© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟ ΜΑΣ

ἤ, Ὅταν ἡ ἐξομολόγηση μετατραπεῖ σὲ μονολόγου περιπέτεια


Δὲν εἶναι ἀλήθεια λίγες οἱ φορὲς ποὺ ὁ πνευματικὸς ἔρχεται σὲ δυσκολία νὰ μπορέσει νὰ σταματήσει τὴν ἀκατάσχετη φλυαρία κάποιων -κυρίως γυναικῶν- ποὺ θεωροῦν ὅτι στὴν ἐξομολόγηση μποροῦν νὰ μιλᾶνε συνεχῶς, δίχως ν᾿ ἀφήνουν κάποιο περιθώριο στὸν ἀκροατή τους νὰ ἔχει γνὠμη ἐπὶ τῶν λεγομένων. Δηλαδή, νὰ μπορεῖ νὰ ρωτήσει κάτι ποὺ δὲν τὸ πολυκατάλαβε ἤ τὸ εἶδε ὅτι εἶναι πολὺ μπερδεμένο. Ἔτσι, ἡ ἐξομολόγηση γίνεται -δίχως νὰ τὸ ἐπιδιώνει ὁ πνευματικὸς αὐτό- μιὰ ἀνούσια περιπέτεια, στὴν ὁποία ὁ ἐξομολόγος εἰσέρχεται ἀγανακτισμένος κάποτε. Γιατί; Μὰ ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τὸ κριτήριο τῆς διακρίσεως ἀπὸ μέρους τοῦ ἐξομολογουμένου, ποὺ νομίζει ὅτι μόνον αὐτὸς μπορεῖ νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ἀποφαίνεται, γιατὶ ὁ σκοπός του εἶναι ἀσφαλῶς καθορισμένος ἐκ τῶν προτέρων: Τὸ νὰ αὐτοδικαιωθεῖ,  δηλαδή, ρίχνοντας ὅλους τοὺς λίθους τῶν ἀναθεμάτων στοὺς ἄλλους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γιὰ τὸν ὁποῖο ὅμως μπορεῖ νὰ πεῖ, μετ᾿ ἐμφάσεως μάλιστα, ὅτι στὸ ἐξομολογητήριο εἰσῆλθε, ὄχι γιὰ τὴν ἄφεση τῶν δικῶν της ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ γιατὶ φορτώνεται τὶς ἁμαρτίες ποὺ οἱ ἄλλοι τοῦ προσθέτουν, τὸν ἀναγκάζουν νὰ κάνει ἤ νὰ δεχτεῖ.  «Δὲν τὸ ἤθελα νὰ τὸ πῶ αὐτό ( π. χ. νὰ κατηγορήσω, νὰ βάλω λόγια κ.λ.π.), μὲ ἀνάγκασαν». Φράσεις στερεότυπες, ὡστόσο αὐτοαπαλλακτικές. Ἔτσι, μὲ κριτήριο ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀμυνθεῖ, γιὰ νὰ σώσει τὴν ὑπόληψή του, καταφεύγει σ᾿ αὐτὲς τὶς πρακτικές. Κι ὅλ᾿ αὐτά, σημειωθήτω, ἀναφέρονται στὸν πνευματικὸ μὲ μιὰ ἄνεση καὶ πολυλογία, μὲ σκοπὸ νὰ κατορθώσει νὰ ἐπιβληθεῖ στὸν ἐξομολόγο μὲ τὴν συνεχῆ καὶ ἐντυπωσιακὴ πολυλογία
   
Εἶναι, τὸ ξέρω, ἄπειρες αὐτὲς οἱ περιπτώσεις ποὺ συναντᾶμε. Κι εἶναι ἀσφαλῶς περιπτώσεις ποὺ πραγματικὰ μᾶς ταλαιπωροῦν, ὅταν μάλιστα ἔχουμε ἔξω κι ἄλλες ψυχὲς,  ποὺ περιμένουν τὴ σειρά τους νὰ προσέλθουν στὸ Μυστήριο αὐτό. Κι ὁ χρόνος ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ πιέζει...

Ἀλήθεια, πόσοι ἀπὸ μᾶς κάτι τέτοιες στιγμὲς δὲν κοιτάζουμε νὰ ὑψώσουμε κάποιο ἀνάχωμα, ὥστε νὰ σταματήσει κάπου αὐτὴ ἡ ἀνούσια πολυλογία. Ποὺ τὴ θεωροῦμε ἀσφαλῶς ἀπώλεια πολύτιμου ποιμαντικοῦ χρόνου, ἀφοῦ πουθενὰ δὲν βγάζει; Κι ἀγανακτοῦμε, μάλιστα, γι᾿ αὐτό, ἀγχωνόμαστε καὶ στεναχωριόμαστε  πολύ.

Κι ὅμως στὴν ἄλλη της ὄψη αὐτὴ ἡ περιπέτεια κάτι ἔχει νὰ δείξει, κυρίως σὲ μᾶς τοὺς πνευματικούς. Τὸ τὶ εἶναι αὐτὸ θὰ φανεῖ, ὄχι ἐκείνη τὴ στιγμή, ἐκεῖνες τὶς ὧρες ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι πασπαλισμένες ὑπερένταση καὶ κάποιο ἄγχος. Καὶ δικαίως μάλιστα, ἀφοῦ ἡ κάθε ψυχὴ ποὺ θὰ παρουσιαστεῖ ἔχει τοὺς δικούς της κώδικες καὶ κανόνες, κι αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ σέβεται ὁ διακριτικὸς πνευματικός, ἀλλιῶς οἱ ψυχὲς αὐτὲς θὰ κλειδώσουν μιὰ γιὰ πάντα καὶ ἔτσι θὰ παραμείνουν. Κι ὑπεύθυνοι θὰ εἴμαστε ἐμεῖς γι᾿ αὐτό. Βλέπεις, δὲν εἰπώθηκε τυχαῖα ὅτι ἡ πνευματικὴ πατρότητα εἶναι «τέχνη τεχνῶν». 

Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ τραγικές (κάποτε πολὺ τραγικές, ὄντως) αὐτὲς περιπτώσεις,  πρέπει νὰ φροντίζουμε νὰ τὶς προσέχουμε, ὅσο βαρετὲς καὶ ἀνούσιες κι ἄν εἶναι. Γιατὶ μέσα βαθιά, στὸν πυρήνα τους, κρύβουν τὸ ζητούμενο: τὴν εἰρήνευση τῆς ψυχῆς καὶ τὸ δέσιμο τοῦ σχοινιοῦ τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοναδική ἀναζήτηση, πού, δυστυχῶς, χάνεται σὲ μονοπάτια μάταιου φαρισαϊσμοῦ, ἀθεμελίωτης αὐτοδικαίωσης καί ἄκαρπης προσπάθειας γιὰ ἐντυπωσιασμό. 

Καὶ τὸ κυριώτερο, κανένας ποιμαντικὸς χρόνος δὲν πάει χαμένος, γιατὶ ἁπλούστατα, ὅταν αὐτὸς συντελεῖται καὶ ἀναλώνεται μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἱεραποστολικῆς μας μαρτυρίας καὶ διακονίας, τότε εἶναι χρόνος προσευχῆς, λατρείας καὶ διδαχῆς - ἔστω καὶ μὲ τὶς μετ᾿ ἐμποδίων παρουσίες κάποιων, ποὺ, ὅμως,  γιὰ νὰ προσέλθουν στὸ ἐξομολογητήριο κάτι γυρεύουν... Τό δικό τους χαμένο κέντρο ἤ μήπως τὴ δικιά μας ὑπομονή, ἀντοχὴ καὶ φιλία, ποὺ ἀσφαλῶς ὁ κόσμος δὲν τοὺς ἔδωσε...

Ἄλλωστε δὲν μᾶς δόθηκε ἔτσι ἁπλᾶ ἡ ἐντολὴ «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς». Γιατὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἔρευνα τῶν γραφῶν ὁ κάθε ποιμένας καλεῖται νὰ ἐρευνήσει καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ὅσων ποιμαίνει. Μὲ διάκριση, ὑπομονή, ἀγωνία, φιλανθρωπία καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα μὲ ἀγάπη. Ἤ μήπως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀποστολή μας.

Ἄς τὸ ψάξουμε, λοιπόν...

π. κ. ν. κ. 

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΜΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΚΟΠΕΛΙΤΙΚΗ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ

ἤ, ξανακοιτώντας τὸ βιβλίο, Γιῶργος Τζαβάρας-Γιῶργος Χρυσούλης, Διερεύνηση τῆς ἐμπειρικῆς μεθόδου τῆς ξυλοναυπηγικῆς μέσα ἀπὸ τὴν παρακολούθηση τῆς κατασκευῆς ἑνὸς τρεχαντηριοῦ στὴ Σκόπελο [ἐπιβλέπων Καθηγητής Βασιλᾶτος Παναγιώτης, τοῦ Ε. Μ. Π.],  Ἰούλιος 2013, σ. σ. 121




Μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες μορφὲς γνήσιου πολιτισμοῦ καὶ ἔντιμης διακονίας τῆς Ἑλληνικῆς παράδοσης,  ὑπῆρξε ἀναμφίβολα καὶ ἡ  φωτεινὴ ἀκτινοβολία τῆς ναυπηγικῆς τέχνης, αὐτῆς δηλ. τῆς τέχνης, ποὺ οἱ παλιότεροι Σκοπελίτες προσπάθησαν, μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, νὰ τὴν καταστήσουν καὶ  φανερώσουν παντοῦ, ὡς τέχνη ὀνομαστή, περήφανη καὶ μοναδική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δικαίως τὸ νησὶ αὐτὸ ὑπῆρξε καί, κατέστη μάλιστα,  «ναυτικὴ νῆσος». 

Ὅμως μὲ τὰ χρόνια καὶ τὴν ἀδιαφορία ποὺ προστίθεται στὸν ψυχισμό μας, ὡς ἄλλη νόσος, αὐτὴ ἡ τέχνη ἄρχισε νὰ φθίνει. Νὰ λησμονιέται ἤ καὶ νὰ περιφρονεῖται, ὅπως τόσα καὶ τόσα ἄλλα,  ποὺ ἀνάπτυξαν τὸν γνήσιο καὶ ἀθανατο πολιτισμό μας, τὸν ἀθάνατο Σκοπελίτικο πολιτισμό. Ἀλήθεια, ἄν κοιτάξουμε γύρω μας ποῦ θὰ τὸν ἀντικρίσουμε ἀυτὸν τὸν πολιτισμό; Τὸ  ἐρώτημα δὲν εἶναι μονάχα ρητορικό, ἀλλὰ καὶ ἀληθινό. Γιατὶ κοιτάξτε, λοιπόν, καὶ ἀναρωτηθεῖτε: ποῦ εἶναι στ᾿ ἀλήθεια, ὁ παλιὸς ὁ ταρσανᾶς, ὁ ἀπὸ αἰώνων ἑδρεύων στὴν κατὰ τὴν Ἄμμον τῆς Χώρας περιοχή. Ποῦ εἶναι οἱ παλιὲς οἱ καλιάγριες (έλαιοτριβεῖα), ποῦ εἶναι τὰ παλιὰ πατητήρια (κσροῦτες), καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλα θεωρήθηκαν περιττὰ ἤ ἄχρηστα καὶ παραμερίστηκαν, γιὰ ἔρθουν στὴ θέση τους ἀνούσιες πρακτικές, ποὺ ὑποβιβάζουν τὴν ἀληθινὴ καὶ γνήσια παραδοση,  τὴν ὁποία μὲ θυσίες πολλὲς καὶ σιωπηλὸ ἀγώνα ἔστησε αὐτὸ τὸ νησὶ καὶ παρέδωσε στὶς ἑπόμενες γενιές: τεκμήριο ἀλάθητο τῆς μεγαθυμίας του καὶ τοῦ εὐπρεποῦς σεβασμοῦ πρὸς τοὺς προγόνους του. 

Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, λοιπόν, καὶ συγκεκριμένα τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2013, σὲ καιροὺς πραγματικὰ ἀφεγγεῖς καὶ δύσκολους δύο νέοι ἄνθρωποι, ποὺ ἀγαποῦν μὲ πάθος τὸ νησί μας, προσπάθησαν, μὲ κόπους πολλοὺς καὶ μὲ μηδαμινὴ συνδρομὴ καὶ οίκονομικὴ παροχή, νὰ ξαναζωντανέψουν τὸ ἀμύθητο σὲ ἀξία, κλέος τῶν παλιῶν ναυπηγῶν τῆς Σκοπέλου. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ναυπηγός (σημειωθήτω: αύτοδίδακτος καὶ τὰ μέγιστα ἔμπειρος) Κωνσταντῖνος Ἰω. Κοσύφης κι ὁ ἄλλος ὁ Ρηγῖνος Ἰω. Καθηνιώτης, ναυτικός. Ἔτσι ἔστησαν τὸν ταρσανᾶ τους, δυστυχῶς ὄχι ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε, ἀντρώθηκε καὶ τελικῶς ἀποσύρθηκε, στὴν ἀρχαία “κατὰ τὴν Ἄμμον” θέση του, ἀλλὰ σὲ κάποιο χτήμα στὸν Ἅγιο Ἀρτέμιο, στὸ Κεραμωτό ( λὲς καὶ ἦταν κεραμοποιεῖο!!!).

Μὲ ἀγώνα μεγάλο, λοιπόν, καὶ μὲ μεράκι ἀκόμα μεγαλύτερο πάσχισαν νὰ ἀναβιώσουν τὴν τέχνη τῶν πατέρων τους, αὐτῶν δηλαδή, ποὺ χάρισαν στὴ Σκόπελο σκαριὰ ὀνομαστά, περιούσια καὶ θαυμαστά. 

Πῆρε, λοιπόν, ὁ Κώστας ὁ Κοσύφης τὰ ἐργαλεῖα τοῦ παπποῦ του, τοῦ μαστρο Μιχάλη Κ. Τσουκαλᾶ (παλιοῦ ναυπηγοῦ καὶ γόνου ἀρχαίας ναυπηγικῆς οἰκογένειας) καὶ μὲ τὴν εὐχή του ἄρχισε νὰ «φαμπρικάρει» τὸ τρεχαντήρι τοῦ Ρήγα τοῦ Καθηνιώτη. Μὲ δυσκολίες πολλές, μὲ τὶς καθημερινὲς σειρίνες νὰ τοῦ λένε,  «τί εἶναι αὐτὰ καημένε.!!!»., ἀλλὰ καὶ κόπο ἀβάσταχτο, κατάφερε ὁ Κ. Κοσύφης νὰ κατασκευάσει ἕνα σκάφος ὑπέροχο, καλοτάξιδο καὶ καλογραμμένο. Ποὺ «ἔπεσε» στὴ σκοπελίτικη τὴ θάλασσα, ὅπου μύρια ὅσα πλεούμενα «ἔπεσαν», ἀφοῦ ναυπηγήθηκαν ἐκεῖ στὸ διάβα τῶν αἰώνων.  Κι «ἔπεσε», λοιπόν, στὴν ἴδια τὴ θάλασσα μετὰ ἀπὸ δεκαετίες πολλές. Κι εἶναι ἡ θάλασσα αὐτή, ἐκείνη  ποὺ ἀγάπησαν οἱ πατέρες μας καὶ τώρα τὴν κοιτάζουν περήφανοι ἀπὸ ψηλά, συγκινημένοι καὶ βέβαιοι ὅτι τὰ σκοπελίτικα καράβια θὰ συνεχίζουν νὰ τὴν ταξιδεύουν. Ὅπως ἔγινε τώρα,  κομίζοντας πάνω στὴ γαλάζια της ἐπιφάνεια τὴ δόξα τοῦ σκοπελίτικου πεύκου καὶ τὴν ἀξιοσύνη τοῦ σκοπελίτη ναυπηγοῦ Κων. Ιω. Κοσύφη, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐχὲς ὅλων ὅσων εἶδαν αὐτὴ τὴν προσπάθεια ὡς ἕνα ἀκόμα τεκμήριο τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος μας, ποὺ τὸ πιστοποιεῖ ἐναρέτως καὶ πολλαπλῶς ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ  «Εἴμαστε ἀπὸ καλὴ γενιά». Γιατὶ πράγματι, εἴμαστε ἀπὸ καλὴ καὶ περήφανη γενιά.  

Ὅλη αὐτὴ τὴ δουλειά, λοιπόν, εἶδε ἀπὸ κοντὰ ὁ Γιῶργος ὁ Τζαβαρας, διπλωματοῦχος ναυπηγός τοῦ Ε. Μ. Πολυτεχνείου, καταγράφοντας βῆμα-βῆμα τὴν ὅλη προσπάθεια τοῦ μαστρο-Κώστα νὰ «σενιάρει»τὸ ὑλικὸ ποὺ εἶχε μπροστά του -κορμοὺς πέυκων ἀκατέργστους, στραβόξυλα κ.λ.π.- τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια μεταποιοῦνταν σὲ ναυπηγίσιμη ὕλη, γιὰ νὰ ἔχουν ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀποτέλεσμα: τὸ σκαρωμα τοῦ τρεχαντηριοῦ αὐτοῦ. 

Μῆνες παρακολουθοῦσε ὁ Γ. Τζαβάρας τὸ σκάρωμα καὶ τὸ «πέτσωμα» τοῦ σκαριοῦ,  κἀτι ποὺ ἀσφαλῶς ἐλάχιστοι ἔχουν τὴν τύχη νὰ τὸ ζήσουν ἀπό κοντά, γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς παρέδωσε τὴ λαμπρὴ μελετη του, ἡ ὁποία στὴν πρώτη της μορφὴ ἀποτέλεσε τὸ ὑλικὸ μιᾶς διάλεξης ποὺ δόθηκε στὴ Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων Μηχανικῶν τοῦ Ε. Μ. Πολυτεχνείου τὸν Ἰούλιο τοῦ 2013 ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὸν συσπουδαστή του Γιῶργο Χρυσούλη μὲ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ καθηγητῆ τους Παναγιώτη Βασιλάτου. 

Αὐτὸς ποὺ γράφει τοῦτες τὶς γραμμές, χαιρετᾶ μὲ ἄφατη συγκίνηση αὐτὴ τὴν τέλεια ἀπὸ κάθε ἄποψη μελέτη τῶν δύο νέων ἐπιστημόνων, γιατὶ γνωρίζει πολὺ καλά, πώς αὐτὴ ἡ διατριβὴ θὰ ἐνσωματωθεῖ στὴ διεθνῆ βιβλιογραφία, ἐπειδὴ εἶναι καὶ πρωτότυπη, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἀκριβὴς καὶ τὰ μέγιστα παραστατική, ἀφοῦ στολίζεται μὲ πλῆθος φωτογραφιῶν:παλαιῶν καὶ νέων. 

Καθὼς κλείνω αὐτὴν τὴν παρουσίαση διερωτῶμαι καὶ λέω. Μά, καλά, κανένας φορέας δὲ βρέθηκε νὰ παρουσιάσει εὑρύτερα στὸ νησί μας αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ κατ᾿ ἐπέκταση αὐτὴ τὴν φωτεινὴ προσπάθεια τῆς ἀναβίωσης τῆς παλιᾶς ξυλοναυπηγικῆς τέχνης; Ἀλήθεια, γιατὶ ἔχουμε σταθεῖ μονάχα στὰ «χορευτικά», στὶς «γιορτές δαμάσκηνου», τραχανᾶ, τυρόπιττας, κ.λ.π; Καὶ γιατὶ ἐκθειάζουμε μονάχα τὴν παλιὰ  σκοπελίτικη γυναικεία στολή; Μόνο ἐκεῖ, ἤ μᾶλλον μέχρι ἐκεῖ φτάνει ὁ πολιτισμός μας;  Ἄν ἔτσι πιστεύουμε,  νομίζω ὅτι  θὰ πρέπει νὰ ξαναδοῦμε τὰ πράγματα καλύτερα, δηλαδή, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Παράδοσης ποὺ γέννησε αὐτὸ τό νησί. Ἀλλιῶς «στραβοαρμενίζουμε» κι οἱ ξέρες εἶναι σιμά μας...

π. κ. ν. κ.   

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Ο χώρος και ο χρόνος της ζωγράφου Μαρίας Ρουσέα

Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ

Τον κάθε καλλιτέχνη πρέπει να τον δεις μέσα στο χώρο και το χρόνο του. Διαφορετικά ματαιοπονείς και κινδυνεύεις να κάνεις λάθος.
   Ο χώρος της Μαρίας Ρουσέα είναι αδιαμφισβήτητα η Ζάκυνθος. Όχι βέβαια αυτός της φολκλόρ, σημερινής, για τουριστική κατανάλωση, προβολής της, αλλά εκείνος ο μακραίωνος και γνήσιος, ο οποίος της έδωσε την ζωτική της ιδιαιτερότητα. Κάτι, δηλαδή, σαν το σολωμικό φως του Άδη, που δεν θα μπορούσες εύκολα να το χαρακτηρίσεις σταυροαναστάσιμο, μια και δεν ενώνει τα διεστώτα, αλλά δίνει προτεραιότητα στη ζωή ή εκείνο το σωτήριο κιαροσκούρο του Κουτούζη, το οποίο, μαχόμενο το υπερφυσικό, παρέχει στον άνθρωπο την γήινη  δυνατότητα της θέωσης.
   Με λίγα λόγια ο τόπος της ζωγράφου είναι μια ξεκάθαρη, ιόνια ελληνικότητα, κοιταγμένη και φωτισμένη, μια και πάντα μιλάμε εδώ για φως, μέσα από μια Δυτική παιδεία και νοοτροπία, η οποία, παραδόξως (και εδώ βρίσκεται η αξία της) κρατά πιο πιστά την οικεία παρακαταθήκη από εκείνους που πιστεύουν πως την διατηρούν και την συνεχίζουν.
   Είναι το μέρος που έζησε τον Διαφωτισμό, που βίωσε την Αναγέννηση και στην αυλή του διαδραματίστηκε μια σκηνή (η κορυφαία ίσως) της Γαλλικής Επανάστασης. Το μέρος που κάποτε κατείχε μια παγκόσμια γνώση, χωρίς στεγανά και δογματισμούς. Μια μάντρα, η οποία κατόρθωσε να κλείσει πολύ περισσότερα απ’ ότι μια τυφλή παράδοση, εθελοτυφλώντας, απαιτούσε.
   Στο χώρο της Μαρίας Ρουσέα παίχτηκε και παίζεται ο «Χάσης» του Δημητρίου Γουζέλη, για «ξεφάντωσιν των φίλων», ο Γεράσιμος Πανάς ξεκινά από το ένα άκρη της Χώρας, καταλήγοντας στο άλλο, για να μας γνωρίσει τον «Κρίνο» να ερωτεύεται και να διεκδικεί την Ανθία, ο άγνωστος κανταδόρος τραγουδά για το άνοιγμα ενός παράθυρου, η μπάντα «κάνει πλατεία» με τις οικείες νότες του Verdi και τέλος, για να μην πολυλογούμε, το Σιγουρόπουλο αγιάζει, λέγοντας το πιο σωτήριο ψέμα του.


Αυτή είναι εντελώς περιληπτικά η πατρίδα της ζωγράφου, ο γενέθλιος τόπος της και η ιδιαίτερη και τοπικά προεκτεινόμενη πατρίδα της. Και αυτό την κάνει, όπως ακριβώς και τον Ανδρέα Κάλβο, φιλόπατρι ή κοσμικό σπουργίτη, κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Ιωάννη Τσακασιάνου.
   Όσο για το σπίτι της, αυτό που είδε και καλλιέργησε το φως, ήταν μια καλλιτεχνική γωνιά του τόπου της, από τις τελευταίες ίσως, μια και ευτύχησε να είναι κόρη (τίποτα δεν είναι τυχαίο) του κυρίως ζωγράφου, αλλά στην ουσία ποικιλόμορφα πολυπράγμονος και εσχάτως αναγεννησιακού Χρήστου Ρουσέα, ο οποίος αφήνοντας τον χρωστήρα, ασχολιόταν με την μουσική και το θέατρο, αλλά και πολλά άλλα, διδάσκοντας όλα αυτά και στους νεότερους, έτσι για να υπάρχει συνέχεια.
   Γι’ αυτό η Μαρία δεν εξοικειώθηκε μόνο με τα χρώματα, αλλά εξ απαλών ονύχων βίωσε εκείνο που θα μπορούσε άφοβα να χαρακτηρισθεί η ταυτότητα και η ψυχή της Ζακύνθου. Γι’ αυτό και ο χώρος της είχε αιτία ύπαρξης  και ως εκ τούτου η δημιουργία της πνοή πρωτοβουλίας.
   Στο χώρο αυτό πήρε πνοή το άψυχο και το ανέκφραστο έγινε έκφραση, για να μπορέσει, με έναν ακόμα κρίκο, να έχει συνοχή και αντοχή η αλυσίδα της ιστορίας.
   Ας πάμε τώρα στον (επίσης σημαντικό) χρόνο της. Αυτός είναι τρισυπόστατος ή πιο σωστά ομόκεντρα τριπλός.
   
Η καλλιτέχνις γεννιέται πριν το σεισμό του 1953, που στάθηκε ορόσημο για τον Ιόνιο χώρο, αναμφίβολα περισσότερο σημαντικό από τους παγκόσμιους πολέμους του υπόλοιπου κόσμου. Πρωτοβλέπει, δηλαδή, το τέλος μιας ιστορίας και ενός πολιτισμού πολλών αιώνων, που παρότι του ζητούσαν να προσαρμοστεί, χάριν επιδερμικής ενότητας, σε μια επίφοβη ομοιομορφία, αυτός μπορούσε να αντισταθεί και να επιβιώσει προπάντων λόγω του έμψυχου σκηνικού που ζούσε και κρατιόταν όρθιο, αν και πληγωμένο ακόμη, αλλά και του αίματος, που δεν μπορούσε να γίνει έτσι εύκολα νερό. 
   Αυτό που ονομάστηκε «Φλωρεντία της Ανατολής» υπήρχε τριγύρω της. Τα ψηλά καμπαναρία, η Πλατεία Ρούγα, το Γιοφύρι, ο Πλατύφορος και ο Στενόφορος, τα ρεπάρα, τα περίτεχνα αρχοντικά, οι ξεχωριστές εκκλησίες, φορτωμένες τέχνη και ακόμα αδελφάτα, το θέατρο «Φώσκολος» με την έμψυχη ζωή του και όχι μόνο ένα επιβλητικό κτίριο και τόσα άλλα, που στέκονταν στην καθημερινότητά της και δεν της μετέφεραν τόσο μνήμες, όσο ευθύνη.
   Η Ρουσέα τότε δεν δημιουργούσε ακόμα, αλλά έπαιρνε ερεθίσματα, αποκτούσε βάσεις και κέρδιζε ταυτότητα. Κάρφωνε, μ’ άλλα λόγια, το πανί στο τελάρο της, κάνοντας την προεργασία των έργων  της. Έμπαινε σε εργαστήρια, για να γνωρίσει τα μυστικά και τα καντούνια της τέχνης.
   Και πριν καλά, καλά το καταλάβει ήρθε η δεύτερη περίοδος του χρόνου της, ο σεισμός. Αύγουστος του 1953 και το ζωοφόρο σκηνικό της σε μια κυριολεκτικά στιγμή σωριάστηκε σε ερείπια. Ακολούθησε η φωτιά και σαν να μην έφτανε και αυτή, έφτασε και η ανελέητη και πιο φρικτή μπουλντόζα, να ισοπεδώσει ό,τι είχε απομείνει.  Έτσι η έμψυχη Χώρα, έγινε άψυχο χωράφι. Η ιστορία πέρασε στο μύθο. Υλικές και πνευματικές περιουσίες και παρουσίες σε λίγα μόλις λεπτά επτώχευσαν και επείνασαν, παραμένοντας μονάχα η ελπίδα των εκζητούντων.
   Η τρίτη χρονική περίοδος της καλλιτέχνιδος  ήταν η μετασεισμική. Ο χώρος της προσπαθούσε να αναστηθεί, το χάσμα του σεισμού να γεμίσει άνθη, έστω και φτωχικά τζεράνια, η πίστη του να βρει χώρους. Αλλά οι τότε ιστορικές συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Με την δικαιολογία πως ένα απλό κεραμίδι έπρεπε να μπει πάνω από τα κεφάλια των θυμάτων μιας πολλαπλής θεομηνίας, επικράτησε η προχειρότητα  και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Αδράχτηκε, τότε, η ευκαιρία το χέρι που είχε κοσμήματα, να κοπεί για χάρη μιας θανατηφόρου ομοιομορφίας.
   Παρ’ όλα αυτά το έμψυχο υλικό αντιστεκόταν και προσπαθούσε να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Η ταυτότητα, αν και στραπατσαρισμένη από την πτώση της κατοικίας και νοτισμένη από τις ασταμάτητες  βροχές του πολλαπλού Χειμώνα, που θα ακολουθούσε, επιζητούσε να μην χάσει τα χαρακτηριστικά της και τα χέρια, εκείνα τα χέρια, που ζωγράφισαν ικετευτικά δεόμενα ο Κουτούζης και ο Καντούνης,  επιζητούσαν, δίχως δαχτυλίδια, αλλά με εκφραστικά ακόμα δάχτυλα, να κρατήσουν την έκφρασή τους.
   Τότε ο Χρήστος, ο πατέρας της Μαρίας έκανε τον εικαστικό Τσακασιάνο και αποτύπωσε με το χρωστήρα του αντέτια και καθημερινότητα. Στο τελάρο του αποτύπωσε άριστα το πριν την καταστροφή υπάρχον. Αυτά που θα έπρεπε να περάσουν στους επόμενους, για να μην χαθούν μέσα στην άβολη ομοιομορφία του μύθου, που επιβαλλόταν και κυριαρχούσε.
   Αυτά αναμφίβολα τα ζούσε η Μαρία, που ήδη είχε αρχίσει να δημιουργεί. Και κατάλαβε καλά πως ζούσε σε ένα μεταίχμιο θανάτου και ζωής.
   Η τέχνη της δεν ήταν πίσω στη Ζάκυνθο, αλλά μπροστά με την κάποτε Ζάκυνθο. Όσο αυτό μπορούσε να γίνει.
   Γνώριζε πως έπρεπε να γνωρίζει. Πως για να πας μπροστά, έπρεπε υποχρεωτικά να στραφείς πίσω. Πως το ποτάμι δεν επιστρέφει, αλλά έχει το ίδιο νερό. Παράλληλα γνώριζε πως το δένδρο το κεντρώνεις με το μπόλι που πρέπει και πως αν κεντρώσεις ροδακινιά με τριανταφυλλιά θα βγει ένα τίποτα ή ένα τέρας. Έτσι ξεκίνησε να δημιουργεί τοποθετώντας το δικό της σήμερα, στο επίσης δικό της χθες.


Με το χρωστήρα της οι Άγγελοι του Πάθους από τις παλιές προσπετίβες, άφησαν προσωρινά τα σύμβολα της θεϊκής ταφής στις θύρες του ιερού και άρχισαν να προεικονίζουν πια στους πίνακές της την Ανάσταση ενός τόπου που χάθηκε μέσα στα ερείπια, τις φλόγες και την επίφοβη αδιαφορία. Τα φρούτα της ζακυνθινής γης έγιναν το φωτοστέφανο της ελπίδας της. Οι μορφές κοιτούσαν την συνένωση και τη συνέχεια. Κοπέλες κρινοδάχτυλες σαν αυτές του γενάρχη Σολωμού και συντοπίτισσές της «στη σκιά χεροπιασμένες» έστησαν ικετευτικό χορό.
   Δεν είναι, επίσης, τυχαίο, που η ίδια εικαστικά συνόδευσε όλη σχεδόν την σύγχρονη ποίηση του τόπου της με τα δικά της, πολύτιμα έργα. Τα βιβλία όλων των νεότερων ποιητών, αυτών που βάλθηκαν να γεφυρώσουν το χάσμα και να συνεχίσουν την παράδοση, κοσμήθηκαν με την δική της ματιά.
  Με λίγα λόγια στο έργο της Μαρίας Ρουσέα, «Σάββατον υπέβοσκεν», για να ξαναγίνει η Γκλόρια και να σκορπιστούν πανηγυρικά οι δάφνες του Απόλλωνα, την ώρα του πρώτου φωτός και της προσπάθειας της νίκης του θανάτου.
  Οι πίνακές της είναι αναστάσιμη έξοδος, από το ζακυνθινό πάθος, με το νησί θριαμβεύον πάνω από τον τάφο του, άλλο αν μετά κάποιοι, για θανάσιμη ομοιομορφία, αντικατέστησαν την ντόπια παράδοση αυτής της έγερσης, της νίκης του θανάτου, με μιαν απεικόνιση της εις Άδου Καθόδου.
   Αυτοί πέρασαν κάπου αλλού το νησί, στον ανύπαρκτο για την ζωγράφο χρόνο, στον οποίο η ίδια επέλεξε την σιωπή.


Ένας πολυτελής και καλοτυπωμένος τόμος, με εισαγωγή της Επτανήσιας (και αυτό έχει σημασία) Δώρας Φ. Μαρκάτου, κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια από τα ΓΑΚ Αρχεία Ν. Ζακύνθου, την Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ζακύνθου και την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ζακύνθου, για να τιμήσει την ζωγράφο και να κάνει το έργο της γνωστό στο ευρύ κοινό. Αυτός τυπώθηκε μάλιστα, ομολογουμένως αισθητικά άριστα, από τις τοπικές εκδόσεις «Έντυπο», για να επαληθευθεί, έτσι, μια άλλη, εκδοτική παράδοση του νησιού, μια παράδοση, που τότε την ακολουθούσαν και την στήριζαν αναγνώστες, κάτι που χάνεται σήμερα στις μέρες της τουριστικής άλωσης.
   Τον παρουσιάζουμε σήμερα, έστω και με καθυστέρηση, και σαν επιβράβευση της ζωγράφου, αυτής, που, εκτός των άλλων, συντήρησε τόσα έμψυχα ξύλα της δικής μας, Επτανησιακής δημιουργίας, στο Μουσείο, που για χρόνια εργαζόταν και όχι μόνο τα διέσωσε, για να τα έχουμε εμείς στην καθημερινότητά μας, αλλά και από αυτά πήρε αφορμή και έμπνευση, για να δημιουργήσει τα δικά της, που είναι η συνέχεια, η παρακαταθήκη και η υπόσχεση.
   Η Μαρία Ρουσέα είναι, πιστεύω, διαχρονική μέσα στο χρόνο της και παγκόσμια μέσα στην τοπικότητά της.  Αυτό, δηλαδή, που ήταν στην ακμή της και η δική της σωματική πατρίδα, η Ζάκυνθος, αυτή, που τελευταία συνεχώς και χάνεται κάτω από τα πόδια μας.
   Αυτό δίνει και την μεγαλύτερη αξία στο έργο της, στην παρακαταθήκη, που μας άφησε και συγκεντρώθηκε στις σελίδες ενός βιβλίου.
   Ας γίνουμε οι καλύτεροι αναγνώστες του, γιγνώσκοντες ά αναγιγνώσκουμε. Αυτό θα τιμήσει περισσότερο απ’ όλα την δημιουργό!

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΕΛΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. Τόμος αφιερωμένος στον Δημήτρη Ε.-Γ. Καρύδη [Πλήρης ο τόμος από την Ιόνιο Εταιρεία Ιστορικών Μελετών]





Γιώργου Λέκκα: ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΙΙ (νέο ποίημα)


Για τη βροχούλα που κατεργάζεται πεσμένα φύλλα, ευχαριστώ
και για τα δέντρα που υπομένουν σιωπηλά, σ’  ευχαριστώ.
Για τον γλυκό τον ουρανό που μας σκεπάζει τρυφερά, σ’ ευχαριστώ
και για τα μάτια μιας γυναίκας που τον κοιτάνε  μ’  ευγνωμοσύνη, ευχαριστώ.
Για κάθε πλάσμα που γελά από χαρά, σ’ ευχαριστώ
και για τον ήλιο που καταδέχεται το βλέμμα μας στη δύση, ευχαριστώ
μα και για την όμορφη πλευρά και της χειρότερης ασχήμιας, ευχαριστώ.
Γι’  αυτό το φως που αποκαλύπτει το κάθε τι μοναδικό, σ’  ευχαριστώ
και για τους στίχους που μας χαρίζονται ακόπως,  ευχαριστώ.
Για κάθε πλάσμα σου που φεύγει απ’ τη ζωή προτού προλάβει
 να σου πει «ευχαριστώ», σ’ ευχαριστώ
μα και για ό,τι με πονάει ωσότου μάθω να σου λέω και γι’  αυτό
 «ευχαριστώ», σ’ ευχαριστώ.
Γι’ αυτή τη μέρα που ομορφαίνει καθώς τελειώνει, ευχαριστώ
για όσα γνωρίζω κι όσα αγνοώ, όσα θυμάμαι κι όσα ξεχνώ, ευχαριστώ 
καθώς για ό,τι καλό ή και κακό θα παραλείψω να σου πω  «ευχαριστώ» 
αυτό για να εκδικηθεί, αλίμονο, με υποδουλώνει.

3.9.2018

[Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας ζει, εργάζεται και διακονεί ιερατικά στις Βρυξέλλες.]

Related Posts with Thumbnails