«Κολώνες» λέμε στη Ζάκυνθο τα κτιστά, συνήθως, προσκυνητάρια, τα οποία, μετά, κυρίως, την πολλαπλή και πολύμορφη καταστροφή του Αυγούστου του 1953, τοποθετήθηκαν στις θέσεις όπου υπήρχαν πριν την μεγάλη θεομηνία εκκλησίες, για να θυμίζουν την ιερότητα του χώρου και να κρατούν την ανάμνηση, αλλά και να υπενθυμίζουν την ευθύνη των μεταγενέστερων.
Πολλές από αυτές και πιο πολύ όσες φτιάχτηκαν από τα απομεινάρια των προσεισμικών ιερών στεγών, όπου αντικατέστησαν, είναι αληθινά κομψοτεχνήματα και η παρουσία τους θυμίζει «περασμένα μεγαλεία» και σε αναγκάζει ουσιαστικά, όπως και ο κορυφαίος ποιητής κληροδοτεί, «διηγώντας τα να κλαις». Σαν τέτοιες περιπτώσεις, έτσι πολύ πρόχειρα και δίχως κόπο ή ψάξιμο, ενδεικτικά θα αναφέρω το προσκυνητάρι της Παναγίας της Ευαγγελίστριας στο χωριό Μουζάκι και το άλλο, στην Ρίζα του νησιού μας, στο Βουγιάτο, το οποίο συνθεμένο, με τα υλικά του παραθύρου της κόγχης του ιερού βήματος, έχει τοποθετηθεί στην θέση της παλιάς εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνος, εκεί στο κέντρο του χωριού και δίπλα στον κεντρικό δρόμο. Ίσως κάποτε κάποιος μελετητής πρέπει να ασχοληθεί με αυτά, να τα παρουσιάσει και να τα αναδείξει. Αξίζουν τον κόπο, γιατί δείχνουν μια νεώτερη, πολλή σημαντική παράδοση, αλλά και αποτελούν, συγχρόνως, και μια αξιοσέβαστη και αξιοπρόσεκτη λαογραφική μας έκφραση.
Μια από αυτές τις «κολώνες», μικρό κομψοτέχνημα και αυτή, μια και δεν ακολούθησε, ευτυχώς, την εύκολη λύση της προχειρότητας, αλλά σεβάστηκε μια παράδοση και δεν πρόδωσε μια νοοτροπία αιώνων, βρίσκεται στον δρόμο που οδηγεί από το χωριό Μπανάτο στην Χώρα και εκεί αποτελεί την πιο ζεστή παρηγοριά για τον κάθε ευαίσθητο διαβάτη. Θα την συναντήσουμε στην δεξιά μεριά του κεντρικού αυτού δρόμου, στην άκρη του, στο φρύδι του τράφου και θα την ξεχωρίσουμε για την κομψότητά της, αλλά και το κατάλευκό της χρώμα, το οποίο προκύπτει από την ευαισθησία του ασβέστη και την άγρυπνη φροντίδα των γειτόνων της και ίσως και παλιών ενοριτών ή ιδιοκτητών του ναού της, η οποία θυμίζει πάντα το ξημέρωμα της κάθε γιορτής, δεσποτικής, θεομητορικής ή γνωστού αγίου, με το αναμμένο της καντήλι. Την μέρα των Φώτων, επίσης, θα την δούμε στολισμένη με ένα νεράντζι και την Κυριακή των Βαΐων θα διακρίνουμε πάντα, πίσω από το συνεχώς καθαρό τζάμι της, την παραδοσιακή του τόπου μας βαγιοφόρα, πλεγμένη με φοινικόκλαδα και στολισμένη με κλαδιά ελιάς και ευωδιαστά ανοιξιάτικα λουλούδια.
Η εικόνα που περικλείει είναι του διαπραγματευτή «και τση γης και του πελάου» Αγίου Νικολάου και στέκεται στην θέση αυτή για να θυμίζει στους παλιότερους και να γνωρίζει στους νεώτερους πως κάπου εκεί, πριν την χρονιά της μεγάλης κοσμοχαλασιάς και του διχασμού της ιστορίας μας σε προσεισμικά και μετασεισμικά χρόνια, υπήρχε μια από τις πολλές εκκλησίες, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στον ταπεινό Επίσκοπο των Μύρων της Λυκίας, τον οποίο ο λαός μας τον θεωρεί σαν τον μεγαλύτερο Άγιο της χριστιανοσύνης και η εκκλησία μας τον ονομάζει «Πανάγιο», αποδίδοντάς του τιμές μεγάλες και γιορτάζοντάς τον, εκτός από τις ετήσιες γιορτές του και κάθε ψιλή Πέμπτη.
Μα η φροντίδα των περιοίκων δεν σταματά ή μάλλον δεν σταμάταγε, όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, στα όσα παραπάνω αναφέραμε. Εκτός από την διαρκή φροντίδα για το άναμμα του καντηλιού του, την εορταστική διακόσμηση και την ευπρεπή παρουσία του, φρόντιζαν οι περίοικοί του και για το φτωχικό του, αλλά στην ουσία πάμπλουτο, πανηγύρι. Έτσι δύο φορές το χρόνο, στις 6 του Δεκέμβρη, όπου τιμάται η μνήμη της κοίμησης του Ιεράρχη και στις 10 του Μάη, οπότε το νησί μας γιορτάζει την επέτειο της Παρόδου του Λειψάνου του από τα χώματά του, ένα γιορταστικό στεφάνι στόλιζε τον σιδερένιο σταυρό του πάνου μέρους της «κολώνας» και θύμιζε την ιερότητα της ημέρας και την σημασία του γιορταστικού της χαρακτήρα.
Το στεφάνι του χειμώνα ήταν συνήθως φτιαγμένο από δοξαστικές μυρτιές -«μερτίες», για τον πιο εύηχο τονισμό-, το κλασσικό αυτό φυτό των τζαντιώτικων πανηγυριών και λίγα λουλούδια, συχνά χρυσάνθεμα, τα οποία είχαν ξεφύγει από τις κακοκαιρίες και είχαν αντέξει στις ατέλειωτες βροχές και την καθημερινή υγρασία. Αποτελούσε την πιο ζεστή ευχαριστία στον κυρίαρχο των θαλασσών και την σεβάσμια γιορτή του, που έκλεινε τον κύκλο της πρώτης προεόρτιας σχόλης, των λαοφιλών Νικολοβάρβαρων.
Αυτό, όμως, που ήταν χάρμα οφθαλμών και παρηγορία ανάστασης, ήταν το στεφάνι της καλοκαιρινής, όπως την λέμε, γιορτής του Αγίου, αυτής του «Περαστού». Μέσα στην καρδιά της πολλαπλής ανθοφορίας και της ακμής του πιο τραγουδισμένου μήνα του χρόνου, του Μάη, ήταν πάντοτε φτιαγμένο -το «καλλιτεχνημένο» δεν θα ήταν υπερβολή- από ευωδιαστά τριαντάφυλλα, τα οποία είναι το λουλούδι της εποχής και πολύχρωμα άλλα φιόρα και με αυτό ο κάθε προσεκτικός διαβάτης θυμόταν το πανάρχαιο Πέρασμα και την χαρά των τότε κατοίκων του νησιού του, η οποία μπορεί να παραλληλισθεί με τον οργασμό της Άνοιξης.
Το γιορταστικό αυτό στεφάνι είχε γίνει με τον καιρό ένα από τα πιο αγαπημένα μεταπασχαλινά μου αντέτια. Όπου και να πήγαινα αυτή τη μέρα, κανόνιζα να είναι έτσι η πορεία μου, ώστε να περάσω από το Μπανάτο και να το δω. Να χαρώ την με αγάπη κατασκευή του, την επανάληψη της ιστορικής μνήμης, η οποία δεν είναι γραμμένη σε κανένα ημερολόγιο, αλλά στην καρδιά του λαού μας και να αναλογιστώ το πώς μπορεί να σωθεί ένας τόπος, ακόμα και σε καιρούς χαλεπούς και περιόδους λιτότητας, εάν δεν έχει χάσει την ταυτότητά του, η διατήρηση της οποίας είναι ισάξια με τον καθαρμό της ψυχής.
Με το στεφάνι αυτό είχαμε ασχοληθεί, επαινετικά τότε, όπως ίσως θυμάστε, και σε παλιότερο κείμενό μας, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην αρχαιότατη αυτή γιορτή της 10ης Μαΐου. Το σχετικό απόσπασμα είχαν αναδημοσιεύσει με φιλοζακυνθινή αγάπη και ειλικρινή φροντίδα στα ηλεκτρονικά περιοδικά τους ο πολύπλευρος π. Παναγιώτης Καποδίστριας και ο εραστής των γνήσιων τζαντιώτικων πανηγυριών και της δικής μας παράδοσης Διονύσης Βερτζάγιας. Η ενέργειά τους αυτή, μάλιστα, δείχνει την σημασία του και το πόσο μια απλή κίνηση μπορούσε να ομορφύνει τη ζωή μας και να καλυτερέψει την καθημερινότητά μας. Εκεί είχαν δημοσιευθεί και ανάλογες φωτογραφίες.
Φέτος, την περασμένη βδομάδα, ανήμερα στην αρχαιότατη τοπική μας γιορτή, επανέλαβα το αντέτι μου. Μετά την πανηγυρική λειτουργία, που παρακολούθησα στον εορτάζοντα ναό του Αγίου Νικολάου των Σχίνων, στο ριζοχώρι Φιολίτης, όπου εκεί όλα είχαν τελεσθεί με τάξη και σύμφωνα με την παράδοση, πηγαίνοντας προς την Χώρα, πέρασα και πάλι από το Μπανάτο για να δω την λουλουδένια κατασκευή και να ευχηθώ, έστω και σιωπηλά, «και του χρόνου».
Δυστυχώς, όμως, η έκπληξη ήταν δυσάρεστη. Πάνω στον σταυρό της κολώνας, εκεί που χρόνια και χρόνια κρεμόταν σαν ευχή και προσευχή η ευγένεια των ψυχών των περιοίκων, υπήρχε μια πλαστική προχειρότητα, η οποία, αν μη τι άλλο, έδειχνε την αποφυγή του κόπου και την προσαρμογή της πιο παλιάς γιορτής του τόπου μας στην άψυχη και θλιβερή, μα και επίφοβη, σημερινή πραγματικότητα.
Μια ακόμα ευαισθησία είχε σταματήσει και μια κατασκευή από ψυχής μέριμνας και λατρευτικής αγάπης είχε δώσει την θέση της στην ευκολία και τον κιτς εορτασμό του τραγικού ετοιματζίδικου. Και όμως! Τα τριαντάφυλλα γύρω βάραιναν τις μάντρες των σπιτιών και οι κήποι τους ήταν περισσότερο ολάνθιστοι από ποτέ.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό μού φάνηκε βλασφημία.
Ευτυχώς στις άκρες του τράφου λίγες αντιστεκόμενες μαργαρίτες, απομεινάρια της φετινής αληθινά οργιαστικής και πρώιμης βλάστησης, είχαν ανθίσει και αυτές πρόσφεραν, σαν αντίβαρο και δείγμα γνησιότητας, την εκ καρδίας και αληθινή προσευχή τους, μύρο πανάκριβο, στον μεγάλο Δεσπότη των Μύρων, το λείψανο του οποίου το 1087, σαν εκείνη την ημέρα είχε διαβεί από το νησί της Ζακύνθου και οι κάτοικοί του ακόμα και στις μέρες μας διατηρούν την ανάμνηση του μεγάλου αυτού γεγονότος, που είναι κομμάτι της ιστορίας τους και συνεχίζουν να το γιορτάζουν πανηγυρικά.
Είναι που η φύση του νησιού μας μπορεί να καλύπτει πάντα τις όποιες ασχημονίες μας.
Μα μέχρι πότε;