© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Ο Γ. Σ. ΜΠΑΧ [1685-1750] ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ / ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

«Μεγαλύνει, η ψυχή μου, τον Κύριον»

Johann Sebastian Bach
Η χριστουγεννιάτικη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, που έγινε στις 23 Δεκεμβρίου του 2013 στο Μέγαρο Μουσικής, άφησε άριστες εντυπώσεις τόσο για την επιλογή του προγράμματος, όσο και για την θαυμάσια ερμηνεία της!

Άρχισε με ένα από τα κορυφαία έργα του Μεγάλου Κάντορα, το «Βραδεμβούργιο Κοντσέρτο αρ. 1 σε φα μείζονα BWV 1046», το μοναδικό από τα έξη σε τέσσερα μέρη. Τα Βραδεμβούργια Κοντσέρτα,  συνέθεσε ο Γ. Σ. Μπαχ από το 1717-1721. Πήραν τον τίτλο, με τον οποίο είναι γνωστά, από την αφιέρωση που ο Μπαχ έγραψε στις παρτιτούρες του έργου του και ο  Γερμανός μουσικολόγος και βιογράφος του, Φίλιπ Σπίτα [1841-1894] υιοθέτησε. «Έξι Κοντσέρτα για πολλά όργανα αφιερωμένα στη Βασιλική Υψηλότητα, Κρίστιαν Λούντβιχ, γραμμένα από τον ταπεινότατο υπηρέτη Του Γ.Σ. Μπαχ, 24 Μαρτίου 1721». Ο Λούντβιχ, όμως, έβαλε τις παρτιτούρες στη βιβλιοθήκη του ώς τη στιγμή που ο Φέλιξ Μέντελσον ανακάλυψε την αξία τους και τις πρόσφερε στην ανθρωπότητα!

Τα κοντσέρτα έχουν τα χαρακτηριστικά του concerto grosso, με μία όμως καινοτόμο, αριστοτεχνική εξέλιξη στη φόρμα και στη χάρη του ιταλικού ύφους που τα κάνει μοναδικά. Κι ενώ, επειδή  ξεχωρίζουν για το χαρούμενο και ζωηρό τους χαρακτήρα, δίνουν την εντύπωση ότι είναι εύκολα και στην εκτέλεσή τους, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Αντίθετα, καλούνται όχι μόνο οι μουσικοί να υπερβούν τους εαυτούς τους αλλά και τα ίδια τα όργανα τις δυνατότητές τους. Σημειώσαμε πολύ καλές στιγμές στην ερμηνεία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ανάμεσά τους το σόλο από το «μικρό» Βιολί,  τη μελωδικότητα των Όμποε και των Κόρνων, χωρίς να υστερήσουν τα Έγχορδα, το Φαγκότο και το Μπάσο Κοντίνουο.

Johann Christian Bach
Ακολούθησε το θρησκευτικό, κατανυκτικό έργο, «Si nocte tenebrosa CWF4a», σόλο μοτέτο για φωνή και ορχήστρα του Johann Christian Bach, [1735-1782], νεότερου γιου του Μεγάλου Κάντορα και της  Anna Magdalena Bach, σε μια εντυπωσιακή, δεξιοτεχνική  ερμηνεία από την υψίφωνο Ελπινίκη Ζερβού. Ο Johann Christian, μελέτησε με τον διακεκριμένο πατέρα του μουσική και μετά το θάνατό του συνέχισε με τον ετεροθαλή αδελφό του Carl Philipp Emanuel Bach. Έζησε στην Ιταλία από το 1756 και συνέχισε τις μουσικές σπουδές του με τον Padre Martini στη Μπολόνια. Έγινε οργανίστας στον Καθεδρικό Ναό του Μιλάνου το 1760 και ασπάστηκε τον Καθολικισμό, το 1762. Ταξίδεψε στο Λονδίνο και παρουσίασε τρεις όπερές του στο King’s Theatre.  Καθιερώθηκε ως μουσικός στη βρετανική πρωτεύουσα και επηρέασε βαθιά τα μουσικά της δρώμενα. Έζησε εκεί  ώς το θάνατό του και έμεινε γνωστός ως «Ο Μπαχ του Λονδίνου».

C.P.E Bach
Ο Carl Philipp Emanuel Bach [1714-1788] είναι το πέμπτο παιδί και το δεύτερο αγόρι του J. S. Bach και της Maria Barbara που επέζησε. Το δεύτερο όνομα τού δόθηκε προς τιμήν του Νονού του Georg Philipp Telemann [1681-1767], συνθέτη Μπαρόκ  Μουσικής και φίλου του Bach. O C.P.E Bach, βρίσκεται στο μεταίχμιο της μπαρόκ και της κλασικής και ρομαντικής μουσικής που ακολούθησαν. Γνωστός για το «ευαίσθητο στυλ» του προσπαθεί να εκφράσει τη φυσικότητα και την αλήθεια, ενσωματώνοντας στοιχεία δραματικά και ρητορικά στη μουσική δομή της σύνθεσης. Από τους πιο φημισμένους τσεμπαλίστες στην Ευρώπη την εποχή του, γίνεται μέλος της Βασιλικής Ορχήστρας του Φρειδερίκου του Μεγάλου της Πρωσίας. Επηρεάστηκε από τον πατέρα και δάσκαλό του, από τον Νονό του, αλλά και από συνθέτες  σύγχρονους,  όπως  ο Χαίντελ. Ο ίδιος επηρέασε συνθέτες σαν τον Χάυντν, τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Μέντελσον.

 Το Magnifikat (Μεγαλυνάριο), Ορατόριο από τα σημαντικότερα,  συνέθεσε  ο C.P.E Bach,  κατά την παραμονή του στο Πότσνταμ το 1749. Είναι εμφανής η επίδραση από το «Magnifikat BWV 243» του πατέρα του. Και τα δύο έργα στηρίζονται σε έναν ύμνο από τους εννέα παλαιότερους χριστιανικούς και πιθανότατα, πρώιμους ύμνους στην Παρθένο Μαρία. Τον συναντάμε στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο [κεφ. Α 45-56]: «Μεγαλύνει, η ψυχή μου, τον  Κύριον / και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ το Σωτήρι μου». Η πρωτότυπη γλώσσα είναι στην κοινή Ελληνική [Koine Greek], γνωστή και ως Alexandrian dialect. Ο Αρχιμουσικός Μάρκελλος Χρυσικόπουλος απέσπασε ερμηνείες εξαιρετικές, τόσο από την Ορχήστρα, όσο και από του τέσσερις  σολίστ∙ την υψίφωνο  Ελπινίκη Ζερβού, τη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα, τον τενόρο Βασίλη Καβάγια, τον βαρύτονο Κώστα Μαυρογένη και τα δύο μέλη της χορωδίας,  αλλά ξεχώρισε η Παιδική και Νεανική Χορωδία «ROSARTE», ένα άρτιο φωνητικό σύνολο, δημιούργημα της Ρόζης Μαστροσάββα!

Το 2014 θα γιορτάσουμε τα 300 χρόνια από τη γέννηση του C.P. E Bach, που έμεινε γνωστός ως «Ο Μεγάλος Μπαχ», μετά το θάνατο του πατέρα του, τίτλος ενδεικτικός της αναγνώρισης  της αξίας και της προσφοράς του. Με αυτήν τη γιορταστική αφορμή ελπίζουμε να γνωρίσουμε περισσότερο το συνθέτη, για τον οποίο ο Μότσαρτ έλεγε ότι «Είναι ο πατέρας, είμαστε τα παιδιά» και ο Μπετόβεν έτρεφε μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό για τη «μεγαλοφυΐα του».

π. Δημητρίου Μπόκου: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ (διήγημα)


Ο άντρας καταγινόταν να παρκάρει, μα πριν ακόμα σβήσει τη μηχανή, τα δυο μικρά πετάχτηκαν απ’ τ’ αυτοκίνητο ακράτητα. Η γυναίκα κατέβηκε πίσω τους κουβαλώντας τις τσάντες, ασήκωτες απ’ τα ψώνια και τα χριστουγεννιάτικα δώρα. Ανέβηκε με κόπο τις σκάλες κι απίθωσε χάμω ό,τι κρατούσε για ν’ ανοίξει την πόρτα. Ώσπου να ξανασκύψει στα πράγματά της, ο μικρός της γιος μ’ έναν τεράστιο πήδο βρισκόταν κιόλας πάνω στο μακρύ καναπέ κι άνοιγε το σακουλάκι με τις λιχουδιές που κρατούσε. Σαν είδε τα βρεγμένα του παπούτσια πάνω στο καινούργιο της ριχτάρι, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της.
          - Τσακίσου αμέσως από ’κει! έμπηξε φοβερή φωνή. Ακόμα δεν τό ’βαλα και θα το κάνεις κιόλας άχρηστο;
          Η κόρη της εκμεταλλεύτηκε την περίσταση για να βγάλει τη γλώσσα της κοροϊδευτικά στον αδελφό της. Εκείνος της έριξε κατάμουτρα μια χούφτα λιχουδιές που σκόρπισαν αμέσως στο χαλί και τις πάτησαν, εκείνη τού ’δωσε μια σπρωξιά, τραβήχτηκαν, τσίριξαν, η γυναίκα έγινε ηφαίστειο.
          - Τι γίνεται πάλι με σας; έβαλε τις φωνές ο άντρας που ανέβαινε. Πότε προλάβατε να σκοτωθείτε;
          - Μπα! Ασχολείσαι και συ μαζί μας; Σ’ έπιασε πόνος τι γίνεται με μας; Δεν είναι ανάγκη! Εσύ κοίτα τις σπουδαίες σου δουλειές, φώναξε εκτός εαυτού τελείως η γυναίκα.
          Πέταξε με δύναμη τις τσάντες στον καναπέ και καταφουρκισμένη χώθηκε στο δωμάτιό της να ξεντυθεί.
          Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που δεν χαιρόταν τίποτε.
          Από καιρό τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Η ζωή τους είχε αλλάξει κατά πολύ. Η σχέση της με τον άντρα της βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή. Τον έβλεπε να χάνεται κυριολεκτικά απ’ τη ζωή τους. Όλο και περισσότερο εξαφανιζόταν με τις παρέες του, όλο και λιγότερο τον έβλεπε το σπίτι του, όλο και συχνότερα ξενυχτούσε και γυρνούσε πιωμένος. Πράγματα που δεν τά ’ξεραν ως τότε στο σπίτι τους. Δεν τον αναγνώριζε πια. Τέτοια αδιαφορία! Και καλά γι’ αυτήν. Μα για τα παιδιά; Δεν μπορούσε να τον καταλάβει.
          Προσπάθησε να τον λογικέψει στην αρχή, μα η κουβέντα τους τέλειωνε πάντα σε καυγά. Κουράστηκε, τα νεύρα της έσπασαν. Ξεσπούσε με το παραμικρό. Σε τέτοιο κλίμα και τα παιδιά γίνονταν όλο και πιο νευρικά. Η ζωή τους ήταν πλέον μια κόλαση. Είχε φτάσει στα όρια της αντοχής της. Δεν ήξερε τι να κάνει πια.
          Τσακισμένη απ’ την απογοήτευση, αποκαμωμένη απ’ την κούραση, ράκος πραγματικό, έπεσε κάποτε στο κρεβάτι κι αυτή. Δεν περίμενε τίποτε απ’ τη μεγάλη μέρα που ξημέρωνε. Ο ύπνος δάμασε με κόπο τα κλονισμένα νεύρα της.
          Ένας χτύπος ακούστηκε τότε στην πόρτα τους. Τρόμαξε. Ποιος θα μπορούσε νά ’ναι τέτοια ώρα; Πριν προλάβει να κουνηθεί, η πόρτα άνοιξε μόνη της. Στο μισοσκόταδο φάνηκε μια άγνωστη γυναίκα. Μπήκε και προχώρησε μέσα στο σπίτι. Σαν έφτασε κοντά της, είδε το πρόσωπό της. Ήταν η μάνα της. Μα είχε συχωρεθεί εδώ και δέκα χρόνια! Πάγωσε κι ανατρίχιασε ολόκληρη.
          Η μάνα προχώρησε ίσια στα εικονίσματα, όπου τρεμόπαιζε το φως του καντηλιού. Έκαμε το σταυρό της, προσκύνησε κι ασπάστηκε. Στράφηκε στην κόρη της, την κοίταξε ήσυχα στα μάτια και είπε σιγανά:
          - Κόρη μου, ψάξε για το χαμένο εικόνισμα.
          Χωρίς να περιμένει απάντηση, προχώρησε προς την πόρτα και όπως ήρθε έφυγε.
          Με τον κρότο της πόρτας που έκλεισε μόνη της ξανά, η γυναίκα τινάχτηκε αλαφιασμένη κι ανακάθισε. Όνειρο ήταν, ευτυχώς! Μα τί σήμαιναν αυτά; Γι’ αρκετή ώρα συλλογιζόταν, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε. Έκαμε το σταυρό της και ξανάγειρε. Μα πού να την κολλήσει τώρα ύπνος!
          Σαν χτύπησαν οι καμπάνες σηκώθηκε. Ετοιμάστηκαν για τη νυχτερινή λειτουργία, μα όλα γίνονταν μηχανικά. Το μυαλό της ήταν στο όνειρο. Για ποιο εικόνισμα μιλούσε η μάνα της;
          Έψαξε στο παλιό μπαούλο όπου φύλαγε πράγματα της συχωρεμένης. Μάταιος κόπος. Έμεινε με την απορία της. Με τον καιρό ξεχάστηκε και τ’ όνειρο.
          Ένας χρόνος πέρασε. Έφτασαν πάλι τα Χριστούγεννα. Το βράδυ της παραμονής βλέπει ξανά στον ύπνο της το ίδιο όνειρο. Ακούει τα ίδια λόγια από τη μάνα της:
          - Κόρη μου, ψάξε για το χαμένο εικόνισμα.
          Ανησύχησε. Έμεινε πάλι με την ίδια απορία μέσα της. Όμως δεν είπε σε κανέναν τίποτε. Και η καθημερινή της ταλαιπωρία δεν της χάριζε την πολυτέλεια να το σκέφτεται συχνά.
          Από την άλλη, η ζωή τους δεν έγινε καθόλου καλύτερη. Το αντίθετο μάλλον. Η σχέση τους είχε φτάσει στο απροχώρητο. Μόνο που έβλεπε τον άντρα της την έπιανε κρίση. Η οποιαδήποτε συμπεριφορά του την εξόργιζε. Του μιλούσε σχεδόν πάντα με θυμό. Μα όσο κι αν φώναζε, δεν άλλαζε τίποτα. Ό,τι κι αν έλεγε, έπεφτε στο κενό. Στη δική της ένταση ξεσπούσε κι εκείνος ασυγκράτητος. Η δική της επιμονή γιγάντωνε το δικό του πείσμα. Δεν υπήρχε στιγμή ηρεμίας στη ζωή τους. Το ρήγμα όλο και μεγάλωνε. Σκεφτόταν πλέον σοβαρά την οριστική διακοπή του γάμου τους. Έβλεπε τη ζωή τους να θρυμματίζεται κι ένοιωθε απελπιστικά ανήμπορη ν’ αποσοβήσει την καταστροφή. Αυτό την έθλιβε βαθιά και σώριαζε μέσα της βουνό την αγανάκτηση.
          Ένας ακόμα χρόνος πέρασε. Ήρθαν Χριστούγεννα ξανά. Αποβραδίς στη σκέψη της ήρθε και κούρνιασε το όνειρο. Θα τό ’βλεπε άραγε ξανά; Μια κρυφή ανησυχία την ταλάνιζε και φόβος αδιόρατος τρύπωσε στην καρδιά της. Δείλιαζε να πέσει για ύπνο. Μα δεν γινόταν αλλιώς.
          Η νύχτα προχώρησε. Και να! Η πόρτα χτύπησε ξανά. Ήτανε ξύπνια; Κοιμόταν; Δεν ήξερε να πει.
          - Εμπρός! φώναξε ασυναίσθητα.
          Η πόρτα άνοιξε. Μα αντί για τη μάνα της, ένας άγνωστος που δεν ξεχώριζε το πρόσωπό του προχώρησε στο μισοσκόταδο. Σαν έφτασε απέναντί της σταμάτησε. Γύρισε προς το μέρος της. Η μορφή του πήρε να φωτίζεται, τα μάτια του έλαμπαν, ανταύγειες φωτεινές σκορπίζονταν γύρω του. Μια αίσθηση βαθειάς γαλήνης την τύλιξε, καθώς αντίκρισε το πρόσωπό του. Ο φόβος έφυγε τελείως από μέσα της, το σαγηνευτικό μυστήριο την αιχμαλώτισε. Κατάλαβε πως κάτι εξαιρετικό συνέβαινε. Δίπλα της κοιμόταν βαθιά ο άντρας της. Της ήρθε να τον σκουντήσει απότομα, πράγμα που το συνήθιζε, για να ξυπνήσει. Μα κάτι τη συγκράτησε.
          - Ψάχνεις για το χαμένο εικόνισμα; τη ρώτησε απαλά ο μυστηριώδης ξένος, κοιτάζοντάς την κατάματα με ιλαρό χαμόγελο που χάραζε ελαφρά τα χείλη του.
          Σαν κελάρυσμα νερού η φωνή του χάιδεψε τ’ αυτιά της, μα ταυτόχρονα την ένοιωθε ν’ αντηχεί πεντακάθαρη ως τα κατάβαθά της.
          - Νά ’το! συνέχισε ο άγνωστος και το φεγγοβόλο βλέμμα του κινήθηκε.
          Η γυναίκα ακολούθησε τη ματιά του, μα πόσο ξαφνιάστηκε, όταν αυτή σταμάτησε πάνω στον άντρα της! Κατάπληκτη είδε τότε τη μορφή του άντρα της ν’ αλλάζει. Πάνω στο πρόσωπό του σχηματιζόταν η μυστηριώδης, ακαταμάχητα γοητευτική, μορφή του ξένου. Γύρισε προς τον επισκέπτη. Ήταν εκεί, στη μέση του δωματίου και ταυτόχρονα έβλεπε τη μορφή του στο πρόσωπο του άντρα της. Πώς συνέβαινε αυτό; Τά ’χασε για τα καλά. Αυτοστιγμεί χάθηκε και η κακή διάθεση που βάραινε την καρδιά της.
          - Αυτό είναι το χαμένο εικόνισμα, μίλησε ξανά ο άγνωστος. Η δική μου εικόνα. Και μην την ψάχνεις αλλού. Στο πρόσωπο του διπλανού σου είναι κρυμμένη. Πάντοτε βρίσκομαι εκεί. Το θέμα είναι να το βλέπεις κι εσύ.
          Άκουγε ασάλευτη, εκστατική, χωρίς να είναι σίγουρη πως καταλάβαινε ό,τι γινόταν.
          - Ό,τι κάνεις σε άλλον, να θυμάσαι πως το κάνεις σε μένα, συνέχισε ο άγνωστος. Αυτός ο άλλος είμαι πάντα εγώ. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό.
          - Πώς γίνεται να το ξεχάσω τώρα πια; βρήκε κάποτε τη φωνή της και μίλησε.
          Ο ξένος χαμογέλασε ξανά.
          - Μην το νομίζεις εύκολο, της είπε. Αυτό που τώρα σε γεμίζει και το ζεις αυθόρμητα, από αύριο θα χρειαστείς αγώνα να το κάνεις. Σου δίνω τώρα χάρισμα το δώρο αυτό να το γευτείς, ώστε να ξέρεις για τι πράγμα πρόκειται. Μα αν το θέλεις, στο εξής θα τό ’χεις μόνο, αν προσπαθείς εσύ, και μάλιστα σκληρά.
          - Το θέλω οπωσδήποτε! Παράδεισος μου φαίνεται αυτό που τώρα ζω. Πώς θα ’θελα, ποτέ να μην το χάσω! ψιθύρισε κατανυγμένη η γυναίκα.
          - Δύσκολο θά ’ναι, μα όχι αδύνατο. Κάπου είχες χάσει την εικόνα μου. Καιρός να την ξανάβρεις πια. Να το θυμάσαι αυτό κάθε φορά, που ο άντρας σου δεν θά ’ναι αυτός που θά ’θελες εσύ να είναι. Να ψάχνεις τότε την εικόνα μου στο πρόσωπό του. Να του μιλάς όπως θα μίλαγες σε μένα.
          - Μη φεύγεις, Κύριε! της ξέφυγε αυθόρμητα, καθώς η άγνωστη μορφή κινήθηκε.
          - Κοντά σου θά ’μαι πάντα, μην ανησυχείς, κι ας μη με βλέπεις φανερά. Μα θα ξανάρθω πάλι μια φορά. Για να μου δώσεις λόγο τότε εσύ, για ό,τι τώρα σου ζητώ εγώ να κάνεις.
          - Ποιος είσαι, Κύριε; στερνή φορά αποτόλμησε η γυναίκα να μιλήσει. Ο νους και τα μάτια της κρατιόντουσαν ακόμα θαμπωμένα.
          - Μα είμαι το εικόνισμα που νόμιζες πως έχεις, κι ας είχε από καιρό χαθεί αυτό απ’ τη ζωή σου, απάντησε ο άγνωστος. Γνωρίζεις τώρα πια πού θα με βρίσκεις.
          Και με τα λόγια αυτά ο ξένος έστρεψε το πρόσωπό του. Προχώρησε ανάλαφρα, μάκρυνε από κοντά της. Τυλιγμένος στη γλυκειά απόκοσμη ανταύγεια, υψώθηκε από τη γη προς τη γωνιά που έλαμπε το καντηλάκι, μίκρυνε, χάθηκε τέλος μεσ’ στην εικόνα του Χριστού στο εικονοστάσι.
          Τότε τα μάτια της γυναίκας άνοιξαν, ξεθάμπωσαν. Ανασηκώθηκε. Όνειρο ήταν, ναι! Αλλά πιο ζωντανό απ’ την πραγματικότητα. Το μυαλό της καθάρισε. Κατάλαβε τα πάντα καλά. Έκαμε ευλαβικά το σταυρό της κι έπεσε στα γόνατα.
          - Προσκυνώ τον τόπο, όπου «έστησαν οι πόδες σου, Κύριε». Καταδέχτηκες απόψε να μ’ επισκεφθείς. Μα κι εγώ δεν θα ξαναχάσω την εικόνα σου. Μπροστά μου θα την έχω πάντα ζωντανή, … να, …εδώ! ψιθύρισε κοιτάζοντας συγκλονισμένη τον άντρα της.
          Η καρδιά της φτερούγιζε ακόμα, όταν η γιορτινή χριστουγεννιάτικη καμπάνα αντήχησε γλυκειά, χαρμόσυνη μέσα στη νύχτα.

Χριστούγεννα 2013
Related Posts with Thumbnails