[Περιοδικό Πόρφυρας, 143 (Απρίλιος-Ιούνιος 2012) 61-63]
1
1
Καθώς ξεπεζεύεις ανίδεος τον Ωκεανό
άμμος εμπύρετος σε χωνεύει ώς τη μέση
το προαισθάνεσαι ήδη
θα δαγκωθείς απ’ την Αράχνη
θα γίνεις άλλος
θα λάβεις μέρος στον Εμφύλιο
θα νικηθείς.
2
Ό,τι κλαίει δεν είναι πάντα ποίημα
ό,τι κρύβεις στη χούφτα δεν είναι πια η νεότης
ωκεανός είναι
αψύς και ασυνείδητος
ο Ινδικός με τ’ όνομα
μ’ αισθήσεις καρχαρίες
μ’ αισθήσεις καρχαρίες
ήλιους ιθαγενείς
και στον άμμο καταβόθρες διαφυγής έως αβύσσου.
3
Οι νοτιάδες εδώ λαξεύουν βράχια
κουρεύουν φοινικόδεντρα
οι επισκέπτες προσπερνούν ψόφια θαλασσοπούλια
σκόνες της Επανάστασης παντού
τα θροΐσματα των καλαμιών πολλά υποσχόμενα.
4
Για Λορέντζο Μαρκές
επιβίωση αν θες
κάρτα επιβίβασης κράτα
στίχους παγίδες του Άπειρου
τα τιμαλφή του ύπνου σου κυρίως
ενώ θα εκπαιδεύεσαι
στην οδό da Marginal τσαγκάρης των ονείρων
σε κάθε μάνδρα θα κολλάς κηδειόσημα της μάχης
ή
και της άμπωτης τον χορευτή θα εποπτεύεις
να συχναλλάζει σώματα με των ψαριών τις κακουχίες.
5
Η Γυναίκα διάχυτη
των ποταμών πλατυτέρα
και της μεγάλης θάλασσας
εν ετέρα μορφή
όπως το συνηθίζει
ανακατεύει χρώματα
με τρόπους τροπικούς.
6
Στη Matola συγκαλύπτονται όλα
από αστραπές χώμα βροχή
ιπτάμενα σκουπίδια
κάμπιες της νεροποντής
δεκάδες κολοράτοι έντρομοι
κρέμονται από τα φορτηγά ταξί
άλλοι θρηνούνε τις πραμάτειες
κι ο Ινδικός ολόβροντος χασκογελά
πάνω από τις καλύβες τις ευαίσθητες
σε πλημμυρίδες ειδικός.
7
Με ιδρώτα ολόμαυρο
ή με το λάδι της οργής
λειαίνονται οι μορφές εδώ
δια χειρών Malangatana
Samate Mulungo
και των άλλων συντρόφων
τα βλέμματα του ξύλου όλα μαζί
μα δεν κοιτάζονται
στην ερημιά του το καθένα
ωσάν τους σκαλιστές τους ανώνυμους
στον κήπο του Μουσείου
που ξυλουργούν τη θλίψη τους έως αργά
και μάς χαμογελάνε.
8
Αφόρητα φορέματα ξεβγάζουνε γυναίκες στο ποτάμι
το τρένο ασθμαίνει
η σκόνη επικάθεται στη σοκολάτα του κορμιού
το καταθλίβει
ολημερίς εδώ συμβαίνει κόσμος
και γοργά
γυρνούν οι νέοι πρόσωπο στο φως
κι έχουν γεράσει.
9
Ο δρόμος προς την Goba έχει κόμπους πολλούς
επαίτες θεότυφλους
βουστάσια δυσώδη
απ’ την πολλή την amarula μεθυσμένα τα παιδιά
κ’ οι κτηνοτρόφοι
ενώ η μαύρη τσίκνα του καλοκαιριού
συνέχοντας το ξέφωτο
παραμυθιάζει τους φτωχούς για τον αιώνιο πλούτο.
(Μοζαμβίκη, Φεβρουάριος 2011 / Φεβρουάριος 2012)