© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Δέσποινας Στεφ. Μιχάλαγα: Η ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

[Από τον Τόμο "Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Συνετό", Ζάκυνθος 2009, σσ. 625-641]

Το τέλος του ΣΤ΄ Βενετο-Οθωμανικού πολέμου και η επικράτηση των Βενετών στην Πελοπόννησο χαιρετίστηκε με πανηγυρισμούς. Το τρωθέν από την απώλεια της Κρήτης (Regno di Candia, 1205-1669) βενετικό γόητρο είχε αποκατασταθεί και η ανακατάληψη της χερσονήσου σήμανε την έναρξη της βραχύβιας Β΄ Βενετοκρατίας (1685-1715)[1]. Όπως όλες τις μεγάλες κτήσεις τους, οι Βενετοί ονόμασαν και την Πελοπόννησο Βασίλειο (Regno di Morea, Βασίλειο του Μωριά), ελπίζοντας να αναβιώσουν την ανατολική αυτοκρατορία και να αντικαταστήσουν τη στρατηγική και οικονομική σημασία της Κρήτης[2].
Η Βενετία φρόντισε άμεσα για την οργάνωση της νέας κτήσης. Η πολιτική της[3], την οποία άσκησε με διάθεση ευνομούμενης διοίκησης, στόχευε ακριβώς στη θωράκιση και οργάνωση[4] της κτήσης, με την κατασκευή οχυρωματικών έργων[5] και τη συγκρότηση εμπειροπόλεμων μονάδων από τη μία πλευρά, και με την απογραφή του πληθυσμού, την καταγραφή των δημόσιων και ιδιωτικών γαιών σε κτηματολόγιο[6] και με διάφορες άλλες διοικητικές και φορολογικές ρυθμίσεις από την άλλη. Παράλληλα προχώρησε στη θέσπιση νόμων ειδικά για την Πελοπόννησο[7], οι οποίοι όμως φανερώνουν κάποια «διαφωτιστική» αλλαγή, που από τις ιστορικές συγκυρίες κυρίως, είχε επιβληθεί όχι τόσο στην πολιτική διακυβέρνησης της νέας κτήσης όσο στον τρόπο με το οποίο αντιλαμβανόταν πια την επιβολή της κυριαρχίας της σε άλλους λαούς.
Η εκκλησιαστική πολιτική των Βενετών συνοψίζεται στο γεγονός ότι συμπεριφέρονταν πρώτα ως Βενετοί και κατόπιν ως χριστιανοί (nui semo vinisiani e poi cristiani)[8]. Η στάση τους αυτή αφορούσε κυρίως στη διαφοροποίησή τους από τις κοσμικές επιλογές του Παπικού κράτους. Ο στόχος της Βενετικής Δημοκρατίας ήταν η οικονομική διείσδυση στο λεγόμενο Levante, την Ανατολή και εξαιτίας του οι κινήσεις τους στο θρησκευτικό ιδιαίτερα τομέα ήταν προσεκτικές, για να μην προκαλούνται οι τοπικοί πληθυσμοί[9]. Η προσοχή και η ευαισθησία τους εδράζονταν στην ιδιαιτερότητα, την οποία λάμβανε το θρησκευτικό συναίσθημα στους μεσανατολικούς και βαλκανικούς λαούς, όπου το δόγμα είχε εθνική έννοια. Αν και οι αποφάσεις της Συνόδου της Λυών (1274) παρείχαν στη βενετική Πολιτεία το απαραίτητο εργαλείο πολιτικής, η Ομολογία της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας (1439)[10] πρόσφερε την επίφαση νομιμότητας για την παροχή προστασίας προς τους ορθόδοξους πληθυσμούς. Βέβαια, αν και οι Βενετοί ήταν ανεξίθρησκοι[11], είχαν κάθε λόγο να υποψιάζονται οποιαδήποτε εκκλησιαστική κίνηση, η οποία θα μπορούσε να λάβει εθνική ή κοινωνική χροιά, αφού άλλωστε στα οθωμανοκρατούμενα εδάφη ο κλήρος ήταν πρωτεργάτης στα κινήματα. Για την εξισορροπητική πολιτική των Βενετών στις κτήσεις της Μεσογείου έχουν γραφεί πολλά. Φυσικό ήταν οι ίδιοι ως Ρωμαιοκαθολικοί να θέλουν οι κατακτημένοι τους να ασπασθούν το λατινικό δόγμα ή την Ομολογία της Ένωσης, να γίνουν δηλαδή Ουνίτες. Η εμμονή, όμως, των ελληνικών πληθυσμών στην Ορθοδοξία εξανάγκαζαν τη βενετική Πολιτεία να συμβιβάζεται[12].
Τη βενετική κατάκτηση της Πελοποννήσου ακολούθησε ανάμεσα στις άλλες προτεραιότητες η επείγουσα ανάγκη οργάνωσης της τοπικής Εκκλησίας, ως πρώτης και κύριας πνευματικής τροφού του λαού[13]. Οι κυρίαρχοι χρησιμοποίησαν την καλοσύνη με επιδεξιότητα, αφού μετά την απώλεια της Κρήτης είχαν υιοθετήσει τη μετριοπάθεια και τη θρησκευτική ανοχή[14]. Κατ’ αρχήν, το 1689, οι Sindici Catasticatori συγκρότησαν έναν Κώδικα Νόμων (Statuto)[15] εμπνευσμένο από τις τοπικές συνήθειες, άρα μη απωθητικό, σύμφωνο al giusto, allonesto ed allequo. Σε αυτόν καθοριζόταν ότι οι υπήκοοι είχαν lobbligo positivo dosservar esattamente ed obbedir religiosamente anco alle leggi tutte del Serenissimo Statuto Veneto che vengono esequite darimanenti sudditi. Παράλληλα, επιφορτίσθηκαν οι βενετοί αξιωματούχοι να εποπτεύουν την Ορθόδοξη Εκκλησία και να παρεμβαίνουν όχι μόνο στο πειθαρχικό πεδίο αλλά και στο πνευματικό, σε μια προσπάθεια να την προσαρμόσουν στην τάξη της Γαληνοτάτης, προκειμένου να μεταβληθεί σε ένα είδος κρατικής Εκκλησίας. Κάτι ανάλογο είχε υλοποιηθεί στις άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές, όπως στην Κρήτη, με μικρή επιτυχία, και στα νησιά Κέρκυρα και Ζάκυνθο, με ικανοποιητικά για τους Βενετούς αποτελέσματα[16]. Με γνώμονα την προηγούμενη πρακτική τους στις άλλες κτήσεις διακήρυξαν ότι τα δύο δόγματα, ορθόδοξο και λατινικό, αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας πίστης[17] και οι υπήκοοι της χερσονήσου ήταν, σύμφωνα με το Statuto, ελεύθεροι να ακολουθήσουν όποιο από τα δύο ήθελαν[18]. Η χριστιανική είναι η μόνη αληθινή πίστη, αντίθετα με τη μωαμεθανική, η οποία κατά τους Βενετούς ήταν ψεύτικη και μισητή. Με τη λογική αυτή, στην Πελοπόννησο έπρεπε να απαγορευτεί η άσκηση κάθε άλλης λατρείας, εκτός της χριστιανικής, αλλά και να ορισθούν αυστηρές ποινές στους αλλόθρησκους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ribelli di Dio Signore. Η διακήρυξη, ωστόσο, της ισότητας παρέμεινε θεωρητική, αφού δεν εμπιστεύονταν απόλυτα τους Έλληνες, επειδή έπρεπε να αγρυπνούν για την επιρροή της Υψηλής Πύλης. Η σχετική επιρροή ήταν μεγάλη στην Πελοπόννησο εξαιτίας των προυχόντων, οι οποίοι είχαν περιουσίες και σχέσεις με τις οθωμανικές περιοχές, ενώ το ίδιο συνέβαινε και με τον ορθόδοξο κλήρο[19]. Προκειμένου να μην προκαλέσουν το δημόσιο αίσθημα, αλλά και για δική τους ασφάλεια, νομοθέτησαν με βάση προηγούμενες διατάξεις - πρακτικές, οι οποίες αφορούσαν κυρίως στην αρχιεπισκοπή Κεφαλληνίας και Ζακύνθου[20]. Ας σημειωθεί άλλωστε ότι, ενώ η Κέρκυρα στερούταν ιεράρχη, η Λευκάδα αποτελούσε επισφαλή κτήση και τα Κύθηρα[21] ανήκαν στη μητρόπολη Μονεμβασίας, οι βενετοκρατούμενες Κεφαλονιά και Ζάκυνθος είχαν παραμένει κάτω από τη σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η προσπάθεια των Βενετών να ευθυγραμμίσουν την εκκλησιαστική πολιτική τους στην Πελοπόννησο με αυτή των υπόλοιπων βενετοκρατούμενων περιοχών αναδεικνύεται στις προτάσεις και αποφάσεις τους.
·             Μια πρόταση - συμβουλευτική επιστολή[22] προς τον Πάπα και τη Βενετία είναι αυτή, την οποία αυτόκλητα απέστειλε (1705) ο λατίνος αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Angelo Maria Carlini[23], σχετικά με την αντιμετώπιση των Ορθοδόξων. Στο κείμενο αυτό διαγράφονται οι ευσεβείς πόθοι του Carlini για την υπαγωγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της βενετοκρατούμενης Πελοποννήσου στη Ρώμη, θέση την οποία ουδέποτε δέχθηκαν οι Βενετοί. Συγκεκριμένα ο Carlini διατύπωσε τη σκέψη να συγκαλείται στην Πελοπόννησο Σύνοδος, όπου από κοινού Ορθόδοξοι, Λατίνοι και ο Πρίγκιπας[24] να εκλέγουν Έλληνα μητροπολίτη, ο οποίος να ονομάζεται «Πρωτεύων» και από αυτόν μόνο να εξαρτώνται πνευματικά οι Έλληνες. Σημαντικό στην παρούσα περίσταση είναι το γεγονός ότι ο Carlini θεωρεί ότι στη Σύνοδο αυτή ήταν δυνατόν να παραβρεθούν οι τέσσερις Λατίνοι επίσκοποι της Πελοποννήσου, οι δύο Λατίνοι Κερκύρας και Ζακύνθου και οι περίπου 24 Ορθόδοξοι επίσκοποι των βενετοκρατούμενων περιοχών.
·             Γεγονός είναι ότι η βενετική κατάκτηση της χερσονήσου δημιούργησε μια νέα, δύσκολη πραγματικότητα: πολιτική εξουσία ρωμαιοκαθολικής θρησκευτικής συνείδησης σε ορθόδοξο ποίμνιο, το οποίο διεκδικούνταν τόσο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ανατολή όσο και από την μητρόπολη Βενετία, χωρίς να παραθεωρείται η απαίτηση της Αγίας Έδρας στη Δύση. Με γνώμονα τις προτάσεις του Carlini, αλλά και την ιδιαιτερότητα της νεοκατακτημένης περιοχής, η διοίκηση του Βασιλείου ζήτησε από τη Σύγκλητο τη χειροτονία επισκόπων στη Βενετία, δηλώνοντας μάλιστα ότι το αντίστοιχο συνέβαινε στις ορθόδοξες εκκλησίες της Κερκύρας και της Ζακύνθου, των οποίων οι αρχιερείς καθιερώνονταν από το μητροπολίτη Φιλαδελφείας[25]. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε αφού η Κέρκυρα στερούταν ορθόδοξου επισκόπου και ο αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας και Ζακύνθου εκλεγόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Υπήρχε βέβαια η τάση να αποδοθούν όλες οι βενετοκρατούμενες περιοχές στην πνευματική δικαιοδοσία του μητροπολίτη Φιλαδελφείας[26]. Τα αντιλατινικά και εθνικά αισθήματα των Πελοποννήσιων όμως, καθιστούσαν αδύνατο στους Βενετούς να επιχειρήσουν τη συγχώνευση των κατοίκων της χερσονήσου με τη μητρόπολη Βενετία και να παραχωρήσουν στους ντόπιους τα προνόμια των Βενετών πολιτών[27].
·             Μια άλλη σκέψη, στα πλαίσια της προσπάθειας της Ένωσης των Εκκλησιών, που έγινε από τον ίδιο το δόγη Francesco Morosini, σημείωσε ο Βαρναβίτης μοναχός Anacleto Catelani[28], ο οποίος, το 1693, συνόδευσε το Δόγη στην Πελοπόννησο ως θεολόγος του και ίσως ως ιστοριογράφος και περιέγραψε τις  σχετικές συνομιλίες. Μετά το θάνατο του Δόγη απέστειλε στους ανώτερούς του Έκθεση[29], με απώτερη προοπτική να φθάσει στην Παπική αυλή. Στην Έκθεση αναφέρεται ότι ο Morosini ζήτησε από τους ιεράρχες της Πελοποννήσου με υπόμνημα[30] και έλαβε σε 11 άρθρα τα αιτήματά τους, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ορθόδοξου κλήρου στην Πελοπόννησο. Το 9ο άρθρο αφορούσε στο ετήσιο προνόμιο του αρχιερέα Κεφαλληνίας και Ζακύνθου σχετικά με την απόδοση χάριτος[31] (απελευθέρωση κρατουμένων), το οποίο αιτούνταν και οι Πελοποννήσιοι ιεράρχες, και για το οποίο ο Catelani δεν πρόβαλε καμμία αντίρρηση.
·             Οι Βενετοί αξιωματούχοι είχαν συχνή και σταθερή αλληλογραφία με τους ανώτερούς τους ή τις Αρχές και οι αναφορές[32] τους σχετικά με κάθε αναφυόμενο ζήτημα αποτελούν πολύτιμη ιστορική πηγή. Στην αναφορά, την οποία απέστειλε, στις 30 Δεκεμβρίου 1703 ν.η., από το Ναύπλιο, ο Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης Daniel Dolfin Δ΄[33], προκειμένου να αντιμετωπισθούν διάφορα ζητήματα, τα οποία αφορούσαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην Πελοπόννησο, γίνεται μνεία παλαιότερων αποφάσεων, οι οποίες σχετίζονται με τη Ζάκυνθο. Αναλύονται και επισυνάπτονται δύο απαγορεύσεις των βενετικών αρχών σχετικά με την παρουσία πατριαρχικών εξάρχων στη Ζάκυνθο και τη διακίνηση της πατριαρχικής αλληλογραφίας στο νησί. Συγκεκριμένα αναφέρονται:
1.            Το από 24 Μαΐου 1636, διάταγμα του Δόγη Francesco Erizzo, με το οποίο εγκρίθηκε η απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Stephano Capello να απομακρυνθεί από το νησί πρόσωπο, το οποίο είχε στείλει ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τον τίτλο του Εξάρχου, για να εισπράξει τις elemosine, προκειμένου να μην εμφανισθούν ξανά τέτοιοι εισπράκτορες. Η απόφαση απαγορεύει επίσης την αίτηση ελεημοσυνών με τέτοιο τρόπο, καθώς και την εξαγωγή τους από το κράτος, ενώ ο εντέλλεται ο Πρωτοπαπάς Ζακύνθου[34] να ενημερώνει τις Αρχές για την έλευση του Εξάρχου, ώστε αυτές με τη σειρά τους να αποτρέπουν την η άφιξή του στο νησί[35].
2.            Η από 16 Φεβρουαρίου 1641 ν.η., επιστολή του Γενικού Προβλεπτή και Εξεταστή των Νήσων, με εξουσία Αρχιναυάρχου,  Alvise Zorzi, προς τον Προβλεπτή Ζακύνθου Foscolo και τους διαδόχους του, η οποία, επανερχόμενη στην παραπάνω απόφαση του 1636, ανάμεσα σε άλλα, απαγόρευε τη δημοσίευση οποιασδήποτε πατριαρχικής επιστολής σχετικά με καθαίρεση ιερωμένου ή οποιοδήποτε άλλο ανάλογο ζήτημα, το οποίο θα προέκυπτε από την πατριαρχική αυθεντία, σημειώνοντας ότι και ο Πρωτοπαπάς όφειλε να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις των Αρχών[36].
·             Οι Βενετοί, στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τις ιδιαιτερότητες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, απευθύνθηκαν στην αυθεντία του μητροπολίτη Φιλαδελφείας Μελετίου Τυπάλδου[37]. Ο βραχύβιος Γενικός Προβλεπτής Πελοποννήσου Polo Nani (1697), ανέθεσε στο Μελέτιο τη σύνταξη Έκθεσης, κίνηση την οποία ο Φιλαδελφείας θεώρησε τιμητική και την απέδωσε στην αγάπη του Προβλεπτή προς το πρόσωπό του, όπως μας πληροφορεί στη σύντομη ευχαριστήρια εισαγωγή της Επιστολιμαίας Έκθεσής του. Το κείμενο της Lettera, όπως επιγράφεται, γνωστό από τον προηγούμενο αιώνα σε «λογοκριμένη» μετάφραση[38], χωρίζεται σε τρία κεφάλαια και περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα βενετοκρατούμενα μέρη και επισημαίνει τα σημεία στα οποία θα πρέπει να επικεντρωθεί η βενετική παρέμβαση. Στο πρώτο κεφάλαιο Περί των Επισκόπων ο Τυπάλδος ασχολείται περισσότερο με τους ιεράρχες των άλλων βενετοκρατούμενων περιοχών παρά με αυτούς της Πελοποννήσου. Απώτερος στόχος του είναι να υποβάλει την άποψή του, ότι αφού ο βενετός υπήκοος, μητροπολίτης Φιλαδελφείας –αξίωμα το οποίο κατέχει ο ίδιος– είναι και Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχη, είναι προς το συμφέρον της Βενετικής Δημοκρατίας να προΐσταται όλων των ορθόδοξων αρχιερέων των Ελληνικών κτήσεων της Γαληνότατης. Προτρέπει μάλιστα τον Προβλεπτή να εξετάσει την εγκυρότητα των εκλογών των προκαθημένων Κεφαλληνίας και Ζακύνθου και Λευκάδος καθώς και του Πρωτοπαπά Κερκύρας.
·             Η πρακτική των εισηγήσεων προκειμένου να συγκροτηθεί ένα νομοθετικό κείμενο είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της βενετικής γραφειοκρατίας και σε αυτή τη διάθεση θα πρέπει να ενταχθεί το σύντομο κείμενο[39] του ΙΖ΄ αιώνα. Οι Breve Informazioni, αν και από το περιεχόμενό τους εμφανίζονται προοιμιακές, ως σχέδιο για τη σύνταξη κάποιου νομοθετήματος, και στο τέλος τους σημειώνεται ότι θα υποβληθούν στους Επιτετραμμένους για τη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουν συνταχθεί μετά το 1691, χρονολογία η οποία εμφανίζεται στο κείμενο. Αν και ο συντάκτης του χειρογράφου παραμένει ανώνυμος, από το περιεχόμενο, τη δομή, ακόμη και την ορθογραφία του κειμένου, παρατηρούνται σαφείς ομοιότητες με την παραπάνω Επιστολιμαία Έκθεση του Μελετίου Τυπάλδου προς το Γενικό Προβλεπτή Polo Nani. Στο κείμενο των Breve Informazioni ο συντάκτης αρχικά προτείνει την εφαρμογή στην Πελοπόννησο των διατάξεων εκείνων σχετικά με τα δικαστικά και οικονομικά ζητήματα ων Ορθοδόξων, τα οποία ίσχυαν και στα Ιόνια νησιά[40]. Στη συνέχεια σημειώνει τους τέσσερις Ορθόδοξους Πατριάρχες, με ιδιαίτερη αναφορά στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού, ενώ διευκρινίζει και τη διαφοροποίηση μητροπολιτών – αρχιεπισκόπων – επισκόπων με παραδείγματα[41]. Εμμένει στο ζήτημα των εισφορών προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υποστηρίζοντας ότι η υποχρέωση των ορθόδοξων ιεραρχών της Πελοποννήσου σχετικά με την  αποστολή χρημάτων, προκειμένου να εξασφαλίσουν τις επικυρωτήριες επιστολές των εκλογών τους, μετά την επικύρωση από τις Βενετικές αρχές είναι δυνατό να απαλειφθεί σύμφωνα με την πρακτική, η οποία τηρείται τόσο από το Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, όσο και από τους ιεράρχες των Ιονίων νησιών[42]. Δηλώνει, τέλος, άγνοια για την ύπαρξη ναών με jus patronatum publicum στην Πελοπόννησο, όπως συμβαίνει στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο[43].
·             Οι Βενετοί, όπως προαναφέρθηκε, φημίζονται για τη γραφειοκρατία τους και στα βενετικά αρχεία, εναπόκειται πλήθος πληροφοριών και ανάμεσα σε αυτές συλλογές αποφάσεων και νομοθετικών διατάξεων. Ένα έγγραφο - κατάλογος[44] αποφάσεων σχετικών με τον ορθόδοξο κλήρο, ο οποίος χρησιμοποιούταν ως πίνακας περιεχομένων νομοθετικής συλλογής, η οποία έχει εκπέσει, αναδεικνύει τη σημασία της αρχιεπισκοπής Κεφαλληνίας και Ζακύνθου ως πρότυπο της πρακτικής, την οποία επιζητούσαν να ακολουθήσουν στην Πελοπόννησο. Κάτω από το γενικό τίτλο Vesscovi Greci di rito σημειώνονται οι παρακάτω δύο χρονολογημένες αποφάσεις της Γερουσίας:
1.           1611. 28 Noevembre Pregadi, Vescovo Greco di Ceffalonia e Zante, Si elege da quel clero Greco.
2.           1639. 3 Settembre in [.]uzi[..],Giudizio tra Ceffalonia e Zante.
·             Η νομοθετική προσπάθεια των βενετών κυριάρχων συνεχίσθηκε σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, με διατάγματα, κωδικοποιήσεις και συλλογές. Ένα τέτοιο κείμενο, με τίτλο: Leggi, e Decreti per la direttione dell’Ecclesiastico nei due Riti per il Governo delle Chiesse, dei Conventi, e Scuole per la buona disciplina dei Religgiosi, per l’elettione dei Metropoliti, Vescovi, Abbati, Ufficiatori, e Procuratori dei Conventi e Chiesse, που είναι δυνατόν να χρονολογηθεί περίπου το 1704, ανακαλύφθηκε πρόσφατα[45]. Ανάμεσα σε άλλα αποσπάσματα αποφάσεων διαφόρων αξιωματούχων του Βασιλείου της Πελοποννήσου ανιχνεύθηκαν τα παρακάτω δύο διατάγματα τα οποία συνδέουν τη Ζάκυνθο με τη νέα κτήση:
1.           Αντίγραφο του από 29 Μαΐου 1697 διατάγματος[46] του πρώην Αρχιστράτηγου Alessandro Molin σχετικά με τις αρμοδιότητες του Πρωτοπαπά Ζακύνθου, όπως αυτές καθορίστηκαν με το διάταγμα 4.1.1640 του Προβλεπτή Ζακύνθου Marco Foscolo, το οποίο επικυρώθηκε στις 21.4.1640 από τη Σύγκλητο και συμπληρώθηκε με το διάταγμα 26.5.1696 του Γενικού Προβλεπτή Θαλάσσης Antonio Priuli. Ο Molin, επανερχόμενος στις αυθαιρεσίες του Πρωτοπαπά σχετικά με την απονομή της χάριτος (της απελευθέρωσης κρατουμένων), ορίζει ότι το προνόμιο αυτό ανήκει αποκλειστικά σε ιεράρχες, επισείοντας για τους παραβάτες τις ανάλογες ποινές.
2.           Αντίγραφο του από 1ης Φεβρουαρίου 1697 (1698) διατάγματος[47] του πρώην Αρχιστράτηγου Alessandro Molin σχετικά με την παρουσία των πατριαρχικών εξάρχων στη Ζάκυνθο. Με το διάταγμα 24.5.1636 της Συγκλήτου προς τον τότε Προβλεπτή Ζακύνθου, είχε απόλυτα απαγορευθεί η παρουσία πατριαρχικών εξάρχων στα νησιά. Το αυτό περιεχόμενο είχε και το διάταγμα 15.2.1641 του πρώην Γενικού Προβλεπτή Νήσων, με εξουσία Αρχιναυάρχου, Zorzi, το οποίο απευθύνθηκε στον Προβλεπτή Κεφαλληνίας. Ο Molin επανερχόμενος, επεκτείνει το διάταγμα στην Πελοπόννησο και ορίζει ότι κανείς εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν επιτρέπεται να φθάσει στα νησιά για κανένα λόγο χωρίς την άδεια των Αρχών, κομίζοντας επιστολές, άλλο τι και κυρίως αφορισμούς. Εντέλλεται επίσης την κοινοποίηση της διαταγής σε όλους τους εκκλησιαστικούς φορείς, τονίζοντας την ευσπλαχνία της Βενετίας προς τους υπηκόους της, τους οποίους προστατεύει και διαφυλάσσει την ελευθερία τους (εννοείται από τους απίστους), η οποία κατακτήθηκε με ποταμούς αίματος και χρυσού.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν τη συνέπεια της βενετικής διοίκησης. Τα εκκλησιαστικά της νεοκατακτημένης Πελοποννήσου αποτελούσαν terra incognita και οι κυρίαρχοι για να κατανοήσουν, προκειμένου να νομοθετήσουν, χρησιμοποίησαν αρχικά, προηγούμενες ανάλογες διατάξεις, οι οποίες αφορούσαν στα Επτάνησα και ιδιαίτερα στη Ζάκυνθο.
Η βενετική πολιτική δεν υπήρξε εποικοδομητική μόνο για την εκκλησιαστική γαλήνη, αλλά παράλληλα για το εμπόριο, την εκπαιδευτική ζωή, την καλλιτεχνική δημιουργία, την εκκλησιαστική και κοσμική ρητορική, και απέδωσε πρωτότυπους καρπούς, οι οποίοι συνοψίζονται στον όρο «ελληνοβενετικός πολιτισμός»[48]. Η στάση όμως των Βενετών απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην Πελοπόννησο χαρακτηρίζεται από ενδιάθετη επιφυλακτικότητα, ή διπλωματική διαλλακτικότητα[49], παρά τις δυσκολίες τις οποίες τους δημιουργούσαν οι σχέσεις των Ορθοδόξων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η κατάρρευση της βενετικής κυριαρχίας έγινε πρόξενος επανεμφάνισης εξωμοσιών και εξισλαμισμών[50] και επέφερε κοινωνική, πολιτισμική και ιδεολογική διάσπαση σημαντικού τμήματος του ελληνορθοδόξου γένους[51].



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

[1] Με τη δεύτερη κυριαρχία των Βενετών στην Πελοπόννησο, στα νεώτερα χρόνια, ασχολήθηκε επισταμένα ο καθηγητής Κωνσταντίνος Ντόκος [βλ. ενδ. Κ. Ντόκου, Η Στερεά Ελλάς κατά τον ενετοτουρκικόν πόλεμον (1684-1699) και ο Σαλώνων Φιλόθεος, Αθήνα 1975. Του ίδιου, «Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδον της Β΄ Ενετοκρατίας. Ανέκδοτα έγγραφα εκ των Αρχείων Ενετίας», B-NJ 21 (1976) 43-168, 22 (1985) 286-374. Επίσης, Κ. Ντόκου – Γ. Παναγόπουλου, Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Αθήνα 1993 (στο εξής: Ντόκου, Κτηματολόγιο)] και κάλυψε τους περισσότερους τομείς της δραστηριότητάς τους, ερευνώντας σε βάθος τα βενετικά Αρχεία και τις επιτόπιες βιβλιοθήκες. Ο καθηγητής Peter Topping [P. Topping, «The Post-Classical Documents», The Minnesota Messenia Expedition, Minneapolis 1972, 64-80. Του ίδιου, «Domenico Gritti’s Relation on the Organisation of Venetian Morea 1688-1691», Μνημόσυνον Σοφίας Αντωνιάδη, Βενετία 1974, 310-328. Του ίδιου, «Premodern Peloponnesus: The Land and the People under Venetian Pule (1685-1715)», Annals of the New York Academy of Sciences 268 (1975) 92-108 (στο εξής: Topping, Land). (Οι παραπάνω μελέτες επανεκδόθηκαν στον τόμο Studies on Latin Greece A.D. 1205-1715, Variorum Reprints, London 1977). Του ίδιου, «The population of the Morea (1685-1715)», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών 1ος (1976) 119-128. Του ίδιου, «Έκθεσις του Βενετού Προνοητού Nani περί της Πελοποννήσου», Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών 3ος (1987-1988) 47-48 (στο εξής: Topping, Nani)] ασχολήθηκε με γενικότερα δημογραφικά ζητήματα και περιστασιακά με τις Εκθέσεις των Προβλεπτών, ενώ ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος [Β. Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος–18ος αιώνας, Αθήνα 1987 (στο εξής: Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμός)] χρησιμοποίησε τις βενετικές απογραφές στη μελέτη του για τον πελοποννησιακό χώρο. Νεώτεροι Ιταλοί ιστορικοί, με κύριο εισηγητή τον καθηγητή Gaetano Cozzi [ενδ. βλ. G. Cozzi, «La Repubblica di Venezia in Morea: un diritto per il nuovo Regno (1687-1715)», L’ età dei Lumi. Studi storici sul Settecento in onore di Franco Venturi, 2ος, Napoli 1985, 737-789 (στο εξής: Cozzi). Του ίδιου, «La politica del diritto della Repubblica di Venezia nel Regno di Morea (1687-1715)», Karin Nehlsen-von Stryk – D. Nörr (επιμ.), Diritto comune, diritto commerciale, diritto veneziano, Venezia 1985, 155-161 (στο εξής: Cozzi, Diritto)], επικεντρώθηκαν στην προσπάθεια των βενετικών αρχών να αναδιοργανώσουν τη νέα κτήση, αντιμετωπίζοντας την όλη προσπάθεια ως ένα πείραμα της πολιτικής της Γαληνοτάτης να προσαρμόσει τους θεσμούς της και να διαχειριστεί μια ευρεία και σε πολλά ζητήματα προβληματική περιοχή. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η καθηγήτρια Χρύσα Μαλτέζου ασχολούμενη με διάφορες πτυχές της εποχής [βλ. ενδ. Χρύσας Α. Μαλτέζου, «Βενετσιάνικες εκθέσεις για την οχύρωση του Ισθμού της Κορίνθου στα τέλη του 17ου αιώνα», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών 3ος (1976-1978) 269-276. Της ίδιας, «Και πάλι για το Statuto per il Regno di Morea», Πρακτικά Ε΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών 4ος (1996-1997) 120-128 (στο εξής: Μαλτέζου, Statuto). Της ίδιας, «Στοιχεία για την πανώλη του 1687/1688 στην Πελοπόννησο», Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea, Χάρις Καλλιγά (επιμ.), Αθήνα 1998, 165-180]. Έκτοτε η δεύτερη βενετική κυριαρχία στην Πελοπόννησο έγινε αντικείμενο μελέτης ιστορικών, όπως οι: Siriol-Anne Davies [Siriol-Anne Davies, The fiscal system of the Venetian Peloponnese: The Province of Romania 1688-1715, Birmingham 1996. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή], Κωνσταντίνος Κόμης [Κ. Κόμη, Βενετικά κατάστιχα Μάνης-Μπαρδουνιάς (αρχές 18ου  αιώνα). Τεκμήρια οικονομίας και ιστορικής δημογραφίας, Αθήνα 1998], Αλέξης Μάλλιαρης [Αλ. Μ. Μάλλιαρη, Alessandro Pini: Ανέκδοτη περιγραφή της Πελοποννήσου (1703), Βενετία 1997. Του ίδιου, Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο (1687-1715). Γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Βενετία 2008], Ευτυχία Λιάτα [Ευτυχίας Δ. Λιάτα, Το Ναύπλιο και η ενδοχώρα του από τον 17ο στον 18ο αι. Οικιστικά μεγέθη και κατανομή της γης, Αθήνα 2002 (στο εξής: Λιάτα, Ναύπλιο). Της ίδιας, Αργεία γη. Από το τεριτόριο στο βιλαέτι (τέλη 17ου, αρχές 19ου αι.), Αθήνα 2003] και η γράφουσα [Δέσποινας Στ. Μιχάλαγα, Συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορία της Πελοποννήσου κατά τη β΄ βενετοκρατία (1685-1715), Αθήνα 2008, (στο εξής: Μιχάλαγα, Συμβολή)], με διαφορετικά όμως ενδιαφέροντα. Τονίσθηκε επίσης η σπουδαιότητα των σχετικών πηγών για την έρευνα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, προκειμένου να φωτισθούν πτυχές της ιστορίας των βαλκανικών λαών [βλ. ενδ. Δ. Β. Οικονομίδου, Γλωσσικαί και λαογραφικαί ειδήσεις εν τω Ημερολογίω του Κωνσταντίνου Διοικητού», Εις μνήμην Κ. Αμάντου (1874-1960), Αθήναι 1960, 147-166. Τ. Αθ. Γριτσοπούλου, «Σημείωσις περί Μάνθου Ιωάννου», Πελοποννησιακά 7 (1970) 393-395. Δ. Κ. Μιχαηλίδη, Ο Ηπειρώτης ποιητής Μάνθος Ιωάννου και το έργο του, Αθήνα 1970. P. S. Nasturel, «Lintérêt du Journal de lexpédition ottomane de 1715 contre la Morée de ConstantinDioikétès”», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών 3ος (1976-1978) 325-336. Bianca Lanfranchi, «Note su alcuni archivi di famiglia veneziani», Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea, Χάρις Καλλιγά (επιμ.), Αθήνα 1998, 93-98], και καταβλήθηκαν προσπάθειες ερμηνείας της σκέψης των ιστορικών, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την εποχή [βλ. ενδ. Π. Τζερμιά, «Ο ιστορικός Leopold von Ranke για τους Βενετούς στην Πελοπόννησο», Η εκστρατεία του Morosini και το “Regno di Morea, Χάρις Καλλιγά (επιμ.), Αθήνα 1998, 99-103].
[2] Topping, Land, 92.
[3] Για την κοινωνική και στρατιωτική πολιτική της Βενετίας βλ. De La Haye, La Politique Civile et Militaire des Venitiens, Cologne MDCLXIX (αναστ. εκδ. Αθήνα MCMLXXVIII).
[4] Η ιστορία των βενετοκρατούμενων περιοχών είναι στην εποχή μας προσπελάσιμη, αποκλειστικά εξαιτίας της γραφειοκρατικής πολιτικής που ακολούθησε η Γαληνοτάτη στις κτήσεις της, με την οργάνωση τοπικής διοίκησης στενά συνδεμένης με τη μητροπολιτική. Πρβλ. Ασπασίας Παπαδάκη, «Βενετική πολιτική και γραφειοκρατική οργάνωση στον Χάνδακα: Προτάσεις ανασυγκρότησης της δουκικής καγκελλαρίας κατά τον 17ο αιώνα», Θησαυρίσματα 34 (2004) 371-394.
[5] Βλ. γενικά σε Ιωάννας Στεριώτου, «Υλικό περιβάλλον: Βενετοί και δημόσια έργα στον ελληνικό χώρο», Χρύσα Μαλτέζου (επιμ.), Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού, Αθήνα 1993, 496-497.
[6] Στα κτηματολόγια εμφανίζονται γαιομορφολογικά και κοινωνικά στοιχεία τα οποία αναφέρονται και στην Εκκλησία, όπως ναοί και μονές με την περιουσία τους, καθώς και ιερωμένοι κατά ηλικία και περιουσία. Περιλαμβάνονταν, ανάμεσα σε άλλα, πληροφορίες για τις μονές και τα μετόχια τους, τους λατινικούς ναούς, τους λειτουργούντες και μη, ορθόδοξους ναούς, καθώς και για τους ιερωμένους, τους μοναχούς και τις μοναχές. Παράλληλα ας μην παραθεωρηθεί το γεγονός της ύπαρξης πληροφοριών εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος στις γενικές απογραφές πληθυσμού. Βλ. σχετ. Σπ. Λάμπρου, «Απογραφή του νομού Μεθώνης επί Βενετών», ΔΙΕΕ 2 (1885) 686-710. Του ίδιου, «Βενετική απογραφή Ήλιδος», ΝΕ 1 (1904) 494-495. Του ίδιου, «Κτηματολόγια της Πελοποννήσου», ΝΕ 18 (1924) 223-238. Του ίδιου, «Σημειώσεις περί της εν Πελοποννήσω Βενετοκρατίας», ΝΕ 21 (1927) 185-188. Μ. Ι. Μανούσακα, «Τα έγγραφα των Χορτάτσηδων της Σμύρνης (Συλλογή Whittall)», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963) 12, σημ. 1 (στο εξής: Μανούσακα, Whittall). Topping, Land, 93-96. Θ. Δ. Γιαννακόπουλου, «Αι περί του Ναυπλίου και της περιοχής του ειδήσεις του ‘‘Καταστίχου’’ του Βενετού μηχανικού Fr. Vandeyk», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών 3ος (1976-1978) 180-187. Β. Παναγιωτόπουλου, «Η βενετική απογραφή της Πελοποννήσου του 1700», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών 3ος (1976-1978) 203-216. Βασιλικής Μπόμπου-Σταμάτη, «Συμβολή στην ιστορία της Καλαμάτας γύρω στα 1700», Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Εν Αθήναις 1978, 259-277. Γ. Δ. Παναγόπουλου, «Το βενετικόν κτηματολόγιον της Βοστίτσας και η σημασία του εις την έρευναν της πελοποννησιακής ιστορίας», Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών 3ος (1981-1982) 433-440. Του ίδιου, Εισαγωγή εις την μελέτην των βενετικών κτηματολογίων της Βοστίτσας, Αθήνα 1984. Του ίδιου, «Κοινωνικαί και οικονομικαί ειδήσεις δια την Βοστίτσαν από τα Βενετικά κτηματολόγια του 1700», Πρακτικά Β΄ τοπικού Συνεδρίου Αχαϊκών Σπουδών, Αθήναι 1986, 272. Παναγιωτόπουλου, Πληθυσμός. Topping, Nani, 47-48. Ντόκου, Κτηματολόγιο. Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη, «Πρόνοια, ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός της ελεύθερης Ελλάδας», χ. χ. 2001, 6-14. Μαρίας-Ελευθερίας Γ. Γιατράκου, Η Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά ή Ξηροκαστελλίου, Αθήνα 1999, 32-33. Κ. Ντόκου, «Μία υπόθεσις πειρατείας κατά τον 17ου αιώνα (1678-1680)», Θησαυρίσματα 2 (1963) 36-62 (στο εξής: Ντόκου, Πειρατεία). Λιάτα, Ναύπλιο, 24-38.
[7] Από νομική άποψη κυρίως εμφανίζεται στα έργα των B. Dudan, «L’amministrazione della giustizia nel Regno di Morea e le leggi veneziane verso la fine del secolo XVII», Giustizia penale 39 (1933) 3-19. Cozzi, 739-789, το οποίο στηρίχθηκε στο κείμενο ΑSV, Compilazione Leggi, b. 293, φφ.93r-194r, «Statuto e leggi municipali ordinate, stabilite dai Sindaci e Catasticatori nel Regno della Morea per ordine espresso del Serenissimo Principe di Venezia», επίσης Archivio Privato Correr, b. 1, χ. φφ. «Alcune leggi per Morea. Terminationi de Sindici Inquisitori, e di altre estraordinarie cariche per materie civili, canoniche, criminali e politiche», όπου εμπεριέχονται τα νομοθετήματα για τη διοίκηση της Πελοποννήσου. Ακόμη Cozzi, Diritto, 155-161. Cl. Povolo, «L’amministrazione della giustizia penale in una terra di conquista: Peloponneso, 1689-1715», (επιμ.) Karin Nehlsen-von Stryk – D. Nörr, Diritto comune, diritto commerciale, diritto veneziano, Venezia 1985, 163-181. Πρβλ. Λιάτα, Ναύπλιο, 25.
[8] Siamo Veneziani e poi Cristiani. Πρβλ. Ερμ. Λούντζη, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, Αθήνα 1969, 91. Ι. Ρωμανού, Ιστορικά Έργα, Κέρκυρα 1959, 160 κ. εξ. Σύντομα για τη σχέση Βενετίας και Βατικανού σε Έλλης Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος-18ος αι.). Πηγή για σχεδίασμα ανασύνθεσης της εποχής, Αθήνα 2002, 100-101 (στο εξής: Σισιλιάνου).
[9] Για την ειρηνική συνύπαρξη Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στις βενετοκρατούμενες περιοχές βλ. Αναστασίας Παπαδία-Λάλα, «Οι Έλληνες και η βενετική πραγματικότητα: Ιδεολογική και κοινωνική συγκρότηση», Χρύσα Μαλτέζου (επιμ.), Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού, Αθήνα 1993, 173-276. Για την εκκλησιαστική πολιτική της Βενετίας γενικά βλ. Αγγελικής Πανοπούλου, «Οι Βενετοί και η ελληνική πραγματικότητα: Διοικητική, εκκλησιαστική, οικονομική οργάνωση», Χρύσα Μαλτέζου (επιμ.), Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνισμού, Αθήνα 1993, 288-297. Επίσης Μ. Ν. Ρούσσου-Μηλιδώνη, Ιησουΐτες στον ελληνικό χώρο (1560-1915), Αθήνα 1991, 107. Χαρακτηριστική για τη συνύπαρξη δυτικής και ορθόδοξης θρησκευτικότητας είναι η άποψη του G. Fedalto, «Greci e Veneziani: scontri e incontri di politica e religione. Il caso di Creta», Θησαυρίσματα 30 (2000) 79-94.
[10] Για τη Σύνοδο της Λυών γενικά βλ. ενδ. Βλ. Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Β΄ Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, Αθήναι 1995, 589-602 (στο εξής: Φειδά). Για τη Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας βλ. ενδ. Φειδά, 603-626. Είναι χαρακτηριστικό δε, ότι κατά την εξεταζόμενη εποχή δημοσιεύθηκαν από τον Ιεροσολύμων Δοσίθεο (Τόμος Καταλλαγής, Ιάσιον 1694) τα Πρακτικά της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1450), η οποία συνήλθε με σκοπό να αποκηρύξει την Ένωση των Εκκλησιών. Για το θέμα πρβλ. Βασιλικής Μπόμπου-Σταμάτη, Οι ‘‘επιστολιμαίες πραγματείες’’ του Νικολάου Παπαδοπούλου Κομνηνού προς το Χρύσανθο Νοταρά. Απαντήσεις του διδασκάλου στις απορίες του μαθητή. Πανεπιστήμιο της Πάδοβας (1698-1700), Αθήνα 2003, 16-47.
[11] Πρβλ. Σπ. Δε Βιάζη, «Ιστορικαί σημειώσεις περί των Δυτικών εν Πελοποννήσω επί Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας (1685-1800)», Παρνασσός 17 (1895) 541 (στο εξής: Δε Βιάζη).
[12] Γ. Πλουμίδη, «Ο μεσολαβητικός εκκλησιαστικός ρόλος της Βενετίας», Ορθοδοξία και Οικουμένη, Αθήνα 2000, 433-435 (στο εξής: Πλουμίδη, Ρόλος).
[13] Γενικά για την εκκλησιαστική πολιτική των Βενετών στην Πελοπόννησο βλ. Μιχάλαγα, Συμβολή, όπου και η προηγούμενη σχετική βιβλιογραφία.
[14] Πρβλ. L. von Ranke, «Οι Βενετοί εις την Πελοπόννησον (1685-1715)», μτφρ. Π. Καλλιγά, Ερανιστής 1 (1842) 282. Την ίδια πολιτική ακολούθησαν και στη βραχύβια κατάκτηση της Δυτικής Ελλάδας. Βλ. σχετ. Αστ. Π. Αρχοντίδη, Η βενετοκρατία στη Δυτική Ελλάδα (1684-1699). Συμβολή στην ιστορία της περιοχής του Αμβρακικού κόλπου και της Αιτωλοακαρνανίας, Θεσσαλονίκη 1983, 75-86. Το 17ο αιώνα η θρησκευτική ελευθερία ήταν ανύπαρκτη πολιτική αξία. Η διαφορά πίστης αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη φιλοδίκαιη διαχείριση των κοινών υποθέσεων στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οι κάτοικοι μάλιστα της σημερινής Ιταλίας ήταν αντίθετοι στη θρησκευτική ανοχή. Η μισαλλοδοξία παράστεκε ως αναπόσπαστο μέρος των χριστιανικών πολιτισμών της εποχής, αλλά οι Βενετοί εμφανίζονται ως οι περισσότερο φιλελεύθεροι, παρότι ήταν ειλικρινείς Ρωμαιοκαθολικοί.
[15] Βλ. γενικά γι’ αυτό σε Μαλτέζου, Statuto, όπου και η προηγούμενη βιβλιογραφία.
[16] Cozzi, 757.
[17] Πρβλ. την άποψη Ελλήνων σε πρεσβεία, ότι: α) επειδή ομολογούν την χριστιανική πίστη δεν πρέπει να θεωρούνται οθωμανοί υπήκοοι, διότι αναγκαστικά υφίσταντο την οθωμανική κυριαρχία (Turcarum Imperium coacte patiuntur) και β) δεν είναι άπιστοι, ούτε σχισματικοί, αφού η ελληνική με τη ρωμαϊκή Εκκλησία αποτελούν μέλη του ίδιου σώματος, οι δε Έλληνες ομολογούν την ίδια με τους ρωμαϊοκαθολικούς πίστη, σύμφωνα όμως με τα δόγματα της ελληνικής Εκκλησίας (Greçe iuxta ritum Ecclesie). Βλ. σχετ. Ντόκου, Πειρατεία, 51.
[18] Πρβλ. Cozzi, 757. Μαλτέζου, Statuto, 123.
[19] Γ. Φίνλεϋ (G. Finley), Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα, μτφρ. Μίλτου Γαρίδη, Τάσου Βουρνά (επιμ.), Αθήνα 19722, 243 (στο εξής: Φίνλεϋ). Το γεγονός ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δε βρισκόταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο της Γαληνοτάτης ή των αξιωματούχων της και αντίθετα ήταν δυνατό να υποστεί την επιρροή του Σουλτάνου, ενώ παράλληλα αποτελούσε δυναμικό παράγοντα υποκίνησης του κλήρου και μέσω αυτού του πληθυσμού σε συμπεριφορές εχθρικές προς τη Βενετία, προβλημάτιζε τους νέους κυριάρχους. Πρβλ. Cozzi, 752. Επίσης Σισιλιάνου, 102-104.
[20] Δεν λησμονούσαν άλλωστε ότι σχετικά πρόσφατα είχε αποσπασθεί από τη μητρόπολη Κορίνθου και αναβιβασθεί σε αρχιεπισκοπή. Ο πάσης Πελοποννήσου μητροπολίτης Κορίνθου κατείχε τη ιθ΄ θέση στα Τακτικά και στην Έκθεση του Σύνδικου Καταστιχωτή Marin Michiel εμφανίζεται με υποκείμενη μόνο την επισκοπή Damala e Pediadas, ενώ σημειώνεται και η προηγούμενη δικαιοδοσία του στην επισκοπή Κεφαλληνίας και Ζακύνθου. Σπ. Π. Λάμπρου, «Τα αρχεία της Βενετίας και η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Μαρίνου Μικιέλ», Ιστορικά μελετήματα, Εν Αθήναις 1884 (αναστ. εκδ. Αθήνα MCMLXXΙX), 212 (στο εξής: Λάμπρου, Μελετήματα). Αγ. Τσελίκα, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου. Η έκθεση του Σύνδικου Καταστιχωτή Μαρίνου Μικιέλ», Πελοποννησιακά 17 (1989) 154 (στο εξής: Τσελίκα, Michiel). Οι επισκοπές Δαμαλών και Πεδιάδος, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Ζημινάς και Παρσού, καθώς και Πολυφθόγγου αποδίδονται στον Κορίνθου στο άγνωστο Τακτικό από τη μονή Χρυσοπηγής Δίβρης, το οποίο είναι δυνατό να χρονολογηθεί στα μέσα του 17ου αιώνα. Ερευνητή (ψευδώνυμο του Κ. Ψυχογιού), «Τακτικόν του ΙΖ΄ αιώνος», Ηλειακά 21 (1961), 644 (στο εξής: Ερευνητή, Τακτικόν).
[21] Ο υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Πελοποννήσου μητροπολίτης Μονεμβασίας καταλάμβανε την κ΄ θέση στα Τακτικά και σε αυτόν ανήκαν αρχικά οκτώ επισκοπές: Κυθηρίας, Μεθώνης, Κορώνης, Έλους, Μαΐνης, Ανδρούσης, Ζευνών (Καλαμάτας) και Ρέοντος, που μειώθηκαν στις αρχές του 18ου αι. σε τέσσερις: Έλους, Μαΐνης, Ανδρούσης και Ρεόντος. Στην Έκθεση του Σύνδικου Καταστιχωτή Marin Michiel εμφανίζεται ως ... Santissimo et dEsarca della Morea; tiene soggetti li Vescovi di Eleos, di Reondas, di Maina, di Plazza, quello di Calamata ed il Vescovo di Andrussa (Λάμπρου, Μελετήματα, 210. Τσελίκα, Michiel, 152-153). Το Τακτικό από τη μονή Χρυσοπηγής Δίβρης φαίνεται ότι απηχεί παλαιότερη παράδοση αφού αποδίδει στον Μονεμβασίας τις επισκοπές: Κυθηρίας, Μεθώνης, Κορώνης, Έλους, Μαΐνης, Ζανών ήτοι Καλαμάτας, Ανδρούσης και Ρέοντος. Βλ. Ερευνητή, Τακτικόν, 644. Ο σύγχρονος της β΄ βενετοκρατίας Αθηνών Μελέτιος (Μήτρου) αναφέρει ότι τα Κύθηρα… έχει πόλιν του αυτού ονόματος, υπό την εξουσίαν των Βενετών, τετιμημένην με θέσιν Επισκόπου υπό τον Μονεμβασίας Μητροπολίτην. Μελετίου (Αθηνών), Γεωγραφία παλαιά και νέα. Συλλεχθείσα εκ διαφόρων Συγγραφέων Παλαιών και Νέων, και εκ διαφόρων Επιγραφών, των εν λίθοις, και εις κοινήν Διάλεκτον εκτεθείσα χάριν των πολλών του ημετέρου Γένους, Ενετίησι αψκη΄, 376. Δεν αποκλείεται η επισκοπή να επανήλθε στην προηγούμενη κανονική κατάσταση μετά τη βενετική κατάκτηση, όταν πια αποτελούσε, όπως και η μητρόπολή της, μέρος της Βενετικής Πολιτείας.
[22] Το κείμενο του Carlini δημοσιεύθηκε σε αναθεωρημένη μετάφραση, από το ήδη χειρόγραφα μεταφρασμένο, το 1760, πρωτότυπο. Βλ. σχετ. Ι. Ν. Σταματέλου, «Αι εν Πελοποννήσω σκευωρίαι κατά των Ορθοδόξων Ελλήνων τω 1705», Παρνασσός 2 (1878) 465-476 (στο εξής: Σταματέλου, Σκευωρίαι). Ο εκδότης χρησιμοποίησε το χφ. 128στ΄ της Βιβλ. της Βουλής, φ. 2-13r. Πρβλ. Σ. Π. Λάμπρου, «Κατάλογος των κωδίκων των εν Αθήναις Βιβλιοθηκών πλην της Εθνικής. Α΄ Κώδικες της Βιβλιοθήκης της Βουλής», ΝΕ 5 (1908) 313. 
[23] Πρβλ. Δε Βιάζη, 714-716.
[24] Δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για το Δόγη ή κάποιο αξιωματούχο, όπως το Γενικό Προβλεπτή Πελοποννήσου. Σταματέλου, Σκευωρίαι, 470.
[25] Πρβλ. Cozzi, 761.
[26] Βλ. σχετ. Κ. Γ. Πιτσάκη, «Η ανατολική Εκκλησία της βενετοκρατούμενης Επτανήσου: Σε αναζήτηση μιας ανέφικτης ‘‘κανονικότητας’’», Ζ΄ Πανιόνιο Συνέδριο 1ος , Αθήνα 2004, 499-504 (στο εξής: Πιτσάκη).
[27] Φίνλεϋ, 243.
[28] Τον χαρακτηρισμό του Catelani ως religioso incline alla pastorale delle conversioni, abile oratore, infaticabile sacerdote, καθώς και βιογραφικά του βλ. σε S. M. Pagano, «Un tentativo de Doge Francesco Morosini per l’unione della chiesa Greca con la Latina (1693-1694): Memoriale inedito del Barnabita Anacleto Catelani», Παρνασσός 25 (1983), 651-655 (στο εξής: Pagano).
[29] Η έκθεσή του με τίτλο: Relatione del Padre Anacleto Cattelani Bernabita teologo del Serenissimo Prencipe e Capitan Generale Morosini di gloriosa memoria in cui si contien quanto il zelo e la pietà di Sua Serenità haveva incaminato per l’unione delle due Chiese e per l’obedienza procurata della Chiesa Greca alla Santa Sede Romana, di tutto ciò per fine che per opera di quel Serenissimo si è fatto sino ad hora in questo negotio, εμπεριέχεται στον κώδικα υπαριθμ. Κ 17, οποίος επιγράφεται: Collectanea de rebus Graecorum et illorum collegio a Gregorio XIII P.M. Romae fundato, της Biblioteca Vallicelliana της Ρώμης, στα φ. 183v-188. Αν και δεν είναι χρονολογημένη, από εσωτερικά στοιχεία είναι δυνατό να τοποθετηθεί χρονικά στο διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου 1694.
[30] Πρβλ. Pagano, 658-660.
[31] Με τη μορφή που η Γαληνότητά σας χορήγησε στον αρχιερέα της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου ετήσιες χάρες, ζητούμε και εμείς επίσης από τη δημόσια ευσπλαχνία να παραχωρηθούν σε κάθε μητροπολίτη τρεις χάρες το χρόνο και για κάθε επίσκοπο άλλες επίσης ετήσιες. Μιχάλαγα, Συμβολή, 285.
[32] Οι αναφορές (dispacci) των διαφόρων Bενετών αξιωματούχων της εξεταζόμενης περιόδου υπερβαίνουν τους 30 πολύφυλλους τόμους, που αναφέρει ο Τσελίκας [Αγ. Τσελίκα, «Μεταφράσεις βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά 15 (1984), 129 (στο εξής: Τσελίκα)], ενώ σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν οι τόμοι οι οποίοι περιέχουν την αλληλογραφία. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι στο Αρχείο Grimani στο A.S.V. εναπόκεινται περισσότεροι από 40 φάκελοι που αφορούν στην Πελοπόννησο [Σοφίας Α. Αντωνιάδη, «Συμβολή στην ιστορία της Πελοποννήσου κατά τον 17ον αιώνα. Το Αρχείον Grimani», Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον 3ος , Αθήναι 1966, 153-165. Τ. Αθ. Γριτσοπούλου, «Το εν Βενετία Αρχείον Grimani καθ’ όσον αφορά εις την Πελοπόννησον», Πελοποννησιακά 7 (1970) 396-399], ενώ στο Αρχείο Nani [A. Nanetti, Το Αρχείο ΝΑΝΙ στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Αρχειακές πηγές της Ιστορίας της βενετοκρατούμενης Πελοποννήσου, Βενετία 1996, 11-14 (στο εξής: Nanetti)] στην Ε.Β.Ε. περιλαμβάνονται 50 τόμοι, των οποίων η πλειονότητα αφορά στην εποχή.
[33] Δέσποινας Σ. Μιχάλαγα, «Αναφορά του Daniel Dolfin σχετικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία στη βενετοκρατούμενη Πελοπόννησο», ΕΕΘΣΠΑ ΜΑ΄ (2006) 597-638 (στο εξής: Μιχάλαγα, Dolfin).
[34] Για τις αρμοδιότητες και τη δράση του Πρωτοπαπά στη Ζάκυνθο τη συγκεκριμένη εποχή βλ. ενδ. Π. Χιώτου, Ιστορικά Απομνημονεύματα Επτανήσου 6ος, Εν Ζακύνθω 1887 (αναστ. εκδ. Αθήνα MCMLXXX), 142. Δ. Αρβανιτάκη, «Ο Νικόδημος Μεταξάς μεταξύ εκκλησιαστικών και κοινωνικών αντιθέσεων (1628-1639)», Θησαυρίσματα 29 (1999) 309-324. Π. Δ. Μιχαηλάρη, «‘‘Ημείς προεβιβάσαμεν … και η αρχή των Ενετών εκυρώσατο’’: Η εκκλησιαστική διοίκηση των Επτανήσων στη συνάφειά της με την πολιτική διοίκηση», Ζ΄ Πανιόνιο Συνέδριο 1ος, Αθήνα 2004, 473-477. Πιτσάκη, 481-512. L. Augliera, Βιβλία, πολιτική, θρησκεία στην Ανατολή τον 17ο αιώνα. Το τυπογραφείο του Νικοδήμου Μεταξά πρώτου εκδότη ελληνικών κειμένων στην ορθόδοξη Ανατολή, μτφρ. Στάθης Μπίρταχας, επιστ. εποπτεία Νίκος Μοσχονάς, Αθήνα 2006, 127-147.
[35] Μιχάλαγα, Dolfin, 610, 632-633.
[36] Μιχάλαγα, Dolfin, 610, 633.
[37] Η ύπαρξη της Lettera στο Αρχείο Nani της Ε.Β.Ε. κίνησε πολύ ενωρίς το ενδιαφέρον μας για την ιδιαιτερότητά της σχετικά με τα άλλα έγγραφα, τα οποία εναπόκεινται σε αυτό. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με κείμενα του Τυπάλδου, με διεισδυτικότητα και ακρίβεια, η  κ. Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη στα πλαίσια της έρευνάς της για τη Συλλογή του λόρδου Guilford. Το κείμενο Letera scritta da Monsignor Tibaldi all Eccellentissimo Signor Polo Nani Proveditor Generale in Morea σε αντίγραφο, περιλαμβάνεται στο Ε.Β.Ε. 3916, φφ. 3-10 ανάμεσα σε άλλες Εκθέσεις βενετών αξιωματούχων. Βλ. σχετ. Nanetti, 48-49. Το κείμενο της Lettera εκδίδεται με και τη σχετική προβληματική και βιβλιογραφία σε Βασιλικής Μπόμπου-Σταμάτη, «Ανέκδοτα κείμενα του Μελετίου Τυπάλδου: Η Lettera και η Informazione. Η Apologia του Abate Fardella», Εώα και Εσπέρια 2 (1994-1996), 135-153.
[38] Πρβλ. Ηλ. Α. Τσιτσέλη, «Η Ορθόδοξος Εκκλησία εν τοις Ιονίοις νήσοις επί Ενετοκρατίας», Επετηρίς Παρνασσού 8 (1904) 169-182, όπου από τη μετάφραση έχουν παραλειφθεί τα προσβλητικά για την Ορθόδοξη Εκκλησία χωρία.
[39] Στον Ε.Β.Ε. 1694, χαρτώο κώδικα, (0,19 Χ 0,15) του 17ου αιώνα, ανάμεσα σε εκθέσεις και άλλα επίσημα έγγραφα των βενετικών αρχών αναφερόμενα στην κυριαρχία τους στον ελλαδικό χώρο, εμπεριέχεται στα φφ. 56v-63v κείμενο σε ιταλική γλώσσα, με 26-27 στίχους σε κάθε φύλλο, χωρίς ερυθρογραφία, αλλά με παχύτερα τα αρχικά γράμματα, με τίτλο Breve Informazioni circa il governo delle Chiese Greche de Peloponeso, το οποίο σαφώς αναπτύσσει προβληματική σχετικά με τη διοίκηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Πελοποννήσου. Το κείμενο σχολιάζεται και εκδίδεται σε Μιχάλαγα, Συμβολή, 305-309, 379-385.
[40] Όμως με εξαίρετη πρόνοια και σύνεση η Σύγκλητος, όσον αφορά στο συμφέρον του Κράτους της, το 1639 ανακοίνωσε με Διάταγμα ότι οι δικαστικές αποφάσεις σχετικά με οικονομικά ζητήματα των Ορθοδόξων Επισκόπων των (ενν. Ιονίων) νησιών θα εφεσιβάλλονται στη Διοίκηση του νησιού, όπου κατοικούν οι εφεσιβάλλοντες. Οι δικαστικές αποφάσεις παύσης ιερωμένων, γάμων και άλλων θεμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να συμβούν σε οποιονδήποτε, είναι δυνατόν να παρουσιαστούν στο Γενικό Προβλεπτή των Νησιών. Το ίδιο θα πρέπει να εφαρμοσθεί επίσης στην Πελοπόννησο με τους καινούργιους υπηκόους. Επαφίεται στους Γενικούς Προβλεπτές να κρίνουν πάντα ανάλογα με έρευνα του ίδιου του Δόγματος και όχι με άλλο τρόπο. Μτφρ. δική μας. Πρβλ. Μιχάλαγα, Συμβολή, 380.
[41] Τρεις βαθμοί θεωρούνται για τους Ορθόδοξους Έλληνες υπηκόους, ένας των Μητροπολιτών, άλλος των Αρχιεπισκόπων και τρίτος των Επισκόπων. Μητροπολίτες είναι εκείνοι οι οποίοι έχουν Επισκόπους υποκείμενους στην Έδρα τους. Τέτοιοι είναι οι Μητροπολίτες της Κορίνθου, των Πατρών, της Mονεμβασίας, του Μυστρά, της Ναυπάκτου. Αρχιεπίσκοποι είναι εκείνοι οι οποίοι έχουν τον αμιγή τίτλο του Αρχιεπισκόπου αλλά δεν έχουν Επισκόπους υποκείμενους και αναγνωρίζουν όλοι τη μοναδική ανωτερότητα του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης όπως επίσης και οι «Μητροπολιτικοί» Αρχιεπίσκοποι. Τέτοιοι είναι ο Αρχιεπίσκοπος του Ναυπλίου, της Λευκάδας και εκείνος της Κεφαλονιάς, μολονότι αυτός είναι ήδη εδώ και σαράντα χρόνια και παλαιότερα ήταν Επίσκοπος υποκείμενος του Μητροπολίτη της Κορίνθου. Επίσκοποι είναι οι υποκείμενοι των Μητροπολιτών και τέτοιοι είναι πολλοί στην Πελοπόννησο, γιατί αυτό το Βασίλειο έχει διάφορους Μητροπολίτες. Ο καθένας των οποίων έχει τους δικούς του υποκείμενους Επισκόπους. Μτφρ. δική μας. Πρβλ. Μιχάλαγα, Συμβολή, 380.
[42] Οι Μητροπολίτες και οι Αρχιεπίσκοποι, οι οποίοι πρόκειται να (επαν)εκλεγούν τώρα, είναι υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν κάτι στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, για να πάρουν τις Επιστολές, και οι Επίσκοποι όμοια στους Μητροπολίτες τους. Μετά τη χειροτονία τους έχοντας την κυριότητα από τον Πρίγκιπα ή από τους Δημόσιους Αντιπροσώπους του δεν είναι υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν τίποτε άλλο ούτε οι Επίσκοποι στους Μητροπολίτες, ούτε οι Μητροπολίτες στους Πατριάρχες. Αυτό συνηθίζεται στη Βενετία, όπου διαμένει ο Μητροπολιτικός Αρχιεπίσκοπος Φιλαδελφείας, για το Ελληνικό Έθνος και των νησιών της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς, όπου από το Πριγκιπάτο βρισκόταν ο Επίσκοπός του, ο οποίος κυβερνούσε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, και όμοια εκείνες των Κυθήρων. Μτφρ. δική μας. Πρβλ. Μιχάλαγα, Συμβολή, 382.
[43] Τρία είδη ή τέσσερα Ναών παρατήρησα στα Νησιά της Ανατολής. Οι πρώτοι είναι εκείνοι των πόλεων και των χωριών οι οποίοι λειτουργούνται από έναν ή περισσότερους ιερείς εκλεγμένους από τον Κανονισμό έως ακόμη από τις Αδελφότητες των ίδιων των Ναών. Δεύτεροι είναι οι Ναοί των Μονών Ανδρικών ή Γυναικείων, οι οποίοι διευθύνονται από τους Ηγούμενους τους με τη συγκατάθεση των Επισκόπων της Επισκοπής. Τρίτο, υπάρχουν ορισμένοι Ναοί ιδιαίτεροι, οι οποίοι ονομάζονται Σταυροπήγια, δηλαδή Ναοί πάνω στους οποίους είναι προσηλωμένοι ορισμένοι Πατριαρχικοί Σταυροί, εξαρτώμενοι από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, είναι ελεύθεροι υποταγής στον Επίσκοπο της Επισκοπής. Τέταρτο υπάρχουν Ναοί ιδιαίτεροι, δηλαδή Μοναστήρια με δίκαιο πατρωνίας του Πρίγκιπα, οι οποίοι εξαρτώνται σε όλα και για τα πάντα από τη Γαληνότητά του ή από τους Αντιπροσώπους του, ιδιαίτερα από τους Γενικούς Προβλεπτές, οι οποίοι επίσης διευθετούν αυτούς τους Ναούς περιβάλλοντας (εγκαθιστώντας σε  Εκκλησιαστικά αξιώματα) άτομα από αυτούς διορισμένα, τα οποία πρέπει να είναι Μοναχοί Ορθόδοξοι αξιέπαινοι. Και αυτές οι περιβολές πρέπει να είναι επικυρωμένες από την Εκλαμπρότατη Σύγκλητο. Τέτοιου είδους Ναοί είναι πολλοί, ιδιαίτερα στα νησιά Κέρκυρα και Ζάκυνθο, και δεν ξέρω αν τέτοιου είδους υπάρχουν και στην Πελοπόννησο. Μτφρ. δική μας. Πρβλ. Μιχάλαγα, Συμβολή, 383.
[44] A.S.V., Compilazione delle Leggi, b. 371, φ. 221. Κατάλογος αποφάσεων τις οποίες εξέδωσαν κατά καιρούς οι Pregadi.
[45] Κατά τη διάρκεια των ερευνών μας στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας τον Ιούνιο 2000, στη σειρά A.S.V., Compilazione delle Leggi, b. 190, η οποία αποδίδεται στους Sindici Inquisitori del Regno di Morea, εντοπίσθηκε ο κώδικας. Προετοιμάζουμε έκδοση του χειρογράφου, με ανάλυση και ευρετήριο. Βλ. σχετ. Μιχάλαγα, Συμβολή, 315-316.
[46] A.S.V., Compilazione delle Leggi, b. 190, ff. 59-60 (67-68).
Copia Tratta dal Libro Secondo Terminationi della Cancellaria, dell’Illustrissimo, et Eccellentissimo Signor Alessandro Molin fù Capitan General, Esistente nel Publico Archivio di Romania à Carte 87.
Noi
Quante volte l’ambittione del Protopapà del Zante sià aspirato ad’usurpar, nelle Funzioni ecclesiastiche Prerogative dovute al suo Posto, altrettanto sono stati corretti e ripresi li suoi Tentativi co’ Publici Venerati Decreti à remotione de sconcersi, e delle Difensioni, che Insorgevano nell’Improprie pretese. Con Terminatione particolarmente del fù Nobil Homo Signor Marco Foscolo Provedditor al Zante di 4 Gennaro 1640, confermate dalla suprema  Autorità dell’Eccellentissimo Senato con Ducali di 21 Aprile susseguente, furono prescritte Regole precise alla direttione di esso Protopapà, ma introdottisi novamente gl’abbusi, vi si contraposse con prudente Decreto di 26 Maggio 1696 il già Eccellentissimo Signor Provedditor General da mar Antonio Priuli. L’Esperienza non dimeno fà comprendere, che tutta via si recascrita all’osservanza delle cose Terminate, non solo, ma é anzi l’attuale Protopapà, tenta d’estender sempre maggiormente le corruttese, pretendendo di esigger, col fondamento anco di quei Sindaci delle Communità da altri Sacerdoti il Graccio dell’Evangelo, da che nelle Processioni della Corsa Settimana Santa sono stati vicini ad’Insorger sconcerti perniciosi, con Publico disservizio. À freno dunque di tali ambittiose procedure, commettendo Noi l’intiera puntuale esecutione da precennati Publici Decreti Terminiamo in aggionta con l’Autorità di questa suprema Carica, che non debbano il Protopapà presente, e suoi successori pretendere non e possono già mai conseguire in qualsi voglia Inocutro il Graccio dell’Evangelo, ne gl’altri sacerdoti darglilo sopra alcun pretesto, essendo cirimonia al solo Prelato nell’Ecclesiastica Gerarchia dovuta, e riservata, ogn’una, che ne promoccesse, tentasse, fomentasse, ò praticasse la trasgressione, soggiacerà alle pene statuite ne suddetti Decreti, et ad’altro ancora  ad’arbitrio della Giustitia. In quorum.
Romania li 29 Maggio 1697 s.n.
[47] A.S.V., Compilazione delle Leggi, b. 190, ff. 87-89 (95-97).
Copia Tratta dal libro 3° delle Terminationi dell’Illustrissimo, et Eccellentissimo Signor Alessandro Molin, fù Capitan Generale, Esistente nel Publico Archivio di Romania al 173 Carte.
Noi
L’Autorità Sovrana dell’Eccellentissimo Senato con positivo Decreto di 24 maggio 1636, diretto all’Illustrissimo Provedditor del Zante di quel tempo, hà espressamente prohibito, che gl’Esarchi di Monsignor Metropolita Patriarca di Constantinopoli, non fossero ricevuti nell’Isole, per quelli fini, che la Publica maturità dichiarisce nel Decreto stesso, e per altri riguardi rimarcabili, che pur sono estesi in ordine esecutivo del già Eccellentissimo Zorzi fù Provedditor Generale all’Isole stesse con l’Autorità di Capitan Generale di 15 febraro 1641 diretta al Signor Provedditor di Ceffallonia, che han valso à tener quieti quei Popoli nella libertà dell’Esercitio del loro venerabil Rito Greco, ma colle circospettioni di non admetter ordini d’aliena Autorità, che puonno sovertire il buon ordine, e sconcertar le Regole, introducendo confusioni, che non puonno esser tolerate, onde aderendosi alla mente Publica espressa nelle prefate Ducali, habbiamo creduto aggiustato ad’ogni riguardo, decretiamo con l’Autorità del Capitanato nostro Generale, che all’ avenire in Tutto questo Regno non sii alcuno, chi esser si voglia, che ardischi d’esercitar il Titolo, ò la funtione d’esso Patriarcale, ne pretendere alcuna Giurisdittione sià in qualunque modo, ò maniera si voglia, mà nascendo l’incontro, che per occorrenza della Chiesa insorgesse la necessità di valersi di alcun ordine di permissione ò d’altro prima d’impetrarlo, siano tenuti li Prelati, che lo volessero ricercare, ricorrere all’Autorità degl’Eccellentissimi Capitani Generali, ò Generali del Regno, per rappresentarle l’urgenze, e ricevere la permissione per poterlo impetrare. Pervenuto poiche le sià  dovrà prima di publicarlo, ò eseguirlo, portarlo sotto li riflessi dell’Eccellenze loro, per attender dalla loro Autorità le deliberazioni, che fossero dalla loro maturità credute proprie, quando pure che per qualunque causa, ò motivo niune eccettuato fossero pur espedite simili Bolle, ò lettere di qualunque materia si voglia, e pervenute in mano di chi si sia, non habbi alcuno ardire, di leggere, communicarle, ne publicar, ne privatamente à chi si voglia di qualsi sià grado, ò condittione, ma debba subbito presentarlo à sudetti Eccellentissimi Signori Capitani Generali, ò Generali, per essequir quanto sarà prescritto, in pena della vita, ed’altre pecuniarie ad’arbitrio della Giustizia col riguardo alla qualità del Trascorso, e della persona non potendo esser admesse quelle, che vengono vietato dal sudetto Decreto dell’Eccellentissimo Senato, e specialmente di scommuniche contro di chi si sià, ò suspensioni contro Prelati, et altri in sacris. La presente sarà trasmessa per tutte quattro le Provincie, acciò habbi ad’esser communicata à tutti gli metropolitani, e da questi à loro Vescovi Suffraganei per la sua puntuale obbedienza, certi Noi, che come tutti questi Popoli riconoscono la Publica Predilettione, et assistenza, massime nel godimento Intiero, e libero del loro venerabil Rito Greco, cosi pur tutti corrisponderanno cogl’atti della loro fede, e divotione, per stabilirsi sempre più nella gratia della Serenissima Republica, che con tutta Religgione, e Pietà, sarà per proteggerli, e preservarli nella loro libertà, redentale con tanta effusione di sangue, e profusione d’oro. In quorum.
Romania primo Febraro 1697 s.n. m.v.
[48] Πλουμίδη, Ρόλος, 436.
[49] Είναι χαρακτηριστική η στάση του Γενικού Προβλεπτή Giacomo Corner, ο οποίος, όπως αναφέρει στην Έκθεσή του, εμφανιζόταν ως να προστάτευε με θέρμη και συμπάθεια το ορθόδοξο δόγμα, προκειμένου να συζεύξει την αγάπη για τη θρησκεία με την αγάπη προς το Δόγη και τη Γαληνοτάτη, που είναι η προσωποποίηση αυτής της ίδιας της θρησκείας. Σπ. Π. Λάμπρου, «Η περί Πελοποννήσου έκθεσις του Βενετού Προνοητού Κορνέρ», ΔΙΕΕ 2 (1885) 297. Τσελίκα, 135.
[50] Ειδικά Γ. Β. Νικολάου, Εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο από τα μέσα του 17ου αιώνα έως το 1821, Αθήνα 2006, 45-55. Για το φαινόμενο γενικά βλ. επίσης Μ. Γ. Πεπονάκη, Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899), Ρέθυμνο 1997, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[51] Ι. Κ. Χασιώτη, Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης. Ο ελληνικός κόσμος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2001, 60-61. 
Related Posts with Thumbnails