Όλα
ξεκίνησαν από μια λέξη. Ο ήχος, η μουσική,
το χρώμα της, έπλαθαν μια ακαθόριστη
μορφή. Κάτι του θύμιζε. Την είχε κάπου
συναντήσει; Αλλά πότε, πού; Μήπως ήταν
μια βαθειά, εσωτερική ανάμνηση; ή μήπως
ήρθε στα όνειρά του; Αν μπορούσε να
γυρίσει πίσω, στη μνήμη των ονείρων, στο
στοχαστικό πυρήνα της, ίσως να εντόπιζε
τη μορφή. Αλλά τα όνειρα περνούν και
χάνονται και κανένα σημάδι δεν αφήνουν
ή μήπως αφήνουν κι εκείνος δεν είχε την
προνοητικότητα να το συγκρατήσει,
όταν, μια λεπτή μελωδία ακούστηκε και
τον μαγνήτισε, στρέφοντας αλλού τις
σκέψεις του.
Πόσες φορές
αναρωτήθηκε, αν πρώτα ήρθε ο λόγος ή η
μουσική. Αλλά τι σημασία έχει; Τραγούδι
είναι και ο λόγος, τραγούδι καθημερινό.
Όσο κι αν πελαγοδρομούσε στο λειμώνα
των στοχασμών, προσπαθώντας να ξεφύγει,
η μορφή τον κυνηγούσε κι όταν άκουσε
τις πρώτες νότες του Arcangelo
Corelli,
νότες που έμοιαζαν με λέξεις, αφέθηκε
στη μαγεία τους. Τι ήθελε να του αποκαλύψει
ο Ιταλός συνθέτης; Μήπως φυλάκισε στη
μουσική του την ακαθόριστη, εκείνη
μορφή, που τώρα αναζητούσε;
Πήρε από το γραφείο
του ένα μεγεθυντικό φακό, από αυτούς
που χρησιμοποιούσε για να παρατηρήσει
φθαρμένα έργα τέχνης ή να διαβάσει
παλαιά, δυσανάγνωστα, από τις αλλοιώσεις
του χρόνου, χειρόγραφα και έσκυψε πάνω
στον πίνακα. Κοίταξε προσεκτικά, μια
ανδρική φιγούρα, που μόλις διακρινόταν,
έγραφε σε ένα, νοητό, του ανέμου
πεντάγραμμο. Κάπου εκεί ανάμεσα, την
είδε, με νότες στο μέτωπο, στο στήθος,
στους μηρούς, σα να έβγαινε μέσα από
θρύλους, δοξασίες ή από την παλέτα
σουρεαλιστή ζωγράφου του 20ού αιώνα. Να ήταν Νύμφη, Αγία, Μούσα ή Θεά;
Κατέβηκε και
στάθηκε ακίνητη, προβάλλοντας λίγο από
το σκοτεινό προφίλ της. Κρατούσε κάτι,
που δεν μπορούσε να καθορίσει, ήταν
λύρα,
ήταν παιδί στην αγκαλιά της; Πλησίασε
κοντά της, να δει το πρόσωπό της, μα
εκείνη, έστρεψε απότομα από την αντίθετη
πλευρά. Αν συνέχιζε, μπορεί να κουραζόταν
και να σταματούσε. Και αμέσως το
αποφάσισε. Άρχισε να στριφογυρίσει
αργά-αργά γύρω της κι ύστερα γοργά-γοργά,
ώσπου την είδε να περιστρέφεται με
δύναμη και να ανυψώνεται στον ουρανό,
σαν την «Ανάληψη της Θεοτόκου», του
μεγάλου κρητικού. Απογοητευμένος έσκισε
το νοητό πεντάγραμμο και ώ του θαύματος,
μπροστά του πρόβαλε η «Συναυλία των
Αγγέλων» και εκείνος, χάθηκε, ανάμεσα
σε εξαίσιες μουσικές, πλεγμένες με
χρώματα μαγικά,
χρυσά, λευκά, γαλάζια, κόκκινα πυρακτωμένα
του ήλιου, ξανθά, ώχρινα και λιλά,
δημιουργώντας με απανωτές, ανταύγειες,
την αίσθηση ουράνιου, ιερού θόλου, όπου
την είδε να καταλαμβάνει το κέντρο.
Θαμπώθηκε! Ένιωθε
να αιωρείται και τρόμαξε. Δεν ήξερε πού
να στρέψει τη ματιά του ψηλά ή χαμηλά.
Μια Πύλη χωρίς είσοδο μπροστά του. Δεν
άνοιγε, δεν έκλεινε και μια λύρα,
αφημένη. Το έμβλημα της θυγατέρας του
Διός και της Μνημοσύνης στα πόδια του.
Άγγιξε με δέος το μουσικό όργανο και
το πήρε στην αγκαλιά του για να απολαύσει
το θαυμαστό ερωτικό της ύμνο που
ακουγόταν, χωρίς κανείς ν' αγγίζει τις
χορδές. Στη μνήμη του ήρθε η «Κιθαρωδός»
του Vermeer
με την ερμίνα στους ώμους και το
μαργαριταρένιο κολιέ στο χυτό λαιμό
της. Ξαφνικά, ήχος κανένας. Έκρουσε με
τα δάχτυλά
του τις χορδές. Περίμενε. Τίποτα. Κοίταξε
ψηλά. Την είδε να απομακρύνεται με τους
ρυθμούς μιας λύρας, που μόνον εκείνη
άκουγε και ενώνονταν με τη συντροφιά
μικρών αγγέλων ή ερώτων. Ένοιωθε τη
μελωδία από την αιθέρια, αρμονική της
κίνηση, τις κυματοειδείς γραμμές της
κόμης της, μόνο που δεν μπορούσε να την
πλησιάσει, να την αγγίξει. Προσπάθησε
να πετάξει κοντά της, μα τίποτα. Πώς να
λύσει το αίνιγμα της Μούσας; Τι έκρυβαν
οι άηχες χορδές της; Να ήταν μια παύση;
Μια ιερή σιωπή προετοιμασίας, για να
του δείξει τις κρύφιες του κόσμου
ομορφιές;
Μπροστά του
απλωνόταν ένα απέραντο τοπίο ομίχλης
που χρύσιζε από το αντιφέγγισμα σκόρπιων
ακτίνων στο ουρανό. Ένα μεγάλο σύννεφο
αποσπάστηκε απότομα. Επάνω καθισμένος
ο Χρόνος, με τη μυστικοπάθεια των Ορφικών
και με φτερά στην ωμοπλάτη, ίδια μ’
εκείνα των Αρχαγγέλων. Σαν να ερχόταν
από την πρωταρχή του κόσμου, διαπερνώντας
μέσα από την έκρηξη του φωτός, άηχα,
αέναα, πέρα από τον υπαρξιακό χρόνο, το
χρόνο των ανθρώπων.
Προχώρησε στο
άγνωστο. Ούτε Ήλιος, ούτε Σελήνη φαινόταν
στον ουρανό. Φοβόταν, «Όποιος έχει φόβο
και ντροπή εκείνος πάντα σώζεται»i,
δεν ήξερε τι θα συναντήσει. Διάβηκε
δειλά-δειλά ένα κλειστό διάδρομο που
του θύμιζε «Κοσμική σήραγγα». Ο κόσμος
του Ιερώνυμου Μπος, άρχισε, αίφνης, να
ζωντανεύει και να κινείται γύρω του.
Φρίκη και μεγαλοπρέπεια, φωτιά και
καταστροφή. Ένα πελώριο κύμα τον παρέσυρε
κι από ένστικτο, μεταμορφώθηκε σε
«Ελάφι». Η Φρίντα Κάλο ήρθε στη μνήμη
του και πιάστηκε από την παλέτα της για
να γλυτώσει, θαρρείς, από τον εσωτερικό
χώρο του ανθρώπου που πρόβαλε μπροστά
του, από τη φθορά και την κραιπάλη, από
μνήμες του πολέμου, από τον κόσμο των
ηδονών και της οδύνης, «Η ζωή των ανθρώπων
είναι γεμάτη οδύνη»ii,
κι εκείνος ήταν μέρος του κόσμου αυτού.
Από την κατάσταση του άρχοντα-ανθρώπου
μεταβαλλόταν σε ανυπεράσπιστο ζώο. Στη
σκέψη του ήρθε ο βασιλιάς Ληρ, στωικός,
τόσο που θα μπορούσες Πρόσπερο να τον
πεις. Η ταπείνωση εδώ γινόταν νομοτέλεια.
«Την γην διήρπασαν οι ποταμοί, τα κύματα,
οι φλόγες». Στενεύει η καταφθαρμένη γη,
για τους ανθρώπους. Προσπάθησε απεγνωσμένα
να βρει τη λαμπρότητα του φωτός, να
απαλλαγεί από την άγρια μέθη και να
βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Όμως, όπου
κι αν γύριζε το ίδιο πάντα ερώτημα: τι
είναι θάνατος, ποιός, όμως, θάνατος;
Πώς βρέθηκε στο
σκοτεινό λαβύρινθο, ενώ κυνηγούσε τη
μορφή της στον ουρανό; Ποιός τον έσπρωξε
στο χάος; Έπεσε στην παγίδα, κυνηγώντας
την ομορφιά. Αλήθεια τι είναι η ομορφιά;
Γιατί και η ασχήμια που έπλασε ο Ιερώνυμος
Μπος φάνταζε όμορφη στα μάτια του, ίσως,
γιατί ο ιδιοφυής ζωγράφος εκφραζόταν
με τους όρους της τέχνης.
Έπρεπε να βρει
ένα τρόπο να ξεφύγει. Είδε το «Κάρο με
άχυρο» που πήγαινε προς την κόλαση,
ήταν η μόνη του ελπίδα. Άρπαξε μια σκάλα
που βρήκε, τη στύλωσε και σκαρφάλωσε
γρήγορα. Έσπρωξε ένα δαίμονα με ουρά
παγωνιού για να μπορέσει να βολευτεί
πάνω στο άχυρο, εισπράττοντας το
ευτυχισμένο μειδίαμα του Αγγέλου που
γονατιστός, παράμερα, έστελνε δεήσεις
στον ουρανό. Το τερατώδες, το μεγαλειώδες,
το απρόσμενο, σαν σε συμφωνία του
Μπετόβεν! Κοίταξε ψηλά, ανάμεσα στα
σύννεφα, είδε τη μορφή του Χριστού και
λίγο χαμηλότερα μια επιστολή να
υπερίπταται. Στην προσπάθειά του να τη
φτάσει, τσαλαπάτησε το νεαρό μουσικό
με το λαούτο, αλλά κατάφερε να ισορροπήσει
και να την αρπάξει.
«Το ερωτικό γράμμα»
του Vermeer.
Πάντα ήθελε να μάθει τι έγραφε αυτό το
γράμμα που παρέδιδε η υπηρέτρια στη
νεαρά κυρία της, την ώρα μάλιστα που
εκείνη έπαιζε μουσική. Πάντα η Μουσική!
Σίγουρα ήταν από κάποιον άνδρα, τρελά
ερωτευμένο μαζί της. Να της ζητούσε,
άραγε, να τον συναντήσει στο λιμανάκι
του Ντελφτ, λίγο μακρύτερα από το σπίτι
της, για να της εξομολογηθεί τον ερώτά
του, να αγγίξει τα απαλά της δάχτυλα κι
ίσως να της δώσει ένα φευγαλέο φιλί;
Εκείνος, πάντως, έτσι θα έγραφε στην
Αγαπημένη του, αν ζούσε σ’ εκείνη την
εποχή. Μα κι ένα άλλο γράμμα κέντρισε
την περιέργειά του. «Η Βηθσαβέε με το
γράμμα του Δαυίδ». Η βιβλική ηρωίδα,
γυμνή, βρισκόταν στο λουτρό, με τη
γερόντισσα υπηρέτρια να περιποιείται
τα πόδια της. Κρατούσε στο χέρι της
ανοιχτό ακόμα το γράμμα του Δαυίδ. Εκεί
πρωτοείδε ο βασιλιάς την εκθαμβωτική
ομορφιά της και τη λάτρευσε. Τι να της
έγραφε
άραγε;
Δυσκολευόταν να κάνει υποθέσεις. Ο
προηγούμενος, ήταν ένας άνδρας απλός,
ίσως ένας αριστοκράτης, μα τούτος ήταν
βασιλιάς. Πώς μπορούσε να μπει στη σκέψη
ενός άρχοντα βασιλιά και μάλιστα θεϊκού!
Οι ψαλμοί του, πάντως, μαρτυρούσαν το
εκλεπτυσμένο ύφος της γραφής που
χρησιμοποίησε στα απανωτά, ερωτικά του
γράμματα και έκαναν την όμορφη Εβραία
να λυγίσει και να ενδώσει στο βασιλικό
πειρασμό, προδίδοντας τη συζυγική εστία.
Πριν καλά-καλά
προλάβει να σκεφτεί την πρόθεση του
μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου την προσοχή
του απέσπασε η ημερομηνία του πρώτου
γράμματος. 1669.
Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Τη
χρονιά αυτή, στις 4 Οκτωβρίου, πέθανε ο
Ρέμπραντ!
Ξεδίπλωσε δειλά-δειλά
το λεπτό επιστολόχαρτο και προσπάθησε
να το διαβάσει. Δεν καταλάβαινε τίποτα.
Όσο κι αν επέμενε, όλα ήταν σκοτεινά,
αξεδιάλυτα. Ούτε λέξη δεν ξεχώριζε, δε
γνώριζε φλαμανδικά. Για πρώτη φορά στη
ζωή του ένιωσε αγράμματος και απρόσμενα
ένα ταπεινό, λαϊκό τραγούδι έτρεχε στα
χείλη του «…γιατί γράμματα δεν ξέρω
και με πιάνουν κλάματα». Έκλαιγε για το
γράμμα που δεν μπορούσε να διαβάσει ή
για το θάνατο του Ρέμπραντ; Έκλαιγε και
για τα δύο, κυρίως, για τον Ρέμπραντ,
γιατί δεν ήταν σίγουρος ότι είχε
κατανοήσει την πνευματική του δύναμη,
πέρα από τη χρωματογραφία και την έμφαση
του φωτός που τον αιχμαλώτιζε. Όταν
βγήκε στο φως, δεν ήταν, παρά ένα «ελάφι»
πληγωμένο.
Προσπάθησε να
ανασυντάξει τις σκέψεις του και γύρισε
στη μουσική. Το Concerto
Grosso
σκόρπιζε τις νότες του στον ουρανό. Η
Πύλη της Μούσας άνοιξε. Δε θα έκλεινε
ποτέ, για να μπορέσουν οι εκλεκτοί της
να ανακαλύψουν τους κρυμμένους, στο
σκοτάδι, θησαυρούς των ήχων, να τους
αποκρυπτογραφήσουν και να τους δωρίσουν
στους ανθρώπους.
Οι ευεργετικές
νότες έπεφταν στις χορδές της ψυχής
του, μάζευαν τα συντρίμμια, που έμοιαζαν
με θραύσματα από πίνακες του Pablo
Picasso
και του George
Braque
και τoν
γαλήνευαν, θυμίζοντάς του ένα περιστατικό
με τον Arcangelo
Corelli,
το μεγαλύτερο βιολονίστα της Ευρώπης.
Και τι περίεργο, σαν να το είχε ζήσει ο
ίδιος.
«Ένα βράδυ,
συγκεντρώθηκε στη βίλα του Καρδιναλίου
Ottoboni,
μια μεγάλη συντροφιά καλεσμένων του,
ανάμεσά τους και ο Arcangelo
Corelli.
Θα έπαιζαν, όπως πάντα, μουσική και ίσως
θα άκουγαν τις νέες δημιουργίες κάποιων
συνθετών. Μεταξύ των προσκεκλημένων
ήταν κι ένας Γερμανός συνθέτης που
μόλις είχε φτάσει στη Ρώμη και είχε
μαγευτεί από τη λαμπερή ιταλική μελωδία.
Ο Corelli,
θέλοντας να τιμήσει το νεοφερμένο
συνθέτη και αντίπαλό του, ζήτησε την
παρτιτούρα του, την τοποθέτησε στο
αναλόγιό του, πήρε το υπέροχο βιολί του
και άρχισε να ερμηνεύει το έργο του.
Ξαφνικά σταμάτησε γιατί είχε δυσκολίες
με το θυελλώδες ύφος της σύνθεσης. Και
τότε εκείνος, ο Γερμανός δημιουργός,
σηκώθηκε και δε δίστασε ν’ αρπάξει
βίαια το βιολί από τα χέρια του και να
του δείξει πως έπρεπε να παίξει στο
συγκεκριμένο μέρος. Ο Arcangelo
Corelli,
θαυμάζοντας την υπεροχή του αντιπάλου
του και χωρίς να νιώσει προσβεβλημένος,
τού είπε με πραότητα. «Αγαπητέ
μου, αυτή είναι Γαλλική μουσική φόρμα
κι εγώ δεν τη γνωρίζω».
Άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι.»
Ο αντίπαλος
συνθέτης ήταν ο Georg
Friedrich
Handel.
Δεν είχε γράψει τότε το ασύγκριτο
Ορατόριό του «Μεσσίας»,
είχε όμως τον Ρέμπραντ στη πλούσια
συλλογή του!
Τόπος μέγας,
άστρων, λιμνών και ποταμών, ανοίχτηκε
μπροστά του. Η έρημος άρχισε να ανθίζει,
σαν ρόδο, σαν καλαμιά, σαν σπάρτο. Εκεί,
ανάμεσα στις καλαμιές, στα σπάρτα και
στα ρόδα την είδε.
Μάζεψε πολύχρωμες,
μικρές ψηφίδες και άρχισε να συνθέτει
την αέρινη μορφή της με την ακρίβεια
και τη λεπτότητα βυζαντινού αγιογράφου.
Ίσως, για να κομματιάσει με την τέχνη
του τη σιωπή, όπως θα έλεγε ο Dmitry
Shostakovich.
ii
Ευριπίδης , Ιππόλυτος [190]
Δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό «Φηγός» Ιωαννίνων
Μαρία
Κοτοπούλη