Παναγιώτης Καποδίστριας, Ανακαλυπτήρια, εκδ. Κέντρο Λόγου Αληθώς, Ζάκυνθος 2014
[Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ της Κοζάνης, τεύχ. 173-174/2015, 100-103]
The flower that smiles today / Tomorrow dies
(Percy Bysshe Shelley)
Ο τίτλος, Ανακαλυπτήρια, σύμφωνα με τη σημείωση του ποιητή, π. Παναγιώτη Καποδίστρια, σχετίζεται με τη αποκάλυψη του προσώπου της νύφης, την πρώτη ή τρίτη μέρα της τελετής του γάμου, στην αρχαιότητα. Η λέξη όμως «ανακαλυπτήρια», ηχητικά και συνειρμικά οδηγεί στα «αποκαλυπτήρια», όπου αποκαλύπτεται κάτι που ξέρουμε ότι υπάρχει και το βλέπουμε για πρώτη φορά, ενώ στα «ανακαλυπτήρια» θα έπρεπε να ανακαλύπτουμε κάτι που παντελώς αγνοούσαμε, όπως τα ευρήματα της Αμφίπολης που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη ή η Αμερική του Χριστόφορου Κολόμβου.
Ανακαλυπτήρια, λοιπόν, γιορτή, τελετή, ιεροπρεπές δρώμενο. Ευλόγως τίθεται το ερώτημα: και πού λαμβάνουν χώρα αυτά; Και ευλόγως απαντάται: «μέσα» μας. Καλύτερα, μέσα στην ψυχή του γράφοντος, η οποία κατοικεί στο ναό του σώματος και έχει σημασία η αναφορά γιατί το σώμα είναι που θα αναλάβει το βάρος να σηκώσει το μεγαλείο, τη φθορά και τη θλίψη του. Εκεί λοιπόν, σ’ αυτόν τον ναό ο π. Παναγιώτης καταφεύγει για σκέψη και περισυλλογή, εκεί θα ανακαλύψει το πρόσωπο της «νύμφης» και η ώρα είναι κατάλληλη, γιατί έχει «μπει για καλά μέσα στο ναρκοπέδιο», όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης (Τρία Ποιήματα, «Ad libitum», 5). Η γνώση που προσκτάται, προϊόντος του χρόνου, δίνει δύναμη στον άνθρωπο, όχι μόνο για να για αίρει τα δεινά του κόσμου, αλλά και για να ευχαριστεί το δημιουργό που του την παρέχει. Θεατής αυτού του χώρου ο αναγνώστης ανακαλύπτει την ανακύπτουσα δυσκολία εκφρασμένη κάλλιστα στο προσφιλές τροπάριο «Τον νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ· λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα, και σώσον με», ή με τρέχουσα ισοπεδωτική ορολογία, δεν έχω τα κατάλληλα κλειδιά.
Ωστόσο, οι τίτλοι και των τεσσάρων ενοτήτων -«Πανουργίες της ιστορίας», «Το ανθρωπάκι της εξόδου», «Απόστιχα πατρίδων» και «Συν-ομιλίες», συνολικά εξήντα οκτώ ποιήματα- μας στέλνουν σήματα συναισθηματικής, συνοδοιπορικής προσέγγισης. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια παραγωγή εν προόδω, της οποίας η αρχή τοποθετείται στα 1987, με αμητό πλούσιο, αποτελούμενο από επτά ποιητικές συλλογές, μία συγκεντρωτική το 2010 και την παρούσα όγδοη.
Πρώτο ποίημα το «Παροδικό», με τον τίτλο του και με το μότο του - «ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος» (Αποστόλιος, Παροιμίαι, ΧΙΙ 58) – μας στέλνει κατά κάποιον τρόπο στον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο οποίος έβλεπε ότι το «κάθε τι … στην ακμή του στέκει μόνο μια στιγμή» και «πως οι άνθρωποι σαν τα φυτά ωριμάζουν …ακμάζουν, παρακμάζουν» (Σονέτο 15).
Τόσο λίγη η ζωή του ανθρώπου, τόσο μικρή η ανθοφορία του, τόσο γρήγορο το πέρασμά του. Και είναι σοφός αυτός που κατανοεί της φύσης το παράδειγμα. Και είναι το ένστικτο που παίζει το ρόλο του, το αλάφιασμα του νου και της ψυχής που επεξεργάζεται τα αποτυπωμένα στα αισθητήρια σημάδια, η διεισδυτική ματιά που ξεγλιστράει από την παγίδα της επιφάνειας για να φτάσει εκεί που όλα, απλώς, διεκπεραιώνουν το γίγνεσθαι. «Παροδικό» λοιπόν για παράδειγμα:
Στη βεράντα μου / σιωπηλός ερωδιός ο Αστροφόρος / άλλοθι ζητά με σπασμένη φτερούγα.
Κι εγώ στο κλουβί / έστω κι αν ξέρω του καιρού το πρόσκαιρο / καναρινίζω.
Βροχή δεν ήρθε. / Τριγύρω μου πάντως το Αόμματο / «φιλείς με;» λέει σιγανά στο αυτί / και όπου φύγει… («Παροδικό»)
Τι με εμποδίζει να εκλάβω τον «Αστροφόρο ερωδιό» ως Άγγελο Κυρίου, ότι η δική του «σπασμένη φτερούγα» ήταν το άλλοθι του δικού μου φθαρτού σαρκίου, κι εγώ στο «κλουβί» του χρόνου, αν και προσωρινά, όσο αντέχω «καναρινίζω», την ώρα που το «Αόμματο» (το αόρατο;) ψιθυριστά μου μιλάει και αστραπιαία χάνεται; Χάνεται η μαγική στιγμή, η χαραμάδα που άνοιξε στο συμπαγές της καθημερινότητας και για μια στιγμή άφησε ερώτημα ψιθυριστό, «φιλείς με;», που ρωτά και, χωρίς να περιμένει απάντηση, «όπου φύγει»… φύγει, συμπληρώνει ο καθημερινός, «ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά… πάει / το πήρε ο ήλιος» λέει ο Ελύτης σε ανάλογη περίσταση στο «Φωτόδεντρο», κι εγώ, Φιλώ σε τα μάλα, θα απαντούσα, αν προλάβαινα να μ’ ακούσει.
Ο παρεμφερής στοχασμός του Γιώργου Σεφέρη, στον επίλογο του «Ερωτικού Λόγου», καταφάσκει την αναμονή, χωρίς να δικαίωση: «Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα / που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά / προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα / την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά / Τριαντάφυλλα…» , τα τριαντάφυλλα δεν είναι άλλο από δείγμα εκφυλλισμένου χρόνου. Και καταλήγει ο Σεφέρης: «ο κόσμος είν’ απλός». Δεν φιλοσοφεί η ζωή, αλλά ο άνθρωπος και ο ποιητής π. Παναγιώτης αυτό ακριβώς έχει αφομοιώσει και αποτυπώσει στο στίχο του, από τη δική του ψυχική οδοιπορία και προσμονή.
Στα ταξίδια, που ευλογήθηκε να κάνει στα πέρατα του απέραντου κόσμου, τα μάτια του γέμισαν εικόνες, των οποίων την ποικιλία ειδών και μορφών αποταμίευσε στη φωτογραφική του μηχανή, και έπειτα σαν τον ερευνητή, για να μη χαθεί η πολύτιμη εμπειρία, η χρυσή γύρη που συνέλεξε, την κατέγραψε σε στίχους. Έτσι η ποίησή του όλη, εκείνη που έχει ήδη καταγραφεί και μελετηθεί, αλλά και αυτή που τώρα κρατάμε στα χέρια μας, της ίδιας εκείνης συνέχεια είναι. Ο ποιητής ξέρει καλά ότι απάντηση στο μεγάλο αίνιγμα της ζωής δεν υπάρχει και το μόνο που υπάρχει είναι η Φύση - Μητέρα - Θεός που του έχει δανείσει, για όσο χρειαστεί, τα ποιητικά δώρα, για να «καναρινίζει», τα πάθη των ανθρώπων τραγουδώντας και της φθοράς το ρόλο επιβραδύνοντας.
Οι φωτογραφίες του και οι στίχοι του έχουν το στόχο τους, φέρνουν κοντά μας τα μακρινά, μας ενημερώνουν για τα άγνωστα και όλα αυτά που ξεσηκώνουν την ανθρώπινη ψυχή: «άνεμοι με κατοικούν», «τον άμμο ποθώ / των ψαριών τ’ αγγίγματα / συν όλα τ’ άλλα». Και πάλι σεφερικός ακούγεται ο στίχος, (Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο / τη μέρα τ' όνομα τον τόπο /και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει» («Σαντορίνη»), εφόσον η θάλασσα είναι ο τελικός προορισμός κάθε όντος. Εκεί, στην αγκαλιά της, ο Οδυσσέας Ελύτης θα βρει «Κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών», «κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου», θραύσματα από το τέλειον όλο, σαν εκείνο το ελάχιστο «φιλείς με;», εκεί ο π. Παναγιώτης θα βρει των «ψαριών τ’ αγγίγματα συν όλα τ’ άλλα». Αυτά τα «άλλα» φαίνεται πως ανοίγονται διάπλατα «στην Αιώνια Λιακάδα», η οποία με τα κεφαλαία της υποβάλλει και τα σημαινόμενά της. Εκεί καταφθάνει κανείς «δωρεάν» «αρχαγγελικός και ανυπόδητος» και οι «Αγγελοκρουσμένοι», ας πούμε οι ποιητές, «βρίσκουν τρόπο ευάερο /για τ’ Όχι και το Ναι τους». Και έτσι ανώδυνα η φυσική προεκτείνεται στη μεταφυσική.
Με συγκίνηση διαβάζω την απαγόρευση του Κλειδούχου της Μ. Τρίτης: «Ένας από τους δυο χωρά / εσύ χωρίς εσένα» («και πώς αγωνίζεται η ζωή για να περάσει… από την τρύπα βελόνας», λέει ο Σεφέρης στο «Γράμμα του Μαθιού Πασχάλη», αισθανόμενος τον πόνο στα λαγόνια του). Αλλά και το εικαστικό ανάλογο του Ελ Γκρέκο με την ψυχή να αγωνίζεται να περάσει τις συμπληγάδες στο μεσαίο τμήμα της «Ταφής του Κόμητος Οργκάθ». Ο χώρος είναι ανάλαφρος, δεν επιδέχεται υλικά βάρη. Το σώμα οφείλει να μείνει πίσω. Το «Εσύ» περιλαμβάνει μόνο την ψυχή. Όμως τη «Λαμπρή Κυριακή» υπάρχει η ελπίδα: «- Ανέστη λένε! Ω, να ’ναι αλήθεια!... Σ’ αυτό μόνο ελπίζω» για μια συνάντηση με το σαρκίο που τόσα χρόνια φιλοξένησε την ψυχή μου και με εγκατέλειψε όταν πια δεν άντεξε την ψυχική μου ανηφόρα και ίσως πιο πολύ για τη συνάντηση των όσων έχω χάσει. Ξέρει ότι ο Θεός τον «ξεθωριάζει», ότι όλοι «ιππεύουμε στις έσχατες ημέρες», ότι οδεύουμε «Από τη σκιά / στην εικόνα κι από ’κει / στο πρωτότυπο. / Έτσι σ’ εγγίζει το Παν / έτσι σε ανατέμνει» (σε μια πορεία ανοδική και επιστρόφια στο γενεσιουργό αγαθό, αντίστροφη εκείνης του Πλάτωνος, της εκπτωτικής από την Ιδέα στο απείκασμα και από αυτό στη σκιά του). Αλλά «Τετελεσμένο μέλλον / ήδη και όχι ακόμα» (η επικύρωση λείπει), «Τα πέπλα θα σχισθούν στ’ Ανακαλυπτήρια» (σαν το παραπέτασμα του ναού), «Παράδεισος Άβυσσος» θα λάμψει (με τη σολωμική της μνήμη, τη «μοσχοβολισμένη»).
Κι εκεί που το πνεύμα αφέθηκε να κοιτάζει ψηλά, βαθιά ή πέρα, τα μάτια δε χάνουν την επαφή με τη γη, την καθημερινή τριβή, τα άστεγα αιτήματα, παράπονα -«τα γκράφιτι στους τοίχους»- δεν αγνοεί «τ’ Αδιάκριτο» που «καραδοκεί», δεν του διαφεύγει η «σκιά» που «συνήθως όζει από την ψυχή της έξω». Προχωρώντας και συλλέγοντας κι εμείς τη γύρη, όση προλαβαίνουμε από τον καταγραμμένο θησαυρό, σταματάμε στην «Αμυγδαλιά» που έδυσε μαζί με τον πατέρα «ψάχνοντας νέο ήλιο να ψήσει τα αμύγδαλα» και έτσι στέρησε από την καλύβα του τον ποιητή, όπου «έβρισκε φρεσκαδούρα» ο «πικραμένος νους» του. Δεν ξέρω αλλά, αν δεν συσχετίζω κουτά, με μια ελαφρά αλλαγή της Αμυγδαλιάς σε Δάφνη, του πικραμένου σε Απόλλωνα ή Πυθία, η ελπίδα διοχετεύεται μέσα από άλλο κανάλι, αν υποθέσουμε πως ό,τι χάθηκε στους Δελφούς -η καλύβα του Φοίβου, η μάντιδα δάφνη και η λαλέουσα πηγή- προεκτάθηκε στην αμυγδαλιά που μετακόμισε στον Άνω Κήπο μαζί με τον πατέρα, όταν άλλαξαν βάρδιες οι καιροί. Και τι βαθιάς πνοής το σχόλιο στον Θεοτοκόπουλο, το «El Espolio», όπου ο ποιητής καταθέτει το σεβασμό του και αιτείται ψιχίον συμμετοχής στο αίσθημα του πίνακα: «κι εγώ / τις ροές των χρωμάτων σου θηλάζοντας / όλος μάτια / με κάθε δάκρυ σε θωρώ Δομήνικέ μου / αγγέλισέ μου τη Χαρά / κυριάκισέ με» (όπου ευκόλως εννοείται: Δομήνικος = Κυριάκος). Και βέβαια δεν είναι το μόνο δείγμα γόνιμης αξιοποίησης εκείνου που η ιστορία του πολιτισμού έχει καταγράψει.
Στην εξερεύνησή μας θα συναντήσουμε ποιήματα μικρά και μεγάλα ομοιοκατάληκτα και περιπαικτικά, χαϊκού και άλλα, όλα της ίδιας πάντα θεματικής με άλλη όψη και σκευή, από διαφορετικούς τόπους εμπνευσμένα, το καθένα με το δικό του ύφος.
Στον Νείλο, στο κατάστημα με τα βαμβακερά, που υποθέτω λειτουργεί «since 1908», ο π. Παναγιώτης συλλογιέται τους απέξω κατάδικους, ρακένδυτους. Ο καπουτσίνο στο «Gran caffé» στήνει ένα ποιητικό μικροβιογραφικό του ποιητή των Μεταμορφώσεων Οβιδίου, στην Σουλμόνα που τον γέννησε. Στη συνέχεια μικρά τουριστικά στιγμιότυπα, σε ένα πολυεπίπεδο ποίημα, υπό τον σημαίνοντα γενικό τίτλο «Quo Vadis?» (απουσιάζει η κλητική, Domine), καταθέτει απόψεις που υπαινίσσεται η επιφάνειά τους: «Τιβερίζω για να ζω…» (ο Τίβερης, «καναρινίζω» ο ποιητής), «…μια τυχούσα / ελιμπίστηκε σφόδρα / τον Ποσειδώνα» (Φοντάνα ντι Τρέβι, στα χρόνια της εφηβείας μου η Ανίτα Έκμπεργκ, στη Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι και άλλες αντιγράφουσες έκτοτε), «…Τα Κολοσσαία / φοβού και όποια ισχύ / απανθρωπίζει» (Κολοσσαίο), στον πληθυντικό τους πυκνώνει ο φόβος, «…ύπτια γέρνουν / για το φως το κάλλιστο…» (Κατακόμβες), έτοιμοι για την ανάσταση, «Άναυδοι στέκουν / οι άνεμοι τριγύρω / περιστύλιο» (Πλατεία Αγ. Πέτρου), εγκλωβισμένοι, «Τον οροφουργό / ρώτα πώς απέδωσε / τέτοιο άγγιγμα…» (Καπέλα Σιστίνα), με την ψυχή όλη στο δάχτυλο.
Στην Κωνσταντινούπολη και στην Αγιά Σοφιά, «Λάμψεις του πένθους / πνέουν απ’ τους φεγγίτες / ως τα πλακάκια. / Από εδώ εκκλησιά- / ζεται η πάσα Πόλη. / Τούφες ο ήλιος / διοδεύει κραταιός / κι ελπιδοφόρος. / Από εδώ ουρανί- / ζονται οι Πατριάρχες» («Δίοδοι φωτός»), η ελπίδα.
Η επιμέλεια του στίχου, η επιλογή της λέξης, οι απρόσμενες συζεύξεις, οι επιτυχημένες παρηχήσεις, τα ισοσύλλαβα, το ομόηχα, τα ομοιοτέλευτα, το χιαστό σχήμα, τα λεξιπαίγνια, τα νοηματικά άλματα, ο ελεύθερος στίχος αλλά και ο κρυμμένος παραδοσιακός, και όλα της τεχνικής τα επινοήματα που προεκτείνουν των λέξεων τα νοήματα, ποντάροντας στον επιτονισμό των συναισθημάτων, στην αυτοαμφισβήτηση όταν «στου ανέμου τον οίκτο/παριστάνει τον Κάποιο», ο ποιητής, όλα σε αρμονία, όλα με πολλά επίπεδα επεξεργασίας προκαλούν τον αναγνώστη και ιδού μερικά από τα τεκμήρια: «χαίρεις» - «χώρο», «χωράνε», «χαρά», «δεν είναι κλάψε γέλασε η σιωπή», «ενός φιλιού μύρια έπονται», «κάνω την πέτρα μου καρδιά», «φερέλπιδων απελπισμένων», «ένας από τους δυο χωρά/ εσύ χωρίς εσένα», «άγνοια, αγνείας», «στης εξόδου το ανάγνωσμα», «στην αποβάθρα / η νύχτα στο βάθρο της», «ωδίνες - οδύνη - δίνει», «αίματα – βλέμματα - ξεμάτισα», «ό,τι μου δίνει παίρνω η ζωή / ψυχή επιστρέφω», «λίγο μουρμουρίζοντας / τουρτουρίζοντας πολύ», «καφές παρηγοριάς απαρηγόρητος». Κι έτσι με τα παιχνίδια της γλώσσας μετατρέπει σε ανακουφιστικό αίσθημα την θλιμμένη χαρά, σε πικρόγελο τη χαρίεσσα θλίψη για ό,τι συμβαίνει και ό,τι επίκειται.
Ο ποιητής καταφάσκει το δώρο της ζωής και «τ’ Όχι και το Ναι» της αποδεκτά. Και ο πόνος και η φθορά μέρος της καλής εξέλιξης λογίζεται, οπότε με το συναίσθημα ελεγχόμενο, χωρίς εξάρσεις προς τα πάνω ή προς τα κάτω, τη συμπεριφορά ολύμπια, την αντίδραση στωική, την απαισιοδοξία συγκρατημένη, την ταπεινότητα ευπρεπή, όλα σε ισορροπία, σε αρμονία με τα αντίθετα εξουδετερωμένα, πορεύεται, «διοδεύει σώος» προς την αποκάλυψη της γενεσιουργού πηγής του.
Τέλος το «Συναξάρι της 2ας Νοεμβρίου», γενέθλια ημέρα του Οδυσσέα Ελύτη, περιλαμβάνει πέντε ποιημάτια, εκ των οποίων τα τρία, εκείνα με τους τίτλους «Ακινδύνου», «Ελπιδοφόρου», «Ανεμποδίστου» παραπέμπουν στο ποίημα του Ελύτη, πρώτο της συλλογής Τα ελεγεία της Οξώπετρας, όπου και ο στίχος, «Τιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ / Στα δίκαιά μου». Και στο αμέσως επόμενο, «Της Παντοχαράς», αφιερωμένο «του Ελύτη», ο π. Παναγιώτης κάνει μια κίνηση μικρή, «σαν του κλειδούχου που όλοι την εύχονταν αλλά κανείς δεν την αποτολμούσε», έλεγε και ο εκλιπών:
«μετακινώ απ’ το κολάζ / για χάρη Σου στον βράχο / ναό σε γαλάζιο λευκό /
σκήτη να ’χεις ευάερη / ευήλια να παρθενεύεις».
Πώς θα μπορούσε ο αναγνώστης να μείνει ορθός μπροστά σε τέτοιο στίχο, όταν ο ένας ποιητής κρατά το χέρι του άλλου και έχει ήδη καταθέσει:
Βυζαίνω γύρη να ’χω ν’ αφήσω μύρο σαν τον αγγίξω.
Ποιον; Θα ρωτούσε ο απλός και ο μακάριος. Εκείνον που πάνω εκεί λευκοφορεί και περιμένει και όσοι λευκοφόροι, όσοι, «ενδεδυμένοι οθόνια λευκά», εννοήτωσαν.
Η παρουσίαση της συλλογής συνιστά αντίδωρο, αρτίδιο ελάχιστο της Κυριακής, από το γεμάτο πανέρι της ποιητικής προσφοράς και σαν το μάνα εξ ουρανού ζητώ: