© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Νίκου Αρβανιτάκη: ΤΟ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟΝΙΑΚΑΡΟ, ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΣΤΟ ΑΥΡΙΟ


[Ομιλία στη σειρά επιστημονικών συνάξεων του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου Μπανάτου «ΑΛΗΘΩΣ»,
Πλάτωμα Φανερωμένης στο Μπανάτο της Ζακύνθου, Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011]

Τα αγροτικά τραγούδια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν τον κορμό της λαϊκής – δημοτικής μουσικοχορευτικής παράδοσης του νησιού. Διακρίνονται για τη γρήγορη μουσική τους αγωγή, για τη λεπτότητά τους, τη χάρη των τόνων τους και τη γλυκύτητα της μουσικής τους έκφρασης. Μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει, κάποιος, χαρακτηριστικά του πνεύματος και της ιδιοσυγκρασίας των κατοίκων της Ζακύνθου, μέσα από τη μελωδία και τους στίχους.

Τις περισσότερες φορές τα τραγούδια αυτά χορεύονται με αντίστοιχους λαϊκούς χορούς και συνοδεύονται από ταμπουρλονιάκαρο ή από βιολί, ακορντεόν, μαντολίνο και κιθάρα. Όταν λέμε «ταμπουρλονιάκαρο», εννοούμε δύο παραδοσιακά χειροποίητα μουσικά όργανα, ένα πνευστό την ανιάκαρα (είδος πίπιζας, ζουρνά, αυλού, φλογέρας) και ένα κρουστό το ταμπούρλο ή ντα(β)ούλι (μεσαίου μεγέθους τυμπάνου). Είναι ένα λαϊκό όργανο το ταμπουρλονιάκαρο, που τείνει να εξαφανιστεί σήμερα, μέσα στους ξέφρενους ρυθμούς της ζωής μας.

Στα παλαιότερα χρόνια το ταμπουρλονιάκαρο ήταν το μοναδικό μουσικό όργανο που συνόδευε τους χορούς των ανθρώπων των λαϊκών τάξεων, στις λίγες φορές που τους δινόταν η ευκαιρία να διασκεδάσουν και ιδίως να χορέψουν. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν κάποιος γάμος συγγενικού προσώπου, το καρναβάλι ή κάποιο λαϊκό πανηγύρι στα χωριά της Ζακύνθου.

Λαϊκοί χοροί που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα είναι ο συρτός Ζακύνθου, ο σταυρωτός, ο κυνηγός, η άμοιρη, το γιαργητό ή χορός του Θησέα, ο γέρανος ή μεγάλος ζακυνθινός και το λεβαντίνικο σε δύο – τρεις παραλλαγές.



Αγρότης με ανιάκαρα.
Φωτό Λ. Σαλβατόρ από την πολύτιμη έκδοση ΖΑΝΤΕ,
Πράγα 1904.
 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ

Λίγα λόγια για τον ζουρνά
Η λέξη ζουρνάς προέρχεται από την περσική σορνάς. Είναι είδος οξυαύλου (ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο) που αποτελείται από τα εξής μέρη: το σωλήνα, την κεφαλή, τη στεφάνη και τη γλωττίδα. Ο οξύαυλος είναι πανάρχαιο όργανο. Το γνώριζαν οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, οι Πέρσες και οι Έλληνες, και αναφέρεται στον Όμηρο, τον Ηρόδοτο και τον Πλούταρχο.
Όταν παίζεται ο οξύαυλος / ζουρνάς, πρέπει η γλωττίδα να μπαίνει εξ ολοκλήρου μέσα στο στόμα. Αυτό δημιουργεί ήχο τρομερό σε όγκο, διαπεραστικό, λίγο έρρινο, μελαγχολικό και ψυχαρπάχτη!

[Μάγδα Βελτσίστα–Βανδώρου (από το βιβλίο της «Το πανηγύρι της Αγιαγάθης») Παράδοση και τέχνη, τεύχος 48, διμηνιαία έκδοση της Δ.Ο.Λ.Τ., Νοέμβριος–Δεκέμβριος 1999, σ. 9].


Ο ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι όργανο τύπου όμποε, δηλαδή με διπλό γλωσσίδι, στο οποίο οφείλει τον οξύ, διαπεραστικό του ήχο.
Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αυλός, το κατεξοχήν πνευστό της αρχαίας ελληνικής μουσικής.
Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 έως και 60 εκ.).
Τους πιο κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωριά και τους μακρύτερους στη Μακεδονία.
Συνήθως παίζονται δύο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο). Με το νταούλι αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότημα (ζυγιά) της στεριανής Ελλάδας, κατάλληλο γι΄ ανοιχτό χώρο.

[ΦΟΙΒΟΥ ΑΝΩΓΕΙΑΝΑΚΗ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού, Μουσείο ελληνικών λαϊκών μουσικών οργάνων ΑΘΗΝΑ 2000, ΖΟΥΡΝΑΣ, σ. 50].


Νιάκαρες: κρουστόν μουσικόν όργανον, άλλως ανάκαρα (βλ. λ.)

[Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ, τ. 18, 789].


Ανάκαρα (τα): κρουστόν μουσικόν όργανον, αποτελούμενον εκ ζεύγους χαλκών τυμπανίων, ήτοι κυμβάλων, εν χρήσει παρά τοις Βυζαντινοίς, οίτινες παρέλαβον αυτό παρά των Σαρακηνών.
Ο Κωδινός αναφέρει ότι «καβαλλικεύσαντος του βασιλέως, οι ανακαρισταί κρούουσι τα ανάκαρα, κτλ.»
Αραβιστί λέγεται έτι και σήμερον, νάκαρα.
Ιταλιστί δε nacchera και γαλλιστί nacaire.
Eν τω Ερωτοκρίτω απαντά η λ. υπό τον τύπον νιάκαρες, υφ΄ ον σώζεται και νυν εν Κρήτη και Επτανήσω, εν δε τη Ηπείρω λέγονται διαλεκτικώς (α)νακαράδες τα μουσικά εν γένει όργανα:
«… με τ΄ άργανα βραχνά – βραχνά, με τους ανακαράδες …»
Ανακαριστής (ο): Ο παίζων τα ανάκαρα.

[Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ, τ. 3, 29]
Φωτογραφία (Ιππέας με δύο ανάκαρα κατά το Μεσαίωνα).


Νάκαρα και ανάκαρα: Τύμπανα παρόμοια με τα σημερινά της ορχήστρας. Συναντιούνται κύρια στη βυζαντινή εποχή. Οι εκτελεστές λέγονταν ανακαριστές και ανακαράδες.
Η λέξη υπάρχει σε νησιώτικες διαλέκτους, όπως π.χ. στην Κέρκυρα, όπου νάκαρα σημαίνει ζουρνάδες ή πίπιζες και στη Ζάκυνθο (ταμπουρζονάκαρα= νταούλι και πίπιζα). Τα όργανα αυτά είναι γνωστά ιδιαίτερα στα ελληνικά χωριά σε γάμους, πανηγύρια και λαϊκές γιορτές.
Ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά και για τη δήλωση της σωματικής και ψυχικής δύναμης, αντοχής, διάθεσης, όπως π.χ. στη φράση: «δεν έχει ανάκαρα να σηκωθεί από το κρεβάτι».

[Εγκυκλοπαίδεια ΚΟΣΜΟΣ, τ. 19, 155].


Ανιάκαρα, - βλ. : Ν ι ά κ α ρ α .

[ΛΕΩΝΙΔΑ Χ. ZΩΗ, ΛΕΞΙΚΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, ΕΚ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ, ΤΟΜΟΣ Β΄. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ, ΑΘΗΝΑΙ 1963, σ. 38].


Νιάκαρα, είδος αγροτικού αυλού, του οποίου τους ήχους συνοδεύει τύμπανον, τ α μ π ο ύ ρ λ ο, αμφότερα καλούμενα Τ α μ π ο υ ρ λ ο ν ι ά κ α ρ ο και επαίζοντο εις αγροτικάς ιδίως πανηγύρεις και εορτάς. – Το Βυζαντινόν ανάκαρα.

[ΛΕΩΝΙΔΑ Χ. ZΩΗ, ΛΕΞΙΚΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, ΤΟΜΟΣ Β΄. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ, ΑΘΗΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ 1963, σ. 311].


Ταμπούρο (ταμπούρλο), τύμπανον και τυμπανιστής, Επί Βεν. Οι τυμπανισταί ήσαν νέοι αμύστακες εις ηλικίαν, καθ΄ ην συγχέεται το φύλον, ανήθικοι δε άνθρωποι διέφθειρον τους νέους τούτους. Τούτο συνέβαινε και επί Προστασίας, ωνόμαζον δε τους νέους τούτους Ν ι α ρ ν ι ά κ ο υ ς – Και φρ: «Το ταμπούρλο στο Σκοπό κι΄ ο χορός στη Μπόχαλη», επί ασυναρτησίας και δυσχερούς συνεννοήσεως.

[ΛΕΩΝΙΔΑ Χ. ZΩΗ, ΛΕΞΙΚΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, ΕΚ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ, ΑΘΗΝΑΙ  1963, ΤΟΜΟΣ Β΄. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ, σ. 462].


Ταμπουρλονιάκαρο, τύμπανον μετά αυλού, νιάκαρας. Της αρχαίας των οργάνων τούτων μουσικής γίνεται χρήσις ιδίως εις αγροτικάς πανηγύρεις.
Και ο Αλής διέταξε κατά την μάχη της Ναυπάκτου 1571: «… suonare trombe, tamburi e gnacare,…» P. Paruta. “Hist. Vinetiana” II, 135.

[ΛΕΩΝΙΔΑ Χ. ZΩΗ, ΛΕΞΙΚΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, ΕΚ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ, ΑΘΗΝΑΙ  1963, ΤΟΜΟΣ Β΄. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ, σ. 462].


… Νιάκαρα= είδος αυλού, τον οποίον έπαιζον εις τας πανηγύρεις και ανέδευον τους ήχους αυτής με το κύμβαλον (ταμπούρλο). Εκ του ιταλικού nacchera. Το αρσενικόν nacchero σημαίνει και κύμβαλον. Ως εκ τούτου παρ΄ ημίν τα δύο ταύτα όργανα τα λέγομεν ταμπουρλονιάκαρον: - Είναι πανηγύρι με ταμπουρλονιάκαρο.
- Τον πήγανε με το ταμπουρλονιάκαρο.
- Ήρθανε με το ταμπουρλονιάκαρο. …

[ΝΤΙΝΟΥ ΚΟΝΟΜΟΥ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ (1478–1978),  ΑΘΗΝΑ 1992, ΤΟΜΟΣ ΕΚΤΟΣ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ, Συλλογείς λαογραφικού υλικού και η συμβολή του Ανδρέα Γαήτα, σ. 138].


(10) Ταμπουρλονιάκαρα= τοπικά παραδοσιακά μουσικά όργανα, αποτελούμενα από ταμπούρλο και την ανάκαρα ή νιάκαρα.

[ΤΟ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟ, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου, ενημερωτικό εορταστικό φυλλάδιο των ετών 1995, 1996, 1997, …]


Πανηγύρι του Μαχαιράδου, στη Ζάκυνθο του 1900.
Φωτό από την μνημονευόμενη ανωτέρω έκδοση Λ. Σαλβατόρ.

ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΜΕ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟΝΙΑΚΑΡΟ

… Επί Βενετοκρατίας, εκτός των συνήθων οργάνων, της κιθάρας, του βιολιού, της άρπας και του αυλού, υπήρχε και η εξ εμπνευστών οργάνων στρατιωτική μουσική, ως εμφανίζεται εις τας εικόνας λιτανειών υπό τους γυναικωνίτας των ναών Αγίου Διονυσίου, Αγίων Πάντων, Αγίου Χαραλάμπους.
Παρά τοις χωρικοίς ήτο εν χρήσει το και μέχρι των ημερών μας, κατά τας εορτάς και πανηγύρεις, τα μ π ο υ ρ λ ο ν ι ά κ α ρ ο (2) (ιταλ. tamburo και το βυζαντινόν ανάκαρα).

[ΛΕΩΝΙΔΑ Χ. ΖΩΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, ΑΘΗΝΑΙ 1955, Μουσική, σ. 404].


… Από το απόγευμα της Λαμπρής αρχίζουν τα Ζακυνθινά πανηγύρια. Στον Άγιο Λάζαρο, στην Χρυσοπηγή, στον Άη Λίπιο και αλλού. Τι είναι τα Ζακυνθινά πανηγύρια; Έχουν κάτι ξεχωριστό. Δεν είναι λατρεία μόνο. Είναι περισσότερο ξεφάντωμα, φαγοπότι και διασκέδαση. Παστέλια, φριτούρες, αρνιά στη σούβλα και Ζακυνθινή βερντέα δίνουν τον τόνο στα πανηγύρια. Αργά το βράδυ ακολουθούν τα πυροτεχνήματα (φωτίες) που παριστάνουν τους πολιτικούς. Μετά την απελευθέρωση έκαψαν τον Μουσολίνι. Με τις «φωτίες» οι Ζακυνθινοί τεχνίτες δίνουν λαμπρές παραστάσεις και δημιουργούνε πραγματική φαντασμαγορία στον ουρανό. Ο «γλόμπος» - μια τεράστια φωτεινή μπάλλα - χάνεται στα βάθη. Είναι ο προάγγελος των επιτευγμάτων του σημερινού ανθρώπου. Στα πανηγύρια παίρνουν μέρος το πατροπαράδοτο ταμπουρλονιάκαρο και χορεύει ο κόσμος ζακυνθινούς χορούς, γιαργιτό και άλλους.

[ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ε. ΜΥΛΩΝΑΣ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ, ιστορικός λαογραφικός και τουριστικός οδηγός, ΖΑΚΥΝΘΟΣ 1982, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, σ. 63].


… Το πανηγύρι της Αγίας Μαύρας είναι δεύτερο μετά του Αγίου Διονυσίου σε συρροή ντόπιων και ξένων. Αποβραδίς γίνεται πανηγυρικός εσπερινός που ψάλλεται βέρα Ζακυνθινά, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα γίνεται ο όρθρος και συνέχεια η λιτανεία της μεγαλόπρεπης εικόνας της Αγίας. Τα πυροτεχνήματα, οι ήχοι των καμπάνων, η μουσική υπόκρουση από την μπάντα του δήμου συνθέτουν ένα μουσικό ακρόαμα που δεν αφήνουν ασυγκίνητη καμιά ψυχή. Το πρωί γίνεται αρχιερατική λειτουργία, το απόγευμα τοπικοί χοροί στο πλάτωμα της εκκλησίας με το πατροπαράδοτο ταμπουρλονιάκαρο. Κάθε ξένος επισκέπτης θα επισκεφτεί απαραιτήτως τον περικαλλή και εξοπλισμένο ναό των αγίων, με έργα τέχνης μεγάλης αξίας …

[ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ε. ΜΥΛΩΝΑΣ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ, ιστορικός λαογραφικός και τουριστικός οδηγός, ΖΑΚΥΝΘΟΣ 1982, ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ, σ. 69].


… Γιαργιτό ή χορός του Θησέως - Σε ρυθμό 3/4 και 6/8 ήταν ο λαϊκότερος χορός της Ζακύνθου. Τον χόρευαν περισσότερο στις ορεινές περιοχές στους γάμους και στα πανηγύρια με ταμπουρλονιάκαρα. Γι΄ αυτόν έχουν γραφτεί πολλά και από πολλούς. Η λέξη «Γιαργιτό» προέρχεται από την ονομασία ενός Δήμου της Αττικής τον Γαρηττό. Είναι λέξη προελληνική όπως οι λέξεις: Υμηττό, Αρδηττό, Λυκαβηττό, Σφητό, κ. ά. Σήμερα η ονομασία αυτού του Δήμου σώζεται μόνο σαν τοπωνύμιο στα Ν.Δ. της Πεντέλης, εκεί ακριβώς που ο Θησεύς, όταν εγύρισε από την Κρήτη ύστερα από το φόνο του Μινώταυρου ήρθε σε σύγκρουση με τα ξαδέλφια του, τους πενήντα Παλλαντίδες, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Θησεύς ΧΙΙΙ). Εκεί ο Θησέας έκανε καθαρτήρια θυσία στο «Δία Μειλίχιο» και χόρεψε. Το ίδιο συμβαίνει και με την ονομασία του μουσικού οργάνου νιάκαρα που είναι η ανάκαρα. …

[ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ε. ΜΥΛΩΝΑΣ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ, ιστορικός λαογραφικός και τουριστικός οδηγός, ΖΑΚΥΝΘΟΣ 1982, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, σ. 126].


… Στην αριστερή πλευρά της πλατείας, κορνιζαρισμένη από τις κορφές των πεύκων βρίσκεται η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής ή Χρυσοπηγής με το βυζαντινό εικόνισμα της Παναγίας, που μεταφέρθηκε από την Κρήτη στο Κάστρο και από κει στη σημερινή εκκλησία στις αρχές του περασμένου αιώνα. Το πανηγύρι της Παναγίας γίνεται την Παρασκευή του Πάσχα κάτω από τους ήχους του «Ταμπουρλονιάκαρου». Η Παράδοση συνεχίζεται με τον ίδιο σεβασμό. …

[ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ε. ΜΥΛΩΝΑΣ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ, ιστορικός λαογραφικός και τουριστικός οδηγός, ΖΑΚΥΝΘΟΣ 1982, ΜΠΟΧΑΛΗ, άρθρο του φιλόλογου Γιώργου Φιορεντίνου, σ. 183].


Τα ΑΓΡΟΤΙΚΑ τραγούδια της Ζάκυνθος είναι σε γρήγορο δίσημο ρυθμό και κινούνται πάντα σε ματζόρε σκάλες. Διακρίνονται για τη χάρη τους, τη λεπτότητα των τόνων και τη διαύγεια των χρωμάτων τους.
Το πνεύμα, η γρήγορη μελωδική κίνηση, το μουσικό και στιχουργικό κλίμα στ΄ αγροτικά είναι καθαρό και ιδιόμορφο. Η δε διάθεση αστείων και μιας λεπτής ειρωνείας εκφράζει την κεφάτη και πολλές φορές πειραχτική πλευρά μιας ντόπιας ιδιαιτερότητας.
Τα τραγούδια αυτά χορεύονται αντίστοιχα με λαϊκούς χορούς του νησιού και συνοδεύονται από τα παραδοσιακά ταμπουρλονιάκαρα (νταούλι και πίπιζα) ή από βιολί, ακορντεόν και κιθάρα
Σώθηκαν από λαϊκούς οργανοπαίχτες και με την προφορική παράδοση των χωρικών μας. Ο Τάσης Κουκής στο Κερί, ο Μπάμπης Χαραλαμπαίος στον Άγιο Λέοντα, η Ρούσα Τσουκαλά στις Ορθωνιές μου τραγούδησαν στιχάκια και στιχάκια. Ο πλούτος των αγροτικών είναι μεγάλος, εδώ έχω κάνει μια μικρή επιλογή.
Βέβαια, δημοτικά τραγούδια και χοροί από το Μοριά και τη Στερεά Ελλάδα ταξίδεψαν στη Ζάκυνθο. Η έκφρασή τους όμως χρωματίστηκε μ΄ ένα άλλο τρόπο όταν δέχτηκε την επίδραση, στον ήχο και την κίνηση της λαϊκής ζακυνθινής ευαισθησίας.
Η ρυθμική αγωγή και τα μελίσματα των αγροτικών δεν έχουν σχέση με τις αρέκιες που τραγουδιούνται στη Χώρα. Κοινό γνώρισμα στα αγροτικά, τις αρέκιες και τη ζακυνθινή εκκλησιαστική μουσική παράδοση είναι το κυρίαρχο λαϊκό στοιχείο στην ερμηνεία και στον τρόπο έκφρασης.

[Εισαγωγικό σημείωμα από τον δίσκο «ΛΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ» Έρευνα, καταγραφή, επεξεργασία, σχόλια, διδασκαλία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΓΙΟΣ – ΚΑΛΒΕΙΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟΥ, σ. 3].


… Οι πιο συνηθισμένοι λαϊκοί χοροί της Ζακύνθου ήταν: το Γαλαριώτικο, Γιαργυτό, Γαλιάντρα, Λεβαντίνικο, Ριγαντό, Ροζέττα, στα Τρία, Συρτός, Τσάμικος, Τραγουδιστός, κ. ά. Οι χοροί των χωρικών συνοδεύονται από ταμπουρλονιάκαρο, συνδυασμός τυμπάνου και αυλού, οι δε χορευτές τραγουδούν ταυτόχρονα σχετικά άσματα. Από τις αρχές όμως του αιώνος αρχίζουν να κυριαρχούν οι Ευρωπαϊκοί χοροί …

[ΣΠΥΡΟΣ Π. ΚΡΕΖΙΑΣ, ΓΕΡΑΚΑΡΗΔΕΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΚΑΡΙΑ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ – ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ, ΧΟΡΟΙ, ΑΘΗΝΑ 1995, σ. 374].


… Ενδεικτικά θα περιγράψω την εκτέλεση μιας «Ομιλίας» στο Καταστάρι, όπως την παρουσιάζει από μια μαρτυρία του κάποιος Γεώργιος Βούτος για το χωριό αυτό, που μας λέει:
«Την παράσταση τήνε συνοδεύανε όργανα, βιολιά, κιθάρες και μαντολίνα. Εβαρούσανε συρτούς τοπικούς Καλαματιανούς και Ευρωπαϊκούς χορούς… Τις «Ομιλίες» επαίζαμε τις δυο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς στο Πλάτωμα της Παναγίας της Καταστάρας. Εφτιάχναμε μια πρόχειρη σκηνή με χαρτιά, λιόπανα, κλαριά και λουλούδια. Από 1500 άτομα και άνω από το Καταστάρι και τα γύρω χωριά, Πηγαδάκια, Κούκεσι, Σκουλικάδο, κ.τ.λ.
Ξέχωρα από τα άλλα όργανα είχαμε και το ταμπουρλονιάκαρο που επαίζανε ο Σπυρίδων Βούτος ταμπούρλο και ο Αναστάσιος Τεμπονέρας ανιάκαρα.
Πριν και μετά την «Ομιλία» το ταμπουρλονιάκαρο μαζί με μασκαράδες της «Ομιλίας» και άλλους περιοδεύανε τους δρόμους του χωριού παίζοντας και διασκεδάζοντας - όπου σ΄ αυτούς συμμετείχε και ένας Νικόλας που τον λέγανε «ο Αρκούδας» γιατί ήταν ντυμένος αρκούδα …

[ΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ από την παλιά Ζάκυνθο, Ζάκυνθος 1996, ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ, σ. 74].


… Η παρέλαση αυτή άρχιζε από τις πρώτες απογευματινές ώρες και ξεκινούσε από την καμάρα του Αγίου Λαζάρου, περνούσε από τον Άγιο Παύλο, συνέχιζε από τα Τσαρουχαρέικα, Ανάληψη, πλατεία Ρούγα, πλατεία Αγίου Μάρκου και κατέληγε στη Δημαρχία όπου γενόταν και η καύση του καρνάβαλου. Η όλη παράταξη που είχε μήκος πεντακοσίων περίπου μέτρων αποτελείτο, όπως θυμόμαστε, από δεκάδες μεταμφιεσμένους και μάσκαρες με πολύχρωμες ενδυμασίες που χορεύανε διάφορους χορούς υπό τους ήχους της φιλαρμονικής, των ταμπουρλονιάκαρων και διάφορων άλλων οργάνων, όπως μαντολίνα, κιθάρες, βιολιά, ακορντεόν, κ.ά. Στο ενδιάμεσο και κατά διαστήματα ακολουθούσαν τα άρματα με στολισμένα μεγάλα ομοιώματα, που ήσαν φορτωμένα είτε επάνω σε συρτόκαρα, είτε σε φορτηγά αυτοκίνητα με το ανάλογο στόλισμά τους από χρωματιστά χαρτόνια, σερπαντίνες, κ.λ.π. και πάνω σε αυτά ωραιότατες μάσκαρες που χαιρετούσαν και έριχναν στον κόσμο χαρτοπόλεμο, σερπαντίνες, σοκολάτες ή και καραμέλες …

[ΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ Από την παλιά Ζάκυνθο, Ζάκυνθος 1996, ΑΛΛΑ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ, σ. 77].


… Τα τραγούδια αυτά χορεύονται αντίστοιχα με λαϊκούς χορούς του νησιού και συνοδεύονται από τα παραδοσιακά ταμπουρλονιάκαρα (νταούλι και πίπιζα) ή από βιολί, ακορντεόν και κιθάρα …

[Δημήτρη Λάγιου, "ΛΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ", ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΟΥ Ε΄ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΑΝΙΟΝΙΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ (ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ – ΛΗΞΟΥΡΙ, 17–21 ΜΑΪΟΥ 1986), ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 1991, τόμος 4, ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ – ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ – ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ – ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ,  σ. 505].


… Όλα έγιναν όπως στα προσεισμικά χρόνια. Δεν έλειψαν ούτε οι φριτούρες και τα παστέλια, τα «καημένα και ψημένα», η βερντέα και το ταμπουρλονιάκαρο …

[ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΟΜΟΣ, Τση Ζάκυθος, ΑΘΗΝΑ 1983, Η ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΤΟΥ 1954, σ. 22].


… Και τώρα φτάνουμε στο τέλος του ταξιδιού, στην τελευταία μέρα του καρναβαλιού. Θα ιδούμε μασκαράτες. Μέσα στους χορούς και στο γλέντι της ημέρας θα παρελάσουν από τους δρόμους παρέες μεταμφιεσμένων, που παριστάνουν διάφορα πρόσωπα και γεγονότα, τοπικά έθιμα και επαγγέλματα: «Το πανηγύρι του Αγίου Λύπιου», με ψημένα αρνιά, παστέλια, φριτούρες, και με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου ταμπουρλονιάκαρου, «Το ιπποδρόμιο», με άλογα και καβαλάρηδες, σάλπιγγες, ταμπούρλα, χορευτές, γελωτοποιούς, «Ο Βενετσιάνικος γάμος», η παλιά μασκαράτα με την λεντίκα και την αρχόντισσα νύφη που υποδύεται ο ποπολάρος, «Το φαβραρίο», με όλα του τα σύνεργα, το φισούνι, το σφυρί και το αμόνι, «Η δημοπρασία των γαμπρών» …

[ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΟΜΟΣ, Τση Ζάκυθος, ΑΘΗΝΑ 1983, ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ, σ. 69].


… Στη Ζάκυνθο, εκεί στον Καλλιτέρο, επάνω σ΄ ένα λοφίσκο, βρίσκεται το γραφικό μικρό εκκλησάκι, που τιμάται το όνομα του Αγίου Αλύπιου.
Εκεί γινότανε το «πανηγύρι του Άη – Λύπιου», την Κυριακή του Θωμά, που αποτελούσε την κατακλείδα των πανηγυριών της «νιας βδομάδας» και που σε ιδιομορφία και σε παλλαϊκή εκδήλωση υπερείχε από όλες τις άλλες μεταπασχαλινές γιορτές (πανηγύρια) της πόλης και της υπαίθρου. Αρχικά το πανηγύρι της Κυριακής του Θωμά (επί Βενετοκρατίας) γινότανε στον άγιο Θωμά – στο Καλαμάκι. Επειδή όμως έγινε ένα φονικό, οι Βενετσιάνοι το απαγόρευσαν. Οι Ζακυνθινοί όμως που τους έλειπε αυτό το πανηγύρι το μετέθεσαν, τρόπον τινά, στον άγιο Λύπιο.
Από το απόγευμα του Σαββάτου το «ταμπουρλονιάκαρο» έδινε το αίσθημα της αρχής του πανηγυριού. Το πρωί της Κυριακής εγίνετο η θεία λειτουργία με αρμονικότατο Ζακυνθινό ψάλσιμο. Όταν τέλειωνε η εκκλησία, άρχιζε πυρετώδης η προετοιμασία του πανηγυριού … Το απόγευμα στις έξη – εξήμισι όλα ήσαν έτοιμα. Το ταμπουρλονιάκαρο έπαιζε τους παλιούς Ζακυνθινούς χορούς, οι φωνές των πουλητάδων και των ψηστάδων, που γύριζαν τα αρνιά στις σούβλες, άρχιζαν να δημιουργούν ένα σωστό πανδαιμόνιο …

[ΔΗΜ. Σ. ΚΟΡΙΑΤΟΠΟΥΛΟΥ (ΕΓΩ), απ’ όσα θυμούμαι, Συλλογή από τις πιο διαλεχτές αναμνήσεις της παλιάς Ζακύνθου, ΑΘΗΝΑΙ 1999, ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ, ΤΟ ΣΒΗΣΙΜΟ ΕΝΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ, σ. 138–139].


… Το χωριό γιορτάζει επίσημα δύο φορές το χρόνο. Την πρώτη της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (22 Ιουλίου) και τη δεύτερη του Αγίου Χαραλάμπη (10 Φλεβάρη), σε ανάμνηση της διάσωσής του από την πανούκλα, ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του αγίου.
Οι προετοιμασίες για τη γιορτή της Αγίας Μαρίας αρχίζουν δύο ημέρες πριν τη μνήμη της … Την ημέρα της γιορτής, μετά την επίσημη αρχιερατική λειτουργία, γίνεται περιφορά της εικόνας της αγίας στους δρόμους του χωριού … Το απόγευμα γίνεται μεγάλο λαϊκό πανηγύρι με ολονύχτιο χορό, ψητά, παστέλια και φιτούρες. Τα παλιότερα χρόνια τους χορευτές τους συνόδευε ο ήχος του ταμπουρλονιάκαρου. Στα χρόνια μας όμως δυστυχώς έφτασε και δω «η πρόοδος» και «ο μοντερνισμός» και τα πατροπαράδοτα όργανά μας τα΄ αντικατέστησαν τα αμφίβολης ποιότητας «κλαμπατσίμπανα» … Στις Αποκριές γινόταν μεγάλο ξεφάντωμα με ταμπουρλονιάκαρο στην πλατεία του χωριού. Έπαιρναν μέρος άντρες και γυναίκες, που όλοι σχεδόν ήταν μασκαρεμένοι και προσφέρονταν κατσίκι και άφθονο κρασί …
… Σήμερα στο χωριό, που έχει δική του κοινότητα, υπάρχει ένας δραστήριος πολιτιστικός σύλλογος από νέους του χωριού, που προσπαθεί να κρατήσει άσβηστες τις παραδόσεις του. Υπάρχουν επίσης και αρκετοί λαϊκοί οργανοπαίχτες κι ανάμεσά τους ο γνωστός σ’ όλο το νησί Δ. Γιατράς ή Πούρος, που είναι και ο τελευταίος παίκτης του τοπικού λαϊκού οργάνου «ανιάκαρα» …

[ΔΙΟΝΥΣΗ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ, "Τα χωριά μας ΟΙ ΜΑΡΙΕΣ", Ζάκυνθος '85, Ετήσια Εικονογραφημένη Επιθεώρηση, τεύχος 4ο, σ. 38-41].


… Φεστίνια: Κατά το Καρναβάλιον οι μη αρκούμενοι εις τας θεαματικάς διασκεδάσεις των Μασκαράδων, αλλ΄ επιποθούντες υλικοτέραν απόλαυσιν, ενοικίαζον οίκημά τι κατάλληλον δια χορόν και μισθούντες ορχήστραν εδέχοντο γυναίκας προσωπιδοφόρους μεθ΄ ων εχόρευον και διασκέδαζον. Τα τοιαύτα εκαλούντο Φεστίνια. … Εις τα Φεστίνια εχόρευον τους εν χρήσει παρά της αριστοκρατίας και τη τάξει των αστών χορούς, το μινουέτο δηλαδή, την ροζέτα, το κουτελιό και άλλους χορούς εισαχθέντας εκ της Ευρώπης. Ο δε λαός εχόρευεν εις τας πανηγύρεις του και τας διασκεδάσεις του, τον συρτόν, τον πυρρύχιον, και τον τσάμικον, συνοδεύων αυτούς εις μεν τα πανηγύρια με το ταμπούρλο και την νιάκαρα, εις τας οικίας με το βιολίον και εν ελλείψει τούτου με άσματα, εν των οποίων ήτο και το αρχόμενον:
«Κάτω στη Ρόδο, στη Ροδοπούλα,
Τούρκος αγάπησε μια Ρωμιοπούλα κλπ.».
Και αυτοί δε οι άρχοντες δεν απεντροπιάζοντο να χορεύωσι τους πατρώους χορούς και ιδία δημοσία, ως συνέβαινε κατά την εορτήν της Αναλήψεως, όπου μετέβαινον αθρόοι εις το εν τη πόλει πανηγύρι της Αναλήψεως, όπου υπό τον ήχον του ταμπουρλονιάκαρου, εχόρευον τον συρτόν, τον τσάμικον κλπ.
Και μετά την εγκαθίδρυσιν της Αγγλικής Προστασίας, τα Φεστίνια εξηκολούθησαν κατά το Καρναβάλιον. …

[ΝΤΙΝΟΥ ΚΟΝΟΜΟΥ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ (1478–1978), ΤΟΜΟΣ ΕΚΤΟΣ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ, Συλλογείς λαογραφικού υλικού και η συμβολή του Ανδρέα Γαήτα, ΑΘΗΝΑ 1992, σ. 270–271].


Πανηγύρια.
Καθ’ ημέρας εόρταζον αι μεγάλαι εκκλησίαι εσυνήθιζαν να γίνονται πανηγύρια. Τα πανηγύρια ταύτα κατεσκευάζοντο ούτως πως: Εις το προ της εκκλησίας πλάτωμα ενεπηγνύοντο δοκοί, αίτινες απετέλουν εν τετράγωνον, το οποίον άνωθεν εκαλύπτετο δι΄ ιστών πλοίου, ίνα προφυλάττει τους υπ΄ αυτό ισταμένους ή χορεύοντας εκ του καύσωνος του ηλίου και εκ της βροχής. Προς το άνω μέρος των δοκών ετίθετο λευκή οθόνη ενός πήχεως πλάτους, ήτις διήκει κατά τας τέσσαρας πλευράς του πανηγυρίου εάν ήτο τετράγωνον ή ολόγυρα εάν ήτο στρόγγυλον. Επί της οθόνης ταύτης ανήρτον εικόνας και το εστόλιζον με μεταξωτά μανδήλια, με μεταξωτάς ζώνας και άλλα κοσμήματα, ως και με κάτοπτρα, τας δε δοκούς περιέβαλλον με μυρτίας. Το πανηγύρι ήτον έτοιμον την προτεραίαν της εορτής, επειδή άμα τω εσπερινώ της εορταζούσης εκκλησίας άρχιζε και το «ταμουρλονιάκαρο», το οποίο εξηκολούθει να παίζη μέχρι του μεσονυχτίου της επιούσης ότε έληγεν το πανηγύρι και αμέσως κατεδαφίζετο η σκιάς αύτη.
Κατά τας εισόδους της πλατείας της Εκκλησίας ανεγείροντο αψίδες «πορτόνια» λεγόμενα, δι’ ων εισέρχετό τις εις την πλατείαν του πανηγυριού. Εντός της πλατείας και εις τους προ αυτής δρόμους διάφοροι επώλουν παστέλια και ετηγάνιζον φριτούρας, εξυμνούντες δια των κραυγών των την εκλεκτότητα των πωλουμένων και προσκαλούντες αδιακόπως τους μεταβαίνοντας εις το πανηγύρι να γευθώσιν αυτών, ίνα εντρυφήσωσιν εκ της γλυκύτητος αυτών. Εις τας φωνάς δε αυτών ανεμειγνύετο και ο βαρύς εκκωφαντικός ήχος του ταμπουρλονιάκαρου, όπερ αδιακόπως προσεκάλει τους φιλεόρτους εις το πανηγύρι και εις τον χορόν. Από πρωίας της προτεραίας του πανηγυριού, το ταμπουρλονιάκαρο συνοδευόμενον από σμήνος παιδίων περιήρχετο τας οδούς της πόλεως, αναγγέλον ούτως ειπείν την πανήγυριν.
Αφ΄ εσπέρας δε μετέβαινον εις την εκκλησίαν προς προσκύνησιν αλλ΄ ιδίως την ημέραν της εορτής αθρόον το πλήθος προσήρχετο εις την πανήγυριν, οπού έτρωγον παστέλια και φριτούρας και εχόρευαν υπό το πανηγύρι το συρτόν ή το τζάμικο ή άλλους τοιούτους χορούς υπό τον ήχον του ταμπουρλονιάκαρου. Εκεί οι αποτελούντες τον κύκλον τον πέριξ των χορευτών απεθαύμαζον και επευφήμουν τους διακρινομένους δια την ορχηστικήν αυτών εμπειρίαν. Εις τα πανηγύρια ταύτα μόνον άνδρες προσήρχοντο.
Ενταύθα δέον να παρατηρήσωμεν ότι και η εορτή ή πανήγυρις της εκκλησίας, καθώς και η ανεγειρόμενη σκιάς υπό την οποίαν έπαιζε το ταμπουρλονιάκαρο και εχόρευον, συνεχέετο εις εν και δια κοινής εκφράσεως ελέγετο Πανηγύρι. Συχνά όμως προς διάκρισιν της απλής πανηγύρεως ή εορτής εκκλησίας τινός από την «πανήγυριν με την σκιάδα», έλεγον εις δείνα εκκλησίαν είναι «πανηγύρι με τέντες», δηλαδή με σκιάδα, με σκηνήν (tenda).
Ονομαστά πανηγύρια ήσαν: Το πανηγύρι της Αναλήψεως, (το οποίον) είχε ποιάν τινα αροστοκρατικήν χροιάν, επειδή κατ΄ αυτό μετέβαινον οι άρχοντες υπό την σκιάδα και υπό τον ήχον του ταμπουρλονιάκαρου, εχόρευον τον συρτόν και τους άλλους εγχώριους χορούς, και απελάμβανον της λαϊκής διασκεδάσεως.
Κατ΄ αυτό επίσης εψήνοντο εν υπαίθρω και εντός της πόλεως αρνία και άλλα σφάγια εις τους οβελούς, τα δε ψητά κατελάμβανον την Πλατείαν Ρούγαν καθ΄ όλον το μήκος αυτής, εξικνούντο δε μέχρι (της εκκλησίας) του Αγίου Λαζάρου. Άπασαι αι οικογένειαι, πλούσιαι και πτωχαί, ευγενείς ή μη, την ημέραν εκείνην κατ΄ έθος, ηγόραζον από τον δρόμον το ψητόν αυτών. …
… Δύο πανηγύρια εγίνοντο κατά την εορτήν της Αγίας Τριάδος. Το πανηγύρι της Αγίας Τριάδος της Μέσα και το πανηγύρι της Αγίας Τριάδος της Έξω. Δια των εκφράσεων τούτων εννοούν την εντός της πόλεως Αγίαν Τριάδα την Μέσα, την δε κειμένην εις το άκρον της πόλεως, προς το μεσημβρινόν αυτής μέρος, Αγίαν Τριάδαν την Έξω. Και εις την Αγίαν Τριάδαν την Μέσα ανεγείροντο εις το προ αυτής πλάτωμα το «πανηγύρι με τας τέντας», υπό το οποίον έπαιζε το ταμπουρλονιάκαρο και εχόρευον, εις δε τα πέριξ και τους παρακειμένους δρόμους επώλουν τα παστέλια και τας φριτούρας, επί δε της παραλίας ανήγειρον εξέδρας ας μετεσχημάτιζον εις καφενείον ένθα προσήρχοντο οι βουλόμενοι και εκάθηντο ίνα φάγωσι τα παστέλια και πίωσι την ρακήν.
Εις δε την Αγίαν Τριάδα την Έξω, πλην του πανηγυρίου, του ταμπουρλονιάκαρου και του καφενείου, τα οποία εγίνοντο δια της περιφράξεως των εκεί ευρισκομένων περγουλιών, με οθόνας, υπήρχε και η Ρόδα (ο τροχός).
Εις το ισόγειον της οικίας της εκκλησίας, εν η διέμενεν ο εφημέριος, υπήρχε τοποθετημένη η Ρόδα, την οποίαν έβλεπε το παριστάμενον πλήθος όταν ηνοίγετο η προ αυτής θύρα του ισογείου. Η Ρόδα συνίστατο εκ δύο μεγάλων αλλ΄ αφεστώτων αλλήλων τροχών, μεταξύ των οποίων ανηρτώντο μικραί καθέκλαι κινηταί, ίνα στρεφομένου του τροχού διατηρώνται πάντοτε κάθετοι.
Πολλοί, όταν τα μικρά αυτών τέκνα έκειντο βαρέως ασθενή και κίνδυνος επέκειτο ν΄ απωλέσωσιν αυτά, έτασσον εις την Αγίαν Τριάδα, εάν έσωζε την ζωήν των να τα βάλλωσι εις την Ρόδα κατά την εορτήν αυτής. Τωόντι την ημέραν της Αγίας Τριάδος έβλεπέ τις πολλά παιδάκια από τεσσάρων μέχρι έξ και οκτώ ετών, άρρενα και θήλεα, πολυτελώς ενδεδυμένα, με άνθη εις την κεφαλήν, και με χρυσά και αργυρά κοσμήματα, να τα φέρουν εις την Αγίαν Τριάδα, να τα θέτουν εις τας καθέκλας και αφού ήθελον ανοίξει την θύραν του ισογείου, ίνα θεώνται αυτά παριστάμενοι, εις να στρέφη τον τροχόν, εν μέσω των κραυγών και των κλαυμάτων των πλείστων εξ αυτών, άτινα ήκιστα ευχαριστούντο εκ της ακουσίας εκείνης γυμναστικής. Μετά τινας στροφάς του τροχού εκλείετο η θύρα και κατεβιβάζοντο τα παιδάκια, ίνα επαναληφθή και αύθις η γυμναστική αύτη μέχρι του τέλους του πανηγυρίου, προς τέρψιν των θεατών και ικανοποίησιν της συνειδήσεως των γονέων των παιδίων, οίτινες εξεπλήρωσαν πιστοί το προς την Αγίαν Τριάδα τάξιμον αυτών.
Την προτεραίαν της εορτής τα παιδάκια ταύτα, στολισμένα ως θα ήσαν όταν θα ετίθεντο εις την Ρόδαν, παρηκολούθουν το ταμπουρλονιάκαρο εις την ανά την πόλιν περιοδείαν του, χρησιμεύοντα ως ρεκλάμα, ούτως ειπείν, ίνα προσέλθωμεν περισσότεροι εις την πανήγυριν και ίδωσιν αυτά εις την Ρόδαν..
Το Πανηγύρι των Αγίων Πάντων, το οποίον εθεωρείτο ως το τελευταίον των μεγάλων πανηγύρεων, ετελείτο μετά πλείστης όσης επισημότητος και λαμπρότητος, αμιλλωμένων των Αγιοπαντιτών να υπερβώσι κατά την πολυτέλειαν και μεγαλοπρέπειαν το πανηγύρι της Αγίας Τριάδος της Μέσα. Η άμιλλα αύτη των Αγιοπαντιτών και Αγιοτριαδιωτών έσχε πολλάκις θλιβεράς συνεπείας, επειδή συνέβαινον συγκρούσεις σπουδαίαι, ενίοτε δε έρευσαν και αίματα…
Ο αρχιεπίσκοπος όμως, Νικόλαος Κοκκίνης, θεωρών τα πανηγύρια ως αντιχριστιανικά, καθό αναμιμνήσκοντα τελετάς και πανηγύρεις της εθνικής αρχαιότητος (1), απηγόρευσεν αυστηρώς να ανεγείρονται αυτά προ της εορταζούσης εκκλησίας και να παίζη το ταμπουρλονιάκαρο (2). Ίνα δε μη προσβάλλη αμέσως τα απ΄ αιώνων ερριζωθέντα έθιμα του λαού, επέτρεψεν την ανέγερσιν αυτών αλλ΄ εις μεγάλην από της εκκλησίας απόστασιν. Μετά την απαγόρευσιν ταύτην, ήτις πολλάς διαμαρτυρίας και μεμψιμοιρίας εκ μέρους των φιλεόρτων διήγειρεν, αλλ΄ οίτινες δεν ίσχυσαν να μεταβάλλουν το παράπαν την απόφασιν του Αρχιεπισκόπου, τα πανηγύρια άρχισαν να παρακμάζουν και βαθμηδόν και κατ΄ ολίγον να εκλείπωσι, μη απομεινάσης ειμή μόνον της αναμνήσεως αυτών.
Ότε όμως επήλθε η ένωσις της Επτανήσου μετά της Ελλάδος, ο λαός της Ζακύνθου ζηλωτής των παλαιών εθίμων, βία σχεδόν επανέφερε τα πανηγύρια και το ταμπουρλονιάκαρο, εν τω θείω δε ζήλω αυτού υπέβαλε και εις καταναγκαστικόν φόρον τους ξυλεμπόρους και εμπόρους, υποχρεώσας αυτούς εκόντας άκοντας να δίδωσι τα ξύλα και τας σανίδας προς ανέγερσιν του πανηγυριού, ως και τα υφάσματα και οθόνας και άλλα προς στολισμόν αυτού. Ταύτα πάντα όμως μετά το πέρας του πανηγυρίου δεν επιστρέφοντο προς παρασχόντας επί επιστροφή, αλλ΄ εξεποιούντο προς όφελος των ζηλωτών των πατρίων εθίμων.
Η βιαία αύτη αναστήλωσις των πανηγυρίων δεν διήρκεσεν επί πολύ παρακμάσασα άμα τη γεννήσει αυτής. Εάν δε μέχρι τούδε γίνονται εισέτι πανηγύρια τινά τούτο οφείλεται εις την επιμονήν των επιτρόπων των εκκλησιών, επειδή φρονούν, ότι δια του τρόπου τούτου δύνανται να προσελκύσουν περισσοτέρους φιλεόρτους εις την εορτάζουσαν εκκλησίαν και ούτω ν΄ αυξήσουν τας εκ του δίσκου εισπράξεις της εκκλησίας, εισπράξεις τας οποίας οι εκ θείου ζήλου εμφορούμενοι αρκούνται να τας διαμένουν αδελφικώς με την εκκλησίαν. Οπωσδήποτε όμως, εάν ανεγείρονται εισέτι πανηγύρια, εάν περιφέρεται το ταμπουρλονιάκαρο ανακρούον ήδη πόλκας και βάλσερ, δεν χορεύουν πλέον τον συρτόν υπό το Πανηγύρι, ουδέ αισθάνονται πλέον οι άνθρωποι την τέρψιν εκείνην ην ησθάνοντο οι προπάτορες ημών, οίτινες ουδέ τα σημερινά ημών ήθη και έθιμα είχον, ουδέ τας σημερινάς ημών διασκεδάσεις εγνώριζον.

(1) Ιδέ κ. Σάθα, Ιστορία Βυζαντινού Θεάτρου (Σημ. Ανδρέα Γήτα).
(2) Η εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Νικολάου Κοκκίνη προς τους Ιερείς του Νησιού περί απαγορεύσεως των πανηγυριών εκυκλοφόρησε την 16 Μαϊου 1859 έ.π.

[ΝΤΙΝΟΥ ΚΟΝΟΜΟΥ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ (1478–1978), ΤΟΜΟΣ ΕΚΤΟΣ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ, Συλλογείς λαογραφικού υλικού και η συμβολή του Ανδρέα Γαήτα, ΑΘΗΝΑ 1992, σ. 272-275].


… Εκτός των εις τας οικογενείας και τας Λέσχας χορών, οι οποίοι μεγάλην διασκέδασιν και αναψυχήν παρείχον εις του κατοίκους, επίσης διασκεδαστικαί ήσαν και οι εν υπαίθρω τοιούτοι, διδόμενοι, τη συνοδεία του ταμπουρλονιάκαρου (1), του βιολίου και της κιθάρας. Ήσαν δε τοιούτοι το Γαϊτάνι, το γιαργυτό (2), το συρτό, το γαλαριώτικο, το ριγκοτό, το τσακιστό, το τζάμικο, το σταυρωτό, το νυφιάτικο, το καράκ, το πανωρηά, το λεβαντίνικο και άλλοι διάφοροι.
… Άλλο είδος λαϊκών διασκεδάσεων ήσαν τα Πανηγύρια, τελούμενα καθ’ ας ημέρας ήγον εορτήν οι κεντρικώτεροι ναοί. Επί της πλατείας (εις το πλάτωμα) του εορτάζοντος ναού εστήνοντο δοκοί εχόμεναι άνω δια σανίδων και σχηματίζουσαι τετράγωνον καλυπτόμενον προς τα άνω δι’ ιστιόνης, άλλη δε λευκή οθόνη διήκε καθ΄ όλας του τετραγώνου τας πλευράς και επί της οποίας ανηρτώντο διάφοροι εικόνες εστολισμέναι δια σημαιών, μανδυλίων και άλλων αντικειμένων. Η σκηνή αύτη μυρσινοδαφνοστόλιστος εκαλείτο «Πανηγύρι με τένταις» προς διάκρισιν των άνευ αυτών απλών πανηγύρεων των άλλων ναών, έπρεπε να είναι ετοίμη από της παραμονής της εορτής, διότι οι παίζοντες το ταμπουρλονιάκαρον περιερχόμενοι από πρωίας της παραμονής την πόλιν προσεκάλουν ούτω τους φιλεόρτους εις την πανήγυριν, ετοποθετούντο δε υπό σκιάδα παρά το Πανηγύρι προ της ενάρξεως του Εσπερινού ανακρούοντες κατά διαλείμματα και μέχρι της νυχτός της επιούσης, ότε και έληγεν η πανήγυρις.
Εις τας εισόδους της πλατείας του ναού ανεγείροντο αψίδες «πορτόνια» εστολισμέναι και αύται δια σημαιών, μυρσινών, εικόνων, παρά δε την πλατείαν ιδίως εσχηματίζοντο σκηναί και πρόχειρα καπηλεία, όπου εψήνοντο οβελίαι, ετηγανίζοντο «φριτούραι», επωλούντο «παστέλια» και άλλα φαγώσιμα είδη διαλαλούμενα υπό των πωλητών δια το εύγεστον και την ευθυνίαν, ενώ αι θορυβώδεις φωνασκίαι των αγυιοπαίδων, ο βαρύς ήχος του ταμπουρλονιάκαρου, αι συνεχείς κωδωνοκρουσίαι, οι εκάστοτε πυροβολισμοί και ο θόρυβος των συνευοχουμένων απετέλουν αληθές πανδαιμόνιον (3).
Υπό το Πανηγύρι και τους ήχους του ταμπουρλονιάκαρου εχόρευον οι εορτάζοντες διαφόρους χορούς, ενώ το πέριξ συγκεντρούμενον πλήθος εχειροκρότει τους δια την ορχηστικήν δεξιότητα διακρινομένους χορευτάς. Εις τα Πανηγύρια μετέβαινον δια τον χορόν μόνον άνδρες, και αυτοί δε οι άρχοντες δεν απεντροπιάζοντο να χορεύουν πατρίους χορούς εις τε τα Πανηγύρια και εις τας ιδιαιτέρας συναναστροφάς. …

(1) Βλ. Μουσική. 
(2) Ο χορός ούτος, λεγόμενος «Χορός του Θησέως», εσώζετο εις Κρήτην από της εποχής, ως ελέγετο του Θησέως, μετενεχθείς εκείθεν, κατά το 1669, ότε η μεγαλόνησος εκείνη περιήλθεν εις του Τούρκους και πολλοί των Κρητών κατέφυγον εις Ζάκυνθον. Η λέξις «Γιαργυτό» παράγεται κατ΄ άλλους εκ του διαγυριτόν, ως έχοντος του χορού πολλούς γύρους, και κατ΄ άλλους εκ του αργήεις, ταχύτατος δια τον ταχύν ρυθμόν του. Νομίζω ότι αλλαχού ζητητέαν την παραγωγήν της λέξεως. Ο Βαρβιάνης περιέσωσε αυτόν μετά της μουσικής του εις το «Χρονικόν» του, έγραψαν δε σχετικώς οι: SS. και LS. και ΚΑ Ψάχος υπό τίτλον: «Το δημώδες άσμα εν Ζακ.» βλ. «Μουσική Ζωή» Αθηνών, 1931 αρ. 6 και μετέφρασεν εκ της ιταλικής ο Ζ. ΖΑ. 238 – ΕΦ. Β΄. 6. εικόνες του χορού.
(3) Διαταγή του Γεν. Προβλ. θαλάσσης Ι. Γριμάνη από 22 Οκτ. 1680, οι εν τη πόλει ναοί της Αναλήψεως, Αγ. Ιωάννου Θεολόγου, Οδηγητρίας, Φανερωμένης, Αγ. Πάντων και Αγ. Γεωργίου Πετρούτσου έχαιρον το προνόμιον εορτάζοντες να τελούν εις τας πλατείας των εμπορικάς αγοράς.

[ΛΕΩΝΙΔΑ Χ. ΖΩΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, ΑΘΗΝΑΙ 1955, Κεφάλαιον λδ΄, Ηθογραφία, σελ. 394 – 395 εξ.].


… Επί Βενετοκρατίας, εκτός των συνήθων οργάνων, της κιθάρας, του βιολιού, της άρπας και του αυλού, υπήρχε και η εξ εμπνευστών οργάνων στρατιωτική μουσική, ως εμφανίζεται εις τας εικόνας λιτανειών υπό τους γυναικωνίτας των ναών Αγίου Διονυσίου, Αγίων Πάντων, Αγίου Χαραλάμπους. Παρά τοις χωρικοίς ήτο εν χρήσει το και μέχρι των ημερών μας, κατά τας εορτάς και πανηγύρεις, «ταμπουρλονιάκαρο» (2) (ιταλ. tamburo και το βυζαντινόν ανάκαρα). Αλλ΄ εκτός τούτου αρχαιότερον ήσαν εις χρήσιν και «η κλανιόρες», είδος οξυαύλου, ομοίου προς τα κλαδοτζύμπαλα (ιτ. clavicembala, τα μεσαιωνικά «πανδούρια»), τα οποία εχρησιμοποίουν μετά και άλλων μουσικών οργάνων οι Κρήτες τραγουδισταί (3). Επειδή δε ο ήχος των τοιούτων οξυαύλων ωμοίαζε προς φύσας, μετέπλασαν, χάριν αστεϊσμού, τας κλανιώρας εις είδος σωλήνων εξ ελαστικού ή αργύρου μετά επιστομίου, ακροφύσων, χρησιμοποιουμένων δήθεν εις την κλίνην, όπως η οσμή της φύσης μη παραμένη αλλ΄ εξέρχεται δια των σωλήνων εκείνων της κλινοστρωμνής. …

(2) Ο Ρα. (11, 135) αναφέρει κατά την ναυμαχίαν της Ναυπάκτου (Εχινάδων) … «sonando trombe, tamburi e gnaccare …»
(3) Βλ. Κ.Φ. - «Συμβολή εις την Κρητικήν λαογραφίαν επί Βενετοκρατ.» εν «Επετ. Κρητ. Σπουδών» Γ΄ όπου και σχέδια των κλαδοτζυμπάνων. Ισχυρίζονταί τινες, ότι τοιούτοι σωλήνες παρεδίδοντο πράγματι εις τας νύμφας, κατά την προικοπαράδοσιν, ημείς όμως διεξελθόντες υπερδισχίλια προικοσύμφωνα ουδέποτε τοιούτον τι απηντήσαμεν.

[ΛΕΩΝΙΔΑ Χ. ΖΩΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, ΑΘΗΝΑΙ 1955, Κεφάλαιον λε΄, Μουσική, σ. 404].


… Την Παρασκευή της Διακαινησίμου γιορτάζει το γραφικότατο προάστιο της Μπόχαλης. Εκεί πραγματοποιείται, μέσα στη μαγευτική ανοιξιάτικη φύση, το παραδοσιακό πανηγύρι, με λιτάνευση της πανάρχαιας και θαυματουργού εικόνας της Παναγίας της Χρυσοπηγής, υπό τους ήχους του «ταμπουρλονιάκαρου» (10). …

(11) Ταμπουρλονιάκαρα= τοπικά παραδοσιακά μουσικά όργανα, αποτελούμενα από ταμπούρλο και την ανάκαρα ή νιάκαρα.

[ΤΟ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟ, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου, ενημερωτικό εορταστικό φυλλάδιο των ετών 1995, 1996, 1997, …]


… Στο λοφάκι της Αγίας Μαρίνας μας πήγαιναν οι μανάδες μας πολλές φορές για να μας ταισουν και να δούμε την πόλη από ψηλά. Εκεί παίζαμε πετροπόλεμο. Το τρουποκεφάλισμα ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Η μνήμη της Αγίας Μαρίνας γιορταζόταν στις 17 Ιουλίου. Εκείνη την ημέρα δεν πηγαίναμε στη θάλασσα. Δεν κάναμε μπάνιο, γιατί, όπως έλεγαν, ρίχνανε στη θάλασσα μάγια.
Από την παραμονή άρχιζαν οι προετοιμασίες με ταμπουρλονιάκαρο, παστέλια και φριτούρες. Από τον Άγιο Βασίλη τον Κάτου έπαιρναν στις 11 το πρωί την εικόνα, που τη φύλαγαν εκεί ολόκληρο το χρόνο, και με πομπή την πήγαιναν στην εκκλησία της.
Στον Άγιο Βασίλη, στον πρόναο, υπήρχε και η εικόνα του Αγίου Φανουρίου, όπου, όταν θέλαμα να δούμε αν κάποια επιθυμία μας θα πραγματοποιόταν, αφού κάναμε το σημείο του σταυρού, κολλούσαμε πάνω νομίσματα. Αν κολλούσε η δεκάρα μας, θα πετυχαίναμε. Αν έπεφτε κάτω, τζίφος η υπόθεσή μας. Έτσι προσπαθούσαμε να μαντέψουμε αν θα γράφαμε καλά σε κάποιο διαγώνισμα ή αν θα προβιβαζόμαστε.
Τη μέρα της γιορτής κορυφώνονταν οι εκδηλώσεις με την επίσημη λειτουργία, την παρουσία του Δεσπότη και μεγάλου αριθμού ιερωμένων. Η περιφορά της εικόνας γινόταν στα δρομάκια της γειτονιάς και το βράδυ φυλασσόταν μέχρι τον επόμενο χρόνο. Ήταν ένα απλό, γραφικό [πανηγύρι, όπου ο κόσμος διασκέδαζε συμμετέχοντας στη λατρεία της μεγαλομάρτυρος Αγίας Μαρίνας.
Πρέπει να πω ότι πολλές οικογένειες μετέφεραν τη μέρα της γιορτής στο πλάτωμα της εκκλησίας το φαγητό τους και έτρωγαν. Όλα τα παιδιά αγοράζαμε από τα καϊκια καρπούζια, που τα έφερναν από την Πελοπόννησο, και καθόμαστε στα πεζούλια της αυλής και τα τρώγαμε.
Σήμερα είναι λίγοι αυτοί που θυμούνται ότι στο χώρο αυτό υπήρχε εκκλησία και γινόταν εκεί ένα όμορφο πανηγύρι. Τίποτα δεν έμεινε για να το θυμίζει. Και δυστυχώς οι νεότεροι δεν έχουν τη δυνατότητα να το μάθουν. …

[ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΔΕΜΕΤΗΣ, ΑΓΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ, Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ, Ταξίδια στα μονοπάτια του χθες, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΛΟΥ, ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, σελ. 177 εξ.].


… Ο Συρτός Ζακυνθινός όπως και οι άλλοι ζακυνθινοί χοροί χορεύονταν σε ξεχωριστούς κύκλους (άντρες, γυναίκες).
Ο χορός με ρυθμό 3/4 έχει 12 βήματα, κύριο χαρακτηριστικό βήμα τη «Βήματος αλλαγή …». Υπάρχουν πολλά τραγούδια σε ρυθμό Συρτού Ζακυνθινού, κυρίως Νυφιάτικα, που τραγουδιόνταν και χορεύονταν από γυναίκες. Επίσης ο χορός παιζόταν και παίζεται από τη λαϊκή ορχήστρα που την αποτελούσαν στη Ζάκυνθο (βιολί – ακορντεόν – κιθάρα) και κυρίως από τα λαϊκά παραδοσιακά μουσικά όργανα «ταμπουρλονιάκαρο».
Το «ταμπουρλονιάκαρο» είναι δύο ξεχωριστά όργανα, το ταμπούρλο (είδος νταουλιού) και η ανιάκαρα (είδος ζουρνά ή πίπιζας) που και σήμερα υπάρχει ακόμα στη Ζάκυνθο, με μοναδικούς και πιθανόν τελευταίους οργανοπαίχτες από το χωριό Μαριές, τους κ. Διονύσιο Γιατρά ή Πούρο που παίζει ανιάκαρα και Χαράλαμπο Γιατρά που παίζει ταμπούρλο.

[Νίκου Κεφαλληνού – Καθηγητή Φυσικής Αγωγής, "Συρτός Ζακυνθινός", (Λαογραφικό Σημείωμα), Ζάκυνθος ΄82, ετήσια εικονογραφημένη επιθεώρηση].


… Τέλος, καθαρώς τοπικά, χωριάτικα όργανα είναι, εις μεν την Κεφαλληνία το «σκορτσάμπουνο» - άσκαυλος νησιώτικος με δίαυλο όχι καλαμένιο, αλλά τρυπημένο επάνω σε ξύλο (σκόρτσο = σανίδι), εις δε τη Ζάκυνθο η «ανάκαρα» - έτσι όπως ονομάζεται εδώ με το βυζαντινό της όνομα - η πίπιζα (μικρός ζουρνάς). Όργανα με τα οποία διασκέδαζε ο κόσμος μέχρι χθες εις τις γιορτές και τα πανηγύρια, και που στις ημέρες μας τείνουν να πέσουν σε αχρησία. Εις τούτο οφείλεται και το ότι δεν έγινε δυνατό να έχωμε μια καλή ηχογράφηση σκορτσάμπουνου εις την Κεφαλληνία. …

[«ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑΝΗΣΩΝ», Δίσκος του Συλλόγου προς διάδοσιν της εθνικής μουσικής (SDNM 115)].


… Όταν αρχίζει η συγκομιδή της σταφίδας, πολλοί από τους νεότερους άνδρες των ορεινών χωριών κατεβαίνουν στον Κάμπο, για να κερδίσουν κάποια χρήματα ως ημερομίσθιοι εργάτες. Τότε έχει κανείς την ευκαιρία να γνωρίσει και να θαυμάσει την καρτερία και την ολιγάρκεια του έλληνα χωρικού. Ο άνθρωπος αυτός δουλεύει από το χάραμα μέχρι το πρώτο σκοτάδι της νύχτας, βουτηγμένος στον ιδρώτα και εκτεθειμένος, χωρίς καμιά προστασία, στις καυτές ακτίνες ενός ήλιου που λάμπει σε έναν ανέφελο ουρανό. Σβήνει τη δίψα του με μια γουλιά νερό. Η τροφή του συνίσταται από ψωμί, αλατισμένες ελιές, ξερά κουκιά, ωμά κρεμμύδια και σκόρδα. Και τούτο, επειδή η συγκομιδή της σταφίδας συμπίπτει με τις ημέρες νηστείας για τη γιορτή της Παναγίας, στη διάρκεια της οποίας κανείς δε βάζει κρέας στο στόμα του. Τα βράδια, όταν τελειώσει πια η σκληρή δουλειά, παραδίδεται σε μια αθώα ευθυμία, παρέα με τους συντρόφους του. Πόσες φορές δεν είδα τους θεριστές αυτούς να σέρνουν, κάτω από το φως του φεγγαριού, τους κυκλικούς χορούς τους με τη συνοδεία αυλού (48) ή ενός τραγουδιού! Τέλος, όταν η φύση απαιτήσει επιτακτικά τα δικαιώματά της, οι άνθρωποι αυτοί θα ξαπλώσουν πάνω στο χώμα ή σε κάποιο σκαλοπάτι για ένα σύντομο ύπνο …

(48) Ο αυλός του Σμιτ είναι η ζακυνθινή «νιάκαρα», η ανάκαρα των Βυζαντινών. Μαζί με το ταμπούρλο - εξ ου και «ταμπουρλονιάκαρο» - αποτελούσαν την απαραίτητη μουσική συνοδεία των διασκεδάσεων της εξοχής.

[ΒΕΡΝΑΡΔΟΥ ΣΜΙΤ, Η ΝΗΣΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ - Εντυπώσεις και Εμπειρίες, ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΖΑΚΥΝΘΙΩΝ, ΑΘΗΝΑ 2005, VI. ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ, σ. 95].


[Ένα άρθρο του Στέφανου Δραγούμη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΠΑΝΔΩΡΑ, στις 18-9-1876. Ο Στέφανος Δραγούμης υπηρέτησε ως δικαστικός στη Ζάκυνθο τα πρώτα χρόνια μετά την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα και μας άφησε ανεκτίμητη μαρτυρία περιηγητικών αναμνήσεων, που συμβάλει έτσι στην καλύτερη γνωριμία των ανθρώπων και των γεγονότων του νησιού τη χρονική εκείνη περίοδο.]

… Την εορτήν ή το πανηγύριον εκκλησίας τινός προ εβδομάδος πολλάκις, συνήθως όμως την προτεραίαν ή προ δύο ημερών, προαναγγέλουσι τύμπανον και άσκαυλος εις τας οδούς περιαγόμενα και μανιωδώς κρατούμενα, παρά αυτά δε δίσκος στρόγγυλος αργυρούς μετά προεξεχουσών και αναλύπτων εικόνων ως πάντες οι δίσκοι των εκκλησιών της Ζακύνθου, λείψανα της Ιταλικής κατά τον μεσαίωνα τέχνης, περιφερόμενος υπό τα παράθυρα των οικιών εξ ων βλέπεις γυναικείαν χείρα εξερχομένην και ρίπτουσα όβολον φαρδίνιον ή μπικικίνιον ή δανδολίνειον, ήτοι αναρίθμητα άξινα από την ονομασίαν λεπτά, ουδέν καν ευρίσκεις εν τη λοιπή Ελλάδα και δι' ων πλημμυρίζοντας ήτε αγορά και τα θυλάκια εν ταις Ιονίοις νήσοις…
… Η περιαγοραία μουσική υπό το όνομα ταμπουρλονιάκαρον περιέρχεται πάσαν την μακροσκελή πόλιν, επαναλαμβάνουσα τους αυτούς ήχους, υπό αυτής δε κατά την εορτήν εξεγειρόμενοι και συστρηλατούμενοι σπεύδουσιν εις όρχησιν και πηδήματα πανηγυρίζοντες.
Η εκκλησία στολίζεται αφ’ εσπέρας δια ανθέων μυρσίνης και σημαιών παρά την είσοδον αυτής και επί των οδών εγείρονται εκ σανίδων αψίδες δια μυρσινών κοσμούμεναι και αυτάς ανθέων και σημαιών και εξηρτημένας φέροσαι εικόνας παντός είδους ερωτικάς ή πολεμικάς κομήτων ή Βουκόλων υπό των ενοριτών δανειζομένας προς ευπρέπισιν …
… Οι προσκυνηταί συρρέουσι δια όλης της ημέρας και ανεβαίνει εις τον ουρανόν προς τους Ρώθωνας Αγίου ή της Αγίας εξελισσομένη περί καπνώ η κνίσα των έξωθεν της εκκλησίας οπτωμένων τηγανιτών. Αλλά η λαμπρότης της πανηγύρεως κορυφούται ευθύς ως το λυκαυγές πυκνωθή, εις σκοτία πάσα οικία κενούται και γυναικείον πλήθος χαρίεν, καθάριον, φιλοκάλως ενδεδυμένον διαπερνά τας οδούς της Ζακύνθου μεταβαίνον εις την πανήγυριν, ένθα ανήφθησαν με φώτα πολλά εδιπλασιάσθη δε η δύναμις του φυσώντος τον αυλόν και του τυμπανιστού αι χείρες μανιωδώς κυμβαλίζουσιν, οι δε των παστελίων, των τηγανιτών και των τραγαλίων πωληταί μόλις προφθάνουν να υπηρετώσιν εις τους αγοραστάς.
Κατά εμέ το γυναικείον τούτο πλήθος είναι το κύριον, το αληθές γλύκισμα των πανηγύρεων τούτων και μεταξύ πάντων των της εορτής κοσμημάτων αυτό μόνον έλκει των συρρεόντων του Αδάμ απογόνων τα βλέμματα, διότι πολλάκις αυτό και μόνον το θέλγητρον και τα σώματα αυτών εις την πανήγυριν είλκυσεν.
Μάσκουλα δε, κώδωνες και φωναί και γέλωτες και χοροί και θόρυβος παντοίος και αυτόν τον βαρύ του τυμπάνου ήχον και τον οξύ του ασκού καλύπτει.

[Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΨΗ,  Δευτέρα 21/1/2008, φ. 760, σ. 14, επιμέλεια άρθρου: Στάθης Μουζάκης Κότσαλας]


ΜΑΡΤΗΣ
… Την καθαροδευτέρα μαζί με το ταμπουρλονιάκαρο έβγαιναν όλοι οι άνδρες για συντήρηση και καθαρισμό των δρόμων. Όποιος δεν πήγαινε μαζί τους, οι υπόλοιποι του έσπαγαν τα κεραμίδια από το σπίτι …

[Ημερολόγιο έτους 2008 «… θυμάσαι;» του Πολιτιστικού Συλλόγου Κερίου «η άμπελος», μήνας Μάρτιος].


Χωριό Άγιος Λέων ή Άι-Λιος
Στο χωριό Άγιος Λέων ανιάκαρα έπαιζε παλιά ο Αντρέας Μπάστας ή Παστός (παππούς του Διονυσίου Μπάστα ή Αμερικάνου), ενώ ταμπούρλο έπαιζε ο Παναγιώτης Σοφός ή Κουλάκος.
Τη Δευτέρα του Πάσχα που έβγαινε το «κόνισμα» στους δρόμους του χωριού έπαιζε το ταμπουρλονιάκαρο κατά τη διαδρομή.
Το έτος 1912 όταν ήρθε ο βασιλιάς (που τον είχε εκθρονίσει πριν ο Ελευθέριος Βενιζέλος) πήγαν οι Αϊλιώτες να πανηγυρίσουν το γεγονός από το χωριό ως την πόλη της Ζακύνθου με τα πόδια, παίζοντας συνεχώς το ταμπουρλονιάκαρο κατά τη διαδρομή. Σταμάτησαν μόνο στην περιοχή «Κουτσουπιά» στα Λαγκαδάκια για ξεκούραση.

[Πληροφορίες: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΜΠΑΣΤΑΣ ή ΣΗΦΗΣ, 24 Νοεμβρίου 2007]


Την εποχή του σκαψίματος της σταφίδας και του αμπελιού στα μεγάλα αγροκτήματα των αφεντάδων στον κάμπο της Ζακύνθου, που γινόταν με τις αξίνες από πολυμελείς ομάδες εργατών – σέμπρων (αργατίες) οι αφεντάδες πολλές φορές καλούσαν και έπαιζαν δύο, τρία μέχρι και πέντε ταμπουρλονιάκαρα. Οι οξείς ήχοι της ανιάκαρας και ο δυνατός χτύπος του ταμπούρλου έδινε δύναμη στους εργάτες, που έσκαφταν ήλιο με ήλιο. Παράλληλα ακουγόταν πολύ μακριά, μέχρι την πλησιέστερη ομάδα εργατών άλλου μεγαλογαιοκτήμονα.

[Πληροφορίες: ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ, Σαρακηνάδο, 2009]


Πατέρας και γιος, ο Τάσης Ξένος-Παλλαδινός (ανιάκαρα, αριστερά) και ο Γιάννης Ξένος-Παλλαδινός (ταμπούρλο, δεξιά), στο Πανηγύρι του χωριού Ορθωνιές Ζακύνθου, το 2001.

ΛΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟΝΙΑΚΑΡΟ

… Αρμονικά μου νιάκαρα και μελωμένα σύκα,
τυράκι ΄ντόπιο, πρέντζα μου και πήλινή μου βίκα, …

[ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΥ, ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1926, ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΣ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ 1884, σ. 202].


Να κι΄ ένα ψέμμ΄ αληθινό, αντίο χαραίς και νειάτα ! –
Φεύγει ο Σπουργίτης ! – Πόχαλες, γιουλάκια, μαντολάτα,
κληδόνους και Βλαχέρεναις, Κρυονέρια, πορπετούλαις,
αγίαις Μαρίναις, νιάκαραις, και φρίσσαις, και βαρκούλαις,
σύκα, βολίμια και βαγιά, αϊ Λύπιους κι΄ αϊ Λαζάρους,
καντούνια, ρίμναις, κι΄ αργαλιούς, και σέμπρους και κουμπάρους,…

[ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΥ, ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1926, ΣΠΟΥΡΓΙΤΗ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ 1888, σ. 220].


… «Πολλά πουλιά εκυνήγησα και λέσι με Πετρίτη,
μα εδά εκομπώθηκα κ΄ εγώ κ΄ επιάστηκα στο δίκτυ».
Δεν ήτονε καλά σωστός κι από μακρά γροικούσι
σάλπιγγες με τσι νιάκαρες, βούκινα και κτυπούσι
κι όλοι εστραφήκαν και θωρού προς τη μεράν εκείνη
και πεθυμού να μάθουσιν ίντα ΄το κ’ ίντα εγίνη …

[Βιτσέντζου Κορνάρου, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, επιμέλεια: Στυλιανός Αλεξίου, Γλωσσάριο, σ. 87, Μέρος 2ο, στίχοι: 227–232].


νιάκαρη= τύμπανο

[ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, επιμέλεια: Στυλιανός Αλεξίου, Γλωσσάριο, σ. 376].


… Η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Λομβάρδου είναι στενά δεμένη με το Μεγάλο γεγονός. Ο ζακυνθινός λαός πανηγυρίζει για τη λευτεριά του και τιμά τον Λομβάρδο. Η Ένωση, κατά ένα ποσοστό, είναι έργο δικό του. Γι’ αυτό και του πρέπει να τιμηθεί. Να τώρα, πώς μια γρια Τραγακιώτισσα, (11) καλεί το λαό να χαρή και να τιμήση τον Λομβάρδο:

Φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, αδέρφια κι’ αδερφάδες,
Νοικοκυραίοι και φτωχοί, κόντιδες κι΄ αφεντάδες.
Τρεχάτε ούλοι με χαρές από χωριά και χώρα
Μ’ ανιάκαρες (12) και με βιολιά, με δάφνες και με φιόρα.
Μ’ ετιές και μ’ αγριολούλουδα και φύλλα από πλατάνια,
Να φτιάστε του Λουμπάρδου μας ματζέττα και στεφάνια.
Εμπάτε ούλοι στο χορό να πάρτε τη σειρά σας
Και με τα πασουμάκια σας και με τα τάλαρά σας.
Και όσες έχετε μαντρά (13) παρμένονε στη φτήνεια.
Και σεις με τα καλά μπουά (14) και τα ψηλά σκαρπίνια. …

Σημειώσεις:
(11) Ο κ. Γιάννης Πομόνης, που μου υπαγόρευσε το τραγούδι, μου είπε πως την έλεγαν Διονυσούλα Πομόνη. Ο ίδιος τη θυμήθηκε. Ήταν σύγχρονη της Ένωσης και αν και αγράμματη, έφτιαχνε με μεγάλη ευχέρεια στίχους που τους τραγουδούσε.
(12) Το γνωστό λαϊκό όργανο είδος πίπιζας. Η νάκαρα των Βυζαντινών.
(13) Αλατζά, φτηνό υφαντό από το Μανδράς των Ινδιών.
(14) Στενόμακρη γούνα που εκάλυπτε το λαιμό.

[ΣΑΡΑΝΤΗ ΑΝΤΙΟΧΟΥ, «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ», ΧΡΟΝΙΚΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ, ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΤΗΣ «ΖΑΚΥΝΘΙΝΗΣ ΕΣΤΙΑΣ», ΑΘΗΝΑΙ 1964, τ. 1, 219].


ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Από τα στοιχεία που αναφέραμε φαίνεται η διαχρονικότητα του σπουδαίου αυτού λαϊκού μουσικού οργάνου, παρ' ότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το πότε εμφανίστηκε στη σημερινή μορφή του στη Ζάκυνθο. Απορίας άξιο είναι πώς από το βυζαντινό «ανάκαρα», που αναφέρεται καθαρά ότι είναι τα κρουστά όργανα, τα μικρά τύμπανα με τον πολύ δυνατό ήχο, φτάσαμε στη Ζάκυνθο να εννοούμε με τη λέξη «ανιάκαρα» το γνωστό πνευστό όργανο.

Πρέπει να αναφέρουμε ότι για πρώτη φορά συναντάμε τη λέξη «νιάκαρα» στο μακροσκελές ποίημα, αριστούργημα της κρητικής λογοτεχνίας «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου, όπου από τα συμφραζόμενα εννοείται το μουσικό λαϊκό όργανο νιάκαρα, που παίζεται με το στόμα, τους ήχους του οποίου συνοδεύει το κρουστό όργανο νταούλι ή ταμπούρλο. Πριν από αυτό το ποιητικό κείμενο, δεν μπόρεσε ο γράφων να βρει κάποια άλλη μαρτυρία, όπου «(α)ν(ι)άκαρα» είναι το πνευστό όργανο, που σήμερα υπάρχει στο νησί.

Εύκολα –πιθανόν και αυθαίρετα– μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι το ταμπουρλονιάκαρο (ταμπούρλο και ανιάκαρα), το έφεραν στο νησί μας οι Κρήτες πρόσφυγες όταν το έτος 1669, μετά την πτώση του Χάνδακα (σημερινού Ηρακλείου), κατέκλυσαν μεταξύ των άλλων και τη Ζάκυνθο. Είναι γνωστό ότι επηρέασαν αποφασιστικά την μετέπειτα πορεία και διαμόρφωση του ζακυνθινού πολιτισμού, σε όλες τις εκφράσεις του, σε όλα τα είδη της τέχνης. Εξ άλλου, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Χορός του Θησέα ή Γέρανος, που παίζεται μόνο με ταμπουρλονιάκαρο και στην αρχή οι κινήσεις του πρωτοχορευτή παριστάνουν την πάλη του Θησέα με το Μινώταυρο στον λαβύρινθο του βασιλιά Μίνωα της Κρήτης.

Όπως και να έχει όμως το πράγμα, η πρώτη εμφάνιση του ταμπουρλονιάκαρου στη Ζάκυνθο είναι ένα ενδιαφέρον θέμα έρευνας από λαογράφους επιστήμονες. Το ταμπουρλονιάκαρο, αναμφίβολα, είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του ζακυνθινού λαϊκού πολιτισμού. Έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διασκέδαση και στη μουσικοχορευτική παράδοση των Ζακυνθινών, ιδιαίτερα των χωριών του Κάμπου, της Ρίζας και της ορεινής περιοχής.

Στους ξέφρενους ρυθμούς της σημερινής εποχής, στην εποχή του τουριστικού «θαύματος» της Ζακύνθου, μέσα στην παγκοσμιοποίηση και στη νέα τάξη πραγμάτων, της οικονομικής και όχι μόνο κρίσης, της εισαγωγής ξενόφερτης δυτικού τύπου υποκουλτούρας, το ταμπουρλονιάκαρο, που τους τελευταίους αιώνες ενυπάρχει στο ζακυνθινό πολιτιστικό γίγνεσθαι, τείνει να εξαφανιστεί και να καταντήσει μουσειακό είδος.

Δεν θα πρέπει να το επιτρέψουμε να συμβεί αυτό. Έχουμε χρέος, να το διατηρήσουμε και να το μεταλαμπαδεύσουμε στις νεότερες γενιές. Πρέπει να το γνωρίσουν οι νέοι μας, να ευαισθητοποιηθούν και να καταλάβουν τη μεγάλη αξία του. Έχουν μείνει ελάχιστοι λαϊκοί οργανοπαίχτες ανιάκαρας σε όλη τη Ζάκυνθο. Το παίξιμο του ταμπούρλου είναι πιο εύκολο και μπορεί να παιχτεί από πολύ περισσότερους.

Μια πρότασή μας θα ήταν να εισαχθεί και να διδάσκεται σαν ξεχωριστό και ιδιαίτερο μάθημα της λαϊκής μας παράδοσης στο Μουσικό Σχολείο του νησιού μας. Ξέρουμε ότι υπάρχει ιδιαίτερη αντιμετώπιση και υποστηρίζεται από το πρόγραμμα σπουδών του Υπουργείου Παιδείας η εισαγωγή ενός τέτοιου μαθήματος εκμάθησης ενός τοπικού λαϊκού οργάνου, όπως είναι η ανιάκαρα και το ταμπόύρλο. Η Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ο Σύλλογος Διδασκόντων του Μουσικού Σχολείου του νησιού μας, θα πρέπει να το σκεφτούν πολύ σοβαρά και να αποφασίσουν σύντομα την εισαγωγή του μαθήματος ανιάκαρας και ταμπούρλου. Θα κάνουν κάτι πολύ σημαντικό για τη λαϊκή παράδοσης του νησιού μας.

Μέχρι τότε, ο Τάσης Ξένος–Παλλαδινός, ο Φώτης Μποζίκης, ο Πέτρος Γιατράς, ο Νιόνιος Κωστής και ο Γιώργος Σεμιτέκολος θα κρατούν στα χέρια τους την πολύτιμη αυτή κληρονομιά μας, το παίξιμο της ανιάκαρας. Θα περιμένουμε και άλλους να τους μιμηθούν. 


Related Posts with Thumbnails