© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΜΙΑ ΑΛΛΟΙΩΤΙΚΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

«Οἱ βιτρίνες
δεν ἀνασταίνουν τίποτε ἀπό τον παράδεισό μου
ἀφοῦ δεν ἔχουν ἕνα χαμόγελο
για ἕναν ξένο...»
Π. Β. Πάσχος

Τό μεγάλο λεωφορεῖο ἦταν σχεδόν ἄδειο τούτη τή νύχτα τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων. Οἱ λιγοστοί του ἐπιβάτες -κάτι κουρασμένοι μετανάστες πού ἐπέστρεφαν στά σπίτια τους- μισοκοιμόντουσαν, καθώς ἦταν κουρασμένοι ἀπό τήν ἔντονη ἐργασία τῶν γιορτινῶν αὐτῶν ἡμερῶν. Μαζί τους κι αὐτός, πού τόν κάλεσαν στό σπίτι τους ἀπόψε καποιοι συγχωριανοί του, γιά να γιορτάσουν τά Χριστούγεννα. Ἀλήθεια, τά μέτρησε ποτές του τά Χριστούγεννα πού λείπει ἀπ’ τό σπίτι του, ἀπ’ τό χωριό του;
Ἔξω χιόνιζε. Οἱ ἀραιές νιφάδες κολλοῦσαν στά τζάμια τοῦ λεωφορείου πού, νυσταγμένο καί κουρασμένο, προχωροῦσε πάνω στήν παγωμένη λεωφόρο.
Κοίταξε τό ρολόι του. Ἤθελε κάμποση ὥρα νά φτάσει στόν προορισμό του, γιατί τό σπίτι τοῦ Ντίνου ἦταν ἀρκετά μακρυά ἀπό τή δουλειά του, ἀπ’ ὅπου και  ξεκίνησε. Ἄφησε τόν ἑαυτό του νά χαλαρώσει κι ἔκλεισε γιά λίγο τά μάτια του. Ἔνοιωθε στ’ ἀλήθεια τόσο κουρασμένος!
Τότε, μέσα σέ κεῖνο τό γλυκό νανούρισμα, πού τοῦ χάριζε αὐτό τό ταξίδι μέ τό μονότονο σύρσιμο τοῦ ἁμαξιοῦ πάνω στόν μισοχιονισμένο δρόμο, ἄρχισε τό ἄλλο σεργιάνισμα, ἐκεῖνο τῆς μνήμης, πού ἐνεργοποιεῖται κάτι τέτοιες στιγμές γιορτῆς κι ἀναπόλησης. Ἄρχισε, λοιπόν, νοερά νά ἐπισκέπτεται εὐλογημένους καί μακρυνούς τόπους, ὅπου εἶχε τόσα χρόνια νά δεῖ καί τούς νοσταλγοῦσε μέ δέος κι ὀδύνη. Ξανάδε τότε τόν Τσιτσίραφλο, τή μικρή πλατεία τοῦ χωριοῦ του, χωνεμένη στό μολυβένιο ἀπόβραδο, τά λιτά και φτωχικά τριγύρω σπιτάκια πού κοιτοῦσαν κατά τή θάλασσα κι ὕστερα τά παιδιά πού μέσ’ τό παγωμένο τό βράδυ πήγαιναν σέ μικρούς ὁμίλους νά ποῦν τά κάλαντα.
Ξαναθυμήθηκε τίς παλιές τίς παραστιές μέ τήν ἀρχαία φωτιά, ἐνῶ δίπλα τους κάθονταν σιωπηλοί κι αὐστηροί, ὅπως στίς βυζαντινές ἁγιογραφίες, οἱ παλιοί νοικοκυραῖοι.
Τά μικρά σπιτάκια τά φώτιζε μιά λάμπα πετρελαίου ἤ κάποτε ἕνας λύχνος λαδιοῦ, πού σκόρπιζε ἴσκιους τριγύρω, στίς μισοσκότεινες καί καπνισμένες γωνιές τοῦ σπιτιοῦ, μέ μιά παράξενη δόση μυστηρίου.
Ξανάδε καί τό δικό του, τό μικρό, ταπεινό σπιτάκι, μέ τόν κουρασμένο τόν Πατέρα, τή Μάνα καί τ’ ἀδέλφια. Ἀκόμα τοῦ δαγκώνει τή ψυχή ἡ φαρμακωμένη Μορφή τοῦ Πατέρα του, πού κοίταζε μέσα ἀπό χίλιες δυό στερήσεις νά τά καταφέρει, ὥστε νά μή λείπει τίποτε ἀπό τό σπίτι. Ἴσως, γι’ αὐτό κι ἔφυγε τόσο νωρίς, τόσο νέος... Καθώς τόν ἔφερνε στή μνήμη του τούτη τήν ἱερή ὥρα, κάποια δάκρυα ξέφυγαν ἀπ’ τά μάτια του.
Τό λεωφορεῖο δέν σταματοῦσε παρά σέ ἐλάχιστες στάσεις. Κοίταξε ἔξω. Ὁ δρόμος, φωτισμένος γιορταστικά, εἶχε ἐλάχιστη κίνηση. Στύλωσε τότε τά μάτια του στό μικρό παιδί, πού κρατοῦσε ἡ μάνα του λίγες θέσεις πιό πέρα ἀπ’ τή δική του, καί θυμήθηκε. Αὐτή τή φορά, τόν μακρυνό καιρό τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, μάλιστα τέτοια βραδυά, Παραμονή Χριστουγέννων. Τοῦ ἄρεσε πάντα αὐτή  ἡ βραδυά. Ὄχι γιατί πήγαινε νά πεῖ τήν "Καληνεσπέρα" μέ τούς φίλους του ἀπό τό Ἐπάνω κι ἀπ’ τό Κάτω Χωριό, ἀλλ’ ἐπειδή τόν ἐντυπωσίαζε τό γεγονός τῆς γιορτῆς πού ἐρχόταν μέ ρυθμούς τέτοιους, οἱ ὁποῖοι ἄνοιγαν στήν ψυχή τούς μυστικούς ἐκείνους δρόμους γιά τήν προσέγγιση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό περισσότερο τό διαισθανόταν στήν ἐκκλησία, ὅταν σέ ὥρα βαθειά ὀρθρινή πήγαινε μέ τούς δικούς του, γιά ν’ ἀκούσουν τόν Ὄρθρο καί τή Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, στήν παλιά ἐκείνη ἐκκλησιά τή φωτισμένη μόνο ἀπό τά κεριά καί τά λαδοκάντηλα. Ἐκεῖ, λοιπόν, προσπαθοῦσε νά αἰσθανθεῖ τό μεγαλεῖο πού κρύβει  γιορτή, καθώς οἱ λέξεις ἀπό τό ἀπολυτίκιο, «Ἡ Γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν...» ἔφταναν μέσα του στολισμένες καί ντυμένες μέ φῶς ἱλαρό, αὐτό τό φῶς τῶν Χριστουγέννων πού δέν ξανασυνάντησε ποτές του, καί πού μόνο ἐκείνη ἡ ταπεινή,  φτωχική ἐκκλησία τοῦ πρόσφερνε ἁπλόχερα. Ἄχ! νά μποροῦσε κι ἀπόψε νά βρεῖ μιά παρόμοια γωνιά σέ τούτη τή σύγχρονη Βαβυλώνα, γιά νά πάρει λίγο ἀπό κεῖνο τό φῶς, λίγη κατάνυξη, ὥστε νά ξαναδέσει τή ψυχή του μέ τό μακρυνό τό χτές, μέ τούς δικούς του ἀνθρώπους.
Θυμᾶται, λοιπόν, τήν ἐκκλησία, τούς σιωπηλούς συγχωριανούς του εὐφραινόμενους στά στασίδια τους, ὃπως θυμᾶται καί τήν ἀπόλυση τῆς λειτουργίας μέ τίς εὐχές μέσα στό βαρύ σκοῦρο πρωϊνό, κι ὕστερα τήν ἐπιστροφή στό φτωχικό  τους. Κάποια χριστουγεννιάτικα πρωϊνά  ἔχουν ἀκόμα ἀποτυπωθεῖ μέσα του, μέ πηχτό πούσι στολισμένα κι ἀνεμόβροχο, ἐνῶ ἡ θάλασσα κάτω στά θεμέλια τοῦ νησιοῦ βογγοῦσε πονεμένα, λές καί θρηνοῦσε τίς ψυχές ἐκείνων πού ἔφυγαν πιά...             
Τό λεωφορεῖο συνεχίζει τό ταξίδι στόν παγωμένο δρόμο. Ὅπως συνεχίζεται καί τό παραμιλητό τῆς μνήμης, πού δέν ἡσυχάζει στό νά τοῦ προβάλλει εἰκόνες ἱερές, πολύτιμες, κορυφαῖες. Ἔτσι, τούτη τή φορά τό μοτίβο ἀλλάζει. Εἶναι τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς ἡ προέκταση, πού ξεδιπλώνεται ὅμως σέ ἄλλον χῶρο, τό ἴδιο ἁγιασμένο καί οἰκεῖο. Ἔτσι, αὐτή τή φορά μπροστά του ἔρχεται μιά λιτή, σιωπηλή γειτονιά κι ἕνα σπίτι πέτρινο, μέ κῆπο φυτεμένο τριανταφυλλιές καί γαρυφαλιές, ἀλλά καί μέ μιά σκιόφυλλη κληματαριά.
Στό σπίτι αὐτό τά πρόσωπα πού βλέπει μέσα στό σύθαμπο τῶν νοτισμένων του ματιῶν εἶναι μιά γυναῖκα κι ἕνα παιδί. Ἕνα παιδί πού δέν παύει νά θυμᾶται καί νά μνημονεύει κάποια παλιά, ξεχασμένα σήμερα,  Χριστούγεννα, φωτισμένα μέ τό ἁπλοϊκό φῶς μιᾶς λάμπας καί τῆς ἀρχαίας φωτιᾶς πού καίει στήν παραστιά. Ὀνειρεύεται τό παιδί κι ἀποκοιμιέται μέ τήν ἐλπίδα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ πατέρα, ὅπως τότε, παραμονές Χριστούγεννα, σέ ὥρα ἀπόβραδη, καθώς ὁ χλωμός ἥλιος χανόταν πίσω ἀπό τή Σκιάθο.
Ξαφνιάστηκε. Εἶχε φτάσει στόν προορισμό του καί μήτε πού τό κατάλαβε. Σηκώθηκε βιαστικά καί κατέβηκε. Πηγαίνοντας γιά τό φιλικό τό σπίτι κοίταζε τούς στολισμένους, καί φωτισμένους μέ πολύχρωμα λαμπιόνια, κήπους τῶν σπιτιῶν, τά φωτισμένα παράθυρα μέ τά δέντρα τά στολισμένα καί κοντοστάθηκε. Κάθησε σέ μιάν ἄκρη καί προσπάθησε νά ξαναδεῖ τό φῶς τῶν Χριστουγέννων, τήν παλιά Ἐκκλησία, τό μικρό, ἔρημο καί ἐρειπωμένο σήμερα χωριό, τό παιδί καί τή σιωπηλή του σύζυγο μέ τό σημάδι τῆς ὑπομονῆς καί τοῦ πόνου στά μάτια, κι ἄρχισε νά κλαίει γοερά. Σάν μικρό, παραπονεμένο παιδί. Κάποιοι πού πέρασαν ἀπό δίπλα του δέν τοῦ ἔδωσαν καμμιά σημασία. Ἦταν τόσο βιαστικοί κι ἀδιάφοροι!!!... Πόση ὥρα στάθηκε ἐκεῖ, μήτε πού κατάλαβε. Κατάλαβε ὅμως αὐτό πού τοῦ εἶπε ὁ Ντίνος, ὅταν ἔφτασε ἀργοπορημένος, χλωμός καί μέ τό φαρμάκι νά στάζει ἀπ’ τά μάτια καί τή ψυχή του. Προσπάθησε νά προσποιηθεῖ τόν ψύχραιμο∙ δέν τό κατάφερε. Μόνο τόν Ντίνο ἄκουσε νά τοῦ λέει δυό λόγια καρδιᾶς:
 -Τήν πατρίδα θυμήθηκες πάλι Νίκο, καί δέν θέλω νά νά μοῦ τό πεῖς. Τό βλέπω καθαρά στήν ὄψη σου, πού κοιτάζει κατά κεῖ. Ὅμως κι ἐμεῖς, καλέ μου φίλε, μ’ αὐτό τό ὅραμα ζοῦμε καί γιορτάζουμε ἀπόψε, ἐλπίζοντας κάποτε ν’ ἀξιωθοῦμε ἐκεῖ ἀληθινά κι ὄμορφα νά γιορτάσουμε κάποια Χριστούγεννα, ὅπως παλιά. Χρόνια σου πολλά, ἀδελφέ, καί καλή πατρίδα!
 
Παραμονές Χριστουγέννων 1999
[ἀφιερωμένο στή μνήμη τοῦ Πατέρα μου] 

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΤΕ: ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ 11/11/2011-10/1/2012 και ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ 6/12/2011-23/4/2012

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ
                        «όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί»
[ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΣΤ΄]
                                                                   Γιώργος Σεφέρης

Η νέα πτέρυγα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών -απρόσωπη θα τη χαρακτηρίζαμε-πήρε ζωή από τα μαγικά «στραβοπίνελα» του Παναγιώτη Τέτση.   Στα δεκαοκτώ καινούργια έργα του  ακροβατεί σε τόνους άσπρου-μαύρου. Και τι περίεργο, το ασπρόμαυρο τούτο «παιγνίδι» είναι όλο φως και χρώμα! Αυτή είναι και  η μεγάλη μαεστρία του Ζωγράφου να κρύβει το χρώμα για να το ανακαλύψει ή και  να το δημιουργήσει ο θεατής των πινάκων του! 
Τα πεύκα έχουν αιχμαλωτίσει   τον άνεμο, κι εμείς, αόρατοι περιπατητές, νιώθαμε το χάδι του καθώς μας το στέλνει με το άρωμά του. Γευόμαστε  της θαλάσσης την αρμύρα με το απροσδόκητο κόκκινο στο νερό και την ακτίνα του ήλιου να τρυπά  τα σύννεφα και να τρέχει στο κύμα προσπαθώντας να αποκαλύψει τις περιπέτειες του πολυμήχανου ανδρός ή να φωτίσει τα αρχαία ναυάγια του βυθού.

Η ιερότητα της γης, του ουρανού, της θάλασσας, η ιερότητα των δένδρων, των εστιών αναπτύσσονται σε όλο τους το μεγαλείο. Τα απογυμνωμένα κλαδιά, χέρια αποστεωμένα,  σαν κάτι θέλουν να μας πουν…, να μαρτυρήσουν, ίσως, το μακρινό εκείνο μυστικό των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, την απέριττη γραφή των Ιαπώνων ομοτέχνων τους ή να φέρουν μέσα από τα βάθη των αιώνων  μνήμες από τα μυστήρια του πεπρωμένου που κρύβονται στις Σκαιές Πύλες;

Δίπλα στα νέα έργα του δασκάλου και ακαδημαϊκού Παναγιώτη Τέτση, αρκετά παλαιά, δάνεια της Εθνικής Πινακοθήκης και άλλων συλλεκτών, που έχουμε θαυμάσει και αγαπήσει, στημένα με το συνταίριασμα εκείνο που η κυρία Έφη Ανδρεάδη, επιμελήτρια  της έκθεσης, με  τη βαθιά γνώση  του αντικειμένου προβάλει, και καλεί τον θεατή για μία  υψηλή αισθητική απόλαυση, που αρχίζει από το ξεφύλλισμα του εκπληκτικού, συλλεκτικού θα λέγαμε, καταλόγου, αφιερωμένου στο Ζωγράφο!  

ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ
«εγώ είμαι ο τόπος σου
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις»
[ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ Δ΄]
                                                Γιώργος  Σεφέρης
Πάνω σε μία «Τριημιολία»  με προορισμό την «Άγονη Γραμμή» θα μας ταξιδέψει μια σειρά εκθέσεων του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, ξεκινώντας από την προϊστορία ως τους λιμένες των μεταβυζαντινών χρόνων. Με τον έξοχο Ελληνικό λόγο τους, ο Διευθυντής του Μουσείου, καθηγητής Νικόλαος Σταμπολίδης και ο άξιος μαθητής του αρχαιολόγος, επιμελητής του Μουσείου Γιώργος Τασούλας, μας αφηγούνται μέσα από 400 αντικείμενα που ανασύρθηκαν από τα σπλάχνα  της γης και της ιστορίας 5.800 χρόνων, τις περιπέτειες πέντε νησιών του νοτίου αιγαίου, του Καστελόριζου, της Σύμης, της Χάλκης, της Τήλου και της Νισύρου. Ένας άθλος πραγματικός που συγκλονίζει τον επισκέπτη κρατώντας και μόνο το βαρύτιμο, δίγλωσσο κατάλογο της έκθεσης. “Opus magnum”, θα τον χαρακτηρίζαμε,  «που αποτελεί ένα “μουσείο” εις το εσαεί για τα μικρά αυτά νησιά, ορισμένα από τα οποία δεν διαθέτουν ακόμα μουσείο ή συλλογές», επισημαίνει ο καθηγητής.
Η πρώρα από το πολεμικό πλοίο  της Νισύρου, φτιαγμένη από Λάρτιο λίθο,  τοποθετήθηκε σοφά στο κέντρο  της εισόδου του Μουσείου και στο βάθος η μεγάλη φωτογραφία της Νίκης της Σαμοθράκης για να φανεί η ομοιότητα, με εκείνη  την πρώρα πάνω στην οποία στέκει η Νίκη έτοιμη να  υποδεχτεί,  με ανοιγμένες  τις  φτερούγες της  τον επισκέπτη και μαζί του να πετάξει… Και, ω, του θαύματος, τι κι αν βρίσκεται στο Λούβρο, εκείνη κατέρχεται από το ιερό βάθρο της   και με την αέναη κίνησή της  οδηγεί τα βήματα του  επισκέπτη στο εντυπωσιακό  ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα κισσού από το ακριτικό νησί του Καστελόριζου, [τέλη 4ου αρχές 3ου π.Χ αι.], στα αναθηματικά ανάγλυφα, στα νομίσματα, στις ενσφράγιστες λαβές αμφορέων και στη «σκανταλόπετρα», λίθινη άγκυρα  με  στρογγυλεμένες άκρες. Θαυμάζει τον  κορμό ενός εφήβου [400-350 π.Χ. αι.], τον Αττικό ερυθρόμορφο ασκό,  τη μορφή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου [1423/4 μ.Χ]  και τη Βρεφοκρατούσα Παναγιά [17ος αρχές 18ου μ.Χ. αι.]. Κι ύστερα  δείχνει τη δεξιοσύνη της,   γνέθοντας  το μαλλί, πάνω  στο Αττικό ερυθρόμορφο  επίνητρο [1400-375 π.Χ.] από τη Χάλκη το ακουμπισμένο  στο γόνατό της.  Αλλά   τονίζει και την ομορφιά της με το Χρυσό αλυσιδένιο περιδέραιο της Τήλου. Κι ενώ μέσα από τους θαλασσινούς ανέμους, ιστορεί το μύθο των θεών και των ανθρώπων, τις δοξασίες,  τις συνήθειες, τα έθιμά τους,  την ακμή και την παρακμή του πολιτισμού, το πλάσιμο σπουδαίων πραγμάτων και εκείνων, των τόσο σημαντικών, «μικρών τίποτα», στέκει για αρκετή ώρα μπροστά από ένα θραύσμα μαρμάρινου σταυρού από τη Νίσυρο [6ος-7ος μ.Χ. αι.]. Μέσα  στο εγχάρακτο πλαίσιο αναγράφεται καθέτως και οριζοντίως:  ΖΩΗ/ΦΩΣ. Διαβάζει δυνατά κι ύστερα χάνεται!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα, κατά την διάρκεια των οποίων οι μαθητές των Αθηνών μπορούν μέσω της Vodafone να επικοινωνούν  με τους μαθητές των νησιών μέσα από το microsite  της έκθεσης [www.agoni-grammi.gr]. Επίσης, οι κάτοχοι εισιτηρίου του Μουσείου μπορούν να παρακολουθούν δωρεάν ξενάγηση στις 12.30 μ.μ. κάθε Κυριακή.

Related Posts with Thumbnails