© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Το στήσιμο τση καλύβας

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Φωτό: Ζακυθινή Καλύβα, 1974. Αρχείο π. Παναγιώτη Καποδίστρια.
«Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Αηγιάννη,
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που 'χουν πεθάνει…»

Πέτρου και Παύλου των Αποστόλων ήταν το ορόσημο, λίγο μετά τις γυμναστικές επιδείξεις και τις φωτιές τ’ Αηγιάννη. Είκοσι εννέα του Θεριστή, πριν από τη λειτουργία στο ξωκλήσι τ’ Αηπέτρου, η καλύβα ήπρεπε να ’χει «χτιστεί» διώροφη, δίπλα στο πηγάδι, πλάι στο σπιτάκι τση αρωγής με τσου πυρωμένους τσίγκους. Την άλλη μέρα εκουβαλιόμαστε στον Αησώστη. Πώς χρυσάφιζε αχυρένια την αυγούλα με τσ’ ακτίνες να διαπερνούν τη μουντάδα τση πρωινής μαλάτσας!

Τα δρεπάνια λιμαρισμένα έκοψαν τα στάχυα στο μεγάλο χωράφι, αρωματισμένα από τη θαλασσινή αύρα τση όστριας πίσω από τον καλαμένιο φράχτη. Οι γυναίκες, ώρες ατέλειωτες τσι μέρες του Μάρτη τα βοτάνισαν βασανιστικά σκυμμένες, σαν τσι μετάνοιες των καλογραιών υπέμεναν ευλαβικά το μόχθο. Θέρισε το στάρι της χρονιάς η κεφάτη παρέα, δανεική δουλειά με συγγενήδες και φίλους, οι άντρες με τσι μεγάλες τραγιάσκες κι οι γυναίκες με τσι λευκές μαντήλες. Ίσα-ίσα να φαίνουνται τα μάτια τους, ήπρεπε να παραμείνουν λευκές σαν το γάλα, να φαντάζουν καλοζωισμένες, να είναι αφράτες κι ελκυστικές. Ύστερα ήρθε η σειρά τση καλαμίας. Οι κοσιές άστραφταν στα μυώδη αντρικά χέρια κι η εκείνη έπεφτε λιπόθυμη, χαρά των ζωντανών, μαλακωσία στις κρεβατίνες, τοιχία στις αχυρένιες καλύβες.

Οι τέσσερις κολόνες ξεχειμώνιασαν κάτου από τη λότζα οριζοντιωμένες, και τώρα καλλωπίζονται να σηκώσουν τ΄ ανάστημά τους στον καυτερό ήλιο. Τα τέσσερα λιγνόκορμα κυπαρίσσια κόπηκαν με το πριόνι-καταρράχτη, χρόνια πριν, στην παρακείμενη πλαγιά, ισοζυγιάστηκαν πάνω στη φοράδα και στήθηκαν απογυμνωμένα, σκαρί στέρεο τση θερινής κατοικιάς.

Τέσσερις τρούπες, καμωμένες με τον μπάλο και την αξίνα και σφραγισμένες για τσι πλημμύρες του χειμώνα, περίμεναν από την περασμένη χρονιά να σφιχτοδέσουν τα κυπαρίσσια ν’ ανυψώσουν την κάψα, να την κάμουν να χαθεί στη δροσιά του ύψους. Ξύλα και μαδέρια από το λυσσασμένο ξέβρασμα του σιρόκου, λεία των μπαταρισμένων πλοίων, σφιχταγκαλιάστηκαν με τσι κυπαρισσένιες κολόνες και τα καλάμια από το φράχτη και σχημάτισαν το σκελετό. Μεγάλο άνοιγμα μπροστά προς το λεβάντε, ίσο με το πλάτος τση καλύβας, παράθυρα προς το μαΐστρο και την όστρια. Κι ύστερα οι λεπτοκαλαμιές από τα στάρια, κάθετες και ισοπαχείς ανάμεσα από τσι δύο σειρές με τα οριζόντια λαμπερά καθαρισμένα καλάμια. Πόσο γλήγορα στηνόταν κάθε τοίχος, πρώτα ο πρώτος όροφος για τα παιδία, μετά ο δεύτερος για το νοικοκύρη και την κυρά του και τελευταίο το ισόγειο για τσου φιλοξενούμενους συγγενήδες και φίλους που δε μας λησμονάγανε για τσι διακοπές τους.

Η αχυρένια στέγη είχε κι ανατολική μαρκίζα, σαν αντρική καπέτα με ολόισια μαλλιά μού φάνταζε. Ομόρφαινε την αρχέτυπη αρχιτεκτονική, ήθελε να προστατεύει τον ύπνο από τον πρωινό ήλιο. Μα εκείνος ποτέ δεν κατάλαβε το παιδικό πρωινό κουζούρι, τσι ξέγνοιαστες μέρες που το χειροκίνητο σχολικό κουδούνι σιωπούσε θαμμένο στη θερινή σκόνη. Οι πρώτες αχτίδες χάιδευαν γλυκόδροσα τα πρόσωπά μας κι έσφιγγαν μάταια τα βλέφαρα να κρατήσουν το σκοτάδι αγκαλιά τους.

Κρεμάστηκαν κι οι κουρτίνες, αργαλίτικες κουρελούδες, πολύχρωμες, φρεσκοπλυμένες στα τρεχούμενα νερά του Κορνού, εκεί στα σύνορα τση Λιθακιάς με το Κερί… Κουρελούδες και πάνω στο αχυρένιο στρώμα και στα πέτρινα πεζούλια κάτω από την περγουλιά. Πολύχρωμη ζωή στην απλότητα τση καλοκαιρινής ξερασίας. Η φύση ξέρει να στολίζεται στο δροσερό ανοιγμένο καρπούζι που ξενύχτησε κρεμασμένο στο πηγάδι, στα κομιντόρα που αλλάζουν τη χρωματένια φορεσιά τους όταν γουρμάζουν, στα κιτρινοπράσινα καλοκυθάκια και τσι μεγάλες κολοκύθες, στη ριγωτή ξύλινη βαρκούλα που σιγολικνίζεται θαρραλέα όξω από το λιμάνι…

Μήτε οθόνες, μήτε ραδιόφωνα, μόνο ο γκιώνης και τα τριζόνια μα και η διάθεσή μας για τραγούδι διέκοπταν το αδιάκοπο μουρμουρητό της. Ήταν δίπλα μας, έγλειφε τα πόδια μας, νοστίμιζε την ύπαρξή μας με τη γαλάζια αλμύρα της… Πόσο όμορφη όταν την κοιτάζεις από τόσο ψηλή καλύβα, νομίζαμε θα φτάσουμε τον ουρανό, θα πιάσουμε τ’ άστρα την ώρα που πέφτουν και χάνονται στ’ αργυρένιο λαγκάδι.

«Ψηλά κυπαρισσόπουλα, χαρά στα κοριτσόπουλα που ’χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά…»: από το δεύτερο αχυρένιο όροφο αντηχούσαν οι παιδικές φωνούλες στο μεγάλο κόλπο του Λαγανά, συντρόφευε και τσι χελώνες που ’σκαβαν να γεννήσουν τ’ αυγά τους στην καυτή άμμο κι έκαναν τα λευκά σαλιγκάρια να πιαστούν τη νύχτα πάνω στους ξεραμένους κορμούς και τ’ αγκάθια μες τσου φραγμένους ανεμοκούλουμους .

Κι αργότερα στα δεκάξι… νόμιζα έστησα το δικό μου σπίτι, αχυρένια καλύβα δίπλα στο θηλυκό κυπαρίσσι, πάνω στο ύψωμα, ακόμα πιο κοντά στη θάλασσα, να με νανουρίζει, να υγραίνει τα μάτια να μπορούν τα τρέχουν πάνω στις γραμμένες αράδες… λεξικά, γραμματικές, ιστορία, λατινικά, αρχαιοελληνικά. Ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας, ο Δημοσθένης, μαζί με τον Ισοκράτη, το Λυσία και τους άλλους στοιβάχτηκαν δίπλα στο αχυρένιο προσκεφάλι, μου κράτησαν συντροφιά ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Έπρεπε να προετοιμαστώ για το Πανεπιστήμιο! Μ’ άρεσε να μάθω τσι σκέψεις τους και την εποχή τους κι είχα δάσκαλο καλό! Πάντα ακούραστος ο κ. Δημήτρης Γιώργου μ’ ορμήνευε για τον αγώνα τση ζωής, για τη διαχρονικότητα του αρχαιοελληνικού και λατινικού λόγου, το πλάτεμα τση γνώσης από την επαφή με τις ρίζες…

Πώς να γλιστρήσει κανείς στα χρόνια τση αθωότητας, σ’ εκείνες τις πρωτόγνωρες γεύσεις, να κοιμηθεί ξέγνοιαστος στ’ αχυρένιο στρώμα, ν’ ακούσει τον ήχο τση καλαμίας την ώρα που αλλάζει πλευρό για να ξεμουδιάσει; Μήπως να ξαναστήσουμε τσ’ αχυρένιες καλύβες, να ’μπει η δροσιά του Μπάτη, τώρα που ακριβαίνει αβάσταχτα ο εγωισμός του πολιτισμού μας;

Λιθακιά, 28-6-2011
Related Posts with Thumbnails