© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Για την ποιητική συλλογή του Μιχάλη Σούμπλη “Φωτισμένη σήραγγα”, Μανδραγόρας 2017

 Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο Μιχάλης Σούμπλης είναι μαθηματικός και γράφει ποιήματα. Ακόμα είναι και καλλιτέχνης, αφού ο ίδιος επιμελήθηκε το εξώφυλλο στη Φωτισμένη σήραγγα, αγγελούδι σε μαύρο φόντο με διάφανα φτερά (το αρνητικό του ονείρου;). Η συλλογή του δίνει την ευκαιρία να φέρει στο φως συναισθήματα βαθιά ριζωμένα μέσα του· μεγάλες αγάπες, κατασταλαγμένες εντυπώσεις, διαθέσεις, επιθυμίες, ψυχικές ενορμήσεις, κοινωνική ευαισθησία, ανησυχία για τη ζωή, απορία με τα επικαιρικά φαινόμενα, με τις πληγές του κόσμου, με τα δεινά και τα πάθη των καιρών, με τον θάνατο.
     Με άλλα λόγια, στα σαράντα οχτώ ποιήματα του βιβλίου του θα ξεδιπλώσει όλον το ψυχικό του χάρτη, αρχίζοντας από την «Αρχόντισσα», αυτή που τον γέννησε, αυτή που του έδωσε χώμα να πατάει γερά, αυτή που τον άνδρωσε και σ’ αυτή που θα επιστρέψει, όταν θα έρθει η ώρα της ανάπαυσης. Θα την υμνήσει, θα την εγκωμιάσει, θα την επαινέσει, σαν θεά θα την λατρέψει.
     Κι εδώ μας επιβάλλεται να κάνουμε στάση σε δυο μεγάλους ποιητές του εικοστού αιώνα, αν και η σειρά είναι μακρά των ποιητών που έγραψαν με κέντρο την πατρίδα, αρχίζοντας από τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κωστή Παλαμά και τον Άγγελο Σικελιανό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχουμε και τους άλλους πιο πίσω ακόμα, μέχρι τον Όμηρο. Οι δύο του εικοστού αιώνα που θέλω να σταθώ είναι οι μεγάλοι μας, που τίμησαν την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα με Νόμπελ, Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης.
     Ο Γιώργος Σεφέρης (1901-1971) έγραφε στην τελευταία συλλογή του, Τρία Κρυφά Ποιήματα (1966): «Εγώ είμαι ο τόπος σου·/ ίσως να μην είμαι κανείς/ αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις» (Επί Σκηνής» Δ΄). Και ακόμα: «Το ποίημα/ μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια/ θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις./Τα περισσότερα/ σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις» («Θερινό Ηλιοστάσι» Ζ΄).
     Ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996) γράφει στον Πρώτο Ύμνο, στο Άξιον Εστί (1960): «Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος/ και γραμμένος τα σπλάχνα σου είναι / Διάβασε και προσπάθησε/ και πολέμησε/ είπε». Και ακόμη στον Ήλιο τον Πρώτο (1943): «η γη μιλάει κι ακούγεται απ’ το ρίγος των ματιών».
     Εν ολίγοις ο ποιητής είναι αυτός που νιώθει το κάλεσμα, την ανάγκη να μιλήσει για την πατρίδα του, εκείνη που του έδωσε σώμα και εκείνη που θα του το ξαναπάρει. Ο ποιητής, και όχι μόνο ο ποιητής, αλλά και ο κάθε άνθρωπος με αισθήματα, στην πατρίδα θέλει πρώτα πρώτα να αναφερθεί, όταν νιώσει ότι έφτασε η στιγμή να διατυπώσει την δική του άποψη για τον κόσμο. Η γη του, η γλώσσα του, η ιστορία του, τα πάθη του, αγάπες και καημοί, υλικά της ποιητικής σύνθεσης, περιμένουν με υπομονή.
     Ο Σούμπλης, ποιητής στην ψυχή, κατά κόσμον μαθηματικός, άρα ορθολογιστής, καταφέρνει αυτό που λέει ο Διονύσιος Σολωμός: «με λογισμό και μ’ όνειρο τι χάρη έχουν τα μάτια». Και μπαίνει στη Φωτισμένη σήραγγα με ανοιχτό μυαλό και γεμάτη καρδιά να πλέξει τον ύμνο. Δεν έχει ανάγκη να πάει μακριά. Δεν θα βουλιάξει στα «βαθιά πλατάνια», θα σταθεί στην ευτυχισμένη φλούδα της γενέθλιας γης, το μέρος αντί του όλου, που είναι η Ελλάδα. Θα δει και θα ακούσει. Θα οσφρανθεί τα αρώματα της φύσης, θα πλουτίσει η ματιά, θα γεμίσει η ψυχή, θα φουσκώνει η καρδιά.
     Την Καλαμάτα τροφό, δεν την κατονομάζει στους στίχους του. Την υπονοεί όμως: το χώμα της, την άμμο της, το αγνάντι της, τα αψιδωτά παράθυρά της, τους ανθούς των καρποφόρων της.
     Στα πρώτα ποιήματα της συλλογής, θα την προσφωνήσει «συντροφιά» του, «Πηγή ζωής αρχόντισσα», «Αστόλιστη ψυχή», «ακοίμητη λαχτάρα» «Δροσιά ισχυρή», «Τρυφερή αυγούλα», πάντα με εκείνο το οικείο κτητικό «μου» πλάι. Σαν σε καμβά επάνω της θα κεντήσει τις ομορφιές της και με τριπλό όρκο θα ορκιστεί: «θα τρέξω», «θα στήσω», «θα πλέξω». Με τα δικά της υλικά θα της φιλοτεχνήσει το πορτρέτο. Με αυτή την τριπλή υπόσχεση, που σαν ιερή μοιάζει και της ταιριάζει, θα αποκαλύψει όχι μόνο την αγάπη του γι’ αυτήν αλλά και την ιερότητά της.

Το δεύτερο ποίημα, χωρίς ρήμα -«Η φύση»- απλώνεται σε πέντε στίχους· «ένα κλαδί ελιάς», «ένα τσαμπί σταφύλι», το «άρωμα πορτοκαλιάς» και ο «χυμός από λεμόνι» είναι τα υλικά Ουσιαστικά και εικαστικά. Τα δύο πρώτα ιερά των μυστηρίων. Τα άλλα δύο ιερά της γης και του ήλιου αντίγραφα, και τα τέσσερα μαζί σαν «ερωτικά φιλιά».
     Με μια διάθεση πλήρους ενθουσιασμού προσεύχεται, παρακαλεί, παραληρεί. Ο κόσμος είναι όμορφος και η γη παραδεισένια. Μέσα σε μια τέτοια φύση «μάγεμα η φύση κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη», όπως λέει ο Σολωμός, ο ποιητής νιώθει το πλήθος των συναισθημάτων του να συνωθούνται στη «φωτισμένη σήραγγα». Διεκδικούν την έκφρασή τους, ηχείο ο ποιητής του παγκόσμιου παλμού και αναζητητής της εδεμικής λύτρωσης.
     Όμως, σιγά σιγά, τα αισθήματα αλλάζουν. Οι σοβαρές σκέψεις έρχονται και αυτές να διεκδικήσουν τη φανέρωσή τους. Η μνήμη τρέχει στο παρελθόν, σκαλίζει «λησμονημένους έρωτες», «ανθρώπους που έγιναν σκιές», προβληματισμούς πάνω σε ό,τι φαίνεται και σε ό,τι κρύβεται, πάνω στην κατάλυση «των ορίων του χρόνου» και την «υπονόμευση των ορίων της θνητότητας». Όπως λέει ο Σοπενχάουερ «Ο άνθρωπος κουβαλάει μαζί του σαν αφηρημένη έννοια τη βεβαιότητα του θανάτου, μόνο που αυτό τον φοβίζει… Απέναντι στην πανίσχυρη φωνή της φύσης ελάχιστα μπορεί να κάνει ο στοχασμός». Κι ο ποιητής σε ώρες που νιώθει πως ο θάνατος πλησιάζει αισθάνεται την ανάγκη να εξομολογηθεί: «με τρυφερή επιείκια/ τοποθετώ αμάραντο στέφανο συγγνώμης/ σ’ αυτούς που έμειναν/ σ’ αυτούς που έφυγαν… Ξέπλυνα τα περασμένα / κι ο κόσμος μιαν αυλή/…/ άνοιγμα ν’ αφήνει προς τα έξω». Αλλού: «Ασίγαστο το πάθος της άνευ όρων / αναζήτησης της αλήθειας… / Επώδυνη η ψυχική ανασκαφή./ Η δικαίωση αργεί αλλά θα ’ρθει»». Σαν από μακριά ο Άγγελος Σικελιανός στην «Ιερά Οδό» συγκατανεύει: «Θα ’ρτει!».
     Ο ποιητής δεν βυθίζεται στις μεγάλες σκέψεις μόνο ούτε κοντοστέκεται στις αναμνήσεις· βλέπει και τα τραγικά τρέχοντα: ναρκωτικά, φτώχεια, πορνεία, κακοποίηση, αλλά πάντα κοιτάζει ψηλά για να βρει στήριγμα, «ουρανός σπαρμένος μ’ άστρα, η ελπίδα». Κοιτάζοντάς τον ελπίζει πάντα ότι «Το ολόγιομο φεγγάρι/ πάλι θα φανεί στον αληθινό ουρανό,/ πάνω από τα ερείπια. / Ήχος σαν Ευαγγέλιο/ στα τεντωμένα αυτιά». Και ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω…
     Ο Μιχάλης Σούμπλης μας άνοιξε την καρδιά του και μίλησε με την ψυχή του στη Φωτισμένη σήραγγά του, δείχνοντας στον κάθε άνθρωπο ότι τα υλικά της ζωής , υλικής και ψυχικής βρίσκονται βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα του καθενός που τα αναζητά.


Related Posts with Thumbnails