σύνολο της μουσικής δημιουργίας, ιστορικής και σύγχρονης, στο σημερινό τοπίο του ελληνικού πολιτισμού, αποτελεί πολιτισμική αξία σημαντικού μεγέθους και απόσταγμα ανθρώπινης εμπειρίας παγκοσμίου ενδιαφέροντος, όπως άλλωστε και κάθε εκφρασμένη ανθρώπινη τέχνη, που καλό θα ήταν να τύχει ανάλογης καταξίωσης μέσα από καταγραφές, μελέτες, ανιδιοτελή προβολή και χρήση.
Η μονομερής προβολή ενός τμήματος του μουσικού πολιτισμού για ιδεολογικούς λόγους, κυρίως, ή εμπορικούς ακυρώνει την ίδια τη δυναμική του συνόλου του πνευματικού έργου μιας εθνότητας ή μιας κοινωνικής ομάδας, και στρέφει προς αβέβαιες κατευθύνσεις τις νέες δραστηριότητες, καταργώντας, στην ουσία, θετικά πρότυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς που εκφράζουν τη βούληση των δημιουργών-αποδεκτών του πολιτισμού, αντικαθιστώντας τα «εκ των άνω» με ένα αξιακό σύστημα οικονομισμού και πλαστής αποδοχής.

Ζάκυνθος 2008

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Γιώργου Σεφέρη, [Η ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ NOBEL ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Στοκχόλμη 10 Δεκεμβρίου 1963 (στα ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά)]

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να - εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμα πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: "Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα" λέει ο Ηράκλειτος, "ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν".

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου (εννοεί τον Μακρυγιάννη), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: "...θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε..." Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη να αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:

να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,

για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νόμπελ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.


Giorgos Seferis' speech at the Nobel Banquet at the City Hall in Stockholm, December 10, 1963

(English)

I feel at this moment that I am a living contradiction. The Swedish Academy has decided that my efforts in a language famous through the centuries but not widespread in its present form are worthy of this high distinction. It is paying homage to my language - and in return I express my gratitude in a foreign language. I hope you will accept the excuses I am making to myself.

I belong to a small country. A rocky promontory in the Mediterranean, it has nothing to distinguish it but the efforts of its people, the sea, and the light of the sun. It is a small country, but its tradition is immense and has been handed down through the centuries without interruption. The Greek language has never ceased to be spoken. It has undergone the changes that all living things experience, but there has never been a gap. This tradition is characterized by love of the human; justice is its norm. In the tightly organized classical tragedies the man who exceeds his measure is punished by the Erinyes. And this norm of justice holds even in the realm of nature.

«Helios will not overstep his measure»; says Heraclitus, «otherwise the Erinyes, the ministers of Justice, will find him out». A modern scientist might profit by pondering this aphorism of the Ionian philosopher. I am moved by the realization that the sense of justice penetrated the Greek mind to such an extent that it became a law of the physical world. One of my masters exclaimed at the beginning of the last century, «We are lost because we have been unjust» He was an unlettered man, who did not learn to write until the age of thirty-five. But in the Greece of our day the oral tradition goes back as far as the written tradition, and so does poetry. I find it significant that Sweden wishes to honour not only this poetry, but poetry in general, even when it originates in a small people. For I think that poetry is necessary to this modern world in which we are afflicted by fear and disquiet. Poetry has its roots in human breath - and what would we be if our breath were diminished? Poetry is an act of confidence - and who knows whether our unease is not due to a lack of confidence?

Last year, around this table, it was said that there is an enormous difference between the discoveries of modern science and those of literature, but little difference between modern and Greek dramas. Indeed, the behaviour of human beings does not seem to have changed. And I should add that today we need to listen to that human voice which we call poetry, that voice which is constantly in danger of being extinguished through lack of love, but is always reborn. Threatened, it has always found a refuge; denied, it has always instinctively taken root again in unexpected places. It recognizes no small nor large parts of the world; its place is in the hearts of men the world over. It has the charm of escaping from the vicious circle of custom. I owe gratitude to the Swedish Academy for being aware of these facts; for being aware that languages which are said to have restricted circulation should not become barriers which might stifle the beating of the human heart; and for being a true Areopagus, able «to judge with solemn truth life's ill-appointed lot», to quote Shelley, who, it is said, inspired Alfred Nobel, whose grandeur of heart redeems inevitable violence.

In our gradually shrinking world, everyone is in need of all the others. We must look for man wherever we can find him. When on his way to Thebes Oedipus encountered the Sphinx, his answer to its riddle was: «Man». That simple word destroyed the monster. We have many monsters to destroy. Let us think of the answer of Oedipus.


[French]

Sire, Madame, Altesses Royales, Mesdames, Messieurs.

En ce moment je sens que je suis une contradiction. L'Académie Suédoise a en effet décidé que mon effort dans une langue fameuse à travers bien des siècles, mais peu répandue dans sa forme actuelle, était digne de cette haute distinction. Elle a voulu rendre hommage à ma langue et voilà que je lui adresse mes remerciements dans une langue étrangère. Veuillez bien accepter les excuses que je me fais à moi-même.

J'appartiens à un petit pays. C'est un promontoire rocheux dans la Méditerranée, qui n'a pour lui que l'effort de son peuple, la mer et la lumière du soleil. C'est un petit pays, mais sa tradition est énorme. Ce qui la caractérise c'est qu'elle s'est transmise à nous sans interruption. La langue grecque n'a jamais cessé d'être parlée. Elle a subi les altérations que subit toute chose vivante. Mais elle n'est marquée d'aucune faille. Ce qui caractérise encore cette tradition, est l'amour de l'humain; la justice est sa règle. Dans l'organisation si précise de la tragédie classique, l'homme qui dépasse la mesure doit être puni par les Erinnyes. Bien plus, la même règle vaut pour les lois naturelles. «Le soleil ne peut pas dépasser la mesure» - dit Heraclite - «inon les Erinnyes, servantes de la justice, sauront le ramener à l'ordre» - Je pense que qu'il n'est pas tout à fait improbable qu'un homme de science moderne trouve profit à méditer sur cet apophtegme du philosophe Ionien. Pour moi ce qui m'émeut, c'est de constater que le sentiment de la Justice avait tellement pénétré l'âme grecque qu'il était devenu une règle du monde physique. Et un de mes maîtres du début du siècle dernier s'écrie: «Nous sommes perdus, parce que nous avons été injustes.» Cet homme était un illettré; il avait appris à écrire à l'âge de trente-cinq ans. Mais dans la Grèce de nos jours la tradition orale va aussi loin dans le passé que la tradition écrite. Ainsi va la poésie. Je trouve significatif que la Suède tienne à honorer et cette poésie et la poésie en général, même si elle jaillit parmi un peuple restreint. Car je pense que la poésie est nécessaire à ce monde moderne ou nous vivons affligé, comme il est, par la peur et l'inquiétude. La poésie a ses racines dans la respiration humaine - et que serions-nous si notre souffle s'amoindrissait ? Elle est un acte de confiance - et Dieu sait si nos malaises ne sont pas dûs à notre manque de confiance.

On a observé, l'an dernier, autour de cette table, l'énorme différence qui existe entre les découvertes de la science d'aujourd'hui et la littérature; qu'entre un drame grec et un drame moderne, il n'y a pas grande différence. Oui, le comportement des hommes ne semble pas avoir changé. Et, je dois ajouter, qu'il a depuis toujours besoin d'entendre cette voix humaine que nous appelons la poésie. Cette voix, qui court à tout moment le danger de s'éteindre, faute d'amour, et qui sans cesse renaît. Menacée, elle sait toujours où trouver un refuge; reniée, elle a toujours l'instinct de reprendre racine dans des régions inattendues. Pour elle, il n'existe pas de grandes et de petites parties du monde. Son domaine est dans le cour de tous les hommes de la terre. Elle a le charme de fuir l'industrie de l'habitude. Je dois ma reconnaissance à l'Académie Suédoise d'avoir senti ces faits; d'avoir senti que les langues dites d'usage restreint ne doivent pas devenir des barrières dans lesquelles le battement du cour humain doit être étouffé; de constituer un aéropage capable:

To judge with solemn truth life's ill-appointed lot,

pour songer à Shelley l'inspirateur, dit-on, d'Alfred Nobel - cet homme qui a su racheter l'inévitable violence par la grandeur de son cour.

Dans ce monde qui va en se rétrécissant, chacun de nous a besoin de tous les autres. Nous devons chercher l'homme, partout où il se trouve.

Quand, sur le chemin de Thèbes, Oedipe rencontra le Sphinx qui lui posa son énigme sa réponse fut: l'homme. Ce simple mot détruisit le monstre. Nous avons beaucoup de monstres à détruire. Pensons à la réponse d'Oedipe.


Πηγή για τα παραΘέματα λόγου: α) Το κείμενο στα Ελληνικά από τον Τόμο "Ένας αιώνας Νόμπελ. Οι ομιλίες των συγγραφέων που τιμήθηκαν με το Βραβείο Νόμπελ στον 20ό αιώνα", (Επιμέλεια-Επίλογος: Θανάσης Θ. Νιάρχος), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001 β) Το κείμενο στην αγγλική και γαλλική γλώσσα από τον επίσημο διαδικτυακό Τόπο Nobelprize.org

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Γεωργίας Κουρτέση-Φιλιππάκη, [ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ]

Στην προσπάθειά μας ν' αναδείξουμε και να προτείνουμε προς ανάγνωσιν κάποιες από τις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εργασίες της αρχαιολόγου-προϊστορικολόγου Γεωργίας Κουρτέση-Φιλιππάκη, Επίκουρης Καθηγήτριας ΕΚΠΑ, οδηγούμαστε στον διαδικτυακό Τόπο του Περιοδικού Αρχαιολογία και Τέχνες, όπου απόκεινται αρκετές δημοσιεύσεις της κ. Κουρτέση-Φιλιππάκη, οι ακόλουθες:
Τεύχος 58, Μάρτιος 1996, με θεματική:
H Παλαιολιθική Εποχή στην Eλλάδα: εισαγωγή στην Παλαιολιθική Εποχή.









Τεύχος 59, Ιούνιος 1996, με θεματική:
H Παλαιολιθική εποχή στην Eλλάδα: η ιστορία της έρευνας





Τεύχος 60, Σεπτέμβριος 1996, με θεματική:
Η παλαιολιθική εποχή στην Ελλάδα: οι αρχαιολογικές θέσεις.




Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

π. Παναγιώτη Καποδίστρια, ΑΘΕΟΦΟΒΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

Και να, είκοσι αιώνων και βάλε, συμβατικά χρονολογούμενος ο Άχρονος. Συνάξεις επί συνάξεων ιδιάζουσες, οχλαγωγίες και ιαχές νεοφανών Σταυροφόρων, πρόλογοι επιλογικοί, λόγοι παρα-λογικοί... Λόγος για το Υ π έ ρ λ ο γ ο ν, ουδείς... Θα μπορούσε κάλλιστα Εκείνος, σχολιάζοντας όλ' αυτά τα (δήθεν) τεκταινόμενα, να μουρμουρίσει περίλυπος το γνώριμό μας ασμάτιο: "Φοβάμαι όλ' αυτά, που θα γίνουν για μένα, χωρίς εμένα"...

Καθώς ανεβαίνουμε ήδη τα σκαλιά της νέας χιλιετίας, η αλάνθαστη μέθοδος της α υ τ ο μ ε μ ψ ί α ς, η ευθύτατη οδός της Α λ ή θ ε ι α ς (ως μ η - λ ή θ η ς και ν ί κ η ς κατά κράτος του Θ α ν ά τ ο υ) είναι σαφώς η ασφαλέστερη και ειλικρινέστερη. Άλλωστε, κατά τον Ελύτη "η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται". Στην αιχμή, αν προτιμάτε, στροφή λοιπόν, και της δικής μου (ελλειμματικής και ανάξιας) προσωπικής διακονίας, δεν αντέχω πια τις τεθλασμένες μιας καθωσπρέπει, ευσεβοφανούς, μα ατελέσφορης σιγής και τολμώ απ’ το κελλάκι μου εδώ μακριά, σ’ ένα μικρό και άσημο χωριό στην νοτιοδυτική άκρη της ενταύθα πατρίδας, να τα πω κι ας πεθάνω, ελπίζοντας αταλάντευτα, ακόμη κι ακόμη, στην "μικράν ζύμην", η οποία είναι -πιστεύω- ικανή να μεταβάλει εντέλει "όλον το φύραμα".

Ως ένας εσμός, μια σύναξη συμπλεγματικών α-προσωπικοτήτων εμφανιζόμαστε, αγαπητοί, οι οποίοι, ευκαίρως ακαίρως και προς το συμφέρον μας, ιδιοποιούμαστε τ' όνομά Του το τιμιότατο "επί ματαίω", ά-φιλοι και ά-φυλοι εν πολλοίς, δίχως καν υποψία και ίχνος φ ό β ο υ. Ενός φόβου έτσι κι αλλιώς λυτρωτικού, μια και είναι ευνόητο, ότι δι' αυτού ο άνθρωπος επανεξετάζει τη στάση του έναντι παντός κινδύνου, κρατάει απόσταση ασφαλείας, συσπειρώνει δυνάμεις και πασχίζει για την Ανάσταση, με πάσα έννοια.

Δίχως φ ό β ο, λοιπόν... Όχι, ασφαλώς, επειδή εμπεδώσαμε ήδη, ότι "η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον", αλλ’ απλούστατα, δεν έχουμε τον... Θεό μας. Το αρχείο των συμπλεγμάτων μας πολυσέλιδο έως γαργαλιστικό. "Και διηγώντας τα να κλαις", κατά Σολωμόν. Τι όνειρα και χάρτινες φιλοδοξίες - ασπιρίνες χρυσωμένες, σε "καταφύγια ιδεών", σεσαθρωμένα προ πολλού... Τι "του βίου ναυαγοί" αναρριχόμαστε όπως-όπως και "αλλαχόθεν" στην κενότητα ενός (αντορθόδοξου) θρησκειότροπου φολκλόρ και την λαμπιρίζουσα ματαιότητα των οφικίων... Τέτοια, λοιπόν, έκρηξη μασκομανίας!... Τέτοιος έρως πια για τ’ ανούσια!... Σ’ έναν κόσμο μάλιστα, που δια-δικτυώνεται ολοένα, που κλονίζεται κλωνοποιούμενος, ιχνογραφώντας εν τω μεταξύ το δύσμοιρό του DΝΑ, αλλά ταυτόχρονα δεν παύει νάχει μονίμως καβαλήσει ετσιθελικά επί του τραχήλου των εσχάτης (για τους άφρονες αυτούς) κατηγορίας συν-ανθρώπων, κατά τρόπο διαρκώς ιμπεριαλιστικό έως και φασιστικό. Ενώ ..."ημείς άδομεν". Παρένθεση: Ο λαός μας έδώ θα μουρμούριζε κάποιες ευστοχότατες, πλην αθυρόστομες, παροιμίες, μα (ευτυχώς) κωλύομαι, λόγω των ημετέρων συμπλεγμάτων.

Τον γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε ("μάλλον δε γνωσθέντες υπ’ αυτού") -πόσο να πούμε;- τριάντα, πενήντα, άντε ογδόντα χρονάκια ο καθείς μας. Ή, καλύτερα, έ χ ο υ μ ε α κ ο ύ σ ε ι πολλά και διάφορα γι' Αυτόν. Ή, ακριβέστερα, φ λ υ α ρ ο ύ μ ε γι’ Αυτόν μεγαλόφωνα, μεγαλόστομα, φανατισμένα έως άκρας μισαλλοδοξίας, δίχως μάλιστα την άδειά Του, αυτόκλητοι συνήθως πρεσβευτές Του, μια και το προαπαιτούμενο δίπολο κλίση και κλήση έχει προ πολλού (και τεχνηέντως) μπει στην άκρη των μεριμνών μας. Και τι έγινε, αν εμείς, κατά την παραπάνω μέθοδο, αυτοανακηρυσσόμαστε ομφαλός των αιώνων; Σταγόνα στον βαθύ ωκεανό. Στιγμιαία μπουρμπουλήθρα ή μάλλον, μηδέν επί μηδέν... Κι όμως... Παλληκαρίζουμε οι ανόητοι, νταήδες για γέλια σε ξένον αχυρώνα, λογαριάζουμε -δυνάστες κι εξουσιαστές εφήμεροι- χωρίς τον Ξενοδόχο, αθλητές ντοπαρισμένοι σε μιαν ελεύθερη πτώση στο χάος του Απείρου και της Αιωνιότητας, δίχως πια την π α ρ α μ υ θ ί α της Π ρ ό ν ο ι α ς και της Α γ ά π η ς Του, δίχως πια την προοπτική της Δ ι ά ρ κ ε ι α ς πλάι Του. Τον ξαναπροδίδουμε αυτοπροδιδόμενοι, αλίμονο, και το χειρότερο: Το ευχαριστιόμαστε, επαιρόμενοι συχνότατα προς τούτο. Με μια παράδοξη μάλιστα αποστασιοποίηση από την παραδοχή της ήττας τού Θανάτου (του κάθε λογής και απόχρωσης θανάτου) δι' Εκείνου, παραμένουμε αμετανόητα off από τον συγκλονισμό της Ανάστασης, "τραγικοί απατημένοι απατεώνες", κατά την διατύπωση μακαριστού σήμερα δασκάλου. Όσο για τα έ σ χ α τ α, επαναπαυόμαστε νωχελικότατα, είτε σε μιαν ιδιότροπη (παρ)ερμηνεία τού "δος ημίν σήμερον", είτε (στην καλύτερη των περιπτώσεων) στην έκτακτη και για χάρη μας ευαισθητοποίηση του ε λ έ ο υ ς Του και πάλι, καταλήγοντας να υιοθετούμε υστερόβουλα μια νεόκοπη έκδοση της περί "αποκαταστάσεως των πάντων" θεωρίας.

Πού ο φόβος και το δέος, η αιδώς έστω; Πού η νοσταλγία της απωλεσμένης πατρίδας, του καταργημένου πολιτεύματος; Πού η μεταμόρφωση των παθών, το εκκαθαριστικό των λαθών και των πτώσεων; Πού, άραγε, η άσκηση στον ησυχασμό, στην καρδιακή προσευχή, στην μεταβολή του νοός, στην υποδοχή του ό π ο ι ο υ Άλλου ως αδελφού; Πού η συγνώμη και η απάθεια, η Χάρη και η Χαρά; Πού η γονυκλισία του νου και η ζύμωση δακρύων καυτών για το πρόσφορο της ερχόμενης Κυριακής; Πού η "μνήμη θανάτου" και η διδακτική εξάλλου με τους νεκρούς μας συναναστροφή; Πού η σώζουσα εντέλει μεγαλοπρέπεια της απλότητας; Έννοιες και λέξεις όλα ετούτα-καραμέλες ολοένα για την "μεγαλειότητα" της κληρικής μας "αυθεντίας", μα να παραμένουμε στο τέλος αγλύκαντοι; Να μεταχειριζόμαστε τη ζέση του Φωτός και μάλιστα του Ακτίστου, μα στην ουσία να τουρτουρίζουμε, αν δεν τσουρουφλιζόμαστε; Ν’ αντλούμε "ζωντανό νερό" για τους λοιπούς όλους, μα ν’ αφυδατωνόμαστε ολοένα μακρόθεν; Τόση πια σκληροκαρδία και διψυχία; Πώρωση, φίλε μου, πώρωση...

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν παύω ν' αποτείνομαι σ’ Εσέ. Που επιδέξια μού οδηγείς το αδέξιο δεξί μου χέρι χαράματα να Σε λογχίζω· να Σε μελίζω αργότερα· να συσσωματώνομαι ύστερα μ’ Εσέ αγαπητικά· να μην κατέχω τίποτα για να Σού αντιπροσφέρω, μονάχα τα δικά Σου απ' τα δικά Σου· να μιλώ και να ξέρεις το ψέμα μου· να σιωπώ και να ιδρύεις Εσύ στίχο-στίχο το επόμενο ποίημα εντός μου.

Γι' αυτό αποτείνομαι σ’ Εσέ! Γιατί όπου θέλεις κι όταν θέλεις κι όπως ξέρεις, οικονομείς τα πράγματα, ανακατώνεις παντεπίσημα τ’ ανθρώπινα, τα μόνιμα και τα σαφή, πιάνεις την Ιστορία απ' το μαλλί και της δίνεις να καταλάβει! Γι' αυτό ελπίζω ακόμη!... Γιατί

* υποστασιάζεσαι ως ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και ο Δήμαρχος Καρρέρ. Ζάκυνθος επί Κατοχής. Να τους επιβάλει ο Γερμανός Διοικητής να συντάξουνε, λέει, κατάλογο πλήρη των εβραϊκών οικογενειών του νησιού. Κι εκείνοι εντέλει, ν' αναγράφουν φαρδιά πλατιά στην αναφορά τα δικά τους μονάχα τα ονόματα!!!

* υποστασιάζεσαι ως ο "Παπούλης" μας, ο παπα Νιόνιος. Πράος, γλυκός και αγράμματος, να γνωρίζει απέξω την Καινή, να χειρίζεται την Αγάπη - γλώσσα μητρική του, νάχει πανεύκολα τα δάκρυα με το παραμικρό και να επιθυμεί, όταν του Ταξιδιού θαρχόταν η ώρα, όχι "άπασαν" την ιερατική του στολή, μα ένα μόνο πετραχήλι.
-Μα, Γέροντά μου, θάχει εκεί Συλλείτουργο, θα λάβεις μέρος και συ!...
-Ω, παιδάκι μου, ας αξιωνόμουνα του Παραδείσου κι ας μην ελάβαινα μέρος. Έτσι, με το πετραχηλάκι μου, ας μου δώσουνε σε μιαν άκρη να μοιράζω τ’ αντίδωρο και τίποτ’ άλλο...

* υποστασιάζεσαι ως η Κακή της γειτονιάς, η ανύπαντρη και καταρούσα, χιλιοβασανισμένη από μικρή και νύχτα-μέρα κλαίουσα (;), άρρωστη αγιάτρευτα ύστερα... Και λίγο πριν το τέλος:
-Είχες και μέρες στη ζωή σου καλές;
-Μονάχα όταν κοινώναγα!..., ομολογεί και πάντα κλαίει.

* υποστασιάζεσαι ως η κυρα Λένη, που μεριμνά περίσεμνη για το πάντοτε πρόσφορο, τις ευώδεις μερτούλες στο Κόνισμα της Παναγιάς και σαν ήσκιος η ίδια -ένα με το ύστερο σκοτάδι του πρωγιού- τηρεί το Καντηλάκι Της ακοίμητο, ανύστακτη και κείνη, ή εκτάκτως λιβανίζοντας τις πόρτες των γειτόνων.

* υποστασιάζεσαι ως πετροβολημένος συν-αδελφός κάτω απ' το πετραχήλι μου, να προσθέτει στάλα στάλα νεότητα έκτακτη στα γηρατειά του, να γδύνεται μπροστά μου τολμηρότατος απ' τον ολόκορμο "δερμάτινο χιτώνα" που φορούσε, και να λάμπει στο εξής ωραίος και αρυτίδωτος πια!!!

Γιατ’ είσαι Εσύ πίσω απ' το Ποίημα, στους παρακάτω στίχους (έκφραση αγνωστικισμού θα ισχυρισθούν οι θεολογούντες, μα ποιος τους λογαριάζει πια;), όταν κηρύσσει στεντορεία τη φωνή ο Ελύτης:

"Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει."

ή

"Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος· κι αν είδες, είδες."

ή

"Αν είναι να πεθάνεις πέθανε
αλλά κοίτα να γίνεις
ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη."

Γιατ' είσαι Εσύ, το Αίτιο το Ποιητικό πίσω από τους "φωνήεντες στεναγμούς", τα εύχυμα τα στιχηρά (ως το κόκαλο) του π. Βασιλείου Θερμού, όταν παραδέχεται:

«Σε ονομάζουμε "ο βασιλεύς της δόξης"
Όταν όμως προχθές "ενδεδυμένον άπασαν"
μπροστά στην Αγία Τράπεζα
μού πρότεινες "αλλάζουμε;"
κόντεψα να λιποθυμήσω.»

ή το "Εύλογο"

"Πώς να μην πεθάνης νέος, Κύριε;
Αφού τις νύχτες, κατάκοπος
μετά τις πορείες ξαγρυπνούσες
να κεντήσης τις ιερατικές μας στολές."

ή το έξοχο εκείνο

"Ξέρεις μόνο γιατί ελπίζω;
Γιατί δέχτηκες να κάμης Αίμα Σου
την χθεσινή μαυροδάφνη με τα συντηρητικά". -

[Περιοδικό ΔΙΑΒΑΣΗ, τεύχ. 47 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2004) 3-6]

Παύλου Φουρνογεράκη, α) ΧΩΡΟ-ΧΡΟΝΟΣ, β) ΚΑΤΑΛΗΨΗ


Χωρο-χρόνος

Ολόγυμνος χρόνος
Ο τόπος
Υψωμένο μέλλον
Η ομίχλη

Αρωματίζει η τραγιάσκα
Τον ιδρώτα
Στον κόκκινο κρίνο
Του κήπου

Αποξηραμένες ανθοδέσμες
Οι ρυτίδες
Υμνωδούν εμπειρία
Ζωής.




Κατάληψη

Λαβωματιές ξιφολόγχης σε θωρακικά σπλάγχνα
Η αλυσίδα στην πύλη,
Πόδια εγκάρσια σαν καρφιά σ' οστικά κατάγματα
Κ' η γνώση
Βοά σε βιβλιοστάτη παλάμη.
Πίδακες ακμής σε ιαματικές χαμάμ
Οιωνοσκοπούν περιελίξεις.

[Φωτογραφία: Νίκος Μόσχος]

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Γιώργη Παυλόπουλου, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ; [8 ποιήματα]

[Οκτώ ποιήματα από την ποιητική συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου, Πού είναι τα πουλιά; εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2004]
Η ΛΕΞΗ

Τυφλός από χρόνια
πάλευε μ' ενα μαύρο κάρβουνο
να γράψει μια λέξη
πάνω στο απόλυτο σκοτάδι.

Καμιά γραφή και καμιά φωνή
δε θα μπορούσε ν' αποδώσει
το φριχτό νόημά της.

Δε βρισκόταν σε κανένα λεξικό.

Στ' όνειρό του την έβλεπε
αχνά χαραγμένη
μέσα σε σπήλαιο ανερεύνητο
και φοβόταν πως οι άνθρωποι
κάποτε θα την ανακαλύψουν.

Ο ίδιος ουδέποτε τόλμησε να την προφέρει.
Μήτε ήξερε γιατί βασανιζόταν
να γράψει αυτή τη λέξη.


Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΚΑΜΑΡΗ

Η πλάτη μιας γυναίκας
η ωραία πλάτη μιας όμορφης γυναίκας
η μισοφωτισμένη πλάτη
μιας γυμνής γυναίκας στον καθρέφτη.
Το πρόσωπό της ακαθόριστο προς εμένα
και στο σκοτάδι του καθρέφτη
η νύχτα και η κάμαρη.


ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ

Η σκάλα που ανεβήκαμε μια νύχτα στο σκοτάδι
ο έρημος διάδρομος κι η σιωπή
το άγνωστο διαμέρισμα που μπαίναμε πρώτη φορά
- μάς είχαν δώσει το κλειδί -
κι ο έρωτας κρυφά για λίγες ώρες.

Μετά από τόσα χρόνια, τόσες κατεδαφίσεις
ακόμη ψάχνω να βρω
πού ήταν εκείνο το σπίτι.


Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Άξαφνα είδε στον ουρανό
μια μεγάλη μαύρη ακρίδα
να χώνεται γρήγορα
στην καρδιά του ήλιου
κι η Γη σκοτείνιασε.


ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ;

Στον Μιχάλη Πιερή

Πού είναι τα πουλιά;
Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια και σβουρίτζια και σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

Πού είναι ο κοκκινολαίμης;

Πού είναι τα παπιά;

Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;

Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι ο Καλαμοκανάς;

Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναιο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;

Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;


Η ΓΚΡΙΖΑ ΜΠΛΟΥΖΑ

Η γκρίζα μπλούζα που μού χάρισαν
που μού την έφεραν από την Πράγα
έχει μια στάμπα στο στήθος
γράφει τ' όνομά σου, Φραντς Κάφκα.
Μια μπλούζα της αράδας
για κουλτουριάρηδες τουρίστες.
Όμως μ' αρέσει κάποτε να τη φορώ κατάσαρκα
σαν είμαι μόνος.
Είναι το γκρίζο που μού πάει.
Γκρίζο της θλίψης και της ερημιάς
που τόσο ένιωθες Εσύ.


ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Σαν να ήταν στ' όνειρό του
όταν ήτανε παιδί
"Τό βρες τ' άλογο" του λέγαν
οι μεγάλοι κι οι μικροί.
Τ' άλογό του, τ' άλογό του
που ακόμη το γυρεύει
σαν να ήταν στ' όνειρό του.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Αυτός που γράφει το ποίημα
κι εκείνος που θα το διαβάσει
μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο
με κάποιον άλλο που το ονειρεύτηκε.

Μέσα στο ποίημα βέβαια
έχουν χαθεί κι οι τρεις.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Γιάννη Πομώνη, ΠΥΞΙΔΑ [3 ποιήματα]


[Τρία ποιήματα, ως δείγμα γραφής, από τη νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Πομώνη, Πυξίδα, εκδ. Οδυσσέας, Οκτώβριος 2008]


Ρωμανικός

Το φως ζητούσε-
Τον κερνούσαν πρόκες

Μέγγενη αναμνήσεις
Βουκέντρα στο βάθος ιστορίας
Λεμόνι άνευρο, ο καθημερινός
Να επιμένει ιδρώτα, να πονά
Σε μια τοπολογία της πατρίδας
Που όλο και μικραίνει
Πυξίδα που έχασε βορρά της
τώρα βορά των άλλων
Η αλλοτρίωση ακόμα
συνεχίζει το τραγούδι της
Το έξω είναι ηδύ
Το έξω είναι τώρα εντός
Αγώνας μετ' αποχρώντος λόγου
Κερί χλωμό σε αίθουσα Βικτοριανή
Μια άρνηση είν' όλος, ένα όχι
Ρωμανικός ο κατακόρυφος
Παράταιρος
Τους μοιάζει παρδαλός
Τι να πιστέψει πια -
Τέσσερα χρόνια πεθαμένος


Στιγμή στιγμής

Ο μόχθος ο ατέρμων
Και η περιβάλλουσα σιγή

Αν είχες πει, αν το 'χες ξεστομίσει
Εκείνο το απλό νούφαρων "σ' αγαπώ"
Δεν θα 'ταν ένα κομμάτι πάγου
Σκοπός άχρηστα ακίνητος
- τι ωφελούνε τα ιερογλυφικά
στο laptop, στο χρηματιστήριο -
Και τώρα
Ετούτη τη στιγμή στιγμής
Που την περίμενε χρόνια ολάκερα
Το κατάλαβε γερά
Πως είναι μια μέντα ο κόσμος
Μια γραμμή
Ένα ηλιοβασίλεμα
Ένα ριγμένο φύλλο
Μία σιωπή μεγάλη
Μια απέραντη σιγή, δικαστηρίων


Σύμπλεγμα

Μια λέξη σαν
Χαρταετός σακάτης

Είμαι, σαν μια τουλίπα, ευαίσθητος
Και πλαστικός σαν το κερί
Αδύναμος ως άμυνα λειψή
Ή, κάποιο σύμπλεγμα κατόπτρων, ατελές
Και η λέξη να πονάει
Να χάνεται
Και πάλι να εμφανίζεται
Μα πάντα να πονάει
Την ιστορία περιγράφοντας
Πραγμάτων
Του κόσμου λίμνη κι αντιφέγγισμα
Και να μην είναι
Τίποτα παραπάνω από
Ένας χαρταετός σακάτης

Η άγνοια της νιότης στα κάγκελα των καταλήψεων

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης
Θλίψη και απογοήτευση προκαλεί το πρωινό θέαμα των αλυσοδεμένων εισόδων των σχολείων, εκεί που μεταγγίζεται η γνώση, θεμελιώνεται η ηθική, κι εδραιώνεται η ελευθερία.
Μια μικρή ομάδα παιδιών, συνήθως από εκείνα που δεν κατανοούν την αξία της γνώσης ή δεν ενδιαφέρονται για το είδος της παρεχόμενης εκπαίδευσης, εγκλωβίζονται σε κάγκελα (που σκοπός τους είναι να προστατεύουν όσους επιβουλεύονται έργο αγαθό), προκειμένου να υπηρετήσουν την οκνηρία και την άγνοια ή ακόμα περισσότερο την εμπειρία της αντιπαράθεσης με τη γενιά των μεγάλων. Κάπως έτσι θα μπορούσε να ερμηνεύσει κανείς τα πραγματικά αίτια, αν αναγνώσει τα προχειρογραμμένα «αιτήματά τους»: χαρτί και σαπούνι τουαλέτας, στέγαστρο για τη βροχή, καθαρότεροι χώροι, … Αυτά δε μπορούν να αποτελούν την αιτία μιας τόσο ακραίας, επαναστατικής διεκδικητικής συμπεριφοράς.
Οι καταλήψεις που άρχισαν στο τέλος της δεκαετίας του ΄80 είχαν διαφορετικό περιεχόμενο και παλμό. Τις αποφάσιζαν οι γενικές συνελεύσεις των μαθητών, ήταν μαζικές, ευρηματικές και πολλές φορές είχαν αποτέλεσμα. Σήμερα είναι ρετρό, ξεπερασμένες, άοσμες και αναποτελεσματικές. Αποφασίζονται και πραγματοποιούνται από μικρές εξωθεσμικές ομάδες μαθητών κι εξωσχολικών και στη συνέχεια αναζητούνται «αιτήματα» και υποστηρικτές. Η κατάληψη διαρκεί λίγες πρωινές ώρες και η πλειονότητα των μαθητών γεμίζει τα ταμεία των καφενείων της πόλης με τις ευλογίες και των γονέων τους. Μήπως θα έπρεπε αλήθεια σ΄ αυτούς να αναζητήσουμε τη φημολογούμενη υποκίνηση των καταλήψεων και όχι στους καθηγητές που μοχθούν για την αγωγή των μαθητών;
Ποια μέριμνα, φροντίδα, ενδιαφέρον δείχνουν οι γονείς για τα παιδιά τους όταν αυτές τις ημέρες της κατάληψης δε βρίσκονται έξω από το χώρο του σχολείου προκειμένου να αντιδράσουν, να αναπτύξουν διάλογο, να κινητοποιηθούν για τη λύση προβλημάτων; Γιατί να συνωμοτούν στη γελοιοποίηση ενός χώρου κι ενός έργου από τον οποίο προσδοκούν τον εξανθρωπισμό των απογόνων τους;
Είναι από όλους παραδεκτό, ότι διατηρούμε ένα κακό εξετασιοκεντρικό σύστημα εκπαίδευσης που συρρικνώνει τον ελεύθερο χρόνο των μαθητών γιατί επιβάλλει ένα αναγκαίο κακό, το φροντιστήριο. Όλοι διαμαρτύρονται και φωνασκούν στα λόγια και όχι στις πράξεις, και θεωρούν υπεύθυνους τους καθηγητές, ενώ στην πολιτική θα έπρεπε να αναζητήσουν τις ευθύνες.
Η φετινή χρονιά άρχισε με τις καλύτερες προοπτικές, γιατί έγινε έγκαιρα η στελέχωση των σχολείων και ο θεσμός της εσωσχολικής βοήθειας θα άρχιζε να λειτουργεί σε ικανοποιητικό χρόνο. Οι καταλήψεις αποτελούν τροχοπέδη για φθηνότερη εκπαίδευση με την πρόσθετη διδακτική στήριξη, για καινοτόμες δράσεις και προγράμματα όπως περιβαλλοντικά, αγωγής υγείας, πολιτισμού και άλλα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι αυτά που προσφέρουν βιωματική μάθηση, αρέσουν στους μαθητές και δίδουν μια άλλη μορφή στο σχολείο, δημιουργική κι ευχάριστη. Όταν συρρικνώνεται ο χρόνος λειτουργίας των σχολείων αυξάνεται και ο βαθμός άγνοιας των μαθητών και η αναγκαιότητα των φροντιστηρίων. Ο πραγματικός αγώνας επομένως γίνεται όταν προστατεύεται αυτός ο χρόνος και χρησιμοποιείται για την απόκτηση όπλου φοβερού, εκείνου της γνώσης, που κάνει ικανό τον άνθρωπο να σπάσει τις αλυσίδες και να αλλάξει το κατεστημένο.
Οι αδυναμίες των μεγάλων, δυστυχώς, μεταφέρονται στα παιδιά. Οι πολιτικοί βρίσκουν το καλλιεργημενο έδαφος της αδιαφορίας και της απάθειας για να ικανοποιήσουν ιδιωτικά συμφέροντα και σκοπούς και η γνώση αλυσοδεμένη βογκά στα κάγκελα της φυλακής που ανοίγει όταν κλείνει το σχολείο.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Διονύση Φλεμοτόμου, ΕΚΔΡΟΜΕΣ ΜΕ ΤΟΥ ΕΡΜΗ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ [8 ποιήματα]

[Οκτώ ποιήματα από την ποιητική συλλογή του Διονύση Φλεμοτόμου, Εκδρομές με του Ερμή το ποδήλατο, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008]
ΜΠΑΡΟΚ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Ο έρωτας είναι κρατήρας.
Καταπίνει τη λάβα του.
Τελειώνει
όπου ξεκίνησε.

Μονάχα το βλέμμα μας
από την αναζήτηση της Αναγέννησης
πέρασε σε Μπαρόκ επιθυμία.


AΥΓΟΥΣΤΟΣ

Να λάμπει το γαλάζιο πολυέλαιο
γύμνια φορώντας
και να διχάζει αχθοφόρους ποταμούς
σε βράχους ήβης.


ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ

Σ' αυτήν την πόλη
τον κάθε χειμώνα
ακόμα και τα πράσινα μάτια
ξερνούν
μια θλίψη θανάτου.


ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ

Οι παλιές αγάπες
μοιάζουν με τα εκθέματα των μουσείων.
Υπάρχουν
εφ' όσον ερμηνεύονται με το σήμερα.


ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ

Την είδαν ανομβρία
μα ήταν απόλυτη άνοιξη
για την ηδονή
την οδύνη μας
και την αιώνια προπάντων
γέννησή μας.


ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Σήμερα το πρωί κατάλαβα
πως το κινητό μου τηλέφωνο
πρέπει ν' αγρυπνά ετήσια
γιατί στις κλήσεις
δεν έχει χρόνο η διάρκεια
ούτε διχάζει παράλληλα
τις προσκλήσεις η νύχτα.


ΜΠΡΟΣ Σ' ΕΝΑΝ VAN GOGH

Από τον ποιητή
μέχρι την δημιουργία
μεσολαβούν
θυσιαζόμενα μουσεία.


ΕΚΔΡΟΜΗ

Έλεγες εκδρομές
τις αποδράσεις μας προς τον ορίζοντα
ή τις ανόδους μας στα μέρη
που βλέπαμε το σπέρμα του φωτός
να ελεεί τους ελαιώνες και τα κυπαρίσσια.

Ο Κάλβος μαζί μας φιλικότατος
υπογράμμιζε περισσότερο τις ικεσίες των κίτρων
κι ο Κωνσταντίνος της Αλεξάνδρειας
αιτιολογούσε την αποκήρυξη
ακόμα εγκρατέστερα ερωτευμένος.
Όσο για τον μακρινό μου συνώνυμο
στην αγορά ζητούσε λέξεις εταίρες
και τις αγόραζε.

Γνώση του ύψους
σπουδή της απόστασης
φωτογραφήσεις των πλασμάτων
εικονίσεις του άπιαστου.

Ερμηνεύαμε το απλησίαστο
καταπίνοντας κουκούτσια καρπών
χωρίς να καθαρίσουμε το περιτύλιγμα.

Ύστερα ήρθαν οι σκιές των φίλων μας
και μας ανδρώσαν.
Μα σαν στο φως της επερχόμενης πανσέληνου
ξαπλώσαμε στην ήβη της θάλασσας την υγραμένη
μάθαμε των ωκεανών την μητρότητα
και της ξηράς την στέρεη
προϋποθέτουσα ζωές επιθυμία.
Related Posts with Thumbnails