Τα τελευταία χρόνια το νησί μας, η Ζάκυνθος, φαίνεται να χάνει την ταυτότητά του και ξεκινώντας απ’ την αρχή ν’ αναζητά ένα άλλο πρόσωπο και μιαν άλλη αισθητική. Αυτό που χαρακτήριζε την τζαντιώτικη ιδιοσυγκρασία και την ιόνια φινέτσα περνά σιγά - σιγά στην ιστορική μνήμη και ο διαμορφωμένος για τέσσερις, περίπου, αιώνες πολιτισμός μας μακιγιάρεται επίφοβα για να περάσει από την φωτεινότητα της ιδιαιτερότητας στην σκοτεινή και απρόσωπη ισοπέδωση. Η έλλειψη παιδείας και γνώσης, οι με ταχύτητα φωτός κινούμενες αλλαγές και η εκ των παραπάνω προερχομένη κακή απομίμηση, σβήνουν μια παράδοση δεκαετιών, η οποία έδωσε θεμέλια και βάσεις και απλά μεταβάλλεται και μασκαρεύεται για ν’ αρέσει.
Ανάμεσα στις πολλές αλλαγές, οι οποίες αντί να γεμίζουν άνθη το χάσμα του σεισμού, το κάνουν βαθύτερο, διαψεύδοντας τις ελπίδες του κορυφαίου προφήτη - ποιητή, είναι και η απομάκρυνση του σημερινού κατοίκου του τόπου από την υψηλότερη και πλέον μεστή τέχνη του λόγου, αυτήν της ποίησης και έτσι ενώ ακόμα υπάρχουν και επιβιώνουν στο μέρος μας δημιουργοί της και μάλιστα σημαντικοί, λείπουν οι οπαδοί της και οι αναγνώστες της. Στα καντούνια που τραγουδήθηκε ο Σολωμός, πριν τον μελοποιήσει έντεχνα ο Νικόλαος Μάντζαρος, άλλοι εφήμεροι ήχοι αιωρούνται και άλλες επιφανειακές νότες γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Οι μεγάλοι μύστες έχουν απλά γίνει καράβια, που μεταφέρουν τουρίστες και η αναίδεια της ευκολίας ξεδιπλώνεται στους δρόμους και τις πλατείες, που φέρουν τ’ όνομά τους. Χάθηκε, μάλλον οριστικά, το μπαρμπέρικο του Γιάννη Τσακασιάνου, που ήταν και γραφείο έκδοσης περιοδικού και οι διαμάχες δεν είναι πια φιλολογικές, όπως κάποτε, μα εμπορικές και καθημερινά ανούσιες. Σε μια τέτοια περίπτωση ο Ποιητικός Ανθών φαίνεται να είναι παράταιρος και η «πλατεία» της μπάντας μάλλον να ενοχλεί τους απολαμβάνοντες τον καφέ τους στις ιστορικές της πλάκες.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει αντίσταση. Κάτι από το περίφημο και περήφανο χθες έχει περάσει στο σήμερα και κάποια σπαράγματα του παρελθόντος επιβιώνουν και αποτελούν το άλλοθί μας για την ιστορία. Είναι που «το αίμα νερό δεν γίνεται» και που πάντα κάποιος σπόρος, έστω και ένας, θα πέσει «στην γη την αγαθή», για να μην χαθεί η ζωή.
Χαρακτηριστικό και παρηγορητικό δείγμα αυτής της διασωστικής εξαίρεσης τα Επτανησιακά Φύλλα, που ξεκίνησαν από την αγάπη προς τον γενέθλιο και πληγωμένο από τους συχνούς σεισμούς και όχι μόνο τόπο από τον ακαταπόνητο Ντίνο Κονόμο και συνεχίζονται κάτω από την άγρυπνη υπομονή του Διονύση Σέρρα ή μάλλον συνεχίζονταν, μια και όπως ανακοινώνεται από τον εκδότη τους στην αρχή του νέου τους τεύχους, περνούν και αυτά στην θύμηση, μια και ξένα από το σήμερα του νησιού μας, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν και να επιβιώσουν.
Ο τελευταίος τους τόμος (ΚΘ΄, 3 - 4, Φθινόπωρο - Χειμώνας 2009) είναι αφιερωμένος στον πλέον «Φιλόπατρι» ποιητή μας, έτσι για να μην περάσει και εδραιωθεί το κακό, στον κατά τον Κ. Πορφύρη «Αγέλαστο» Ανδρέα Κάλβο και με τον τρόπο αυτό το περιοδικό ολοκληρώνει τα οφειλόμενα στην πρωτοποριακή τριάδα του λόγου, μετά τα αφιερώματά του στους δύο άλλους ισότιμους και ομότιμους, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ούγο Φώσκολο.
Αφορμή γι’ αυτήν την πολυσέλιδη και πολύτιμη έκδοση, όπως ήδη σημειώνεται στο εξώφυλλο, η επέτειος για τα «140 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή των Ωδών», η οποία πέρασε απαρατήρητη από την επίσημη πολιτεία, ακόμα και την τοπική, αυτήν που γέννησε τον δημιουργό, που έχοντας άλλα προβλήματα να λύσει και άλλες προτεραιότητες, εγκατέλειψε την «Λύρα» και τα «Λυρικά», κυνηγώντας μια περισσότερο πεζή και όχι πάντα ωφέλιμη πραγματικότητα.
Νέες πτυχές της πολύκροτης και πολυτάραχης ζωής του ποιητή φωτίζονται στις σελίδες του σημαντικού αυτού τόμου και το έργο του, το οποίο προκύπτει απ’ αυτήν, γίνεται πιο προσιτό, σε κείμενα των πιο σημαντικών ανθρώπων των γραμμάτων, ντόπιων και ξένων, τα οποία φιλοξενούνται στο νέο τεύχος του περιοδικού.
«Μολονότι έχουν γραφεί εκατοντάδες ή χιλιάδες κείμενα για τον ποιητικά ολιγογράφο Ανδρέα Κάλβο (μελέτες, δοκίμια, μονογραφίες, ομιλίες, ανακοινώσεις, άρθρα, λήμματα, κριτικές, αναλύσεις, ποιήματα, στιχογραφήματα, σημειώματα κλπ.)», γράφει στον περιεκτικό και κατατοπιστικό πρόλογο της έκδοσης ο Διονύσης Σέρρας, «οφείλουμε και σήμερα να τον μνημονεύσουμε κ’ εμείς εδώ, στην προσφιλή και (άλλοτε) “μακαρία γη” του, μέσ’ από τις σελίδες του περιοδικού αυτού, του οποίου ο αξέχαστος ιδρυτής Ντίνος Κονόμος, φιλοκαλβιστής και ο ίδιος, είχε με τον τρόπο του - κι ανάλογα με τις δυνατότητές του - παλιότερα τιμήσει αυτόν τον επίσης οδυσσειακό, από παιδί, επιφανή συμπατριώτη, τον “μοναχικό ταξιδευτή” της ζωής και του Λόγου, τον επί τέσσερις τώρα δεκαετίες αναπαυόμενο γαλήνια (μέσ’ στις ανάρμοστες βουές και “πληγές” της εποχής και του τόπου), μαζί με τον “ιερομόναχο” ομότεχνό του Διονύσιο Σολωμό, στο απέριττο και υποβλητικό Μαυσωλείο τους».
Και η οφειλόμενη αυτή τιμή ήταν αληθινά η πρέπουσα. Παρ’ ότι πράγματι άπειρα έχουν γραφεί για τον «Ζακύνθιο» υμνητή της «αρετής και της τόλμης», ο νέος αυτός τόμος των Επτανησιακών Φύλλων μπόρεσε να προσθέσει αρκετά περισσότερα και να έχει αιτία ύπαρξης, μια και στις σελίδες του πολλά καινούργια και απαραίτητα προστίθενται και η έκδοσή του είναι απαραίτητη για κάθε ερευνητή, αλλά, προπάντων, και για κάθε αναγνώστη των είκοσι Ωδών, κυρίως, αλλά και του όλου έργου του γεννημένου στην γειτονιά του Αγίου Νικολάου των Γερόντων της Ζακύνθου πολυδιάστατου δημιουργού.
Απ’ ό,τι φαίνεται στις σελίδες του ποικιλόμορφα πλούσιου αυτού τόμου του περιοδικού, το φαινόμενο Κάλβος δεν έχει ακόμα ερευνηθεί στο βάθος που του πρέπει και πολλά ακόμα χρειάζονται να έρθουν στην επιφάνεια, για να μπορέσουμε να πούμε πως του έχουμε αποδώσει τα αρμόζοντα. Από την ημέρα εκείνη, που τον ανακάλυψε ο Παλαμάς, σ’ ένα πανέρι πλανόδιου πωλητή, ως και τις μέρες μας, η έρευνα έχει ξεκαθαρίσει πολλά, αλλά ο ποιητής φαίνεται πως εκτός από το πρόσωπό του, το οποίο ακόμα εξακολουθεί να παραμένει απρόσιτο και άγνωστο, μας έχει αποκρύψει και άλλα, τα οποία μπορούν να ερμηνεύσουν ακόμα περισσότερο το βάθος των στίχων των ποιημάτων του. Τα πρόσφατα Επτανησιακά Φύλλα προσθέτουν, αναμφίβολα, νέα στοιχεία, προσεγγίζουν ακόμα πιο πολύ τον πολυτάραχο βίο και την μοναδικής υφής ποιότητα των στίχων του και σε μέρες επίπεδες και ισοπεδωτικές, σε περιόδους αντιποιητικής διάθεσης και σύγχυσης , θυμίζουν οδούς λύτρωσης και τρόπους διαφυγής και διάσωσης.
«Το θέμα ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ (όπως και άλλα σημαντικά)», παρατηρεί προς το τέλος του προλόγου του ο Διονύσης Σέρρας, «(θα) παραμένει πάντοτε - τοπικά και ευρύτερα - ανοιχτό και δημιουργικά προκλητικό, χωρίς να εξαντλείται με (ή σε) κάθε λογής και επιπέδου αναφορές, κείμενα, βιβλία, αφιερώματα, ερμηνείες, θεωρίες, υποθέσεις, πιθανολογίες, επιθυμίες κλπ. Και όσο οι καιροί και οι διάφοροι χώροι (θα) δοκιμάζονται ή (θ’) αμαυρώνονται από άχαρες σκιές ή συμπτώματα πλάνης, παρακμής, ευτέλειας κ.ά.π., η ιδεατή “μορφή” και η δίχως γρίφους γραφή του (ενώδιου φιλοπατριωτικού μαχητή και ευχέτη) Ποιητή λειτουργούν - και θα λειτουργούν - σαν διακριτικό και αφυπνιστικό σημείο αναφοράς».
Αυτήν την αφύπνιση μας δωρίζουν τα νέα Επτανησιακά Φύλλα. Μας θυμίζουν τον Ποιητή μας και τα δέοντα. Είναι κρίμα που σταματούν. Ο Πατροκοσμάς έλεγε πως «όπου κλείνει ένα σχολείο, ανοίγει μια φυλακή». Αλήθεια δεν μπορώ να υποθέσω τι γίνεται όταν παύει να ζει ένα περιοδικό. Σίγουρα πάντως η «σκιά» απειλεί περισσότερο.
Δυστυχώς, όσο περνάει ο καιρός, ξεγυμνωνόμαστε περισσότερο. Και οι προσεχείς χειμώνες προβλέπονται βαρείς. Μακάρι οι ποιητές μας να μας σώσουν και πάλι. Ευχής έργο θα ήταν να ξαναγιορτάσουμε την παλιννόστηση της τέχνης.
Δεν είναι κρίμα να κλείσουν οριστικά τα Επτανησιακά Φύλλα; Δεν είναι άδικο η Ζάκυνθος να κοιμάται; Ας το σκεφτούμε!