© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, ΑΠΟΤΟΜΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ (διήγημα)

Ταξίδεψα με τα φτερά του εθνικού αερομεταφορέα στο μεγάλο ταξίδι της ενηλικίωσής μου. Μ' ελάχιστο συνάλλαγμα και την ευχή των δικών μου απογειώθηκα και ύστερα από λίγες ώρες προσγειώθηκα στον προορισμό μου. Έφυγα από τον ήλιο και στάθηκα μόνος σε μια πολιτεία, που εκτός από πανωφόρι, απαιτούσε και στέγη για την ατέλειωτη νύχτα που θα ακολουθούσε. Ο θεός των Ελλήνων ήταν όμως μαζί μου και έτσι το θάρρος υπήρχε ακέραιο και φυσικά αρωγός στο πέρασμα από τον έλεγχο των διαβατηρίων στον δρόμο που μου έδειχνε ο φίλος από την Κύπρο.


Πήραμε το μετρό και κάποτε φτάσαμε στο σπίτι της κυρά Μαρίας από τα Κατεχόμενα. Τρίτος όροφος στη σοφίτα, μ' εκείνο το παράθυρο να κοιτάζει όλο το βόρειο τμήμα της πόλης. Ενθουσιάστηκα κι έπεσα σ' ένα πολύωρο όνειρο, που μου στοίχισε όμως. Το επόμενο πρωινό κοίταξα γύρω μου και τίποτα δεν ήταν γνώριμο. Μόνος σ' ένα σπίτι να ψάχνω για την τουαλέτα. Την βρήκα έγκαιρα και, πάνω που αποφάσισα να οργανώσω τη σκέψη μου στο θρόνο της περισυλλογής, μια ξένη γλώσσα μ' επανάφερε στην πραγματικότητα. Έπρεπε να βιαστώ. Ο χώρος ήταν κοινόχρηστος και όπως όλο το σπίτι, τον μοιραζόμουνα με άλλους πέντε. Βγήκα. Καλημέρισα στη γλώσσα του τόπου - δέχθηκα χαμόγελο - ανταπέδωσα και με ψηλά το κεφάλι αναζήτησα την κουζίνα. Εύκολο. Ακολούθησα τη μυρουδιά από φασόλια και ψημένο μπέικον. Ένα πιάτο τεράστιο με υποδέχθηκε στο τραπέζι. Δίπλα άχνιζε καφές φίλτρου και στο ψυγείο υπήρχαν μπόλικα καλούδια. Είπα για μένα είναι, μα κάτι με φύλαξε και δεν ακούμπησα. Στο λεπτό ο ίδιος άνθρωπος, που μου περιόρισε την πρωινή μου περιποίηση, εμφανίστηκε και, αφού με ευγένεια με παράκαμψε, καταβρόχθισε όλη την ομορφιά. Ήπιε και τον καφέ μονορούφι και με την διεθνή λέξη της απόλυτης χώνεψης έφυγε από την κουζίνα με κέφι. Μόνος ξανά. Κάθισα και κοίταγα τη βρύση. Λες να πίνεται το νερό; Αναρωτιόμουνα. Το ρίσκαρα. Περίμενα λίγο και όταν βεβαιώθηκα για τα ευεργετικά του αποτελέσματα αποφάσισα να βγω στον κόσμο.

Ήταν μια κατηφόρα που οδηγούσε σε μια κεντρική λεωφόρο. Ένας ντόπιος κάτι μου έλεγε και με νοήματα κατάλαβα ότι ήθελε κέρματα. Είχα κάτι στη τσέπη μου και είπα ότι μάλλον δεν τα χρειάζομαι. Τα πήρε και μου μίλησε για το θεό και τότε θυμήθηκα ότι είχα μια σύσταση. Μπήκα στο θάλαμο και τηλεφώνησα. Μετά από δυο - τρεις άκαρπες προσπάθειες ανακάλυψα τον τρόπο κλήσης και μια φωνή με καλημέριζε στα ελληνικά. Αισθάνθηκα ανακουφισμένος. Υπήρχε ασφάλεια.
- Μου έδωσε τη σύστασή σας ο κοινός φίλος και συμφοιτητής από την Πελοπόννησο, είπα με ελπίδα.
- Μάλιστα, μια ευγενέστατη φωνή μού απάντησε. Και πώς θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος; είπε.
- Να έρθω να σας δω. Ξέρετε, ψάχνω για δουλειά. Ό,τι κι αν είναι.

Την άλλη μέρα όλο ενθουσιασμό ταξίδεψα κάμποσο με τα τρένα για τον παράδεισο. Όλα θα πήγαιναν καλά. Έφτασα γύρω στις δώδεκα. Δεν πρόλαβα την Κυριακή λειτουργία και λυπήθηκα γι' αυτό. Μπήκα στην εκκλησία και θυμήθηκα την πατρίδα μου. Προσκύνησα κιι έπειτα ρώτησα ένα παιδάκι να μου πει πού είναι ο ιερέας.
- Μπαμπά, ένα κορίτσι σε ζητάει, φώναξε αυτό και με αγωνία τσιμπήθηκα μήπως και μεταλλάχθηκα στη διαδρομή. Δεν πρόλαβα να το πολυσκεφτώ κι ένας ιεροπρεπέστατος νεαρός κληρικός εμφανίστηκε.
- Σας είχα πάρει τηλέφωνο, του είπα.
Ασπάστηκα την δεξιά, με οδήγησε έξω στον περίβολο και δίπλα σε μια ψησταριά όπου κάμποσες σεφταλιές ψήνονταν. Απ' ό,τι κατάλαβα, μετά την εκκλησία οι ομοεθνείς τρώνε όλοι μαζί. «Λαμπρά», σκέφτηκα και το σάλιο μου έκανε το γύρο του θανάτου. Θα λιποθυμούσα. Κρατήθηκα από την καρέκλα και συνέχισα να αντικρίζω την επαφή μου.

Αφού με ρώτησε για την πατρίδα, για τον κοινό γνωστό, για τη σχολή που σπουδάσαμε, για την αιτία του ταξιδιού μου και προσπάθησα να απαντήσω με το ένα μάτι μου καρφωμένο στις πίτες που θα άρπαζαν, απέτρεψα τον μικρό, που με αγένεια προσπαθούσε να μου τραβήξει τα μαλλιά. Ο πατέρας του το μάζεψε προς στιγμήν και κείνο το ευλογημένο χοροπηδώντας επέμενε ότι είμαι κορίτσι. Μα εμένα δεν μ' ένοιαζε περισσότερο από το να μην καούν τα κρέατα στη σχάρα και φυσικά η απάντηση στην παράκληση για εργασία. Δεν γινόταν. Ολόκληρος παπάς, έλεγα μέσα μου, σε μια τεράστια ενορία. Τόσοι πατριώτες. Ήξερα να κάνω και κάμποσες δουλειές, ειδικά στην οικοδομή. Ο μικρός με εκνεύρισε και του εξήγησα το μάλλον αυτονόητο, ότι όποιος έχει μακριά μαλλιά δεν σημαίνει ότι απαραίτητα είναι γυναίκα. Ή εγώ δεν έφυγα από το χωριό ή αυτοί είναι πάντα εκεί, σκέφτηκα. Δεν κοιτάνε τουλάχιστον καμιά ορθόδοξη εικόνα, είπα, και μύρισα το κρέας. Με μάγεψε. Δεν μπορούσα παρά να το κοιτάζω πια απροκάλυπτα σαν ικέτης. Θυμήθηκα τον σκύλο μου στην Αθήνα και αποφάσισα πως στο μέλλον πρώτα θα του ρίχνω μεζέ και μετά θα τρώω.

Ξάφνου μια κυρία ήρθε και πήρε τροφή για τον μικρό. Εμένα; είπα μέσα μου. Δεν μπορεί, σε εκκλησία ήμουνα, θα μου πουν κάτι. Η κυρία ξανάρθε και, αφού γέμισε ένα πιάτο με χάρη, με κοίταξε και, πάνω που θα έλεγα δεν πρέπει αλλά να, σας ευχαριστώ και θα έπεφτα στο μέλι, έφυγε με χρηστοήθεια για κάπου μέσα στο παρακείμενο σπίτι. Σειρά μου, σκέφτηκα. Ο παπάς σηκώθηκε, άρχισε να τσιμπολογάει από τη σχάρα και να με ρωτάει για θεολογικά ζητήματα. Είχα πάθει μπλακ - άουτ. Ποσώς με ένοιαζε η πορεία της θεολογικής σκέψης και η αγωνία της σωτηρίας του θεού από τους ανθρώπους, που μου έλεγε. Εγώ σκεφτόμουνα πως εκείνη την ώρα όλοι οι θεολόγοι τρώνε και μόνο η αφεντιά μου περνά τέτοιο μαρτύριο. Ε! δεν άντεξα.
- Μπορώ; του είπα…
- Βεβαίως, μου απάντησε.
Πήρα μια πίτα, έβαλα μέσα μια σεφταλιά και αφέθηκα στη γεύση. Να τους έχει ο θεός καλά, είπα σιωπηρά και σκεφτόμουνα πως θα ήταν καλύτερα αν μου πρότεινε να βάλω μέσα στην πιτούλα και σαλάτα που την είχαν κόψει για το λόγο αυτό. Εκείνος όμως με κοίταζε σαν αποσβολωμένος. Μάλλον θα έφταιγε ο τρόπος που έτρωγα. Όσο και να μην το ήθελα, ήταν σαν να είχα να φάω χρόνια. Δυστυχώς η πίτα ήταν τρεις μπουκιές. Τελείωσα και κοίταγα τη σχάρα.
- Θα καούν, του συνέστησα.
- Ναι, δίκιο έχεις, μου απάντησε κι έκανε ένα νόημα στην πρεσβυτέρα να τα πάει μέσα μπας και κάνουν φτερά.
- Ξέρεις, είναι δύσκολο να βρω κάτι για σένα, μου τόνισε.
- Οτιδήποτε, του απάντησα. Να καθαρίζω, να πλένω πιάτα, να μπογιατίζω, να σκάβω…
- Θα δούμε, μου αποκρίθηκε βλοσυρά.
Μάλλον ήμουν εκτός προδιαγραφών του. Με αξιοπρέπεια σηκώθηκα, ευχαρίστησα για τη φιλοξενία και αφού θύμισα στο παιδί του πως και άλλοι στη χώρα που ζει έχουν μακριά μαλλιά, εκτός από τον πατέρα του, αναχώρησα με ευχή κι ένα φυλλαδιάκι θρησκευτικού περιεχομένου στα χέρια μου για τον δρόμο της επιστροφής. Η προσγείωση ήταν απότομη.
Φεύγοντας σκέφτηκα κάτι να αφήσω για τη σεφταλιά.
- Πόσο κάνει; ρώτησα με ντροπή.
- Αφήστε ό,τι θέλετε εκεί, μου είπε και μου έδειξε τον πάγκο δίπλα στη σχάρα. Άφησα κάτι και βγήκα στο δρόμο. Ψάχτηκα, τα λεφτά που είχα μου έφταναν για το μισό της διαδρομής. Θα περπατούσα λίγο, σκέφτηκα και πράγματι μου πήρε τρία χρόνια μέχρι να ξαναγυρίσω στην πατρίδα.

Related Posts with Thumbnails