© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Η έκθεση και τα επίθετα του Έρωτα

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Μια σημαντική έκθεση που παρουσιάζει αυτή την περίοδο το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με θέμα «ΕΡΩΣ Από τη Θεογονία του Ησιόδου στην ύστερη αρχαιότητα» μαζί με το ιδιαίτερα επιμελημένο ευρετήριο των εκθεμάτων αποτελούν την κυριότερη πηγή αυτού του δημοσιεύματος. Η αφορμή βέβαια χρεώνεται στο καρναβαλικό κλίμα που εμπεριέχει και προβάλλει ιδιαίτερα το ερωτικό στοιχείο σε συνδυασμό με την καθιερωμένη πλέον κι εμπορευματοποιημένη γιορτή του (καθολικού) Αγίου Βαλεντίνου στη χώρα μας.
Ένα πλήθος αντικειμένων (272) από μουσεία της Ελλάδας, της Κύπρου, της Ιταλίας και της Γαλλίας με ζωγραφιές πάνω σε αγγεία από πηλό (αγγειογραφίες) ή χαραγμένα σε χαλκό, ψημένο πηλό και μάρμαρο μαζί με ποικίλα γλυπτά, καλύπτουν μία περίοδο δέκα αιώνων (τέλη του 8ου α. π.Χ.- 3ος/4ος αι. μ.Χ.) και είναι χωρισμένα σε εννέα ενότητες. Ο αριθμός (κατά τους διοργανωτές) παραπέμπει στις 9 σφαίρες της πλατωνικής μουσικής θεωρίας που εδράζεται σε προγενέστερα σχήματα του Πυθαγόρα καθώς και τον αριθμό των 9 Μουσών: Α. Έρως και Αφροδίτη, Β. Ιδιότητες και δραστηριότητες του Έρωτα, Γ. Έρωτες και γάμοι θεών και ηρώων, Δ. Έρωτες και γάμοι θνητών, Ε. Έρωτες που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας, ΣΤ. Αγοραίοι έρωτες, Ζ. Όμοιοι έρωτες, Η. Βουκολικοί έρωτες, Θ. Ιθυφαλλικές θεότητες και φαλλικά σύμβολα.
Μέσα από αυτές τις ενότητες γίνεται προσπάθεια κατανόησης του Έρωτα, τόσο ως κοσμογονικής, ελκτικής, ενοποιητικής και γονιμοποιού δύναμης, όσο και ως προσωποποιημένης θεότητας, αλλά και ως ανθρώπινης αξίας και καθημερινής πράξης. Πληρέστερη εικόνα βεβαίως αποκτά κανείς μέσα από τα αρχαία κείμενα. Στην εισαγωγή του ευρετηρίου της έκθεσης μπορεί ο αναγνώστης να βρει μια πλειάδα κοσμητικών επιθέτων που χαρακτηρίζουν το Έρωτα και προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά του.
Κατά το κοσμογονικό σύστημα του Ησίοδου ο ¨κάλλιστος¨ μεταξύ των αθανάτων θεών ¨λυσιμελής Έρως¨, η αρχή του παγκόσμιου βίου, εμφανίστηκε μετά το Χάος και συγχρόνως με τη Γαία και τον Τάρταρο, ικανός να δαμάσει «πάντων των θεών και πάντων των ανθρώπων εν στήθεσσι νόον και επίφρονα βουλήν». Προφανώς γι αυτή του την ιδιότητα, αρκετά χρόνια αργότερα ο Σοφοκλής θα χαρακτηρίσει τον Έρωτα ως ¨ακαταμάχητο¨. Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα χαρακτηρίζεται ως ¨δαίμων¨ , ο Έρως εκεί παρουσιάζεται ως ο νεότερος όλων των θεών.
Από τον 7ο αι. π.Χ. είχε επικρατήσει στον κόσμο των ποιητών και των καλλιτεχνών ο μύθος που συνέδεε τον Έρωτα με την Αφροδίτη. Ο Έρως ήταν γιος της Αφροδίτης που τον γέννησε ύστερα από συνεύρεση με το Δία ή τον Ερμή ή τον Άρη. «Δεν υπάρχει Αφροδίτη χωρίς τον Έρωτα» διατυπώνει επιγραμματικά ο Πλάτωνας.
Οι λυρικοί ποιητές του 6ου και του 5ου αι. π.Χ. απομακρύνθηκαν από την κοσμολογική υπόσταση του Έρωτα και προσείδαν σ΄ αυτόν ως τον θεό των παθών και των ακραίων συναισθημάτων του ανθρώπινου είδους. Ο Αλκαίος, μάλιστα, τον χαρακτηρίζει ως τον ¨δεινότατον των θεών¨. Και η Σαπφώ, επίσης, αποδίδοντάς του τα επίθετα ¨λυσιμελής¨ (ο λύων τα μέλη του σώματος), ¨γλυκύπικρος¨, ¨αλγεσίδωρος¨ (ο προξενών πόνους) και ¨μυθοπλόκος¨, παραπονείται ότι ο θεός κατέρχεται από τον ουρανό για να της διατρήσει (τρυπήσει) την καρδιά. ¨Σχέτλιος¨ (σκληρόκαρδος) αποκαλείται από το Σιμωνίδη και τον Θέογνι, ενώ κατά τον Ευριπίδη είναι ¨τύραννος¨ θεών και ανθρώπων, οπλισμένος με βέλη που δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει κι επιφέρει στα θύματά του τρομερά πλήγματα όσο η φωτιά και οι ακτίνες των άστρων. Στον Αριστοφάνη προσφωνείται άλλοτε ¨γλυκύθυμος¨ και άλλοτε ¨αμφιθαλλής¨, ¨χρυσόπτερος¨ , ή ¨πάροχος¨.
Μια κατηγορία επιθέτων του Έρωτα σχετίζεται με τη φυσική μορφή του. Ιδιαίτερο γνώρισμα υπήρξε η νεότητά του που αντανακλά το τρυφερό του σώματος και το υδαρές του προσώπου του. Κατά τον Ανακρέοντα ο θεός είναι ¨αβρός¨, ενώ για τον Ίβυκο ¨τακερός¨ (απαλός, τρυφερός). Λόγω του κάλλους λάμπει και απαστράπτει, είναι δηλαδή ¨χρυσοφαής¨ στον Ευριπίδη, χαρακτηρίζεται δε ως ¨νεώτατος¨, ¨απαλός¨ και ¨υγρός¨ από τον ποιητή Αγάθωνα στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Γύρω στο 300 π.Χ. στη χορεία των επιθέτων που αναφέρονται σε μικρότερα ηλικιακά στάδια ο θεός αποκαλείται ¨μικρός¨ και χαρακτηρίζεται ¨νεογνός¨ στην ποίηση των ελληνιστικών χρόνων. Στην κατεύθυνση αυτή πορεύονται τόσο τα έργα της μικροτεχνίας, όσο κι εκείνα της μεγάλης πλαστικής (κοιμώμενος Έρως).
Στο Φαίδρο ο Πλάτωνας συστήνει το φιλοσοφικό έρωτα ως αποκλειστικά πνευματική έλξη και επαφή ανάμεσα στους ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας, ωριμότητας και σοφίας γεγονός από το οποίο ενδέχεται να προέκυψε η τρέχουσα αντίληψη περί του ¨πλατωνικού¨ έρωτα.
Ήδη από τα χρόνια της Σαπφούς, ο Έρως είναι ¨πτερωτός¨, ο Ανακρέων, μάλιστα, διευκρινίζει ότι τα φτερά είναι χρυσά ¨χρυσόφτερος¨. Η μεγάλη Λεσβία ποιήτρια περιγράφει το θεό να κατέρχεται από τους ουρανούς ντυμένος με πορφυρή χλαμύδα (πορφυροχλάμυδος). Ο Ανακρέων και αργότερα ο Αριστοφάνης αναφέρουν ότι ο Έρως φέρει στέφανον από άνθη. Σε στίχους του Αισχύλου υπονοείται ότι ο Έρως οπλοφορεί, ενώ από το Ευριπίδη αναφέρεται ως ο Έρως ¨τοξότης¨, γιατί φέρει κατ΄ εξοχήν επιθετικά όπλα, τόξο και βέλη. Ο ¨δαδούχος ¨ Έρως της Παλατινής Ανθολογίας φέρει σύμβολα άλλων θεών, όπως για παράδειγμα ο κεραυνός, η ασπίδα, η τρίαινα , το ρόπαλο, σχεδόν πάντα με περιπαικτική διάθεση. Τέλος ο ¨άπτερος¨ Έρως ή ο Έρως με σπασμένα φτερά είναι αποτέλεσμα των συζητήσεων σχετικά με τη φύση του θεού.
Μοναδική απεικόνιση του Έρωτα , η οποία συναιρεί και προϋποθέτει στη σύνθεσή της όλες τις ιδιαίτερες ποιότητες που του απέδωσε η προγενέστερη τέχνη , απαντάται την εποχή των δύο τελευταίων ελληνιστικών αιώνων. ¨Αθάνατος¨ και ¨πεπερασμένος¨, ¨φθαρτός¨ και ¨αιώνιος¨, σύμβολο και πράξη, ο θεός Έρωτας αποδεικνύεται τόσο στις χαμερπείς ορέξεις του σώματος όσο και στις ανώτερες αναζητήσεις του πνεύματος, σταθερός σύντροφος της Ψυχής. Από ¨ανέραστος¨ ακόλουθος της παραδοσιακής μυθολογίας μεταμορφώνεται σε πάσχοντα θεό και τέλειο εραστή, σε μια επίγεια ιστορία αγάπης.
Ο μεσαίωνας δημιούργησε παραστάσεις του Έρωτα επηρεασμένος από τα κείμενα και όχι από την αρχαία τέχνη. Έτσι ο Έρωτας απεικονίζεται με γυμνή γυναίκα, με έναν εστεμμένο πρίγκιπα, πάντοτε φτερωτός και μερικές φορές με τα μάτια δεμένα: έτσι γεννήθηκε το θέμα του ¨τυφλού Έρωτος¨.
Από το χριστιανισμό και τα έθιμα των βόρειων λαών γεννήθηκε ο ¨ιπποτικός¨ έρωτας, δηλαδή το συναίσθημα εκείνο που εμπνέει τις μεγάλες πράξεις και γίνεται πηγή δόξας, ενώ η αγαπημένη γυναίκα απονέμει αυτή τη δόξα και γίνεται αυτή η ίδια η συνείδηση του πολεμιστή. Αυτή όμως η υψηλή μορφή του έρωτα δεν αργεί να εκφυλιστεί, επειδή η θέση της γυναίκας παρέμεινε κατώτερη από τη θέση του άντρα, όπως συνέβαινε και στην αρχαιότητα. Ο ιπποτικός έρωτας γίνεται και πάλι φυσικός έρωτας. Με αυτή τη μορφή υφίσταται και στις μέρες μας με τις διάφορες και επιφανειακές μόνο παραλλαγές. Η αλλαγή της θέσης της γυναίκας, η ανεξαρτητοποίησή της και η πρόοδος της ψυχολογίας συνέβαλαν στη μεταβολή των δεδομένων.
Ο Έρωτας λατρεύτηκε πολύ στον ελλαδικό χώρο. Ο αρχαιότερος και συνάμα σημαντικότερος τόπος λατρείας υπήρξε η πόλη Θεσπιών στη Βοιωτία, όπου ο θεός παριστανόταν με με τη μορφή Βαιτύλου, ακατέργαστου δηλαδή οξυκόρυφου μονόλιθου. Στο γειτονικό Ελικώνα, εκεί που λατρεύονταν οι εννέα Μούσες, τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια πεντετηρικοί αγώνες μουσικής και γυμναστικής με την επωνυμία Ερωτίδια ή Ερώτια προς τιμήν του Έρωτα. Στην πόλη των Αθηνών ένας βωμός ήταν αφιερωμένος στον ¨ποικιλομήχανον¨ θεό από κάποιον Χάρμο.

Ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται ο άνθρωπος στον έρωτα αποκαλύπτει εν πολλοίς την υπαρξιακή του ταυτότητα, την ποιότητα του πολιτισμού του. Κάθε γραπτή πηγή ή αρχαιολογικό εύρημα που αντανακλά αυτή τη συνήθεια στην αρχαιότητα, μπορεί να επαναφέρει την εικόνα που έχουμε για την αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, γεγονός απαραίτητο για την αυτογνωσία μας ως κατ΄ εξοχήν ιστορικού λαού.
Ο καθένας μας στο διάβα της ζωής του ας δημιουργήσει την ειδική σχέση μαζί του, σωματική, φιλοσοφική-πλατωνική ή άλλη, μιας και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γήινης πορείας του, αξεπέραστο και ανίκητο, όπως τραγουδούσε και ο χορός της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή:

Έρωτα, ανίκητε στον πόλεμο,
που κάνεις κτήμα όπου πέσεις
που στ’ απαλά τα μάγουλα
της κορασίδας νυχτερεύεις
και γυρνάς πάνω από τα πέλαγα
και στους απόμερους τους κήπους,
δε σου ξεφεύγει εσένα ούτε θεός
ούτε κανείς από του λιγόζωους ανθρώπους
κι όποιον θα πιάσεις γίνεται τρελός.

Ζάκυνθος 4-2-2010

Related Posts with Thumbnails