Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ
Τον κάθε καλλιτέχνη πρέπει να τον δεις μέσα στο χώρο και το χρόνο του. Διαφορετικά ματαιοπονείς και κινδυνεύεις να κάνεις λάθος.
Ο χώρος της Μαρίας Ρουσέα είναι αδιαμφισβήτητα η Ζάκυνθος. Όχι βέβαια αυτός της φολκλόρ, σημερινής, για τουριστική κατανάλωση, προβολής της, αλλά εκείνος ο μακραίωνος και γνήσιος, ο οποίος της έδωσε την ζωτική της ιδιαιτερότητα. Κάτι, δηλαδή, σαν το σολωμικό φως του Άδη, που δεν θα μπορούσες εύκολα να το χαρακτηρίσεις σταυροαναστάσιμο, μια και δεν ενώνει τα διεστώτα, αλλά δίνει προτεραιότητα στη ζωή ή εκείνο το σωτήριο κιαροσκούρο του Κουτούζη, το οποίο, μαχόμενο το υπερφυσικό, παρέχει στον άνθρωπο την γήινη δυνατότητα της θέωσης.
Με λίγα λόγια ο τόπος της ζωγράφου είναι μια ξεκάθαρη, ιόνια ελληνικότητα, κοιταγμένη και φωτισμένη, μια και πάντα μιλάμε εδώ για φως, μέσα από μια Δυτική παιδεία και νοοτροπία, η οποία, παραδόξως (και εδώ βρίσκεται η αξία της) κρατά πιο πιστά την οικεία παρακαταθήκη από εκείνους που πιστεύουν πως την διατηρούν και την συνεχίζουν.
Είναι το μέρος που έζησε τον Διαφωτισμό, που βίωσε την Αναγέννηση και στην αυλή του διαδραματίστηκε μια σκηνή (η κορυφαία ίσως) της Γαλλικής Επανάστασης. Το μέρος που κάποτε κατείχε μια παγκόσμια γνώση, χωρίς στεγανά και δογματισμούς. Μια μάντρα, η οποία κατόρθωσε να κλείσει πολύ περισσότερα απ’ ότι μια τυφλή παράδοση, εθελοτυφλώντας, απαιτούσε.
Στο χώρο της Μαρίας Ρουσέα παίχτηκε και παίζεται ο «Χάσης» του Δημητρίου Γουζέλη, για «ξεφάντωσιν των φίλων», ο Γεράσιμος Πανάς ξεκινά από το ένα άκρη της Χώρας, καταλήγοντας στο άλλο, για να μας γνωρίσει τον «Κρίνο» να ερωτεύεται και να διεκδικεί την Ανθία, ο άγνωστος κανταδόρος τραγουδά για το άνοιγμα ενός παράθυρου, η μπάντα «κάνει πλατεία» με τις οικείες νότες του Verdi και τέλος, για να μην πολυλογούμε, το Σιγουρόπουλο αγιάζει, λέγοντας το πιο σωτήριο ψέμα του.
Αυτή είναι εντελώς περιληπτικά η πατρίδα της ζωγράφου, ο γενέθλιος τόπος της και η ιδιαίτερη και τοπικά προεκτεινόμενη πατρίδα της. Και αυτό την κάνει, όπως ακριβώς και τον Ανδρέα Κάλβο, φιλόπατρι ή κοσμικό σπουργίτη, κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Ιωάννη Τσακασιάνου.
Όσο για το σπίτι της, αυτό που είδε και καλλιέργησε το φως, ήταν μια καλλιτεχνική γωνιά του τόπου της, από τις τελευταίες ίσως, μια και ευτύχησε να είναι κόρη (τίποτα δεν είναι τυχαίο) του κυρίως ζωγράφου, αλλά στην ουσία ποικιλόμορφα πολυπράγμονος και εσχάτως αναγεννησιακού Χρήστου Ρουσέα, ο οποίος αφήνοντας τον χρωστήρα, ασχολιόταν με την μουσική και το θέατρο, αλλά και πολλά άλλα, διδάσκοντας όλα αυτά και στους νεότερους, έτσι για να υπάρχει συνέχεια.
Γι’ αυτό η Μαρία δεν εξοικειώθηκε μόνο με τα χρώματα, αλλά εξ απαλών ονύχων βίωσε εκείνο που θα μπορούσε άφοβα να χαρακτηρισθεί η ταυτότητα και η ψυχή της Ζακύνθου. Γι’ αυτό και ο χώρος της είχε αιτία ύπαρξης και ως εκ τούτου η δημιουργία της πνοή πρωτοβουλίας.
Στο χώρο αυτό πήρε πνοή το άψυχο και το ανέκφραστο έγινε έκφραση, για να μπορέσει, με έναν ακόμα κρίκο, να έχει συνοχή και αντοχή η αλυσίδα της ιστορίας.
Ας πάμε τώρα στον (επίσης σημαντικό) χρόνο της. Αυτός είναι τρισυπόστατος ή πιο σωστά ομόκεντρα τριπλός.
Η καλλιτέχνις γεννιέται πριν το σεισμό του 1953, που στάθηκε ορόσημο για τον Ιόνιο χώρο, αναμφίβολα περισσότερο σημαντικό από τους παγκόσμιους πολέμους του υπόλοιπου κόσμου. Πρωτοβλέπει, δηλαδή, το τέλος μιας ιστορίας και ενός πολιτισμού πολλών αιώνων, που παρότι του ζητούσαν να προσαρμοστεί, χάριν επιδερμικής ενότητας, σε μια επίφοβη ομοιομορφία, αυτός μπορούσε να αντισταθεί και να επιβιώσει προπάντων λόγω του έμψυχου σκηνικού που ζούσε και κρατιόταν όρθιο, αν και πληγωμένο ακόμη, αλλά και του αίματος, που δεν μπορούσε να γίνει έτσι εύκολα νερό.
Αυτό που ονομάστηκε «Φλωρεντία της Ανατολής» υπήρχε τριγύρω της. Τα ψηλά καμπαναρία, η Πλατεία Ρούγα, το Γιοφύρι, ο Πλατύφορος και ο Στενόφορος, τα ρεπάρα, τα περίτεχνα αρχοντικά, οι ξεχωριστές εκκλησίες, φορτωμένες τέχνη και ακόμα αδελφάτα, το θέατρο «Φώσκολος» με την έμψυχη ζωή του και όχι μόνο ένα επιβλητικό κτίριο και τόσα άλλα, που στέκονταν στην καθημερινότητά της και δεν της μετέφεραν τόσο μνήμες, όσο ευθύνη.
Η Ρουσέα τότε δεν δημιουργούσε ακόμα, αλλά έπαιρνε ερεθίσματα, αποκτούσε βάσεις και κέρδιζε ταυτότητα. Κάρφωνε, μ’ άλλα λόγια, το πανί στο τελάρο της, κάνοντας την προεργασία των έργων της. Έμπαινε σε εργαστήρια, για να γνωρίσει τα μυστικά και τα καντούνια της τέχνης.
Και πριν καλά, καλά το καταλάβει ήρθε η δεύτερη περίοδος του χρόνου της, ο σεισμός. Αύγουστος του 1953 και το ζωοφόρο σκηνικό της σε μια κυριολεκτικά στιγμή σωριάστηκε σε ερείπια. Ακολούθησε η φωτιά και σαν να μην έφτανε και αυτή, έφτασε και η ανελέητη και πιο φρικτή μπουλντόζα, να ισοπεδώσει ό,τι είχε απομείνει. Έτσι η έμψυχη Χώρα, έγινε άψυχο χωράφι. Η ιστορία πέρασε στο μύθο. Υλικές και πνευματικές περιουσίες και παρουσίες σε λίγα μόλις λεπτά επτώχευσαν και επείνασαν, παραμένοντας μονάχα η ελπίδα των εκζητούντων.
Η τρίτη χρονική περίοδος της καλλιτέχνιδος ήταν η μετασεισμική. Ο χώρος της προσπαθούσε να αναστηθεί, το χάσμα του σεισμού να γεμίσει άνθη, έστω και φτωχικά τζεράνια, η πίστη του να βρει χώρους. Αλλά οι τότε ιστορικές συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Με την δικαιολογία πως ένα απλό κεραμίδι έπρεπε να μπει πάνω από τα κεφάλια των θυμάτων μιας πολλαπλής θεομηνίας, επικράτησε η προχειρότητα και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Αδράχτηκε, τότε, η ευκαιρία το χέρι που είχε κοσμήματα, να κοπεί για χάρη μιας θανατηφόρου ομοιομορφίας.
Παρ’ όλα αυτά το έμψυχο υλικό αντιστεκόταν και προσπαθούσε να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Η ταυτότητα, αν και στραπατσαρισμένη από την πτώση της κατοικίας και νοτισμένη από τις ασταμάτητες βροχές του πολλαπλού Χειμώνα, που θα ακολουθούσε, επιζητούσε να μην χάσει τα χαρακτηριστικά της και τα χέρια, εκείνα τα χέρια, που ζωγράφισαν ικετευτικά δεόμενα ο Κουτούζης και ο Καντούνης, επιζητούσαν, δίχως δαχτυλίδια, αλλά με εκφραστικά ακόμα δάχτυλα, να κρατήσουν την έκφρασή τους.
Τότε ο Χρήστος, ο πατέρας της Μαρίας έκανε τον εικαστικό Τσακασιάνο και αποτύπωσε με το χρωστήρα του αντέτια και καθημερινότητα. Στο τελάρο του αποτύπωσε άριστα το πριν την καταστροφή υπάρχον. Αυτά που θα έπρεπε να περάσουν στους επόμενους, για να μην χαθούν μέσα στην άβολη ομοιομορφία του μύθου, που επιβαλλόταν και κυριαρχούσε.
Αυτά αναμφίβολα τα ζούσε η Μαρία, που ήδη είχε αρχίσει να δημιουργεί. Και κατάλαβε καλά πως ζούσε σε ένα μεταίχμιο θανάτου και ζωής.
Η τέχνη της δεν ήταν πίσω στη Ζάκυνθο, αλλά μπροστά με την κάποτε Ζάκυνθο. Όσο αυτό μπορούσε να γίνει.
Γνώριζε πως έπρεπε να γνωρίζει. Πως για να πας μπροστά, έπρεπε υποχρεωτικά να στραφείς πίσω. Πως το ποτάμι δεν επιστρέφει, αλλά έχει το ίδιο νερό. Παράλληλα γνώριζε πως το δένδρο το κεντρώνεις με το μπόλι που πρέπει και πως αν κεντρώσεις ροδακινιά με τριανταφυλλιά θα βγει ένα τίποτα ή ένα τέρας. Έτσι ξεκίνησε να δημιουργεί τοποθετώντας το δικό της σήμερα, στο επίσης δικό της χθες.
Με το χρωστήρα της οι Άγγελοι του Πάθους από τις παλιές προσπετίβες, άφησαν προσωρινά τα σύμβολα της θεϊκής ταφής στις θύρες του ιερού και άρχισαν να προεικονίζουν πια στους πίνακές της την Ανάσταση ενός τόπου που χάθηκε μέσα στα ερείπια, τις φλόγες και την επίφοβη αδιαφορία. Τα φρούτα της ζακυνθινής γης έγιναν το φωτοστέφανο της ελπίδας της. Οι μορφές κοιτούσαν την συνένωση και τη συνέχεια. Κοπέλες κρινοδάχτυλες σαν αυτές του γενάρχη Σολωμού και συντοπίτισσές της «στη σκιά χεροπιασμένες» έστησαν ικετευτικό χορό.
Δεν είναι, επίσης, τυχαίο, που η ίδια εικαστικά συνόδευσε όλη σχεδόν την σύγχρονη ποίηση του τόπου της με τα δικά της, πολύτιμα έργα. Τα βιβλία όλων των νεότερων ποιητών, αυτών που βάλθηκαν να γεφυρώσουν το χάσμα και να συνεχίσουν την παράδοση, κοσμήθηκαν με την δική της ματιά.
Με λίγα λόγια στο έργο της Μαρίας Ρουσέα, «Σάββατον υπέβοσκεν», για να ξαναγίνει η Γκλόρια και να σκορπιστούν πανηγυρικά οι δάφνες του Απόλλωνα, την ώρα του πρώτου φωτός και της προσπάθειας της νίκης του θανάτου.
Οι πίνακές της είναι αναστάσιμη έξοδος, από το ζακυνθινό πάθος, με το νησί θριαμβεύον πάνω από τον τάφο του, άλλο αν μετά κάποιοι, για θανάσιμη ομοιομορφία, αντικατέστησαν την ντόπια παράδοση αυτής της έγερσης, της νίκης του θανάτου, με μιαν απεικόνιση της εις Άδου Καθόδου.
Αυτοί πέρασαν κάπου αλλού το νησί, στον ανύπαρκτο για την ζωγράφο χρόνο, στον οποίο η ίδια επέλεξε την σιωπή.
Ένας πολυτελής και καλοτυπωμένος τόμος, με εισαγωγή της Επτανήσιας (και αυτό έχει σημασία) Δώρας Φ. Μαρκάτου, κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια από τα ΓΑΚ Αρχεία Ν. Ζακύνθου, την Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ζακύνθου και την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ζακύνθου, για να τιμήσει την ζωγράφο και να κάνει το έργο της γνωστό στο ευρύ κοινό. Αυτός τυπώθηκε μάλιστα, ομολογουμένως αισθητικά άριστα, από τις τοπικές εκδόσεις «Έντυπο», για να επαληθευθεί, έτσι, μια άλλη, εκδοτική παράδοση του νησιού, μια παράδοση, που τότε την ακολουθούσαν και την στήριζαν αναγνώστες, κάτι που χάνεται σήμερα στις μέρες της τουριστικής άλωσης.
Τον παρουσιάζουμε σήμερα, έστω και με καθυστέρηση, και σαν επιβράβευση της ζωγράφου, αυτής, που, εκτός των άλλων, συντήρησε τόσα έμψυχα ξύλα της δικής μας, Επτανησιακής δημιουργίας, στο Μουσείο, που για χρόνια εργαζόταν και όχι μόνο τα διέσωσε, για να τα έχουμε εμείς στην καθημερινότητά μας, αλλά και από αυτά πήρε αφορμή και έμπνευση, για να δημιουργήσει τα δικά της, που είναι η συνέχεια, η παρακαταθήκη και η υπόσχεση.
Η Μαρία Ρουσέα είναι, πιστεύω, διαχρονική μέσα στο χρόνο της και παγκόσμια μέσα στην τοπικότητά της. Αυτό, δηλαδή, που ήταν στην ακμή της και η δική της σωματική πατρίδα, η Ζάκυνθος, αυτή, που τελευταία συνεχώς και χάνεται κάτω από τα πόδια μας.
Αυτό δίνει και την μεγαλύτερη αξία στο έργο της, στην παρακαταθήκη, που μας άφησε και συγκεντρώθηκε στις σελίδες ενός βιβλίου.
Ας γίνουμε οι καλύτεροι αναγνώστες του, γιγνώσκοντες ά αναγιγνώσκουμε. Αυτό θα τιμήσει περισσότερο απ’ όλα την δημιουργό!