Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Για τις ζακυνθινές καμπάνες ή μάλλον για τα ζακυνθινά καμπανίσματα έχουν γραφτεί πολλά, εγκωμιαστικά και… μουσικότατα. Κάθε γιορτή είχε το σένιο της και κάθε γεγονός το δικό του σινιάλο. Χτύπαγαν γιόμα, προανήγγειλαν γιορτές και πανηγύρια, γνωστοποιούσαν χαρές και θανάτους, ενημέρωναν για πολιτικές νίκες και μετακινήσεις επισκόπων. Συχνά μάλιστα, κατά το στίχο του Σολωμού, «πλερωμένες, κάνανε σαν βουρλισμένες».
Την Κυριακή το πρωί, μαζί με το διαλάλημα της ευωδιάς των ολόμπλαβων λουλουδιών της Μπόχαλης, ζούρλαιναν τον μπαρμπέρη – ποιητή και εκδότη, Γιάννη Τσακασιάνο, όταν χτυπούσαν από το πανύψηλο καμπαναριό του Αγίου μας, δίνοντάς του μιαν άλλη ακουστική ευχαρίστηση, τα δειλινά της Μεγάλης Σαρακοστής, εκεί μετά το ξέφρενο και αγαπητό Καρναβάλι, όταν με το θλιβερό σήμαμά τους προσπαθούσαν να επαναφέρουν τους… παραστρατημένους στο προεόρτιο κλίμα και την προετοιμασία για την λιτανεία του Εσταυρωμένου και της ξεχωριστής Mater Dolorosa.
Το μικρό, μάλιστα, «καμπανέλι» του Πολιούχου μας ήταν και εν μέρει είναι ό,τι ο… γαλατάς για τον ελληνικό χώρο. Δηλώναμε πως μ’ αυτό κοιμόμαστε ή μ’ αυτό ξυπνούσαμε, ανάλογα με την διάθεση και τις προθέσεις μας κι έτσι αυτό δήλωνε και τον χαρακτήρα μας, τα νυχτοπερπατήματά μας και την εργατικότητά μας.
Οικογενειακή υπόθεση ήταν για κάποιες φαμελιές το χτύπημα του καμπαναριού πολλών εκκλησιών του νησιού μας και ειδικά αυτού του Προστάτη μας. Παραδιδόταν από πατέρα σε παιδί και για χρόνια παρέμενε αναλλοίωτη παράδοση. Αυτή χαρακτηριστικά δεν περιοριζόταν μόνο στους εκτελεστές, αλλά αφορούσε και τους ακροατές. Την έκριναν οι συγκάτοικοι και συμπολίτες, όπως και τα μουσικά κομμάτια, που άκουγαν στο Θέατρο και απέδιδαν τα εύσημα ή ισοπεδωτικά απέρριπταν. Ήταν θέμα γνώσης και ευαισθησίας, πνευματικής καλλιέργειας και μουσικής παιδείας. Μ’ άλλα λόγια επαλήθευαν αυτό, που προς το τέλος της εύηχης βασιλείας τους, έγραψε ο αξέχαστος Τάλμποτ Κεφαλληνός, ο γνωστός σε όλους Μπούμπης, πως εμείς οι Ζακυνθινοί είχαμε την τύχη να ξυπνάμε με τις καμπάνες του Αγίου μας και να κοιμόμαστε με καντάδες. Υπερβολή ίσως, αλλά και αλήθεια συγχρόνως. Ήταν τότε που η νόνα μου, μού έλεγε αν έβαζα Πύργο ή Αμαλιάδα στο ραδιόφωνο με κάποια, ως συνήθως, λαϊκά τραγούδια, από αυτά που σήμερα η νεοελληνική έκφραση της τηλεοπτικής εκπομπής του Σπύρου Παπαδόπουλου, κάθε Σαββάτο βράδυ, μπρος από εκστασιαζόμενους επώνυμους [;] καλεσμένους παρουσιάζει, να το κλείσω για μην την «μαγαρίσω», μια και άλλα ακούσματα είχε, όπως όλοι της γενιάς της και οι πιο πριν και στα πανηγύρια άκουγαν την μπάντα να παίζει όπερα και όχι, όπως σήμερα τα «παιδιά του Πειραιά» ή την «Γερακίνα», όπως εσχάτως – και αυτό με μετριότητα – συμβαίνει.
Σήμερα οι καμπάνες του νησιού μας, όψιμα σεισμόπληκτες, κατάντησαν μηχανοκίνητες. Δεν σημαίνουν, αλλά βαρούν. Χτυπάνε, δίχως να δίνουν κλίμα και ατμόσφαιρα. Δεν χωρούν στο κεφάλαιο για την μουσική ευαισθησία του Τζαντιώτη, αλλά είναι το αποτέλεσμα από τα διαφημιστικά φυλλάδια καταστημάτων εκκλησιαστικών ειδών της περιοχής της Αθηναϊκής Μητρόπολης, μαζί με προκατασκευασμένα σκεύη και πολυπλούμιστα άμφια, σαν τα λείψανα των Αγίων, που άφησαν τις σε σχήμα Αγίου Ποτηρίου πατροπαράδοτες για το νησί μας ασημένιες θήκες τους, τις τόσο κομψές και καλαίσθητες, για να μεταφερθούν σε κακόγουστα και απρόσωπα –παρ’ ότι συχνά έχουν κακότεχνα ζωγραφισμένη την ιερή μορφή, που φιλοξενούν– κουτία! Ο ήχος, λοιπόν, της καμπάνας, ως εκ τούτου, δεν είναι χαρούμενο κυριακάτικο ή γιορταστικό ξύπνημα, αλλά αισθητική παρενόχληση. Δεν χαίρεσαι, όπως παλιά, σαν τις ακούς μέσα στο πιο γλυκό κομμάτι του ύπνου σου, αλλά νοιώθεις ενοχλημένος. Νευριάζεις, αλλά δεν τέρπεσαι.
Μεγάλο Σάββατο πρωί και το χαιρέτισμα της ανατολής της αναστάσιμης μέρας γίνεται μ’ ένα ξεχήρεμα οδηγημένο από κουμπί. Επειδή μάλιστα δεν έχει κούραση, κρατά περισσότερο. Μα, «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και η καλαισθησία δεν γίνεται προκατασκευασμένη. Καταντά ακουστικός κίνδυνος και ρύπος, σαν τις προτηγανισμένες πατάτες των τουριστικών τόπων και του νησιού μας. Προσαρμογή, θα μου πείτε, στην πραγματικότητα και λιτότητα πίστης. Μα η αισθητική καλλιέργεια δεν χωρά εκπτώσεις ούτε προδοσίες. Αν χρεοκοπήσει, χάθηκε και μάλιστα οριστικά και αμετάκλητα.
Με λεπτομέρειες ασχολούμαι και γι’ ασήμαντα χάνω χρόνο. Μα σ’ αυτές πιστεύω βρίσκεται το αλάτι της ζωής και εκεί στηρίζεται η ποιότητα ζωής μας. Το να καταλάβεις το τι σήμαινε μια καμπάνα ήταν απόδειξη καλλιέργειας και δείγμα ευαισθησίας. Ας μην καταντήσουμε άμουσοι.
Για τις ζακυνθινές καμπάνες ή μάλλον για τα ζακυνθινά καμπανίσματα έχουν γραφτεί πολλά, εγκωμιαστικά και… μουσικότατα. Κάθε γιορτή είχε το σένιο της και κάθε γεγονός το δικό του σινιάλο. Χτύπαγαν γιόμα, προανήγγειλαν γιορτές και πανηγύρια, γνωστοποιούσαν χαρές και θανάτους, ενημέρωναν για πολιτικές νίκες και μετακινήσεις επισκόπων. Συχνά μάλιστα, κατά το στίχο του Σολωμού, «πλερωμένες, κάνανε σαν βουρλισμένες».
Την Κυριακή το πρωί, μαζί με το διαλάλημα της ευωδιάς των ολόμπλαβων λουλουδιών της Μπόχαλης, ζούρλαιναν τον μπαρμπέρη – ποιητή και εκδότη, Γιάννη Τσακασιάνο, όταν χτυπούσαν από το πανύψηλο καμπαναριό του Αγίου μας, δίνοντάς του μιαν άλλη ακουστική ευχαρίστηση, τα δειλινά της Μεγάλης Σαρακοστής, εκεί μετά το ξέφρενο και αγαπητό Καρναβάλι, όταν με το θλιβερό σήμαμά τους προσπαθούσαν να επαναφέρουν τους… παραστρατημένους στο προεόρτιο κλίμα και την προετοιμασία για την λιτανεία του Εσταυρωμένου και της ξεχωριστής Mater Dolorosa.
Το μικρό, μάλιστα, «καμπανέλι» του Πολιούχου μας ήταν και εν μέρει είναι ό,τι ο… γαλατάς για τον ελληνικό χώρο. Δηλώναμε πως μ’ αυτό κοιμόμαστε ή μ’ αυτό ξυπνούσαμε, ανάλογα με την διάθεση και τις προθέσεις μας κι έτσι αυτό δήλωνε και τον χαρακτήρα μας, τα νυχτοπερπατήματά μας και την εργατικότητά μας.
Οικογενειακή υπόθεση ήταν για κάποιες φαμελιές το χτύπημα του καμπαναριού πολλών εκκλησιών του νησιού μας και ειδικά αυτού του Προστάτη μας. Παραδιδόταν από πατέρα σε παιδί και για χρόνια παρέμενε αναλλοίωτη παράδοση. Αυτή χαρακτηριστικά δεν περιοριζόταν μόνο στους εκτελεστές, αλλά αφορούσε και τους ακροατές. Την έκριναν οι συγκάτοικοι και συμπολίτες, όπως και τα μουσικά κομμάτια, που άκουγαν στο Θέατρο και απέδιδαν τα εύσημα ή ισοπεδωτικά απέρριπταν. Ήταν θέμα γνώσης και ευαισθησίας, πνευματικής καλλιέργειας και μουσικής παιδείας. Μ’ άλλα λόγια επαλήθευαν αυτό, που προς το τέλος της εύηχης βασιλείας τους, έγραψε ο αξέχαστος Τάλμποτ Κεφαλληνός, ο γνωστός σε όλους Μπούμπης, πως εμείς οι Ζακυνθινοί είχαμε την τύχη να ξυπνάμε με τις καμπάνες του Αγίου μας και να κοιμόμαστε με καντάδες. Υπερβολή ίσως, αλλά και αλήθεια συγχρόνως. Ήταν τότε που η νόνα μου, μού έλεγε αν έβαζα Πύργο ή Αμαλιάδα στο ραδιόφωνο με κάποια, ως συνήθως, λαϊκά τραγούδια, από αυτά που σήμερα η νεοελληνική έκφραση της τηλεοπτικής εκπομπής του Σπύρου Παπαδόπουλου, κάθε Σαββάτο βράδυ, μπρος από εκστασιαζόμενους επώνυμους [;] καλεσμένους παρουσιάζει, να το κλείσω για μην την «μαγαρίσω», μια και άλλα ακούσματα είχε, όπως όλοι της γενιάς της και οι πιο πριν και στα πανηγύρια άκουγαν την μπάντα να παίζει όπερα και όχι, όπως σήμερα τα «παιδιά του Πειραιά» ή την «Γερακίνα», όπως εσχάτως – και αυτό με μετριότητα – συμβαίνει.
Σήμερα οι καμπάνες του νησιού μας, όψιμα σεισμόπληκτες, κατάντησαν μηχανοκίνητες. Δεν σημαίνουν, αλλά βαρούν. Χτυπάνε, δίχως να δίνουν κλίμα και ατμόσφαιρα. Δεν χωρούν στο κεφάλαιο για την μουσική ευαισθησία του Τζαντιώτη, αλλά είναι το αποτέλεσμα από τα διαφημιστικά φυλλάδια καταστημάτων εκκλησιαστικών ειδών της περιοχής της Αθηναϊκής Μητρόπολης, μαζί με προκατασκευασμένα σκεύη και πολυπλούμιστα άμφια, σαν τα λείψανα των Αγίων, που άφησαν τις σε σχήμα Αγίου Ποτηρίου πατροπαράδοτες για το νησί μας ασημένιες θήκες τους, τις τόσο κομψές και καλαίσθητες, για να μεταφερθούν σε κακόγουστα και απρόσωπα –παρ’ ότι συχνά έχουν κακότεχνα ζωγραφισμένη την ιερή μορφή, που φιλοξενούν– κουτία! Ο ήχος, λοιπόν, της καμπάνας, ως εκ τούτου, δεν είναι χαρούμενο κυριακάτικο ή γιορταστικό ξύπνημα, αλλά αισθητική παρενόχληση. Δεν χαίρεσαι, όπως παλιά, σαν τις ακούς μέσα στο πιο γλυκό κομμάτι του ύπνου σου, αλλά νοιώθεις ενοχλημένος. Νευριάζεις, αλλά δεν τέρπεσαι.
Μεγάλο Σάββατο πρωί και το χαιρέτισμα της ανατολής της αναστάσιμης μέρας γίνεται μ’ ένα ξεχήρεμα οδηγημένο από κουμπί. Επειδή μάλιστα δεν έχει κούραση, κρατά περισσότερο. Μα, «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και η καλαισθησία δεν γίνεται προκατασκευασμένη. Καταντά ακουστικός κίνδυνος και ρύπος, σαν τις προτηγανισμένες πατάτες των τουριστικών τόπων και του νησιού μας. Προσαρμογή, θα μου πείτε, στην πραγματικότητα και λιτότητα πίστης. Μα η αισθητική καλλιέργεια δεν χωρά εκπτώσεις ούτε προδοσίες. Αν χρεοκοπήσει, χάθηκε και μάλιστα οριστικά και αμετάκλητα.
Με λεπτομέρειες ασχολούμαι και γι’ ασήμαντα χάνω χρόνο. Μα σ’ αυτές πιστεύω βρίσκεται το αλάτι της ζωής και εκεί στηρίζεται η ποιότητα ζωής μας. Το να καταλάβεις το τι σήμαινε μια καμπάνα ήταν απόδειξη καλλιέργειας και δείγμα ευαισθησίας. Ας μην καταντήσουμε άμουσοι.