«Οἱ βιτρίνες
δεν ἀνασταίνουν τίποτε ἀπό τον παράδεισό μου
ἀφοῦ δεν ἔχουν ἕνα χαμόγελο
για ἕναν ξένο...»
Π. Β. Πάσχος
Τό μεγάλο λεωφορεῖο ἦταν σχεδόν ἄδειο τούτη τή νύχτα τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων. Οἱ λιγοστοί του ἐπιβάτες -κάτι κουρασμένοι μετανάστες πού ἐπέστρεφαν στά σπίτια τους- μισοκοιμόντουσαν, καθώς ἦταν κουρασμένοι ἀπό τήν ἔντονη ἐργασία τῶν γιορτινῶν αὐτῶν ἡμερῶν. Μαζί τους κι αὐτός, πού τόν κάλεσαν στό σπίτι τους ἀπόψε καποιοι συγχωριανοί του, γιά να γιορτάσουν τά Χριστούγεννα. Ἀλήθεια, τά μέτρησε ποτές του τά Χριστούγεννα πού λείπει ἀπ’ τό σπίτι του, ἀπ’ τό χωριό του;
Ἔξω χιόνιζε. Οἱ ἀραιές νιφάδες κολλοῦσαν στά τζάμια τοῦ λεωφορείου πού, νυσταγμένο καί κουρασμένο, προχωροῦσε πάνω στήν παγωμένη λεωφόρο.
Κοίταξε τό ρολόι του. Ἤθελε κάμποση ὥρα νά φτάσει στόν προορισμό του, γιατί τό σπίτι τοῦ Ντίνου ἦταν ἀρκετά μακρυά ἀπό τή δουλειά του, ἀπ’ ὅπου και ξεκίνησε. Ἄφησε τόν ἑαυτό του νά χαλαρώσει κι ἔκλεισε γιά λίγο τά μάτια του. Ἔνοιωθε στ’ ἀλήθεια τόσο κουρασμένος!
Τότε, μέσα σέ κεῖνο τό γλυκό νανούρισμα, πού τοῦ χάριζε αὐτό τό ταξίδι μέ τό μονότονο σύρσιμο τοῦ ἁμαξιοῦ πάνω στόν μισοχιονισμένο δρόμο, ἄρχισε τό ἄλλο σεργιάνισμα, ἐκεῖνο τῆς μνήμης, πού ἐνεργοποιεῖται κάτι τέτοιες στιγμές γιορτῆς κι ἀναπόλησης. Ἄρχισε, λοιπόν, νοερά νά ἐπισκέπτεται εὐλογημένους καί μακρυνούς τόπους, ὅπου εἶχε τόσα χρόνια νά δεῖ καί τούς νοσταλγοῦσε μέ δέος κι ὀδύνη. Ξανάδε τότε τόν Τσιτσίραφλο, τή μικρή πλατεία τοῦ χωριοῦ του, χωνεμένη στό μολυβένιο ἀπόβραδο, τά λιτά και φτωχικά τριγύρω σπιτάκια πού κοιτοῦσαν κατά τή θάλασσα κι ὕστερα τά παιδιά πού μέσ’ τό παγωμένο τό βράδυ πήγαιναν σέ μικρούς ὁμίλους νά ποῦν τά κάλαντα.
Ξαναθυμήθηκε τίς παλιές τίς παραστιές μέ τήν ἀρχαία φωτιά, ἐνῶ δίπλα τους κάθονταν σιωπηλοί κι αὐστηροί, ὅπως στίς βυζαντινές ἁγιογραφίες, οἱ παλιοί νοικοκυραῖοι.
Τά μικρά σπιτάκια τά φώτιζε μιά λάμπα πετρελαίου ἤ κάποτε ἕνας λύχνος λαδιοῦ, πού σκόρπιζε ἴσκιους τριγύρω, στίς μισοσκότεινες καί καπνισμένες γωνιές τοῦ σπιτιοῦ, μέ μιά παράξενη δόση μυστηρίου.
Ξανάδε καί τό δικό του, τό μικρό, ταπεινό σπιτάκι, μέ τόν κουρασμένο τόν Πατέρα, τή Μάνα καί τ’ ἀδέλφια. Ἀκόμα τοῦ δαγκώνει τή ψυχή ἡ φαρμακωμένη Μορφή τοῦ Πατέρα του, πού κοίταζε μέσα ἀπό χίλιες δυό στερήσεις νά τά καταφέρει, ὥστε νά μή λείπει τίποτε ἀπό τό σπίτι. Ἴσως, γι’ αὐτό κι ἔφυγε τόσο νωρίς, τόσο νέος... Καθώς τόν ἔφερνε στή μνήμη του τούτη τήν ἱερή ὥρα, κάποια δάκρυα ξέφυγαν ἀπ’ τά μάτια του.
Τό λεωφορεῖο δέν σταματοῦσε παρά σέ ἐλάχιστες στάσεις. Κοίταξε ἔξω. Ὁ δρόμος, φωτισμένος γιορταστικά, εἶχε ἐλάχιστη κίνηση. Στύλωσε τότε τά μάτια του στό μικρό παιδί, πού κρατοῦσε ἡ μάνα του λίγες θέσεις πιό πέρα ἀπ’ τή δική του, καί θυμήθηκε. Αὐτή τή φορά, τόν μακρυνό καιρό τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, μάλιστα τέτοια βραδυά, Παραμονή Χριστουγέννων. Τοῦ ἄρεσε πάντα αὐτή ἡ βραδυά. Ὄχι γιατί πήγαινε νά πεῖ τήν "Καληνεσπέρα" μέ τούς φίλους του ἀπό τό Ἐπάνω κι ἀπ’ τό Κάτω Χωριό, ἀλλ’ ἐπειδή τόν ἐντυπωσίαζε τό γεγονός τῆς γιορτῆς πού ἐρχόταν μέ ρυθμούς τέτοιους, οἱ ὁποῖοι ἄνοιγαν στήν ψυχή τούς μυστικούς ἐκείνους δρόμους γιά τήν προσέγγιση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό περισσότερο τό διαισθανόταν στήν ἐκκλησία, ὅταν σέ ὥρα βαθειά ὀρθρινή πήγαινε μέ τούς δικούς του, γιά ν’ ἀκούσουν τόν Ὄρθρο καί τή Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, στήν παλιά ἐκείνη ἐκκλησιά τή φωτισμένη μόνο ἀπό τά κεριά καί τά λαδοκάντηλα. Ἐκεῖ, λοιπόν, προσπαθοῦσε νά αἰσθανθεῖ τό μεγαλεῖο πού κρύβει γιορτή, καθώς οἱ λέξεις ἀπό τό ἀπολυτίκιο, «Ἡ Γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν...» ἔφταναν μέσα του στολισμένες καί ντυμένες μέ φῶς ἱλαρό, αὐτό τό φῶς τῶν Χριστουγέννων πού δέν ξανασυνάντησε ποτές του, καί πού μόνο ἐκείνη ἡ ταπεινή, φτωχική ἐκκλησία τοῦ πρόσφερνε ἁπλόχερα. Ἄχ! νά μποροῦσε κι ἀπόψε νά βρεῖ μιά παρόμοια γωνιά σέ τούτη τή σύγχρονη Βαβυλώνα, γιά νά πάρει λίγο ἀπό κεῖνο τό φῶς, λίγη κατάνυξη, ὥστε νά ξαναδέσει τή ψυχή του μέ τό μακρυνό τό χτές, μέ τούς δικούς του ἀνθρώπους.
Θυμᾶται, λοιπόν, τήν ἐκκλησία, τούς σιωπηλούς συγχωριανούς του εὐφραινόμενους στά στασίδια τους, ὃπως θυμᾶται καί τήν ἀπόλυση τῆς λειτουργίας μέ τίς εὐχές μέσα στό βαρύ σκοῦρο πρωϊνό, κι ὕστερα τήν ἐπιστροφή στό φτωχικό τους. Κάποια χριστουγεννιάτικα πρωϊνά ἔχουν ἀκόμα ἀποτυπωθεῖ μέσα του, μέ πηχτό πούσι στολισμένα κι ἀνεμόβροχο, ἐνῶ ἡ θάλασσα κάτω στά θεμέλια τοῦ νησιοῦ βογγοῦσε πονεμένα, λές καί θρηνοῦσε τίς ψυχές ἐκείνων πού ἔφυγαν πιά...
Τό λεωφορεῖο συνεχίζει τό ταξίδι στόν παγωμένο δρόμο. Ὅπως συνεχίζεται καί τό παραμιλητό τῆς μνήμης, πού δέν ἡσυχάζει στό νά τοῦ προβάλλει εἰκόνες ἱερές, πολύτιμες, κορυφαῖες. Ἔτσι, τούτη τή φορά τό μοτίβο ἀλλάζει. Εἶναι τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς ἡ προέκταση, πού ξεδιπλώνεται ὅμως σέ ἄλλον χῶρο, τό ἴδιο ἁγιασμένο καί οἰκεῖο. Ἔτσι, αὐτή τή φορά μπροστά του ἔρχεται μιά λιτή, σιωπηλή γειτονιά κι ἕνα σπίτι πέτρινο, μέ κῆπο φυτεμένο τριανταφυλλιές καί γαρυφαλιές, ἀλλά καί μέ μιά σκιόφυλλη κληματαριά.
Στό σπίτι αὐτό τά πρόσωπα πού βλέπει μέσα στό σύθαμπο τῶν νοτισμένων του ματιῶν εἶναι μιά γυναῖκα κι ἕνα παιδί. Ἕνα παιδί πού δέν παύει νά θυμᾶται καί νά μνημονεύει κάποια παλιά, ξεχασμένα σήμερα, Χριστούγεννα, φωτισμένα μέ τό ἁπλοϊκό φῶς μιᾶς λάμπας καί τῆς ἀρχαίας φωτιᾶς πού καίει στήν παραστιά. Ὀνειρεύεται τό παιδί κι ἀποκοιμιέται μέ τήν ἐλπίδα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ πατέρα, ὅπως τότε, παραμονές Χριστούγεννα, σέ ὥρα ἀπόβραδη, καθώς ὁ χλωμός ἥλιος χανόταν πίσω ἀπό τή Σκιάθο.
Ξαφνιάστηκε. Εἶχε φτάσει στόν προορισμό του καί μήτε πού τό κατάλαβε. Σηκώθηκε βιαστικά καί κατέβηκε. Πηγαίνοντας γιά τό φιλικό τό σπίτι κοίταζε τούς στολισμένους, καί φωτισμένους μέ πολύχρωμα λαμπιόνια, κήπους τῶν σπιτιῶν, τά φωτισμένα παράθυρα μέ τά δέντρα τά στολισμένα καί κοντοστάθηκε. Κάθησε σέ μιάν ἄκρη καί προσπάθησε νά ξαναδεῖ τό φῶς τῶν Χριστουγέννων, τήν παλιά Ἐκκλησία, τό μικρό, ἔρημο καί ἐρειπωμένο σήμερα χωριό, τό παιδί καί τή σιωπηλή του σύζυγο μέ τό σημάδι τῆς ὑπομονῆς καί τοῦ πόνου στά μάτια, κι ἄρχισε νά κλαίει γοερά. Σάν μικρό, παραπονεμένο παιδί. Κάποιοι πού πέρασαν ἀπό δίπλα του δέν τοῦ ἔδωσαν καμμιά σημασία. Ἦταν τόσο βιαστικοί κι ἀδιάφοροι!!!... Πόση ὥρα στάθηκε ἐκεῖ, μήτε πού κατάλαβε. Κατάλαβε ὅμως αὐτό πού τοῦ εἶπε ὁ Ντίνος, ὅταν ἔφτασε ἀργοπορημένος, χλωμός καί μέ τό φαρμάκι νά στάζει ἀπ’ τά μάτια καί τή ψυχή του. Προσπάθησε νά προσποιηθεῖ τόν ψύχραιμο∙ δέν τό κατάφερε. Μόνο τόν Ντίνο ἄκουσε νά τοῦ λέει δυό λόγια καρδιᾶς:
-Τήν πατρίδα θυμήθηκες πάλι Νίκο, καί δέν θέλω νά νά μοῦ τό πεῖς. Τό βλέπω καθαρά στήν ὄψη σου, πού κοιτάζει κατά κεῖ. Ὅμως κι ἐμεῖς, καλέ μου φίλε, μ’ αὐτό τό ὅραμα ζοῦμε καί γιορτάζουμε ἀπόψε, ἐλπίζοντας κάποτε ν’ ἀξιωθοῦμε ἐκεῖ ἀληθινά κι ὄμορφα νά γιορτάσουμε κάποια Χριστούγεννα, ὅπως παλιά. Χρόνια σου πολλά, ἀδελφέ, καί καλή πατρίδα!
Παραμονές Χριστουγέννων 1999
[ἀφιερωμένο στή μνήμη τοῦ Πατέρα μου]