Στὴν
ἀξ. κ. Μαρία Κοτοπούλη, θερινὸς χαιρετισμός
τιμῆς καὶ ἀγάπης
Ψιχαλίζει
στὴν ψυχὴ δροσιὰ κατανύξεως καὶ
νοσταλγίας καὶ τοῦτο τὸ καλοκαίρι.
Ὅσο κι ἄν μακραίνουν οἱ μνῆμες, τὰ
χρόνια καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἰδίως, οἱ
ἄνθρωποι, τὰ πρόσωπα δηλαδή, αὐτὰ τὰ
εἰκονίσματα ποὺ ἀπόμειναν κρυσταλλωμένες
Μορφές, ὅπως οἱ ἁγιογραφίες, νὰ μᾶς
παρατηροῦν ἀπό τὸ βάθος τοῦ Χρόνου
μὲ τὸ ἴδιο μεράκι καὶ τὴν ἀδιάπτωτη
τρυφερότητα ποὺ σπανίζει στὶς μέρες
μας.
Κάπου
μέσα στὸ Αἰγαῖο νοσταλγικὰ ταξιδεύει,
σὲ ἀπόβραδη ἤ νυχτερινὴ ὥρα, ἡ
ψυχή μας, στολισμένη ἀπὸ ἕναν καθαρὰ
ἔναστρο οὐρανό, ποὺ κάποτε τὸν
συντρόφευε καὶ τὸ περίεργα ἔντονο,
χρυσόγκριζο φῶς τοῦ φεγγαριοῦ.
Ἥσυχες
Ὧρες τότε, στὴν
πεζούλα τοῦ φούρνου καὶ στὰ «Κάγκελα».
Ἀγνάντεμα νυχτερινό, πρὸς τὸ πέλαγο
ποὺ ἁπλώνονταν ἀπέναντι κεντημένο μὲ
μικρά-μικρὰ φωτάκια, ἀπὸ κεριὰ λὲς
ἀναμμένα σὲ λιτανεία μυστική, τὰ φῶτα
ἀπὸ τὶς λάμπες τῶν γρὶ γρί... Κι ἀπὸ
τὸ βάθος, κατὰ τὴν Εὔβοια καὶ τὴ
Σκιάθο, μιὰ λάμψη ἀνέβαινε πρὸς τ᾿
ἀστέρια.
Ναί,
τότε δὲν εἴχαμε στὸ χωριό μας ἠλεκτρικό
κι ὅλα ἦταν γνήσια καὶ φροντισμένα
ἀπὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἀνασασμοὶ εὐωδιαστοὶ
κύκλωναν τὸ νυχτερινό μας ρεμβασμό,
ποὺ δώριζε στὴν ψυχὴ ἐκείνη τὴ μοναδικὴ
γαλήνη, τὴ ψυχοθεραπευτικὴ καὶ
εὐλογημένη πλούσια. Γιατὶ μέσα στὸ
μεγαλεῖο τῆς ἔναστρης θερινῆς νύχτας,
μὲ τὸ λαμπυρισμένο ἀπέναντι πέλαγος
νὰ στέλνει τὴν ἁπαλή του δροσιά, τὸ
εἶναι ὁλάκερο ἀναβαπτιζόταν μέσα στὴν
ἱερὴ Σιωπή. Σιωπὴ θεραπευτική, σιωπὴ
κοσμημένη μὲ πλῆθος στολιδιῶν, δώρων
τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ ταμίευαν οἱ ἁπλὲς
ψυχές τῶν ταπεινῶν ἐκείνων ἀνθρώπων,
ὡς γιατρικὰ πολύτιμα γιὰ τὶς μέρες
ποὺ θύμωνε ὁ
καιρός, ἀναμαλλιάζονταν τὸ πέλαγος,
κλείδωναν ἑρμητικὰ
τὰ πορτοπαράθυρα ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις
τοῦ ἀνεμόβροχου.
Ἦταν
τότε ποὺ οἱ χειμῶνες ἀπειλοῦσαν καὶ
τυράννιζαν τοὺς ἁπλοὺς ἐκείνους
χωρικούς. Ποὺ ὑπέμεναν νὰ περάσουν οἱ
χιονιάδες, οἱ ἐγκλεισμοί, οἱ ζημιὲς
σὲ ζωντανὰ καὶ χτήματα, γιὰ νἄρθουν
τοῦτες οἱ ὧρες οἱ θερινές, οἱ παραδείσιες
νύχτες, μὲ τὴ γνήσια τὴ σφραγίδα τῆς
δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ πάνω του, γιὰ νὰ
ζωντανέψουν οἱ ψυχές, νὰ χαροῦν νὰ
βιώσουν τὰ διδάγματα τῆς αἰσιοδοξίας
ποὺ χαρίζανε ἐκεῖνες οἱ βραδυές.
Κι
ὅταν ἔφτανε ὁ
Αὔγουστος μὲ τὶς ποικίλες εὐωδιές
του, τότε στρώνονταν ἀπέναντι στὸ
πέλαγο χαλὶ ἀπέραντο, μὲ γνήσια
χρυσόσκονη πασπαλισμένο. Ἦταν οἱ
φωτεινοὶ οἱ
δρόμοι τοῦ αὐγουστιάτικου
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ μὲ τὴν ἴδια
χρυσόσκονη πασπάλιζε τὰ σπίτια, τὰ
δέντρα, τὰ πρόσωπα ἀκτινοβολώντας μιὰ
γοητεία περίεργη δεμένη μὲ αἰσιοδοξία.
Τέλος
δὲν εἶχαν ἐκεῖνες οἱ θερινὲς οἱ
βραδιές, ποὺ μέχρι σήμερα συντροφεύουν
τὴν ὕπαρξή μας. Γιατὶ κι ἄν ἔχουμε
φῶτα πολλὰ, ποὺ μέχρι τὴν ἔσχατη τὴ
λεπτομέρεια πάνω μας δείχουν, ἐν τούτοις
καμιὰ σύγκριση δὲν ἔχουν μὲ κεῖνες
τὶς θεοφώτιστες τὶς καλοκαιρινὲς
νύχτες. Ἐπειδὴ τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα
φῶτα μᾶς παρατύφλωσαν σκορπώντας μέσα
μας πολὺ σκοτάδι. Τοῦ ἀπελπισμοῦ
σκοτάδι...
π.
κ. ν. καλλιανός, Ἀρχὲς Ἰουλίου 2017