© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Ο «Λιός», που είναι «Λέων»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Ο δικός μας βουνίσιος Άι-Λιός δεν είναι ο Προφήτης Ηλίας της ορεινής Ελλάδας. Πρόκειται για τον Άγιο Λέοντα, επίσκοπο Κατάνης, ο οποίος γιορτάζει στις 20 Φεβρουαρίου και η λατρεία του τονίζει μια διαφορετικότητα και υπογραμμίζει άλλες επιδράσεις και διαφορετικές προελεύσεις. Είναι ένας από τους προ του Σχίσματος, κοινούς των δύο δογμάτων, αγίους, ο οποίος μαζί με τον ομώνυμό του πάπα Ρώμης και τους ομολόγους του Κλήμη και Σίλβεστρο, του προσεισμικού και σήμερα στο Μουσείο Ζακύνθου εκτεθειμένου τέμπλου του Αγίου Δημητρίου του Κόλα, της Αρχής του Ψηλώματος, προεκτείνουν την ανεξιθρησκία της κοσμαγάπητης και πολύμορφης Mater Dolorosa και δίνουν ένα ακόμη στοιχείο της ιδιαιτερότητας του τοπικού μας, ιόνιου, πολιτισμού. Συνυπάρχουν στο ίδιο χωριό με την κυριαρχούσα μέσα στο άπλετο φως του Ιουλίου γιάτρισσα των ματιών Αγία Παρασκευή και διχάζοντας, ενώνουν. Είναι, δηλαδή, μια μικρογραφία της τζαντιώτικης νοοτροπίας και μια ακόμα απόδειξη τής δίχως σύνορα και φραγμούς μοναδικότητάς της.

Δεν ήταν, λοιπόν, τυχαίο, που λήγοντος του λέοντος των μηνών του ενιαυτού Αυγούστου στον χώρο του επιλέχτηκε να γίνει μια συνάντηση πολιτισμών, που ταυτόχρονα ήταν και μια με άποψη πρόταση επιστροφής εις τα ίδια.

Εκείνο το επιλογικό ενός ακόμη θορυβώδους θέρους βράδυ, με την πρώτη ψύχρα, η οποία μας προετοίμαζε για τα επερχόμενα και τον απόηχο πανηγυριών και εκδηλώσεων, ο καθαρόαιμος μονόλογος του «Χάση» του πολύπλευρου Δημητρίου Γουζέλη, πούρος κάτοικος της αστικής πολιτιστικής και όχι μόνο έκφρασης του ακμάζοντος Τζάντε, συνάντησε τον σεισμόπληκτο μετανάστη του «Φιόρου του Λεβάντε» (άλλον «Υδραίο» στη «Λάρισσα»), ξεπέρασε την παγίδα της κοντόφθαλμης εθνικοφροσύνης στους ρυθμούς και τα βήματα μιας ταραντέλας, χάρηκε το εναρμόνισμα της ντόπιας αρέκιας με την γειτονική αριέτα, αναζήτησε γνήσια ελληνικές και δίχως ανατολίτικες προσμίξεις ρίζες, ξετίναξε τις επιζήμιες χορογραφίες των νεοελληνικών επιδράσεων του πρώτου έγχρωμου κινηματογράφου («Οι θαλασσιές οι χάντρες» κ.τ.λ.) και με καμάρι και αυτοπεποίθηση επέδειξε την ταυτότητά του, διεκδικώντας μια θέση επιβίωσης μπροστά στον κίνδυνο μιας ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης.

Με σύνεση και σπουδή το νησί μας εκείνο το απόβραδο έψαξε το παρελθόν και την καταγωγή του, παρουσίασε με καμάρι το με την συνύπαρξη Δύσης και Ανατολής, με μορφή Ιανού, γι’ αυτό και θεϊκό, πρόσωπό του, το δίχως στεγανά και μεμψιμοιρίες, αυτό που σαν τον δικό του «Αμνό» περιφέρεται εαρινά και ορθρινά επιτάφια αναστάσιμος και ξαναθύμισε το ότι τα τζαντζαμίνια, που εκείνη την ώρα εφηβικά ευωδίαζαν, συνταιριασμένα σε μια σαν την ράβδο του Ααρών ανθίζουσα κιόκα, είναι κίνδυνος της όσφρησής μας, αλλά και των άλλων μας αισθήσεων να τα ονομάζουμε … «γιασεμιά»!

Δεν στάθηκε, όμως, εκεί. Γνωρίζοντας τον κίνδυνο της στείρας παρελθοντολογίας, απαραίτητης μεν, αλλά επίφοβης δε, αν στεκόμαστε μόνο σ’ αυτήν, τόνισε στο τέλος πως η καλλιφωνία υπάρχει ακόμα στο νησί της καντάδας και του θεάτρου «Φώσκολος», παρά την κυριαρχούσα κακόφωνη απομίμηση, μπορώντας μάλιστα να μας εκπροσωπήσει, σαν πρέσβης καλής θελήσεως, και εκτός συνόρων, μέσα από την φωνή του Διονύση Σούρμπη και ότι ακόμα και σήμερα μπορεί να μελοποιηθεί ο έρωτας του Αντωνίου Μάτεση για την γενέθλια γη του, μια και πολλά ζακυνθινόπουλα, με βασικό ταλέντο και απαραίτητες σπουδές, σαν τον Παναγιώτη Μαρίνο, ένοιωσαν το αίμα του «σπουργίτη» που κυλά μέσα στις φλέβες τους και την αποξενωτική μοναξιά μιας διαφορετικής με την νοοτροπίας μας και τον πολιτισμό μας, νεώτερης πρωτεύουσας και επέστρεψαν στον τόπο της ενσάρκωσής τους, υποσχόμενα την παλιννόστησή του και την επαναφορά της μορφής του, που θα απομακρύνει οριστικά το φαιδρό του προσωπείο.

Δεν θέλω ν’ αναφερθώ σε ονόματα, γιατί σίγουρα πολλά θα ξεχάσω και η παράλειψη θα είναι αναμφίβολα άδικη και ξεχωριστική. Δεν μπορώ, όμως, να μην σταθώ στους άοκνους και συνεχώς βελτιούμενους «Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος», που πέραν του σεβαστικού τους ονόματος, πιστεύουν και λατρεύουν καθολικά ορθόδοξα (σαν τον παλαιό των ημερών επίσκοπο της Κατάνης) την ιόνια ευαισθησία, τον με σταθερά βήματα βαδίζοντα και δίχως παρεκκλίσεις και συνοδευτικά, νεοελληνικά παλαμάκια βηματίζοντα στους τζαντιώτικους και ιόνιους χορούς, Νίκο Αρβανιτάκη, της εύηχης και μη παρεκκλίνουσας στις νεώτερες, τουριστικές σειρήνες «Υακίνθης», το αιωνόβιο, αλλά μη γερασμένο «Φιόρο του Λεβάντε», που σκέφτηκε πρώτος και ίδρυσε ο παλιός μου δάσκαλος Άγγελος Βισβάρδης και τώρα οι μαθητές του το συνεχίζουν επάξια, τους ατόφιους και γνήσιους χορευτές του χωριού, που έγινε η εκδήλωση, με την δική τους έκφραση της «Άμοιρης», τον Γιώργο Φιορεντίνο, που με το ταλέντο του συνένωσε «τα το πριν διεστώτα» και τον Θοδωρή Καμπίτση, ο οποίος είχε και την ευρύτερη επιμέλεια του δεσίματος της τοπικής μας παράδοσης και δημιουργίας και του συνταιριάσματος των όμαιμων και όμορων πολιτισμών.

Αν ξέχασα κάποιους να με συγχωρήσουν, αλλά δεν κρατώ μπροστά μου πρόγραμμα και κάτι τέτοιο θα ταίριαζε περισσότερο σε δημοσιογραφικό κείμενο. Εξάλλου, τους συντελεστές της παράστασης τους διαβάσατε και τους γνωρίσατε σε διάφορες αναφορές του τοπικού τύπου. Σκοπός δικός μου σήμερα είναι, μέσα από αυτήν την βδομαδιάτικα επαναλαμβανόμενη στήλη μου, να προσπαθήσω να βρω την ουσία της εκδήλωσης και αυτήν να παρουσιάσω και να επαινέσω.


Γιατί αυτό ακριβώς χρειάζεται σήμερα η Ζάκυνθος: την επαναφορά της εις τα ίδια. Μισό και βάλε αιώνα μετά την ολοκληρωτική της καταστροφή, τον κακοθύμητο εκείνον Αύγουστο του 1953 και τα όσα θλιβερά και κατακτητικά την ακολούθησαν, πληγωμένη και ταλαιπωρημένη από έναν άναρχο και βίαιο τουρισμό τσιμεντοποίησης, διοικούμενη, συχνά, από αυτό που αντικρούει τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο, που διαβάζονται στις γιορτές του Αγίου της και Αγίου μας (κάτι για τον «καλό ποιμένα» και τον «μη εισερχόμενον δια της θύρας, αλλά αλλαχόθεν»), πρέπει ν’ αναζητήσει την δική της ταυτότητα, να την επιβάλει σε όσους πιστεύουν πως ο ελληνισμός χορεύει μόνο με φουστανέλα και τραγουδά μονάχα στο μινόρε και να διεκδικήσει την θέση της, αυτήν που της αρμόζει, στην σημερινή δημιουργία, μια και διαθέτει και τα φόντα και τους ανθρώπους, όπου θα τα στηρίξουν.

Τέτοιες συνυπάρξεις, σαν αυτήν του Άι-Λιού (Λέοντος στην ουσία, όπως προαναφέραμε), αλλά και σαν την προηγούμενη και εισαγωγική των Μαριών, την οποίαν, λόγω Φώσκολου, δεν παρακολουθήσαμε και γι’ αυτό δεν αναφερθήκαμε σ’ αυτήν, πρέπει να στηρίζονται και να υπάρχουν, για να μην βρεθούμε ξαφνικά ανέστιοι, απάτριδες, απάτορες και αμήτορες.

Είναι η αιτία που θα ξανανθίσουν τζαντζαμίνια, που θα συνοδεύουν την «ευωδία των χρυσών κίτρων». Τότε «ωραία και μόνη η Ζάκυνθος [θα μας] κυριεύει» και πάλι. Αρκεί να μην την ξεπουλήσουμε.

Ο δικός μας Άι-Λιός, βλέπετε, είναι Λέων.
Related Posts with Thumbnails