© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Η πιπιλο-νεράιδα και το «πόθεν έσχες»

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης



Ευτυχείς όσοι βίωσαν το πρώτο κλάμα του παιδιού τους, παρόντες στη μυστηριακή φάτνη, στην αίθουσα τοκετών. Αντίκρισαν μαζί του το δράμα και τη χαρά στην αλληλουχία των συμβάντων και της φύσης του ανθρώπου στο διάβα της ζωής τους. Ένα κλάμα έντονου σοκ από το καινούργιο και συνάμα ένα ηχηρό παρόν της νέας ζωής που γεμίζει με ελπίδα το γονιό για το μύθο της συνέχειας και της αντίστασης στο θάνατο.

ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ Δημήτρης Γιαννουκάκης (1900-1991)
Ο Freud μελέτησε με ιδιαίτερο ζήλο τα διάφορα στάδια της ανθρώπινης ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης για να ερμηνεύσει το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ, προκειμένου να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Χώρισε λοιπόν την ανάπτυξη σε πέντε στάδια: Στοματικό (1ο έτος ηλικίας), πρωκτικό (2ο και 3ο έτος), φαλλικό (3ο-7ο έτος), στάδιο λανθάνουσας σεξουαλικότητας (7ο-11ο έτος) και στάδιο ετερόφυλης σεξουαλικότητας. Κατά το πρώτο, το στοματικό στάδιο, κύρια πηγή ευχαρίστησης είναι ο θηλασμός, η απομύζηση. Όταν η ανάγκη αυτή δεν ικανοποιείται με επάρκεια, το παιδί εκφράζει την ανασφάλειά του με έντονο ενοχλητικό κλάμα και νευρικότητα. Έτσι επινοήθηκε η πιπίλα, η πλαστική-ελαστική θηλή που πιπιλίζουν τα βρέφη για να έχουν την ψευδαίσθηση του θηλασμού και να μην κλαίνε. Η παρατεταμένη χρήση της όμως και κατά το επόμενο στάδιο δημιουργεί προβλήματα εθισμού και βλάβες στην οδοντοφυΐα και τη στοματική κοιλότητα.

Η επιστήμη της ψυχολογίας αναπτύχθηκε θεαματικά και οι ψυχολόγοι επινοούν νέους μη βίαιους τρόπους αντιμετώπισης πάσης φύσεως προβλημάτων, ιδιαίτερα εκείνον της σωστής επικοινωνίας με τον εαυτό μας και τους άλλους. Η πιπιλο-νεράιδα είναι ένα τέχνασμα που έχουν επινοήσει για να παραμυθιάσουν τα παιδιά προκειμένου να τους κόψουν την κακή συνήθεια της πιπίλας. Εμφανίζεται λοιπόν μια κούκλα πιπιλο-νεράιδα η οποία μαζεύει όλες τις πιπίλες από το σπίτι προκειμένου να τις δώσει σε άλλα μικρότερα παιδάκια που δεν έχουν. Έτσι τα παιδιά δεν τα βάζουν με τους γονείς τους αλλά κυρίως με την κακιά πιπιλο-νεράιδα που επέβαλε τα νέα μέτρα και σιγά-σιγά συνηθίζουν...

Με τη μορφή πιπιλο-νεράιδας εμφανίστηκε και στην ελληνική πολιτική σκηνή η «τροϊκή» ΔΝΤ. Την προσκάλεσε η «σοσιαλιστική μας κυβέρνηση» και σαρώνει τα έχει μας με τις σκούπες και τους κάδους του διεθνούς κεφαλαίου. Μέσα στους διεθνείς τραπεζικούς κάδους του πλαστικού χρήματος εύκολα διακρίνει κανείς κάτι από το σκοτεινό ελλαδικό ήλιο όταν αυτός κρύβει τις ακτίνες του πίσω από την αρρωστημένη όστρια. Πολιτικοί και κεφαλαιοκράτες συνωμοτούν και φτωχαίνουν το λαό πιπιλίζοντας στρεβλωμένες τις έννοιες της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Κι εμείς κλαίμε αθόρυβα και συνάμα γοερά για τη θηλή που στερεύει και αρνείται τις πηγές του ιδρώτα από την ανομβρία της σκληρής φορολογίας, της ύφεσης και της ανεργίας.

Εκείνοι ακατονόμαστοι γνωστοί και άγνωστοι δυνατοί της παγκόσμιας και ελληνικής σκακιέρας εξαιρούνται των νόμων προδίδουν την εθνική υπόσταση, ξεπουλούν τη δημόσια περιουσία στους ιδιώτες και εξαιρούνται συστηματικά του παμπάλαιου θεσμού «πόθεν έσχες», ενώ μάχονται τώρα να τον εφαρμόσουν μόνον στους φτωχούς και αδύνατους. Ο Ηρόδοτος (Β΄177) αναφέρει ότι ο νόμος περί του «πόθεν έσχες» επιβλήθηκε στην Αίγυπτο από το βασιλιά Άμασι (569 π.Χ.). Κάθε Αιγύπτιος όφειλε κάθε χρόνο ν΄ αποδείξει στο Νομάρχη το νόμιμο της προέλευσης των εισοδημάτων του. Σε περίπτωση αδυναμίας να το αποδείξει του επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου. Φαίνεται ότι ο Άμασις, φίλος του Σόλωνα, τροποποίησε τον αυστηρότατο νόμο του Δράκοντα περί «αργίας» σύμφωνα με τον οποίο ο μηνυόμενος τιμωριόταν με θάνατο. Ο Δράκοντας ίσως είχε κατά νουν ότι ο «αργός» δεν είναι δυνατό να ζει εφόσον δεν είχε εμφανές βιοποριστικό επάγγελμα ή άλλη περιουσία, παρά μόνο αθέμιτο επάγγελμα εις βάρος του δημοσίου. Το δικαίωμα της ζωής δηλ. εξασφαλιζόταν από το «πόθεν έσχες». Ο Σόλωνας, πάντως, τροποποίησε τις επί «αργών» ποινές και καθόρισε αντί του θανάτου, χρηματικά πρόστιμα και ποινή «ατιμίας», η οποία είχε σοβαρές συνέπειες για τον τιμωρημένο.

Σχετικός θεσμός προς το «πόθεν έσχες» στην αρχαία Αθήνα ήταν η «απογραφής γραφή», δηλ. μήνυση για πλουτισμό σε βάρος του Δημοσίου, γεγονός που απαιτούσε αποδείξεις του «πόθεν έσχες». Το «πόθεν έσχες» εφαρμόστηκε επίσης και στην αρχαία Κόρινθο. Ο Πλούταρχος στο έργο του «Παράλληλοι Βίοι» αναφέρει για τον μεγάλο αθηναίο ηγέτη Θεμιστοκλή ότι δημεύθηκε η περιουσία του, γιατί όταν έφυγε από την εξουσία η περιουσία του είχε ανέλθει στα ογδόντα τάλαντα ενώ όταν την ανέλαβε είχε μόνο τρία!

Η «τροϊκή» πιπιλο-νεράιδα και οι σύμμαχοί της στη χώρα μας επιβάλλουν αναγκαστική αργία σε χιλιάδες πολίτες και βεβαίως δεν εννοούμε την επιβεβλημένη αργία για «ανάπαυσιν» ή «παιδιάν», καθώς και την «Κυριακήν αργίαν» που είναι αφιερωμένη στη θρησκευτική λατρεία και που με την καταστρατήγηση του ωραρίου και των συμβάσεων εργασίας προσπαθούν να καταργήσουν, αλλά για εκείνη της ανεργίας. Σ΄ αυτή την περίπτωση δεν ισχύει αυτό που είπε ο Πλάτωνας (Νόμοι 901 Ε) ότι: «η αργία είναι απότοκος της ανανδρίας, η δε οκνηρία είναι τέκνο της αργίας και της μαλθακότητας», γιατί δεν μπορεί να θεωρείται άνανδρος αυτός που αναγκάζεται από την εξουσία να είναι άνεργος μέσα στο στυγνό καπιταλιστικό σύστημα.

Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Πλούτος (922) λέει ότι ο μη ασχολούμενος άνθρωπος ζει «προβατίου βίον». Ο Ξενοφώντας (απομν. Α΄ 2,57) επίσης ότι «…το δε αργόν βλαβερόν τε και κακόν», ενώ στον Ανώνυμο «η αργία μήτηρ λιμού και αδελφή κλοπής». Παρόμοιες απόψεις απαντάμε και στην Παλαιά Διαθήκη καθώς και στους Πατέρες της χριστιανικής θρησκείας.

Άβουλα πρόβατα, βλαβερά όντα, κλέφτες φορτωμένους από την κακία και τη δυστυχία της πείνας, βουτηγμένους στο τέλμα της νωθρότητας και της τεμπελιάς, δίχως ενδιαφέροντα και δίψα ζωής, θέλουν να μας καταντήσουν οι προστάτες μας. Κρυμμένοι πίσω από το παραβάν του «πόθεν έσχες» συγκεντρώνουν δύναμη και χρήμα στον παραλογισμό της ζάλης τους και μας παραμυθιάζουν ότι θα είναι για το καλό το δικό μας και των ευρωπαίων εταίρων μας. Ο νέος παγκόσμιος νομισματικός πόλεμος που έχει ξεσπάσει μεταξύ δολαρίου, ευρώ και γουάν (yuan) κινδυνεύει να είναι χειρότερος από τους προηγούμενους .

Φαίνεται ότι η φύση του ανθρώπου δεν αλλάζει με το πέρασμα των αιώνων. Από τους αρχαίους πολιτισμούς και ιδιαίτερα το δικό μας μπορούμε να διδαχθούμε γι αυτή την τραγική μοίρα που περικλείει μέσα της στιγμές ντροπής αλλά και θριάμβου του ανθρωπισμού και του πολιτισμού. Είναι στο χέρι μας να πολεμήσουμε τις πρώτες και να προκαλέσουμε τις δεύτερες, εκείνες που μας κάνουν να νιώθουμε ελεύθερα όντα, ακόμα και μέσα στα δεσμά μας. Οι καιροί είναι εξαιρετικά χαοτικοί και δύσκολοι, γιατί αλλάζει και ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης. Στο καινούργιο σχολείο θα διδάσκουμε περισσότερο επιχειρηματικότητα και θα μας ενδιαφέρει λιγότερο η μόρφωση, ο ανθρωπισμός και η αρμονία…

Ο λαός δείχνει να απέχει, είναι όμως δακρυσμένος με την απελπισία χαραγμένη στις συσπάσεις των μυών του προσώπου, ανάκατη με μίσος εναντίον σε κάθε λογής πιπιλο-νεράιδες και απατεώνες της κλοπής του «πόθεν έσχες». Στο εργαστήρι της δικιάς του παγκάδας φαίνεται ότι προετοιμάζει σιωπηλός και σαστισμένος ασπίδες και δόρατα για την άμυνα και την αντεπίθεση. Η κεραυνοί και οι θύελλες ήρθαν γρήγορα και δεν ήταν προετοιμασμένος. Πόσο χρόνο θα του πάρει, μην τον προλάβουν και τον αλλάξουν…, φοβάται!

Ζάκυνθος 26-11-2010

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Τα Νικολοβάρβαρα

    Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Foto: Ιερομόναχος Γεννάδιος Δεμερτζής
Δεκέμβρης κιόλας. Ήδη σήμερα διανύουμε την δεύτερη μέρα του κι ένας μεγάλος γιορταστικός κύκλος βρίσκεται κυριολεκτικά μπρος από την πόρτα μας, με λιγότερες αισθήσεις και περισσότερες ψευδαισθήσεις. Αρχικός σταθμός τα γνωστά, τα παλιότερα χρόνια τουλάχιστον, «Νικολοβάρβαρα», με τα πρώτα αληθινά κρύα και τις προεόρτιες των Χριστουγέννων συναθροίσεις.

Το γιορταστικό αυτό τριήμερο, μοναδικό ίσως στον κύκλο του ενιαυτού, περικλείει τις μνήμες τριών μεγάλων, γνωστών και λαοφιλών αγίων, οι οποίοι από τύχη ή και όχι έχουν την τιμή και την χαρά να ξεκινούν τις μεγάλες σχόλες και να μας υπενθυμίζουν το πόσο κοντά μας είναι το απαραίτητο για κάθε βαριά εργαζόμενο Δωδεκαήμερο.

Πρώτη, στις 4 του μήνα, γιορτάζει η ιδιαίτερα αγαπητή απ’ όλους τους πιστούς Αγία Βαρβάρα, αντικαταστάτρια, όπως οι περισσότεροι λαογράφοι μας πιστεύουν, της θεάς Εκάτης και προστάτης των παιδιών και κάθε λοιμικής ασθένειας. Στο νησί μας ιδιαίτερα την τιμούν σαν διώκτρια της φοβερής και θανατηφόρου αρρώστιας της βλογιάς, η οποία πολλές φορές αποδεκάτισε τον τόπο μας, με την μορφή επιδημίας και σε όλα σχεδόν τα χωριά, όπως και στην Χώρα, έχουν κτίσει εκκλησίας προς τιμήν της ή αν δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο, φιλοτέχνησαν οι πρόγονοί μας περίτεχνες καθέδρες με την εικόνα της και την τοποθετούσαν σε κάποιον ναό, όπου εκεί πανηγύριζαν την μνήμη της.

Δύο τα μεγάλα πανηγύρια της πόλης στην παλιότερη, την προσεισμική εποχή για την κόρη του Διόσκουρου, που από τα ίδια του τα χέρια αποκεφαλίστηκε. Το πρώτο στους Κήπους, του Κρόκου, με πάνδημη λιτανεία, λόγω της ίασης από την επίφοβη επιδημία και το άλλο, στο αντίκρυ της άκρο, στην θέση Κεραμιδάκι, όπου και εκεί μέχρι τον πολλαπλά καταστροφικό Αύγουστο του 1953, υπήρχε ναός της Μεγαλομάρτυρος.

Όσο για τα χωριά μας, όπως και προηγουμένως σημειώσαμε, όλα τιμούσαν την επέτειο της μνήμης της, είτε σε φερώνυμους ναούς, οι οποίοι ήταν αρκετοί, συναδελφικοί ή παρεκκλήσια, όπως στα Παγαδάκια, στον Αγκερυκό, στο Άνω Γερακαρίο και αλλού, είτε με τις διάφορες εικόνες της, οι οποίες, σε αναμνήσεις διασωστικών θαυμάτων βρίσκονταν στις κεντρικές, συνήθως, ενορίες. Τέτοιες ακόμα και σήμερα υπάρχουν και γιορτάζονται στο Βανάτο, στο Φιολίτη, στο Μ. Γαλάρο, στο Μπελούσι, στο Μπουγιάτο και σε πολλά άλλα χωριά και συνοικισμούς, για να θυμίζουν την απαλλαγή από την φοβερή νόσο και την προστασία της Αγίας.

Παράξενη και διχασμένη είναι και η εθιμική παράδοση για το φαγητό αυτής της ημέρας. Συνήθως τιμάται η μνήμη της Αγίας με αυστηρή νηστεία, η οποία συχνά συμπεριλαμβάνει και αποχή και από αυτό ακόμα το λάδι. Έτσι ευχαριστούν την υπέρτατη δύναμη για την διάσωση και πιστεύουν πως απομακρύνουν τον φόβο μιας άλλης, μελλούμενης επιδημίας. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις, κυρίως στα χωριά που πανηγυρίζουν, να τρώνε αυτήν την μέρα ψάρι ή μπακαλιάρο με αλιάδα, καταλύοντας την προ των Χριστουγέννων νηστεία, για να τιμήσουν έτσι την επέτειο της σωματικής κοίμησης της λαοφιλούς Μάρτυρος, όπως αυτήν την περίοδο και μέχρι την γιορτή του Αγίου μας συμβαίνει.

Για την αυστηρή νηστεία, που στα περισσότερα μέρη τηρούν, αλλά και για να δούμε το πώς ο λαός μας κληροδότησε τις ιδιότητες των αρχαίων του θεών στους νεώτερους αγίους, με ανθρώπινα συχνά στοιχεία, όπως αυτό της εκδίκησης, αξίζει να γνωρίσουμε μια παλιά παράδοση, η οποία μέχρι τις μέρες μας έχει διατηρηθεί στο ριζοχώρι Φιολίτης και δείχνει πολλά για το πώς σκέφτονται οι απλοί άνθρωποι του μόχθου.

Κάποτε, μας διασώζει αυτή η διήγηση, κάποιος κάτοικος του χωριού, επειδή η ημέρα της μνήμης της Αγίας συνέπεσε να είναι Κυριακή, ψώνισε αποβραδίς κρέας για το σπίτι του. Μάταια συγγενείς, φίλοι και χωριανοί του υπενθύμισαν την νηστεία της επομένης. Αυτός τα θεώρησε όλα προλήψεις και δεν άκουσε κανέναν. Μαγείρεψαν το κρέας και το μεσημέρι της 4ης Δεκεμβρίου όλοι μαζί καθισμένοι στο τραπέζι το έφαγαν. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και όλα τα μέλη της φαμίλιας αρρώστησαν από βλογιά και πέθαναν, εκτός από μια τους κόρη, την οποία έλεγαν Βαρβάρα. Λέγεται μάλιστα πως λόγω του κινδύνου να κολλήσουν από την αρρώστια, αλλά και του εκδικητικού θεϊκού φόβου, κανείς δεν συμμετείχε στις κηδείες των μελών της οικογένεια και θάφτηκαν όλοι μόνοι από τον υποχρεωμένο, λόγω καθήκοντος, εφημέριο της εκκλησίας.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης πως την παραμονή της γιορτής έφτιαχναν οι παλιοί Ζακυνθινοί τηγανίτες σε όλα σχεδόν τα σπίτια και αυτό το αποθανάτισαν σ’ ένα γνωστό τετράστιχο: «Του Αγίου Λουκός λουκάνικα, / του Αγίου Θοδώρου πίτες / και τα Νικολοβάρβαρα / χαρές και τηγανίτες». Ένα πιάτο, μάλιστα, με μπόλικο μέλι, το έβγαζαν αποβραδίς στο κατώφλι του σπιτιού για να το βρει η αρρώστια, να καθυστερήσει τρώγοντάς το και να μην προλάβει να μπει στο σπίτι. Είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι για την διαιώνιση των εκαταίων και της συνύπαρξης των ολύμπιων θεών και των χριστιανικών αγίων.

Η Αγία Βαρβάρα, τέλος, θεωρείται προστάτιδα του Πυροβολικού, επειδή όταν ο ίδιος ο πατέρας της την σκότωσε, ένας κεραυνός έπεσε εκδικητικά πάνω του και τον αποτέφρωσε. Για το λόγο αυτό ο ναός της Μάρτυρος στην παλιά πόλη της Ζακύνθου, η οποία βρισκόταν μέσα στο Κάστρο, είχε την προσωνυμία «των Βομβαρδιστών» και ανήκε στο Σώμα των Πυροβολητών (dei Scolari Bombardieri), οι οποίοι, μετά την καταστροφή του, στα τέλη του 19ου αιώνα, μετέφεραν την εικόνα της Αγίας στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου του Δαμουλάνου, για να πραγματοποιούν εκεί την συντεχνιακή γιορτή τους.

Φτωχή σε λαογραφία στο νησί μας είναι η επόμενη ημέρα της γιορτής του Αγίου Σάββα, ο οποίος, σε αυτόν τον τομέα είναι γνωστός μόνο από το εξής τετράστιχο: «Αγιά Βαρβάρα γέννησε, / Σάββας απηλοήθη / κι ο Άι - Νικόλας έτρεξε / για να τση το βαφτίσει», του οποίου πολλές και διάφορες παραλλαγές έχουμε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, προσαρμοσμένες στις καιρικές συνθήκες των τόπων και την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων τους, όπου συχνά παρετυμολογούν το όνομά του Οσίου και πιστεύουν πως αυτός «σαβανώνει» τη γη με χιόνι.

Για το νησί μας και την πόλη μας θα αναφέρουμε μόνο πως στο όνομά του ήταν αρχικά αφιερωμένη η ιστορική εκκλησία του Εσταυρωμένου και για το λόγο αυτό η μορφή του υπήρχε και υπάρχει σαν τέταρτη δεσποτική εικόνα του τέμπλου του παμπάλαιου ναού, που παρά την τόση τσιμεντοποίηση, όπου του έχουμε επιβάλει, εξακολουθεί ακόμα στα στέκει όρθιος και να μας θυμίζει την χαμένη μας ταυτότητα. Επίσης πρέπει να σημειώσουμε πως άλλη εκκλησία του ήταν χτισμένη και στην θέση «Παλιοκάντουνο» ή «Σκανταλιού», που το 1720 ανήκε στην οικογένεια Πλανήτερου και αργότερα έγινε αδελφάτο.

Πλούσια είναι αντίθετα η λαογραφία και η τελετουργία της γιορτής του Αγίου Νικολάου, της 6ης Δεκεμβρίου. Ο θαυματουργός αυτός Ιεράρχης θεωρείται ο κατεξοχήν προστάτης της θάλασσας, παίρνοντας τα σκήπτρα της από τον προκάτοχό του Ποσειδώνα.

Αναρίθμητες είναι οι εκκλησίες του στο νησί και μόνο η Παναγία μπορεί να τις συναγωνιστεί σε λαμπρότητα και σε αριθμό. Σίγουρα δεν υπάρχει χωριό που να μην έχει έστω ένα μικρό εξωκλήσι αφιερωμένο στ’ όνομά του. Κέντρο του εορτασμού η Μητρόπολη της πόλης, ο αληθινά ξένος με μας τους Επτανήσιους μετασεισμικός Άγιος Νικόλαος των Ξένων, με τον αφ’ εσπέρας όρθρο και το εορταστικό «Χριστός γεννάται».

Αραγμένα τιμητικά και σημαιοστολισμένα πανηγυρικά τα καράβια στο λιμάνι την μέρα της μνήμης του Αγίου και πλήθος τα ονόματα που γιορτάζουν. Πιστεύεται, επίσης, πως τα σπερνά ή «πανηγύρια», όπως λέγονται κυρίως στα χωριά, της γιορτής του σταματούν τις φουρτούνες, σαν ριχτούν στην θάλασσα και ηρεμούν τις κακοκαιρίες.

Αλλά ο Επίσκοπος των Μύρων της Λυκίας δεν προστατεύει μόνο το υγρό στοιχείο. Είναι ο έφορος και της στεριάς. Γι’ αυτό ο λαός μας λέει χαρακτηριστικά: «του Αγίου Νικολάου / και τση γης και του πελάου» και φοβούμενος την βαρυχειμωνιά επισημαίνει: «Νικολίτσα, Βαρβαρίτσα, μπρος οπίσω είν’ ο χειμώνας».

Μα ας κλείσουμε αυτό μας το εορταστικό αφιέρωμα με μια γνωστή ρήση, που ίσως στις μέρες μας πρέπει να επανέλθει, για παραδειγματισμό: «Άγιε Νικόλα βόηθα, μα κούνιε και τα χέρια».

Η εκ του ουρανού δύναμη, βλέπετε, δεν αρκεί. Ιδιαίτερα στις μέρες μας.

Ας επιστρέψουμε στα «Νικολαβάρβαρα».

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Η παρουσίαση του βιβλίου του Louis Coutelle για τον Διονύσιο Σολωμό


Η παρουσίαση της σημαντικής και καλοτυπωμένης μελέτης του «Louis Coutelle: Για την ποιητική διαμόρφωση του Διονυσίου Σολωμού (1815-1833)», σε μετάφραση του Σωκράτη Καψάσκη και επιμέλεια του ιστορικού Δημήτρη Αρβανιτάκη, η οποία κυκλοφόρησε από το Μουσείο Μπενάκη, έλαβε χώρα την Τετάρτη 3 Νοεμβρίου, στο αίθριο του ιδρύματος, με ομιλητές τον Αλέξη Πολίτη καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και την Κατερίνα Τικτοπούλου επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Χαιρετισμό απηύθυναν ο Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβοριάς και ο υπεύθυνος της έκδοσης αυτής Δημήτρης Αρβανιτάκης, ενώ παρέστη και ο συγγραφέας Louis Coutelle.

Ακολουθεί ο χαιρετισμός του υπεύθυνου εκδόσεων του Μουσείου Μπενάκη Δημήτρη Αρβανιτάκη, χάρη στον οποίο εκδόθηκε ξανά το σπουδαίο αυτό βιβλίο για τις σολωμικές σπουδές και μελέτες.

Η ομιλία του Δημήτρη Αρβανιτάκη

Σκεφτόμενος χτες και σήμερα ότι θα πρέπει με δύο λόγια να προλογίσω τη σημερινή μας συνάντηση, στο μυαλό μου συνέχεια στριφογύριζε ο πολύ γνωστός σε όλους μας, αλλά καθόλου παλιωμένος, μου φαίνεται, στίχος του Χαίλντερλιν: «Και τι χρειάζονται οι ποιητές σε δίσεκτους καιρούς;» Ένας στίχος παντοτινά ορφανός, ένας στίχος ανεπίκαιρος, όπως θα έλεγε ο Νίτσε.

Γιατί αυτό; Γιατί μέσα στη δίνη των όσων τραγικών, των όσων κωμικών ή εξοργιστικών μάς τριγυρίζουν, εμείς μαζευόμαστε απόψε εδώ για να μιλήσουμε για έναν ποιητή˙ εκείνον που από χρόνια πολλά έχουμε εγκαταστήσει στο ολισθηρό βάθρο του «εθνικού ποιητή». Καθένας από μας κουβαλάει, και εδώ και αλλού, το βάρος της δικής του συνείδησης και της δικής του ευθύνης. Καθένας από μας, μπορεί, και εδώ και αλλού, να σχολιάζει μονάχος του το δύσχρηστο αυτό ερώτημα. Δίσεκτοι – ξεδίσεκτοι, λοιπόν, οι καιροί, το ερώτημα θα παραμένει. Και τη δική του απάντηση στο ερώτημα αν – και σε τι – και πότε – χρειάζονται οι ποιητές, την έδωσε ο καθένας από μας, μόλις τώρα, αυθόρμητα, μέσα στη σιωπή του δικού του μυαλού˙ και είναι εκείνη που του ταιριάζει.

Είπα ότι μαζευτήκαμε εδώ για να μιλήσουμε για έναν ποιητή. Να το πω καλύτερα τώρα: μαζευτήκαμε εδώ για να καλωσορίσουμε στην ελληνική γλώσσα ένα από τα κορυφαία έργα της σολωμικής – αλλά όχι μόνο – βιβλιογραφίας˙ ένα έργο, με άλλα λόγια, που τιμάει, μέσα στους ορίζοντες που επιτρέπουν η επιστημονική ηθική και δεοντολογία, το έργο του Διονυσίου Σολωμού. Στην ψυχή αυτού του βιβλίου φυσικά δεν θα μπω τώρα εγώ. Έχουμε μαζί μας δύο καθόλα αρμόδιους επιστήμονες, οπωσδήποτε αρμοδιότερους από μένα, οι οποίοι με υποχρεωτική ευχαρίστηση ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας να αναλάβουν το χρέος αυτό απέναντί σας˙ και τους ευχαριστούμε γι’ αυτό.

Αλλά, πριν τους παραδώσω τον λόγο, θα μου επιτρέψετε μία μονάχα σκέψη, η οποία και θα δικαιολογήσει εκείνο που λίγο πριν είπα: ότι αυτό το τόσο εξειδικευμένο βιβλίο ξεπερνάει τα όρια της ειδικής σολωμικής βιβλιογραφίας. Στα λίγα λόγια που είχα την ευκαιρία να σημειώσω προλογίζοντας την ελληνική έκδοση, θέλησα να πω ότι για τον αναγνώστη του αυτό το βιβλίο μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει και έναν λόγο περί μεθόδου – για να καταφύγω σε έναν κοινό τόπο του μυαλού μας. Εννοώ δηλαδή, και αυτό το γνωρίζουν σίγουρα όσοι είχαν μέχρι σήμερα την ευκαιρία να το διαβάσουν, ότι λειτουργεί και σε ένα άλλο επίπεδο, πέραν του τεκμηριωτικού και του ερμηνευτικού. Πίσω από τις προσεκτικές ιχνηλατήσεις, πίσω από τις σχεδόν πάντα εξαντλητικές αναζητήσεις της έρευνας, πίσω από τις συνδυαστικές, κάποτε εξοντωτικές, διαδρομές του Louis Coutelle, αναδύεται σταθερά και απαρέγκλιτα ένα μάθημα για τη μέθοδο. Και αυτό, με δύο λόγια, είναι: ο λογοτέχνης δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από την έρευνα ως ένα ον εξαρχής μνημειωμένο, ως εκείνο δηλαδή που οι εκ των υστέρων ερμηνείες συχνά βολεύονται να φιλοτεχνούν: ο δημιουργός ακολουθεί τη διαδρομή του -ακόμα καλύτερα, ακολουθεί πολλές διαδρομές, προτού συγκροτήσει την κοίτη του δικού του ποταμού. Κι αυτό ισχύει τόσο για τους μικρούς όσο και για τους μεγάλους δημιουργούς, ανεξαιρέτως˙ ο λογοτέχνης ζει και αυτός μέσα στην εποχή του, μέσα στις δυνατότητες που εκείνη του επιτρέπει (ακόμα και οι ανατροπές και οι υπερβάσεις είναι ιστορικές δυνατότητες)˙ ο λογοτέχνης είναι αναμφισβήτητα παιδί των μαθημάτων που έλαβε, ακόμα κι όταν τα υπερβαίνει, είναι παιδί των δικών του πνευματικών οριζόντων, οι οποίοι έχουν τη μόνιμη εξωφρενική παραξενιά να μην ταυτίζονται ποτέ με εκείνους των κατοπινών μελετητών – και άρα το λογοτεχνικό έργο δεν ζει στο πουθενά: γεννιέται από συντεταγμένες που χρειάζεται να κατανοηθούν.

Ο Σολωμός ο ίδιος σε μία φράση που του αποδίδεται και που δεν κουραζόμαστε πάντα για να καταλάβουμε τι σημαίνει, κάτι μας είπε για το τι αρμόζει στον νου και το τι αρμόζει στην ψυχή, όταν βρίσκονται μπροστά στην πραγματικότητα – και στην πραγματικότητα του έργου τέχνης.

Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς σ’ αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν είναι η ώρα. Κρατώ μονάχα αυτό. Ότι ετούτο το ογκώδες βιβλίο, δίχως σε κανένα σημείο να θεωρητικολογεί, μας δίνει ένα μάθημα ιστορίας, ένα μάθημα επιστημονικής μεθόδου. Μάθημα χρήσιμο την εποχή που πρωτοείδε το φως, από τις εκδόσεις «Ερμής», το 1977, αλλά εξίσου σπαρταριστό, ερεθιστικό και χρήσιμο σήμερα. Έχω τη βεβαιότητα ότι, τριάντα τρία χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, καθόλου δεν έχει παλιώσει.

Για πολλά χρόνια αναρωτιόμουν γιατί αυτό το βιβλίο έμενε αμετάφραστο στη γλώσσα μας. Κτήμα οπωσδήποτε των ειδικών, έμενε ωστόσο ερμητικά κλειστό για τον υπόλοιπο ενδιαφερόμενο κόσμο, όποιος και όσος είναι αυτός. Αναρωτιόμουν ακόμα, ως μη ειδικός, αν έκαμε καν τη διαδρομή που του άρμοζε στην ειδική σολωμική βιβλιογραφία, αν γέννησε τα παιδιά που μπορούσε να γεννήσει. Απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν βρήκα και δεν έχω ούτε τώρα και ίσως οι πειστικές απαντήσεις να είναι περισσότερες από μία. Θεωρήσαμε πάντως ως καλύτερη απάντηση το εγχείρημα της έκδοσης και είμαι περισσότερο κι από ικανοποιημένος που το Μουσείο Μπενάκη μπόρεσε να την εντάξει στο εκδοτικό του πρόγραμμα και να την προσφέρει σήμερα σε όλους εμάς, δείχνοντας και με τον τρόπο αυτόν κάτι από εκείνα που αυτό το Ίδρυμα θεωρεί ότι εντάσσονται στην αποστολή του.

Γνωρίζοντας ότι ο Σωκράτης Καψάσκης, ένας συνειδητός και καλός εργάτης των σολωμικών σπουδών, είχε επιχειρήσει χρόνια πριν να μεταφράσει το γαλλικό κείμενο, του προτείναμε την έκδοση αυτή. Ο Καψάσκης, που πια δεν βρίσκεται ανάμεσά μας, δέχτηκε με φανερή ικανοποίηση, συμβουλεύοντάς μας ωστόσο να γίνει εξαρχής ο κοπιαστικός έλεγχος της μετάφρασης, να διορθωθούν όσες ατέλειες και να συμπληρωθούν όσες ελλείψεις υπήρχαν. Τον έλεγχο της μετάφρασης ανέλαβε η Ανδριάνα Χαχλά, με την αμέριστη βοήθεια του συγγραφέα. Η Αφροδίτη Αθανασοπούλου ανέλαβε τη μετάφραση των πάρα πολλών ιταλικών και λατινικών παραθεμάτων, ενώ με τη γνώση της στα σολωμικά θέματα, βοήθησε με πολλούς τρόπους τη διαδικασία. Ταυτόχρονα, ελέγχθηκε η πιστότητα όλων των ελληνικών και των ξενόγλωσσων κειμένων, συμπληρώθηκε η βιβλιογραφία και έγινε ένα αναλυτικό και νομίζω χρηστικό ευρετήριο. Για την τυπογραφική επιμέλεια βοηθό μας είχαμε τη συμπαράσταση και την εμπειρία του Αιμίλιου Καλιακάτσου. Θέλω και απόψε να εκφράσω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες σε όλους τους παραπάνω, αλλά και σε όσους άλλους βοήθησαν την προσπάθειά μας, όπως επίσης και στις εκδόσεις «Ερμής», που πρόθυμα μας παραχώρησαν την άδεια της έκδοσης της ελληνικής μετάφρασης.

Ξεχνάω κάποιον; Μα φυσικά τον ίδιο τον συγγραφέα, τον Louis Coutelle, τον οποίον είχα την τύχη να γνωρίσω μέσα από την πολύ κοπιαστική, αλλά ευχάριστη αυτή περιπέτεια. Με χιούμορ, με υπομονή και ειλικρινή διάθεση συνεργασίας συμπαραστάθηκε στην προσπάθειά μας, πότε εξ αποστάσεως και πότε από κοντά, αλλά πάντα με τρόπο υπερθετικό. Θέλω να τον ευχαριστήσω πραγματικά, ελπίζοντας ότι το αποτέλεσμα δεν αδικεί τον δικό του κόπο.

Δεν θα σας κουράσω άλλο.

Να σας ευχαριστήσω πραγματικά που επιλέξατε να είσαστε απόψε μαζί μας, να ευχαριστήσω τον Louis Coutelle, που μας έκαμε την τιμή να ταξιδέψει για να είναι σήμερα εδώ και βεβαίως τους φίλους ομιλητές, στους οποίους και σας παραδίδω.

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Οδυσσέα Ελύτη: ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ


ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ


Τώρα, στη βάρκα οπού κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και πού κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω άπ' τη γραμμή του ορίζοντα
Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Πού από ψηλά
κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει

Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού πού πρωτο-
Εισέρχεται στον ερωτά και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οί στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ' ουρανού κει πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ
Στά δίκαια μου. Το λέει κι ό αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος

Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ό Ιούδας
Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες πού και πού θ' ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό ή Όξω Πέτρα μέσ' από τη μαυρίλα
Θ' αρχίσει ν' αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε που κα του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται
Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα
Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες: τόσα
Του βράχου η τύρφη και του άφραχτου ύπνου σου η φρικαλέα ραγισματιά: δυο φορές τόσα

Ώσπου κάποτε, ό βυθός μ' όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ' αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ώς τότε ανεκμυστήρευτα
Σαν μεσ' από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη

Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.



ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ


Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους

Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα

Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω
Βάσανά μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα σταλεμονόδεντρα
Τόξα, καμάρες οπού εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Που ν' άγγιξε άγγελος; Τι να 'μεινε; Ποιος τώρα;

Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Που μες στη δρόσο του πρωιού
σιγά σιγά διαλύονται
Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη Σ' ΑΓΑΠΩ ευδιάκριτη επάνω του
Ο τοίχος! Και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές πού πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας πού το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της η θεία Μελισσινή
Και αν αύριο θα βρέξει

Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας

Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.



«ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ»


Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου
Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι
Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια
Μερικά φτάνουν κι ώς την προκυμαία μ' αναμμένα φώτα
Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων

Α τι να 'σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας
Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ
Στό πέρασμα να σου αποσπάσει
Τι βάλσαμο ή τι δηλητήριο χύνεις έτσι που

Σε καιρούς παλιούς ή ευγενική Διοτίμα
Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει
Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα*
Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να 'ναι κι εδώ κι εκεί

Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου

Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι
Η γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακες
Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει
Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας
Έρχεται να σ'τό επιβεβαιώσει. Ποιο; Τι;

Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ό Θεός δεν μεταβάλλει
Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει
Παρ' όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.


* Επειδή από τέκνο του Διός εκείνος
Μες στης Άρπυιας τις αρπάγες πάλευε
Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: Scardanelli.



ΕΛΕΓΕΙΟ ΤΟΥ GRUNINGEN


Μνήμη Ftiedrich von Hardenberg


Δάση της Ρηνανίας πριν καιρό πολύ σταματημένα μέσα μου
Και ξανά τώρα σαν από κέρας κυνηγετικό ερχόμενα
Οικόσημα και δέντρα γενεαλογικά πού δωδεκαετής άθελά μου ανακάλυπτα
Es war der erste einzige Traum
Sofchen νου σένα εννοώ
Σαν να σε βλέπω ακόμη να περιδιαβάζεις κάτω απ' τίς δεντροστοιχίες
Ή και καμιά φορά στο φως με προσοχή να υψώνεις
Θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα πού φαίνονται οι ραβδώσεις του, οπόταν
Όλες ιριδωμένες οι ώρες του έτους αρχινούν με βόμβο
Να στροβιλίζονται γύρω απ' τό κεφάλι σου (Τα μάτια μου
Ασταμάτητα προσηλωμένα στο φωτεινό σημείο του κέντρου)
Έτσι πού πάλι σήμερα να γίνεται και να 'ναι
Δεκαεννιά Μαρτίου του χίλια επτακόσια ενενήντα επτά

Τόλμημα πρώτο αυτό. Και δεύτερο: να σ' αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της νύχτας

9: έφιππος φτάνει εκείνος που θα κοιμήσει τον άγγελο στο στήθος σου
10: με χωνάκια λιλά μυριάδες το αναρριχητικό κατακαλύπτει πόρτες και παράθυρα
11: βαρύς, πεσμένος ο ουρανός πιο κάτω κι απ' τις καπνοδόχους
12: γέρνει από το 'να μέρος το κρεβάτι σου
13: κάνει κύμα τρίτο ή ειμαρμένη
14: και χωρίς εσένα, υποχθόνια η άνοιξη προωθεί τα καρποφόρα της
15: πώς κυνηγιούνται τα νερά κάτω από τα χορτάρια!
16: άκου, άκου ομορφιά! Δες, δες ακόμα κάτι!
17: μεσ' από της ψυχής σου τη σχισιματιά ωραιότερος δείχνει τώρα ο τάφος
18: όπου να 'ναι φτάνει ο πιο μαύρος δυνατός αέρας των μαλλιών της Ίσιδας
19: τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δύο ανθρώπους μόνον

Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη
Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι
Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς αστερισμούς συνθέτει
Νύχτα-μέρα εργάζεται. Και τί ντο φαιά τί σολ ιώδη ανεβαίνουν
Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το ευλαβούνται
Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης
Όμολογούνε. Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό που οι μάγοι διατείνονται
Αλλα ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα

Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:
Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
Και πώς εκείνος την κοιτάζει! Πώς, ύστερα που επάλεψε να βγει
Μεσ' από τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο ψηλότερα απ' το έδαφος
Καταμεσής Μαΐου αυτά θελήσανε οι θεοί
Κι άλλα που αγνοώ. Αλλ' αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων
Έκτοτε, μέγιστον ήταν το μάθημα. Επειδή
Αφότου δωδεκαετής μόλις σας εγνώρισα για μένα γίνατε
Δάση της Ρηνανίας ποταμοί των κοιλάδων άμαξες ιππείς αυλές με κρήνες κι αετώματα

Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου.



ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΔΕΟΣ


Μισόβγαινε απ' τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου —που ακόμη φώταγε— το μαρμαράκι
Α κει μονάχα να 'ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγίου τις πλάκες

Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί το στέρνο σου

Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς πού πρωτάκουσες την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια

Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω αλλ'
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από καιρό ουρανός
Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα οπού
Σφάδαζα
μ' αποτελείωνε.



LA PALLIDA MORTE


Άοσμος κι όμως πιάνεται
Όπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους αλλ' επίμονα
Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ' όλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός
Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ' αμαξίδια
Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ' απ' τόν καθρέφτη

Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται

Ω και αν έχω! Αλλά πώς με τι
Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον»
Πού ενώ με τις ίριδες και με τ' ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι
Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ' τ' αρχαία της μυστικά
Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος
Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν' ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κατοικητήρια

Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Που ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδιά
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ώς τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ' όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί
Όμως απ' αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.



ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ


Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ' ασημένιο πρόσωπο· άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστο σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιάν από τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ' ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ό Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα 'ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε που δέν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο 'να τους πλευρό, τ' άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να 'ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.



ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΒΡΕΧΕΙ


Τι, παλαιότερο απ' το χρόνο σαν χρυσού κοίτασμα
Μες στην ιλύ του νου σου πιθανόν έλαμψε ώστε
Άσταλτα κι άπιαστα ορατά γίνονται τώρα
Και χωρίς έτος να έχουν χρώματα ή οσμές
Η ζωή σου λες αρχίζει, να:
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Μα γαλάζιο το πιο συγκινητικό, Τετάρτη Πέμπτη
Φτάνει ο ήχος απ' τα ζώα που πίνουν προχωρεμένα μέσα στο χρυσάφι
Κει βάλλει Μυκηναίος Θεός
Μια πυρκαγιά ομορφιάς λευκής ύστερα που οι Ήρωες έφυγαν
Και οι φθόγγοι άτεγκτοι φθάνουν
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Χλώρης της ουρανίας Μέδουσα και Γη
Σαν άτρακτος από άνθη μες στα κύματα
Των μουσικών φωνών η αγάπη τρέμει
Το ένα ή δύο που χάνονται κι άπρακτος μένει ό αέρας
Πριν σε κάμινο ύσγινη ακουσθεί
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη
Πλην οι χρησμοί. Τετάρτη Πέμπτη, δρουν με ασήμι της Μαρίας και όστρακα
Τις νύχτες που έχουν το ελεύθερο οι αισθήσεις
Ίδιες νόμοι του σύμπαντος πιστεύεις είναι
Δω ή εκεί το μεγάλο κεφάλι του Ιερέα και ύστερα
Η καμπάνα της σελήνης πάνω απ' τα κιγκλιδώματα
Όμικρον άλφα κι έψιλον απ' τα Παντοτινά.



ΑΣΗΜΟΝ


Έντεκα του Αυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς
Μήτε και σπίτι. Μόνο βοές, βοές και μία
Θάλασσα πεινασμένη που ορμάει να φάει μαράζι απ' τα παλιά ορυχεία σου
Κείνα των κίτρινων καιρών με τον μεγάλο μαύρο σκύλο

Γαβ η αγάπη· γαβ η απάρνηση· γαβ η Μαρία και η
Προσκύνησις των Μάγων γαβ όλα σου τα υπάρχοντα
Γεννηθείς; Εν; Έτος; Θρήσκευμα; Κενό.
Ενώ
Κάτω από τα σαν παλαιά παλίμψηστα
Κάθετα τείχη οπού δυό-τρείς ακόμη θυρεοί διακρίνονται
Περνάν οι Ούγοι με τις Άουγκουστίνες τους και με τα κυνηγετικά τους
κουδουνάκια ή άλλα χωρικών παιχνίδια
Στον πλαγίαυλο. Και στρατός πολύς υστέρα, μαύρος
Σειρήνες. Το νοσοκομειακό. Και δεξιά στο βάθος ένα
Μέγα πετρελαιοφόρο με δάσος γερανούς
Που πλέει κατά τα δυτικά και απομακρύνεται

Κάπως έτσι κι εμείς. Κι άλλοι επιστρέφουν. Αλλ'
Ούτ' ενός το άηχο σώμα με τ' αγγίγματα όσα
Γνώρισε να συνωθούνται μέσα του δεν φανερώνεται
Μονομιάς να πέσει
όπως πέφτει το κακό
η αλήθεια

Όμως φαίνεται ότι σαν αποσπασμένες
Από κοίλα παλαιών νεκρών ακόμη και όταν
Φως φέρνουν, σκοτεινές είναι οι θεότητες
Και ποτέ κανενός (όπως των ερωτευμένων κάποτε που εγγίζονται τα ματοτσίνορα
Μια στιγμή τους έφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου)
Δεν έδόθηκε κάτι να διακρίνει
Όμορφο κι όλο ερείπια όπως ο πρώτος ερωτάς

Α τι να πεις πού κι έναν μόνον
Αναστεναγμό ν'ανοίξεις θα σε ρίξει χάμου ό άνεμος

Γαβ η αγάπη· γαβ ο Ιούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του
Γαβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις και οι μακρύτατοι καιροί
Δεν ακούγεται πια τίποτε. Κείνο πού 'θελε ό Θεός
Η ψυχή μου, η προς στιγμήν αιώνια, το 'νιωσε
Και ξανά βρήκε το νόημα της υλακής του ό σκύλος

Να τες τώρα που σιγά σιγά
Επιστρέφουν οι στεριές. Υπόσταση λαβαίνουν οι άνθρωποι
Στην παλιά του θέση ξαναρχινάει ν' αναβοσβήνει ο φάρος
Και το σπίτι το κόκκινο αργοπορεμένο
Στ' ανοιχτά του κάβου στέκει αρόδο μ' αναμμένα φώτα
Μασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια
Και θολή θωρείς μες στους αιθέρες να
Κατεβαίνει μ' ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες
Η γυναίκα που τη λεν Γαλήνη.



Η ΧΑΜΕΝΗ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ


Αλλάζοντας πλευρό μέσα στον ύπνο μου ήχησαν
Άξαφνα μου εφάνηκε, παράφωνες
Καιρών άλλων σάλπιγγες όπως μέσα στα έργα
Κάποτε του κινηματογράφου πού καλπάζοντας
Ακολουθούν ιππείς άλλοι με δόρατα
Κι άλλοι κραδαίνοντας τριγωνικά σημαιάκια

Μες στις ακαθαρσίες
Του καλοκαιριού τη λάβρα και τις καβαλίνες
Άγγελοι προ Χριστού
απιθώνανε πουλιά στοές και φοινικόδεντρα
Πάνω στην άμμο· ξέροντας πως αυτά όλα ένα όνειρο είναι
Που θα το δω μια μέρα κουρασμένος και σε άκρα απόγνωση

Όμως δεν είναι πάντα σε όνειρο που όλοι μας γυρεύουμε
Από μια σ' άλλη γενεά κείνο το ήλεκτρο
Που έκανε των ανθρώπων πράους τους δεσμούς
Την άγνωστη φαιά ουσία που ήξερε
Νόμους διαφανείς να διατυπώνει· ώστε ό ένας του άλλου
Τις κοιλάδες τις μέσα του, είτε με νέφη
Καλυμμένες είτε σε ήλιο εκτεθειμένες, ασκεπής ν' ατενίζει

Ναι, κανείς δεν ξέρει. Μια υπόθεση όλα καί συγνώμην
Άλλα χρόνους πολλούς μετά που οί άνθρωποι συνοίκησαν
Είμαστε ακόμη στα δεσμά. Λοξές περνάν οι αχτίδες
Από τα ματόκλαδα κι ίριδα πάνω στ' αρμυρό
Το δάκρυ βγάνουν. Από κει το φως των Μάγων
Κι η πορεία για κει οπού η Προσκύνησις άλλο νόημα
Ν' αποκτήσει γίνεται

Άλλοι ας ψάχνουνε για λείψανα κι ας δοκιμάζουνε
Φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χώματα. Η πραγματικότητα
Ωφελεί εάν έπεται. Όμως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό
Σ η μ α ί ν ε ι- που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει

Α γυναίκες γλιστερές όπως το ψάρι και ασημένιες εάν
Σάς αγαπάν. Έφηβοι με τα ξανθωπά μπουκλάκια που
Δικαιωματικά τον άλλον χαροποιείτε. Δωμάτια σκιερά
Στη θέση οπού υπήρχανε παρθένα δάση
Πέτρες και άλλα υλικά
Η ψυχή γίνεται, ωσάν άλλος Ευπαλίνος, μιαν
Επικράτεια μικρή πέραν του πόνου να εδραιώσει
Μικρή όσο κι η παλαιά Κομμαγηνή. Χαμένη όσο κι εκείνη
Και απλησίαστη

Προηγούνται οι Μονήρεις και μαζί τους, πίσω τους
Αιώνες τώρα για το Μη Εφικτό εξορμούν έθνη φυλές
Μ' αντανάκλαση μετάλλου στο τυραγνισμένο μέτωπο
Που ό ήλιος την τρισμεγεθύνει. Ασταμάτητα τρέχουν
Τρέχουν καί κατευθείαν στο θάνατο εισβάλλουν
Οι ανυπεράσπιστοι
Ξέροντας ότι θα χαθούν αλλά ότι κάπου —

Τότε ακούστηκαν ιππείς. Ύστερα σάλπιγγες
Κι όλες μαζί σε μέγα βάθος ήχησαν ήησαν σαν ααν αν αν.


ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΣΜΕΝΟΥ

(Ε Ν Υ Π Ν Ι Ο Ν)


Ολοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά
Ολοένα οι άχτές απομακρύνονται
Βουνά μεγάλα με βουνά μικρά στην αγκαλιά τους
Και μια παλάμη λιβαδάκι μια παλάμη θάλασσα

Στερνές πουλιών περιπολίες ελέγχουν τα περάσματα
Φωτεινά φραγκοστάφυλα καί σκοτεινές φυκιότρυπες
Όπου μόλις άγγιχτος περνώ αποβάλλοντας έρματα ένα ένα

Κι είναι τόσο η μουσική αθέατη
Κατασταλαγμένη ευδαιμονία μέσα μου ώστε
Μήτε λύπη καν είτε χαρά να δοκιμάζω δεν υπάρχει αλλ'
Ευλογημένος από τα φιλιά που ακόμη επάνω μου έμειναν
Κι ελαφρύς πιότερο ανεβαίνω
Περιχυμένος κυανό χρυσάφι από τον ρτά Fra Angelico

Κι όπως μέσα στα σκοτεινά του αμίλητου νερού
Περνάει μορφή να τη συλλάβουν μόνον
Οι παρθένες που μέλλει ν' αγαπήσουν
Ετσι από μια σ' άλλην εικόνα γης μεταμορφωμένης
Να φανεί γίνεται

Βαθιά μέσα στο πράσινο του αιθέρος
Πώς από το πολύ της πίκρας έσωσε να βγάλω ένα χαμόγελο
Κι απ' τόν ιαγουάρο του ήλιου ένα πουλάκι
Που σαν διάκος άγνωστων θαλασσινών τόπων
Λατρείας νυχτόημερα να κελαηδεί


* * *


Ολοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά
Πέρ' άπ' τά πάθη πέρ' άπ' τά λάθη των ανθρώπων
Λίγο ακόμη λίγο ακόμη
Μ' όλους τους ήχους των ερώτων έτοιμους ν' ανακρουστούν
Το ουράνιο αρχιπέλαγος:

Να η Κιμμώνη! Να το Λιγινό!
Το Τριαινάκι! Ό Αντύπνος! Ό Αλογάρης!
Η Ευβλωπούσα! Η Μάισσα!
Θάμβος! Που ακούω μωβ και γίνονται όλα
Ρόδινα με κατάσαρκα του αιθέρος το ύφασμα
Θροώντας
κλαίω' πού ξανά μου δίνεται
Να πατήσω χώμα υπέροχο καστανό τριγυρισμένο θάλασσα
Όπως των ελαιώνων της μητέρας μου καθώς
Το βράδυ πέφτει και μια μυρωδιά
Χόρτου που καίγεται ανεβαίνει αλλά
Φεύγουν κρώζοντας με λίγη
Στο ράμφος τους στρειδόφλουντζα οι άγριοι γλάροι

Στην κορυφή του λόφου ό Άγιος Συμεών
Λίγο πιο πάνω οι βάρκες των νεφών
Και ακόμη πιο ψηλά ο Αρχάγγελος με το βαθύ του βλέμμα όλο συχώρεση.



ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ


Μετρημένο τόπο έχουν οι άνθρωποι
Και στα πουλιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ'
Απέραντος!
Απέραντος ο κήπος όπου μόλις απο-
Χωρισμένος απ' τον (πριν και πάλι μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί)
Θάνατο, έπαιζα και μου έφταναν εύκολα όλα έως την απαλάμη

Ο ιππόκαμπος κείνος! Και της φυσαλίδας τσιούπ το σπάσιμο!
Του βατόμουρου το βαποράκι μες στα βαθιά των φυλλωμάτων
Ρεύματα! Κι ο πρωραίος ιστός όλο σημαίες!

Τι τώρα μου ήρθαν. Αλλά σαν χθες υπήρξα
Κι ύστερα η μακριά μακριά ζωή των αγνώστων η άγνωστη
Έστω. Και μόνο να τα λες ωραία ξοδεύεσαι' όπως του νερού η ροή
Που ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις
Κι από 'να σ' άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς
Ενώ κάτω απ' τά πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή όχι

Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές. Θήλεις άγγελοι
Που από ψηλά μου ενεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα
Μιας που κι από το παράθυρο να πέσω, η θάλασσα
Πάλι θα μου κάνει το άλογο
Το πελώριο καρπούζι όπου κάποτε ανίδεος εκατοίκησα
Κι οι μικρές εκείνες παρακόρες, το μαλλί τους λυτό που
Με τη νοημοσύνη ανέμου γνώριζε να ξετυλίγεται πάνω από τις καμινάδες!
Τέτοια του κίτρινου στα μπλε αρμοσιά που αλήθεια να σαστίζεις
Και γραφές πουλιών που ο άνεμος τις μπάζει απ' τό παράθυρο
Την ώρα που κοιμάσαι και παρακολουθείς τα μέλλοντα

Ξέρει ο ήλιος. Κατεβαίνει μέσα σου να δει. Επειδή τ' απέξω
Είναι καθρέφτης. Μες στο σώμα η φύση κατοικεί κι από κει εκδικείται
Όπως σε μιαν αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή
Το δικό σου λουλούδι φυτρώνει
που το λένε Σκέψη
(Άλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί
Που το κολύμπι μ' έβγαζε απ' ανέκαθεν)

Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί
Και στα παιδιά δοσμένος είναι ό ίδιος αλλ'
Απέραντος!
Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες
Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας· ώστε
Στις ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς
Κρατώντας το τζιτζίκι που είναι ο Δίας και πάει από 'να
Σ' άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του.



ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ


Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Ηλίου του Κρυπτού ώστε
Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Καθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Να μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Κι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή καί κλειδωμένη
Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. Α
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες που εμφανιστήκατε κατά καιρούς
Μεσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Βρύσες πού λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους κήπους
Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή καί κλειδωμένη

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
Η άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάπα ή θήτα ή ταυ
Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Επειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Υπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και πεθαμένους να κατατρομάξεις

Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη ας
Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω: κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Ερμήδες
Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης

Ώστε λοιπόν, αυτό πού λέγαμε «ουρανός» δεν είναι- «αγάπη» δεν- «αιώνιο» δεν. Δεν
Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματα τους. Πλησιέστερα του σκοτωμού
Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθέριου θηράματα
Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε —φευ— νωρίς. Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
Η γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει
Το κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που ή σκιά του νου μας αποκρύπτει. Ας είναι
Φίλε συ πού ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου οπού
Εναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ό αέρας; Ονειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Μη γνωρίζοντας πια Ερινύες; Όχι. Να γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες ανοίγονται
Στό φως του Ήλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στην κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ' άλλες. Αλλ'
Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.



ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ


Σσσς... πια τίποτε- τίποτε άσπρο ή λείο πια τίποτε
Μεθυστικό, μελωδικό, τίποτε- κανένα φωτισμένο από το πίσω μέρος
Νέφος ή συντροφιά του ανθρώπου έστω
Κάτι πένθιμο, λιποθυμιστικό, ύστερα που η μέρα των Παθών
Πήρε να γέρνει με το πλάι αργά και να βυθίζεται

Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει
Τόσο δυνατά ό αέρας κι άλλο δεν αντέχω

Σσσς... μέσα στα σκοτεινά κανείς δεν ξέρει- παρεχτός
Καταπάνου στις κροκάλες, άκου, γδούποι απόκοσμοι όπως των ψαράδων ή
Σωμάτων που εισχωρούν το ένα στο άλλο ενώ τρέμει όλος ψυχή
Ο αιθέρας
κι ένα αστέρι αδόκητα βρίσκει το θάρρος με το μέτωπο σου ν' αγγιχτεί

Όλος λάθη φεύγω· φιλιά που επάνω μου έμειναν
Και τι ουραία στο ύψωμα τα κυπαρίσσια

Τι ωραία και πάλι ν' αποχτούν αρχίζουν υπόσταση άλλη
Τα ουράνια γεγονότα. Των άστρων τα διατσέντα, οι λύπες, οι ευωδιές
Κι οι άλλες που απώλεσες παλαιές αισθήσεις επάνω στ' ουρανού την ύλη
Να τες τώρα που διαγράφονται: ο λίθος και το μνήμα κι ο στρατιώτης
Οι λευκές των γυναικών καλύπτρες κι η μακρά
Συνοδεία των αδικοχαμένων

Καιροί που πριν πολύ από τους γονιούς μου
Μ' ορφανέψατε κι αποκούμπι αλλού δε βρήκα

Σσσς... μα κανείς, κανείς δεν ξέρει. Μήτε αέρας καν
Αν είναι αυτός που όταν στοχάζεσαι, τρελαίνει. Πιστευτός γίνεσαι από μόνου σου
Επειδή
τα χέρια σου ήταν μαθημένα σε δεντρόκηπους οπού
Η θάλασσα εισχωρεί και τραβιέται γεμίζοντας μικρά λουλούδια
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ό κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος- ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.
Related Posts with Thumbnails