Το ότι πολλοί από τους τελευταίους λογοτέχνες, στην πλειοψηφία τους ποιητές, Ζακύνθιοι, νεοέλληνες και ξένοι, ασχολήθηκαν τα τελευταία χρόνια στους στίχους και στην έμπνευσή τους και με την μηχανή, κυρίως, μάλιστα, με την καθαρά ερωτική της διάσταση, προέκταση και έκφραση, δηλώνει, θέλω να πιστεύω, ως συμμέτοχος και συνένοχός τους κι’ εγώ, πολλά και σημαντικά.
Πριν τέσσερα περίπου χρόνια, τον Δεκέμβρη του 2007, ο εκ της Συμπρωτεύουσας πολυτάλαντος και πολύπλευρος Σπύρος Λαζαρίδης κυκλοφόρησε ή πιο σωστά συγκέντρωσε και πρόσφερε στο αναγνωστικό και όχι μόνο κοινό έναν πολυσέλιδο και πολυδιάστατο τόμο με τον τίτλο «Ενδοσκεληδόν», ο οποίος, όπως ο υπότιτλος διευκρινίζει και ξεκαθαρίζει, είναι μια «Ανθολογία έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με ήρωες μοτοσυκλέτες και μοτοσικλετιστές». Η σημαντική αυτή έκδοση, με πρόλογο του ιδιάζοντος Ντίνου Χριστιανόπουλου, επίσης ποιητή της Θεσσαλονίκης, όπως και ο ανθολόγος, είδε το φως της δημοσιότητας το 1998 από τις εκδόσεις «Ζήτρος», στις οποίες ο εμπνευστής της είχε εμπιστευτεί, σε δεύτερη έκδοση, το συναφές βιβλίο του «Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική λογοτεχνία», το οποίο πρωτοτυπώθηκε πριν δύο χρόνια, το 1986, από τις εκδόσεις της «Διαγωνίου» και στην ουσία είναι ένα προοίμιο του προηγούμενου.
«Ξέροντας τον ανθολόγο», σημειώνει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στον πρόλογό του, «πιο καλά απ’ ότι ξέρω το αντικείμενό του, μπορώ να βεβαιώσω ότι απ’ όλη αυτή την ιστορία δε θα βγει κανείς ζημιωμένος, ούτε το θέμα ούτε οι αναγνώστες. Τόσο αυτοί που παθαίνονται με τη μοτοσυκλέτα, όσο κι αυτοί που αγαπούν τη λογοτεχνία, είμαι σίγουρος πως από μέσα τους θα πουν στον ανθολόγο ένα μεγάλο ευχαριστώ».
Αυτήν την διαπίστωση πρέπει, πιστεύω, ελαφρώς παραλλαγμένη, να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς για το βιβλίο του Νίκου Λυκούρεση: «Μοτο ερωτισμός και συναμαρτούμενα…», το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Έντυπο» κι αν όχι κάτι άλλο, δίνει νεανικότητα και δροσιά στις ανέραστα γκρίζες μέρες που ζούμε.
Η μηχανή είχε και έχει σχέση με τη νεότητα. Αυτοί που την κατηγορούν και την φοβούνται καθομοιάζονται με τα φρικτά εκείνα γραΐδια, όχι του έχοντος φέτος την τιμητική του Παπαδιαμάντη, αλλά του δίχως να προηγηθεί νεότητα, θανάτου, τα οποία παρηγορούν την παντοειδή τους στέρηση με εκφοβισμούς και ηθικές διαπιστώσεις συντηρητικών παραδειγματισμών, επιθυμώντας, σαν την πονηρή, αισώπεια αλεπού, να κολοβωθούν και όλοι οι άλλοι, μη αντέχοντας την μοναξιά της φθοράς και την καθημερινότητα του επερχόμενου και γι’ αυτούς προϋπάρχοντος τέλους.
Μα η μοτοσυκλέτα, σε πείσμα όλων αυτών, είναι αιτία και απαύγασμα φυγής, είτε συναισθηματικής, είτε πραγματικής. Κρύβει τον κίνδυνο και τον θάνατο, όπως ακριβώς και ο έρωτας. Σαν τη ζωή περιέχει την ομορφιά και την ενόχληση, τον βιοπορισμό και την ψυχαγωγία, την αίσθηση και την ψευδαίσθηση. Αυτά ο «Ευαίσθητος Μηχανόβιος» της πρωταρχικής και πρωτοπόρας Ε.Ρ.Ζ, της «Κυρά – Ροζίτας», όπως τότε την έλεγε, τα ξανάφερε στην μνήμη του, τα μετέτρεψε σε κρίκους, τα συνέθεσε σε αλυσίδα και τα παρέχει όχι σαν θύμισες και νοσταλγίες, αλλά σαν θεμέλια βιωτής σε όσους ανοίξουν και μελετήσουν το βιβλίο του.
«Τώρα που μένουμε μαζί / μου λείπει / ό,τι χωρούσε στο φιλί της καληνύχτας / μα πιο πολύ η εικόνα σου / να χαιρετάς μαρσάροντας ανάμεσα στα φώτα», εκμυστηρεύεται η Ολυμπία Σταύρου σ’ ένα ολιγόστιχο, γι’ αυτό και περιεκτικό ποίημά της. Την αληθινή του ανάλυση την πραγματοποιούμε και την χαιρόμαστε ουσιαστικά ξεφυλλίζοντας και μελετώντας, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, το βιβλίο του Νίκου Λυκούρεση. Μαζί του ταξιδεύουμε έχοντας τον κίνδυνο του μη κινδύνου, είτε σε «μοναχικά …αυτοΕρωτικά ταξίδια», είτε σε ομαδικές αποδράσεις.
Μια γενιά, αυτή του 60, που τώρα, όπως ο ίδιος συγγραφέας και παιδί της μάς διηγείται, είναι πια, «60+», αυτοαποκαλύπτεται από τις τυπωμένες αυτές σελίδες και είτε μαυρόασπρα, είτε πρώιμα ή όψιμα έγχρωμα, βγάζει κάτω από το στρώμα το «Καρδιοχτύπι» και το φανερώνει –είναι πταίσμα πια-, χαίρεται που οι δικοί της Beetles και Rooling Stone έγιναν κλασσικοί και ακούγονται συχνά – πυκνά από το «Τρίτο», μαζί με άλλους επώνυμους, επαναφέρει την εποχή του αυθόρμητου γυμνισμού στα χρόνια της ισοπεδωτικής γυμνότητας και διεκδικεί τα αρμόζοντα.
Ο αναγνώστης του βιβλίου γνωρίζει τον συγγραφέα, έτσι ακριβώς όπως τον πρωτοσυνάντησε ο «ψυχίατρος και φίλος του μοτοσικλετιστής» Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος και μας το περιγράφει στο «εισαγωγικό σχόλιο – παρουσίαση», ερχόμενο, πάνω σε μοτοσυκλέτα, από αντίθετη κατεύθυνση. Αυτός με την BMW του και ο αναγνώστης με την HONDA του.
Η ανάγνωση εδώ περιέχει τον «θάνατο του μηχανόβιου και τον ερωτισμό των …. θεατών» - αναγνωστών, για να παραλλάξουμε ελαφρώς, αν κάτι τέτοιο θεωρείται παραλλαγή, τον τίτλο ενός από τα κεφάλαια του βιβλίου. Και επειδή το κεφάλαιο αυτό εφάπτεται κάπως περισσότερο στα ενδιαφέροντά μας, αντιγράφουμε από τις σελίδες του: «Πολλοί Συγγραφείς, Ποιητές, Ζωγράφοι, Σκιτσογράφοι, Σκηνοθέτες …… ασχολήθηκαν πολύ σοβαρά και με μεγάλη ευαισθησία, για τούτο το επιγραμματικό Φινάλε – CRASH TEST των Μηχανόβιων: την πιο Φαμόζα στιγμή της σύντομης, είτε μακρόχρονης μηχανόβιας ζωής τους. Διηγήματα, Ποιήματα, Σχέδια, Ταινίες, αφιέρωσαν χρόνο και πάθος για να μας μεταφέρουν τον … πόνο τση ξαφνικής απώλειας. Κάτι που όλοι μας, συχνά χάνοντας ένα φίλο, έναν παλιό σύντροφο ταξιδιωτικών και όχι μόνο διαδρομών, μοιρολογώντας τον, ο καθείς με τον τρόπο του, είτε συνοδεύοντας τον με τις μηχανές στην τελευταία του κατοικία, μπήκαμε αυτόματα και στιγμιαία στη θέση του, πέρα απ’ την απώλεια και την μόνιμη πια έλλειψή του! ντοκουμεντάροντας και οριστικοποιώντας τις όποιες … Επιλογές μας. Αυτό το αδρανές Κοινό, πλην όμως συγκινησιακά ευκολοαυτοερεθιζόμενο, πρόθυμα πλαισιώνει το κάδρο της εκάστοτε, εκ των υστέρων φωτογράφησης, παρατηρώντας επισταμένως την τελική εικαστική και αιματοβαμμένη Παραμόρφωση των ξορκισμένων μοναχικών Ειδώλων – Αναβατών στις … ασυνείδητες και ανομολόγητες φαντασιώσεις τους».
Από τα παραπάνω εμείς στεκόμαστε σε μια περιεκτική και πολλαπλά ερμηνευόμενη φράση, η οποία πιστεύουμε πως χαρακτηρίζει το βιβλίο και την επισημαίνουμε: «εκ των υστέρων φωτογράφηση». Ναι, αυτό ακριβώς μας χαρίζει η έκδοση. Φωτογραφίζει, αποτυπώνει και διαιωνίζει ένα πολύ πρόσφατο παρελθόν και παρά τα μέσα της τεχνολογίας, τα οποία πολύ σωστά ακολουθεί, τα απεικονίζει με την αισθητική και το πνεύμα της εποχής τους.
Αν κάποιους σκανδάλισε, αυτό είναι η επιτυχία του. Ο κόσμος λίγο άλλαξε. Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια, παρά τις ουτοπίες. Ευτυχισμένοι αυτοί που έζησαν ή πιο σωστά βίωσαν την ταχύτητα του ερωτισμού και την ηδονή της ταχύτητας.
Η Ιθάκη είναι το ταξίδι!
Μια μηχανή μπορεί να γίνει το καράβι.