© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Για το ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου «Κρυπτόλεξο» (εκδ. Δόμος, 2013)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Το Κρυπτόλεξο  του Δημήτρη Κοσμόπουλου δεν είναι εύκολο να το χαρακτηρίσει κανείς απλώς ποιητική συλλογή, διότι, πέραν των τυπικών χαρακτηριστικών της, το θέμα της και η επεξεργασία του την καθιστούν λαμπάδα στη μνήμη Αγίου, κερί στο μανουάλι, πρόσφορο στη μνήμη αγαπημένου και αγιοποιημένου προσώπου. Το κρυπτόλεξο είναι ένας κώδικας που περνάει μήνυμα σε επιλεγμένον μόνον  αποδέκτη. Ο αναγνώστης επομένως του συγκεκριμένου Κρυπτολέξου παρεμβαίνει δισταχτικά σ’ αυτή την  μυστική επικοινωνία, σχεδόν λαθραναγνώστης, για να λάβει ψιχία του ηχητικού κύματος,  του οποίου τη μια άκρη κρατά στην ουράνια πατρίδα του ο Παπαδιαμάντης και την άλλη ο γήινος απόγονος στη γη. Δεδομένης της ανεπάρκειας των συμβατικών προσληπτηρίων οργάνων, είναι αναγκαία η αλαφροΐσκιωτη κατάσταση, για να υπερβεί κανείς το φράγμα της πραγματικότητας. Μάτια για τα αόρατα, ώτα για τα ανάκουστα ποιητική  διαμεσολάβηση και το φράγμα σπάει. Τώρα,  αν, στην αντίληψη τρίτου, το πράγμα φαντάζει παραδοξολογία, ισχύει αυτό που είπε ο Οδυσσέας Ελύτης: «Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να ενδιαφέρεται για την Ποίηση. Άπαξ όμως κι ενδιαφέρεται, είναι υποχρεωμένος «να γνωρίζει να μεταβαίνει» σ’ αυτή τη δεύτερη κατάσταση, να περπατεί και στον αέρα και στο νερό»[1]. Και ας επιστρατεύσουμε και το πλατωνικό «ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω» και το σπουδαιότερο όλων «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν».

Στην προσωπική, με βυζαντινά γράμματα, επιβλητική, χειρόγραφη, αφιέρωση,  η φράση «Τούτος ο ‘‘Κανών’’ για την  τελευταία, επί γης, νύχτα του Ανεσπέρου Παππού μου Αλεξάνδρου» κομίζει δύο ενδιαφέροντα στοιχεία. Το ένα, ότι η συλλογή συνιστά  «Κανόνα» και το άλλο ότι ο Αλέξανδρος ήταν παππούς του (;). Συνυπολογίζοντας και το επίθετο «Ανέσπερος», που θα ταίριαζε σε Άγιο, ο  αποδέκτης μιας τέτοιας αποκάλυψης στέκεται εκστατικός  και τρέμοντας πώς να διαχειριστεί ένα τέτοιο υλικό που πρωτίστως απαιτεί ψυχική προετοιμασία, νηστεία και προσευχή. Ας είναι.

Ο «Κανών» αποτελείται από δεκατέσσερα ποιήματα - ωδές, εκ των οποίων τα δύο πρώτα είναι προοίμια και τα δώδεκα ο καθ’ αυτόν ύμνος. Κείμενο θρησκευτικό εκκοσμικευμένο, του οποίου η στιχουργία σέβεται την αυστηρότητα του είδους- σονέτου-  αγγίζει όμως κατανυκτικά το γεγονός του θανάτου που έχει επισυμβεί και πέραν τούτου αρχίζουν τα δρώμενα. Έτσι αυτό που θα μπορούσε να είναι καταθλιπτικό και πένθιμο είναι αλλιώς «χαρούμενο» και αναστάσιμο. 

Η πρώτη σελίδα στο Κρυπτόλεξο ή στα  «Εισόδια του Προθανατισμένου» (ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη από Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, το οποίο θα έλεγα πως έχει πολλές συγγένειες με το Κρυπτόλεξο), μας πληροφορεί τι έγινε τη νύχτα της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 2011.  Περιλαμβάνει δύο επιστολές. Την μία υπογράφουν οι τρεις αδελφές του Παπαδιαμάντη - «Εν Σκιάθω, 14 8βρίου 1911»-  η Σοφία, η Κυρατσούλα και η Χαρίκλεια απευθύνουν επιστολή: «Αξιότιμε Κύριε Βλαχογιάννη», όπου μεταξύ άλλων εκθέτουν το χρονικό του θανάτου του αδελφού τους. Ο Παπαδιαμάντης είχε το πρώτο κρούσμα την ημέρα της εορτής του Αγίου Ανδρέου. Ο ίδιος το θεώρησε προανάκρουσμα θανάτου. Στις 2 Ιανουαρίου σηκώθηκε να βγει, αισθάνθηκε αδυναμία και σε πέντε λεπτά εξέπνευσε. Η επιστολή, όπως δείχνει η ημερομηνία της, εστάλη στον παραλήπτη δέκα μήνες μετά.

Την άλλη επιστολή υπογράφει ο Γ. Ρήγας, «Εν Σκιάθω τη 7 Μαρτίου 1912», «Αγαπητέ Κ(ύρι)ε Δικαίε»,  στην οποία αναφέρει ότι ο Παπαδιαμάντης την 2α Ιανουαρίου ζήτησε να του ανάψουν ένα κερί και να του φέρουν ένα βιβλίο. Όμως επειδή αισθανόταν αδυναμία να διαβάσει ακύρωσε την επιθυμία και έψαλε «απ’ όξω» ένα τροπάριο, την θ΄  Ώρα «εκ των Ωρών της παραμονής των Φώτων», «Την χείρα σου την αψαμένην». Την ίδια νύχτα «μετά το μεσονύκτιον» και ξημερώνοντας η 3η του μηνός «παρέδωκεν την ψυχήν του εις χείρας του Πλάστου». Η επιστολή αυτή εστάλη περίπου ένα χρόνο μετά. Η σελίδα ολοκληρώνεται με τον εξομολογητικό στίχο από το 97ο σονέτο του Σαίξπηρ:

 «How like a winter hath my absence been / From thee…»
    ( Πόσο παρόμοια με  χειμώνα είναι η απουσία μου από σένα)

όπου ένα καιρικό φαινόμενο παίρνει τη θέση του ψυχικού τοπίου. Η ερημιά της ψυχής, από την απώλεια μόνο έτσι μπορεί να παρομοιαστεί  και ο Κοσμόπουλος με το πρώτο σονέτο, «Προοίμιο Ι»,  δείχνει πως επικοινωνεί με έναν κόσμο που δεν έχει ανάγκη κεραίας σύγχρονης τεχνολογίας. Οι δρόμοι της ψυχής, περιφρονώντας την τρέχουσα αντίληψη, εισχωρούν στο άδυτο.

Φυσιολογικά πλέον και ο δικός του  εναρκτήριος στίχος σε καιρική συνθήκη μεταμορφώνεται:

Ύπνος δια βίου, πρόβα θανάτου.
Νυχτώνει κι όλα θα καούν στο χιόνι.
Το φέρνει μαύρο κι όλο το πετρώνει
ο χιονιστής Βορράς. Και να ’το.

Στο δεύτερο «Προοίμιο ΙΙ» επιχειρεί να δώσει χαρακτηριστικά της γραφής του μεταστάντος.  Πρόκειται γ’ αυτόν που :

έκοβε φέτες το φεγγάρι
 για να ταΐσει τα πεινασμένα δέντρα…
Εκείνος που έγραφε με φτερουγίσματα πουλιών
 τρεμάμενο τον ίσκιο της ψυχής.

Τώρα πια ακολουθούν τα δώδεκα ποιήματα- σονέτα που λίγο πολύ ακολουθούν τον κανόνα του είδους, όσον αφορά την αυστηρή δομή του και, απολύτως, όσον αφορά το σοβαρό περιεχόμενο.

Ο Κοσμόπουλος ερανίζεται λέξεις και φράσεις από το έργο του Παπαδιαμάντη και με αυτές συνθέτει το δικό του ποίημα. Το «μαργαρώδες» και το «άνθος του γιαλού» για παράδειγμα δεν είναι παρά αχτίδες φωτός εκ του Ανεσπέρου που φώτισε τη νύχτα της Μετάστασης του Παπαδιαμάντη. Οι στίχοι εντός εισαγωγικών δίνουν την εντύπωση πως είναι ο Αλέξανδρος πλέον, ο οποίος μιλά  και εξηγεί τι κίνησε το μυαλό του και τι ενεργοποίησε το χέρι του. Ο στίχος «Κόπος να ζήσεις, δίχως κέρδος» αποτελεί και το δακτυλικό του αποτύπωμα ή με το τρόπο του Οδυσσέα Ελύτη «Σήμερα αν δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις απ’ αυτό που κάνεις σε κοιτάζουν όλοι με ανοιχτό στόμα»[2]. Στη συνέχεια, ο μεταστάς απευθύνεται σε επώνυμους λογοτέχνες της εποχής για να τους ενημερώσει πως έγινε  «το δάκρυ τ’ ουρανού, μελάνι και βροχή» του, πώς τα φυσικά μέσα έγιναν υλικά της τέχνης του, πώς ο καημός του ουρανού  συγκατετέθη. Μιλάει για τη σύγχυση και τον  εκφαυλισμό  των εννοιών,  στο «σφάντζικο» που κράτησε για το πορθμείο, για τη θάλασσα με τη «μουσική βακχευόντων κυμάτων», για τον ουρανό και τους αγγέλους του. Στο όγδοο ποίημα μπαίνει στις προσωπικές περιπέτειες «Σαν κλήμα με κλαδέψανε οι καιροί /  αλλά η φωνή μου κλαδεμούς δεν είχε». Μία αναφορά στον Μιλτιάδη Μαλακάση και στον Παύλο Νιρβάνα μας δείχνει τους κοντινούς του φίλους, άλλη μία στο καφενείο του Βασιλείου μας δίνει το μέτρο της οίησης: «Οι άλλοι έτρεχαν, με την δύσιν του ηλίου/ και στον δικό μου τον καιρό, εις του Βασιλείου» κάτι που θα μνημονεύσει «αργότερα» και ο Καρυωτάκης «Αλλά με την δύση του ηλίου θα πηγαίνω στου Βασιλείου», πράγμα που σκοπίμως και σχεδόν πανομοιότυπα μεταφέρει στο ποίημά του ο Κοσμόπουλος, ενώνοντας σε ένα στίχο τρεις διαφορετικές γενιές, τρεις ποιητές,  για να εκφράσει τις κρίσεις και επικρίσεις των ματαιόσπουδων. Και από την επιφάνεια του πάνω κόσμου περνά στον κάτω, όπου

Εις των γραμματανθρώπων τον εσμό, στον Άδη
δεν με σηκώνουν τα νερά. Τα άρρητα σιωπή τιμάσθω.

Και με την τελευταία του  φράση από την προτροπή του Μ. Βασιλείου «Η σιωπή τιμά τα άρρητα»,  η οποία νομίζω πως συνδέεται με το μότο της σεφερικής Κίχλης «Δαίμονος επιπόνου κατά τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα τι με βιάζεσθε λέγειν, α υμίν άρειον μη γνώναι» που σημαίνει, να μη μιλάμε για πράγματα που είναι καλύτερα να μην ξέρουμε. Η φράση παραδίδεται από τον Νίτσε και την είπε ο Σειληνός στον Μίδα. Ευφημείτε, λοιπόν, όπως και στα Ελευσίνια.

Στο 11 ποίημα ο στίχος αποκτά μια τρυφερότητα:

                   Τρεμάμενη καρδούλα μου, στρουθί κυνηγημένο

Και στο δωδέκατο με εναρκτήριο το στίχο του Τ.Σ. Έλιοτ, σε ελαφρά παραλλαγή

Αυτός ο κόσμος δε θα σβήσει, ούτε με κρότο ούτε με λυγμό
(This is the way the world ends / Not with a bang but a whimper= έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι με ένα κρότο, αλλά με ένα λυγμό ),

που μάλλον πρόκειται για τραγούδι του συρμού που ο Έλιοτ έχει ενσωματώσει στο ποίημά του. Η διαφορά ανάμεσα στον κόσμο του Έλιοτ και τον κόσμο του Κοσμόπουλου- Παπαδιαμάντη έγκειται στο ότι ο πρώτος είναι ο φθαρτός και, όχι με κρότο αλλά με λυγμό θα τελειώσει,  ενώ ο δεύτερος είναι εκείνος που δεν θα τελειώσει ούτε με κρότο ούτε με λυγμό γιατί είναι ο τόπος της αιώνιας ζωής, από  όπου απέδρα κάθε λύπη και πόνος. Σαν σε όραμα ο Αλέξανδρος αισθάνεται να αναρπάζεται σε χρυσό νέφος επί πτερύγων εποχών,  όπως οι Άγιοι. Τον  συνοδεύουν όλα τα κορίτσια - άγγελοι των διηγημάτων του (όπως τον Ανθυπολοχαγό του Ελύτη), αισθάνεται όλα τα αντίπαλα μεταξύ τους συναισθήματα «φόβο, άγρια χαρά, ξενιτεμό» όμως όλη η ζωή δεν ήταν παρά ετοιμασία για την επιστροφή εκεί από όπου ήρθε, τον ουρανό.

Έρωτα των ερώτων ευδοκείς ώστε η καταστροφή
των λόγων, να είναι κάλεσμα. Τραπέζης ουρανίου τρυφή, ο χαμός.

Κι έτσι τελειώνουν όλα. Σαν να έγραψε ο Παπαδιαμάντης δια χειρός Κοσμόπουλου, όπως ο Παπαδιαμάντης υπέγραφε δήθεν για λογαριασμό τρίτου «Διά την αντιγραφήν…».

Ο Κοσμόπουλος, λοιπόν, σαν σε διαφάνεια,  μας δίνει την εκδοχή ενός Παπαδιαμάντη, σκύβοντας και φιλώντας του σεμνά το χέρι. Μπαίνοντας μέσα στη σκέψη του και στο μυαλό του, για να μάθουμε όλα αυτά που θα σκέφτηκε, ανάμεσα στη στιγμή που θέλησε να πάει «μια εις του Ζιμπλού» και δεν μπόρεσε και στην ώρα που εγκατέλειψε τον αγώνα και αισθάνθηκε του άλλου κόσμου να τον φυσά το αεράκι. 



[1] Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, «Τα κορίτσια», σελ. 133. Επίσης, στο ίδιο, σελ. 18 «Η ποιητική κατάσταση είναι μια τρίτη κατάσταση που δεν υπόκειται στις αντιφάσεις και τις διακρίσεις της ζωής».
[2] Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ. 11.

Related Posts with Thumbnails