ἤ, Τῆς Μ. Σαρακοστῆς τὰ θεῖα πρόσφορα
Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς χωρὶς νόημα, διδαχὴ καὶ φιλανθρωπία τὰ ὅσα μᾶς παραθέτει στὸ πνευματικό Της τραπέζι ἡ Ἐκκλησία τώρα τὴ Σαρακοστὴ πρὸς καταρτισμόν μας, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐπίγνωση καὶ ἐμβιωμένη συνειδητοποίησή μας. Γιατὶ ὅλοι μας, λίγο-πολύ, «σκεύη κεραμέως» εἴμαστε καὶ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ κινδυνεύουμε νὰ θραυστοῦμε, νὰ γίνουμε, δηλαδή, χίλια κομμάτια, τὰ ὁποῖα καὶ πολὺ δύσκολα μαζεύονται, ἀλλὰ καὶ δυσκολότερα ἑνοποιοῦνται.
Ἔτσι, λοιπόν, κάθε τόσο, αὐτή ἡ Μάνα μας, ἡ Ἐκκλησία, ὅλο καὶ μᾶς κομίζει ἕνα πλοῦτο γνώσεων, ἀσκήσεων καὶ δυνατοτήτων, ὥστε νὰ ξαναβροῦμε τὸ χαμένο μας ἑαυτὸ καὶ μαζί του τὸ Θεό; Αὐτὸν ποὺ μᾶς δημιούργησε καὶ τὸν παρατήσαμε στὴν ἄκρη, ἔτσι, γιὰ νὰ γίνει τὸ θέλημά μας καὶ μόνο. Καὶ καθὼς βηματίζουμε στὸ θεοφίλητο μονοπάτι τῆς Μ. Σαρακοστῆς, μᾶς παρέχονται πολλὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὴν συνάντησή μας μὲ ἱερὲς καὶ φωτεινὲς περιπτώσεις, ἀνθρωπολογικοῦ χαρακτήρα ποὺ τὶς σφραγίζει ἡ ἀνεξίτηλη παρουσία Του, ὁ Ὁποῖος σιμά μας εἶναι, μᾶς παρακολουθεῖ καὶ μᾶς ἐπιτηρεῖ «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου», βλέπεις μήτε τὸ ποδι του δὲν θὰ προσκόψει πρὸς λίθον. Κι ὄχι μονάχα αὐτό, ἀλλὰ θὰ σταθεῖ ὄρθιος σὲ ὅλες τὶς τρικυμίες ποὺ θὰ συναντήσει, καθὼς θὰ ταξιδεύει μέσα στὴν κυμαινομένη καθημερινότητα, ξεπερνώντας τὶς ὅποιες συμπληγάδες ἀνταμώσει.
Ἀπὸ τὶς πιὸ δυνατὲς ἀσκήσεις ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μᾶς ἐνδυναμώσει καὶ συνάμα μᾶς ἐνισχύσει τὸ φρόνημα τῆς Πίστεως, εἶναι καὶ τὰ Μεγάλα Προκείμενα, τὰ ὁποῖα ψάλλουμε ἐναλλὰξ στοὺς Κατανυκτικοὺς Ἑσπερινούς. Πρόκειται γιὰ ἱκέσιες κραυγές, τὶς ὁποῖες, μέσα στὸ μισόφωτο τοῦ χωνεμένου στὸ δειλινὸ τὸ φῶς ναοῦ καταθέτουμε στὰ Χέρια Του, ὥστε νὰ μᾶς προσέξει. Κι ὄχι μονάχα αὐτό, ἀλλὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν πάντιμο εἰρήνη καὶ τὸ ἀμείωτο ἔλεος. Ποὺ τὰ χρειαζόμαστε τόσο στοὺς καιρούς μας, ἄλλωστε...
Κάθε ἀπ;oβραδο τὶς Κυριακὲς τῆς Σαρακοστῆς, λοιπόν, ἀφοῦ ξανὰ ντυθεῖ ὁ ναὸς τὸ πένθος τῶν χαρμολυπικῶν αὐτῶν ἡμερῶν, τὴν ὥρα ποὺ ψάλλεται ὁ Κατανυκτικὸς Ἑσπερινὸς καὶ εἰσοδεύει ὁ ἱερέας στὸ «Φῶς ἱλαρόν» τότε εἶναι ποὺ λυγίζει ἡ ψυχὴ μαζὶ μὲ τὴ μέρα. Γιατὶ ἀνεβαίνει μέσα μας, μαζὶ μὲ τὴν κατάνυξη τῶν στιγμῶν αὐτῶν, καὶ ἡ προσδοκία ὅπως, «Μὴ ἀποστρέψῃ τὸ πρόσωπόν Του ἀπὸ τοῦ παιδός Του, ὅτι θλίβεται». Καὶ Τὸν ἱκετεύει σθεναρᾶ τῇ φωνῇ: «ταχὺ ἐπάκουσόν μου, πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν».
Κι ἀκόμη, ὅταν κατανοήσει ὁ κάθε πιστὸς, πὼς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ «τὸν καταδιώκει πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του», τότε τεντώνει ὅλο του τὸ εἶναι, γιὰ ν’ ἀγγίξει -ἄν εἶναι δυνατὸ- τὸν οὐρανό καὶ εὐγνωμονεῖ: «Ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ Ὄνομά σου, Κύριε».
Κι ἀλήθεια, σὲ ὅλους μας εἶναι γνωστό, πὼς ἐμεῖς οἱ καθημερινοὶ καὶ ἐν μερίμναις τοῦ βίου διασπώμενοι, ἐμεῖς ποὺ ἐπιθυμοῦμε τὶς κληρονομίες περιουσιῶν καὶ ὑπαρχόντων, ἴσως νὰ μὴν ἔχουμε ἀντιληφθεῖ ποιὸ εἰδικὸ βάρος ἔχει τὸ νὰ κληρονομήσουμε τὸ Ὄνομά Του κι ὄχι τὰ φθαρτὰ καὶ ἐφήμερα. Αὐτά, δηλαδή, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι ...» (Μτθ 6, 20-21). Μάθημα κι αὐτό...